Πέμπτη, 12 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:33
Δύση: 17:07
Σελ. 12 ημ.
347-19
16ος χρόνος, 6144η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (Α)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ρήματα ἐκκλησιαστοῦ υἱοῦ Δαβὶδ βασιλέως ᾿Ισραὴλ ἐν ῾Ιερουσαλήμ. 1 Λογοι του Σολομώντος, υιού του Δαυίδ βασιλέως του ισραηλιτικού λαού μ Ε πρωτεύουσαν την Ιερουσαλήμ, ο οποίος Σολομών εκλήθη Εκκλησιαστής, διότι είχε συγκαλέσει εις ηθικοθρησκευτικήν συγκέντρωσιν τους Ισραηλίτας. 1 Όσα γράφονται εἰς τὸ βιβλίον αὐτό, εἶναι λόγια τοῦ Ἐκκλησιαστοῦ, δηλαδὴ τοῦ Σολομῶντος, ὁ ὁποῖος ἐκάλεσε τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν εἰς θρησκευτικὴν συνάθροισιν διὰ νὰ τοῦ ὁμιλήσῃ. Ἦτο δὲ ὁ Σολομὼν παιδὶ τοῦ δοξασμένου Δαβὶδ καὶ διετέλεσε βασιλεὺς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ ἔθνους εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
2 Ματαιότης ματαιοτήτων, εἶπεν ὁ ἐκκλησιαστής, ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης. 2 Εντελώς, μάταια και ανωφελή, είπεν ο Εκκλησιαστής, ότι είναι όλα όσα δεν σχετίζονται με τον Θεόν και το θέλημά του. Ματαιότης ματαιοτήτων, όλα ανεξαιρέτως τα επίγεια είναι μάταια. 2 Ὅλα, ὅσα δὲν ἔχουν σχέσιν μὲ τὸν Θεὸν καὶ τὴν ψυχήν, εἶναι μάταια εἰς τὸν ὕψιστον βαθμόν, λέγει ὁ Ἐκκλησιαστής. Αὐτὸς τὰ ἀπήλαυσεν ὅλα καὶ τώρα ὁμιλεῖ ὡς βασιλεὺς καὶ κῆρυξ καὶ ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τὰ ἐπίγεια ἀνεξαιρέτως εἶναι μάταια.
3 τίς περισσεία τῷ ἀνθρώπῳ ἐν παντὶ μόχθῳ αὐτοῦ, ᾧ μοχθεῖ ὑπὸ τὸν ἥλιον; 3 Ποίον κέρδος και ποία ωφέλεια απομένει στον άνθρωπον ύστερα από τον μεγάλον μόχθον, τον οποίον καταβάλλει καθ' όλον το διάστημα της επιγείου ζωής του; 3 Ποῖον εἶναι τὸ κέρδος τοῦ ἀνθρώπου ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἀγωνιώδη μέριμναν καὶ τοὺς κόπους, ποὺ καταβάλλει διὰ τὴν ὕλην ἐδῶ εἰς τὴν γῆν κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον; Κανὲν ἢ προσωρινόν.
4 γενεὰ πορεύεται καὶ γενεὰ ἔρχεται, καὶ ἡ γῆ εἰς τὸν αἰῶνα ἕστηκε. 4 Η μία ανθρωπίνη γενεά πορεύεται και φεύγει, άλλη δε έρχεται και την διαδέχεται. Η γη όμως ωσάν εις αιώνια θεμέλια εστηριγμένη μένει πάντοτε. 4 Μία γενεὰ ἀνθρώπων φεύγει καὶ ἄλλη γενεὰ ἔρχεται εἰς τὴν θέσιν της, διὰ να τὴν ἀντικαταστήσῃ, ἡ γῆ ὅμως ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχῃ αἰωνίως.
5 καὶ ἀνατέλλει ὁ ἥλιος καὶ δύνει ὁ ἥλιος καὶ εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ ἕλκει. 5 Ο ήλιος ανατέλλει, ο ήλιος δύει και πάλιν επανέρχεται στον τόπον, από τον οποίον ανέτειλεν, ως εάν κάποια δύναμις τον ελκύη. 5 Καὶ ὁ ἥλιος ἀνατέλλει καὶ βασιλεύει ὁ ἥλιος καὶ κατευθύνεται εἰς τὸν τόπον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἀνέτειλεν.
6 αὐτὸς ἀνατέλλων ἐκεῖ πορεύεται πρὸς νότον καὶ κυκλοῖ πρὸς βορρᾶν· κυκλοῖ κυκλῶν, πορεύεται τὸ πνεῦμα, καὶ ἐπὶ κύκλους αὐτοῦ ἐπιστρέφει τὸ πνεῦμα. 6 Ο ήλιος ανατέλλει εκεί προς τα βορειοανατολικά και διαγράφων τας κυκλικάς τροχιάς του προχωρεί προς τον νότον και πάλιν επανέρχεται εις την βορειοανατολικήν περιοχήν. Ο άνεμος επίσης διαγράφει κύκλους εν τη πορεία του. Διανύει ταχέως τον δρόμον του και επανέρχεται πάλιν στους κύκλους του. 6 Αὐτὸς ὁ ἥλιος, ἀφοῦ ἀνατείλῃ ἐκεῖ εἰς τὸ βορειοανατολικὸν μέρος, κατεβαίνει εἰς τὸ νοτιοδυτικὸν καί, ἀφοῦ διαγράψῃ κύκλους, ξαναγυρίζει εἰς τὸ βόρειον μέρος. Καὶ ὁ ἄνεμος μὲ κύκλους πολλοὺς κάμνει τάχιστα τὸν δρόμον του καὶ γυρίζει πάλιν εἰς τοὺς κύκλους του.
7 πάντες οἱ χείμαρροι πορεύονται εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἡ θάλασσα οὐκ ἔστιν ἐμπιπλαμένη· εἰς τὸν τόπον, οὗ οἱ χείμαρροι πορεύονται, ἐκεῖ αὐτοὶ ἐπιστρέφουσι τοῦ πορευθῆναι. 7 Ολοι οι ποταμοί χύνονται εις την θάλασσαν και η θάλασσα ποτέ δεν γεμίζει. Με την εξάτμισιν δε και την βροχήν οι ποταμοί επανέρχονται στον τόπον, από τον οποίον πηγάζουν. Εκεί πάλιν γυρίζουν. 7 Ὅλοι οἱ ποταμοὶ πηγαίνουν εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἡ θάλασσα δὲν ἔχει γεμίσει. Εἰς τὸν τόπον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον οἱ ποταμοὶ πηγάζουν, ἐκεῖ γυρίζουν πάλιν.
8 πάντες οἱ λόγοι ἔγκοποι· οὐ δυνήσεται ἀνὴρ τοῦ λαλεῖν, καὶ οὐ πλησθήσεται ὀφθαλμὸς τοῦ ὁρᾶν, καὶ οὐ πληρωθήσεται οὖς ἀπὸ ἀκροάσεως. 8 Ολα τα λόγια των ανθρώπων προκαλούν κόπωσιν και ανίαν. Ο άνθρωπος δεν ημπορεί να εύρη ικανοποίησιν και ανάπαυσιν ούτε εις τα ιδικά του ούτε εις των άλλων τα λόγια. Το μάτι δεν χορταίνει να βλέπη και το αυτί δεν γεμίζει ποτέ, όσα και αν ακούση. 8 Ὅλα τὰ λόγια, ὅσα θὰ εἴπουν οἱ ἄνθρωποι, προκαλοῦν κούρασιν καὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἰκανοποιεῖται ἀπὸ τὴν φλυαρίαν του, τὸ μάτι δὲν χορταίνει νὰ βλέπῃ καὶ τὸ αὐτὶ δὲν γεμίζει ποτέ, ὅσα καὶ ἂν ἀκούῃ.
9 τί τὸ γεγονός; αὐτὸ τὸ γενησόμενον· καὶ τὶ τό πεποιημένον; αὐτὸ τὸ ποιηθησόμενον· καί οὐκ ἔστι πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον. 9 Ποίον είναι αυτό που έχει ήδη γίνει εν τη ροή του χρόνου; Αυτό το γεγονός θα γίνη και στο μέλλον. Ποιό είναι αυτό, που έχει πραγματοποιηθή και λάβει ύπαρξιν; Αυτό θα πραγματοποιηθή και στο μέλλον. Τιποτε το νέον δεν υπάρχει κάτω από τον ήλιον. 9 Τί ἔχει γίνει; Αὐτὸ θὰ ξαναγίνη· καὶ τί συνέβη εἰς τὸ παρελθόν; Αὐτὸ θὰ συμβῇ καὶ πάλιν. Δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ νέον κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον.
10 ὃς λαλήσει καὶ ἐρεῖ· ἰδὲ τοῦτο κενόν ἐστιν, ἤδη γέγονεν ἐν τοῖς αἰῶσι τοῖς γενομένοις ἀπὸ ἔμπροσθεν ἡμῶν. 10 Εις εκείνον, ο οποίος θα είπη· “ιδού αυτό είναι νέον”, θα του δοθή απάντησις· “αυτό έχει ήδη γίνει κατά τους παρελθόντος αιώνας εις τας γενεάς, αι οποίαι υπήρξαν και έζησαν προ ημών”. 10 ὅποιος θὰ ὁμιλήσῃ καὶ θὰ εἴπῃ· κύτταξε, αὐτὸ εἶναι νέον. Μόλις εἴπῃ κάτι τέτοιο, θὰ λάβῃ τὴν ἀπάντησιν, ὅτι αὐτὸ ἔχει ἤδη γίνει εἰς τοὺς προηγηθέντας ἀπὸ ἡμᾶς αἰῶνας.
11 οὐκ ἔστι μνήμη τοῖς πρώτοις, καί γε τοῖς ἐσχάτοις γενομένοις οὐκ ἔσται αὐτῶν μνήμη μετὰ τῶν γενησομένων εἰς τὴν ἐσχάτην. 11 Τα παρελθόντα γεγονότα λησμονούνται, αλλά και δια τα πρόσφατα δεν θα υπάρχη ανάμνησις· όπως επίσης και δι' εκείνα, τα οποία θα συμβούν στο απώτερον μέλλον. 11 Τὰ περασμένα λησμονοῦνται, ἀλλὰ καὶ διὰ τὰ τελευταῖα δὲν θὰ ὑπάρχῃ ἀνάμνησις, ὅπως ἐπίσης καὶ δι' ἐκεῖνα ποὺ θὰ συμβοῦν εἰς τὸ μακρινὸν μέλλον.
12 ᾿Εγὼ ἐκκλησιαστὴς ἐγενόμην βασιλεὺς ἐπὶ ᾿Ισραὴλ ἐν ῾Ιερουσαλήμ· 12 Εγώ, ο Εκκλησιαστής, έγινα βασιλεύς στον λαόν του Ισραήλ με πρωτεύουσαν την Ιερουσαλήμ. 12 Ἐγὼ ὁ Ἐκκλησιαστὴς ἔγινα βασιλεὺς ὅλου τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
13 καὶ ἔδωκα τὴν καρδίαν μου τοῦ ἐκζητῆσαι καὶ τοῦ κατασκέψασθαι ἐν τῇ σοφίᾳ περὶ πάντων τῶν γινομένων ὑπὸ τὸν οὐρανόν· ὅτι περισπασμὸν πονηρὸν ἔδωκεν ὁ Θεὸς τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων τοῦ περισπάσθαι ἐν αὐτῷ. 13 Επεδόθην με όλην μου την ψυχήν και την διάνοιαν να ερευνήσω κατά βάθος με την σοφίαν μου και να γνωρίσω όλα τα επίγεια, όσα έγιναν και γίνονται υπό τον ουρανόν. Και το συμπέρασμά μου είναι, ότι ο Θεός παρεχώρησε μεγάλην καταπόνησιν και ταλαιπωρίαν στους ανθρώπους, ώστε να καταπονούνται αυτοί εις τας ασχολίας των. 13 Καὶ ἔστρεψα τὴν προσοχήν μου νὰ ἐρευνήσω βαθιὰ καὶ νὰ κατανοήσω λεπτομερῶς μὲ τὴν σοφίαν μου ὅλα τὰ ἐπίγεια, ὅσα ἔγιναν κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς ἔδωκε κοπιαστικὴν καὶ βασανιστικὴν ἀπασχόλησιν εἰς τοὺς ἀνθρώπους, νὰ βασανίζωνται καὶ νὰ ματαιοπονοῦν μὲ αὐτά.
14 εἶδον σὺν πάντα τὰ ποιήματα τὰ πεποιημένα ὑπὸ τὸν ἥλιον, καὶ ἰδοὺ τὰ πάντα ματαιότης καὶ προαίρεσις πνεύματος. 14 Ηρεύνησα λοιπόν εγώ όλα τα έργα, που έχουν γίνει εις την γην κάτω από τον ήλιον. Και ιδού ότι όλα αυτά είναι ματαιότης, κυνηγητό ανέμου και ματαιοπονία. 14 Ἐρεύνησα καὶ ἐξήτασα ἐγὼ ὅλα τὰ ἔργα, ποὺ ἔχουν γίνει κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον. Καὶ ἰδοὺ ὅλα εἶναι ματαιότης, ἀεροκυνήγημα καὶ ματαιοπονία.
15 διεστραμμένον οὐ δυνήσεται ἐπικοσμηθῆναι, καὶ ὑστέρημα οὐ δυνήσεται ἀριθμηθῆναι. 15 Το στραβό και ανάποδο δεν είναι δυνατόν να γίνη ευθυτενές και ωραίον. Αι δε ατέλειαι και ελλείψεις είναι τόσον μεγάλαι, ώστε δεν ημπορούν να υπολογισθούν 15 Τὸ στραβὸ δὲν ἰσιάζει διὰ νὰ γίνῃ ὡραῖον, καὶ ἐκεῖνο ποὺ λείπει, εἶναι τόσον μεγάλο, ὥστε δὲν ἠμπορεῖ νὰ ὑπολογισθῇ.
16 ἐλάλησα ἐγὼ ἐν καρδίᾳ μου τῷ λέγειν· ἰδοὺ ἐγὼ ἐμεγαλύνθην καὶ προσέθηκα σοφίαν ἐπὶ πᾶσιν, οἳ ἐγένοντο ἔμπροσθέν μου ἐν ῾Ιερουσαλήμ, καὶ ἔδωκα καρδίαν μου τοῦ γνῶναι σοφίαν καὶ γνῶσιν. 16 Εκαμα εγώ ακόμη αυτάς τας σκέψεις και είπα στον εαυτόν μου· “ιδού, έγινα μεγάλος. Εδοξάσθην μεταξύ των ανθρώπων. Και ως προς την σοφίαν εξεπέρασα όλους εκείνους, οι οποίοι είχον ζήσει προ εμού εις την Ιερουσαλήμ. Εδωκα την ψυχήν μου και την διάνοιάν μου στο να γνωρίσω την ανθρωπίνην σοφίαν και γνώσιν. 16 Ἔκαμα ἀκόμη ἐγὼ τὰς ἑξῆς σκέψεις: Ἰδοὺ ἔγινα μεγάλος καὶ ἐδοξάσθην καὶ κατὰ τὴν σοφίαν ἐξεπέρασα ὅλους, ὅσοι ἔζησαν προτήτερα ἀπὸ ἔμενα εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Καὶ ἐπέστησα τὴν προσοχήν μου εἰς τὸ νὰ γνωρίσω τὴν ἀνθρωπίνην σοφίαν καὶ γνῶσιν.
17 καὶ καρδία μου εἶδε πολλά, σοφίαν καὶ γνῶσιν, παραβολὰς καὶ ἐπιστήμην ἔγνων ἐγώ, ὅτι καί γε τοῦτό ἐστι προαίρεσις πνεύματος· 17 Η ψυχή και ο νους μου εγνώρισαν πολλά. Απέκτησα σοφίαν και γνώσιν. Εμαθα εγώ διδακτικάς παροιμίας και επιστήμην”. Είδα όμως επάνω εις τα πράγματα ότι όλα αυτά δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ορμή του παρερχομένου ανέμου. 17 Καὶ ὁ νοῦς μου ἐγνώρισε πολλά, σοφίαν καὶ γνῶσιν. Ἀνοησίας καὶ λάθη τῶν ἀνθρώπων ἐγνώρισα ἐγώ, καὶ ὅμως καὶ τοῦτο εἶναι ματαιοπονία καὶ ἀεροκοπάνισμα.
18 ὅτι ἐν πλήθει σοφίας πλῆθος γνώσεως, καὶ ὁ προστιθεὶς γνῶσιν προσθήσει ἄλγημα. 18 Εις την πολλήν σοφίαν υπάρχει βεβαίως και πολλή γνώσις. Οποιος όμως θέλει να πλουτίση αυτάς τας γνώσστου, θα προσθέση στον εαυτόν του κόπον και πόνον και απογοήτευσιν. 18 Εἰς τὴν πολλὴν σοφίαν ὑπάρχει καὶ πολλὴ γνῶσις, καὶ ὅποιος θέλει νὰ πλουτίσῃ τὰς γνώσεις του, θὰ προσθέσῃ εἰς τὸν ἑαυτόν του κόπον, ταλαιπωρίαν καὶ ἀπογοήτευσιν.