Πέμπτη, 12 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:33
Δύση: 17:07
Σελ. 12 ημ.
347-19
16ος χρόνος, 6144η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 (Γ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΤΟΙΣ πᾶσι χρόνος καὶ καιρὸς τῷ παντὶ πράγματι ὑπὸ τὸν οὐρανόν. 1 Εις όλα υπάρχει ο κατάλληλος καιρός δια να πραγματοποιηθή δε κάθε έργον κάτω από τον ουρανόν, πρέπει να δοθή η κατάλληλος ευκαιρία. 1 Δι' ὅλα, ὅσα γίνονται εἰς τὴν γῆν, ὑπάρχει ὡρισμένη χρονικὴ περίοδος καὶ διὰ κάθε τι, ποὺ ἐκτελεῖται κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανόν, πρέπει νὰ δοθῇ ἡ κατάλληλος εὐκαιρία.
2 καιρὸς τοῦ τεκεῖν καὶ καιρὸς τοῦ ἀποθανεῖν, καιρὸς τοῦ φυτεῦσαι καὶ καιρὸς τοῦ ἐκτῖλαι τὸ πεφυτευμένον, 2 Υπάρχει ωρισμένος καιρός, που όταν συμπληρωθή, θα γίνη ο τοκετός και ωρισμένος καιρός του θανάτου, ωρισμένος ο καιρός της φυτεύσεως και ωρισμένος ο καιρός, που θα εκριζωθή το φυτευθέν. 2 Εἶναι ὡρισμένος ὁ καιρός, κατὰ τὸν ὁποῖον θὰ γίνῃ ὁ τοκετός, ὅπως ὡρισμένος εἶναι καὶ ὁ χρόνος τοῦ θανάτου. Ὡρισμένος εἶναι ὁ καιρός, κατὰ τὸν ὁποῖον ὁ γεωργὸς θὰ φυτεύσῃ, καὶ ὡρισμένος ὁ καιρός, κατὰ τὸν ὁποῖον θὰ ξερριζώσῃ τὸ φυτευμένον, διότι δὲν ἠμπορεῖ πλέον νὰ καρποφορήσῃ.
3 καιρὸς τοῦ ἀποκτεῖναι καὶ καιρὸς τοῦ ἰάσασθαι, καιρὸς τοῦ καθελεῖν καὶ καιρὸς τοῦ οἰκοδομεῖν, 3 Υπάρχει ωρισμένος καιρός, που θα διαταχθή η εκτέλεσίς του ενόχου, όπως και ωρισμένος καιρός να αποτραπή ο θάνατος και να του χαρισθή η ζωη. Καιρός δια να κρημνίση ο άνθρωπος, και καιρός, δια να ανοικοδόμηση. 3 Ὑπάρχει ὡρισμένος καιρὸς διὰ νὰ τιμωρήσῃ μὲ θάνατον ὁ ἄρχων, ὅπως καὶ ὡρισμένος καιρὸς νὰ ἀποτρέψῃ τὸν θάνατον καὶ νὰ χαρίσῃ τὴν ζωήν. Καιρὸς διὰ νὰ κρημνίσῃ ὁ ἄνθρωπος καὶ καιρὸς διὰ νὰ οἰκοδομήσῃ.
4 καιρὸς τοῦ κλαῦσαι καὶ καιρὸς τοῦ γελάσαι, καιρὸς τοῦ κόψασθαι καὶ καιρὸς τοῦ ὀρχήσασθαι, 4 Υπάρχει ωρισμένος καιρός, δια να κλαύση κανείς, και ωρισμένος καιρός δια να γελάση. Ωρισμένος καιρός δια θρήνους και κοπετούς, και ωρισμένος καιρός δια να χορεύση κανείς και εκδηλώση την χαράν του. 4 Ὑπάρχει ὡρισμένος καιρὸς διὰ νὰ κλαύσῃ κανεὶς καὶ ὡρισμένος καιρὸς διὰ νὰ γελάσῃ. Ὑπάρχουν περιστάσεις, κατὰ τὰς ὁποίας θὰ θρηνῇ καὶ θὰ κτυπᾷ τὴν κεφαλήν του λόγῳ πένθους, καὶ περιστάσεις κατὰ τὰς ὁποίας θὰ χορεύσῃ καὶ θὰ ἐκδηλώσῃ τὴν χαράν του.
5 καιρὸς τοῦ βαλεῖν λίθους καὶ καιρὸς τοῦ συναγαγεῖν λίθους, καιρὸς τοῦ περιλαβεῖν καὶ καιρὸς τοῦ μακρυνθῆναι ἀπὸ περιλήψεως, 5 Υπάρχουν περιστάσεις, που θα πετά κανείς τους λίθους ως αχρήστους, και άλλοτε που θα μαζεύη λίθους προς οικοδομήν. Αλλοτε πάλιν θα εναγκαλίζεται και άλλοτε θα απομακρύνεται από τας περιπτύξεις. 5 Ἄλλοτε κανεὶς θὰ πετᾷ λιθάρια καὶ ἄλλοτε θὰ μαζεύῃ λιθάρια. Ἄλλοτε πάλιν θὰ ἐναγκαλίζεται καὶ ἄλλοτε θὰ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν ἐναγκαλισμόν.
6 καιρὸς τοῦ ζητῆσαι καὶ καιρὸς τοῦ ἀπολέσαι, καιρὸς τοῦ φυλάξαι καὶ καιρὸς τοῦ ἐκβαλεῖν, 6 Υπάρχει καιρός, κατά τον οποίον θα αναζητήση κανείς και θα εύρη, και καιρός κατά τον οποίον θα χάση. Αλλοτε θα αποθηκεύη και θα βάλη κατά μέρος τα συναχθέντα, και άλλοτε θα βγάλη αυτά από την αποθήκην και θα τα εξοδεύση. 6 Ὑπάρχει ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποίαν κανεὶς θὰ φροντίσῃ διὰ νὰ εὕρῃ, καὶ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ χάνῃ. Ἄλλοτε θὰ ἀποθηκεύσῃ καὶ θὰ βάλῃ κατὰ μέρος καὶ ἄλλοτε θὰ βγάλῃ ἀπὸ τὴν ἀποθήκην, θὰ ἐξοδεύσῃ.
7 καιρὸς τοῦ ρῆξαι καὶ καιρὸς τοῦ ράψαι, καιρὸς τοῦ σιγᾶν καὶ καιρὸς τοῦ λαλεῖν, 7 Είναι καιρός κατά τον οποίον θα διαρρήξη κανείς τα ενδύματα του εις ένδειξιν πένθους και αποδοκιμασίας, και πάλιν είναι καιρός κατά τον οποίον θα ράψη τα ρούχα του. Καιρός σιωπής και καιρός, κατά τον οποίον έχει το δικαίωμα κανείς να ομιλήση. 7 Εἶναι καιρός, κατὰ τὸν ὁποῖον θὰ σχίσῃ κανεὶς τὰ ἐνδύματά του ἢ θὰ διακόψῃ τὰς σχέσεις του, καὶ πάλιν εἶναι καιρός, ὁπότε θὰ ράψῃ τὰ ροῦχα του ἢ θὰ ἐπανασυνδέσῃ τὰς σχέσεις του. Ὑπάρχει ὁ ὡρισμένος καιρὸς τῆς σιωπῆς καὶ ὁ ὡρισμένος καιρὸς νὰ ὁμιλήσῃ.
8 καιρὸς τοῦ φιλῆσαι καὶ καιρὸς τοῦ μισῆσαι, καιρὸς πολέμου καὶ καιρὸς εἰρήνης. 8 Καιρός να αγαπήση και καιρός να μισήση. Καιρός προς πόλεμον και καιρός προς σύναψιν ειρήνης. 8 Καιρὸς νὰ δείξῃ κανεὶς τὴν ἀγάπην του καὶ καιρὸς διὰ νὰ μισήσῃ. Καιρὸς πολέμου καὶ καιρὸς εἰρήνης.
9 τίς περισσεία τοῦ ποιοῦντος ἐν οἷς αὐτὸς μοχθεῖ; 9 Ποίον λοιπόν, κέρδος απομένει εις εκείνον, ο οποίος πράττει όσα ανωτέρω ελέχθησαν, και δια τα οποία κοπιάζει εις όλην του την ζωήν; Κανένα. 9 Ποῖον λοιπὸν εἶναι τὸ κέρδος εἰς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἐκτελεῖ ὅσα προτήτερα ἐξετέθησαν καὶ διὰ τὰ ὁποῖα μοχθεῖ εἰς τὴν ζωήν του; Οὐδέν!
10 εἶδον σὺν πάντα τὸν περισπασμόν, ὃν ἔδωκεν ὁ Θεὸς τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων τοῦ περισπᾶσθαι ἐν αὐτῷ. 10 Είδα εγώ και επρόσεξα ακόμη όλην την ταλαιπωρίαν και προσπάθειαν, που έδωκεν ο Θεός στους ανθρώπους, ώστε να περισπώνται συνεχώς με αυτήν. 10 Ἐπρόσεξα ἀκόμη ἐγὼ ὅλην τὴν ἀγωνιώδη προσπάθειαν, ποὺ ἔδωκεν ὁ Θεὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ὥστε νὰ ἀπασχολοῦνται μὲ αὐτὴν διαρκῶς.
11 σύμπαντα, ἃ ἐποίησε, καλὰ ἐν καιρῷ αὐτοῦ, καί γε σὺν τὸν αἰῶνα ἔδωκεν ἐν καρδίᾳ αὐτῶν, ὅπως μὴ εὕρῃ ὁ ἄνθρωπος τὸ ποίημα, ὃ ἐποίησεν ὁ Θεὸς ἀπ᾿ ἀρχῆς καὶ μέχρι τέλους. 11 Τα σύμπαντα όμως, όσα εδημιούργησεν ο Θεός στον κατάλληλον καιρόν των, είναι καλά λίαν. Και την αίσθησιν του χρόνου έδωκεν ο Θεός εις την διάνοιαν των ανθρώπων. Δεν επέτρεψεν όμως ο Θεός και ούτε ημπορεί ο άνθρωπος να κατανοήση το έργον του Θεού απ' αρχής μέχρι τέλους, το σχέδιον της δημιουργίας και το νόημα της Ιστορίας. 11 Ὅλα, ὅσα ἔκαμεν ὁ Θεός, τὰ ἔκαμε «καλὰ λίαν», τὸ καθένα εἰς τὸν καιρὸν του, καὶ τὴν ἔννοιαν τοῦ χρόνου ἔβαλεν εἰς τὴν σκέψιν τῶν ἀνθρώπων. Δὲν δύναται ὅμως ὁ ἄνθρωπος νὰ κατανοήσῃ τὸ ἔργον τοῦ Θεοῦ ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους καὶ νὰ συλλάβῃ τὸ σχέδιόν Του περὶ τοῦ κόσμου, ὡς καὶ τὸ νόημα τῆς ἱστορίας.
12 ἔγνων ὅτι οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν αὐτοῖς, εἰ μὴ τοῦ εὐφρανθῆναι καὶ τοῦ ποιεῖν ἀγαθὸν ἐν ζωῇ αὐτοῦ. 12 Κατέληξα στο συμπέρασμα, ότι δεν υπάρχει άλλη ευτυχία στον άνθρωπον, ειμή το να απολαμβάνη εν μέτρω τα υλικά αγαθά και να πράττη το καλόν και την ευεργεσίαν καθ' όλον το διάστημα της ζωής του. 12 Ἀπὸ τὴν ἐξέτασιν τῶν πραγμάτων ἔχω πεισθῇ ὅτι δὲν ὑπάρχει εὐτυχία διὰ τοὺς ἀνθρώπους, παρὰ μόνον ἂν εὐφρανθοῦν μὲ τὴν ἀπόλαυσιν τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ ἂν εὐεργετοῦν εἰς τὴν ζωήν τους.
13 καί γε πᾶς ἄνθρωπος, ὃς φάγεται καὶ πίεται καὶ ἴδῃ ἀγαθὸν ἐν παντὶ μόχθῳ αὐτοῦ, δόμα Θεοῦ ἐστιν. 13 Ευτυχής είναι ακόμη ο άνθρωπος ο οποίος θα φάγη και θα πίη και θα ίδη τα αγαθά εκ των κόπων του. Ας έχη όμως υπ' όψιν του, ότι αυτό είναι δωρεά του Θεού. 13 Εὐτυχὴς ἀκόμη εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ θὰ φάγῃ καὶ θὰ πίῃ καὶ θὰ ἀνταμειφθὴ δι’ ὅλους τοὺς κόπους του· ἂς ἔχῃ ὅμως ὑπ’ ὄψει του ὅτι αὐτὸ εἶναι δῶρον τοῦ Θεοῦ πρὸς αὐτόν.
14 ἔγνων ὅτι πάντα, ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεός, αὐτὰ ἔσται εἰς τὸν αἰῶνα· ἐπ᾿ αὐτῷ οὐκ ἔστι προσθεῖναι, καὶ ἀπ᾿ αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ἀφελεῖν, καὶ ὁ Θεὸς ἐποίησεν, ἵνα φοβηθῶσιν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ. 14 Εγνώρισα εγώ, και γνωρίζω καλά, ότι όλα τα δημιουργήματα, που έκαμεν ο Θεός είνα αμετάβλητα και παραμένουν αιώνια. Εις κάθε έργον του Θεού δεν ημπορεί κανείς ούτε να προσθέση ούτε να αφαιρέση κάτι. Ο Θεός τα εδημιούργησε κατά τέτοιον τρόπον, ώστε οι άνθρωποι, όταν τα βλέπουν, να σέβωνται αυτόν και να υποτάσσωνται στο θέλημά του. 14 Γνωρίζω ἐγὼ ὅτι ὅλα, ὅσα ἔκαμεν ὁ Θεός, αὐτὰ θὰ εἶναι αἰώνια καὶ ἀμετακίνητα· εἰς κάθε ἔργον τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προσθέσῃ ἢ νὰ ἀφαιρέσῃ κανείς. Καὶ ὁ Θεὸς τὰ ἔκαμε κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον, ὥστε οἱ ἄνθρωποι νὰ φοβοῦνται Αὐτὸν καὶ νὰ ὑποτάσσωνται εἰς τὸ θέλημά του.
15 τὸ γενόμενον ἤδη ἐστί, καὶ ὅσα τοῦ γίνεσθαι, ἤδη γέγονε, καὶ ὁ Θεὸς ζητήσει τὸν διωκόμενον. 15 Εκείνο το οποίον έχει ήδη γίνει, υπάρχει. Εκείνο το οποίον μέλλει να γίνη, ενώπιον του Θεού είναι ωσάν να έχη γίνει. Ο δε Θεός της δικαιοσύνης θα αναζητήση και θα υπερασπίση αυτόν, που αδίκως καταδιώκεται. 15 Ἐκεῖνο ποὺ ἔγινεν ἤδη, ὑπάρχει, καὶ ἐκεῖνα ποὺ πρόκειται νὰ γίνουν, διὰ τὸν Θεὸν εἶναι ὡς νὰ ἔχουν γίνει. Ἐφ' ὅσον ὁ Θεὸς εἶναι τέτοιος, θὰ ἀναζητήσῃ καὶ θὰ ὑπερασπίσῃ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος διώκεται ἀδίκως.
16 Καὶ ἔτι εἶδον ὑπὸ τὸν ἥλιον τόπον τῆς κρίσεως, ἐκεῖ ὁ ἀσεβής, καὶ τόπον τοῦ δικαίου, ἐκεῖ ὁ ἀσεβής. 16 Είδα ακόμη εγώ κάτω από τον ήλιον επάνω εις την γην τα δικαστήρια. Και εκεί εκάθητο ο ασεβής ως κριτής, δια να δικάση. Είδα ότι στον τόπον, όπου έπρεπε να κάθεται ο δίκαιος, εκάθητο ο ασεβής. 16 Καὶ εἶδα ἀκόμη κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον, εἰς τὴν γῆν, δικαστήριον καὶ ἐκεῖ ἐδίκαζεν ὁ ἀσεβής. Εἶδα ἀκόμη ὅτι εἰς τὸν τόπον, ὅπου ἔπρεπε νὰ ἀποδίδεται δικαιοσύνη, ἐκεῖ ἐκάθητο πάλιν ὡς δικαστὴς ὁ ἀσεβής·
17 καὶ εἶπα ἐγὼ ἐν καρδίᾳ μου· σὺν τὸν δίκαιον καὶ σὺν τὸν ἀσεβῆ κρινεῖ ὁ Θεός, ὅτι καιρὸς τῷ παντὶ πράγματι καὶ ἐπὶ παντὶ τῷ ποιήματι ἐκεῖ. 17 Εσκέφθην, λοιπόν, εγώ από μέσα μου και είπα· “ο Θεός θα κρίνη δικαίως τον δίκαιον και τον ασεβή, διότι δια κάθε πράγμα και δια κάθε έργον θα έλθη ο κατάλληλος καιρός· της αμοιβής η της τιμωρίας”. 17 Καὶ ἔφερα εἰς τὸν νοῦν μου τὸ μέγα Δικαστήριον καὶ εἶπα μέσα μου· τὸν δίκαιον καὶ τὸν ἀσεβῆ θὰ κρίνῃ ὁ Θεός, διότι ὑπάρχει καιρὸς διὰ κάθε πρᾶγμα· ἐκεῖ δὲ ἔχει ὁρισθῆ καιρός, κατὰ τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς θὰ κρίνῃ μὲ δικαιοσύνην κάθε πρᾶξιν καὶ ἔργον ἀνθρώπινον.
18 εἶπα ἐγὼ ἐν καρδίᾳ μου περὶ λαλιᾶς υἱῶν τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι διακρινεῖ αὐτοὺς ὁ Θεός, καὶ τοῦ δεῖξαι ὅτι αὐτοὶ κτήνη εἰσί. 18 Εσκέφθην εγώ από μέσα μου και είπα· ότι ο Θεός θα ξεχωρίση τότε τους ανθρώπους και θα φανερώση, ότι οι αμαρτωλοί άνθρωποι δεν διαφέρουν από τα κτήνη, παρά μόνον κατά την λαλιάν. 18 Καὶ ἔκαμα τὴν σκέψιν ἐν σχέσει μὲ τοὺς ἀσεβεῖς ἀνθρώπους, ὅτι θὰ τοὺς ξεχωρίσῃ τότε ὁ Θεὸς καὶ θὰ τοὺς ἀποδείξῃ ὅτι δὲν διαφέρουν ἀπὸ τὰ κτήνη παρὰ μόνον κατὰ τὴν λαλιὰν καὶ τὸν ἔναρθρον λόγον.
19 καί γε αὐτοῖς συνάντημα υἱῶν τοῦ ἀνθρώπου καὶ συνάντημα τοῦ κτήνους, συνάντημα ἓν αὐτοῖς· ὡς ὁ θάνατος τούτου, οὕτως καὶ ὁ θάνατος τούτου, καὶ πνεῦμα ἓν τοῖς πᾶσι· καὶ τί ἐπερίσσευσεν ὁ ἄνθρωπος παρὰ τὸ κτῆνος; οὐδέν, ὅτι πάντα ματαιότης. 19 Διότι το τέλος όλων των ανθρώπων και το τέλος του κτήνους είναι το ίδιο. Θα συναντηθούν στον θάνατον. Οπως είναι ο θάνατος του ζώου, ετσι είναι και ο σωματικός θάνατος του ανθρώπου. Και εις όλους, ανθρώπους και ζώα, φαίνεται, σαν να υπάρχη το ίδιο πνεύμα. Και επομένως από απόψεως φυσιολογικής τι εκέρδησεν ο άνθρωπος περισσότερον από το κτήνος; Τιποτε, διότι όλα είναι μάταια. 19 Διότι τὸ τέλος τῶν ἀνθρώπων καὶ τὸ τέλος τοῦ κτήνους εἶναι τὸ ἴδιο, ὁ θάνατος. Ὅπως εἶναι ὁ θάνατος τοῦ ζώου, ἔτσι ἐξωτερικῶς εἶναι καὶ ὁ θάνατος τοῦ ἀνθρώπου, καὶ εἰς ὅλους - ἀνθρώπους καὶ ζῶα - ὑπάρχει, φαινομενικῶς τουλάχιστον, μία πνοὴ ζωῆς. Καὶ ἑπομένως, φυσιολογικῶς τί ἐκέρδισεν ὁ ἄνθρωπος περισσότερον ἀπὸ τὸ κτῆνος; Τίποτε, διότι ὅλα εἶναι ματαιότης.
20 τὰ πάντα εἰς τόπον ἕνα· τὰ πάντα ἐγένετο ἀπὸ τοῦ χοός, καὶ τὰ πάντα ἐπιστρέψει εἰς τὸν χοῦν. 20 Τα πάντα, ζώα και άνθρωποι, θα καταντήσουν εις ένα τόπον· εις την γην. Ολα εγιναν από το χώμα και όλα θα επιστρέψουν στο χώμα. 20 Ὅλα, ζῶα καὶ ἄνθρωποι, θὰ πάνε εἰς ἕνα τόπον, τὴν γῆν ὅλα ἔγιναν ἀπὸ χῶμα καὶ ὅλα θὰ γυρίσουν πάλιν εἰς τὸ χῶμα.
21 καὶ τίς οἶδε τὸ πνεῦμα υἱῶν τοῦ ἀνθρώπου, εἰ ἀναβαίνει αὐτὸ ἄνω, καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ κτήνους, εἰ καταβαίνει αὐτὸ κάτω εἰς τὴν γῆν; 21 Και ποιός, αλήθεια, βάσει μόνον της ανθρωπίνης σοφίας, γνωρίζει, αν η ψυχή του ανθρώπου μετά τον θάνατον ανεβαίνη προς τα επάνω στον ουρανόν και η πνοή του κτήνους κατεβαίνει κάτω εις την γην; 21 Καὶ ποῖος γνωρίζει, ἂν ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀνεβαίνῃ μετὰ θάνατον πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ ἢ πνοὴ τοῦ κτήνους κατεβαίνῃ κάτω εἰς τὴν γῆν;
22 καὶ εἶδον ὅτι οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν εἰ μὴ ὃ εὐφρανθήσεται ὁ ἄνθρωπος ἐν ποιήμασιν αὐτοῦ, ὅτι αὐτὸ μερὶς αὐτοῦ· ὅτι τίς ἄξει αὐτὸν τοῦ ἰδεῖν ἐν ᾧ ἐὰν γένηται μετ᾿ αὐτόν; 22 Είδον επάνω εις τα πράγματα και κατέληξα στο συμπέρασμα, ότι δεν υπάρχει αγαθόν εις τα έργα και τους κόπους του ανθρώπου, ειμή μόνον εκείνο το οποίον θα απολαμβάνη κατά το διάστημα της ζωής του. Αυτή είναι η κληρονομία του και το μερίδιόν του. Διότι ποιός άλλος άνθρωπος είναι δυνατόν να οδηγήση αυτόν, δια να μάθη, τι θα του συμβή μετά τον θάνατον, δηλαδή εις την μέλλουσαν ζωήν; 22 Καὶ συμπεραίνω, ὅτι δὲν ὑπάρχει καλὸν καὶ ὠφέλιμον, τὸ ὁποῖον θὰ ἀποκομίσῃ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὰ κοπιώδη ἔργα του ἐπὶ τῆς γῆς, παρὰ μόνον ἂν ζῇ μὲ εὐχαρίστησιν, διότι αὐτὸ θὰ εἶναι ἡ ἀνταμοιβή του διὰ τὸ σῶμα του καὶ τὴν ἐπίγειον ζωήν του. Διότι ποῖος θὰ τὸν ὁδηγήσῃ νὰ ἰδῇ τί θὰ γίνῃ μετὰ θάνατον, εἰς τὴν μέλλουσαν δηλαδὴ ζωήν;