Αρχαίο κείμενο | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Καὶ ἐξῆλθε ἐκεῖθεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν πατρίδα ἑαυτοῦ· καὶ ἀκολουθοῦσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ. | 1 Και έφυγεν από εκεί και ήλθεν εις την Ναζαρέτ, την πατρίδα του. Και τον ηκολούθησαν οι μαθηταί του. | 1 Καὶ ἀνεχώρησεν ἀπ’ ἐκεῖ καὶ ἦλθεν εἰς τὴν πατρίδα του τὴν Ναζαρέτ, καὶ ἠκολούθησαν αὐτὸν οἱ μαθηταί του. |
2 καὶ γενομένου σαββάτου ἤρξατο ἐν τῇ συναγωγῇ διδάσκειν· καὶ πολλοὶ ἀκούοντες ἐξεπλήσσοντο λέγοντες· Πόθεν τούτῳ ταῦτα; καὶ τίς ἡ σοφία ἡ δοθεῖσα αὐτῷ, καὶ δυνάμεις τοιαῦται διὰ τῶν χειρῶν αὐτοῦ γίνονται; | 2 Οταν δε ήλθε το Σαββατον, ήρχισε να διδάσκη εις την συναγωγήν και πολλοί, που τον ήκουαν, εθαύμαζαν και έλεγαν· “από που ήλθε εις αυτόν η δύναμις και η εξουσία να κάμνη τα όσα βλέπομεν και ακούομεν; Και τι είναι αυτή η σοφία που του εδόθη και πως εξηγούνται τα τόσα και τόσα θαύματα, που γίνονται με τα χέρια του; | 2 Καὶ ὅταν ἦλθεν ἡ ἡμέρα τοῦ Σαββάτου ἤρχισε νὰ διδάσκῃ εἰς τὴν συναγωγήν, καὶ πολλοὶ ποὺ τὸν ἤκουαν ἐθαύμαζαν καὶ ἔλεγαν· Ἀπὸ ποὺ ἦλθαν εἰς αὐτὸν αὐτά, ποὺ βλέπομεν καὶ ἀκούομεν, καὶ τὶ πρᾶγμα εἶναι ἡ σοφία αὐτή, ποὺ τοῦ ἐδόθη, καὶ μὲ τὴν βοήθειαν ποίας δυνάμεως γίνονται τέτοια θαύματα μὲ τὰ χέρια του; |
3 οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τέκτων, ὁ υἱὸς τῆς Μαρίας, ἀδελφὸς δὲ Ἰακώβου καὶ Ἰωσῆ καὶ Ἰούδα καὶ Σίμωνος; καὶ οὐκ εἰσὶν αἱ ἀδελφαὶ αὐτοῦ ὧδε πρὸς ἡμᾶς; καὶ ἐσκανδαλίζοντο ἐν αὐτῷ. | 3 Δεν είναι αυτός ο ξυλουργός, το παιδί της Μαρίας, ο αδελφός δε του Ιακώβου και του Ιωσή και του Ιούδα και του Σιμωνος; Και αι αδελφαί του δεν είναι εδώ μαζή μας; Και εσκανδαλίζοντο και δεν ήθελαν να πιστεύσουν εις αυτόν. | 3 Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ μαραγκός, ὁ υἱὸς τῆς Μαρίας, καὶ ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰωσῆ καὶ τοῦ Ἰούδα καὶ τοῦ Σίμωνος; Καὶ δὲν εἶναι ἐδῶ μαζί μας αἱ ἀδελφαί του; Καὶ ἐσκανδαλίζοντο δι’ αὐτὸν καὶ δὲν ἤθελαν νὰ τὸν παραδεχθοῦν ὡς προφήτην, ἀλλὰ τὸν παρηκολούθουν μὲ ὑποψίαν. |
4 ἔλεγε δὲ αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ὅτι Οὐκ ἔστι προφήτης ἄτιμος εἰ μὴ ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ καὶ ἐν τοῖς συγγενέσι καὶ ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ. | 4 Ελεγε δε εις αυτούς ο Ιησούς ότι πουθενά άλλου δεν αρνούνται να τιμήσουν ένα προφήτην, ει μη μόνον εις την πατρίδα του μεταξύ των συγγενών του και των οικιακών του. | 4 Ἔλεγε δὲ εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, ὅτι πουθενὰ δὲν ἀρνοῦνται νὰ τιμήσουν ἕνα προφήτην, παρὰ μόνον εἰς τὴν πατρίδα του καὶ μεταξὺ τῶν συγγενῶν του καὶ μεταξὺ αὐτῶν, ποὺ μένουν εἰς τὸ σπίτι του. |
5 καὶ οὐκ ἠδύνατο ἐκεῖ οὐδεμίαν δύναμιν ποιῆσαι, εἰ μὴ ὀλίγοις ἀρρώστοις ἐπιθεὶς τὰς χεῖρας ἐθεράπευσε· | 5 Και δια την απιστίαν των Ναζαρηνών δεν ημπόρεσε εκεί κανένα θαύμα να κάμη, παρά μόνον ολίγους αρρώστους εθεράπευσε δια της επιθέσεως των χειρών του. | 5 Καὶ ἐπειδὴ αὐτοὶ ἠπίστησαν, ἡ ἀπιστία των ἠμπόδιζε τὴν ἐνέργειαν τῆς θαυματουργικῆς του δυνάμεως καὶ δὲν ἠδύνατο ἐκεῖ νὰ κάμῃ κανὲν ἀπὸ τὰ μεγάλα θαύματά του, παρὰ μόνον ἐθεράπευσεν ὀλίγους ἀρρώστους, ἀφοῦ ἔθεσεν ἐπ’ αὐτῶν τὰς χεῖρας του. |
6 καὶ ἐθαύμαζε διὰ τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν. Καὶ περιῆγε τὰς κώμας κύκλῳ διδάσκων. | 6 Απορούσε δε και ο ίδιος δια την απιστίαν αυτών των ανθρώπων. Και περιώδευε τριγύρω τα χωριά διδάσκων τον λόγον του Ευαγγελίου. | 6 Καὶ ἠπόρει ὁ Κύριος μὲ τὴν ἀπιστίαν των, τὴν ὁποίαν ὡς διακρίνων τὰ βάθη τῆς καρδίας των εὕρισκεν ἀδικαιολόγητον καὶ βαρεῖαν. Καὶ περιώδευε τριγύρω εἰς τὰ χωρία καὶ ἐδίδασκε. |
7 Καὶ προσκαλεῖται τοὺς δώδεκα, καὶ ἤρξατο αὐτοὺς ἀποστέλλειν δύο δύο, καὶ ἐδίδου αὐτοῖς ἐξουσίαν τῶν πνευμάτων τῶν ἀκαθάρτων, | 7 Προσεκάλεσε δε τους δώδεκα και ήχισε να τους στέλνη δύο-δύο, και έδιδε εις αυτούς εξουσίαν να διώχνουν τα ακάθαρτα πνεύματα. | 7 Καὶ προσκαλεῖ τοὺς δώδεκα καὶ ἤρχισε νὰ τοὺς ἀποστέλλῃ εἰς περιοδείαν δύο δύο, καὶ τοὺς ἔδιδεν ἐξουσίαν καὶ δύναμιν νὰ βγάζουν ἀπὸ τοὺς πάσχοντας τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα. |
8 καὶ παρήγγειλεν αὐτοῖς ἵνα μηδὲν αἴρωσιν εἰς ὁδὸν εἰ μὴ ῥάβδον μόνον, μὴ πήραν, μὴ ἄρτον, μὴ εἰς τὴν ζώνην χαλκόν, | 8 Και τους παρήγγειλε να μη παίρνουν τίποτε στον δρόμον, ει μη μόνον μία ράβδον, ούτε σακκούλι ούτε ψωμί ούτε χρήματα εις την ζώνην των. | 8 Καὶ τοὺς παρήγγειλε νὰ μὴ παίρνουν τίποτε εἰς τὸν δρόμον τους παρὰ τὸ πολὺ - πολὺ μίαν ράβδον μόνον· οὔτε σάκκον οὔτε ψωμὶ οὔτε κὰν χάλκινα νομίσματα εἰς τὴν ζώνην τους, |
9 ἀλλ’ ὑποδεδεμένους σανδάλια, καὶ μὴ ἐνδεδύσθαι δύο χιτῶνας. | 9 Αλλά να έχουν εις τα πόδια των απλά πέδιλα και να μη φορούν δύο χιτώνας (όπως συνηθίζουν οι πλούσιοι και οι επίσημοι). | 9 ἀλλὰ νὰ πηγαίνουν ὑποδεμένοι μὲ ἁπλᾶ πέδιλα. Καὶ νὰ μὴ εἶναι ἐνδεδυμένοι μὲ δύο ὑποκάμισα, ὅπως ἐφόρουν τὰ ἐπίσημα πρόσωπα. |
10 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· Ὅπου ἐὰν εἰσέλθητε εἰς οἰκίαν, ἐκεῖ μένετε ἕως ἂν ἐξέλθητε ἐκεῖθεν· | 10 Και έλεγεν ακόμη εις αυτούς· “Οπουδήποτε πάτε και εισέλθετε ως φιλοξενούμενοι εις ένα σπίτι, εις αυτό το σπίτι να μένετε, έως ότου φύγετε από το μέρος εκείνο. (Να μη είσθε ακατάστατοι και να μη επιδιώκετε τας πολλάς φιλοξενίας). | 10 Καὶ ἔλεγεν εἰς αὐτούς· ὁπουδήποτε ἐμβῆτε εἰς οἱκία, νὰ μένετε, ἕως ὅτου φύγετε ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο, διὰ μὴ σχηματίζουν οἱ ἄνθρωποι διὰ σᾶς ἰδέαν, ὅτι εἶσθε ἄστατοι ἐπιπόλαιοι ἢ ὅτι ἐπιζητεῖτε τὴν καλοπέρασιν. |
11 καὶ ὅσοι ἐὰν μὴ δέξωνται ὑμᾶς μηδὲ ἀκούσωσιν ὑμῶν, ἐκπορευόμενοι ἐκεῖθεν ἐκτινάξατε τὸν χοῦν τὸν ὑποκάτω τῶν ποδῶν ὑμῶν εἰς μαρτύριον αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀνεκτότερον ἔσται Σοδόμοις ἢ Γομόρροις ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ἢ τῇ πόλει ἐκείνῃ. | 11 Και όσοι τυχόν δεν θελήσουν να σας δεχθούν ούτε και να σας ακούσουν, καθώς θα φεύγετε από εκεί τινάξατε και αυτό το χώμα, που έχει κολλήσει κάτω από τα πόδια εις τα πέδιλά σας, δια να δηλώσετε έτσι και να διαμαρτυρηθήτε, ότι τίποτε δεν επήρατε από εκεί. Σας διαβεβαιώνω ότι κατά την ημέραν της κρίσεως θα είναι επιεικεστέρα η κρίσις δια τα Σοδομα και τα Γομορρα μάλλον παρά δια την πόλιν εκείνην”. | 11 Καὶ ὅσοι τυχὸν δὲν σᾶς δεχθοῦν οὔτε σᾶς ἀκούσουν ὅταν φεύγετε ἀπ’ ἐκεῖ, εἰς δήλωσιν τοῦ ὅτι δὲν ἐπήρατε τίποτε μαζί σας ἀπὸ αὐτούς, οὔτε ἔχετε καμμίαν σχέσιν μαζί των, τινάξατεν καλὰ ὡς ἀκάθαρτον καὶ μολυσματικὸν τὸ χῶμα, ποὺ ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο ἐκόλλησε κάτω ἀπὸ τὰ πόδια σας εἰς τὰ σανδάλια σας. Τινάξατέ το διὰ νὰ χρησιμεύσῃ ὡς διαμαρτυρία καὶ ἔλεγχος κατὰ τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν. Ἀληθῶς σᾶς λέγω ὅτι θὰ εἶνα περισσότερον ἐπιεικὴς ἡ τιμωρία εἰς τὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως παρὰ εἰς τὴν πόλιν ἐκείνην. |
12 Καὶ ἐξελθόντες ἐκήρυσσον ἵνα μετανοήσωσι, | 12 Και εξελθόντες οι μαθηταί εκήρυτταν στους ανθρώπους να μετανοήσουν. (Η συναίσθησις της αμαρτωλότητος, η ειλικρινής μετάνοια και επιστροφή προς τον Χριστόν είναι η απαραίτητος αρχή και το θεμέλιον της νέας κατά Χριστόν ζωής). | 12 Καὶ ἀφοῦ ἐβγῆκαν εἰς περιοδείαν ἐκήρυττον εἰς τοὺς κατοίκους τῶν διαφόρων χωρίων νὰ μετανοήσουν. |
13 καὶ δαιμόνια πολλὰ ἐξέβαλλον, καὶ ἤλειφον ἐλαίῳ πολλοὺς ἀρρώστους καὶ ἐθεράπευον. | 13 Και δαιμόνια πολλά έδιωχναν και ήλειφον με λάδι πολλούς αρρώστους, τους οποίους και εθεράπευαν. | 13 Καὶ ἔβγαζαν πολλὰ δαιμόνια καὶ ἤλειφαν πολλοὺς ἀρωστους μὲ ἔλαιον, ποὺ ἐσυμβόλιζε τὴν ἰατρικὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ τοὺς ἐθεράπευαν. |
14 Καὶ ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς Ἡρῴδης· φανερὸν γὰρ ἐγένετο τὸ ὄνομα αὐτοῦ· καὶ ἔλεγεν ὅτι Ἰωάννης ὁ βαπτίζων ἐκ νεκρῶν ἠγέρθη, καὶ διὰ τοῦτο ἐνεργοῦσιν αἱ δυνάμεις ἐν αὐτῷ. | 14 Ηκουσε δε τότε ο βασιλεύς Ηρώδης τα περί του Ιησού, διότι το όνομα αυτού είχε γίνει πλέον γνωστόν, και έλεγεν ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ανεστήθη εκ νεκρών και δια τούτο ενεργούν δι' αυτού αι υπερφυσικαί αυταί δυνάμεις. | 14 Καὶ ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς Ἡρῴδης περὶ τοῦ Ἰησοῦ καὶ περὶ τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ τῶν μαθητῶν του. Διότι ἔγινε φανερὸν καὶ γνωστὸν τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ ἔλεγεν ὁ Ἡρῴδης ὅτι ὁ Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς ἀνεστήθη ἐκ νεκρῶν μὲ νέα ἀποστολὴν καὶ μὲ νέα χαρίσματα ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ δι΄ αὐτὸ αἱ ὑπερφυσικαὶ δυνάμεις ἐνεργοῦν δι’ αὐτοῦ. |
15 ἄλλοι ἔλεγον ὅτι Ἠλίας ἐστίν· ἄλλοι δὲ ἔλεγον ὅτι προφήτης ὡς εἷς τῶν προφητῶν. | 15 Αλλοι έλεγαν ότι είναι ο Ηλίας· άλλοι δε ότι είναι προφήτης, όπως ένας από τους προφήτας. | 15 Ἄλλοι δέ, ποὺ ἐσύγχυζαν τὸν Ἰησοῦν μὲ τοὺς παλαιοὺς προφήτας, ἔλεγον ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Ἠλίας· ἄλλοι δὲ ἔλεγον, ὅτι εἶναι προφήτης σὰν ἕνας ἀπὸ τοὺς προφήτας. |
16 ἀκούσας δὲ ὁ Ἡρῴδης εἶπεν ὅτι Ὃν ἐγὼ ἀπεκεφάλισα Ἰωάννην, οὗτός ἐστιν· αὐτὸς ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν. | 16 Ακούσας δε ο Ηρώδης αυτά είπε ότι “αυτός είναι ο Ιωάννης, τον οποίον εγώ αποκεφάλισα. Αυτός ανεστήθη εκ νεκρών”. | 16 Ὅταν δὲ ἤκουσεν ὁ Ἡρῴδης αὐτά, ποὺ ἔλεγαν οἱ διάφοροι διὰ τὸν Ἰησοῦν, εἶπεν, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰωάννης, τὸν ὁποῖον ἐγὼ ἀπεκεφάλισα. Αὐτὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν. |
17 αὐτὸς γὰρ ὁ Ἡρῴδης ἀποστείλας ἐκράτησε τὸν Ἰωάννην καὶ ἔδησεν αὐτὸν ἐν φυλακῇ διὰ Ἡρῳδιάδα τὴν γυναῖκα Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ ὅτι αὐτὴν ἐγάμησεν. | 17 Ο ίδιος ο Ηρώδης έστειλε και συνέλαβε τον Ιωάννην και τον έρριψε δεμένον εις την φυλακήν, εξ αιτίας της συζύγου του αδελφού του, της Ηρωδιάδος, την οποίαν αυτός είχε πάρει παρανόμως ως σύζυγον του. | 17 Καὶ εἶπεν αὐτὰ ὁ Ἡρῴδης, διότι αὐτὸς ὁ ἴδιος ἔστειλε καὶ συνέλαβε τὸν Ἰωάννην καὶ τὸν ἔρριψε δεμένον εἰς τὴν φυλακὴν ἐξ αἰτίας τῆς Ἡρῳδιάδος, ποὺ ἦτο σύζυγος τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλίππου καὶ ὁ Ἡρῴδης τὴν ἐπῆρε σύζυγον. |
18 ἔλεγε γὰρ ὁ Ἰωάννης τῷ Ἡρῴδῃ ὅτι Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου. | 18 Διότι έλεγε ο Ιωάννης στον Ηρώδην ότι “δεν σου επιτρέπεται να έχης την γυναίκα του αδελφού σου”. | 18 Ἔγινε δὲ τοῦτο αἰτία τῆς φυλακίσεως τοῦ Ἰωάννου, διότι ἔλεγεν ὁ Ἰωάννης εἰς τὸν Ἡρῴδην, ὅτι δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται ἀπὸ τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ νὰ ἔχῃς σύζυγον τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου, ὁ ὁποῖος ζῇ ἀκόμη. |
19 ἡ δὲ Ἡρῳδιὰς ἐνεῖχεν αὐτῷ καὶ ἤθελεν αὐτὸν ἀποκτεῖναι, καὶ οὐκ ἠδύνατο· | 19 Η δε Ηρωδιάς έτρεφε μέσα της μίσος και αγανάκτησιν εναντίον του Ιωάννου και ήθελε να τον φονεύση, αλλά δεν ημπορούσε, | 19 Ἡ δὲ Ἡρῳδιὰς ἐκράτει μέσα της μῖσος κατ’ αὐτοῦ καὶ ἤθελε νὰ τὸν φονεύσῃ καὶ δὲν ἠδύνατο. |
20 ὁ γὰρ Ἡρῴδης ἐφοβεῖτο τὸν Ἰωάννην, εἰδὼς αὐτὸν ἄνδρα δίκαιον καὶ ἅγιον, καὶ συνετήρει αὐτόν καὶ ἀκούσας αὐτοῦ πολλὰ ἐποίει καὶ ἡδέως αὐτοῦ ἤκουε. | 20 επειδή ο Ηρώδης εφοβείτο τον Ιωάννην, διότι τον εγνώριζεν ως άνθρωπον δίκαιον και άγιον και τον διετήρει εις την ζωήν και όταν τον ήκουσε, πολλά από εκείνα που είπε ο Ιωάννης τα έκαμνε και κάθε φορά, που τον συναντούσε, τον ήκουε με ευχαρίστησιν. | 20 Δὲν ἠδύνατο δὲ ἡ Ἡρῳδιὰς νὰ φονεύσῃ τὸν Ἰωάννην, διότι ὁ Ἡρῴδης ἐφοβεῖτο αὐτὸν καὶ διὰ τὸν σεβασμόν, ποὺ τοῦ εἶχεν ὁ λαός, ἀλλὰ καὶ διότι τὸν ἐγνώριζεν ὡς ἄνθρωπον δίκαιον καὶ ἅγιον. Καὶ δι’ αὐτὸ τὸν διετήρει εἰς τὴν ζωήν· καὶ ὅταν τὸν ἤκουσε κάποτε εἰς τὴν φυλακήν, πολλὰ ἀπ’ ἐκεῖνα, ποὺ τὸν συνεβούλευσεν ὁ Ἰωάννης, τὰ ἔκαμε, καὶ ὁσάκις συνήντα τὸν Ἰωάννην, τὸν ἤκουε μὲ εὐχαρίστησιν. |
21 καὶ γενομένης ἡμέρας εὐκαίρου, ὅτε Ἡρῴδης τοῖς γενεσίοις αὐτοῦ δεῖπνον ἐποίει τοῖς μεγιστᾶσιν αὐτοῦ καὶ τοῖς χιλιάρχοις καὶ τοῖς πρώτοις τῆς Γαλιλαίας, | 21 Αλλά ήλθε ημέρα ευκαιρίας δια την Ηρωδιάδα· όταν ο Ηρώδης, δια να εορτάση τα γενέθλιά του, παρέθεσε δείπνον στους μεγάλους άρχοντας αυτού, στους χιλιάρχους και στους προύχοντας της Γαλιλαίας. | 21 Καὶ ὅταν ἦλθεν ἡμέρα, ποὺ ἔδιδεν εὐκαιρίαν εἰς τὴν Ἡρῳδιάδα νὰ ἐκτελέσῃ τὸ σχέδιόν της, ὅταν δηλαδὴ ὁ Ἡρῴδης διὰ τὰ γενέθλιά του ἔκανε δεῖπνον εἰς τοὺς μεγάλους ἄρχοντας καὶ εἰς τοὺς ἀνωτέρους ἀξιωματικοὺς τοῦ στρατοῦ καὶ εἰς τοὺς προύχοντας τῆς Γαλιλαίας, |
22 καὶ εἰσελθούσης τῆς θυγατρὸς αὐτῆς τῆς Ἡρῳδιάδος καὶ ὀρχησαμένης καὶ ἀρεσάσης τῷ Ἡρῴδῃ καὶ τοῖς συνανακειμένοις, εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῷ κορασίῳ· Αἴτησόν με ὃ ἐὰν θέλῃς, καὶ δώσω σοι. | 22 Εισήλθεν η θυγάτηρ αυτής της Ηρωδιάδος και εχόρευσε και ήρεσεν στον Ηρώδην και τους άλλους συνδαιτημόνας. Είπε δε ο Βασιλεύς εις την κόρην· “ζήτησέ μου ο,τι θέλεις και εγώ θα σου το δώσω”. | 22 καὶ ἐμβῆκεν αὐτὴ ἡ ἰδία ἡ θυγατέρα τῆς Ἡρῳδιάδος, καὶ ἐχόρευσε χορὸν ἄσεμνον καὶ πολὺ ἐξευτελισμένον, καὶ ἤρεσεν εἰς τὸν Ἡρῴδην καὶ εἰς τοὺς καθισμένους μαζί του εἰς τὸ τραπέζι, εἶπεν ὁ βασιλεὺς εἰς τὸ κοράσιον· Ζήτησέ μου ὀ,τιδήποτε θέλεις, καὶ θὰ σοῦ τὸ δώσω. |
23 καὶ ὤμοσεν αὐτῇ ὅτι Ὅ ἐάν με αἰτήσῃς δώσω σοι ἕως ἡμίσους τῆς βασιλείας μου. | 23 Και της ορκίσθη πως, “θα σου δώσω ο,τι μου ζητήσεις, μέχρι ακόμη και το μισό βασίλειόν μου”. | 23 Καὶ τῆς ὡρκίσθη, ὅτι θὰ σοῦ δώσω ὅ,τι καὶ ἄν μοῦ ζητήσῃς ἕως τὸ μισὸ βασίλειόν μου. |
24 ἡ δὲ ἐξελθοῦσα εἶπε τῇ μητρὶ αὐτῆς· Τί αἰτήσομαι; ἡ δὲ εἶπε· Τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. | 24 Εκείνη δε εξελθούσα έτρεξε προς την μητέρα της και την ηρώτησε· “τι να ζητήσω;” Εκείνη δε είπε· “την κεφαλήν του Ιωάννου του Βαπτιστού”. | 24 Ἐκείνη δὲ ἐβγῆκε καὶ εἶπε εἰς τὴν μητέρα της· Τί νὰ ζητήσω; Αὐτὴ δὲ εἶπε: Ζήτησε τὴν κεφαλὴν τοῦ Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. |
25 καὶ εἰσελθοῦσα εὐθέως μετὰ σπουδῆς πρὸς τὸν βασιλέα ᾐτήσατο λέγουσα· Θέλω ἵνα μοι δῷς ἐξαυτῆς ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. | 25 Και εκείνη εισώρμησε αμέσως βιαστικά στον βασιλέα και εζήτησε λέγουσα· “θέλω να μου δώσης αυτήν την στιγμήν την κεφαλήν του Ιωάννου του Βαπτιστού επάνω εις ένα πιάτο”. | 25 Καὶ ἐμβῆκεν ἐκείνη ἀμέσως βιαστικὰ εἰς τὸν βασιλέα καὶ ἐζήτησε λέγουσα· θέλω νά μου δώσῃς αὐτὴν τὴν ὥραν καὶ χωρὶς χρονοτριβὴν μέσα εἰς πιάτο τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. |
26 καὶ περίλυπος γενόμενος ὁ βασιλεὺς, διὰ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς συνανακειμένους οὐκ ἠθέλησεν αὐτὴν ἀθετῆσαι. | 26 Και ο βασιλεύς ελυπήθη παρά πολύ, αλλά δια τους όρκους, που είχε κάμει, και δια να μη εκτεθή στους συνδαιτημόνας του ως επίορκος, δεν ηθέλησε να αθετήση την υπόσχεσίν του. | 26 Καὶ ὁ βασιλεὺς κατελυπήθη διότι εἶχε βάλει ὅρκους, ἦσαν δὲ παρόντες καὶ αὐτοί, ποὺ ἐκάθηντο μαζί του εἰς τὸ τραπέζι, εἰς τοὺς ὁποίους δὲν ἤθελε νὰ παρουσιασθῇ ψεύτης καὶ ἐπίορκος. Καὶ μολονότι ἐλυπεῖτο πολὺ νὰ θανατώσῃ τὸν Ἰωάννη, δὲν ἠθέλησε νὰ τῆς ἀρνηθῇ καὶ νὰ ἀθετήσῃ τὴν ὑπόσχεσίν του. |
27 καὶ εὐθέως ἀποστείλας ὁ βασιλεὺς σπεκουλάτωρα ἐπέταξεν ἐνεχθῆναι τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. | 27 Και αμέσως έστειλε ο βασιλεύς δήμιον και διέταξε να φέρη την κεφαλήν του Ιωάννου. | 27 Καὶ ἀμέσως ὁ βασιλεὺς ἔστειλεν ἕνα στρατιώτην ἀπὸ τοὺς σωματοφύλακάς του μὲ τὴν διαταγὴν νὰ φέρῃ τὴν κεφαλὴ τοῦ Ἰωάννου. |
28 ὁ δὲ ἀπελθὼν ἀπεκεφάλισεν αὐτὸν ἐν τῇ φυλακῇ, καὶ ἤνεγκε τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπὶ πίνακι καὶ ἔδωκεν αὐτὴν τῷ κορασίῳ, καὶ τὸ κοράσιον ἔδωκεν αὐτὴν τῇ μητρὶ αὐτῆς. | 28 Εκείνος δε επήγε, απεκεφάλισε τον Ιωάννην εις την φυλακήν, έφερε την κεφαλήν του μέσα στο πιάτο και την έδωκεν εις την κόρην και η κόρη την έδωκεν εις την μητέρα της. | 28 Αὐτὸς δὲ ἐπῆγε καὶ τὸν ἀπεκεφάλισε εἰς τὴν φυλακὴν καὶ ἔφερε μέσα εἰς πιάτο τὴν κεφαλὴν τοῦ Ἰωάννου καὶ τὴν ἔδωκε εἰς τὸ κοράσιον καὶ τὸ κοράσιον τὴν ἔδωκεν εἰς τὴν μητέρα της. |
29 καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἦλθον καὶ ἦραν τὸ πτῶμα αὐτοῦ, καὶ ἔθηκαν αὐτὸ ἐν μνημείῳ. | 29 Και όταν ήκουσαν οι μαθηταί του Ιωάννου το θλιβερόν γεγονός, ήλθαν και επήραν το νεκρό σώμα του και το έβαλαν εις μνημείον. | 29 Καὶ ὅταν ἤκουσαν τοῦτο οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἰωάννου, ἦλθον καὶ ἐσήκωσαν τὸ λείψανόν του καὶ τὸ ἔβαλαν μέσα εἰς μνημεῖον. |
30 Καὶ συνάγονται οἱ ἀπόστολοι πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἀπήγγειλαν αὐτῷ πάντα, καὶ ὅσα ἐποιήσαν καὶ ὅσα ἐδίδαξαν. | 30 Οι Απόστολοι, αφού ετελείωσεν η περιοδεία των, συνεκεντρώθησαν κοντά στον Ιησούν και ανέφεραν εις αυτόν όλα, και όσα έκαμαν και όσα εδίδαξαν. | 30 Καὶ συναθροίζονται ἀπὸ τὴν περιοδείαν οἱ Ἀπόστολοι πλησίον τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἀνέφεραν εἰς αὐτὸν ὅλα, δηλαδὴ καὶ ὅσα ἔργα καὶ θαύματα ἔκαμαν καὶ ὅσα ἐδίδαξαν. |
31 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Δεῦτε ὑμεῖς αὐτοὶ κατ’ ἰδίαν εἰς ἔρημον τόπον, καὶ ἀναπαύεσθε ὀλίγον· ἦσαν γὰρ οἱ ἐρχόμενοι καὶ οἱ ὑπάγοντες πολλοί, καὶ οὐδὲ φαγεῖν εὐκαίρουν. | 31 Και είπεν εις αυτούς· εμπρός, πηγαίνετε σεις μόνοι σας ιδιαιτέρως εις ένα ερημικόν τόπον και αναπαυθήτε ολίγον. Και τούτο είπε, διότι ήσαν πολλοί αυτοί που ήρχοντο και έφευγαν,ώστε ο Κυριος με τους μαθητάς του να μη ευκαιρούν ούτε να φάγουν. | 31 Καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· Ἔλθετε ἰδιαιτέρως μόνοι σας σεῖς εἰς ἔρημον καὶ ἥσυχον τόπον καὶ ξεκουρασθῆτε ἐκεῖ ὀλίγον. Τὸ συνέστησε δὲ τοῦτο, διότι ἦσαν πολλοὶ αὐτοί, ποὺ ἤρχοντο καὶ ἔφευγαν καὶ δὲν εὐκαίρουν ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταί του οὔτε νὰ φάγουν. |
32 καὶ ἀπῆλθον εἰς ἔρημον τόπον ἐν πλοίῳ κατ’ ἰδίαν. | 32 Και ανεχώρησαν δια θαλάσσης με το πλοίον εις μίαν ερημικήν περιοχήν ιδιαιτέρως. (Και οι εργάται του Ευαγγελίου έχουν να διακόπτουν επ' ολίγον την εργασίαν των, να αποσύρωνται εις έρημα και ήρεμα μέρη προς ανάπαυσιν, προς περισυλλογήν και ανανέωσιν δυνάμεων). | 32 Καὶ ἔφυγαν μὲ τὸ πλοῖον εἰς ἔρημον τόπον μόνοι αὐτοί, χωρὶς νὰ εἶπουν τίποτε εἰς τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ. |
33 καὶ εἶδον αὐτοὺς ὑπάγοντας, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτοὺς πολλοί, καὶ πεζῇ ἀπὸ πασῶν τῶν πόλεων συνέδραμον ἐκεῖ καὶ προῆλθον αὐτοὺς καὶ συνῆλθον πρὸς αὐτόν. | 33 Αλλά τους είδαν πολλοί να αναχωρούν και επεσήμαναν τον τόπον, που επήγαν, και πεζή από όλας τας πόλεις έτρεξαν μαζή εκεί, τους επρόλαβαν και συγκεντρώθησαν πλησίον του Ιησού. | 33 Καὶ ὅταν ἀνεχώρουν, τοὺς εἶδαν καὶ τοὺς ἀνεγνώρισαν πολλοί. Καὶ ἔτρεξαν μαζὶ ἐκεῖ ἀπὸ ὅλας τὰς τριγύρω πόλεις καὶ ἀφοῦ πεζοὶ διέτρεξαν τὸν γῦρον τῆς λίμνης καὶ διέβησαν τὸν Ἰορδάνην, κατέφθασαν τοὺς μαθητὰς καὶ συνηθροίσθησαν πλησίον τοῦ Ἰησοῦ. |
34 Καὶ ἐξελθὼν ὁ Ἰησοῦς εἶδεν πολὺν ὄχλον καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ’ αὐτοῖς, ὅτι ἦσαν ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα καὶ ἤρξατο διδάσκειν αὐτοὺς πολλά. | 34 Και ο Ιησούς, όταν εβγήκε από το ερημικόν μέρος, είδε πολύν λαόν και τους εσπλαγχνίσθηκε, διότι ήσαν σαν πρόβατα που δεν είχαν ποιμένα και ήρχισε να αναπτύσση εις αυτούς πολλάς διδασκαλίας. | 34 Καὶ ὅταν ἐβγῆκεν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὸ μοναχικὸν μέρος ποὺ ἦτο, εἶδε πολὺν λαὸν καὶ τοὺς συνεπάθησε πολύ, διότι ἦσαν ἐγκαταλελειμμένοι καὶ χωρὶς πνευματικὴν καθοδήγησιν, σὰν πρόβατα ποὺ δὲν ἔχουν ποιμένα. Καὶ ἤρχισε νὰ τοὺς διδάσκῃ διὰ πολλῶν. |
35 Καὶ ἤδη ὥρας πολλῆς γενομένης προσελθόντες αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγουσιν ὅτι Ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἤδη ὥρα πολλή· | 35 Και όταν πλέον είχε προχωρήσει η ώρα, προσήλθον εις αυτόν οι μαθηταί και είπαν, ότι “είναι έρημος ο τόπος και η ώρα έχει πλέον περάσει. | 35 Καὶ ἀφοῦ ἐπέρασε πλέον ὥρα πολλή, τὸν ἐπλησίασαν οἱ μαθηταὶ καὶ τοῦ εἶπαν, ὅτι ὁ τόπος εἶναι ἔρημος καὶ ἡ ὥρα εἶναι πλέον περασμένη. |
36 ἀπόλυσον αὐτούς, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τοὺς κύκλῳ ἀγροὺς καὶ κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς ἄρτους· τί γὰρ φάγωσιν οὐκ ἔχουσιν. | 36 Απόλυσέ τους, για να πάνε εις τα γύρω αγροκτήματα και χωριά και να αγοράσουν ψωμιά, διότι εδώ δεν έχουν τι να φάγουν”. | 36 Διαλυσέ τους, διὰ νὰ ὑπάγουν εἰς τὰς ἀγροτικὰς κατοικίας καὶ τὰ χωρία, ποὺ εἶναι τριγύρω, καὶ νὰ ἀγοράσουν ψωμιὰ διὰ νὰ φάγουν. Διότι δὲν ἔχουν τί νὰ φάγουν. |
37 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· Δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. καὶ λέγουσιν αὐτῷ· Ἀπελθόντες ἀγοράσωμεν δηναρίων διακοσίων ἄρτους καὶ δῶμεν αὐτοῖς φαγεῖν; | 37 Ο δε Ιησούς απεκρίθη εις αυτούς και είπε· δώστε τους σεις να φάγουν”. Και είπαν εις αυτόν· “να πάμε να αγοράσωμε ψωμιά αξίας διακοσίων δηναρίων και να τους δώσωμεν να φάνε;” | 37 Ἐκεῖνος δὲ ἀπεκρίθη καὶ εἶπε· Δώσατέ τους σεῖς νὰ φάγουν. Καὶ αὐτοὶ τοῦ εἶπαν· Νὰ ὑπάγωμεν ἡμεῖς καὶ νὰ ἀγοράσωμεν ψωμιὰ ἀξίας διακοσίων χρυσῶν δραχμῶν καὶ νὰ τοὺς δώσωμεν νὰ φάγουν; Ποὺ νὰ εὕρωμεν τὸ τόσον χρῆμα; |
38 ὁ δὲ λέγει αὐτοῖς· Πόσους ἄρτους ἔχετε; ὑπάγετε καὶ ἴδετε. καὶ γνόντες λέγουσι· Πέντε, καὶ δύο ἰχθύας. | 38 Εκείνος δε τους είπε· “πόσα ψωμιά έχετε;” Πηγαίνετε και ίδετε”. Και αφού είδαν τι είχαν, είπαν· “έχομε πέντε ψωμιά και δύο ψάρια”. | 38 Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε· Πόσα ψωμιὰ ἔχετε; Πηγαίνετε νὰ ἴδετε. Καὶ ἀφοῦ εἶδαν τί εἶχαν, εἶπον· Ἔχομεν πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια. |
39 καὶ ἐπέταξεν αὐτοῖς ἀνακλῖναι πάντας συμπόσια συμπόσια ἐπὶ τῷ χλωρῷ χόρτῳ. | 39 Και παρήγγειλεν εις αυτούς να συστήσουν εις όλους να καθήσουν ομάδες-ομάδες στο χλωρό χορτάρι. | 39 Καὶ τοὺς διέταξε νὰ τοὺς καθίσουν ὅλους ἐπάνω εἰς τὸ χλωρὸν χορτάρι παρέας παρέας. |
40 καὶ ἀνέπεσον πρασιαὶ πρασιαὶ ἀνὰ ἑκατὸν καὶ ἀνὰ πεντήκοντα. | 40 Και εξάπλωσαν ομάδες ομάδες σαν πρασιές, ανά εκατόν και ανά πενήντα. | 40 Καὶ ἑξαπλώθησαν ὁμάδες κανονικαί, αἱ ὁποῖαι ἐπάνω εἰς τὴν πρασινάδα ὠμοίαζαν πρὸς φυτευμένα τετράγωνα κήπων. Καὶ ἦσαν ὁμάδες ἀπὸ ἑκατὸν καὶ ἀπὸ πεντήκοντα ἀνθρώπους ἡ κάθε μία. |
41 καὶ λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κατέκλασε τοὺς ἄρτους καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς ἵνα παραθῶσιν αὐτοῖς, καὶ τοὺς δύο ἰχθύας ἐμέρισε πᾶσι. | 41 Ο δε Κυριος, αφού επήρε τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, ύψωσε τα βλέμματα στον ουρανόν, εδοξολόγησε τον Πατέρα και έκοψε κομμάτια τα ψωμιά και έδιδεν στους μαθητάς, δια να παραθέσουν εις τα πλήθη, και τα δύο ψάρια επίσης εμοίρασεν εις όλους. (Και επείσθησαν οι μαθηταί δια μίαν ακόμη φοράν περί της αγάπης και της δυνάμεως του Κυρίου, αλλά και περί του καθήκοντός των να εισφέρουν και αυτοί ο,τι ημπορούν). | 41 Καὶ ἀφοῦ ἐπῆρε τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τὰ δύο ψάρια, ἐσήκωσε τὰ μάτια του εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εὐχαρίστησε καὶ ἐπεκαλέσθη τὸν Θεὸν καὶ ἐτεμάχισε τὰ ψωμιὰ καὶ ἔδιδεν εἰς τοὺς μαθητάς του νὰ τὰ βάλουν ἐμπρός των, καὶ τὰ δύο ψάρια τὰ ἐμοίρασεν εἰς ὅλους. |
42 καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, | 42 Και έφαγαν όλοι και εχόρτασαν. | 42 Καὶ ἔφαγαν ὅλοι καὶ ἐχόρτασαν. |
43 καὶ ἦραν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις, καὶ ἀπὸ τῶν ἰχθύων. | 43 Και εμάζεψαν από τα κομμάτια που επερίσσευσαν και από τα ψάρια δώδεκα κοφίνια γεμάτα. | 43 Καὶ ἐσήκωσαν κομμάτια, ποὺ ἐπερίσσευσαν, δώδεκα κοφίνια γεμᾶτα, καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια ἐμάζευσαν περισσεύματα. |
44 καὶ ἦσαν οἱ φαγόντες τοὺς ἄρτους πεντακισχίλιοι ἄνδρες. | 44 Αυτοί δε που έφαγαν ήσαν πέντε χιλιάδες άνδρες. | 44 Καὶ αὐτοί, ποὺ ἔφαγαν τοὺς ἄρτους, ἦσαν πέντε χιλιάδες ἄνδρες. |
45 Καὶ εὐθέως ἠνάγκασε τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν εἰς τὸ πέραν πρὸς Βηθσαϊδάν, ἕως αὐτὸς ἀπολύσῃ τὸν ὄχλον· | 45 Και αμέσως ο Ιησούς (δια να προφυλάξη τους μαθητάς από τον άκριτον ενθουσιασμόν του όχλου που ήθελαν να τον κάνουν βασιλέα) τους υποχρέωσε να μπουν στο πλοίον και να περάσουν στο απέναντι μέρος εις την Βηθσαϊδά, όπου και να τον περιμένουν, έως ότου απολύση αυτός τα πλήθη. | 45 Καὶ ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς διὰ νὰ μὴ παρασυρθοῦν οἱ μαθηταὶ ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμὸν τοῦ λαοῦ, ποὺ ἤθελε νὰ τὸν ἀνακηρύξῃ βασιλέα, τοὺς ἠνάγκασε νὰ ἔμβουν εἰς τὸ πλοῖον κα περάσουν προτήτερα ἀπὸ αὐτὸν εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος τῆς λίμνης, εἰς τὴν Βηθσαϊδάν, ἕως ὅτου αὐτὸς διαλύσῃ τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ. |
46 καὶ ἀποταξάμενος αὐτοῖς ἀπῆλθεν εἰς τὸ ὄρος προσεύξασθαι. | 46 Και αφού απεσπάσθη απ' αυτούς ανέβηκε εις όρος να προσευχηθή. | 46 Καὶ ἀφοῦ τοὺς ἀπεχαιρέτισεν, ἀνεχώρησεν εἰς τὸ ὅρος να προσευχηθῇ. |
47 καὶ ὀψίας γενομένης ἦν τὸ πλοῖον ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης, καὶ αὐτὸς μόνος ἐπὶ τῆς γῆς. | 47 Αργά δε όταν επροχώρησε η εσπέρα, το πλοίον ευρίσκετο στο μέσον της θαλάσσης και αυτός ήτο μόνος εις την ξηράν. | 47 Καὶ ὅταν ἐβράδυασε καλά, τὸ πλοῖον ἦτο εἰς τὸ μέσον τῆς λίμνης, καὶ αὐτὸς ἦτο μοναχὸς ἐπὶ τῆς ξηράς. |
48 καὶ ἰδὼν αὐτοὺς βασανιζομένους ἐν τῷ ἐλαύνειν· ἦν γὰρ ὁ ἄνεμος ἐναντίος αὐτοῖς· καὶ περὶ τετάρτην φυλακὴν τῆς νυκτὸς ἔρχεται πρὸς αὐτοὺς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης, καὶ ἤθελε παρελθεῖν αὐτούς. | 48 Και είδε τους μαθητάς ναάταλαιπωρούνται από τα κύματα, καθώς ωδηγούσαν το πλοίον. Διότι ο άνεμος τους ήτο αντίθετος. Και κατά την τετάρτην βάρδιαν της νυκτερινής φρουράς, δηλαδή μεταξύ τρεις και έως τις εξ τα χαράματα, ήλθε προς αυτούς ο Ιησούς περιπατών επάνω εις την θάλασσαν και ήθελε να τους προσπεράση. | 48 Καὶ τοὺς εἶδε νὰ βασανίζωνται μὲ τὰ κύματα καθὼς ἐπροχώρουν. Ἐβασανίζοντο δέ, διότι ὁ ἄνεμος ἦτο ἐναντίος. Κατὰ δὲ τὸ τελευταῖον τρίωρον τῆς νυκτός, ὅτε παρελάμβανε στρατιωτικὴν φρουρὰν τὸ τέταρτον τμῆμα τῶν σκοπῶν, ἔρχεται πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περιπατῶν ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν, σὰν νὰ ἦτο αὐτὴ ξηρά. Καὶ ἤθελε νὰ τοὺς προσπεράσῃ |
49 οἱ δὲ ἰδόντες αὐτὸν περιπατοῦντα ἐπὶ τῆς θαλάσσης ἔδοξαν φάντασμα εἶναι, καὶ ἀνέκραξαν· | 49 Οι μαθηταί, όταν τον είδαν να περιπατή εις την θάλασσαν, ενόμισαν ότι είναι φάντασμα και έβγαλαν κραυγήν τρόμου. | 49 Αὐτοὶ δέ, ὅταν τὸν εἶδαν νὰ περιπατῇ ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν, ἐνόμισαν ὅτι αὐτὸ τὸ πρωτοφανές, ποὺ ἔβλεπαν, εἶναι φάντασμα. Καὶ ἔβγαλαν κραυγὴν τρόμου. |
50 πάντες γὰρ αὐτὸν εἶδον καὶ ἐταράχθησαν· καὶ εὐθέως ἐλάλησε μετ’ αὐτῶν καὶ λέγει αὐτοῖς· Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι, μὴ φοβεῖσθε. | 50 Διότι όλοι τον είδαν και εταράχθησαν. Και αμέσως ωμίλησεν ο Ιησούς προς αυτούς και τους είπε· “θάρρος εγώ είμαι, μη φοβείσθε”. | 50 Ἔβγαλαν δὲ ὅλοι τὴν κραυγὴν αὐτήν, διότι ὅλοι τὸν εἶδαν καὶ ἐταράχθησαν. Καὶ ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς τοὺς ὡμίλησε τοὺς εἶπε· Ἔχετε θάρρος· ἐγὼ εἶμαι· μὴ φοβεῖσθε. |
51 καὶ ἀνέβη εἰς τὸ πλοῖον πρὸς αὐτοὺς, καὶ ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος· καὶ λίαν ἐκ περισσοῦ ἐν ἑαυτοῖς ἐξίσταντο καὶ ἐθαύμαζον. | 51 Και ανέβη ο Ιησούς στο πλοίον και εσταμάτησεν ο άνεμος. Και κατελήφθησαν εις μεγάλον βαθμόν από παρά πολύν φόβον και θαυμασμόν. | 51 Καὶ ἀνέβη πλησίον τους εἰς τὸ πλοῖον καὶ ἡσύχασεν ὁ ἄνεμος. Καὶ ἐκυριεύθη τὸ ἐσωτερικόν τους ἀπὸ ὑπερβολικήν ἔκστασιν, ὥστε δὲν ἠδύναντο νὰ ἐκφράσουν ὅ,τι ᾐσθάνοντο. ἐθαύμαζον, μολονότι πρὸ ὀλίγου εἶχε κάμει ὁ Ἰησοῦς καὶ τὸ ἄλλο καταπληκτικὸν θαῦμα. |
52 οὐ γὰρ συνῆκαν ἐπὶ τοῖς ἄρτοις, ἀλλ’ ἦν αὐτῶν ἡ καρδία πεπωρωμένη. | 52 Και εθαύμασαν τόσον πολύ, διότι δεν είχαν εννοήσει το άλλο μεγάλο θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων, αλλά ήτο η καρδία των και η διάνοιά των βραδυκίνητος και κλειστή. | 52 Θαυμάζουν ὅμως τώρα πάρα πολύ, διότι δὲν ἐκατάλαβαν, τί εἶχε γίνει μὲ τὰ ψωμιὰ καὶ δὲν εἶχαν ἐκτιμήσει κατὰ βάθος τὸ θαῦμα ἐκεῖνο. Ἔπρεπε βέβαια νὰ τὸ εἶχαν καταλάβει. Ἀλλ’ ἡ διάνοιά των ἦταν παχυλὴ καὶ βραδυκίνητος, ἐπειδὴ δὲν εἶχαν λάβει ἀκόμη τὸν φωτισμὸν τοῦ Πνεύματος. |
53 Καὶ διαπεράσαντες ἀπῆλθον ἐπὶ τὴν γῆν Γεννησαρὲτ καὶ προσωρμίσθησαν. | 53 Και αφού διέσχισαν την λίμνην, ήλθαν εις την περιοχήν της Γεννησαρέτ και αγκυροβόλησαν εκεί. | 53 Καὶ ἀφοῦ ἐπέρασαν διὰ μέσου τῆς λίμνης, ἦλθον εἰς τὴν χώραν Γεννησαρὲτ καὶ ἀγκυροβόλησαν ἐκεῖ. |
54 καὶ ἐξελθόντων αὐτῶν ἐκ τοῦ πλοίου εὐθέως ἐπιγνόντες αὐτὸν | 54 Οταν δε εβγήκαν από το πλοίον, αμέσως τα πλήθη τον αντελήφθησαν. | 54 Καὶ ὅταν αὐτοὶ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸ πλοῖον, ἀμέσως οἱ κάτοικοι τῆς χώρας ἐκείνης τὸν ἀνεγνώρισαν, |
55 περιέδραμον ὅλην τὴν περίχωρον ἐκείνην καὶ ἤρξαντο ἐπὶ τοῖς κραβάττοις τοὺς κακῶς ἔχοντας περιφέρειν ὅπου ἤκουον ὅτι ἐκεῖ ἐστι· | 55 Και περιέτρεξαν όλην την γύρω περιοχήν εκείνην διαδιδόντες την είδησιν και ήρχισαν να περιφέρουν επάνω εις τα κρεββάτια τους αρώστους των από ένα μέρος στο άλλο, όπου ήκουον ότι ήτο ο Ιησούς. | 55 καὶ ἔτρεξαν γύρω εἰς ὅλην ἐκείνην τὴν περιφέρειαν διαδιδόντες τὴν εἴδησιν, ὅτι ἦλθε, καὶ ἄρχισαν νὰ περιφέρουν ἐπάνω εἰς τὰ κρεββάτια τοὺς ἀρρώστους ἀπὸ τὸ ἐν μέρος εἰς τὸ ἄλλο, ὅπου ἤκουαν ὅτι ἦτο ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς. |
56 καὶ ὅπου ἂν εἰσεπορεύετο εἰς κώμας ἢ πόλεις ἢ ἀγροὺς, ἐν ταῖς ἀγοραῖς ἐτίθεσαν τοὺς ἀσθενοῦντας καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα κἂν τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ ἅψωνται· καὶ ὅσοι ἂν ἥπτοντο αὐτοῦ, ἐσῴζοντο. | 56 Και όπου αν εισήρχετο εις χωριά η πόλεις η εις εξοχικάς περιοχάς έθεταν τους ασθενείς εις τας αγοράς (εις κεντρικούς δηλαδή τόπους όπου υπήρχε μαγάλη πιθανότης να περάση ο Χριστός” και παρακαλούσαν αυτόν να επιτρέψη στους αρρώστους να εγγίσουν την άκρη από το ένδυμά του. Και όσοι τον ήγγιζαν εθεραπεύοντο. (Η με πίστιν προσέγγισις προς τον Κυριον γίνεται αιτία πολλών δωρεών, υλικών και πνευματικών). | 56 Καὶ ὁπουδήποτε καὶ ἂν ἔμβαιναν εἰς χωρία ἢ εἰς πόλεις ἢ εἰς ἐξοχικοὺς συνοικισμούς, ἐτοποθέτουν εἰς τὰς ἀγορὰς τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τὸν παρεκάλουν νὰ ἐγγίσουν ἔστω καὶ τὴν ἄκραν τοῦ ἐξωτερικοῦ του ἐνδύματος. Καὶ ὅσοι τὴν ἤγγιζον, ἐσώζοντο ἀπὸ τὴν ἀσθένειάν των. |