Αρχαίο κείμενο | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Καὶ ὅτε ἐγγίζουσιν εἰς Ἱεροσόλυμα εἰς Βηθσφαγὴ καὶ Βηθανίαν πρὸς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν, ἀποστέλλει δύο τῶν μαθητῶν αὐτοῦ | 1 Και όταν επλησίασαν εις την Ιερουσαλήμ, εκεί που ήταν η Βηθσφαγή και Βηθανία, κοντά στο όρος των Ελαιών, έστειλε ο Κυριος δύο από τους μαθητάς του | 1 Καὶ ὅταν ἐπλησίασαν εἰς Ἱερουσαλήμ, ἐκεῖ ὅπου ἦσαν ἡ Βηθσφαγῆ καὶ ἡ ἀπέναντι αὐτῆς Βηθανία, πλησίον τοῦ ὅρους τῶν Ἐλαιῶν, ἀπέστειλε δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του |
2 καὶ λέγει αὐτοῖς· Ὑπάγετε εἰς τὴν κώμην τὴν κατέναντι ὑμῶν, καὶ εὐθέως εἰσπορευόμενοι εἰς αὐτὴν εὑρήσετε πῶλον δεδεμένον, ἐφ’ ὃν οὐδεὶς ἀνθρώπων κεκάθικε· λύσαντες αὐτὸν ἀγάγετε. | 2 και τους είπε· “πηγαίνετε στο χωριό, που είναι απέναντί σας, και αμέσως καθώς θα μπαίνετε εις αυτό, θα βρήτε ένα πουλάρι δεμένο, επάνω στο οποίον κανένας άνθρωπος έως τώρα δεν έχει καθίσει. Λύστε το και φέρτε το εδώ. | 2 καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Πηγαίνετε εἰς τὸ ἀπέναντί σας χωριὸ καὶ ἀμέσως ὅταν θὰ ἐμβαίνετε εἰς αὐτό, θὰ εὕρετε πουλάρι δεμένον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου δὲν ἔχει καθίσει ἕως τώρα κανένας ἄνθρωπος. Ἀφοῦ τὸ λύσετε, φέρετέ το ἐδῶ. |
3 καὶ ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ· τί ποιεῖτε τοῦτο; εἴπετε ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει, καὶ εὐθέως αὐτὸν ἀποστέλλει πάλιν ὧδε. | 3 Και εάν κανείς σας ερωτήση, διατί το κάμνετε αυτό; Ειπέτε του, ότι ο Κυριος το χρειάζεται, και πολύ σύντομα θα το ξαναστείλη πάλιν εδώ”. | 3 Καὶ ἐὰν σᾶς εἴπῃ κανείς· Διατὶ τὸ κάνετε αὐτό; Εἴπατε, ὅτι ὁ Κύριος τὸ χρειάζεται. Καὶ γρήγορα θὰ σᾶς τὸ ἐπιστρέψῃ καὶ θὰ τὸ ἀποστείλῃ πάλιν ἐδῶ. |
4 ἀπῆλθον δὲ καὶ εὗρον τὸν πῶλον δεδεμένον πρὸς τὴν θύραν ἔξω ἐπὶ τοῦ ἀμφόδου, καὶ λύουσιν αὐτόν. | 4 Επήγαν πράγματι οι μαθηταί και ευρήκαν το πουλάρι δεμένο εις την θύραν έξω προς το μέρος του δρόμου και το έλυσαν. | 4 Ἐπῆγαν δὲ καὶ ηὗραν τὸ πουλάρι δεμένον πλησίον τῆς θύρας ἔξω εἰς τὸ μέρος, ποὺ ὁ δρόμος τοῦ χωριοῦ διεσταυρώνετο μὲ τὴν εἴσοδον τοῦ σπιτιοῦ καὶ τὸ ἔλυσαν. |
5 καί τινες τῶν ἐκεῖ ἑστηκότων ἔλεγον αὐτοῖς· Τί ποιεῖτε λύοντες τὸν πῶλον; | 5 Και μερικοί από εκείνους που έστεκαν εκεί, έλεγαν εις αυτούς· “τι κάνετε και λύετε το πουλάρι;” | 5 Καὶ μερικοὶ ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἔστεκαν ἐκεῖ, τοὺς ἔλεγον· Τί κάνετε σεῖς αὐτοῦ, ποὺ λύετε τὸ πουλάρι; |
6 οἱ δὲ εἶπον αὐτοῖς καθὼς ἐνετείλατο ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἀφῆκαν αὐτούς. | 6 Εκείνοι δε απήντησαν, όπως τους είχε παραγγείλει ο Ιησούς και τους αφήκαν. | 6 Αὐτοὶ δὲ εἶπαν ὅπως τοὺς παρήγγειλεν ὁ Ἰησοῦς. Καὶ τοὺς ἀφῆκαν νὰ τὸ πάρουν. |
7 καὶ ἤγαγον τὸν πῶλον πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ ἐπιβάλον αὐτῷ τὰ ἱμάτια αὐτῶν, καὶ ἐκάθισεν ἐπ’ αὐτῷ. | 7 Και έφεραν το πουλάρι προς τον Ιησούν και έβαλαν επάνω εις αυτό τα ενδύματά των και εκάθισεν ο Ιησούς εις αυτό. | 7 Καὶ ἔφεραν τὸ πουλάρι εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ ἔβαλαν ἐπάνω εἰς αὐτὸ τὰ ἐξωτερικά των ἐνδύματα καὶ ἐκάθισεν ἐπ’ αὐτοῦ ὁ Ἰησοῦς. |
8 πολλοὶ δὲ τὰ ἱμάτια αὐτῶν ἔστρωσαν εἰς τὴν ὁδόν, ἄλλοι δὲ στιβάδας ἔκοπτον ἐκ τῶν δένδρων καὶ ἐστρώννυον εἰς τὴν ὁδόν. | 8 Πολλοί δε έστρωναν τα ενδύματά των στον δρόμον δια να περάση ο Ιησούς, άλλοι δε έκοβαν από τα δένδρα πυκνόφυλλα κλωνάρια και τα έστρωναν στον δρόμον. | 8 Πολλοὶ δὲ ἔστρωσαν τὰ ροῦχα των εἰς τὸν δρόμον διὰ νὰ περάσῃ ἐπ’ αὐτῶν ὁ Ἰησοῦς, ἄλλοι δὲ ἔκοπταν ἀπὸ τὰ δένδρα κλάδους μὲ παχὺ φύλλωμα καὶ τοὺς ἔστρωναν εἰς τὸν δρόμον. |
9 καὶ οἱ προάγοντες καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες ἔκραζον λέγοντες· Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. | 9 Και εκείνοι που επήγαιναν μπροστά και εκείνοι που ακολουθούσαν (καταληφθέντες από ακράτητον ενθουσιασμόν) εφώναζαν δυνατά και έλεγαν· “δόξα και ύμνος· ευλογημένος ας είναι ο Μεσσίας, που έρχεται εν ονόματι Κυρίου, δια να σώση τον κόσμον. | 9 Καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ ἐπήγαιναν ἐμπρός, καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀκολουθοῦσαν, ἐφώναζαν δυνατὰ καὶ ἔλεγον· Δόξα καὶ ὕμνος ἀνήκει εἰς τὸν ἀπόγονον τοῦ Δαβίδ· εὐλογημένος ἀπὸ τὸν Θεὸν εἶναι αὐτός, ποὺ ἔρχεται σταλμένος ἀπὸ τὸν Κύριον. |
10 εὐλογημένη ἡ ἐρχομένη βασιλεία ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ πατρὸς ἡμῶν Δαυῒδ· ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις. | 10 Ευλογημένη να είναι η βασιλεία του προπάτορός μας Δαυΐδ, η οποία έρχεται εν ονόματι Κυρίου· δοξολογίαν ας ψάλλουν οι άγγελοι, που είναι εν υψίστοις”. | 10 Εὐλογημένη καὶ δοξασμένη νὰ εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ προπάτορός μας Δαβίδ, ποὺ ἔρχεται καὶ πρόκειται μετ’ ὀλίγον νὰ ἀναστηλωθῇ κατ’ ἐντολὴν καὶ πρὸς δόξαν τοῦ Κυρίου, ποὺ μᾶς τὴν στέλλει. Δόξα σοι ἂς κράζουν καὶ οἱ ἐν τοῖς ὑψίστοις τοῦ οὐρανοῦ ἄγγελοι. |
11 Καὶ εἰσῆλθεν εἰς Ἱεροσόλυμα ὁ Ἰησοῦς καὶ εἰς τὸ ἱερόν· καὶ περιβλεψάμενος πάντα, ὀψίας ἤδη οὔσης τῆς ὥρας, ἐξῆλθεν εἰς Βηθανίαν μετὰ τῶν δώδεκα. | 11 Και εισήλθεν εις Ιεροσόλυμα ο Ιησούς και στο ιερόν· και αφού παρετήρησε τριγύρω όλα, επειδή η ώρα ήτο πλέον προχωρημένη, εβγήκεν εις την Βηθανίαν μαζή με τους δώδεκα. | 11 Καὶ εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ. Καὶ ἀφοῦ μὲ ἀγανάκτησιν ἐκύτταξε τριγύρω ὅλα, ἐπειδὴ ἦτο πλέον ἡ ὥρα προχωρημένη, ἐβγῆκεν εἰς τὴν Βηθανίαν μαζὶ μὲ τοὺς δώδεκα. |
12 Καὶ τῇ ἐπαύριον ἐξελθόντων αὐτῶν ἀπὸ Βηθανίας ἐπείνασε· | 12 Και την αυριανήν ημέραν, αφού είχαν βγη από την Βηθανίαν, δια να επιστρέψουν εις Ιρουσαλήμ, ο Κυριος επείνασε. | 12 Καὶ τὴν αὐριανὴν ἡμέραν, ἀφοῦ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὴν Βηθανίαν διὰ νὰ ἐπανέλθουν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἐπείνασεν ὁ Ἰησοῦς. |
13 καὶ ἰδὼν συκῆν ἀπὸ μακρόθεν ἔχουσαν φύλλα, ἦλθεν εἰ ἄρα τι εὑρήσει ἐν αὐτῇ· καὶ ἐλθὼν ἐπ’ αὐτὴν οὐδὲν εὗρεν εἰ μὴ φύλλα· οὐ γὰρ ἦν καιρὸς σύκων. | 13 Καθώς δε από μακρυά είδε μια συκιά γεμάτη φύλλα, ήλθε μήπως τυχόν και εύρη κανένα καρπόν εις αυτήν. Οταν όμως ήλθε κοντά της, δεν ευρήκε τίποτε παρά μόνον φύλλα, διότι δεν ήτο ο καιρός των σύκων. | 13 Καὶ ἀφορμὴν λαμβάνων ἀπὸ τὴν πεῖναν του, σὰν εἶδεν ἀπὸ μακρυὰ μίαν συκῆν ποὺ εἶχε φύλλα, ἦλθε. Καὶ ὅπως ἐνόμισαν οἱ μαθηταί, ἦλθε, μήπως εὕρῃ τίποτε εἰς αὐτὴν διὰ νὰ φάγῃ. Ὁ σκοπός του ὅμως ἦτο νὰ χρησιμοποιήσῃ τὴν συκῆν ὡς σύμβολον καὶ ὡς μέσον ἐποπτικῆς διδασκαλίας. Καὶ ὅταν ἦλθε πλησίον της, δὲν ηὗρε τίποτε παρὰ φύλλα· διότι δὲν ἦτο ἡ ἐποχὴ τῶν σύκων. Ἀλλ’ ἡ συκῆ ἐκείνη οὔτε ἄωρα σῦκα εἶχεν ἐπάνω της. |
14 καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῇ· Μηκέτι ἐκ σοῦ εἰς τὸν αἰῶνα μηδεὶς καρπὸν φάγοι. καὶ ἤκουον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ. | 14 Και με έντονον ύφος είπεν εις αυτήν· “ποτέ πλέον στον αιώνα τον άπαντα να μη φάγη κανείς καρπόν από σένα”. Και οι μαθηταί του ήκουσαν αυτά (χωρίς και να ημπορούν να εννοήσουν ότι η άκαρπος συκή εσυμβόλιζε την άκαρπον συναγωγήν των Εβραίων, η οποία εξωτερικώς μόνον τύπους είχε να παρουσιάση και όχι αρετήν, και η οποία θα έμενε πλέον στον αιώνα στείρα και άκαρπος). | 14 Καὶ διὰ νὰ δώσῃ μάθημα περὶ τοῦ ποία θὰ εἶναι ἡ τύχη κάθε ἀνθρώπου, ἀκάρπου σὰν τὴν συκῆν, ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τῆς εἶπε· Νὰ μὴ φάγῃ πλέον κανεὶς ἀπὸ σένα καρπὸν εἰς τὸν αἰῶνα. Σὰν νὰ ἔλεγε καὶ εἰς τὴν συναγωγὴν τῶν Ἰουδαίων, ποὺ τότε εἶχε νὰ ἐπιδείξῃ μόνον φύλλα καὶ ἐξωτερικοὺς τύπους, ὄχι δὲ καὶ καρποὺς ἀρετῆς: Κανεὶς νὰ μὴ ἀπολαύσῃ ἀπὸ σὲ πνευματικὸν ἀγαθόν, ἀλλὰ ἐφ’ ὅσον ἐπιμένεις νὰ δεικνύῃς ἀπιστίαν εἰς ἐμέ, νὰ μείνῃς στεῖρα αἰωνίως. Καὶ ἤκουαν οἱ μαθηταὶ τὴν κατάραν αὐτὴν τοῦ Ἰησοῦ κατὰ τῆς συκῆς. |
15 Καὶ ἔρχονται πάλιν εἰς Ἱεροσόλυμα· καὶ εἰσελθὼν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν ἤρξατο ἐκβάλλειν τοὺς πωλοῦντας καὶ τοὺς ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν καὶ τὰς καθέδρας τῶν πωλούντων τὰς περιστερὰς κατέστρεψε, | 15 Και έρχονται πάλιν εις τα Ιεροσόλυμα και όταν εισήλθεν ο Ιησούς εις την μεγάλην αυλήν του ναού, ήρχισε να διώχνη έξω από εκεί τους πωλούντας και τους αγοράζοντας μέσα εις την ιεράν εκείνην περιοχήν. Και τα τραπέζια των αργυραμοιβών (αυτών που αντήλλασσαν τα ξένα νομίσματα με ιουδαϊκά, με τα οποία και μόνον έπρεπε να καταβάλεται ο φόρος του ναού) τα αναποδογύρισε, όπως επίσης και τα καθίσματα εκείνων, που πωλούσαν τα περιστέρια δια τας θυσίας. | 15 Καὶ ἔρχονται πάλιν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Καὶ ἀφοῦ ἐμβῆκεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ, ἤρχισε νὰ βγάζῃ ἔξω ἐκείνους, ποὺ ἐπώλουν καὶ ἠγόραζον μέσα εἰς τὸ ἱερόν, καὶ ἀναποδογύρισε τὰ τραπέζια τῶν ἀργυραμοιβῶν, ποὺ ἀντήλλασσαν τὰ ξένα νομίσματα μὲ Ἰουδαϊκὰ διὰ τὴν πληρωμὴν τοῦ φόρου τοῦ ναοῦ, καθὼς καὶ τὰ καθίσματα ἐκείνων ποὺ ἐπώλουν τὰς περιστεράς. |
16 καὶ οὐκ ἤφιεν ἵνα τις διενέγκῃ σκεῦος διὰ τοῦ ἱεροῦ, | 16 Και δεν άφινε να μεταφέρη κανείς δια μέσου της αυλής του ναού κανένα οικιακόν σκεύος η δοχείον. | 16 Καὶ δὲν ἄφινε νὰ μεταφέρῃ κανεὶς διὰ μέσου τοῦ ἱεροῦ περιβόλου τοῦ ναοῦ κανένα οἰκιακὸν ἔπιπλον ἢ ἀγγεῖον. |
17 καὶ ἐδίδασκε λέγων αὐτοῖς· Οὐ γέγραπται ὅτι ὁ οἶκός μου οἶκος προσευχῆς κληθήσεται πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν; ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε σπήλαιον λῃστῶν. | 17 Εδίδασκε δε και έλεγε εις αυτούς· “δεν έχει γραφή από τον προφήτην Ησαΐαν, ότι ο οίκος μου θα ονομασθή οίκος προσευχής δι' όλα τα έθνη, που θα πιστεύσουν εις εμέ; Σεις όμως τον εκάματε σπήλαιον ληστών, όπου με απάτην και αισχροκέρδειαν κλέπτετε και αδικείτε ο ένας τον άλλον”. | 17 Καὶ ἐδίδασκε καὶ ἔλεγεν εἰς αὐτούς· Δὲν ἔχει γραφῆ ἀπὸ τὸν προφήτην Ἠσαΐαν, ὅτι ὁ οἶκος μου θὰ ὀνομασθῇ οἶκος προσευχῆς δι’ ὅλα τὰ ἔθνη, τὰ ὁποῖα θὰ ἐπιστρέψουν εἰς ἐμὲ τὸν ἀληθινὸν Θεὸν καὶ θὰ μὲ λατρεύσουν; Σεῖς ὅμως ἐκάματε τὸν οἶκον μου αὐτόν, καθὼς ἔχει γραφῆ ἀπὸ τὸν προφήτην Ἱερεμίαν, σπήλαιον, ὅπου συναθροίζονται λῃσταί, διότι ἐμπορεύεσθε καὶ χρησιμοποιεῖτε πλῆθος ψέματα καὶ ἀπάτας διὰ νὰ κλέψῃ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. |
18 καὶ ἤκουσαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ ἀρχιερεῖς, καὶ ἐζήτουν πῶς αὐτὸν ἀπολέσουσιν· ἐφοβοῦντο γὰρ αὐτόν, ὅτι πᾶς ὁ ὄχλος ἐξεπλήσσετο ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ. | 18 Και επληροφορήθησαν οι γραμματείς και οι Φασρισαίοι και οι αρχιερείς τα γεγονότα αυτά και ηγανάκτησαν (διότι αφ' ενός μεν έχαναν τα ποσοστά των από τας αγοραπωλησίας εκείνας αφ' ετέρου δε είχαν εκτεθή στον λαόν, επειδή αυτοί είχαν το δικαίωμα και το καθήκον να απαλάξουν τον ναόν από τους πωλούντας και αγοράζοντας). Και εζητούσαν πως θα ημπορούσαν να θανατώσουν αυτόν. Δεν ήθελαν όμως φανερά να τον συλλάβουν, διότι τον εφοβούντο, επειδή ο λαός εθαύμαζε πολύ την διδασκαλίαν του. | 18 Καὶ ἤκουσαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ ἀρχιερεῖς τὰ γενόμενα, καὶ ἐπειδὴ ἐθεώρουν τοὺς ἑαυτούς των μόνους ἁρμοδίους διὰ τὴν ἐπίβλεψιν τῆς τάξεως ἐν τῷ ναῷ, ἐθίχθησαν καὶ ἐζήτουν μὲ ποῖον τρόπον νὰ τὸν θανατώσουν. Διότι δὲν ἠδύναντο φανερὰ νὰ τὸν συλλάβουν, ἐπειδὴ ἐφοβοῦντο αὐτόν. Καὶ τὸν ἐφοβοῦντο, διότι ὅλος ὁ λαὸς ἐθαύμαζε πολὺ τὴν διδαχήν του. |
19 Καὶ ὅτε ὀψὲ ἐγένετο, ἐξεπορεύοντο ἔξω τῆς πόλεως. | 19 Και όταν εβραδυαζε, έβγαινε ο Κυριος έξω από την πόλιν. | 19 Καὶ ὅταν ἐβράδυασεν, ἔβγαινεν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν διὰ να περνᾷ τὴν νύκτα του ἐκεῖ. |
20 Καὶ παραπορευόμενοι πρωῒ εἶδον τὴν συκῆν ἐξηραμμένην ἐκ ῥιζῶν. | 20 Και καθώς επερνούσαν το πρωϊ, είδαν οι μαθηταί την συκιάν να έχη ξηρανθή από τις ρίζες. | 20 Καὶ τὸ πρωΐ, καθὼς ἐπερνοῦσαν, εἶδαν οἱ μαθηταὶ τὴν συκῆν νὰ εἶναι ξηραμένη ἀπὸ τὰς ρίζας. |
21 καὶ ἀναμνησθεὶς ὁ Πέτρος λέγει αὐτῷ· Ραββί, ἴδε ἡ συκῆ ἣν κατηράσω ἐξήρανται. | 21 Και εθυμήθηκε ο Πετρος τα χθεσινά λόγια του Διδασκάλου και του είπε· “διδάσκαλε, κύτταξε· η συκιά την οποίαν χθες κατηράσθης έχει ξηρανθή”. | 21 Καὶ ἐνεθυμήθη ὁ Πέτρος καὶ τοῦ εἶπε· Διδάσκαλε, κύτταξε τὴν συκῆν, ποὺ κατηράσθης, ἐξεράθη. |
22 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς· ἔχετε πίστιν Θεοῦ. | 22 Και απεκρίθη ο Ιησούς και του είπε· να έχετε πίστιν στον Θεόν και την δύναμίν του. | 22 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ τοὺς εἶπε· Μὴ θαυμάζετε διὰ τὸ θαῦμα αὐτό. Νὰ ἔχετε πίστιν καὶ πεποίθησιν εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὴν δύναμίν του. |
23 ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν ὅτι ὃς ἂν εἴπῃ τῷ ὄρει τούτῳ, ἄρθητι καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ μὴ διακριθῇ ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, ἀλλὰ πιστεύσῃ ὅτι ἃ λέγει γίνεται, ἔσται αὐτῷ ὃ ἐὰν εἴπῃ. | 23 Διότι σας διαβεβαιώνω, ότι εκείνος που έχει τέτοιαν πίστιν και θα είπη στο βουνό τούτο· σήκω και πέσε εις την θάλασσαν, και εφ' όσον δεν θα αισθανθή καμμίαν αμφιβολίαν εις την καρδίαν του, αλλά θα πιστεύση, ότι όσα εις δόξα του Θεού λέγει γίνονται, θα ίδη ότι θα γίνη αυτό, που θα είπη. | 23 Σᾶς προτρέπω δὲ ν’ ἀποκτήσετε πίστιν θερμήν, διότι ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι εἰς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ὄχι πρὸς ἁπλὴν ἐπίδειξιν θαυματουργικῆς δυνάμεως, ἀλλὰ διὰ σοβαρὰν καὶ σπουδαίαν ἀνάγκην θὰ εἴπῃ εἱς τὸ βουνὸ αὐτό, σήκω καὶ πέσε εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ δὲν θὰ αἰσθανθῇ δισταγμὸν καὶ ἀμφιβολίαν μέσα εἰς τὴν καρδίαν του, ἀλλὰ θὰ πιστεύσῃ, ὅτι ἐκεῖνα ποὺ λέγει γίνονται διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, εἰς αὐτὸν ποὺ θὰ ἔχῃ τὴν πίστιν αὐτήν, θὰ γίνῃ ἐκεῖνο ποὺ θὰ εἴπῃ. |
24 διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, πάντα ὅσα ἂν προσευχόμενοι αἰτεῖσθε, πιστεύετε ὅτι λαμβάνετε, καὶ ἔσται ὑμῖν. | 24 Δια τούτο και σας λέγω, ότι όλα όσα με την προσευχήν σας ζητείτε, πιστεύετε ότι θα τα λάβετε, και θα σας δοθούν από τον Θεόν. | 24 Ἐπειδὴ δὲ ἡ πίστις ἔχει τόσην δύναμιν, διὰ τοῦτο σᾶς λέγω, ὅτι πάντα ὅσα θὰ ζητήσετε, ὅταν προσεύχεσθε, νὰ πιστεύετε ὅτι θὰ τὰ λάβετε, καὶ ὅτι θὰ σᾶς γίνουν ταῦτα ἀπὸ τὸν οὐράνιον Πατέρα. |
25 καὶ ὅταν στήκετε προσευχόμενοι, ἀφίετε εἴ τι ἔχετε κατά τινος, ἵνα καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἀφῇ ὑμῖν τὰ παραπτώματα ὑμῶν. | 25 Και όταν στέκεσθε εις προσευχήν, να συγχωρήτε με όλην σας την καρδιά, εάν έχετε κάτι εναντίον κάποιου, δια να συγχωρήση και ο Πατήρ σας ο ουράνιος τα ιδικά σας παραπτώματα. | 25 Καὶ ὡς δεύτερον ὅρον διὰ νὰ εἰσακουσθῇ ἡ προσευχή σας, σᾶς συνιστῶ καὶ τοῦτο· ὅταν στέκεσθε καὶ προσεύχεσθε, νὰ συγχωρῆτε, ἐὰν ἔχετε κάτι ἐναντίον κάποιου, διὰ νὰ σᾶς ἀφήσῃ καὶ ὁ Πατήρ σας, ποὺ εἶναι εἰς τοὺς οὐρανούς, τὰ παραπτώματά σας. |
26 εἴ δὲ ὑμεῖς οὐκ ἀφίετε, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν. | 26 Εάν δε σεις δεν συγχωρήτε τους άλλους δια τα τυχόν σφάλματα, που έχουν πράξει απέναντί σας, και ο Πατήρ σας ο ουράνιος δεν θα συγχωρήση τα ιδικά σας παραπτώματα”. | 26 Ἐὰν ὅμως σεῖς δὲν συγχωρῆτε καὶ δὲν ἀφίνετε τὰ παραπτώματα τῶν ἀδελφῶν σας, οὔτε ὁ Πατήρ σας, ποὺ εἶναι εἰς τοὺς οὐρανούς, θὰ ἀφήσῃ τὸ παραπτώματά σας. |
27 Καὶ ἔρχονται πάλιν εἰς Ἱεροσόλυμα· καὶ ἐν τῷ ἱερῷ περιπατοῦντος αὐτοῦ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι | 27 Και έρχονται πάλιν εις τα Ιεροσόλυμα και καθώς αυτός επεριπατούσε εις την αυλήν του ναού, έρχονται προς αυτόν οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι | 27 Καὶ ἔρχονται πάλιν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Καὶ ἐνῷ αὐτός, περιεπάτει εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ, ἔρχονται πρός, αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ προεστοὶ |
28 καὶ λέγουσιν αὐτῷ· Ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς; ἢ τίς σοι ἔδωκε τὴν ἐξουσίαν ταύτην ἵνα ταῦτα ποιῇς; | 28 και του λέγουν· “με ποίαν εξουσίαν ενεργείς αυτά; Η ποιός σου έδωκε την εξουσίαν αυτήν να κάνης αυτά, δηλαδή να διώχνης τους πωλούντας και αγοράζοντας από το ιερόν”; | 28 καὶ τοῦ λέγουν· Μὲ ποίαν ἐξουσίαν ἐνεργεῖς αὐτά, ποὺ κάνεις; Καὶ ποῖος σοῦ ἔδωκε τὴν ἐξουσίαν αὐτήν, διὰ νὰ διώχνης, ἀπὸ τὸ ἱερὸν τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ διδάσκῃς μέσα εἰς αὐτό; |
29 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· Ἐπερωτήσω ὑμᾶς κἀγὼ ἕνα λόγον, καὶ ἀποκρίθητέ μοι, καὶ ἐρῶ ὑμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ. | 29 Ο δε Ιησούς απεκρίθη και είπεν εις αυτούς· “Θα σας ερωτήσω κι' εγώ ένα λόγον. Δώστε μου σεις απόκρισιν εις αυτόν, και τότε θα σας πω και εγώ, με ποίαν εξουσίαν ενεργώ αυτά. | 29 Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ τοὺς εἶπε· Θὰ σᾶς ἐρωτήσω καὶ ἐγὼ ἕνα λόγον. Καὶ δώσατέ μου πρῶτον σεῖς ἀπόκρισιν εἰς τὸν λόγον αὐτόν. Καὶ τότε θὰ σᾶς εἴπω καὶ ἐγὼ μὲ ποίαν ἐξουσίαν ἐνεργῷ αὐτά, ποὺ κάνω. |
30 τὸ βάπτισμα Ἰωάννου ἐξ οὐρανοῦ ἦν ἢ ἐξ ἀνθρώπων; ἀποκρίθητέ μοι. | 30 Το βάπτισμα του Ιωάννου (ο οποίος όπως ξεύρετε έδωσε επίσημον μαρτυρίαν για μένα) ήτο από τον ουρανόν, κατόπιν δηλαδή εντολής του Θεού, η ήτο απατηλή επινόησις των ανθρώπων; Απαντήστε μου”. | 30 Τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου, ὁ ὁποῖος ἐμαρτύρησε δι’ ἐμὲ καὶ ὑπῆρξε πρόδρομός μου, ἦτο ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ ἀπὸ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, ἢ ἦτο ἀπὸ ἐπινόησιν καὶ ἐντολὴν ἀνθρώπων; Δώσατέ μου ἀπάντησιν εἰς τὸ ἐρώτημά μου αὐτό, διότι ἡ ὀρθὴ ἀπάντησις εἰς αὐτὸ θὰ ρίψῃ φῶς καὶ εἰς τὸ ἰδικόν σας ἐρώτημα. |
31 καὶ ἐλογίζοντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες· Ἐὰν εἴπωμεν, ἐξ οὐρανοῦ, ἐρεῖ· διατί οὖν οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ; | 31 Εκείνοι τότε εσυλλογίζοντο από μέσα των και έλεγαν· “εάν πούμε, ότι ήτο από τον ουρανόν, θα πη· διατί λοιπόν σεις δεν επιστεύσατε εις αυτόν; | 31 Καὶ ἐσυλλογίζοντο μέσα τους καὶ ἔλεγαν· Ἐὰν εἴπωμεν, ὅτι ἦτο ἀπὸ τὸν οὐρανόν, θὰ εἴπῃ· διατὶ λοιπὸν δὲν ἐπιστεύσατε εἰς τὸν Ἰωάννην; |
32 ἀλλὰ εἴπωμεν, ἐξ ἀνθρώπων; - ἐφοβοῦντο τὸν λαόν· ἅπαντες γὰρ εἶχον τὸν Ἰωάννην ὅτι προφήτης ἦν. | 32 Αλλά να είπωμεν, ότι ήτο από μίαν επινόησις ανθρώπων;”- Εφοβούντο όμως τον λαόν, διότι όλοι ανεξαιρέτως επίστευαν ότι ο Ιωάννης ήτο προφήτης. | 32 Νὰ εἴπωμεν ὅμως, ὅτι ἦτο ἀπὸ ἐντολὴν ἀνθρώπων; Ἐφοβοῦντο τὸν λαὸν νὰ δώσουν μίαν τέτοιαν ἀπάντησιν, διότι ὅλοι ἐθεώρουν τὸν Ἰωάννην, ὅτι πράγματι ἦτο προφήτης. |
33 καὶ ἀποκριθέντες λέγουσι τῷ Ἰησοῦ· Οὐκ οἴδαμεν. καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀποκριθεὶς λέγει αὐτοῖς· Οὐδὲ ἐγὼ λέγω ὑμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ. | 33 Και τότε αυτοί (που ως διδάσκαλοι του λαού έπρεπε να διακρίνουν το καλόν από το κακόν και να διαφωτίζουν τον λαόν) απήντησαν και είπαν στον Ιησούν· “δεν ηξεύρομεν από που ήτο το βάπτισμα του Ιωάννου”. Και ο Ιησούς απεκρίθη και τους είπε· “διότι είσθε δόλιοι και ανειλικρινείς ούτε και εγώ σας λέγω με ποίαν εξουσίαν πράττω αυτά”. | 33 Καὶ αὐτοὶ ποὺ ἰσχυρίζοντο, ὅτι ἦσαν οἱ ἀνεγνωρισμένοι διδάσκαλοι τοῦ Ἰσραήλ, ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπαν εἰς τὸν Ἰησοῦν· Δὲν ἠξεύρομεν, πόθεν ἦτο τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου. Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ τοὺς εἶπεν· Ἀφοῦ ξεφεύγετε καὶ δὲν εἶσθε εἰλικρινεῖς, οὔτε ἐγὼ σᾶς λέγω μὲ ποίαν ἐξουσίαν καὶ μὲ ποῖον δικαίωμα πράττω αὐτά. |