Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 (Ι)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΜΥΙΑΙ θανατοῦσαι σαπριοῦσι σκευασίαν ἐλαίου ἡδύσματος· τίμιον ὀλίγον σοφίας ὑπὲρ δόξαν ἀφροσύνης μεγάλην, 1 Μυίγες, που εψόφησαν μέσα εις μυρωμένον έλαιον, το κανούν βρώμικον. Προτιμοτέρα είναι έστω και ολίγη σοφία, από την μεγάλην δόξαν των αφρόνων. 1 Οἱ μυῖγες ποὺ ἐψόφησαν μέσα εἰς τὸ μύρον, τὸ βρωμίζουν. Εἶναι περισσότερον πολύτιμος ὀλίγη σοφία, παρὰ ἡ δόξα μεγάλης ἀφροσύνης.
2 καρδία σοφοῦ εἰς δεξιὸν αὐτοῦ, καὶ καρδία ἄφρονος εἰς ἀριστερὸν αὐτοῦ· 2 Η καρδία του σοφού είναι πάντοτε εις τα δεξιά του, σκέπτεται, δηλαδή, τα ορθά και τα δίκαια. Η καρδία του ασυνέτου είναι εις τα αριστερά, σκέπτεται μωρά και επιβλαβή. 2 Ἡ καρδία τοῦ σοφοῦ εἶναι εἰς τὰ δεξιά του καὶ ἡ καρδία τοῦ ἄφρονος εἰς τὸ ἀριστερόν του μέρος. Δηλαδή, ὁ νοῦς τοῦ σοφοῦ σκέπτεται πάντοτε τὰ ὀρθά, ὁ δὲ νοῦς τοῦ ἄφρονος τὰ ψεύτικα καὶ τὰ διεστραμμένα.
3 καί γε ἐν ὁδῷ ὅταν ἄφρων πορεύηται, καρδία αὐτοῦ ὑστερήσει, καὶ ἃ λογιεῖται πάντα ἀφροσύνη ἐστίν. 3 Και εις την πορείαν της καθημερινής του ζωής ο ασύνετος υστερεί εις ορθοφροσύνην, διότι όλα όσα συλλογίζεται είναι ανόητα και ασύνετα. 3 Ὅταν ὁ ἄφρων βαδίζῃ εἰς τὸν δρόμον, ὁ νοῦς του δὲν δυσκολεύεται νὰ φανερώσῃ εἰς ὅλους ὅτι, ὅσα σκέπτεται καὶ πράττει, ὅλη του ἡ διαγωγή, εἶναι ἀφροσύνη.
4 ἐὰν πνεῦμα τοῦ ἐξουσιάζοντος ἀναβῇ ἐπὶ σέ, τόπον σου μὴ ἀφῇς, ὅτι ἴαμα καταπαύσει ἁμαρτίας μεγάλας. 4 Εάν η οργή ενός άρχοντος εκσπάση και στραφή εναντίον σου, μη ταραχθής και μη δώσης αφορμήν, διότι η ηρεμία θα καταπαύση και θα προλάβη μεγάλα κακά. 4 Ἐὰν ὁ θυμὸς ἐνὸς ἄρχοντος πέσῃ ἐπάνω σου, νὰ μὴ τὰ χάσῃς καὶ νὰ μὴ ἀντισταθῇς μὲ θυμόν, διότι ἡ ἀταραξία σου θὰ προλάβῃ μεγάλα κακά.
5 ἔστι πονηρία, ἣν εἶδον ὑπὸ τὸν ἥλιον, ὡς ἀκούσιον ὃ ἐξῆλθεν ἀπὸ προσώπου ἐξουσιάζοντος· 5 Είδα εγώ και ένα άλλο κακόν κάτω από τον ήλιον εις την γην· το γεγονός ότι ενας άρχων απερισκέπτως εξουσιάζει και διατάσσει. 5 Ὑπάρχει ἕνα μεγάλο κακόν, ποὺ εἶδα κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον, καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ αὐθαιρεσία ἑνὸς ἄρχοντος·
6 ἐδόθη ὁ ἄφρων ἐν ὕψεσι μεγάλοις, καὶ πλούσιοι ἐν ταπεινῷ καθήσονται. 6 Εις τους ασυνέτους δίδονται μερικές φορές υψηλά αξιώματα, ενώ αντιθέτως οι πλούσιοι κατά την γνώσιν και την σοφίαν κάθονται χαμηλότερα. 6 νὰ ἀνεβῇ δηλαδὴ ὁ ἄφρων εἰς μεγάλα ἀξιώματα, καὶ οἱ πλούσιοι καὶ οἱ σοφοὶ νὰ καθίσουν εἰς εὐτελεῖς τόπους.
7 εἶδον δούλους ἐφ᾿ ἵππους καὶ ἄρχοντας πορευομένους ὡς δούλους ἐπὶ τῆς γῆς. 7 Είδα δούλους να κάθωνται επάνω εις μεγαλοπρεπείς ίππους, και πρώην άρχοντας να βαδίζουν με τα πόδια εις την γην ωσάν δούλοι. 7 Εἶδα δούλους νὰ εἶναι καβαλλαρέοι καὶ ἄρχοντες νὰ βαδίζουν πεζοὶ εἰς τὴν γῆν, σὰν δοῦλοι.
8 ὁ ὀρύσσων βόθρον εἰς αὐτὸν ἐμπεσεῖται, καὶ καθαιροῦντα φραγμόν, δήξεται αὐτὸν ὄφις. 8 Εκείνος, που σκάπτει λάκκον δια τον άλλον, θα πέση ο ίδιος μέσα εις αυτόν. Εκείνον ο οποίος κρημνίζει αδίκως τον ξηρότοιχον από τον αγρόν του γείτονός του, δεν αποκλείεται να τον δαγκώση το φίδι. 8 Ὅποιος ἀνοίγει βόθρον διὰ τὸν ἄλλον, θὰ πέσῃ ὁ ἴδιος μέσα εἰς αὐτόν, καὶ ὅποιος γκρεμίζει τοῖχον ἀπὸ ξερολίθι, θὰ τὸν συναντήσῃ καὶ θὰ τὸν δαγκώσῃ φίδι.
9 ἐξαίρων λίθους διαπονηθήσεται ἐν αὐτοῖς, σχίζων ξύλα κινδυνεύσει ἐν αὐτοῖς. 9 Εκείνος που βγάζει και μεταφέρει λίθους, θα καταπονηθή. Και εκείνος που με το τσεκούρι σχίζει ξύλα, κινδυνεύει να κτυπηθή, αν δεν προσέξη. 9 Ἐκεῖνος ποὺ βγάζει ἢ μετακινεῖ λιθάρια, θὰ κουρασθῇ ἀπὸ αὐτά, καὶ ἐκεῖνος ποὺ σχίζει ξύλα, θὰ κινδυνεύσῃ νὰ πληγωθῇ ἀπὸ αὐτά.
10 ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον, καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξε, καὶ δυνάμεις δυναμώσει, καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία. 10 Εάν πεταχθή το σίδερο από το στυλιάρι, θα τρομάξη ο ξυλοκόπος και θα στενοχωρηθή και θα καταβάλη προσπαθείας να διορθώση το τσεκούρι του. Αυτό είναι σοφία και δραστηριότης του επιμελούς ξυλοκόπου. 10 Ἐὰν στομώσῃ ἢ βγῇ ἀπὸ τὸ ξύλον τὸ σιδερένιο ὄργανον (τὸ τσεκούρι π.χ.), τότε ὁ ξυλοσχίστης θὰ στενοχωρηθῇ καὶ θὰ καταβάλῃ τὰς δυνάμεις του νὰ τὸ ἀκονίση ἢ νὰ τὸ ἐπιδιορθώσῃ· ἑπομένως τὸ κέρδος τοῦ ἱκανοῦ εἶναι ἡ σοφία του.
11 ἐὰν δάκῃ ὄφις ἐν οὐ ψιθυρισμῷ, καὶ οὐκ ἔστι περισσεία τῷ ἐπᾴδοντι. 11 Εάν ενας οφιοδαμαστής δαγκωθή από το φίδι του, διότι δεν είπεν όπως έπρεπε τους μαγικούς ψιθυρισμούς, τίποτε πλέον δεν τον ωφελούν οι ψιθυρισμοί αυτοί. 11 Ἐὰν τὸ φίδι δαγκάσῃ τὸν ὀφιοδαμαστήν, πρὶν προλάβῃ νὰ χρησιμοποιήσῃ μαγικὰ καὶ γοητευτικὰ μέσα, τότε ποία ἡ ὠφέλεια εἰς αὐτὸν ποὺ γοητεύει;
12 λόγοι στόματος σοφοῦ χάρις, καὶ χείλη ἄφρονος καταποντιοῦσιν αὐτόν· 12 Τα λόγια του σοφού δίδουν ευχαρίστησιν και χαράν. Ενῷ τα λόγια του άφρονος θα καταποντίσουν και αυτόν τον ίδιον. 12 Τὰ λόγια τοῦ σοφοῦ δίδουν χάριν, ἐνῷ τὰ λόγια τοῦ ἄφρονος θὰ τὸν βουλιάξουν.
13 ἀρχὴ λόγων στόματος αὐτοῦ ἀφροσύνη, καὶ ἐσχάτη στόματος αὐτοῦ περιφέρεια πονηρά, 13 Απ' αρχής τα λόγια του άφρονος είναι αμυαλωσύνη, και έως τέλος είναι κακή και ανόητος παραφορά. 13 Ἀπ' ἀρχῆς τὰ λόγια τοῦ ἄφρονος εἶναι ἀμυαλωσύνη καὶ μέχρι τέλους εἶναι παραφορὰ κακὴ καὶ ἀνοησία.
14 καὶ ὁ ἄφρων πληθύνει λόγους, οὐκ ἔγνω ἄνθρωπος τί τὸ γενόμενον, καὶ τί τὸ ἐσόμενον, ὅτι ὀπίσω αὐτοῦ, τίς ἀναγγελεῖ αὐτῷ; 14 Ο ασύνετος λέγει πάρα πολλά λόγια, είναι φλύαρος. Ο άνθρωπος δεν γνωρίζει ποιό είναι αυτό που τώρα γίνεται, τι είναι εκείνο που θα γίνη στο μέλλον, διότι δεν υπάρχει και κανείς να του αποκαλύψη αυτά. 14 Ὁ ἄφρων εἶναι φλύαρος εἰς τοὺς λόγους του. Κανεὶς ἄνθρωπος δὲν γνωρίζει τί θὰ γίνῃ καὶ ποῖον θὰ εἶναι τὸ μέλλον του· διότι ποῖος θὰ τοῦ τὸ φανερώσῃ;
15 μόχθος τῶν ἀφρόνων κοπώσει αὐτούς, ὃς οὐκ ἔγνω τοῦ πορευθῆναι εἰς πόλιν. 15 Ο κόπος της εργασίας καταδάλλει εύκολα τους ασυνέτους και ραθύμους. Ο άμυαλος και τεμπέλης δεν είναι ικανός ούτε εις την πόλιν να μεταβή, διότι φοβείται την κούρασιν. 15 Ὁ κόπος καταβάλλει τοὺς ἄφρονας καὶ ἀσεβεῖς. Ὁ ἄφρων δὲν εἶναι ἱκανὸς οὔτε εἰς τὴν πόλιν νὰ μεταβῇ. Φοβεῖται τὴν κούρασιν.
16 οὐαί σοι, πόλις, ἧς ὁ βασιλεύς σου νεώτερος καὶ οἱ ἄρχοντές σου πρωΐ ἐσθίουσι. 16 Αλλοίμονον εις σέ, πόλις, η οποία έχεις βασιλέα νεαρόν και άπειρον και της οποίας οι άρχοντες παρακάθηνται από πρωΐας εις συμπόσια. 16 Ἀλλοίμονόν σου, πόλις, τῆς ὁποίας ὁ βασιλεὺς συμπεριφέρεται ὡς παιδὶ καὶ οἱ ἄρχοντές σου τρώγουν καὶ διασκεδάζουν τὸ πρωΐ, ἤτοι εἰς ὥραν ποὺ ἔπρεπε νὰ ἐργάζωνται διὰ τὸ καλὸν τοῦ κράτους.
17 μακαρία σύ, γῆ, ἧς ὁ βασιλεύς σου υἱὸς ἐλευθέρων καὶ οἱ ἄρχοντές σου πρὸς καιρὸν φάγονται ἐν δυνάμει καὶ οὐκ αἰσχυνθήσονται. 17 Ευτυχισμένη είσαι συ, η χώρα, που έχεις βασιλέα υιόν ελευθέρων και ευσεβών ανθρώπων, οι δε άρχοντές σου τρώγουν με μέτρον εις την κατάλληλον ώραν. Αυτοί, βασιλεύς και άρχοντες, δεν θα εντροπιασθούν ποτέ. 17 Εὐτυχισμένη εἶσαι σὺ ἡ χώρα, τῆς ὁποίας ὁ βασιλεὺς εἶναι ἀπόγονος ἐλευθέρων, εὐγενῶν καὶ ἐναρέτων ἀνθρώπων καὶ οἱ ἄρχοντές σου τρώγουν μὲ μέτρον καὶ τὴν κανονικὴν ὥραν διὰ τὴν σωματικήν των ἐνίσχυσιν. Αὐτοὶ δὲν πρόκειται νὰ ἐντροπιασθοῦν ποτέ.
18 ἐν ὀκνηρίαις ταπεινωθήσεται ἡ δόκωσις, καὶ ἐν ἀργίᾳ χειρῶν στάξει ἡ οἰκία. 18 Από την οκνηρίαν του οικοδεσπότου και των εργατών θα πέση η ξυλίνη σκέπη του σπιτιού. Και εξ αιτίας της τεμπελιάς των χειρών των η οικία θα σταλάζη. 18 Ἐξ αἰτίας τῆς ὀκνηρίας τοῦ οἰκοδεσπότου ἡ ξυλίνη στέγη τῆς οἰκίας του θὰ πέσῃ καὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἀργίας τῶν χειρῶν του θὰ σταλάζῃ τὸ σπίτι. Καὶ τὸ κρατικὸν οἰκοδόμημα θὰ καταρρεύση ἐξ αἰτίας τοῦ ὀκνηροῦ βασιλέως καὶ τῶν ἀδιαφόρων ἀρχόντων του, διότι οἱ τοιοῦτοι
19 εἰς γέλωτα ποιοῦσιν ἄρτον καὶ οἶνον καὶ ἔλαιον τοῦ εὐφρανθῆναι ζῶντας, καὶ τοῦ ἀργυρίου ταπεινώσει ἐπακούσεται τὰ πάντα. 19 Οι ασύνετοι άρχοντες κατά το διάστημα της ζωής των παραθέτουν πλούσια φαγητά και οίνον και πολύτιμα μύρα, δια να ευφραίνωνται, και γελούν. Με το αργύριόν των προσπαθούν να ταπεινώσουν και ταπεινώνουν τους πάντας και τα πάντα. 19 ὀργανώνουν συμπόσια διὰ διασκέδασιν καὶ γέλια καὶ ὁ οἶνος καὶ τὰ μύρα τοὺς εὐφραίνουν, ἐφ’ ὅσον ζοῦν. Εἰς τὸ χρῆμα ὑποδουλώνονται τὰ πάντα.
20 καί γε ἐν συνειδήσει σου βασιλέα μὴ καταράσῃ, καὶ ἐν ταμιείοις κοιτώνων σου μὴ καταράσῃ πλούσιον· ὅτι πετεινὸν τοῦ οὐρανοῦ ἀποίσει σὺν τὴν φωνήν σου, καὶ ὁ ἔχων τὰς πτέρυγας ἀπαγγελεῖ λόγον σου. 20 Συ όμως ούτε από μέσα σου μη σκεφθής και είπης κάτι κακόν εναντίον του βασιλέως· και στο εσωτερικώτερον δωμάτιόν σου, τον κοιτώνα σου, μη κατακρίνης τον πλούσιον άρχοντα. Διότι κάποιο πουλί του ουρανού θα μεταφέρη την κατηγορίαν σου προς αυτόν. Ο πτερωτός αυτός αγγελιαφόρος θα αναγγείλη εις εκείνον τα επικριτικά λόγια σου. 20 Μὲ τὴν σκέψιν σου νὰ μὴ καταρασθῇς τὸν βασιλέα καὶ εἰς τὸ ὑπνοδωμάτιόν σου νὰ μὴ καταρασθῇς τὸν ἰσχυρόν, διότι κάποιο πουλὶ τοῦ οὐρανοῦ θὰ μεταφέρῃ εἰς αὐτὸν τὴν φωνήν σου, καὶ ἐκεῖνο ποὺ πετᾷ, θὰ προδώσῃ τὰ λόγια σου εἰς αὐτόν.