Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΑΠΟΣΤΕΙΛΟΝ τὸν ἄρτον σου ἐπὶ πρόσωπον τοῦ ὕδατος, ὅτι ἐν πλήθει ἡμερῶν εὑρήσεις αὐτόν· | 1 Σπείρε το σιτάρι σου κατά το φθινόπωρον στον καιρόν των βροχών. Επειτα δε από ωρισμένον χρόνον θα μαζεύσης αυτό πολύ περισσότερον. | 1 Ρίξε τὸ ψωμί σου εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ νεροῦ καὶ ἔπειτα ἀπὸ πολλὲς ἡμέρες θὰ τὸ εὕρῃς. |
2 δὸς μερίδα τοῖς ἑπτὰ καί γε τοῖς ὀκτώ, ὅτι οὐ γινώσκεις τί ἔσται πονηρὸν ἐπὶ τὴν γῆν. | 2 Μοίρασε το ψωμί σου εις πολλούς και εις ακόμη περισσοτέρους, που πεινούν. Διότι δεν γνωρίζεις, ποιά δυστυχία ημπορεί αργότερα να εύρη και σε τον ίδιον εις την γην αυτήν. | 2 Δῶσε μερίδιον ἀπὸ τὰ ἀγαθά σου εἰς πολλοὺς καὶ εἰς ἀκόμη περισσοτέρους, διότι δὲν γνωρίζεις ἂν αὔριον ἔλθῃ ἡ ἀνέχεια καὶ ἡ οἰκονομικὴ κρίσις καὶ εὕρῃ καὶ σένα. |
3 ἐὰν πλησθῶσι τὰ νέφη ὑετοῦ, ἐπὶ τὴν γῆν ἐκχέουσι· καὶ ἐὰν πέσῃ ξύλον ἐν τῷ νότῳ καὶ ἐὰν ἐν τῷ βορρᾷ, τόπῳ, οὗ πεσεῖται τὸ ξύλον, ἐκεῖ ἔσται. | 3 Εάν πυκνωθούν τα νέφη και γεμίσουν τον ουρανόν, θα αναλυθούν εις βροχήν. Εάν ένα δένδρον φυτευθή οπουδήποτε εις την γην, είτε στον βορράν είτε στον νότον, εκεί θα υπάρχη, εκεί θα καρποφορή. | 3 Ὅταν τὰ σύννεφα φορτωθοῦν ἀπὸ βροχήν, τὴν ρίχνουν εἰς τὴν γῆν· καὶ ἂν ἕνα δένδρον πέσῃ εἴτε πρὸς νότον εἴτε πρὸς βορρᾶν, εἰς τὸν τόπον ὅπου θὰ πέσῃ, ἐκεῖ καὶ θὰ μείνῃ, διὰ τὴν ὠφέλειαν ἐκείνων ποὺ κατοικοῦν ἐκεῖ. |
4 τηρῶν ἄνεμον οὐ σπερεῖ, καὶ βλέπων ἐν ταῖς νεφέλαις οὐ θερίσει. | 4 Εκείνος που προσέχει πολύ τους ανέμους και λεπτολογεί, ποτέ δεν θα σπείρη. Και εκείνος ο οποίος συνεχώς παρατηρεί τα σύννεφα, ποτέ δεν θα θερίση. | 4 Ὅποιος κυττάζει τὸν ἄνεμον, ποὺ φέρει βροχήν, δὲν θὰ σπείρῃ ποτέ, καὶ ὅποιος κυττάζει τὰ σύννεφα, δὲν θὰ θερίσῃ ποτέ. |
5 ἐν οἷς οὐκ ἔστι γινώσκων τίς ἡ ὁδὸς τοῦ πνεύματος. ὡς ὀστᾶ ἐν γαστρὶ κυοφορούσης, οὕτως οὐ γνώσῃ τὰ ποιήματα τοῦ Θεοῦ, ὅσα ποιήσει σὺν τὰ πάντα. | 5 Οπως ο άνθρωπος δεν γνωρίζει την κίνησιν και την κατεύθυνσιν του ανέμου, δεν γνωρίζει πως διαμορφώνεται το σώμα και τα οστά του εμβρύου μέσα εις την κοιλίαν της μητρός του, έτσι δεν είναι εις θέσιν να γνωρίζη και τα θεία δημιουργήματα· πως, δηλαδή, ο Θεός εδημιούργησε και κυβερνά τα πάντα. | 5 Ὅπως δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος νὰ γνωρίζῃ ποία εἶναι ἡ κατεύθυνσις τοῦ ἀνέμου, ἢ πῶς διαμορφοῦται καὶ ἐξελίσσεται τὸ ἔμβρυον εἰς τὴν κοιλίαν τῆς ἐγκύου, κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον δὲν δύνασαι νὰ ἐννοήσῃς τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, πῶς δηλαδὴ ἐργάζεται ἡ σοφή του Πρόνοια. |
6 ἐν τῷ πρωΐ σπεῖρον τὸ σπέρμα σου, καὶ εἰς ἑσπέραν μὴ ἀφέτω ἡ χείρ σου, ὅτι οὐ γινώσκεις ποῖον στοιχήσει, ἢ τοῦτο ἢ τοῦτο, καὶ ἐὰν τὰ δύο ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἀγαθά. | 6 Σπείρε το σιτάρι σου κατά το διάστημα της ημέρας, και κατά την εσπέραν ακόμη ας μη σταματήση το χέρι σου να σπέρνη. Διότι δεν γνωρίζεις, ποιοί σπόροι θα ευδοκιμήσουν αυτοί η εκείνοι η και οι δυο μαζή. | 6 Σπεῖρε τὸν σπόρον σου εἰς τὸ χωράφι τὸ πρωΐ, καὶ τὸ ἀπογεῦμα ἂς μὴ παύσῃ τὸ χέρι σου τὴν σποράν, διότι δὲν γνωρίζεις ποῖος σπόρος θὰ εὐδοκιμήσῃ, αὐτὸς ἢ ἐκεῖνος, ἂν δὲ εὐδοκιμήσουν καὶ οἱ δύο, αὐτὸ θὰ εἶναι εὐτυχία. |
7 καὶ γλυκὺ τὸ φῶς καὶ ἀγαθὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς τοῦ βλέπειν σὺν τὸν ἥλιον· | 7 Ωραίον και γλυκύ είναι το φως. Ευχάριστον στους οφθαλμούς να βλέπουν τον ήλιον, ευχάριστος η ζωή δια τον άνθρωπον. | 7 Βεβαίως τὸ να βλέπῃ κανεὶς εἶναι γλυκὸ καὶ εὐχάριστον εἰς τὰ μάτια, νὰ βλέπῃ δηλαδὴ τὸν ἥλιον, ἤτοι νὰ ζῇ. Ἡ ζωὴ εἶναι γλυκειά. |
8 ὅτι καὶ ἐὰν ἔτη πολλὰ ζήσεται ὁ ἄνθρωπος, ἐν πᾶσιν αὐτοῖς εὐφρανθήσεται καὶ μνησθήσεται τὰς ἡμέρας τοῦ σκότους, ὅτι πολλαὶ ἔσονται· πᾶν τὸ ἐρχόμενον ματαιότης. | 8 Και εάν πολλά χρόνια ζήση ο άνθρωπος εις την γην, κατά το διάστημα όλων αυτών των ετών θα ευφρανθή. Θα ενθυμήται όμως και τας σκοτεινάς ημέρας του θανάτου, αι οποίαι θα είναι πολλαί, απροσμέτρητοι. Αλλά κάθε τι, που συμβαίνει εις την ζωήν μας, είναι μάταιον και παροδικόν. | 8 Καὶ ἂν ἀκόμη ζήσῃ πολλὰ ἔτη ὁ ἄνθρωπος καὶ χαρῇ εἰς ὅλα αὐτά, ἂς ἐνθυμῆται ὅμως καὶ τὸν θάνατον, ἤτοι τὰς σκοτεινὰς ἡμέρας τοῦ τάφου, διότι αὐταὶ θὰ εἶναι περισσότεραι ἀπὸ τὰς ἡμέρας τῆς παρούσης ζωῆς, αἰώνιαι. Καὶ τὸ ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς μας ἐπὶ τῆς γῆς εἶναι οὐσιαστικῶς καὶ αὐτὸ ματαιότης. |
9 Εὐφραίνου, νεανίσκε, ἐν νεότητί σου, καὶ ἀγαθυνάτω σε ἡ καρδία σου ἐν ἡμέραις νεότητός σου, καὶ περιπάτει ἐν ὁδοῖς καρδίας σου ἄμωμος καὶ μὴ ἐν ὁράσει ὀφθαλμῶν σου καὶ γνῶθι ὅτι ἐπὶ πᾶσι τούτοις ἄξει σε ὁ Θεὸς ἐν κρίσει. | 9 Απόλαυσε λοιπόν, νεαρέ, την νεότητά σου, ας ευφρανθή η καρδιά σου κατά τας ημέρας της νεότητός σου· βάδιζε όμως τας οδούς, τας οποίας υπαγορεύει εις σε η καρδία σου, χωρίς εκτροπάς, χωρίς ψεγάδια. Μη παρασύρεσαι από τας πρώτας εντυπώσεις των οφθαλμών σου. Εχε δε υπ' όψιν σου, ότι ο Θεός, ο οποίος σε βλέπει, θα σε κρίνη δι' όλα τα έργα σου. | 9 Ἂς χαίρεσαι, ὦ νέε, κατὰ τὴν νεότητά σου καὶ ἡ καρδία σου ἂς εὐφραίνεται κατὰ τὴν νεανικήν σου ἡλικίαν καὶ ἂς ἀκολουθῇ τὰς ἐπιθυμίας τῆς καρδίας σου χωρὶς ψεγάδι καὶ μῶμον καὶ μὴ ἐπηρεάζεσαι ἀπὸ τὰς πρώτας ἐντυπώσεις τῶν ὀφθαλμῶν σου. Νὰ ξεύρῃς ὅμως ὅτι δι' ὅλα αὐτὰ θὰ σὲ κρίνῃ ὁ Θεός. |
10 καὶ ἀπόστησον θυμὸν ἀπὸ καρδίας σου καὶ παράγαγε πονηρίαν ἀπὸ σαρκός σου, ὅτι ἡ νεότης καὶ ἡ ἄνοια ματαιότης. | 10 Διώξε τον θυμόν από την καρδίαν σου. Διωξε από κοντά σου τας πονηράς επιθυμίας, διότι η νεότης και η αμυαλωσύνη είναι ματαιότης. | 10 Διῶξε λοιπὸν τὴν ἀγανάκτησιν ἀπὸ τὴν καρδίαν σου, ἐπειδὴ δὲν ἠμπορεῖς νὰ ἀπολαύσῃς τὰ ἐπίγεια, διῶξε ἀπὸ κοντά σου τὰς σαρκικὰς ἐπιθυμίας σου, διότι ἡ νεότης καὶ ἡ ἀνοησία εἶναι πρᾶγμα μάταιον καὶ πρόσκαιρον. |