Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 (Θ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΟΤΙ σύμπαν τοῦτο ἔδωκα εἰς καρδίαν μου, καὶ καρδία μου σὺν πᾶν εἶδε τοῦτο, ὡς οἱ δίκαιοι καὶ οἱ σοφοὶ καὶ αἱ ἐργασίαι αὐτῶν ἐν χειρὶ τοῦ Θεοῦ, καί γε ἀγάπην καί γε μῖσος οὐκ ἔστιν εἰδὼς ὁ ἄνθρωπος· τὰ πάντα πρὸ προσώπου αὐτῶν, ματαιότης ἐν τοῖς πᾶσι. 1 Εις όλα τα περί εμέ έστρεψα την προσοχήν μου. Ολα τα εμελέτησεν ο νους και η καρδία μου και είδα τούτο· ότι δηλαδή οι δίκαιοι και οι σοφοί, όπως επίσης και τα έργα των, ευρίσκονται βεβαίως στο χέρι και την προστασίαν του Θεού. Ο άνθρωπος όμως δεν γνωρίζει εις βάθος και πλάτος ούτε την αγάπην και τας συνεπείας της, ούτε το μίσος και τας συνεπείας του. Ολα είναι άγνωστα και ενδεχόμενα ενώπιόν των. Ματαιότης, λοιπόν, υπάρχει εις όλα τα πράγματα. 1 Εἰς ὅλα ἔστρεψα τὴν προσοχήν μου καὶ ὅλα τὰ ἐμελέτησεν ὁ νοῦς μου καὶ εἶδα ὅτι οἱ δίκαιοι καὶ οἱ εὐσεβεῖς καὶ τὰ ἔργα των εὑρίσκονται ὑπὸ τὴν ἀπόλυτον προστασίαν καὶ τὴν σοφὴν κατεύθυνσιν τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δὲν γνωρίζει ποῖος εἶναι ἄξιος ἀγάπης ἢ ἀποστροφῆς καὶ μίσους· ὅλα τὰ μέλλοντα εἶναι ἄγνωστα εἰς αὐτόν.
2 συνάντημα ἓν τῷ δικαίῳ καὶ τῷ ἀσεβεῖ, τῷ ἀγαθῷ καὶ τῷ κακῷ καὶ τῷ καθαρῷ καὶ τῷ ἀκαθάρτῳ καὶ τῷ θυσιάζοντι καὶ τῷ μὴ θυσιάζοντι· ὡς ὁ ἀγαθός, ὡς ὁ ἁμαρτάνων· ὡς ὁ ὀμνύων, καθὼς ὁ τὸν ὅρκον φοβούμενος. 2 Κοινή συνάντησις και κοινή τύχη επιφυλάσσεται στον δίκαιον και στον ασεβή, στον αγαθόν και στον κακόν, στον νομικώς καθαρόν και στον νομικώς ακάθαρτον· εις εκείνον ο οποίος προσφέρει θυσίας, και εις εκείνον ο οποίος δεν θυσιάζει τίποτε. Οπως ο αγαθός, έτσι και εκείνος που καταπατεί το θέλημα του Θεού. Οπως εκείνος που ορκίζεται ψευδώς, έτσι και εκείνος που ευλαβείται και φοβείται τον όρκον. 2 Εἰς ὅλα κυριαρχεῖ ἡ ματαιότης. Κοινὴ ἡ τύχη, καὶ εἰς τὸν δίκαιον καὶ εἰς τὸν ἀσεβῆ, εἰς τὸν ἀγαθὸν καὶ εἰς τὸν κακόν, εἰς τὸν καθαρὸν καὶ τὸν ἀκάθαρτον σύμφωνα μὲ τὸν Μωσαϊκὸν νόμον, εἰς ἐκεῖνον ποὺ προσφέρει θυσίας καὶ εἰς ἐκεῖνον ποὺ δὲν θυσιάζει· ὅπως ὁ ἀγαθός, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἁμαρτάνει· ὅπως ἐκεῖνος ποὺ κάμνει ἀνευλαβεῖς ὅρκους, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ εὐλαβεῖται καὶ φοβεῖται τὸν ὅρκον.
3 τοῦτο πονηρὸν ἐν παντὶ πεποιημένῳ ὑπὸ τὸν ἥλιον, ὅτι συνάντημα ἓν τοῖς πᾶσι· καί γε καρδία υἱῶν τοῦ ἀνθρώπου ἐπληρώθη πονηροῦ, καὶ περιφέρεια ἐν καρδίᾳ αὐτῶν ἐν ζωῇ αὐτῶν, καὶ ὀπίσω αὐτῶν πρὸς τοὺς νεκρούς. 3 Είναι άδικον και σκανδαλώδες να έχουν όλοι και όλα την αυτήν τύχην, και κοινή συνάντησις να υπάρχη δι' όλους τους ανθρώπους. Ενεκα τούτου εγέμισεν από κακόν και επωρώθη η καρδία του ανθρώπου. Παραφέρεται και ορμά προς το κακόν η καρδία των ανθρώπων, εν όσω ζουν, και αποθνήσκοντες κατευθύνονται προς τους νεκρούς στον άδην. 3 Αὐτὸ τὸ κακὸν καὶ ἄδικον συμβαίνει εἰς ὅλα, ὅσα γίνονται κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον, ὅτι ὅλων εἶναι μία κοινὴ συνάντησις, ὁ θάνατος. Καὶ παρὰ ταῦτα τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ἡ ἠθικὴ πώρωσις καὶ ἡ ἠθικὴ παραφορὰ τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων ἐν ὅσῳ ζοῦν καὶ κατευθύνονται ὅλοι πρὸς τοὺς νεκρούς, εἰς τὸν Ἅδην.
4 ὅτι τίς ὃς κοινωνεῖ πρός πάντας τοὺς ζῶντας; ἔστιν ἐλπίς, ὅτι ὁ κύων ὁ ζῶν, αὐτὸς ἀγαθὸς ὑπὲρ τὸν λέοντα τὸν νεκρόν. 4 Διότι ποιός είναι εκείνος, ο οποίος επικοινωνεί με όλους τους ανθρώπους, που ζουν εις την γην; Αυτός που ζη· αυτός έχει την ελπίδα της επικοινωνίας. Οταν όμως αποθάνη, χάνει την επικοινωνιάν του προς την γην. Διότι ένα ζωντανό σκυλί είναι ανώτερο από ένα λέοντα μεγαλοπρεπή, αλλά νεκρόν. 4 Διότι ποῖος εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ ἐπικοινωνεῖ μὲ ὅλους τοὺς ζωντανούς; Ἐκεῖνος ποὺ ζῇ ἀκόμη. Αὐτὸς ἔχει κάποιαν ἐλπίδα. Ἡ ἐλπὶς ταιριάζει πιὸ πολὺ εἰς τὸ εὐτελὲς ἀλλὰ ζωντανὸ σκυλί, διότι αὐτὸ εἶναι ἀνώτερον ἀπὸ τὸ μεγαλοπρεπὲς ἀλλὰ ψόφιο λεοντάρι.
5 ὅτι οἱ ζῶντες γνώσονται ὅτι ἀποθανοῦνται, καὶ οἱ νεκροὶ οὐκ εἰσὶ γινώσκοντες οὐδέν· καὶ οὐκ ἔστιν αὐτοῖς ἔτι μισθός, ὅτι ἐπελήσθη ἡ μνήμη αὐτῶν· 5 Οι ζωντανοί γνωρίζουν, ότι οπωσδήποτε θα αποθάνουν. Οι νεκροί δεν γνωρίζουν τίποτε σχετικώς με τους ζωντανούς. Εις τους νεκρούς δεν υπάρχει πλέον πιθανότης αμοιβής, όπως υπήρχε, όταν ευρίσκοντο εις την γην. Αλλά και αυτή η ανάμνησίς των ελησμονήθη μεταξύ των ανθρώπων. 5 Διότι οἱ ζωντανοὶ γνωρίζουν ὅτι θὰ ἀποθάνουν, οἱ νεκροὶ ὅμως τίποτε δὲν γνωρίζουν διὰ τοὺς ζωντανούς. Δὲν ὑπάρχει πλέον δι’ αὐτοὺς ὠφέλεια καὶ ἀνταμοιβὴ τῶν κόπων των, διότι ἡ μνήμη των ἐλησμονήθη.
6 καί γε ἀγάπη αὐτῶν καί γε μῖσος αὐτῶν καί γε ζῆλος αὐτῶν ἤδη ἀπώλετο, καί γε μερὶς οὐκ ἔστιν αὐτοῖς ἔτι εἰς τὸν αἰῶνα ἐν παντὶ τῷ πεποιημένῳ ὑπὸ τὸν ἥλιον. 6 Η αγάπη των και τα μίση των, όπως και η μεταξύ των ζηλοφθονία, έχουν ήδη εξαφανισθή και δεν έχουν αυτοί καμμίαν πλέον συμμετοχήν εις κάθε τι, το οποίον συμβαίνει εις την υφήλιον. 6 Καὶ ἡ ἀγάπη, ποὺ εἶχαν αὐτοί, καὶ τὸ μῖσος των καὶ ἡ ζηλοτυπία των ἐχάθησαν πλέον δι’ αὐτούς, ἔπαυσαν. Δὲν ὑπάρχει δι' αὐτοὺς ὑλικὴ ἀμοιβὴ δι’ ὅλα, ὅσα ἔπραξαν εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν.
7 Δεῦρο φάγε ἐν εὐφροσύνῃ τὸν ἄρτον σου καὶ πίε ἐν καρδίᾳ ἀγαθῇ οἶνόν σου, ὅτι ἤδη εὐδόκησεν ὁ Θεὸς τὰ ποιήματά σου. 7 Ελα, λοιπόν, άνθρωπε, φάγε με ευχαρίστησιν τα φαγητά σου και πίε με καλή καρδία τον οίνόο σου, διότι ο Θεός ηθέλησε και ηυλόγησε τα έργα των χειρών σου. 7 Ἐμπρὸς λοιπόν, φάγε μὲ εὐχαρίστησιν τὸ ψωμί σου καὶ πίε μὲ καλὴ καρδία τὸ κρασί σου, ἀπόλαυσε τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, διότι ὁ Θεὸς εὐηρεστήθη καὶ εὐλόγησε τὰ ἔργα σου.
8 ἐν παντὶ καιρῷ ἔστωσαν ἱμάτιά σου λευκά, καὶ ἔλαιον ἐπὶ κεφαλῆς σου μὴ ὑστερησάτω. 8 Παντοτε να ενδύεσαι με λευκά ωραία ενδύματα, και το μυρωμένον έλαιον ας μη λείψη από την κεφαλήν σου. 8 Πάντοτε τὰ ἐνδύματά σου νὰ εἶναι λευκὰ καὶ φρεσκοπλυμένα εἰς ἔνδειξιν χαρᾶς, καὶ τὸ εὐωδιαστὸ λάδι ἂς μὴ λείψῃ ἀπὸ τὸ κεφάλι σου.
9 καὶ ἰδὲ ζωὴν μετὰ γυναικός, ἧς ἠγάπησας, πάσας τὰς ἡμέρας ζωῆς ματαιότητός σου τὰς δοθείσας σοι ὑπὸ τὸν ἥλιον, ὅτι αὐτὸ μερίς σου ἐν τῇ ζωῇ σου καὶ ἐν τῷ μόχθῳ σου, ᾧ σὺ μοχθεῖς ὑπὸ τὸν ἥλιον. 9 Γνώρισε και απόλαυσε την καλήν ζωήν με την γυναίκα, την οποίαν ηγάπησες, καθ' όλας τας ημέρας της προσκαίρου αυτής ζωής σου, αι οποίαι σου εδόθησαν να ζης εις την γην υπό τον ήλιον. Διότι τα αγαθά αυτά σου εδόθησαν ως μερίδιον και κληρονομία σου από τον Θεόν. Αυτά, δια τα οποία και συ ειργάσθης με κόπον και μόχθον εις την γην. 9 Ἀπόλαυσε τὴν ζωήν σου μὲ τὴν νόμιμον γυναῖκα, ποὺ ἠγάπησες, ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς προσκαίρου ζωῆς σου, ὅση θὰ σοῦ χαρισθῇ κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον, ὅλες τίς ἡμέρες σου τὶς μάταιες, διότι αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ κέρδος σου εἰς τὴν ζωὴν καὶ διὰ τὸν κόπον, ποὺ θὰ καταβάλλῃς ἐδῶ εἰς τὴν γῆν κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον.
10 πάντα, ὅσα ἂν εὕρῃ ἡ χείρ σου τοῦ ποιῆσαι, ὡς ἡ δύναμίς σου ποίησον, ὅτι οὐκ ἔστι ποίημα καὶ λογισμὸς καὶ γνῶσις καὶ σοφία ἐν ᾅδῃ, ὅπου σὺ πορεύῃ ἐκεῖ. 10 Ολα όσα είναι του χεριού σου και ημπορείς να τα κάμης, κάμε τα με όλην σου την δραστηριότητα. Διότι στον άδην, όπου και συ κατευθύνεσαι, όπως όλοι οι άνθρωποι, δεν υπάρχει δυνατότης δια κανένα έργον, ούτε δια σχέδιον, ούτε γνώσις και σοφία, όπως υπάρχει εις την γην. 10 Ὅλα, ὅσα βρεθοῦν εἰς τὰ χέρια σου καὶ δύνασαι νὰ τὰ κάμῃς, κάμε τα μὲ ὅλην σου τὴν δραστηριότητα, διότι εἰς τὸν Ἅδην, ὅπου καὶ σὺ κατευθύνεσαι ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, δὲν ὑπάρχει δρᾶσις, σχέδια, γνῶσις καὶ σοφία.
11 ᾿Επέστρεψα καὶ εἶδον ὑπὸ τὸν ἥλιον ὅτι οὐ τοῖς κούφοις ὁ δρόμος καὶ οὐ τοῖς δυνατοῖς ὁ πόλεμος καί γε οὐ τῷ σοφῷ ἄρτος καί γε οὐ τοῖς συνετοῖς πλοῦτος καί γε οὐ τοῖς γινώσκουσι χάρις, ὅτι καιρὸς καὶ ἀπάντημα συναντήσεται τοῖς πᾶσιν αὐτοῖς. 11 Παλιν εγώ παρετήρησα με προσοχήν εις την γην κάτω από τον ήλιον και είδα ότι πολλές φορές δεν υπερέχουν στον δρόμον οι ταχείς τους πόδας και ελαφροί, ούτε η νίκη δίδεται κατά τους πολέμους στους δυνατούς, άκομη δε και ο άρτος δεν δίδεται στον σοφόν ούτε ο πλούτος στον συνετόν· ούτε αναγνωρίζεται καμμία χάρις και εκτίμησις στους έχοντας γνώσιν. Υπάρχουν περιστάσεις, κατά τας ο ποίας αυτοί θα συναντήσουν δυσκολίας και εναντιότητας. 11 Καὶ πάλιν παρετήρησα καὶ εἶδα εἰς τὸν κόσμον αὐτόν, ὅτι ἡ νίκη εἰς τὸν δρόμον δὲν κερδίζεται ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εἶναι ἐλαφροὶ εἰς τὰ πόδια, οὔτε ἡ νίκη εἰς ἕνα πόλεμον ἀπὸ τοὺς δυνατούς, οὔτε ἀκόμη εἰς τοὺς σοφοὺς δίδεται τὸ ψωμὶ καὶ εἰς τοὺς συνετοὺς ὁ πλοῦτος καὶ εἰς τοὺς γραμματισμένους ἡ χάρις, διότι ἀπρόοπτες περιστάσεις καὶ ἐναντιότητες θὰ συναντήσουν ὅλους αὐτούς.
12 ὅτι καί γε οὐκ ἔγνω ὁ ἄνθρωπος τὸν καιρὸν αὐτοῦ· ὡς οἱ ἰχθύες οἱ θηρευόμενοι ἐν ἀμφιβλήστρῳ κακῷ καὶ ὡς ὄρνεα τὰ θηρευόμενα ἐν παγίδι, ὡς αὐτὰ παγιδεύονται οἱ υἱοὶ τοῦ ἀνθρώπου εἰς καιρὸν πονηρόν, ὅταν ἐπιπέσῃ ἐπ᾿ αὐτοὺς ἄφνω. 12 Ο άνθρωπος, βεβαίως, δεν γνωρίζει, τι θα του συμβή κατά τας ημέρας της ζωής του. Οπως τα ψάρια συλλαμβάνονται στο ολέθριον δι' αυτά δίκτυον, όπως τα πτηνά συλλαμβάνονται εις την παγίδα, έτσι και οι άνθρωποι παγιδεύονται εις κάποιαν μοιραίαν και κακήν στιγμήν, όταν επέλθη εναντίον των αιφνίδιος ο κίνδυνος, ο θάνατος. 12 Ὁ ἄνθρωπος πρὸ παντὸς δὲν γνωρίζει τὰς μεγάλας καὶ ἀποφασιστικὰς στιγμὰς τῆς ζωῆς του. Ὅπως τὰ ψάρια πιάνονται εἰς τὸ ἀνεπάντεχον δίκτυον καὶ ὅπως τὰ πουλιὰ συλλαμβάνονται εἰς τὴν ἀπροσδόκητον παγίδα, ἔτσι παγιδεύονται καὶ οἱ ἄνθρωποι κατὰ τὴν κακὴν ὥραν τοῦ θανάτου, ὅταν ξαφνικὰ πέσῃ ἐπάνω τους.
13 Καί γε τοῦτο εἶδον σοφίαν ὑπὸ τὸν ἥλιον, καὶ μεγάλη ἐστὶ πρός με· 13 Είδα ακόμη και κάτι άλλο, που συμβαίνει εις την γην υπό τον ήλιον, και το οποίον κατ' εμέ είναι μεγάλη σοφία. 13 Ἀκόμη παρετήρησα καὶ εἶδα κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον ὡς ἀπόδειξιν σοφίας καὶ τοῦτο, τὸ ὁποῖον εἰς ἐμὲ φαίνεται ὡς μεγάλη καὶ ἀξιοπρόσεκτος σοφία.
14 πόλις μικρὰ καὶ ἄνδρες ἐν αὐτῇ ὀλίγοι, καὶ ἔλθῃ ἐπ᾿ αὐτὴν βασιλεὺς μέγας καὶ κυκλώσῃ αὐτὴν καὶ οἰκοδομήσῃ ἐπ᾿ αὐτὴν χάρακας μεγάλους· 14 Εναντίον μιας μικράς πόλεως, μέσα εις την οποίαν οι υπερασπισταί της άνδρες ήσαν ολίγοι, επήλθεν ενας μεγάλος βασιλεύς. Την περιεκύκλωσε, ανήγειρε γύρω από αυτήν χαρακώματα και ετοποθέτησε μεγάλας πολιορκητικάς μηχανάς. 14 Νὰ εἶναι δηλαδὴ μία πόλις μικρὴ καὶ εἰς αὐτὴν νὰ εὑρίσκωνται ὀλίγοι ἄξιοι πολεμισταὶ καὶ ὑπερασπισταί της· νὰ ἔλθῃ ὅμως ἐναντίον της ἕνας μεγάλος βασιλεὺς καὶ νὰ τὴν πολιορκήσῃ καὶ κτίσῃ πύργους ὑψηλοὺς καὶ κατασκευάσῃ γύρω της μεγάλα χαρακώματα καὶ πολιορκητικὰς μηχανάς.
15 καὶ εὕρῃ ἐν αὐτῇ ἄνδρα πένητα σοφόν, καὶ διασώσει αὐτὸς τὴν πόλιν ἐν τῇ σοφίᾳ αὐτοῦ· καὶ ἄνθρωπος οὐκ ἐμνήσθη σὺν τοῦ ἀνδρὸς τοῦ πένητος ἐκείνου. 15 Ευρέθηκε όμως μέσα εις την πόλιν αυτήν νέας άνθρωπος πτωχός και άσημος, συνετός όμως, και διέσωσε την πόλιν με την ικανότητά του. Αυτόν όμως τον πτωχόν, αλλά σοφόν, άνθρωπον κανείς κατόπιν δεν τον ενεθυμήθη 15 Ἀλλὰ νὰ εὑρεθῇ εἰς τὴν πόλιν αὐτὴν ἕνας ἄνθρωπος πτωχὸς καὶ σοφὸς καὶ μὲ τὴν ἐξυπνάδα του νὰ σώσῃ τὴν πόλιν αὐτήν. Κανεὶς ὅμως δὲν ἐθυμήθηκε μὲ εὐγνωμοσύνην τὴν πρᾶξιν τοῦ πτωχοῦ ἐκείνου σοφοῦ.
16 καὶ εἶπα ἐγώ· ἀγαθὴ σοφία ὑπὲρ δύναμιν, καὶ σοφία τοῦ πένητος ἐξουδενωμένη, καὶ οἱ λόγοι αὐτοῦ οὐκ εἰσὶν ἀκουόμενοι. 16 Είπα, λοιπόν, τότε εγώ από μέσα μου· “ανωτέρα πάντων η σοφία από την δύναμιν”, έστω και αν είδα να καταφρονήται η σοφία του πτωχού αυτού ανθρώπου και οι λόγοι του να μη εισακούωνται πλέον. 16 Καὶ εἶπα τότε ἐγώ, ὅτι ἡ σοφία εἶναι ἀνωτέρα ἀπὸ τὴν δύναμιν. Ἡ σοφία ὅμως τοῦ πτωχοῦ περιεφρονήθη καὶ αἱ συμβουλαί του δὲν συζητοῦνται πλέον, ἀλλ' ἐλησμονήθησαν ἐξ αἰτίας τῆς πτωχείας του.
17 λόγοι σοφῶν ἐν ἀναπαύσει ἀκούονται ὑπὲρ κραυγὴν ἐξουσιαζόντων ἐν ἀφροσύναις. 17 Οι λόγοι πάντως των σοφών ακούονται με ηρεμίαν και ευχαριστησιν, και προτιμώνται από τας κραυγάς των αρχόντων, οι οποίοι ασκούν την εξουσίαν των ασυνέτως. 17 Τὰ λόγια τῶν σοφῶν ἀκούονται μὲ ἠρεμίαν, ὄχι ὅμως καὶ αἱ κραυγαὶ ἐκείνων ποὺ διοικοῦν μὲ ἀφροσύνην.
18 ἀγαθὴ σοφία ὑπὲρ σκεύη πολέμου, καὶ ἁμαρτάνων εἷς ἀπολέσει ἀγαθωσύνην πολλήν. 18 Προτιμοτέρα είναι η σοφία και από αυτά τα πολεμικά μέσα, ενώ ενας αμαρτωλός και ασύνετος είναι δυνατόν να καταστρέψη πολλήν και πολλών την ευτυχίαν. 18 Ἡ σοφία εἶναι προτιμοτέρα ἀπὸ τὰ πολεμικὰ ὅπλα, τοὐναντίον δὲ ἕνας ἁμαρτωλὸς θὰ προξενήσῃ πολλὲς συμφορές.