Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:39
Δύση: 17:10
Σελ. 22 ημ.
357-9
16ος χρόνος, 6154η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 (Θ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες ὧδε τῶν ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει. 1 Και έλεγεν εις αυτούς· “Σας διαβεβαιώνω, ότι υπάρχουν μερικοί από αυτούς που ευρίσκονται εδώ, οι οποίοι δεν θα γευθούν τον θάνατον, προτού ιδούν την βασιλείαν του Θεού, δηλαδή την Εκκλησίαν, να εγκαθίσταται και να θεμελιώνεται εις την γην με δύναμιν κατά την ημέραν της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος”. 1 Καὶ ἔλεγεν εἰς αὐτούς· Σᾶς λέγω ἀληθινά, ὅτι ὑπάρχουν μερικοὶ ἀπὸ αὐτούς, ποὺ στέκονται ἔδω, οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ δοκιμάσουν θάνατον, προτοῦ νὰ ἴδουν, μετὰ τὴν κάθοδον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νὰ καταλύεται, μὲ τὴν καταστροφὴν τῶν Ἱεροσολύμων καὶ τοῦ ναοῦ των καὶ μὲ τὸν διασκορπισμὸν τοῦ Ἰσραήλ, ἡ Παλαιὰ θεία τάξις καὶ διαθήκη διὰ νὰ θεμελιωθῇ μὲ δύναμιν ἀκαταγώνιστον καὶ ὑπερφυσικὴν ἡ Νέα θεία τάξις ἐν τῷ κόσμῳ, τὴν ὁποίαν θὰ ἐκπροσωπῇ ἡ Ἐκκλησία ὡς ἄλλη βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς.
2 Καὶ μεθ’ ἡμέρας ἓξ παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην καὶ ἀναφέρει αὐτοὺς εἰς ὄρος ὑψηλὸν κατ’ ἰδίαν μόνους· καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, 2 Και ύστερα από εξ ημέρας επήρε μαζή του ο Ιησούς τον Πετρον και τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην και τους ανέβασεν εις ένα υψηλόν όρος αυτούς μόνον ιδιαιτέρως. Και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών. 2 Καὶ ὕστερα ἀπὸ ἕξ ἡμέρας παίρνει μαζί του ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην καὶ τοὺς ἀνεβάζει εἰς ὅρος ὑψηλὸν ἰδιαιτέρως αὐτοὺς μόνους· καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθέν τους.
3 καὶ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο στίλβοντα, λευκὰ λίαν ὡς χιών, οἷα γναφεὺς ἐπὶ τῆς γῆς οὐ δύναται οὕτω λευκᾶναι. 3 Και τα ενδύματα αυτού έγιναν απαστράπτοντα και ακτινοβόλα, λευκά παρά πολύ ώσαν το χιόνι, τέτοια που κανένας βαφεύς εις την γην δεν ημπορεί ποτέ να λευκάνη έτσι. 3 Καὶ τὰ ἐνδύματά του ἔγιναν ἀστραπτερά, λευκὰ πολὺ σὰν τὸ χιόνι, τέτοια, ποὺ τεχνίτης ἔμπειρος εἰς τὶς βαφὲς τῶν ὑφασμάτων ἐδῶ εἰς τὴν γῆν δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὰ λευκάνῃ ἔτσι.
4 καὶ ὤφθη αὐτοῖς Ἠλίας σὺν Μωϋσεῖ, καὶ ἦσαν συλλαλοῦντες τῷ Ἰησοῦ. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Πέτρος λέγει τῷ Ἰησοῦ· 4 Και παρουσιάσθη εις αυτούς ο Ηλίας (ως εκπρόσωπος των προφητών) μαζή με τον Μωϋσέα (εκπρόσωπον του Νομου) και συνωμιλούσαν με τον Ιησούν. Επήρε τότε ο Πετρος τον λόγον και είπεν στον Ιησούν. 4 Καὶ ἐνεφανίσθησαν εἰς αὐτοὺς οἱ δύο μεγάλοι ἀντιπρόσωποι τοῦ Νόμου καὶ τῶν Προφητῶν, ὁ Ἠλίας μαζὶ μὲ τὸν Μωϋσῆν. Καὶ συνωμίλουν ἐπ’ ἀρκετὸν μὲ τὸν Ἰησοῦν. Καὶ ἀφοῦ ἔλαβε τὸν λόγον ὁ Πέτρος, εἶπεν εἰς τὸν Ἰησοῦν·
5 Ραββί, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι· καὶ ποιήσωμεν σκηνάς τρεῖς, σοὶ μίαν καὶ Μωϋσεῖ μίαν καὶ Ἠλίᾳ μίαν. 5 “Διδάσκαλε, καλόν είναι να μένωμεν εδώ. Και να κατασκευάσωμεν τρεις σκηνάς, μίαν δια σε, μίαν δια τον Μωϋσέα και μίαν δια τον Ηλίαν”. 5 Διδάσκαλε, καλὸν εἶναι νὰ μένωμεν ἐδῶ. Καὶ ἂς κάμωμεν λοιπὸν τρεῖς σκηνάς, μίαν διὰ σὲ καὶ διὰ τὸν Μωϋσὴν μίαν καὶ διὰ τὸν Ἠλίαν ἄλλην μίαν.
6 οὐ γὰρ ᾔδει τί λαλήσῃ· ἦσαν γὰρ ἔκφοβοι. 6 Και έλεγεν αυτά, διότι δεν ήξευρε τι να είπη, επειδή αυτός και οι δύο άλλοι μαθηταί είχαν καταληφθή από φόβον, ο οποίος είχε θολώσει και συγχύσει τον νουν τους. 6 Καὶ εἶπεν αὐτὰ ὁ Πέτρος, χωρὶς νὰ σκεφθῇ, ὅτι οὔτε ἦτο δυνατὸν οἱ δύο οὐράνιοι ἐπισκέπται νὰ παραμείνουν μονίμως εἰς τὴν γῆν, ποὺ δὲν ἔγινεν ἀκόμη καινούργια, οὔτε ἐχρειάζοντο σκηναὶ δι’ αὐτούς, ποὺ κατοικίαν εἶχαν τὸν οὐρανόν. Ἀλλ’ ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτά, διότι δὲν ἤξευρε τί νὰ εἴπῃ, ἐπειδὴ ἔπαθε σύγχυσιν λόγῳ τοῦ ὅτι αὐτὸς καὶ οἱ δύο συμμαθηταί του εἶχαν καταληφθῇ ἀπὸ φόβον, ποὺ παρέλυε τὴν σκέψιν τους.
7 καὶ ἐγένετο νεφέλη ἐπισκιάζουσα αὐτοῖς, καὶ ἦλθε φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός· αὐτοῦ ἀκούετε. 7 Και αίφνης ήλθε νέφος που εσκέπασε αυτούς. Και από το νέφος αυτό ηκούσθη φωνή, που έλεγεν· “αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός. Εις αυτόν να υπακούετε”. 7 Καὶ ἦλθε σύννεφον, ποὺ τοὺς ἐσκέπασε. Καὶ ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ σύννεφον φωνὴ ἡ ὁποία ἔλεγε· Αὐτὸς εἶναι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, εἰς αὐτὸν νὰ ὑπακούετε.
8 καὶ ἐξάπινα περιβλεψάμενοι οὐκέτι οὐδένα εἶδον, ἀλλὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον μεθ’ ἑαυτῶν. 8 Και έξαφνα εκύτταξαν γύρω τους οι μαθηταί και δεν είδαν κανένα, παρά μόνον τον Ιησούν μαζή των. 8 Καὶ ἔξαφνα ὅταν οἱ μαθηταὶ ἐκύτταξαν γύρω τους, δὲν εἶδαν πλέον κανένα, ἀλλὰ τὸν Ἰησοῦν μαζί τους μόνον, χωρὶς τοὺς ἄλλους δύο προφήτας.
9 καταβαινόντων δὲ αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ὄρους διεστείλατο αὐτοῖς ἵνα μηδενὶ διηγήσωνται ἃ εἶδον, εἰ μὴ ὅταν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ. 9 Καθώς δε κατέβαιναν από το όρος, έδωσεν αυτούς, κατά τρόπον έντονον, εντολήν, να μη διηγηθούν εις κανένα αυτά που είδαν, παρά μόνον όταν ο υιός του ανθρώπου αναστηθή εκ νεκρών. 9 Ὅταν δὲ αὐτοὶ κατέβαινον ἀπὸ τὸ ὅρος, τοὺς παρήγγειλεν ὁ Ἰησοῦς νὰ μὴ διηγηθοῦν εἰς κανένα αὐτὰ ποὺ εἶδαν, παρὰ μόνον τότε νὰ τὰ εἶπουν, ὅταν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας, ἀναστηθῃ ἐκ νεκρῶν, ὁπότε δὲν θὰ ὑπάρχῃ κίνδυνος ἀκαίρων ἐνθουσιασμῶν τοῦ πλήθους, ἀλλὰ καὶ περισσότερον κατανοητὸν καὶ πιστευτὸν τὸ γεγονὸς αὐτὸ θὰ καταστῇ.
10 καὶ τὸν λόγον ἐκράτησαν, πρὸς ἑαυτοὺς συζητοῦντες τί ἐστι τὸ ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι. 10 Και οι μαθηταί εκράτησαν το γεγονός της μεταμορφώσεως μυστικόν· μεταξύ των όμως συζητούσαν, τι σημαίνει ότι θα αναστηθή εκ νεκρών. 10 Καὶ ἐκράτησαν τὸν περὶ Μεταμορφώσεως λόγον μυστικόν, συνεζήτουν δὲ μεταξύ τους, τὶ σημασίαν ἔχει τὸ νὰ ἀναστῇ ἐκ νεκρῶν ὁ Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος ὡς Μεσσίας δὲν ἦτο κατώτερος προσώπων, ποὺ δὲν εἶδαν θάνατον ὡς ὁ Ἐνὼχ καὶ ὁ Ἠλίας καὶ συνεπῶς οὔτε αὐτὸς θὰ ἔπρεπε νὰ ἀποθάνῃ.
11 καὶ ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες, ὅτι λέγουσιν οἱ γραμματεῖς ὅτι Ἠλίαν δεῖ ἐλθεῖν πρῶτον. 11 Ερωτούσαν όμως αυτόν και έλεγαν· “διατί οι γραμματείς λέγουν, ότι πρέπει να έλθη πρώτον ο Ηλίας;” 11 Καὶ τὸν ἠρώτων καὶ ἔλεγον· ὁ Ἠλίας ἦλθεν εἰς τὸ ὅρος καὶ ἀφοῦ σὲ ἐχαιρέτισεν, ἔφυγε πάλιν. Διατὶ λοιπὸν λέγουν οἱ γραμματεῖς, ὅτι πρὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσίου πρέπει νὰ ἔλθῃ πρῶτον ὁ Ἠλίας;
12 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· Ἠλίας μὲν ἐλθὼν πρῶτον ἀποκαθιστᾷ πάντα· καὶ πῶς γέγραπται ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἵνα πολλὰ πάθῃ καὶ ἐξουδενωθῇ; 12 Εκείνος δε τους απήντησε· “Μαλιστα, ο Ηλίας θα έλθη προ της ελεύσεως του Μεσσίου, να αποκαταστήση και τακτοποιήση τα πάντα δια την υποδοχήν του. Αλλά διατί δεν λέγουν οι γραμματείς και το πως έχει γραφή και προφητευθή δια τον Υιόν του ανθρώπου, ότι θα πάθη πολλά και θα εξουθενωθή από τους εχθρούς του; 12 Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη καὶ τοὺς εἶπε· Σύμφωνα μὲ τὰς προφητείας ὁ Ἠλίας, ἀφοῦ ἔλθῃ πρὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσίου, θὰ ἀποκαταστήσῃ ὅλας τὰς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων, καὶ θὰ συμφιλιώσῃ αὐτοὺς καὶ μεταξύ τους καὶ μὲ τὸν Θεόν. Καὶ τοῦ Ἠλία μὲν αὐτὴ εἶναι ἡ ἀποστολή. Διὰ δὲ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου πῶς ἔχει γραφῆ καὶ προφητευθῇ εἰς τὰς Ἁγίας Γραφάς; Ἔχει προφητευθῇ, ὅτι θὰ πάθῃ πολλὰ καὶ θὰ ἐξευτελισθῇ.
13 ἀλλὰ λέγω ὑμῖν ὅτι καὶ Ἠλίας ἐλήλυθε, καὶ ἐποίησαν αὐτῷ ὅσα ἠθέλησαν, καθὼς γέγραπται ἐπ’ αὐτόν. 13 Αλλά εγώ σας λέγω τούτο· ότι ο Ηλίας ήλθε, εναντίον του οποίου, έκαμαν όσα ηθέλησαν, όπως άλλωστε και δι' αυτόν είχε προφητευθή”. (Και αυτά έλεγε δια τον Ιωάννην τον Βαπτιστήν, ο οποίος είχεν έλθει εν πνεύματι και δυνάμει Ηλιού, δια να προπαρασκευάση τον λαόν). 13 Ἀλλὰ σᾶς λέγω, ὅτι ὄχι μόνον ὁ Μεσσίας, ἀλλὰ καὶ ὁ Ἠλίας ἔχει ἔλθει. Ἦλθεν ὁ κατὰ πάντα ὅμοιος πρὸς τὸν Ἠλίαν προφήτης Ἰωάννης ὁ πρόδρομος καὶ βαπτιστής. Καὶ τοῦ ἔκαμαν οἱ Ἰουδαῖοι ὅσα ἠθέλησαν, σύμφωνα δὲ μὲ ὅσα ἔχουν γραφῆ δι’ αὐτόν. Ἔτσι καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας, μέλλει νὰ πάθῃ ἀπὸ αὐτούς.
14 Καὶ ἐλθὼν πρὸς τοὺς μαθητὰς εἶδεν ὄχλον πολὺν περὶ αὐτοὺς, καὶ γραμματεῖς συζητοῦντας αὐτοῖς. 14 Και καθώς κατέβηκε προς τους άλλους εννέα μαθητάς, είδεν λαόν πολύν γύρω από αυτούς και τους γραμματείς να συζητούν εντόνως με αυτούς. 14 Καὶ ὅταν ἦλθε πλησίον τῶν μαθητῶν, εἶδε γύρω ἀπὸ αὐτοὺς πολὺν λαὸν καὶ γραμματεῖς νὰ συζητοῦν μαζί τους.
15 καὶ εὐθέως πᾶς ὁ ὄχλος ἰδόντες αὐτὸν ἐξεθαμβήθησαν, καὶ προστρέχοντες ἠσπάζοντο αὐτόν. 15 Και αμέσως όλος ο λαός, όταν τον είδε, κατελήφθη από μεγάλο θαυμασμόν και τρέχοντες προς αυτόν τον εχαιρετούσαν. 15 Καὶ ἀμέσως ὅλος ὁ λαὸς ὅταν τὸν εἶδεν, ἐθαμβώθη ἀπὸ τὴν χαράν του καὶ τρέχοντες πρὸς αὐτὸν τὸν ἐχαιρέτων.
16 καὶ ἐπηρώτησε τοὺς γραμματεῖς· Τί συζητεῖτε πρὸς ἑαυτούς; 16 Και ηρώτησε τους γραμματείς· “τι συζητείτε μεταξύ σας;” 16 Καὶ ἠρώτησε τοὺς γραμματεῖς· τὶ συζητεῖτε μεταξύ σας;
17 καὶ ἀποκριθεὶς εἷς ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπε· Διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρὸς σέ, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. 17 Και λαβών τον λόγον ένας από το πλήθος είπε· “Διδάσκαλε, έφερα προς σε το παιδί μου, που έχει καταληφθή από πονηρόν πνεύμα, το οποίον του έχει αφαιρέσει την λαλιάν. 17 Καὶ ἀπεκρίθη ἕνας ἀπὸ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ εἶπε· Διδάσκαλε, σοῦ ἔφερα τὸν υἱόν μου, ποὺ ἔχει καταληφθῇ ἀπὸ πνεῦμα πονηρόν, τὸ ὁποῖον τοῦ ἐπῆρε καὶ τὴν λαλιάν.
18 καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ῥήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. 18 Και εις όποιον τόπον το καταλάβει, το συγκλονίζει και το ρίπτει κάτω και το κάνει να αφρίζη, να τρίζη τα δόντια του και να μένη ξηρόν και αναίσθητον. Και είπα στους μαθητάς σου να διώξουν αυτό το πονηρόν πνεύμα, και δεν ημπόρεσαν”. 18 Καὶ εἰς ὅποιο μέρος τὸν πιάσῃ, τὸν ρίπτει κάτω καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τὰ δόντια του καὶ γίνεται ξηρὸς καὶ ἀναίσθητος. Καὶ εἶπα εἰς τοὺς μαθητάς σου νὰ τὸ βγάλουν καὶ δὲν ἠμπόρεσαν.
19 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· Ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. 19 Ο δε Ιησούς απεκρίθη εις αυτόν και είπε· “ω γενεά, που μένεις ακόμη άπιστος, παρ' όλα τα θαύματα που έχεις ιδή· έως πότε θα είμαι μαζή σας; Εως πότε θα σας ανέχωμαι; Φερτε αυτόν σε μένα”. Και έφεραν πράγματι το δαιμονιζόμενο παιδί. 19 Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν καὶ εἶπεν· Ὦ γενεά, ποὺ τόσα θαύματα εἶδες καὶ εἶσαι ἀκόμη ἄπιστος, ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζί σας; Ἕως πότε θὰ σᾶς ἀνέχομαι; Φέρτε τόν μου ἐδῶ. Καὶ τὸν ἔφεραν εἰς αὐτόν.
20 καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων. 20 Και το πνεύμα το πονηρόν, μόλις είδε τον Ιησούν, αμέσως συνεκλόνισε με σπασμούς τον νέον, ο οποίος αφού έπεσε εις την γην, εκυλίετο και έβγαζε αφρούς. 20 Καὶ ὅταν τὸ πονηρὸν πνεῦμα εἶδε τὸν Ἰησοῦν, ἀμέσως ἐτάραξε μὲ σπασμοὺς τὸν νέον, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἔπεσεν ἐπὶ τῆς γῆς, ἐκυλίετο καὶ ἔβγαζεν ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα.
21 καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· Πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· Παιδιόθεν. 21 Και ηρώτησε ο Κυριος τον πατέρα του νέου· “πόσος καιρός είναι από τότε που συνέβη αυτό;” Και εκείνος είπε· “από την παιδικήν του ηλικίαν. 21 Καὶ ἠρώτησεν ὁ Κύριος τὸν πατέρα του· Πόσος καιρὸς εἶναι ἀφ’ ὅτου τοῦ συνέβη τοῦτο; Ἐκεῖνος δὲ εἶπεν· Ἀπὸ μικρὸ παιδί.
22 καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ’ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ’ ἡμᾶς. 22 Και πολλές φορές τον έρριξεν εις την φωτιά και εις τα νερά, δια να τον εξοντώση. Αλλ' εάν ημπορής να κάμης τίποτε, σπλαγχνίσου μας και βοήθησέ μας”. 22 Καὶ πολλὲς φορὲς τὸν ἔρρινε καὶ εἰς φωτιὰ καὶ εἰς νερά, διὰ νὰ τὸν θανατώσῃ. Ἀλλ’ ἐὰν μπορῇς νὰ κάμῃς τίποτε, λυπήσου μας καὶ βοήθησέ μας.
23 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι. 23 Ο δε Ιησούς του είπε τούτο· “εάν συ ημπορής να πιστεύσης, τότε όλα είναι κατορθωτά στον πιστεύοντα”. 23 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε τοῦτο· Ἐὰν ἠμπορῇς σὺ νὰ πιστεύσῃς, ὅλα εἶναι δυνατὰ εἰς ἐκεῖνον ποὺ πιστεύει.
24 καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· Πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. 24 Και αμέσως πατήρ του παιδίου με δάκρυα εις τα μάτια έκραξε και είπε· “πιστεύω, Κυριε, βοήθησέ με να ελευθερωθώ από την ολιγοπιστίαν και να αποκτήσω ζωντανήν πίστιν”. 24 Καὶ ἀμέσως ἐφώναξεν ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μὲ δάκρυα καὶ εἶπε· Πιστεύω, Κύριε, ὅτι ἔχεις τὴν δύναμιν νὰ μὲ βοηθήσῃς. Βοήθησέ με νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὴν ὀλιγοπιστίαν μου καὶ ἀναπλήρωσε σὺ τὴν ἔλλειψιν τῆς πίστεώς μου.
25 ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· Τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφὸν, ἐγὼ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. 25 Επειδή δε ο Ιησούς είδε ότι λαός έτρεχε από τα διάφορα μέρη και εμαζεύετο εκεί, επέπληξε το ακάθαρτον πνεύμα και του είπε· “το πνεύμα το άλαλον και το κωφόν, εγώ σε διατάσσω, έβγα από αυτόν και ποτέ πλέον να μη ξαναεισέλθης εις αυτόν”. 25 Ὅταν δὲ εἶδεν ὁ Ἰησοῦς, ὅτι ἔτρεχεν ἐκεῖ καὶ ἐμαζεύετο πολὺς λαός, ἐπέπληξε τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον καὶ εἶπεν εἰς αὐτό· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κουφόν, ἐγὼ σὲ διατάσσω, ἔβγα ἀπὸ αὐτὸν καὶ μὴν ἔμβῃς πλέον εἰς αὐτόν.
26 καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτόν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. 26 Και το πνεύμα το πονηρόν αφού έκραξε και συνεκλόνισε παρά πολύ τον νέον, εβγήκε. Και έμεινε ο νέος σαν πεθαμένος, ώστε πολλοί να λέγουν ότι απέθανε. 26 Καὶ ἀφοῦ ἐφώναξε τὸ πονηρὸν πνεῦμα καὶ τὸν ἐσπάραξε πολύ, ἐβγῆκε. Καὶ ἔγινεν ὁ νέος σὰν νεκρός, ὥστε ἔλεγαν πολλοί, ὅτι ἀπέθανε.
27 ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη. 27 Ο δε Ιησούς τον επιασε από το χέρι, τον εσήκωσε και εκείνος εστάθη όρθιος. 27 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἀφοῦ τὸν ἔπιασεν ἀπὸ τὸ χέρι, τὸν ἐσήκωσε καὶ ἐκεῖνος ἐστάθη ὄρθιος.
28 Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτόν κατ’ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό. 28 Οταν δε εισήλθεν ο Κυριος εις ένα σπίτι, οι μαθηταί του τον ερωτούσαν ιδιαιτέρως· “διατί ημείς δεν ημπορέσαμεν να διώξωμε το ακάθαρτον πνεύμα;” 28 Καὶ ὅταν ὁ Κύριος ἐμβῆκεν εἰς κάποιο σπίτι, τὸν ἠρώτων ἰδιαιτέρως οἱ μαθηταί του· Διατὶ ἡμεῖς δὲν ἠμπορέσαμεν νὰ βγάλωμεν τὸ πονηρὸν πνεῦμα;
29 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. 29 Και εκείνος τους είπεν· “αυτό το γένος των δαιμονίων με τίποτε άλλο δεν διώχνεται, παρά μόνον με προσευχήν και νηστείαν”. 29 Καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· Αὐτὸ τὸ εἶδος τοῦ δαιμονίου δὲν βγαίνει μὲ τίποτε ἄλλο παρὰ μὲ προσευχὴν συνοδευομένην καὶ μὲ νηστείαν, ὥστε ἡ προσευχὴ νὰ γίνεται μὲ διάνοιαν ὅσον τὸ δυνατὸν ἐλαφροτέραν καὶ περισσότερον προσηλωμένην εἰς τὸν Θεόν.
30 Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ· 30 Και αφού ανεχώρησαν από εκεί, επροχωρούσαν από απόμερους δρόμους δια μέσου της Γαλιλαίας και δεν ήθελε να μάθη κανείς δια την διάβασίν του αυτήν. 30 Καὶ ἀφοῦ ἐβγῆκαν ἀπ’ ἐκεῖ, ἐπήγαιναν ἀθόρυβα διὰ τῆς Γαλιλαίας ἀκολουθοῦντες τὴν δυτικὴν ὄχθην τοῦ Ἰορδάνου. Καὶ δὲν ἤθελε νὰ τοὺς μάθῃ κανείς, ὅτι διέβαιναν.
31 ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι Ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. 31 Και τούτο, διότι εδίδασκε τους μαθητάς του ιδιαιτέρως και τους επληροφορούσε, ότι ο υιός του ανθρώπου παραδίδεται εις χέρια μοχθηρών ανθρώπων, οι οποίοι και θα τον θανατώσουν, και αφού θανατωθή, την τρίτην ημέραν θα αναστηθή. 31 Τοῦτο δὲ διότι ἤθελε νὰ εἶναι μόνος του μετὰ τῶν μαθητῶν του, τοὺς ὁποίους συστηματικῶς πλέον ἐδίδασκε καὶ ἔλεγεν εἰς αὐτούς, ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας, παραδίδεται μετ’ ὀλίγον εἰς τὰ χέρια ἀνθρώπων, καὶ θὰ τὸν θανατώσουν, καὶ ἀφοῦ θανατωθῇ, τὴν τρίτην ἡμέραν ἀπὸ τοῦ θανάτου του θὰ ἀναστηθῇ.
32 οἱ δὲ ἠγνόουν τὸ ῥῆμα, καὶ ἐφοβοῦντο αὐτὸν ἐπερωτῆσαι. 32 Εκείνοι όμως δεν ημπορούσαν να εννοήσουν τα λόγια αυτά. Δια λόγους δε σεβασμού, αλλά και ένεκα φόβου (μήπως ακούσουν κάτι περισσότερον λυπηρόν, η και ελεγχθούν δια την άγνοιάν των από τον διδάσκαλον) δεν ετολμούσαν να τον ερωτήσουν. 32 Αὐτοὶ ὅμως δὲν ἐκαταλάβαιναν τὸν λόγον αὐτὸν περὶ ἀναστάσεως καὶ ἀπέφευγαν νὰ τοῦ ζητήσουν ἐξηγήσεις, ἐπειδὴ ἐφοβοῦντο, μήπως ἀκούσουν τίποτε ἄλλο περισσότερον δυσάρεστον, ἢ καὶ ἐπιτιμήσεις ἀπὸ τὸν Διδάσκαλον, διότι δὲν εἶχαν ἀκόμη καταλάβει αὐτό, διὰ τὸ ὁποῖον ἐπανειλημμένως τοὺς εἶχεν ὁμιλήσει.
33 Καὶ ἦλθεν εἰς Καπερναούμ· καὶ ἐν τῇ οἰκίᾳ γενόμενος ἐπηρώτα αὐτούς· Τί ἐν τῇ ὁδῷ πρὸς ἑαυτοὺς διελογίζεσθε; 33 Και ήλθε εις την Καπερναούμ. Οταν δε έφτασε στο σπίτι, τους ερωτούσε· “τι εσκέπτεσθε και τι εσυζητούσατε μεταξύ σας στον δρόμον;” 33 Καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Καπερναούμ· καὶ ὅταν ἔφθασεν εἰς σπίτι τοὺς ἠρώτα· Ποίαν συζήτησιν καὶ συνομιλίαν εἶχατε μεταξύ σας εἰς τὸν δρόμον;
34 οἱ δὲ ἐσιώπων· πρὸς ἀλλήλους γὰρ διελέχθησαν ἐν τῇ ὁδῷ τίς μείζων. 34 Εκείνοι δε εντροπιασμένοι εσιωπούσαν, διότι είχαν συζητήσει στον δρόμον μεταξύ των, ποίος από αυτούς θα είναι μεγαλύτερος πλησίον του Χριστού. 34 Αὐτοὶ δὲ ἐσιώπων· διότι συνεζήτησαν μεταξύ τους εἰς τὸν δρόμον, ποῖος θὰ ἦτο πλησίον τοῦ Χριστοῦ ὁ μεγαλύτερος καὶ περισσότερον διακεκριμένος, καὶ τώρα ἐντρέποντο νὰ εἴπουν τοῦτο εἰς τὸν Διδάσκαλον.
35 καὶ καθίσας ἐφώνησε τοὺς δώδεκα καὶ λέγει αὐτοῖς· Εἴ τις θέλει πρῶτος εἶναι, ἔσται πάντων ἔσχατος καὶ πάντων διάκονος. 35 Και αφού εκάθισε, εκάλεσε τους δώδεκα και τους είπε· “όποιος θέλει να είναι πρώτος, θα γίνη τελευταίος από όλους και υπηρέτης εις όλους”. 35 Καὶ ἀφοῦ ἐκάθισεν, ἐφώναξε τοὺς δώδεκα καὶ τοὺς εἶπεν· Ἐὰν κανεὶς θέλῃ νὰ εἶναι πρῶτος κατὰ τὴν τιμήν, ὀφείλει διὰ τῆς ταπεινώσεώς του ἀπέναντι τῶν ἄλλων νὰ γίνῃ τελευταῖος ἀπὸ ὅλους καὶ ὑπηρέτης ὅλων διὰ τῆς ἀσκήσεως τῆς ἀγάπης.
36 καὶ λαβὼν παιδίον ἔστησεν αὐτὸ ἐν μέσῳ αὐτῶν, καὶ ἐναγκαλισάμενος αὐτὸ εἶπεν αὐτοῖς· 36 Επήρε δε ένα παιδί, το έβαλε όρθιο εν μέσω αυτών, το αγκαλιασε και τους είπε· 36 Καὶ ἀφοῦ ἐπῆρεν ἕνα παιδίον, τὸ ἔστησεν ἐν τῷ μέσῳ αὐτῶν καὶ τὸ ἐνηγκαλίσθη καὶ τοὺς εἶπεν·
37 Ὃς ἐὰν ἓν τῶν τοιούτων παιδίων δέξηται ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, ἐμὲ δέχεται· καὶ ὃς ἐὰν ἐμὲ δέξηται, οὐκ ἐμὲ δέχεται, ἀλλὰ τὸν ἀποστείλαντά με. 37 “εκείνος που προς χάριν μου θα δεχθή ένα από τα παιδιά αυτά η ένα άνθρωπον, που με την απλοϊκότητα και αθωότητά του ομοιάζει με μικρό παιδί, αυτός υποδέχεται εμέ· και όποιος θα υποδεχθή εμέ, δεν δεχετεαι εμέ, αλλά τον Πατέρα, που με έστειλε εις την γην”. 37 Ἐκεῖνος ποὺ θὰ ὑποδεχθῇ δι’ ἐμὲ καὶ πρὸς τιμήν μου ἕνα τέτοιον ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ἐταπεινώθῃ σὰν τὸ μικρὸ παιδί, αὐτὸς ὑποδέχεται καὶ τιμᾷ ἐμὲ τὸν ἴδιον. Καὶ ὅποιος θὰ ὑποδεχθῇ ἐμέ, δὲν ὑποδέχεται ἐμέ, ἀλλ’ ὑποδέχεται ἐκεῖνον, ποὺ μὲ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον, δηλαδὴ τὸν ἐπουράνιόν μου Πατέρα.
38 Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰωάννης λέγων· Διδάσκαλε, εἴδομέν τινα ἐν τῷ ὀνόματί σου ἐκβάλλοντα δαιμόνια, ὃς οὐκ ἀκολουθεῖ ἡμῖν, καὶ ἐκωλύσαμεν αὐτόν, ὅτι οὐκ ἀκολουθεῖ ἡμῖν. 38 Ελαβε τότε τον λόγον ο Ιωάννης και είπε· “διδάσκαλε, είδαμε κάποιον να διώχνη με την επίκλησιν του ονόματός σου δαιμόνια· αυτός όμως δεν μας ακολουθεί και δεν ανήκει εις την ομάδα μας. Δια τούτο και τον εμποδίσαμεν, ακριβώς διότι δεν μας ακολουθεί ως μαθητής σου”. 38 Ἔλαβε δὲ τὸν λόγον ὁ Ἰωάννης καὶ εἶπε· Διδάσκαλε τόσον πολὺ ἐκτιμᾷς ἐκεῖνον, ποὺ θὰ δεχθῇ διὰ τὸ ὄνομά σου ἄνθρωπον ταπεινὸν σὰν τὸ παιδίον. Ἡμεῖς ὅμως εἴδομεν κάποιον, ποὺ δὲν μᾶς ἀκολουθεῖ καὶ δὲν ἀνήκει εἰς τὸν κύκλον τῶν μαθητῶν, νὰ βγάζῃ δαιμόνια διὰ τῆς ἐπικλήσεως τὸ ὀνόματός σου, καὶ ἀντὶ νὰ τὸν τιμήσωμεν διὰ τὸ ὅτι ἔπραττε τοῦτο διὰ τοῦ ὀνόματός σου, τὸν ἐμποδίσαμεν, ἐπειδὴ δὲν μᾶς ἀκολουθεῖ ὡς μαθητής σου.
39 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε· Μὴ κωλύετε αὐτόν· οὐδεὶς γάρ ἐστιν ὃς ποιήσει δύναμιν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου καὶ δυνήσεται ταχὺ κακολογῆσαί με· 39 Ο δε Ιησούς είπεν· “μη τον εμποδίζετε, διότι δεν υπάρχει άνθρωπος, ο οποίος με την δύναμιν του ονόματός μου θα κάμη θαύμα, και θα μπορέση σύντομα να με κακολογήση. 39 Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε· Μὴ τὸν ἐμποδίζετε. Διότι ἄνθρωπος ποὺ θὰ κάμῃ θαῦμα ἐπικαλούμενος τὸ ὄνομά μου, δὲν θὰ μπορέσῃ γρήγορα νὰ κακολογήσῃ καὶ νὰ βλασφημήσῃ ἐμέ, μὲ τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου ἐθαυματούργησε καὶ ἐδοξάσθη.
40 ὃς γὰρ οὐκ ἔστι καθ’ ἡμῶν, ὑπὲρ ἡμῶν ἐστιν. 40 Μη εμποδίζετε λοιπόν κάτι τέτοιους, διότι εκείνος που δεν είναι ενάντιον σας και δεν σας πολεμεί, είναι με το μέρος σας. 40 Μὴ ἐμποδίζετε λοιπὸν τοὺς τοιούτους. Διότι ὅποιος δεν εἶναι ἐναντίον σας καὶ δὲν πολεμεῖ τὴν διδασκαλίαν σας, εἶναι μὲ τὸ μέρος σας καὶ ἑπόμενον εἶναι νὰ γίνῃ καὶ ἐξ ὁλοκλήρου ἰδικός σας.
41 ὃς γὰρ ἂν ποτίσῃ ὑμᾶς ποτήριον ὕδατος ἐν τῷ ὀνόματί μου, ὅτι Χριστοῦ ἐστε, ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ ἀπολέσῃ τὸν μισθὸν αὐτοῦ. 41 Διότι όποιος προς χάριν εμού σας προσφέρει και την παραμικράν υπηρεσίαν, όποιος π.χ. σας προσφέρει ένα ποτήρι νερό, διότι είσθε μαθηταί του Χρστού, σας διαβεβαιώνω, ότι δεν θα χάση τον μισθόν του. 41 Καὶ διὰ νὰ ἑξακολουθήσω ἐκεῖνο, ποὺ σᾶς ἔλεγα, σᾶς βεβαιῶ, ὅτι καὶ ἡ ἐλαχίστη ὑπηρεσία, τὴν ὁποίαν πρὸς τιμήν μου θὰ σᾶς προσφέρουν, δὲν θὰ μείνῃ ἄνευ ἀνταμοιβῆς. Διότι ἐκεῖνος πού, μὲ τὸν σκοπὸν νὰ τιμήσῃ ἐμέ, ἐπειδὴ δηλαδὴ εἶσθε μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ, θὰ σᾶς προσφέρῃ νὰ πίετε ἔστω καὶ ἕνα ποτήριον νερό, σᾶς λέγω, ὅτι δὲν θὰ χάσῃ τὴν ἀμοιβήν του διὰ τὴν μικρὰν αὐτὴν ὑπηρεσίαν, ποὺ σᾶς προσέφερε.
42 καὶ ὃς ἂν σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων εἰς ἐμέ, καλόν ἐστιν αὐτῷ μᾶλλον εἰ περίκειται λίθος μυλικὸς περὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ βέβληται εἰς τὴν θάλασσαν. 42 Οποιος δε με τα λόγια η με τα έργα του ήθελε σκανδαλίσει και σπρώξει στον δρόμον του κακού ένα από τους μικρούς και ταπεινούς τούτους, που πιστεύουν εις εμέ, πρέπει να θεωρήση συμφερώτερον δια τον εαυτόν του, εάν κρεμασθή από τον τράχηλόν του μια μυλόπετρα και ριφθή εις την θάλασσα. (Διότι η τιμωρία, που τον περιμένει από τον δίκαιον Θεόν, θα είναι ασυγκρίτως φοβερωτέρα). 42 Καὶ εἰς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος τυχὸν θὰ βλάψῃ πνευματικῶς ἕνα ἀπὸ τοὺς ταπεινοὺς αὐτοὺς καὶ ἀπλοῦς, ποὺ πιστεύουν εἰς ἐμέ, εἶναι καλύτερον καὶ συμφερώτερον εἰς αὐτόν, ἐὰν κρεμασθῇ γύρω ἀπὸ τὸν λαιμόν του μία μυλόπετρα καὶ ριφθῇ εἰς τὴν ἀνοικτὴν θάλασσαν. Διότι ἀσυγκρίτως μεγαλυτέρα τιμωρία περιμένει τὸν ἄνθρωπον αὐτόν.
43 καὶ ἐὰν σκανδαλίζῃ σε ἡ χείρ σου, ἀπόκοψον αὐτήν· καλόν σοί ἐστι κυλλὸν εἰς τὴν ζωὴν εἰσελθεῖν, ἢ τὰς δύο χεῖρας ἔχοντα ἀπελθεῖν εἰς τὴν γέενναν, εἰς τὸ πῦρ τὸ ἄσβεστον, 43 Και εάν πρόσωπον προσφιλές και πολύτιμον, όπως το δέξι σου χέρι, σε σκανδαλίζη, κόψε την επικοινωνίαν και συναναστροφήν με αυτό, όπως θα έκοπτες το αρωστημένο χέρι. Διότι είναι πολύ προτιμότερον για σένα να εισέλθης εις την βασιλείαν των ουρανών κουλλός η έχων και τα δύο σου χέρια να ριφθής εις την γέενναν, στο πυρ το άσβεστον, 43 Καὶ ἐὰν σοῦ γίνεται ἀφορμὴ νὰ ἁμαρτάνῃς ἡ χείρ σου, δηλαδὴ πρόσωπον ἢ πρᾶγμα πολὺ συνδεδεμένον μαζί σου καὶ πολὺ χρήσιμον εἰς σέ, κόψε την ἀπὸ πάνω σου. Συμφερώτερον εἶναι εἰς σὲ νὰ ἔμβῃς εἰς τὴν αἰωνίαν ζωὴν κουλλός, παρὰ μὲ τὰς δύο χεῖρας νὰ ἀπέλθῃς εἰς τὴν γέενναν, εἰς τὸ πῦρ ποὺ δὲν σβήνει ποτέ. Εἶναι προτιμότερον νὰ ὑποστῇς τὴν βαρυτέραν θυσίαν εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν καὶ νὰ χωρισθῇς ἀπὸ πράγματα ἢ πρόσωπα, ποὺ σοῦ εἶναι χρήσιμα καὶ ἀγαπητά, παρὰ ἡ προσκόλλησίς σου εἰς αὐτὰ νὰ σὲ ρίψῃ εἰς τὴν κόλασιν,
44 ὅπου ὁ σκώληξ αὐτῶν οὐ τελευτᾷ καὶ τὸ πῦρ οὐ σβέννυται. 44 όπου το σκουλήκι, που θα κατατρώγη τους αμαρτωλούς, δεν πεθαίνει ποτέ και το φοβερό πυρ δεν σβήνεται ποτέ. 44 ὅπου τὸ σκουλήκι, τὸ ὁποῖον θὰ τοὺς κατατρώγῃ χωρὶς καὶ νὰ τοὺς ἑξαφανίζῃ ἐκείνους ποὺ θὰ εἶναι ἐκεῖ, δὲν θὰ ἔχῃ τέλος, καὶ ἡ φωτιὰ ποὺ θὰ τοὺς κατακαίῃ, χωρὶς νὰ τοὺς ἀποτεφρώνῃ, δὲν θὰ σβήνή. Ἡ τιμωρία των δηλαδὴ θὰ εἶναι ἀτελεύτητος καὶ αἰωνία.
45 καὶ ἐὰν ὁ πούς σου σκανδαλίζῃ σε, ἀπόκοψον αὐτόν· καλόν σοί ἐστιν εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωὴν χωλὸν, ἢ τοὺς δύο πόδας ἔχοντα βληθῆναι εἰς τὴν γέενναν, εἰς τὸ πῦρ τὸ ἄσβεστον, 45 Και εάν το πόδι σου γίνεται αφορμή να αμαρτάνης, κόψε το, διότι είναι προτιμότερον να μπης εις την αιωνίαν ζωήν κουτσός, παρά έχων και τα δυό πόδια να ριφθής εις την γέεναν, στο πυρ το άσβεστον, 45 Καὶ ἐὰν τὸ πόδι σου σοῦ γίνεται ἀφορμὴ νὰ ἁμαρτάνῃς, κόψε το ἀπ’ ἐπάνω σου. Καλύτερον εἶναι νὰ εἰσέλθῃς εἰς τὴν αἰωνίαν ζωὴν χωλός, παρὰ νὰ ἔχῃς καὶ τὰ δύο πόδια καὶ νὰ ριφθῇς μὲ αὐτὰ εἰς τὴν γέενναν. Προτιμότερον εἶναι νὰ στερηθῇς τὰς ὑπηρεσίας, ποὺ θὰ σοῦ παρέχῃ εἰς τὸν παρόντα κόσμον τὸ πρόσωπον ἢ τὸ πρᾶγμα, ποὺ σοῦ εἶναι τόσον χρήσιμον καὶ ἐξυπηρετικόν, ὅσον καὶ τὸ πόδι σου εἰς τὸν ὅλον ὀργανισμόν σου, παρὰ νὰ μὴ στερηθῇς αὐτὰς καὶ νὰ ριφθῇς εἰς τὴν κόλασιν,
46 ὅπου ὁ σκώληξ αὐτῶν οὐ τελευτᾷ καὶ τὸ πῦρ οὐ σβέννυται. 46 όπου το σκουλήκι, που κατατρώγη τους κολασμένους, δεν θα έχη τέλος και η φωτιά, που θα τους κατακαίη, δεν θα σβήνη. (Είναι προτιμότερον να στερηθής από τας υπηρεσίας των οποιωνδήποτε ανθρώπων, εφ' όσον εξ αιτίας αυτών υπάρχει κίνδυνος να ριφθής εις την αιωνίαν κόλασιν). 46 ὅπου τὸ σκουλήκι, ποὺ θὰ κατατρώγῃ τοὺς καταδικασμένους ἐκεῖ, δὲν θὰ ἔχῃ τέλος, καὶ ἡ φωτιὰ ποὺ θὰ τοὺς κατακαίῃ δὲν θὰ σβήνῃ.
47 καὶ ἐὰν ὁ ὀφθαλμός σου σκανδαλίζῃ σε, ἔκβαλε αὐτόν· καλόν σοί ἐστι μονόφθαλμον εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ἢ τοὺς δύο ὀφθαλμοὺς ἔχοντα βληθῆναι εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός, 47 Και εάν το μάτι σου σε σκανδαλίζη και γίνεται αφορμή αμαρτίας, βγάλε το. Είναι καλύτερον για σένα να μπης μονόφθαλμος εις την βασιλείαν του Θεού, παρά με τα δύο μάτια να αποπεμφθής εις την γέενναν του πυρός. (Είναι προτιμότερον να χωρισθής από πράγματα και πρόσωπα, που σου είναι πολύτιμα ώσαν το μάτια, παρά εξ αιτίας αυτών η μαζή με αυτά να ριφθής εις την κόλασιν) 47 Καὶ ἐὰν τὸ μάτι σου γίνεται ἀφορμὴ ἁμαρτίας εἰς σέ, βγάλε το. Εἶναι καλύτερον διὰ σὲ νὰ ἔμβῃς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ μονόμματος, παρὰ μὲ δύο μάτια νὰ ριφθῇς εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός. Εἶναι συμφερώτερον νὰ χωρισθῇς ἀπὸ πράγματα ἢ πρόσωπα, ποὺ σοῦ εἶναι χρήσιμα καὶ πολύτιμα σὰν τὸ μάτι σου, παρὰ μαζὶ μὲ αὐτὰ νὰ ριφθῇς εἰς τὴν κόλασιν,
48 ὅπου ὁ σκώληξ αὐτῶν οὐ τελευτᾷ καὶ τὸ πῦρ οὐ σβέννυται. 48 όπου το σκουλήκι δεν παίρνει τέλος και η φωτιά δεν σβήνεται. 48 ὅπου τὸ σκουλῆκι, ποὺ κατατρώγει ἐκείνους ποὺ ἔχουν ριφθῇ ἐκεῖ, δὲν ἔχει τέλος, καὶ ἡ φωτιὰ ποὺ τοὺς καίει, δὲν σβήνει ποτέ.
49 πᾶς γὰρ πυρὶ ἁλισθήσεται, καὶ πᾶσα θυσία ἁλὶ ἁλισθήσεται. 49 Διότι κάθε ένας θα αλατισθή με πυρ. Δια μεν τους δικαίους πυρ εξαγχνιστικόν και αγιαστικόν είναι αι θυσίαι, εις τας οποίας υποβάλλονται προς χάριν του Θεού. Δια δε τους αμαρτωλούς πυρ οδυνηρότατον και ατελεύτητον είναι η αιωνία κόλασις. Και το πυρ αυτό των θυσιών, που υποβάλλονται οι δίκαιοι είναι ανάλογον προς το άλατι, που κάνει νόστιμη κάθε θυσίαν προσφερομένην στον Θεόν. 49 Ἢ θὰ ἀποκόψετε λοιπὸν τοὺς στενοὺς δεσμούς, ποὺ σᾶς γίνονται ἐμπόδιον, ἢ θὰ ριφθῆτε εἰς τὸ πῦρ. Διότι κάθε ἄνθρωπος γρήγορα ἢ ἀργὰ θὰ ἀλατισθῇ μὲ φωτιά. Ἢ θὰ ἀλατισθῇ καὶ θὰ ἑξαγνισθῇ ἐδῶ μὲ τὸ πῦρ τῶν θλίψεων καὶ τῶν θυσιῶν τῆς αὐταπαρνήσεως ἢ θὰ καταφαγωθῇ ἐκεῖ ἀπὸ τὸ πῦρ τῆς γεέννης. Ἀκριβῶς ὅπως καὶ πᾶσα θυσία πρέπει νὰ ἀλατισθῇ προτοῦ προσφερθῇ εὐπροσδέκτως εἰς τὸν Θεόν.
50 καλὸν τὸ ἅλας· ἐὰν δὲ τὸ ἅλας ἄναλον γένηται, ἐν τίνι αὐτὸ ἀρτύσετε; ἔχετε ἐν ἑαυτοῖς ἅλας καὶ εἰρηνεύετε ἐν ἀλλήλοις. 50 Το άλατι είναι καλόν και χρησιμώτατον· εάν όμως χάση την αλατιστικήν του δύναμιν, με τι θα το αρτύσετε, ώστε να γίνη και πάλιν χρήσιμον; (Εάν αι θυσίαι και αι αρεταί του δικαίου, αι οποίαι τον κάνουν πνευματικόν άλατι, που χαρίζει νοστιμάδα εις την ζωήν της κοινωνίας και προλαμβάνει την σήψιν, εάν αυταί εξαφανισθούν και αντικατασταθούν από κακίας, τότε από που θα ημπορέση ο άνθρωπος ν' αποκτήση πάλιν τα καλά γνωρίσματα του πιστού, που είχε;) Δια τούτο κρατήστε μέσα σας το πυρ του Θείου ζήλου, της θυσίας και της αρετής, δια να έχετε πάντοτε μεταξύ σας ειρήνην και να μη φιλονεικήτε δια αξιώματα και τιμητικάς θέσεις”. 50 Τὸ ἅλας εἶναι καλόν, διότι προλαμβάνεται δι’ αὐτοῦ ἡ ἀποσύνθεσις τῶν τροφῶν καὶ γίνονται νόστιμα τὰ φαγητά. Ἀλλ’ ἐᾶν τὸ ἅλας χάσῃ τὴν δύναμίν του, μὲ τί θὰ τὸ ἀρτύσετε, ὥστε νὰ ἀποκτήσῃ πάλιν τὴν δύναμιν ποὺ ἔχασε; Ἔτσι καὶ αἱ ἀρεταί, ποὺ κάνουν ἅλας τὸν πιστὸν μαθητήν μου· ἡ ἀκλόνητος πίστις δηλαδὴ καὶ ἠ αὐταπάρνησις, ποὺ ὁδηγεῖ εἰς πᾶσαν θυσίαν διὰ τὸ καθῆκον, καὶ ἡ ἐγκαρτέρησις εἰς αὐτό. Ἐὰν αὐταὶ αἱ ἀρεταὶ μεταστραφοῦν εἰς τὰς ἀντιθέτους κακίας, ἤτοι εἰς τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν φιλαυτίαν καὶ τὸν ἐγωϊσμόν, ὁ μαθητής μου πλέον αὐτὸς χάνει τὸ ἁλάτι του καὶ γίνεται ἀνίκανος νὰ προφυλάξῃ καὶ ἑαυτὸν καὶ τοὺς ἄλλους ἀπὸ τῆς διαφθορᾶς τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἀπὸ ποίαν πλέον ἀνθρωπίνην πηγὴν δύναται οὗτος νὰ ἀνανεώσῃ τὰς ἐξυγιαντικὰς ἰδιότητας ποὺ ἔχασε; Διατηρήσατε ἀναμμένον μέσα σας τὸ ἐξαγνιστικὸν πῦρ τῆς αὐταπαρνήσεως καὶ τῆς θείας Χάριτος καὶ εἰδικῶς καύσατε δι’ αὐτοῦ τὸν ἐγωϊσμόν, ποὺ καταστρέφει τὴν ἑνότητα, καὶ ἔχετε τὴν εἰρήνην μεταξύ σας, μὴ φιλονεικοῦντες διὰ πρωτεῖα καὶ τιμητικὰς διακρίσεις.