Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 07:13
Δύση: 17:11
Σελ. 20 ημ.
326-40
16ος χρόνος, 6123η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 (Η)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις πάλιν πολλοῦ ὄχλου ὄντος καὶ μὴ ἐχόντων τί φάγωσι, προσκαλεσάμενος ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ λέγει αὐτοῖς· 1 Κατά τας ημέρας εκείνας πάλιν πολύς λαός ήτο μαζή του και επειδή δεν είχαν τι να φάγουν, επροακάλεσεν ο Ιησούς τους μαθητάς αυτού και τους λέγει· 1 Κατ’ ἐκείνας τὰς ἡμέρας ἦτο πάλιν πάρα πολὺς λαὸς καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχαν τί νὰ φάγουν, προσεκάλεσεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητάς του καὶ λέγει εἰς αὐτούς·
2 Σπλαγχνίζομαι ἐπὶ τὸν ὄχλον, ὅτι ἤδη ἡμέραι τρεῖς προσμένουσί μοι καὶ οὐκ ἔχουσι τί φάγωσι· 2 “σπλαγχνίζομαι τον λαόν, διότι τρεις ημέρας μένουν κοντά μου και δεν έχουν τι να φάγουν. 2 Συμπαθῶ πολὺ τὸν λαόν, διότι ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας τώρα μένουν πλησίον μου καὶ δὲν ἔχουν τί νὰ φάγουν.
3 καὶ ἐὰν ἀπολύσω αὐτοὺς νήστεις εἰς οἶκον αὐτῶν, ἐκλυθήσονται ἐν τῇ ὁδῷ· τινὲς γὰρ αὐτῶν ἀπὸ μακρόθεν ἥκασι. 3 Και εάν τους απολύσω να φύγουν νηστικοί δια τα σπίτια των, θα εξαντληθούν και θα αποκάμουν στον δρόμον. Διότι μερικοί από αυτούς έχουν έλθει από μακρυά”. 3 Καὶ ἐὰν τοὺς διαλύσω καὶ τοὺς στείλω εἰς τὰ σπίτια των νηστικούς, θὰ ἀποκάμουν εἰς τὸν δρόμον. Διότι μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἔχουν ἔλθει ἀπὸ μακρυὰ καὶ πρόκειται κατὰ συνέπειαν νὰ πεζοπορήσουν πολύ.
4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· Πόθεν τούτους δυνήσεταί τις ὧδε χορτάσαι ἄρτων ἐπ’ ἐρημίας; 4 Και απήντησαν εις αυτόν οι μαθηταί του· “από που εδώ εις την έρημον θα μπορέση να χορτάση κανείς με ψωμιά αυτούς;” 4 Καὶ ἀπεκρίθησαν εἰς αὐτὸν οἱ μαθηταί· Ἀπὸ ποὺ θὰ ἠμπορέσῃ κανεὶς ἐδῶ εἰς τὴν ἔρημον νὰ χορτάσῃ μὲ ψωμιὰ αὐτούς, ποὺ εἶναι τόσον πολλοί;
5 καὶ ἐπηρώτα αὐτούς· Πόσους ἔχετε ἄρτους; οἱ δὲ εἶπον· Ἑπτά. 5 Και τους ηρώτησε· “πόσα ψωμιά έχετε;” Εκείνοι δε είπαν· “επτά”. 5 Καὶ τοὺς ἠρώτα· Πόσα ψωμιὰ ἔχετε; Αὐτοὶ δὲ εἶπον· ἑπτά.
6 καὶ παρήγγειλε τῷ ὄχλῳ ἀναπεσεῖν ἐπὶ τῆς γῆς· καὶ λαβὼν τοὺς ἑπτὰ ἄρτους εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἵνα παρατιθῶσι· καὶ παρέθηκαν τῷ ὄχλῳ. 6 Και παρήγγειλεν εις τα πλήθη να καθήσουν κάτω. Και αφού επήρε τα επτά ψωμιά, ευχαρίστησε τον Πατέρα, τα έκοψε και έδιδε στους μαθητάς τα τεμάχια, δια να τα παραθέσουν στον λαόν. Και εκείνοι τα παρέθεσαν στο πλήθος. 6 Καὶ παρήγγειλεν εἰς τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ νὰ καθήσουν εἰς τὴν γῆν. Καὶ ἀφοῦ ἐπῆρεν εἰς τὰς χεῖρας του τοὺς ἑπτὰ ἄρτους, εὐχαρίστησε τὸν Πατέρα του, ὁ ὁποῖος δίδει ὅλα τὰ ἀγαθά, καὶ ἔκοψε τὰ ψωμιὰ καὶ ἔδιδεν εἰς τοὺς μαθητάς του διὰ νὰ τὰ παραθέτουν, καὶ αὐτοὶ τὰ ἔθεσαν ἐμπρὸς εἰς τὸ πεινασμένον πλῆθος τοῦ λαοῦ.
7 καὶ εἶχον ἰχθύδια ὀλίγα· καὶ αὐτὰ εὐλογήσας εἶπε παρατιθέναι καὶ αὐτὰ. 7 Είχαν δε και κάτι λίγα ψαράκια. Και αυτά, αφού τα ευλόγησεν, είπε να τα παραθέσουν. 7 Καὶ εἶχον καὶ ὀλίγα ψαράκια. Καὶ ἀφοῦ ηὐλόγησε καὶ ταῦτα, εἶπε νὰ παραθέσουν καὶ αὐτά.
8 ἔφαγον δὲ καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν περισσεύματα κλασμάτων ἑπτὰ σπυρίδας. 8 Εφαγαν δε όλοι και εχόρτασαν και εμαζεψαν από τα κομμάτια που επερίσσευσαν επτά μεγάλα κοφίνια. 8 Ἔφαγαν δὲ ὅλοι καὶ ἐχορτάσθησαν καὶ ἐσήκωσαν περισσεύματα ἀπὸ τὰ κομμάτια ἑπτὰ μεγάλα κοφίνια.
9 ἦσαν δὲ ὡς τετρακισχίλιοι· καὶ ἀπέλυσεν αὐτούς. 9 Εκείνοι δε που έφαγαν ήσαν τέσσαρες χιλιάδες. Και κατόπιν τους έστειλεν ο Κυριος εις τα σπίτια των. 9 Ἦσαν δὲ ἐκεῖνοι, ποὺ ἔφαγαν, περίπου τέσσαρες χιλιάδες. Καὶ ἀφοῦ ἔφαγαν, τοὺς ἔστειλεν εἰς τὰ σπίτια των.
10 Καὶ ἐμβὰς εὐθὺς εἰς τὸ πλοῖον μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ ἦλθεν εἰς τὰ μέρη Δαλμανουθά. 10 Και εμέσως εμπήκε αυτός στο πλοίον με τους μαθητάς του και ήλθεν εις τα μέρη Δαλμανουθά. 10 Καὶ ἀμέσως ἐμβῆκεν εἰς τὸ πλοῖον μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του καὶ ἦλθεν εἰς τὰ μέρη Δαλμανουθά, ποὺ γειτονεύουν πρὸς τὴν Μαγδαλά.
11 Καὶ ἐξῆλθον οἱ Φαρισαῖοι καὶ ἤρξαντο συζητεῖν αὐτῷ, ζητοῦντες παρ’ αὐτοῦ σημεῖον ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ, πειράζοντες αὐτόν. 11 Και ξεπρόβαλαν εμπρός του οι Φαρισαίοι και ήρχισαν να συζητούν με δολίαν διάθεσιν και να ζητούν από αυτόν, να επιδείξη έκτακτον θαύμα από τον ουρανόν, που να είναι σημάδι και επιβεβαίωσις της αποστολής του. Αυτό δε έλεγαν, όχι διότι είχαν την διάθεσιν να πιστεύσουν, αλλά δια να τον πειράξουν και με την ελπίδα να τον εκθέσουν στον λαόν. 11 Καὶ ἐβγῆκαν οἱ Φαρισαῖοι καὶ ἤρχισαν νὰ συζητοῦν μαζί του καὶ τοῦ ἐζήτουν νὰ τοὺς ἐπιδείξῃ σημάδι καὶ θαῦμα ἔκτακτον ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ὅπως τὸ μάννα, ποὺ ἐδόθη εἰς τὴν ἔρημον διὰ μεσιτείας τοῦ Μωϋσέως, ἢ ὅπως τὸ πῦρ, ποὺ κατέβασεν ὁ Ἠλίας ἀπὸ τὸν οὐρανόν. Καὶ ἐζήτουν τοῦτο, ὄχι διότι εἶχαν διάθεσιν νὰ πιστεύσουν, ἀλλὰ διότι μὲ πονηρίαν ἤθελαν νὰ δοκιμάσουν τὴν θαυματουργικήν του δύναμιν, ἐλπίζοντες ὅτι θὰ τὸν ἐξέθεταν.
12 καὶ ἀναστενάξας τῷ πνεύματι αὐτοῦ λέγει· Τί ἡ γενεὰ αὕτη σημεῖον ἐπιζητεῖ; ἀμὴν λέγω ὑμῖν, εἰ δοθήσεται τῇ γενεᾷ ταύτῃ σημεῖον. 12 Και αφού ανεστέναξε από τα βάθη της ψυχής του είπε· “διατί η γενεά αυτή ζητεί οπωσδήποτε σημείον; Σας διαβεβαώνω ότι τέτοιο σημείον δεν θα δοθή εις αυτήν την γενεάν”. 12 Καὶ ἀφοῦ ἀνεστέναξεν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του διὰ τὴν σκληρότητα καὶ πώρωσίν των εἶπε· Πρὸς τί ἡ γενεὰ αὐτὴ ἡ ἄπιστος καὶ σκληρὰ ζητεῖ θαῦμα, ποὺ νὰ δεικνύῃ καὶ πιστοποιῇ τὴν ἀποστολήν μου, ἀφοῦ δὲν πρόκειται νὰ πιστεύσῃ; Μετὰ βεβαιότητος σᾶς λέγω, ὅτι δὲν θὰ δοθῇ θαῦμα τέτοιο εἰς τὴν γενεὰν αὐτήν.
13 καὶ ἀφεὶς αὐτοὺς εἰς τὸ πλοῖον ἀπῆλθε πάλιν. 13 Τους άφησε και με το πλοίον ήλθεν στο απέναντι μέρος πάλιν. 13 Καὶ ἀφοῦ τοὺς ἄφησεν, ἐμβῆκε πάλιν εἰς τὸ πλοῖον καὶ ἦλθεν εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος τῆς λίμνης, δηλαδὴ εἰς τὴν ἀνατολικὴν ἀκρογιαλιάν της.
14 Καὶ ἐπελάθοντο λαβεῖν ἄρτους, καὶ εἰ μὴ ἕνα ἄρτον οὐκ εἶχον μεθ’ ἑαυτῶν ἐν τῷ πλοίῳ. 14 Και οι μαθηταί ελησμόνησαν να πάρουν άρτους. Δεν είχαν δε μαζή των στο πλοίον παρά ένα μόνο ψωμί. 14 Καὶ ἐλησμόνησαν οἱ μαθηταὶ νὰ πάρουν μαζί τους ἄρτους καὶ δὲν εἶχαν μαζί τους εἰς τὸ πλοῖον κανὲν ἄλλο τρόφιμον παρὰ μόνον ἕνα ἄρτον.
15 καὶ διεστέλλετο αὐτοῖς λέγων· Ὁρᾶτε, βλέπετε ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων καὶ τῆς ζύμης Ἡρῴδου. 15 Παρήγγελλε δε εις αυτούς ο Ιησούς και τους καθιστούσε προσεκτικούς λέγων· “Βλέπετε καλά και προσέχετε από το κακό προζύμι των Φαρισαίων και του Ηρώδου”. 15 Ἐν τῷ μεταξὺ δὲ τοὺς ἐπέστησεν ὁ Κύριος τὴν προσοχὴν καὶ τοὺς ἔλεγεν· ἀνοίξατε τὰ μάτια σας καὶ προσέχετε ἀπὸ τὴν κακὴν ἐπίδρασιν τῆς ὑποκριτικῆς διδασκαλίας τῶν Φαρισαίων καὶ τῆς κοσμικότητος τοῦ Ἡρῴδου, ποὺ ὁμοιάζουν μὲ κακὸ προζύμι.
16 καὶ διελογίζοντο πρὸς ἀλλήλους λέγοντες ὅτι Ἄρτους οὐκ ἔχομεν. 16 Και εσυλλογίζοντο αυτοί και έλεγαν μεταξύ των “ο Διδάσκαλος μας κάνει παρατήρησιν, διότι δεν εφροντίσαμεν να πάρωμεν ψωμιά”. 16 Καὶ ἐσυλλογίζοντο ἀναμεταξύ τους καὶ ἒλεγαν· Μᾶς κάνει τὴν παρατήρησιν αὐτὴν ὁ Κύριος, διότι δὲν ἐφροντίσαμεν νὰ προμηθευθῶμεν ἄρτους καθαρούς, ποὺ δὲν ἐζυμώθησαν μὲ προζύμι ἀναπιασμένον εἰς σπίτι τῶν Φαρισαίων.
17 καὶ γνοὺς ὁ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς· Τί διαλογίζεσθε ὅτι ἄρτους οὐκ ἔχετε; οὔπω νοεῖτε οὐδὲ συνίετε; ἔτι πεπωρωμένην ἔχετε τὴν καρδίαν ὑμῶν; 17 Ο δε Ιησούς με την θείαν του γνώσιν είδε καθαρά τας σκέψεις των και τους είπε· “τι συλλογίζεσθε, ότι δεν έχετε ψωμιά; Ακόμη ύστερα από τόσα θαύματα δεν εννοείτε και δεν καταλαβαινετε; Εχετε ακόμη τόσον δυσκίνητον και χονδρήν την καρδίαν και την διάνοιάν σας; 17 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ὡς Θεάνθρωπος ἐγνώρισε τοὺς ἀποκρύφους διαλογισμούς των καὶ τοὺς εἶπε· Διατὶ ἐπέσατε εἰς συλλογισμοὺς καὶ σκέψιν, ἐπειδὴ δὲν ἔχετε ἄρτους; Ἀκόμη καὶ τώρα, ὕστερα ἀπὸ τόσα ποὺ εἴδατε καὶ ἠκούσατε, δὲν ἐννοεῖτε καὶ δὲν καταλαβαίνετε; Ἀκόμη ἔχετε παχυλὴν τὴν διάνοιάν σας καὶ τόσον σαρκικὰς τὰς σκέψεις σας;
18 ὀφθαλμοὺς ἔχοντες οὐ βλέπετε, καὶ ὦτα ἔχοντες οὐκ ἀκούετε; καὶ οὐ μνημονεύετε; 18 Ενώ έχετε μάτια δεν βλέπετε και ενώ έχετε αυτιά δεν ακούετε; Και όσα ακούετε και βλέπετε δεν τα ενθυμείσθε; 18 Ἐνῷ ἔχετε μάτια, μὲ τὰ ὁποῖα εἴδατε τὰ θαύματα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων, δὲν ἐννοεῖτε τὶ μαρτυροῦν αὐτὰ ποὺ εἴδατε; Καὶ ἐνῷ ἔχετε αὐτιά, καὶ ἀκούετε τοὺς λόγους ποὺ σᾶς εἶπα, δὲν ἠμπορεῖτε νὰ κατανοήσετε, ὅτι δὲν ὁμιλῶ διὰ ὑλικὸν προζύμιον καὶ διὰ ὑλικοὺς ἄρτους; Καὶ δὲν ἐνθυμεῖσθε τὰ πρόσφατα θαύματα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων;
19 ὅτε τοὺς πέντε ἄρτους ἔκλασα εἰς τοὺς πεντακισχιλίους, καὶ πόσους κοφίνους κλασμάτων πλήρεις ἤρατε; λέγουσιν αὐτῷ· Δώδεκα. 19 Οταν έκοψα τα πέντε ψωμιά δια τους πεντακισχιλίους, πόσα κοφίνια γεμάτα από κομμάτια επήρατε; Λεγουν εις αυτόν· “δώδεκα”. 19 Ὅταν ἔκοψα τὰ πέντε ψωμιὰ εἰς τὰς πέντε χιλιάδας τῶν ἀνθρώπων, πόσα κοφίνια γεμᾶτα ἀπὸ κομμάτια ἐσηκώσατε; Λέγουν εἰς αὐτόν, δώδεκα.
20 ὅτε δὲ τοὺς ἑπτὰ εἰς τοὺς τετρακισχιλίους, πόσων σπυρίδων πληρώματα κλασμάτων ἤρατε; οἱ δὲ εἶπον· Ἑπτά. 20 Οταν δε τα επτά ψωμιά έκοψα και εμοίρασα εις τις τέσσαρες χιλιάδες των ανθρώπων, πόσα μεγάλα κοφίνια γεμάτα από κομμάτια επήρατε;” Εκείνοι δε είπον· “επτά”. 20 Ὅταν δὲ ἔκοψα τοὺς ἑπτὰ ἄρτους εἰς τὰς τέσσαρας χιλιάδας τῶν ἀνθρώπων, πόσων κοφινιῶν μεγάλων γεμίσματα ἀπὸ κομμάτια ἐσηκώσατε; Αύτοὶ δὲ εἶπον, ἑπτά.
21 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· Οὔπω συνίετε; 21 Και έλεγεν εις αυτούς· “άκομα δεν καταλαβαίνετε, ότι δεν σας ωμίλησα δια το υλικό προζύμι, αλλά δια το κακό πνευματικό προζύμι των Φαρισαίων, που είναι η κακία των και η υποκρισία των;” (Οι μαθηταί τότε και οι πιστοί δια μέσου των αιώνων πρέπει να προφυλάσσωνται από τους υποκριτάς). 21 Καὶ ἔλεγεν εἰς αὐτούς· Ἀκόμη λοπὸν δὲν καταλαβαίνετε, ὅτι δὲν σᾶς ὡμίλησα διὰ προζύμιον ὑλικόν;
22 Καὶ ἔρχεται εἰς Βηθσαϊδά, καὶ φέρουσιν αὐτῷ τυφλὸν καὶ παρακαλοῦσιν αὐτὸν ἵνα αὐτοῦ ἅψηται. 22 Και έρχεται εις την Βηθσαϊδά και φέρουν εις αυτόν ένα τυφλόν και τον παρακαλούν να τον εγγίση, δια να του δώση έτσι την θεραπείαν. 22 Καὶ ἔρχεται εἰς τὴν Βηθσαϊδά, καὶ τοῦ φέρνουν ἕνα τυφλὸν καὶ τὸν παρακαλοῦν νὰ τὸν ἐγγίσῃ δισ νὰ ἰατρευθῇ.
23 καὶ ἐπιλαβόμενος τῆς χειρὸς τοῦ τυφλοῦ ἐξήγαγεν αὐτὸν ἔξω τῆς κώμης, καὶ πτύσας εἰς τὰ ὄμματα αὐτοῦ, ἐπιθεὶς τὰς χεῖρας αὐτῷ ἐπηρώτα αὐτόν εἴ τι βλέπει. 23 Και αφού επιασε τον τυφλόν από το χέρι, τον έβγαλε έξω από το χωριό, έπτυσε εις τα μάτια του, έβαλε επάνω εις αυτόν τα χέρια του και τον ερωτούσε, αν βλέπη τίποτε. 23 Καὶ ἀφοῦ ἔπιασεν ἀπὸ τὸ χέρι τὸν τυφλόν, τὸν ἔβγαλεν ἔξω ἀπὸ τὸ χωρίον· καὶ ἀφοῦ ἔπτυσεν εἰς τὰ μάτια του, ἔβαλεν ἐπάνω του τὰς χείρας του καὶ τν ἠρώτα, ἐὰν ἔβλεπε τίποτε. Καὶ ἔκανε τοῦτο ὁ Κύριος διὰ νὰ διεγείρῃ καὶ δυναμώσεῃ τὴν πίστιν τοῦ θεραπευομένου τυφλοῦ.
24 καὶ ἀναβλέψας ἔλεγε· Βλέπω τοὺς ἀνθρώπους ὡς δένδρα περιπατοῦντας. 24 Και εκείνος αφού εσήκωσε τα μάτια και εκύταξε έλεγε· “βλέπω τους ανθρώπους σαν δένδρα να περιπατούν”. (Η θεραπεία εγίνετο προοδευτικώς ανάλογα με την αναπτυσομένην πίστιν του τυφλού). 24 Καὶ ἀφοῦ ἐκεῖνος ἐκύτταξεν, ἔλεγε· Βλέπω τοὺς ἀνθρώπους νὰ περιπατοῦν σὰν κορμοὶ δένδρων.
25 εἶτα πάλιν ἐπέθηκε τὰς χεῖρας ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ ἐποίησεν αὐτὸν ἀναβλέψαι, καὶ ἀποκατεστάθη, καὶ ἀνέβλεψε τηλαυγῶς ἅπαντας. 25 Και έπειτα πάλιν έβαλε τα χέρια του ο Κυριος εις τα μάτια εκείνου και τον έκαμε να τα ανοίξη καλά και να βλέπη καθαρά. Και αποκατεστάθη η όρασίς του και διέκρινε όλους καθαρά και αυτούς ακόμη που ήσαν μακρυά. 25 Ὕστερον πάλιν ἔβαλεν ὁ Ἰησοῦς τὰς χεῖρας του εἰς τὰ μάτια του καὶ ἀφοῦ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἐδυνάμωσε τὴν πίστιν τοῦ τυφλοῦ, τὸν ἔκαμε νὰ τὰ ἀνοίξῃ καλά. Καὶ ἀποκατεστάθη τὸ φῶς του καὶ διέκρινε ὅλους καθαρὰ καὶ αὐτοὺς ἀκόμη ποὺ ἦσαν μακράν.
26 καὶ ἀπέστειλεν αὐτὸν εἰς οἶκον αὐτοῦ λέγων· Μηδὲ εἰς τὴν κώμην εἰσέλθῃς μηδὲ εἴπῃς τινὶ ἐν τῇ κώμῃ. 26 Και έστειλεν αυτόν στο σπίτι του, αφού του έδωσε την παραγγελίαν· “ούτε στο χωριό να εισέλθης ούτε εις κανένα μέσα στο χωριό να πης τίποτε περί του θαύματος”. 26 Καὶ τὸν ἔστειλεν εἰς τὸ σπίτι του καὶ τοῦ εἶπεν· Οὔτε εἰς τὸ χωρίον νὰ ἔμβης, οὔτε νὰ εἴπῃς εἰς κανένα μέσα εἰς τὸ χωρίον τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας σου.
27 Καὶ ἐξῆλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἰς τὰς κώμας Καισαρείας τῆς Φιλίππου· καὶ ἐν τῇ ὁδῷ ἐπηρώτα τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ λέγων αὐτοῖς· Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι; 27 Και ανεχώρησεν ο Ιησούς με τους μαθητάς του από την περιοχήν εκείνην, και ήλθε εις τα χωριά της Καισαρείας, την οποίαν είχε μεγαλώσει και εξωραΐσει ο Ηρώδης Φιλιππος. Εις τον δρόμον δε ερωτούσε τους μαθητάς του· “τι λέγουν οι άνθρωποι περί εμού· ποίος, νομίζουν ότι είμαι;” 27 Καὶ ἐβγῆκεν ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταί του εἰς τὰ χωρία τῆς Καισαρείας, ποὺ τὴν εἶχε κτίσει ὁ Φίλιππος. Καὶ εἰς τὸν δρόμον ἠρώτα τοὺς μαθητάς του καὶ τοὺς ἔλεγε· Τί λέγουν δι’ ἐμὲ οἱ ἄνθρωποι καὶ ποῖος φρονοῦν ὅτι εἶμαι;
28 οἱ δὲ ἀπεκρίθησαν· Ἰωάννην τὸν βαπτιστήν, καὶ ἄλλοι Ἠλίαν, ἄλλοι δὲ ἕνα τῶν προφητῶν. 28 Εκείνοι δε απήντησαν,·“άλλοι σε θεωρούν Ιωάννην τον Βαπτιστήν, άλλοι Ηλίαν, και άλλοι ένα από τους προφήτας”. 28 Αὐτοὶ δὲ ἀπεκρίθησαν· Λέγουν, ὅτι εἶσαι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, καὶ ἄλλοι λέγουν, ὅτι εἶσαι ὁ Ἠλίας, ἄλλοι δὲ σὲ θεωροῦν ὡς ἕνα ἀπὸ τοὺς προφήτας.
29 καὶ αὐτὸς λέγει αὐτούς· Ὑμεῖς δὲ τίνα με λέγετε εἶναι; ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος λέγει αὐτῷ· Σὺ εἶ ὁ Χριστός. 29 Και αυτός τους είπε· “σεις δε ποιός λέγετε, ότι είμαι;” 'Αποκριθεις δε ο Πετρος λέγει εις αυτόν· “συ είσαι ο Χριστός, τον οποίον προείπαν οι προφήται”. 29 Καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε· Σεῖς δὲ ποῖος λέγετε ὅτι εἶμαι; Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Πέτρος καὶ τοῦ εἶπε· Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, τὸν ὁποῖον προκατήγγειλαν οἱ προφῆται.
30 καὶ ἐπετίμησεν αὐτοῖς ἵνα μηδενὶ λέγωσι περὶ αὐτοῦ. 30 Και διέταξε αυτούς με αυστηρότητα, να μη λέγουν εις κανένα, ότι αυτός είναι ο Χριστός. 30 Καὶ ἐπειδὴ ἀκόμη δὲν εἶχαν ὠριμάσει οἱ ἄνθρωποι, ὥστε νὰ κηρυχθῇ εἰς αὐτοὺς ἡ ἀλήθεια αὐτή, τοὺς παρήγγειλεν ἔντονα καὶ αὐστηρὰ νὰ μὴ λέγουν εἰς κανένα, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Μεσσίας.
31 Καὶ ἤρξατο διδάσκειν αὐτοὺς ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου πολλὰ παθεῖν, καὶ ἀποδοκιμασθῆναι ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων καὶ τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν γραμματέων, καὶ ἀποκτανθῆναι καὶ μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἀναστῆναι· 31 Και ήρχισε να διδάσκη αυτούς, ότι σύμφωνα με την βουλήν του Θεού και δια την σωτηρίαν των ανθρώπων πρέπει ο υιός του ανθρώπου πολλά να πάθη, να απορριφθή και να περιφρονηθή από τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς, και να φονευθή και έπειτα από τρεις ημέρας να αναστηθή. 31 Καὶ ἤρχισε νὰ τοὺς διδάσκῃ, ὅτι σύμφωνα μὲ τὴν βουλὴν καὶ τὸ σχέδιον τοῦ Θεοῦ πρέπει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας, νὰ πάθῃ πολλὰ καὶ νὰ ἀποδοκιμασθῇ ἀπὸ τοὺς προεστοὺς καὶ τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς γραμματεῖς, καὶ νὰ θανατωθῇ καὶ μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἀπὸ τοῦ θανάτου του νὰ ἀναστηθῇ.
32 καὶ παρρησίᾳ τὸν λόγον ἐλάλει. καὶ προσλαβόμενος αὐτὸν ὁ Πέτρος ἤρξατο ἐπιτιμᾶν αὐτῷ. 32 Και από τότε επανελάμβανε ο Κυριος τα λόγια αυτά περί του πάθους του καθαρά και φανερά. Και ο Πετρος, αφού επήρε αυτόν ιδιαιτέρως, ήρχισε να του απευθύνη ζωηράς διαμαρτυρίας, δια να τον αποτρέψη από τον θάνατον. 32 Καὶ ἀπὸ τὴν στιγμὴν αὐτὴν ἔλεγε τὸν λόγον αὐτὸν περὶ τῶν παθῶν καὶ τοῦ θανάτου του φανερὰ καὶ καθαρά. Καὶ ὁ Πέτρος, ἀφοῦ τὸν ἐπῆρε ἰδιαιτέρως, ἤρχισε ἔντονα καὶ μὲ ζωηροὺς λόγους νὰ τὸν ἀποτρέπῃ ἀπὸ τὸν θάνατον.
33 ὁ δὲ ἐπιστραφεὶς καὶ ἰδὼν τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐπετίμησε τῷ Πέτρῳ λέγων· Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· ὅτι οὐ φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων. 33 Ο δε Κυριος, αφού εγύρισε και είδε τους μαθητάς του, επέπληξε τον Πετρον, λέγων· “ύπαγε οπίσω μου σατανά, διότι συ παρασυρόμενος από τα ανθρώπινα συναισθήματά σου, δεν φρονείς εκείνα που θέλει ο Θεός, αλλά εκείνα που αρέσουν στους ανθρώπους”. 33 Ὁ δὲ Κύριος, ἀφοῦ ἔστρεψε καὶ εἶδε τοὺς μαθητάς του, ἐμπρὸς εἰς αὐτοὺς ἐπέπληξε τὸν Πέτρον καὶ εἶπε· Πήγαινε ὀπίσω μου, σατανᾶ. Σὲ ἀποκαλῶ δὲ σατανᾶν, διότι δὲν φρονεῖς ἐκεῖνα ποὺ ἀρέσουν εἰς τὸν Θεόν, ἀλλ’ ἐκεῖνα ποὺ ἀρέσουν εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Ὁ Θεὸς θέλει νὰ πάθω διὰ νὰ σωθοῦν οἱ ἄνθρωποι. Οἱ ἄνθρωποι δέ, ποὺ ἀρέσκονται νὰ ζοῦν σαρκικῶς καὶ νὰ ἀπολαμβάνουν ὅλας τὰς ἀνέσεις μὴ λογαριάζοντες τὸ καθῆκον καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, δὲν ἀνήκουν εἰς αὐτόν, ἀλλ’ ἐμπνέονται ἀπὸ τὸν σατανᾶν.
34 Καὶ προσκαλεσάμενος τὸν ὄχλον σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι. 34 Και αφού επροσκάλεσε τον λαόν μαζή με τους μαθητάς του, είπεν εις αυτούς· “όποιος θέλει να με ακολουθήση ως πιστός μαθητής μου, ας απαρνηθή τον αμαρτωλόν εαυτόν του με τας αδυναμίας, και τα πάθη του, ας πάρη την απόφασιν να υποστή προς χάριν μου ταλαιπωρίες και αυτόν ακόμη τον σταυρικόν θάνατον, και ας με ακολουθήση στον δρόμον, που εγώ εχάραξα. 34 Καὶ ἀφοῦ προσεκάλεσε τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του, εἶπεν εἰς αὐτούς· Ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ γίνῃ ὀπαδός μου καὶ νὰ μὲ ἀκολουθῇ ὡς μαθητής μου, ἂς διακόψῃ κάθε φιλίαν καὶ σχέσιν πρὸς τὸν διεφθαρμένον ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας ἑαυτόν του καὶ ἀς λάβῃ τὴν σταθερὰν ἀπόφασιν νὰ ὑποστῇ δ’ ἐμὲ ὄχι μόνον πᾶσαν θλῖψιν καὶ δοκιμασίαν, ἀλλὰ καὶ θάνατον σταυρικὸν ἀκόμη, καὶ τότε ἂς μὲ ἀκολουθῇ μιμούμενος τὸ παράδειγμά μου.
35 ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ’ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν. 35 Διότι όποιος θέλει να σώση την επίγειον ζωή του, αυτός θα χάση την αιωνίαν και μακαρίαν ζωήν. Οποιος όμως αψηφήσει και θυσιάσει την ζωήν του προς χάριν εμού και του ευαγγελίου, αυτός θα σώση την ζωήν του εις την αιωνίαν μακαριότητα. 35 Μὴ διστάσῃ δὲ κανεὶς νὰ κάμῃ τὰς θυσίας αὐτάς. Διότι, ὅποιος θέλει νὰ σώσῃ τὴν ζωήν του, θὰ χάσῃ τὴν πνευματικὴν καὶ μακαρίαν καὶ αἰωνίαν ζωήν. Ὅποιος ὅμως χάσῃ καὶ θυσιάσῃ τὴν ζωήν του διὰ τὴν ὁμολογίαν καὶ ὑπακοήν του εἰς ἐμὲ καὶ τὸ εὐαγγέλιόν μου, αὐτὸς θὰ σώσῃ τὴν ψυχήν του ἐν τῷ μέλλοντι βίῳ, ὅπου θὰ κερδήσῃ τὴν αἰωνίαν μακαριότητα.
36 τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; 36 Διότι τι θα ωφελήση τον άνθρωπον, εάν κερδήση ολόκληρον τον υλικόν κόσμον και χάσει την ψυχήν του; 36 Ἐκείνη δὲ ἡ σωτηρία εἶναι τὸ πᾶν. Διότι τί θὰ ὠφελήσῃ τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν κερδήσῃ ὅλον αὐτὸν τὸν ὑλικὸν κόσμον, καὶ εἰς τὸ τέλος χάσῃ τὴν ψυχήν του, ἡ ὁποία ὡς πνευματικὴ καὶ αἰώνια δὲν συγκρίνεται μὲ κανὲν ἀπὸ τὰ ὑλικὰ τοῦ φθαρτοῦ κόσμου ἀγαθά;
37 ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; 37 Η, τι θα δώση άνθρωπος ως αντάλλαγμα, δια να εξαγοράση την ψυχήν του από τον Αδην, αφού ούτε ο κόσμος όλος δεν ημπορεί να αντισταθμίση την αξίαν της ψυχής; 37 Ἢ ἐὰν ἕνας ἄνθρωπος χάσῃ τὴν ψυχήν του, τί θὰ δώσῃ ὡς ἀντάλλαγμα, μὲ τὸ ὁποῖον θὰ ἑξαγοράσῃ αὐτὴν ἀπὸ τὴν αἰωνίαν ἀπώλειαν;
38 ὃς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων. 38 Διότι εκείνος, ο οποίος δια λόγους ανθρωπαρεσκείας και δειλίας θα εντραπή και θα αρνηθή εμέ και τους λόγους μου εις την γενεάν αυτήν, την αποστατημένην και αμαρτωλήν, και ο Υιός του ανθρώπου θα εντραπή αυτόν και θα τον αποκηρύξη, όταν ως κριτής των ανθρώπων έλθη ολόλαμπρος με την δόξαν του Πατρός αυτού συνοδευόμενος από τους αγίους αγγέλους”. 38 Ὁρισμένως δὲ θὰ χάσῃ τὴν ψυχήν του ἐκεῖνος, ποὺ δὲν θὰ ὑποστῇ δ’ ἐμὲ τὰς θυσίας αὐτάς. Διότι ὁποιοσδήποτε ἐντραπῇ ἐμὲ καὶ τοὺς λόγους μου ἐπηρεαζόμενος ἀπὸ τὰς περιφρονήσεις καὶ τοὺς χλευασμοὺς τῶν ἀνθρώπων τῆς γενεᾶς αὐτῆς, ποὺ ἀπεστάτησεν ἀπὸ τὸν πνευματικόν της νυμφίον καὶ εἶναι ἁμαρτωλός, αὐτὸν θὰ τὸν ἐντραπῇ καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ θὰ τὸν ἀποκηρύξῃ ὡς μὴ ἰδικόν του, ὅταν θὰ ἔλθῃ μὲ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους περιβεβλημένος τὴν δόξαν τοῦ Πατρός του.