Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΤΙΣ οἶδε σοφούς; καὶ τίς οἶδε λύσιν ρήματος; σοφία ἀνθρώπου φωτιεῖ πρόσωπον αὐτοῦ, καὶ ἀναιδὴς προσώπῳ αὐτοῦ μισηθήσεται. | 1 Ποιός γνωρίζει σοφούς ανθρώπους; Και ποιός από αυτούς τους σοφούς ημπορεί να δώση απάντησιν και λύσιν εις αυτό το ερώτημα, εις αυτήν την απορίαν; Η σοφία φωτίζει και λάμπει στο πρόσωπον του συνετού ανθρώπου. Ο αδιάντροπος όμως κατά την εμφάνισιν και την συμπεριφοράν γίνεται μισητός και αποκρουστικός, διότι του ελλείπει η σύνεσις και η σοφία. | 1 Ποιὸς γνωρίζει σοφούς; Καὶ ποιὸς σοφὸς ἀπὸ αὐτοὺς ἠμπορεῖ νὰ ἀπαντήσῃ εἰς αὐτὸ τὸ ἐρώτημα; Ἡ σοφία ἀκτινοβολεῖ εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ ἀνθρώπου ποὺ τὴν ἔχει, καὶ ὁ ἀναιδὴς τὴν μορφήν, λόγῳ ἐλλείψεως σοφίας, γίνεται ἀποκρουστικός. |
2 στόμα βασιλέως φύλαξον καὶ περὶ λόγου ὅρκου Θεοῦ μὴ σπουδάσῃς. | 2 Πρόσεχε τας διαταγάς, που εξέρχονται από το στόμα του βασιλέως, διότι δι' αυτάς έδωσες ενώπιον του Θεού όρκον, ότι δηλαδή θα τας τηρήσης. | 2 Τὰς ἐντολὰς τοῦ βασιλέως Θεοῦ νὰ τὰς φυλάξῃς, διότι ἔδωκες μέσα σου ὑπόσχεσιν ἔνορκον, ὅτι θὰ τὰς τηρήσῃς. |
3 ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ πορεύσῃ, μὴ στῇς ἐν λόγῳ πονηρῷ· ὅτι πᾶν ὃ ἐὰν θελήσῃ, ποιήσει, | 3 Παραμέρισε από εμπρός του και μη πάρης καμμίαν πονηράν απόφασιν εναντίον του, διότι ο βασιλεύς εκείνο, που θα θελήση να κάμη, θα το κάμη. | 3 Νὰ μὴ ἀπομακρυνθῇς ἀπὸ τὸ πρόσωπον τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ νὰ κάμῃς κάτι εἰς τὸ σκότος καὶ νὰ παραβῇς τὴν ἐντολήν του, καὶ νὰ μὴ εἶσαι παρὼν εἰς πρᾶξιν πονηράν, διότι, ὅ,τι θελήσῃ ὁ Θεός, θὰ τὸ κάμῃ. |
4 καθὼς βασιλεὺς ἐξουσιάζων, καὶ τίς ἐρεῖ αὐτῷ· τί ποιεῖς; | 4 Σαν βασιλεύς που είναι, έχει μεγάλην εξουσίαν. Ποιός δε ημπορεί να είπη εις αυτόν· “τι είναι αυτό που κάνεις;” | 4 Ὅταν διατάσσῃ ὁ βασιλεύς, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὴν ἐξουσίαν, δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ τοῦ εἴπῃ· τί κάμνεις; |
5 ὁ φυλάσσων ἐντολὴν οὐ γνώσεται ρῆμα πονηρόν, καὶ καιρὸν κρίσεως γινώσκει καρδία σοφοῦ· | 5 Ακόμη περισσότερον εκείνος, ο οποίος προσέχει και τηρεί τας εντολάς του βασιλέως του Θεού, δεν θα δοκιμάση κάτι το κακόν. Η καρδία του συνετού ανθρώπου τον πληροφορεί, ότι υπάρχει καιρός κρίσεως δια κάθε άνθρωπον. | 5 Ὅποιος φυλάσσει τὴν θείαν ἐντολήν, δὲν θὰ γνωρίσῃ τιμωρίαν. Ὁ νοῦς τοῦ συνετοῦ ἀνθρώπου ἔχει ὑπ’ ὄψει του τὴν θείαν κρίσιν. |
6 ὅτι παντὶ πράγματί ἐστι καιρὸς καὶ κρίσις, ὅτι γνῶσις τοῦ ἀνθρώπου πολλὴ ἐπ᾿ αὐτὸν· | 6 Δια κάθε έργον ανθρώπου υπάρχει ο κατάλληλος καιρός της κρισεως διότι η περί του ανθρώπου γνώσις του Θεού είναι πλουσία και πλήρης. | 6 Διότι διὰ κάθε πρᾶξιν ἔχει ὁρισθῆ καιρὸς καὶ κρίσις, ἡ γνῶσις δὲ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πολλὴ καὶ αὐτὸ τὸν ἐπιβαρύνει περισσότερον. |
7 ὅτι οὐκ ἔστι γινώσκων τί τό ἐσόμενον ὅτι καθὼς ἔσται τίς ἀναγγελεῖ αὐτῷ; | 7 Δεν υπάρχει, δε κανείς από τους ανθρώπους, που να γνωρίζη τι θα γίνη στο μέλλον· και ποιός δύναται να αναγγείλη αυτό στον άνθρωπον; | 7 Δὲν ὑπάρχει κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ νὰ γνωρίζῃ τί θὰ γίνῃ εἰς τὸ μέλλον, ἀλλὰ καὶ ποιὸς δύναται νὰ τοῦ ἀποκαλύψῃ τοῦτο; |
8 οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος ἐξουσιάζων ἐν πνεύματι τοῦ κωλῦσαι σὺν τὸ πνεῦμα· καὶ οὐκ ἔστιν ἐξουσία ἐν ἡμέρᾳ θανάτου, καὶ οὐκ ἔστιν ἀποστολὴ ἐν ἡμέρᾳ πολέμου, καὶ οὐ διασώσει ἀσέβεια τὸν παρ᾿ αὐτῆς. | 8 Δεν υπάρχει άνθρωπος, ο οποίος να έχη τέτοιαν δύναμιν πνεύματος, ώστε να εμποδίση τον θάνατον, να εμποδίση την εκδημίαν του πνεύματός του. Καμμίαν δύναμιν και εξουσίαν δεν έχει ο άνθρωπος ως προς την ημέραν του θανάτου του. Και δεν υπάρχει καμμία υπεκφυγή και εξαίρεσις κατά την τελευταίαν μάχην της ζωής προς τον θάνατον. Η δε ασέβεια δεν ημπορεί κατά κανένα λόγον και τρόπον να σώση τον ασεβή άνθρωπον. | 8 Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος νὰ ἐξουσιάζῃ ἐπὶ τῆς ψυχῆς του, ποὺ νὰ δύναται νὰ ἐμποδίσῃ τὸ πνεῦμα του νὰ ἐξέλθῃ ἀπ’ αὐτοῦ. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐξουσιάζει τὸν ἑαυτόν του κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ θανάτου· δὲν ὑπάρχει ἐξαίρεσις κατὰ τοῦ θανάτου, καὶ ἡ ἀσέβεια δὲν δύναται νὰ σώσῃ ἀπὸ τὴν μέλλουσαν τιμωρίαν τὸν ὑπ’ αὐτῆς κατεχόμενον. |
9 καὶ σὺν πᾶν τοῦτο εἶδον καὶ ἔδωκα τὴν καρδίαν μου εἰς πᾶν τὸ ποίημα, ὃ πεποίηται ὑπὸ τὸν ἥλιον, τὰ ὅσα ἐξουσιάσατο ὁ ἄνθρωπος ἐν ἀνθρώπῳ τοῦ κακῶσαι αὐτόν. | 9 Ηρεύνησα και εγνώρισα όλα αυτά. Με την ψυχήν και την διάνοιάν μου εμελέτησα όλα, όσα έχουν γίνει κάτω από τον ήλιον, και μάλιστα τας καταπιέσεις και καταδυναστεύσεις ενός ανθρώπου εναντίον άλλου ανθρώπου, ώστε να βλάψη αυτόν. | 9 Σὺν τοῖς ἄλλοις παρετήρησα καὶ τοῦτο καὶ ἐπέστησα τὴν προσοχήν μου καὶ ἠρεύνησα ὅσα ἔχουν γίνει κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον καὶ συγκεκριμένως ἕνα ἄνθρωπον, ποὺ καταδυναστεύει τοὺς ἄλλους πρὸς βλάβην τοῦ ἑαυτοῦ του. |
10 καὶ τότε εἶδον ἀσεβεῖς εἰς τάφους εἰσαχθέντας, καὶ ἐκ τοῦ ἁγίου, καὶ ἐπορεύθησαν καὶ ἐπῃνέθησαν ἐν τῇ πόλει, ὅτι οὕτως ἐποίησαν· καί γε τοῦτο ματαιότης. | 10 Καθ' όλον το διάστημα της ζωής μου είδα επίσης ασεβείς άρχοντας, που είχον μεγάλας ιερατικάς θέσεις, να κηδεύωνται και ενταφιάζωνται με τιμάς. Και μολονότι αυτοί, καθ' ον χρόνον εζούσαν διέπραξαν ασεβείας, ενκωμιάσθησαν εις την πόλιν, διότι τάχα έπραξαν πολλά καλά έργα. Αυτό όμως είναι ψευδολογία και ματαιότης. | 10 Εἶδα ἐπίσης ἀσεβεῖς ἄρχοντας, ποὺ εἶχαν μεγάλας ἱερατικὰς θέσεις, νὰ ἐνταφιάζωνται μὲ τιμάς, καὶ αὐτοί, παρ' ὅλον ὅτι ἦσαν ἀσεβεῖς, ἐγκωμιάσθησαν εἰς τὴν πόλιν ζωντανοὶ καὶ ἀποθαμένοι, ὅτι τάχα ἔπραξαν δικαιοσύνας καὶ ὅτι τόσον πολὺ εὐηργέτησαν. Αὐτὸ ὅμως εἶναι ματαιότης. |
11 ὅτι οὐκ ἔστι γινομένη ἀντίρρησις ἀπὸ τῶν ποιούντων τὸ πονηρὸν ταχύ· διὰ τοῦτο ἐπληροφορήθη καρδία υἱῶν τοῦ ἀνθρώπου ἐν αὐτοῖς τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρόν. | 11 Επειδή δεν γίνεται έλεγχος και δεν επακολουθεί άμεσος τιμωρία εκείνων, οι οποίοι διαπράττουν το πονηρόν, δια τούτο ενεθαρρύνθη και επείσθη η καρδία των ανθρώπων αυτών στο να διαπράττη αφόβως το κακόν. | 11 Ἐπειδὴ δὲ δὲν ἐπακολουθεῖ ἀμέσως τιμωρία καὶ καταδίκη ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι διαπράττουν τὸ κακόν, διὰ τοῦτο ὁ νοῦς τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων ἐπείσθη τελείως περὶ τούτου καὶ ἐσκληρύνθη εἰς τὸ νὰ διαπράττῃ τὸ κακόν. |
12 ὃς ἥμαρτεν, ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἀπὸ τότε καὶ ἀπὸ μακρότητος αὐτῶν· ὅτι καί γε γινώσκω ἐγὼ ὅτι ἐστὶν ἀγαθὸν τοῖς φοβουμένοις τὸν Θεόν, ὅπως φοβῶνται ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ. | 12 Καίτοι ο αμαρτωλός ημάρτησε και διέπραξε το κακόν απ' αρχής και καθ' όλον το διάστημα της ζωής του, χωρίς να τιμωρηθή, παρ' όλον τούτο εγώ γνωρίζω ότι τα αγαθά και η ευτυχία υπάρχουν εις εκείνους, που φοβούνται τον Θεόν. Τούτο δε το λέγω και το διακηρύσσω, δια να μάθουν και άλλοι να ευλαβούνται και να σέβωνται τον Θεόν. | 12 Καίτοι ὁ ἁμαρτωλὸς διέπραξε τὸ κακὸν ἐπὶ μακρὰ ἔτη, καθ' ὅλην τὴν ζωήν του, καὶ δὲν ἐτιμωρήθη χάρις εἰς τὴν θείαν μακροθυμίαν, παρὰ ταῦτα ἐγὼ ἔχω τὴν πεποίθησιν, ὅτι τὰ ἀγαθὰ θὰ τὰ ἀπολαύσουν μόνον ὅσοι φοβοῦνται τὸν Θεόν, ἔτσι δὲ θὰ μάθουν νὰ τὸν εὐλαβοῦνται καὶ οἱ ἄλλοι. |
13 καὶ ἀγαθὸν οὐκ ἔσται τῷ ἀσεβεῖ, καὶ οὐ μακρυνεῖ ἡμέρας ἐν σκιᾷ ὃς οὐκ ἔστι φοβούμενος ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ. | 13 Εις τον ασεβή δεν υπάρχει ούτε και θα υπάρξη ευτυχία. Δεν θα ίδη ημέρας μακράς εν ησυχία εκείνος, ο οποίος δεν φοβείται τον Θεόν. | 13 Εἰς τὸν ἀσεβῆ δὲν θὰ ὑπάρξῃ εὐτυχία καὶ δὲν θὰ μακροημερεύσῃ. Αἱ ἡμέραι του θὰ παρέλθουν ὡς σκιά, διότι δὲν φοβεῖται τὴν παρουσίαν τοῦ Θεοῦ, ἐνώπιόν τοῦ ὁποίου ἁμαρτάνει. |
14 ἔστι ματαιότης, ἣ πεποίηται ἐπὶ τῆς γῆς, ὅτι εἰσί δίκαιοι ὅτι φθάνει ἐπ᾿ αὐτοὺς ὡς ποίημα τῶν ἀσεβῶν, καὶ εἰσὶν ἀσεβεῖς ὅτι φθάνει πρὸς αὐτοὺς ὡς ποίημα τῶν δικαίων· εἶπα ὅτι καί γε τοῦτο ματαιότης. | 14 Συμβαίνει ένα παράδοξον και εκ πρώτης όψεως αντιφατικόν γεγονός εδώ εις την γην· ότι δηλαδή υπάρχουν πολλοί δίκαιοι, στους οποίους επέρχονται όσα θα άπρεπε να επέλθουν εναντίον των ασεβών. Και υπάρχουν εξ αντιθέτου ασεβείς, οι οποίοι απολαμβάνουν αυτά τα οποία έπρεπε να απολαύσουν οι δίκαιοι. Είπα λοιπόν και εγώ ότι αυτό είναι ένα πράγμα παράδοξον και άπρεπον. | 14 Ὑπάρχει κάτι τὸ παράδοξον, ποὺ συμβαίνει εἰς τὴν γῆν· ὑπάρχουν δηλαδὴ δίκαιοι, εἰς τοὺς ὁποίους συμβαίνουν ὅσα ταιριάζουν εἰς τὰς πράξεις τῶν ἁμαρτωλῶν, καὶ ὑπάρχουν ἀσεβεῖς, εἰς τοὺς ὁποίους συμβαίνουν ὅσα ἀξίζουν εἰς τὰς πράξεις τῶν εὐσεβῶν. Ἐγὼ ὅμως εἶπα ὅτι καὶ αὐτὸ εἶναι ματαιότης. |
15 καὶ ἐπῄνεσα ἐγὼ σὺν τὴν εὐφροσύνην, ὅτι οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν τῷ ἀνθρώπῳ ὑπὸ τὸν ἥλιον, ὅτι εἰ μὴ φαγεῖν καὶ τοῦ πιεῖν καὶ τοῦ εὐφρανθῆναι, καὶ αὐτὸ συμπροσέσται αὐτῷ ἐν μόχθῳ αὐτοῦ ἡμέρας ζωῆς αὐτοῦ, ὅσας ἔδωκεν αὐτῷ ὁ Θεὸς ὑπὸ τὸν ἥλιον. | 15 Δια τούτο εγώ εξεθείασα και επροτίμησα την ευτυχίαν. Διότι δεν υπάρχει άλλο αγαθόν στον άνθρωπον κάτω από τον ήλιον παρά μόνον το να φάγη, το να πίη και το πως θα ευφρανθή. Αυτή δε η ευφροσύνη θα του συμπαρασταθή εις τας πλήρεις κόπου και ταλαιπωρίας ημέρας της ζωής του, όσας βέβαια ο Θεός θα του χαρίση κάτω από τον ήλιον. | 15 Δι’ αὐτὸ ἐγὼ ἐπῄνεσα καὶ ἐπροτίμησα τὴν εὐτυχίαν, διότι δὲν ὑπάρχει ἄλλο ἀγαθὸν διὰ τὸν ἄνθρωπον κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον, παρὰ μόνον τί θὰ φάγῃ καὶ τί θὰ πίῃ καὶ πῶς θὰ εὐχαριστηθῇ. Αὐτὸ μόνον θὰ τοῦ παρασταθῇ εἰς τὰς βασανισμένας ἡμέρας τῆς ζωῆς του, ὅσας ὁ Θεὸς θὰ τοῦ χαρίσῃ κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον. |
16 ᾿Εν οἷς ἔδωκα τὴν καρδίαν μου τοῦ γνῶναι τὴν σοφίαν καὶ τοῦ ἰδεῖν τὸν περισπασμὸν τὸν πεποιημένον ἐπὶ τῆς γῆς, ὅτι καὶ ἐν ἡμέρᾳ καὶ ἐν νυκτὶ ὕπνον ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ οὐκ ἔστι βλέπων. | 16 Ακόμη δε εγώ επάνω εις τα πράγματα με όλην μου την ψυχήν και την καρδίαν επεχείρησα να γνωρίσω σαφώς και να κατανοήσω τους κόπους και τας ταλαιπωρίας των ανθρώπων επί της γης και την αιτίαν αυτών. Διότι κάθε συνετός άνθρωπος αγρυπνεί ημέραν και νύκτα δια την λύσιν αυτού του προβλήματος. | 16 Ἀκόμη ἐπεδόθην ὁλοψύχως διὰ νὰ ἐξηγήσω τὴν προσπάθειαν καὶ τοὺς κόπους, ποὺ καταβάλλονται ἐδῶ εἰς τὴν γῆν, διότι νύκτα καὶ ἡμέραν τὸ μάτι τοῦ συνετοῦ ἀνθρώπου δὲν εὑρίσκει ὕπνον, |
17 καὶ εἶδον σὺν πάντα τὰ ποιήματα τοῦ Θεοῦ, ὅτι οὐ δυνήσεται ἄνθρωπος τοῦ εὑρεῖν σὺν τὸ ποίημα τὸ πεποιημένον ὑπὸ τὸν ἥλιον. ὅσα ἂν μοχθήσῃ ἄνθρωπος τοῦ ζητῆσαι, καὶ οὐχ εὑρήσει· καί γε ὅσα ἂν εἴπῃ σοφὸς τοῦ γνῶναι, οὐ δυνήσεται τοῦ εὑρεῖν. | 17 Παρετήρησα, λοιπόν, ότι όλα όσα συμβαίνουν εις την ζωήν του ανθρώπου και όλα τα έργα του Θεού, όσα γενικώς γίνονται υπό τον ήλιον, δεν θα ημπορέση ο άνθρωπος να τα κατανοήση, να τα ερμηνεύση και να τα αιτιολόγηση πλήρως. Οσον και αν κοπιάση ο άνθρωπος εις την έρευνάν του, δεν θα εύρη λύσιν. Και αυτός ακόμη ο σοφός όσα και αν είπη ότι γνωρίζει επάνω στο ζήτημα αυτό, δεν θα εύρη και δεν θα παρουσιάση την απολύτως ικανοποιητικήν λύσιν. | 17 καὶ παρετήρησα ὅτι ὅλα, ὅσα συμβαίνουν εἰς τὴν ζωὴν τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, ὅσα γίνονται κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον, δὲν θὰ δυνηθῇ νὰ τὰ ἐρευνήσῃ ὁ ἄνθρωπος, ὅσον καὶ ἂν κοπιάσῃ. Ἀκόμη καὶ ὅσα ὁ σοφὸς θὰ ἰσχυρισθῇ ὅτι ἐγνώρισε, δὲν θὰ ἠμπορέσῃ νὰ τὰ ἀνεύρῃ καὶ νὰ τοὺς δώσῃ λύσιν. |