Πέμπτη, 12 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:33
Δύση: 17:07
Σελ. 12 ημ.
347-19
16ος χρόνος, 6144η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 (ΙΒ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ μνήσθητι τοῦ κτίσαντός σε ἐν ἡμέραις νεότητός σου, ἕως ὅτου μὴ ἔλθωσιν ἡμέραι τῆς κακίας καὶ φθάσωσιν ἔτη, ἐν οἷς ἐρεῖς· οὐκ ἔστι μοι ἐν αὐτοῖς θέλημα· 1 Κατά τα έτη της νεότητός σου, και πάντοτε, να ενθυμήσαι τον δημιουργόν σου, δια να μη έλθουν ημέραι πόνου και ταλαιπωρίας του γήρατος και φθάσουν έτη, κατά τα οποία θα πης· “δεν έχω πλέον την θέλησιν και την δύναμιν δι'αυτά τα πράγματα, δια τον σεβασμόν και την υπακοήν προς τον Θεόν”. 1 Νὰ ἐνθυμῆσαι καὶ νὰ φοβῆσαι, νέε μου, κατὰ τὰ νεανικὰ σου χρόνια, ἀλλὰ καὶ πάντοτε, τὸν Πλάστην σου, διὰ νὰ μὴ ἔλθουν αἱ ἡμέραι τοῦ πόνου, ἤτοι τοῦ γήρατος, καὶ φθάσουν τὰ ἔτη, κατὰ τὰ ὁποῖα θὰ πῇς· δὲν αἰσθάνομαι πλέον καμμίαν ὄρεξιν δι’ αὐτὰ τὰ πράγματα, δηλαδὴ νὰ φοβοῦμαι τὸν Θεὸν καὶ νὰ ζῶ μὲ σωφροσύνην κ.τ.τ.
2 ἕως οὗ μὴ σκοτισθῇ ὁ ἥλιος καὶ τὸ φῶς καὶ ἡ σελήνη καὶ οἱ ἀστέρες, καὶ ἐπιστρέψωσι τὰ νέφη ὀπίσω τοῦ ὑετοῦ· 2 Να ενθυμήσαι τον πλάστην σου, πριν σκοτισθούν δια σε ο ήλιος, το φως, η σελήνη και οι αστέρες, και επανέλθουν έπειτα βαρυφορτωμένα πάλιν τα σύννεφα της βροχής και παραταθή ο χειμώνας της ζωής σου. 2 «Νὰ ἐνθυμῆσαι τὸν Θεόν» προτοῦ, λόγῳ τοῦ γήρατος, σκοτεινιάσῃ γιὰ σένα ὁ ἥλιος καὶ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας καὶ τὸ φεγγάρι καὶ τὰ ἀστέρια καὶ ξαναέλθουν ἀπειλητικὰ τὰ σύννεφα ἔπειτα ἀπὸ τὴν βροχὴν καὶ ἐπαναληφθῇ ἡ βροχή, δηλαδὴ ὁ ἕνας πόνος θὰ διαδέχεται τὸν ἄλλον.
3 ἐν ἡμέρᾳ, ᾗ ἐὰν σαλευθῶσι φύλακες τῆς οἰκίας καὶ διαστραφῶσιν ἄνδρες τῆς δυνάμεως, καὶ ἤργησαν αἱ ἀλήθουσαι, ὅτι ὠλιγώθησαν, καὶ σκοτάσουσιν αἱ βλέπουσαι ἐν ταῖς ὀπαῖς· 3 Κατά τας ημέρας των γηρατείων σου θα τρέμουν οι φύλακες του σώματός σου, τα χέρια σου, θα κυρτωθούν οι ώμοί σου και θα αδυνατίσουν τα πόδια σου, τα οποία σαν ισχυροί άνδρες σε συγκρατούσαν. Τα δόντια σου, τα οποία άλλοτε άλεθαν τας τροφάς θα βραδύνουν στο άλεσμά των. Εμειναν άλλωστε λιγοστά, τα περισσότερα έπεσαν. Αι κόραι των οφθαλμών σου, αι οποίαι από τις κόγχες των, σαν άπό παράθυρα, βλέπουν, θα καλυφθούν από το σκοτάδι. 3 Εἰς τὴν ἐποχὴν τῶν προχωρημένων γηρατείων θὰ τρέμουν οἱ φύλακες τοῦ σώματος, τὸ κεφάλι καὶ τὰ χέρια, καὶ οἱ δυνατοὶ ἄνδρες, τὰ πόδια, ποὺ βαστάζουν τὸ σῶμα, δὲν θὰ ἀντέχουν καὶ δὲν θὰ στεριώνουν, καὶ ἐκεῖναι ποὺ ἀλέθουν, τὰ δόντια δηλαδή, θὰ ἀργήσουν, διότι ἔμειναν ὀλίγα ἢ ἔπεσαν τελείως ὅλα, καὶ θὰ σκοτισθοῦν τὰ μάτια, ποὺ κυττάζουν μέσα ἀπὸ τὰ βλέφαρα καὶ τὶς κόγχες, ποὺ ὁμοιάζουν σὰν παράθυρα.
4 καὶ κλείσουσι θύρας ἐν ἀγορᾷ, ἐν ἀσθενείᾳ φωνῆς τῆς ἀληθούσης, καὶ ἀναστήσεται εἰς φωνὴν τοῦ στρουθίου, καὶ ταπεινωθήσονται πᾶσαι αἱ θυγατέρες τοῦ ᾄσματος· 4 Τοτε τα θυρόφυλλα του στόματός σου, τα χείλη και αι σιαγόνες σου, θα κλεισθούν και θα παύσουν να αγορεύουν. Η φωνή του στόματός σου θα αδυνατήση, θα γίνη λεπτή σαν το λάλημα του στρουθίου. Τα αυτιά και η γλώσσα σου, όργανα άλλοτε του τραγουδιού σου, θα αδυνατήσουν. 4 Καὶ τότε θὰ κλείσουν αἱ σιαγόνες καὶ τὰ χείλη, ὥστε νὰ μὴ ἀνοίγουν καὶ νὰ μὴ ὁμιλοῦν, καὶ ἡ φωνὴ τοῦ στόματος θὰ ἀδυνατίσῃ καὶ θὰ γίνῃ λεπτὴ ὡσὰν τὸ λάλημα τοῦ πουλιοῦ, καὶ τὰ αὐτιὰ καὶ ἡ γλῶσσα, ποὺ ὑπηρετοῦν εἰς τὸ τραγούδι, θὰ ἀδυνατίσουν.
5 καὶ ἀπὸ ὕψους ὄψονται, καὶ θάμβοι ἐν τῇ ὁδῷ· καὶ ἀνθήσῃ τὸ ἀμύγδαλον, καὶ παχυνθῇ ἡ ἀκρίς, καὶ διασκεδασθῇ ἡ κάππαρις, ὅτι ἐπορεύθη ὁ ἄνθρωπος εἰς οἶκον αἰῶνος αὐτοῦ, καὶ ἐκύκλωσαν ἐν ἀγορᾷ οἱ κοπτόμενοι· 5 Θα βλέπουν τα γεροντικά μάτια με φόβον τον ανήφορον και θα θαμπώνουν στον δρόμον. Θα ανθηση η αμυγδαλιά, θα ασπρίση δηλαδή το κεφάλι του γέροντος. Τα ευκίνητα άλλοτε, ωσάν ακρίδες, πόδια του, θα γίνουν δυσκίνητα. Η όρεξις δια τα φαγητά και τας απολαύσεις της ζωής θα μειωθή στο ελάχιστον. Και ο άνθρωπος θα οδηγηθή πλέον εις την τελευταίαν επίγειον κατοικίαν του, τον τάφον. Θα τον περιστοιχίζουν πενθούντες οι οικείοι του και οι πληρωμένοι μοιρολογηταί. 5 Καὶ οἱ γέροντες θὰ φοβοῦνται τὸν ἀνήφορον καὶ εἰς τὸν δρόμον θὰ θαμπώνουν καὶ θὰ βλέπουν φόβητρα. Καὶ θὰ ἀνθήσῃ τότε ἡ ἀμυγδαλιά, θὰ ἀσπρίσουν δηλαδὴ τὰ μαλλιά, καὶ ὁ γέρων θὰ γίνῃ δυσκίνητος σὰν τὴν παχειὰ ἀκρίδα, καὶ ἡ κάππαρις θὰ σκορπισθῇ, θὰ σβήσουν δηλαδὴ αἱ ἐπιθυμίαι, καὶ ἡ ψυχὴ θὰ χωρισθῇ ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ ὁ ἄνθρωπος θὰ ὁδηγηθῇ πλέον εἰς τὴν αἰωνίαν κατοικίαν του, τὸν τάφον, θὰ τὸν περιστοιχίζουν δὲ οἱ πενθοῦντες οἰκεῖοι του καὶ οἱ ἐξ ἐπαγγέλματος μοιρολογισταί.
6 ἕως ὅτου μὴ ἀνατραπῇ τὸ σχοινίον τοῦ ἀργυρίου, καὶ συντριβῇ τὸ ἀνθέμιον τοῦ χρυσίου, καὶ συντριβῇ ὑδρία ἐπὶ τῇ πηγῇ, καὶ συντροχάσῃ ὁ τροχὸς ἐπὶ τὸν λάκκον, 6 Λοιπόν, να ενθυμήσαι τον Πλάστην σου, πριν το πολύτιμον ασημένιο νήμα της ζωής σου κοπή, πριν συντριβή το χρυσό ανθοδοχείον του βίου σου, πριν σπάση η υδρία εις την πηγήν και το μαγγάνι ξεδιπλωθή και κινηθή ολοταχώς μέσα στο πηγάδι. 6 Ἐνθυμήσου τὸν Θεόν, προτοῦ νὰ κοπῇ ἡ ἀσημένια ἁλυσίδα, τὸ νῆμα τῆς ζωῆς σου, καὶ σπάσῃ ἡ θήκη τοῦ χρυσοῦ, ἡ ζωή σου, καὶ τσακισθῇ τὸ κανάτι εἰς τὴν πηγὴν καὶ τὸ μαγγάνι κατρακυλήση εἰς τὸ πηγάδι καὶ ὁ βίος καταλήξη εἰς τὸν τάφον καὶ τὸν Ἅδην.
7 καὶ ἐπιστρέψῃ ὁ χοῦς ἐπὶ τὴν γῆν, ὡς ἦν, καὶ τὸ πνεῦμα ἐπιστρέψῃ πρὸς τὸν Θεόν, ὃς ἔδωκεν αὐτό. 7 Και τότε θα επιστρέψη πλέον το χώμα, το σώμα δηλαδή, εις την γην, όπου και όπως ήτο πριν πλασθή. Η ψυχή όμως θα επανέλθη στον Θεόν, ο οποίος την έπλασε και την έδωκε. 7 Καὶ τότε θὰ γυρίσῃ τὸ χῶμα, τὸ σῶμα δηλαδή, εἰς τὴν γῆν, ὅπως ἦτο προτοῦ νὰ πλασθῇ, ἡ δὲ ψυχὴ θὰ γυρίσῃ πάλιν εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος τὴν ἔδωκε.
8 ματαιότης ματαιοτήτων, εἶπεν ὁ ἐκκλησιαστής, τὰ πάντα ματαιότης. 8 Και πάλιν ο Εκκλησιαστής λέγει και επαναλαμβάνει· ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα είναι ματαιότης. 8 Καὶ πάλιν λέγει ὁ Ἐκκλησιαστής· ματαιότης ματαιοτήτων, ὅλα εἶναι μάταια.
9 Καὶ περισσὸν ὅτι ἐγένετο ἐκκλησιαστὴς σοφός, ὅτι ἐδίδαξε γνῶσιν σὺν τὸν λαόν, καὶ οὖς ἐξιχνιάσεται κόσμιον παραβολῶν. 9 Σοφός με το παραπάνω έγινεν ο Εκκλησιαστής, την δε σοφίαν του αυτήν και γνώσιν την εδίδαξεν στον λαόν. Καθε δε αυτί ανθρώπου ημπορεί, εάν θέλη, να εξερευνήση και εξιχνιάση τον πλούτον των ωραίων αυτών παραβολών. 9 Ἐπὶ πλέον ὁ Ἐκκλησιαστὴς ἔγινε σοφὸς καὶ ἐδίδαξεν ἀληθινὴν γνῶσιν εἰς τὸν λαόν. Καὶ τὸ αὐτὶ ποὺ ἀκούει, θὰ εὕρῃ τὴν ἀξίαν τῶν παροιμιῶν του.
10 πολλὰ ἐζήτησεν ἐκκλησιαστὴς τοῦ εὑρεῖν λόγους θελήματος καὶ γεγραμμένον εὐθύτητος, λόγους ἀληθείας. 10 Πολλάς ερεύνας και αναζητήσεις έκαμεν ο Εκκλησιαστής, δια να εύρη ωραίους και ευαρέστους λόγους, και να καταγράψη τους λόγους αυτούς της σοφίας και αληθείας με ακρίβειαν και ευθύτητα. 10 Ἔπειτα ἀπὸ πολλὰς ἐρεύνας ὁ Ἐκκλησιαστὴς προσεπάθησε νὰ εὕρῃ λόγους εὐαρέστους καὶ νὰ καταγράψῃ ἐπακριβῶς καὶ μὲ εὐθύτητα λόγους τῆς ἀληθείας.
11 Λόγοι σοφῶν ὡς τὰ βούκεντρα καὶ ὡς ἧλοι πεφυτευμένοι, οἳ παρὰ τῶν συνθεμάτων ἐδόθησαν ἐκ ποιμένος ἑνὸς 11 Οι λόγοι των σοφών ομοιάζουν ωσάν την βουκέντραν, που κεντούν εις κίνησιν και εργασίαν. Ομοιάζουν με καρφωμένα καρφιά δια την ψυχήν του ακροατού. Οι σοφοί αυτοί λόγοι αποτελούν συλλογήν· τους έχει δε εμπνεύσει ο ενας και μοναδικός ποιμήν, ο Θεός. 11 Οἱ λόγοι τῶν σοφῶν καὶ θεοπνεύστων ἀνδρῶν ὁμοιάζουν μὲ βούκεντρα, ποὺ ὠθοῦν εἰς ξύπνημα καὶ πρόοδον πνευματικήν, καὶ σὰν καρφιὰ καρφωμένα, διότι εἶναι λόγια μόνιμα, ποὺ προκαλοῦν ζωηρὰν ἐντύπωσιν εἰς τὸν ἀκροατήν. Οἱ λόγοι αὐτοὶ ἀποτελοῦν συλλογὰς καὶ ἐνεπνεύσθησαν ἀπὸ τὸν ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν Ποιμένα, τὸν Θεόν.
12 καὶ περισσὸν ἐξ αὐτῶν. υἱὲ μου, φύλαξαι, τοῦ ποιῆσαι βιβλία πολλά· οὐκ ἔστι περασμός, καὶ μελέτη πολλὴ κόπωσις σαρκός. 12 Είναι αυτοί αρκετοί. Παιδί μου, πρόσεξε, δια να σε οδηγήσουν εις την ορθήν αντίληψιν της ζωής και του καθήκοντος. Παιδί μου, πρόσεξε να μη μαζέψης πολλά βιβλία. Δεν τελειώνουν αυτά ποτέ. Και μη λησμονής, ότι η πολλή μελέτη είναι καταπόνησις του πνεύματος και του σώματος. 12 Καὶ ἐπὶ πλέον, παιδί μου, πρέπει νὰ διδαχθῇς ἀπὸ αὐτὰ καὶ νὰ τὰ ἐφαρμόζῃς. Τὸ νὰ γράψῃ κανεὶς πολλὰ βιβλία δὲν ἔχει ὄφελος, καὶ ἡ πολλὴ μελέτη εἶναι κόπωσις σωματικὴ καὶ ψυχική.
13 Τέλος λόγου, τὸ πᾶν ἄκουε· τὸν Θεὸν φοβοῦ καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ φύλασσε, ὅτι τοῦτο πᾶς ὁ ἄνθρωπος. 13 Ας κατακλείσωμεν τον λόγον μας με το σύνθημα· Ολα τα λόγια αυτά άκουέ τα· να φοβήσαι τον Θεόν, να τηρής τας εντολάς του, διότι εις αυτό έγκειται η αξία και ο προορισμός παντός ανθρώπου. 13 Τὸ δὲ τελικὸν συμπέρασμα τῆς ὅλης διδασκαλίας τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ἤκουε ποῖον εἶναι· νὰ φοβῆσαι τὸν Θεὸν καὶ νὰ τηρῇς τὰς ἐντολάς του, διότι ἡ διπλὴ αὐτὴ ἐντολὴ εἶναι ὅλος ὁ σκοπὸς καὶ ὁ προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὴν γῆν.
14 ὅτι σύμπαν τὸ ποίημα ὁ Θεὸς ἄξει ἐν κρίσει, ἐν παντὶ παρεωραμένῳ, ἐὰν ἀγαθὸν καὶ ἐὰν πονηρόν. 14 Και μη λησμονής ότι ο Θεός θα κρίνη όλας ανεξαιρέτως τας πράξεις των ανθρώπων, όσον απόκρυφοι και λησμονημένοι αν είναι αυταί· τόσον τας καλάς όσον και τας κακάς. 14 Διότι ὅλας τὰς πράξεις ὁ Θεὸς θὰ τὰς ὁδηγήσῃ εἰς τὴν παγκόσμιον κρίσιν, καὶ κάθε ἀπόκρυφον καὶ τὰς ἐν ἀγνοίᾳ ἀκόμη πράξεις, εἴτε καλαὶ εἶναι αὖται εἴτε κακαί, θὰ τὰς φανερώσῃ καὶ θὰ ἀποδώσῃ δικαιοσύνην.