Αρχαίο κείμενο | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Καὶ πάλιν ἤρξατο διδάσκειν παρὰ τὴν θάλασσαν· καὶ συνήχθη πρὸς αὐτὸν ὄχλος πολύς, ὥστε αὐτὸν ἐμβάντα εἰς τὸ πλοῖον καθῆσθαι ἐν τῇ θαλάσσῃ· καὶ πᾶς ὁ ὄχλος πρὸς τὴν θάλασσαν ἐπὶ τῆς γῆς ἦσαν. | 1 Και πάλιν ήρχισε να διδάσκη ο Ιησούς εις την παραλίαν. Και εμαζεύθηκε πολύς λαός, δια να τον ακούση, ώστε αυτός ηναγκάσθη να ανεβή στο πλοίον και να καθίση εις αυτό μέσα εις την θάλασσαν. Ολος δε ο λαός ευρίσκετο εις την ξηράν πλησίον της θαλάσσης. | 1 Καὶ πάλιν ἤρχισε νὰ διδάσκῃ πλησίον τῆς θαλάσσης. Καὶ ἐμαζεύθη τριγύρω του λαὸς πολύς, ὥστε νὰ ἀναγκασθῇ νὰ ἔμβῃ εἰς τὸ πλοῖον καὶ νὰ καθήσῃ ἐπ’ αὐτοῦ μέσα εἰς τὴν θάλασσαν. Καὶ ὅλος ὁ λαὸς ἦτο εἰς τὴν ξηράν, κοντὰ εἰς τὴν θάλασσαν, |
2 καὶ ἐδίδασκεν αὐτοὺς ἐν παραβολαῖς πολλά, καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ἐν τῇ διδαχῇ αὐτοῦ· | 2 Και τους εδίδασκε πολλά με παραβολάς και τους έλεγεν εις την διδασκαλίαν του· | 2 Καὶ ἐδίδασκεν αὐτοὺς πολλὰ μὲ παραβολὰς καὶ τοὺς ἔλεγεν εἰς τὴν διδαχήν του· |
3 Ἀκούετε· ἰδοὺ ἐξῆλθεν ὁ σπείρων σπεῖραι. | 3 “Ακούσατε με προσοχήν. Ιδού εβγήκε ο γεωργός να σπείρη. | 3 Ἀκούσατε τὴν διήγησιν, ποὺ θὰ σᾶς εἴπω. Ἰδοὺ ἐβγῆκεν εἰς τὸ χωράφι, διὰ νὰ σπείρῃ αὐτὸς ποὺ σπέρνει. Ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ὁ μέγας σπορεὺς τῆς ἀληθείας, διὰ νὰ τὴν σπείρῃ εἰς τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων. |
4 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ σπείρειν ὃ μὲν ἔπεσεν ἐπὶ τὴν ὁδόν, καὶ ἦλθον τὰ πετεινὰ καὶ κατέφαγεν αὐτό· | 4 Και καθώς έσπερνε ένα μέρος του σπόρου έπεσε στον δρόμον και ήλθαν τα πτηνά και τον κατέφαγαν. | 4 Καὶ συνέβη, ὅταν ἔσπερνεν, ἄλλο μὲν μέρος τοῦ σπόρου ἔπεσε πλησίον τοῦ δρόμου, ποὺ ἐπερνοῦσεν ἀπὸ τὸ χωράφι, καὶ ἐπειδὴ παρέμεινεν ἐκτεθειμένον εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ ἐδάφους, ἦλθον τὰ πετεινὰ καὶ τὸ κατέφαγαν. |
5 καὶ ἄλλο ἔπεσεν ἐπὶ τὸ πετρῶδες, ὅπου οὐκ εἶχε γῆν πολλήν, καὶ εὐθέως ἐξανέτειλε διὰ τὸ μὴ ἔχειν βάθος γῆς, | 5 Και άλλο έπεσεν εις έδαφος πετρώδες, όπου δεν είχε πολύ χώμα και αμέσως εβλάστησε, διότι δεν είχε βάθος γης. | 5 Ἄλλο δὲ μέρος τοῦ σπόρου ἔπεσεν εἰς τόπον, ποὺ εἶχεν ὑποκάτω στρῶμα πέτρινον καὶ δὲν εἶχε χῶμα πολύ. Καὶ ἀμέσως ἐβλάστησε, χωρὶς νὰ ρίξη βαθείας ρίζας, διότι δὲν εἶχε βάθος γῆς, ποὺ τρέφει ρίζας στερεάς. |
6 ἡλίου δὲ ἀνατείλαντος ἐκαυματίσθη, καὶ διὰ τὸ μὴ ἔχειν ῥίζαν ἐξηράνθη· | 6 Οταν δε ανέτειλε ο ήλιος, εκαψαλίσθηκε από τον καύσωνα και επειδή δεν είχε ρίζαν εξηράθηκε. | 6 Ὅταν δὲ ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος, ἐκάη ἀπὸ τὴν ζέστην καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχε ρίζαν, ἐξηράνθη. |
7 καὶ ἄλλο ἔπεσεν εἰς τὰς ἀκάνθας, καὶ ἀνέβησαν αἱ ἄκανθαι καὶ συνέπνιξαν αὐτό, καὶ καρπὸν οὐκ ἔδωκε· | 7 Και άλλο έπεσεν εις τα αγκάθια· εβλάστησαν δε και εμεγάλωσαν τα αγκάθια, το έπνιξαν ολόγυρα και δεν απέδωσε καρπόν. | 7 Καὶ ἄλλο μέρος τοῦ σπόρου ἔπεσεν εἰς τὰ ἀγκάθια. Καὶ ἐβλάστησαν τὰ ἀγκάθια καὶ τὸ ἐκύκλωσαν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη καὶ τὸ ἔπνιξαν καὶ δὲν ἔβγαλε καρπόν. |
8 καὶ ἄλλο ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν καλήν καὶ ἐδίδου καρπὸν ἀναβαίνοντα καὶ αὐξανόμενα, καὶ ἔφερεν ἓν τριάκοντα καὶ ἓν ἑξήκοντα καὶ ἓν ἑκατόν. | 8 Και άλλο έπεσεν εις την γην την γόνιμον και απέδιδε καρπόν καθώς εβλάστανε προς τα άνω και εμέστωνε. Και έφερε αλλού τριάντα κόκκους, αλλού εξήντα και αλλού εκατόν”. | 8 Καὶ ἄλλο μέρος τοῦ σπόρου ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν μαλακὴν καὶ εὔφορον καὶ ἀπέδιδε καρπόν, ποὺ ἐβλάστανε πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ ἐμέστωνε. Καὶ ἔβγαλεν ἀλλοῦ τριακονταπλάσιον καὶ ἀλλοῦ ἑξηκονταπλάσιον καὶ ἀλλοῦ ἑκατονταπλάσιον. |
9 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω. | 9 Και έλεγεν εις αυτούς· “εκείνος που έχει αυτιά να ακούη, ας ακούη”. (Εκείνος που έχει αγαθήν διάθεσιν ας ακούση και ας διδαχθή). | 9 Καὶ τοὺς ἔλεγεν· Αὐτὸς ποὺ ἔχει αὐτιὰ πνευματικὰ διὰ νὰ ἀκούῃ καὶ καλὴν διάθεσιν διὰ νὰ δέχεται καὶ ἐγκολπώνεται αὐτὰ ποὺ λέγω, ἂς ἀκούῃ. |
10 Ὃτε δὲ ἐγένετο κατὰ μόνας, ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ περὶ αὐτὸν σὺν τοῖς δώδεκα τὴν παραβολήν. | 10 Οταν δε ανεχώρησε ο λαός και έμεινε μόνος, τον ηρώτησαν οι γύρω από αυτόν μαζή με τους δώδεκα μαθητάς, δια το νόημα της παραβολής. | 10 Καὶ ὅταν ἔμεινε μοναχός του, τὸν ἠρώτησεν ὁ εὐρύτερος κύκλος τῶν μαθητῶν του μαζὶ μὲ τοὺς Δώδεκα τὴν σημασίαν τῆς παραβολῆς. |
11 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· Ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ· ἐκείνοις δὲ τοῖς ἔξω ἐν παραβολαῖς τὰ πάντα γίνεται, | 11 Και έλεγεν εις αυτούς· “εις σας, δια την καλήν σας διάθεσιν, εδόθη από τον Θεόν η σοφία και η δύναμις να γνωρίσετε τας μυστηριώδεις αληθείας της βασιλείας του Θεού. Εις εκείνους δε, που δεν έχουν την καλήν διάθεσιν και ευρίσκονται έξω από τον ιδικόν σας κύκλον, όλαι αι αλήθειαι προσφέρονται με παραβολάς. | 11 Καὶ τοὺς ἔλεγεν εἰς σᾶς μόνους, ἐπειδὴ ἔχετε καλὴν διάθεσιν, ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεὸν ὡς χάρις νὰ μάθετε τὰς μυστηριώδεις ἀληθείας τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, εἰς ἐκείνους δέ, ποὺ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν βασιλείαν αὐτὴν καὶ δὲν ἔχουν διάθεσιν νὰ πιστεύσουν, ὅλη ἡ διδασκαλία τῶν μυστικῶν αὐτῶν γίνεται μὲ παραβολάς. |
12 ἵνα βλέποντες βλέπωσι καὶ μὴ ἴδωσι, καὶ ἀκούοντες ἀκούωσι καὶ μὴ συνιῶσι, μήποτε ἐπιστρέψωσι καὶ ἀφεθῇ αὐτοῖς τὰ ἁμαρτήματα. | 12 Δι' αυτό τους διδάσκω με παραβολάς, δια να βλέπουν μεν με τα μάτια του σώματος, να μην ημπορούν όμως να ίδουν βαθύτερα με τα μάτια της ψυχής. Και να ακούσουν καλά με τα σωματικά των αυτιά, αλλά να μη ημπορούν να ενοήσουν, μήπως τυχόν και επιστρέψουν κάποτε με μετάνοιαν στον Θεόν και τους συγχωρεθούν τα αμαρτήματα”. (Εάν δεν υπήρχεν εις αυτούς η σκλήρυνσις της ψυχής, η αδιαφορία να γνωρίσουν την αλήθειαν και το μίσος των εναντίον του Κυρίου, θα ήσαν εις θέσιν να εννοούν όσα ήκουον). | 12 Ὁ νοῦς τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν εἶναι χονδρὸς καὶ ἀνίκανος διὰ πνευματικὴν διδασκαλίαν. Δι’ αὐτὸ διδάσκω αὐτοὺς μὲ τὸν τρόπον αὐτόν, διὰ νὰ βλέπουν μὲν μὲ τὰ σωματικά των μάτια, ἀλλὰ νὰ μὴ ἠμποροῦν νὰ ἴδουν βαθύτερα μὲ τοὺς πνευματικοὺς ὀφθαλμοὺς τὰ μυστικὰ τῆς οὐρανίου βασιλείας, ποὺ σκεπάζονται κάτω ἀπὸ τὸ κάλυμμα τῶν παραβολῶν. Καὶ ὅταν ἀκούουν τὴν διδασκαλίαν μου, νὰ ἀκούουν μὲν μὲ τὰ σωματικά των αὐτιά, ἀλλὰ νὰ μὴ ἠμποροῦν νὰ καταλάβουν τὴν πολύτιμον ἀξίαν τας· διὰ νὰ μὴ συμβῇ καὶ ἐπιστρέψουν διὰ τῆς μετανοίας εἰς τὸν Θεὸν καὶ συγχωρηθοῦν τὰ ἁμαρτήματα των. |
13 καὶ λέγει αὐτοῖς· Οὐκ οἴδατε τὴν παραβολὴν ταύτην, καὶ πῶς πάσας τὰς παραβολὰς γνώσεσθε; | 13 Και λέγει εις αυτούς· “δεν εκαταλάβατε, λοιπόν, το νόημα αυτής της παραβολής, η οποία είναι σχετικώς εύκολος, και πως θα κατανοήσετε όλας τας άλλας παραβολάς; | 13 Καὶ λέγει εἰς αὐτούς· Δὲν ἐκαταλάβατε τὴν σημασίαν τῆς παραβολῆς αὐτῆς, ποὺ δὲν εἶναι ἡ δυσκολωτέρα ἀπὸ τὰς ἄλλας. Καὶ πῶς θὰ ἠμπορέσετε νὰ ἐννοήσετε ὅλας τὰς παραβολάς; |
14 ὁ σπείρων τὸν λόγον σπείρει. | 14 Ο γεωργός που σπέρνει, εικονίζει εκείνον που σπέρνει εις τας ψυχάς τον λόγον του Θεού. | 14 Αὐτός, ποὺ σύμφωνα μὲ τὴν παραβολὴν σπέρνει, εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ σπέρνει εἰς τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ. |
15 οὗτοι δέ εἰσιν οἱ παρὰ τὴν ὁδὸν ὅπου σπείρεται ὁ λόγος, καὶ ὅταν ἀκούσωσιν εὐθὺς ἔρχεται ὁ σατανᾶς καὶ αἴρει τὸν λόγον τὸν ἐσπαρμένον ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν. | 15 Εκείνοι δε που εικονίζονται από τον δρόμον κοντά στον οποίον έπεσεν ο σπόρος, είναι αυτοί, στους οποίους σπείρεται ο λόγος και όταν τον ακούσουν, έρχεται αμέσως ο σατανάς και παίρνει τον λόγον, που έχει σπαρή εις τας καρδίας των. | 15 Ἐκεῖνοι δὲ ποὺ σημαίνονται ἀπὸ τὸν σπόρον, ὁ ὁποῖος ἔπεσε πλησίον τοῦ δρόμου, εἶναι αὐτοί, εἰς τοὺς ὁποίους σπείρεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ὅταν τὸν ἀκούσουν, ἔρχεται ἀμέσως ὁ σατανᾶς καὶ ἀφαιρεῖ τὸν λόγον, ποὺ ἔχει σπαρῇ διὰ τοῦ κηρύγματος μέσα εἰς τὰς καρδίας των. |
16 καὶ οὗτοι ὁμοίως εἰσὶν οἱ ἐπὶ τὰ πετρώδη σπειρόμενοι, οἳ ὅταν ἀκούσωσι τὸν λόγον, εὐθὺς μετὰ χαρᾶς λαμβάνουσιν αὐτόν, | 16 Και εκείνοι επίσης που εικονίζονται με τα πετρώδη εδάφη, είναι όσοι, όταν ακούσουν τον λόγον, αμέσως τον δέχονται με χαράν. | 16 Καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ ὁμοίως σημαίνονται καὶ εἰκονίζονται ἀπὸ τὸν σπόρον, ὁ ὁποῖος ἔπεσεν εἰς τὰ πετρώδη μέρη, εἶναι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι, ὅταν ἀκοὐσουν τὸν λόγον, ἀμέσως μὲ χαρὰν καὶ ἐνθουσιασμὸν τὸν δέχονται· |
17 καὶ οὐκ ἔχουσι ῥίζαν ἐν ἑαυτοῖς, ἀλλὰ πρόσκαιροί εἰσιν· εἶτα γενομένης θλίψεως ἢ διωγμοῦ διὰ τὸν λόγον, εὐθὺς σκανδαλίζονται. | 17 Ομως δεν έχουν βαθείας ρίζας, σταθεράν πίστιν και απόφασιν, αλλ' είναι προσωρινοί και εφήμεροι εις την πίστιν των. Επειτα όταν συμβή κάποια θλίψις η ένας διωγμός δια τον λόγον του Ευαγγελίου, αμέσως αυτοί σκοντάπτουν, κλονίζονται και χάνουν την πίστιν των. | 17 καὶ δὲν ἔχουν ρίζαν μέσα τους, ἀλλ’ εἶναι ἀσταθεῖς καὶ ἡ προθυμία των διαρκεῖ ὀλίγον χρόνον. Ἔπειτα δέ, ὅταν γίνῃ θλῖψις ἢ διωγμὸς διὰ τὸν λόγον τοῦ Εὐαγγελίου, ἀμέσως οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ σκοντάπτουν καὶ χάνουν τὸν ἐνθουσιασμὸν καὶ τὴν πίστιν των. |
18 καὶ οὗτοί εἰσιν οἱ εἰς τὰς ἀκάνθας σπειρόμενοι, οἱ τὸν λόγον ἀκούοντες, | 18 Και εκείνοι, οι οποίοι παρομοιάζονται με τα αγκάθια, όπου σπείρεται ο λόγος, είναι όσοι ακούουν τον λόγον του Θεού, | 18 Καὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι σημαίνονται ἀπὸ τὸν σπόρον, ποὺ ἐσπάρη εἰς τὰ ἀγκάθια, εἶναι αὐτοί, ποὺ ἀκούουν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, |
19 καὶ αἱ μέριμναι τοῦ αἰῶνος τούτου καὶ ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου καὶ αἱ περὶ τὰ λοιπὰ ἐπιθυμίαι εἰσπορευόμεναι συμπνίγουσι τὸν λόγον, καὶ ἄκαρπος γίνεται. | 19 αλλά αι φροντίδες της παρούσης ζωής και το ξεγέλασμα του πλούτου και αι άλλαι επιθυμίαι δια τας ηδονάς και απολαύσστου κόσμου, αποπνίγουν τον λόγον και έτσι αυτός γίνεται άκαρπος. | 19 καὶ αἱ ἀγωνιώδεις φροντίδες διὰ τὴν παροῦσαν ζωὴν καὶ ἡ ἀπάτη, ποὺ φέρει ὁ πλοῦτος μὲ τὴν προσκόλλησιν εἰς τὸ χρῆμα καὶ μὲ τὴν ματαιότητα τῶν ἐπιδείξεων, καὶ αἱ ἐπιθυμίαι, ποὺ γεννοῦν τὰ ἄλλα θέλγητρα καὶ αἱ ἡδοναὶ τοῦ κόσμου, ἐμβαίνουν μέσα εἰς τὴν ψυχήν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐσπάρη ὁ λόγος καὶ τὸν πνίγουν καὶ γίνεται ἄκαρπος. |
20 καὶ οὗτοί εἰσιν οἱ ἐπὶ τὴν γῆν τὴν καλὴν σπαρέντες, οἵτινες ἀκούουσι τὸν λόγον καὶ παραδέχονται, καὶ καρποφοροῦσιν ἓν τριάκοντα καὶ ἓν ἑξήκοντα καὶ ἓν ἑκατόν. | 20 Και εκείνοι που εικονίζονται με την καλήν γην, είναι όσοι ακούσουν τον λόγον και τον δέχονται με όλην των την καρδιά και καρποφορούν τριάντα και εξήντα και εκατό φορές περισσότερο”. | 20 Καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ σημαίνονται ἀπὸ τὸν σπόρον, ποὺ ἐσπάρη εἰς τὴν γῆν τὴν καλήν, εἶναι αὐτοί, ποὺ ἀκούουν τὸν λόγον καὶ τὸν παραδέχονται καὶ καρποφοροῦν τριακονταπλάσιον καὶ ἑξηκονταπλάσιον καὶ ἑκατονταπλάσιον. |
21 Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· Μήτι ἔρχεται ὁ λύχνος ἵνα ὑπὸ τὸν μόδιον τεθῇ ἢ ὑπὸ τὴν κλίνην; οὐχ ἵνα ἐπὶ τὴν λυχνίαν ἐπιτεθῇ; | 21 Και έλεγεν εις αυτούς· “αυτά που σας εδίδαξα είναι φως, αλλά μήπως φέρνουν τον αναμμένον λύχνον δια τον θέσουν κάτω από το μόδιο-από το δοχείον που μετρούν το σιτάρι-η κάτω από το κρεββάτι; Οχι βέβαια, αλλά δια να τον θέσουν στον λυχνοστάτην. (Σεις είσθε ο λύχνος ο αναμμένος, το πνευματικόν φως. Με τα λόγια και με το παράδειγμά σας πρέπει να φωτίζετε τους άλλους και να μη κρύπτετε αυτά, που έχετε ακούσει από εμέ). | 21 Καὶ ἔλεγεν εἰς αὐτούς· Μὲ τὴν διδασκαλίαν μου ἤναψα εἰς τὰς ψυχάς σας φῶς καὶ ἐγίνατε πνευματικοὶ λύχνοι. Μήπως φέρεται ὁ ἀναμμένος λύχνος διὰ νὰ τεθῇ κάτω ἀπὸ τὸ δοχεῖον, μὲ τὸ ὁποῖον μετροῦν τὸν σῖτον ἢ κάτω ἀπὸ τὸ κρεββάτι; Ὄχι βέβαια. Δὲν φέρουν τὸν λύχνον, διὰ νὰ τοποθετηθῇ ἐπάνω εἰς τὸν λυχνοστάτην; Βεβαίως. Ἔτσι καὶ σεῖς πρέπει νὰ φωτίζετε τοὺς ἀνθρώπους καὶ αὐτά, ποὺ ἀκούετε τώρα, νὰ μὴ τὰ κρύπτετε, ἀλλὰ νὰ τὰ διαδίδετε καὶ εἰς τοὺς ἄλλους. |
22 οὐ γάρ ἐστι κρυπτὸν ὃ ἐὰν μὴ φανερωθῇ, οὐδὲ ἐγένετο ἀπόκρυφον, ἀλλ’ ἵνα ἔλθῃ εἰς φανερόν. | 22 Διότι δεν υπάρχει τίποτε κρυφόν και μυστικόν, που να μη φανερωθή και κανένα απόκρυφον που να μη έλθη στο φως. | 22 Διότι δὲν ὑπάρχει τίποτε κρύφον καὶ μυστικὸν παρὰ διὰ νὰ φανερωθῇ καὶ κανὲν δὲν ἔγινεν ἀπόκρυφον παρὰ διὰ νὰ ἔλθῃ εἰς τὸ φανερόν. Καὶ ἡ διδασκαλία μου λοιπὸν δὲν θὰ μείνῃ μυστικὴ καὶ σκεπασμένη, ἀλλὰ θὰ φανερωθῇ καὶ θὰ φωτίσῃ τὸν κόσμον. |
23 εἴ τις ἔχει ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω. | 23 Εάν κανείς έχη αυτιά να ακούη, ας ακούση τας διδασκαλίας αυτάς”. | 23 Ἐὰν ἔχῃ κανεὶς αὐτιὰ πνευματικὰ διὰ νὰ ἀκούῃ καὶ κατανοῇ τὴν πολύτιμον ἀξίαν τῆς διδασκαλίας μου, ἂς ἀκούῃ καὶ ἂς ὠφελῆται ἐξ αὐτῆς. |
24 Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· Βλέπετε τί ἀκούετε. ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε, μετρηθήσεται ὑμῖν, καὶ προστεθήσεται ὑμῖν τοῖς ἀκούουσιν. | 24 Και έλεγεν εις αυτούς· “προσέχετε εις αυτά που ακούετε· με όποιο μέτρο προσοχής και αγαθής διαθέσεως ακούετε και εννοείτε, με το αυτό μέτρο θα σας δοθή από τον Θεόν η γνώσις και η σοφία. Και ακόμη περισσότερον. | 24 Καὶ ἔλεγεν εἰς αὐτούς· προσέχετε εἰς ὅ,τι ἀκούετε· προσέχετε νὰ κατανοῆτε καὶ νὰ ἐγκολπώνεσθε τὴν διδασκαλίαν ποὺ ἀκούετε, ὥστε νὰ γίνετε τέλειοι διδάσκαλοι τῆς ἀληθείας. Μὲ ὅποιον μέτρον προσοχῆς καὶ καλῆς διαθέσεως ἀκούετε, μὲ τὸ αὐτὸ μέτρον θὰ σᾶς δοθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἡ γνῶσις. Καὶ ὄχι μόνον μὲ τὸ ἴδιον μέτρον θὰ σᾶς δοθῇ, ἀλλὰ καὶ παραπάνω θὰ προστεθῇ εἰς σᾶς, ποὺ μὲ πρόθυμον ἐνδιαφερον καὶ προσοχὴν ἀκούετε. |
25 ὃς γὰρ ἂν ἔχῃ, δοθήσεται αὐτῷ· καὶ ὃς οὐκ ἔχει, καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ’ αὐτοῦ. | 25 Διότι εις εκείνον που έχει την διάθεσιν και την γνώσιν, θα του δοθή ακόμη περισσότερον· και από εκείνον που δεν έχει ενδιαφέρον, και η ολίγη γνώσις που έχει, θα του αφαιρεθή”. | 25 Διότι εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἔχει προσοχὴν καὶ ἀκούει μὲ ἐνδιαφέρον τὴν ἀλήθειαν, θὰ δοθῇ ὑπὸ τῆς θείας χάριτος γνῶσις καὶ κατανόησις τῶν ἀκουομένων. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖνον, ποὺ δὲν ἔχει προσοχὴν καὶ ἐνδιαφέρον καὶ ἡ ὀλίγη ἐκείνη γνῶσις ποὺ ἔχει, θὰ τοῦ ἀφαιρεθῇ. |
26 Καὶ ἔλεγεν· Οὕτως ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὡς ἂν ἄνθρωπος βάλῃ τὸν σπόρον ἐπὶ τῆς γῆς, | 26 Και έλεγεν· “έτσι ομοιάζει η βασιλεία του Θεού, με ένα άνθρωπον που ρίπτει τον σπόρον εις την γην, | 26 Καὶ ἔλεγεν· Ἔτσι ὁμοιάζει ἡ διάδοσις καὶ πρόοδος τοῦ Εὐαγγελίου τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ εἰς τὰς καρδίας τῶν ἐπιδεκτικῶν ἀνθρώπων, σὰν νὰ ρίψῃ ἕνας ἄνθρωπος τὸν σπόρον ἐπὶ τῆς γῆς. (Οὕτω καὶ ὁ Κύριος ἢ οἱ διάκονοί του οἱ συνεχίζοντες τὸ ἔργον του, ρίπτουν εἰς τὰς ψυχὰς τῶν ἐπιδεκτικῶν ἀνθρώπων τὸν σπόρον τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας καὶ ἀληθείας). |
27 καὶ καθεύδῃ καὶ ἐγείρηται νύκτα καὶ ἡμέραν, καὶ ὁ σπόρος βλαστάνῃ καὶ μηκύνηται ὡς οὐκ οἶδεν αὐτός. | 27 και έπειτα κοιμάται και σηκώνεται νύκτα και ημέραν, χωρίς να φροντίζη δια την βλάστησιν της σποράς και ο σπόρος βλαστάνει και μεγαλώνει κατά ένα μυστηριώδη τρόπον, που δεν τον γνωρίζει ο γεωργός. | 27 Καὶ αὐτός, ποὺ ἔσπειρε τὸν σπόρον εἰς τὴν γῆν, κοιμᾶται καὶ σηκώνεται νύκτα καὶ ἡμέραν χωρὶς νὰ κάνῃ τίποτε διὰ τὴν βλάστησιν καὶ αὔξησιν τοῦ σπόρου. Καὶ ὅμως ὁ σπόρος, διότι ἔχει μέσα του ζωτικὴν δύναμιν, αὐξάνει καὶ μεγαλώνει κατὰ τρόπον, ποὺ καὶ αὐτὸς ὁ γεωργὸς δὲν ἠξεύρει. |
28 αὐτομάτη ἡ γῆ καρποφορεῖ, πρῶτον χόρτον, εἶτα στάχυν, εἶτα πλήρη σῖτον ἐν τῷ στάχυϊ. | 28 Διότι μόνη της η γη καρποφορεί, βλαστάνει δηλαδή, πρώτον τον χόρτον, έπειτα τον στάχυν και ύστερα τον μεστωμένον και πλήρη σίτον μέσα στον στάχυν. (Η αύξησις της χριστιανικής ζωής γίνεται από τον Θεόν κατά ένα μυστηριώδη τρόπον, που δεν υποπίπτει αμέσως εις την αντίληψιν του ανθρώπου). | 28 Διότι μόνη της ἡ γῆ καὶ χωρὶς τὴν συνεργασίαν ἐκείνου, ποὺ ἔσπειρε τὸν σπόρον, καρποφορεῖ πρῶτον χόρτον, ποὺ φυτρώνει ἀπὸ τὸν σπόρον, ὕστερα στάχυν καὶ ἔπειτα σῖτον δεμένον καὶ γεμᾶτον μέσα εἰς τὸν στάχυν. (Ἔτσι καὶ ἡ αὔξησις τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἰς κάθε ἐπιδεκτικὴν καρδίαν. Δὲν φαίνεται μὲν καὶ παραμένει μυστηριώδης, πλὴν ὅμως εἶναι βεβαία καὶ πραγματική). |
29 ὅταν δὲ παραδῷ ὁ καρπός, εὐθέως ἀποστέλλει τὸ δρέπανον, ὅτι παρέστηκεν ὁ θερισμός. | 29 Οταν δε ο καρπός ωριμάση και είναι έτοιμος προς θερισμόν, αμέσως ο γεωργός αποστέλλει τον θεριστήν με το δρεπάνι, διότι έχει φθάσει ο καιρός του θερισμού”. | 29 Ὅταν δὲ εἰς τὸν ἀγρὸν ὁ καρπὸς παραδοθῇ ὥριμος πρὸς θερισμόν, τότε ὁ κύριος τοῦ ἀγροῦ ἀποστέλλει ἀμέσως τὸν θεριστήν, ποὺ κρατεῖ τὸ δρέπανον, διότι ἦλθεν ὁ καιρὸς τοῦ θερισμοῦ. (Καὶ σεῖς λοιπόν, ποὺ θὰ συνεχίσετε τὸ ἔργον μου, νὰ εἶσθε βέβαιοι, ὅτι ἡ σπορά, ποὺ θὰ κάμετε εἰς τὰς ψυχὰς τῶν ἐπιδεκτικῶν ἀνθρώπων, δὲν θὰ χαθῇ. Ὁ λόγος θὰ καρποφορήσπη κατὰ τρόπον μυστηριώδη καὶ ἄγνωστον εἰς σᾶς, καὶ ὅταν ἡ καρποφορία αὐτὴ ὠριμάσῃ διὰ τὸν καθένα, ἡ πρόνοια τοῦ μεγάλου Γεωργοῦ θὰ ἐπισυνάξῃ τὸν καρπόν). |
30 Καὶ ἔλεγε· Πῶς ὁμοιώσωμεν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ἢ ἐν τίνι παραβολῇ παραβάλωμεν αὐτὴν; | 30 Και έλεγεν· “πως να παρομοιάσωμεν την βασιλείαν του Θεού; Η με ποίαν παραβολήν και εικόνα να την παραβάλωμεν; | 30 Καὶ ἔλεγε· Μὲ τί νὰ παρομοιάσωμεν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ποὺ διὰ τοῦ κηρύγματος διαδίδεται εἰς τὰς καρδίας τῶν ἀνθρώπων καὶ διὰ τῆς Ἐκκλησίας ἐγκαθιδρύεται καὶ ἐπὶ τῆς γῆς; Καὶ μὲ ποίαν παραβολὴν καὶ εἰκόνα νὰ παραβάλωμεν τὴν αὔξησιν καὶ ἐπέκτασιν αὐτῆς; |
31 ὡς κόκκον σινάπεως, ὃς ὅταν σπαρῇ ἐπὶ τῆς γῆς, μικρότερος πάντων τῶν σπερμάτων ἐστὶ τῶν ἐπὶ τῆς γῆς· | 31 Ομοιάζει με κόκκον σιναπιού, ο οποίος, όταν σπαρή εις την γην, είναι μικρότερος από όλους τους σπόρους που υπάρχουν εις την γην. | 31 Ὁμοιάζει σὰν τὸν μικρὸν σπόρον τοῦ σιναπιοῦ, ὁ ὁποῖος τὴν ὥραν, ποὺ σπέρνεται ἐπάνω εἰς τὴν γῆν, εἶναι μικρότερος ἀπὸ ὅλους τοὺς σπόρους τῆς γῆς. |
32 καὶ ὅταν σπαρῇ, ἀναβαίνει καὶ γίνεται μεῖζων πάντων τῶν λαχάνων, καὶ ποιεῖ κλάδους μεγάλους, ὥστε δύνασθαι ὑπὸ τὴν σκιὰν αὐτοῦ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνοῦν. | 32 Και όταν σπαρή, ξεπετιέται και γίνεται μεγαλύτερο απ' όλα τα λάχανα, και κάμνει μεγάλους κλάδους, ώστε να ημπορούν τα πουλιά του ουρανού να κατασκηνώνουν κάτω από την σκιαν του”. | 32 Καὶ ὅταν σπαρῇ, φυτρώνει πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ γίνεται ἀπὸ ὅλα τὰ λάχανα καὶ τοὺς θάμνους μεγαλύτερος, καὶ κάνει κλάδους μεγάλους, ὥστε κάτω ἀπὸ τὴν σκιάν του νὰ μποροῦν νὰ φωλιάζουν τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ. Ἔτσι καὶ αἱ ἀρχαὶ τῆς αὐξήσεως καὶ ἑξαπλώσεως τῆς Ἐκκλησίας μου καὶ τοῦ ὑπ’ αὐτῆς σπειρομένου εἰς τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων λόγου μου εἶναι ἀφανεῖς καὶ ἄσημοι, ἀλλὰ βαθμηδὸν αἱ κατακτήσεις των γίνονται καταπληκτικοί. Ὁ λόγος δὲ τοῦ εὐαγγελίου, ὁ διὰ τῆς ὁλονὲν ἑξαπλουμένης Ἐκκλησίας κηρυττόμενος, ὅταν καλλιεργηθῇ εἰς τὰς ἐπιδεκτικὰς καρδίας ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δημιουργεῖ τεραστίας κατακτήσεις καὶ παρέχει προστασίαν καὶ ἀνάπαυσιν εἰς τὰς ψυχάς. |
33 Καὶ τοιαύταις παραβολαῖς πολλαῖς ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον, καθὼς ἠδύναντο ἀκούειν, | 33 Και με τέτοιες πολλές παραβολές εδίδασκεν εις αυτούς τον λόγον του Θεού, αναλόγως με την ικανότητα που είχαν οι ακροαταί του να ακούουν και να ενοούν. | 33 Καὶ μὲ πολλὲς τέτοιες παραβολὲς ἐδίδασκεν εἰς αὐτοὺς τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν ἱκανότητα ποὺ εἶχαν οἱ ἀκροαταὶ νὰ ἀκούουν καὶ διατηροῦν εἰς τὴν μνήμην των τὰ διδασκόμενα, ὥστε καὶ ἐὰν τότε δὲν ἠδύναντο νὰ κατανοήσουν μερικά, νὰ τὰ ἐνθυμῶνται διὰ τῶν παραβολῶν καὶ οἱ ἐπιδεκτικοὶ νὰ κατανοήσουν ταῦτα βραδύτερον. |
34 χωρὶς δὲ παραβολῆς οὐκ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον· κατ’ ἰδίαν δὲ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἐπέλυε πάντα. | 34 Χωρίς δε παραβολήν δεν εδίδασκεν αυτούς. Ιδιαιτέρως δε στους μαθητάς εξηγούσε όλα και έλυε τας απορίας των. (Ολα όσα ερωτούσαν και εδιψούσαν να μάθουν. Παντοτε ο Θεός κατά πολλούς τρόπους απαντά εις τας απορίας και πληροφορεί τους πιστούς περί του θελήματός του). | 34 Χωρὶς παραβολὴν δὲ δὲν ἐδίδασκεν αὐτούς. Ἰδιαιτέρως ὅμως εἰς τοὺς μαθητάς του ἐξηγεῖ καὶ διεσαφήνιζεν ὅλα, ὅσα τὸν ἠρώτων. |
35 Καὶ λέγει αὐτοῖς ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ὀψίας γενομένης· Διέλθωμεν εἰς τὸ πέραν. | 35 Αργά εκείνην την ημέραν λέγει εις αυτούς· “ας περάσωμεν στο απέναντι μέρος”. | 35 Καὶ ὅταν ἐβράδυασε κατ’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν, ποὺ εἶπε τὰς παραβολὰς αὐτάς, λέγει εἰς αὐτούς· Ἂς περάσωμεν ἀπέναντι. |
36 καὶ ἀφέντες τὸν ὄχλον παραλαμβάνουσιν αὐτὸν ὡς ἦν ἐν τῷ πλοίῳ· καὶ ἄλλα δὲ πλοῖα ἦν μετ’ αὐτοῦ. | 36 Και αφού αφήκαν τον λαόν, παρέλαβαν αυτόν οι μαθηταί, όπως ευρίσκετο στο πλοίον· ήσαν δε και άλλα πλοία, που έπλεαν μαζή του. | 36 Καὶ ἀφοῦ ἀφῆκε τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ εἰς τὴν παραλίαν, τὸν παίρνουν μαζί των οἰ μαθηταί, ὅπως ἦτο ὁ Κύριος μέσα εἰς τὸ πλοῖον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον προηγουμένως ἐδίδασκε τὰ πλήθη. Ἦσαν δὲ καὶ ἄλλα πλοιάρια, ποὺ ἔπλεαν μαζὶ μὲ τὸ πλοῖον τοῦ Κυρίου. |
37 καὶ γίνεται λαῖλαψ ἀνέμου μεγάλη, τὰ δὲ κύματα ἐπέβαλλεν εἰς τὸ πλοῖον, ὥστε ἤδη αὐτὸ βυθίζεσθαι. | 37 Και αίφνης εξέσπασε μεγάλη θύελλα, τα δε κύματα, εκτυπούσαν το πλοίον και ανέβαιναν εις αυτό, ώστε εκινδύνευε να βυθισθή. | 37 Καὶ γίνεται μεγάλη ἀνεμοζάλη, τὰ κύματα δὲ έκτυποῦσαν ἐπάνω εἰς τὸ πλοῖον, ὥστε ἐκινδύνευε πλέον αὐτὸ νὰ βυθισθῇ. |
38 καὶ ἦν αὐτὸς ἐπὶ τῇ πρύμνῃ ἐπὶ τὸ προσκεφάλαιον καθεύδων· καὶ διεγείρουσιν αὐτὸν καὶ λέγουσιν αὐτῷ· Διδάσκαλε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἀπολλύμεθα; | 38 Και εκείνος εκοιμάτο εις την πρύμνην στο προσκέφαλον, που ήτο στο κάθισμα. Και τον εξύπνησαν οι μαθηταί και του λέγουν· “διδάσκαλε, δεν σε μέλλει που χανόμεθα;” | 38 Καὶ ἐξηκολούθει αὐτὸς νὰ κοιμᾶται εἰς τὴν πρύμνην εἰς τὸ ἐπάνω μέρος τοῦ θρανίου, ποὺ ἦτο ἐκεῖ. Καὶ τὸν ἐξύπνησαν καὶ τοῦ εἶπαν· Διδάσκαλε, δὲν σὲ μέλει ποὺ χανόμεθα; |
39 καὶ διεγερθεὶς ἐπετίμησε τῷ ἀνέμῳ καὶ εἶπε τῇ θαλάσσῃ· Σιώπα, πεφίμωσο. καὶ ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος, καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη. | 39 Και αφού εσηκώθη επέπληξε τον άνεμον και είπεν εις την θάλασσαν· “σώπα, πάψε αμέσως”. Και κατέπαυσεν ο άνεμος και έγινε μεγάλη γαλήνη. | 39 Καὶ ἀφοῦ ἐσηκώθη, ἐπέπληξε τὸν ἄνεμον καὶ εἶπεν εἰς τὴν θάλασσαν· Σώπα, βουβάθητι. Καὶ κατέπεσεν ὁ ἄνεμος καὶ ἔγινε μεγάλη γαλήνη εἰς τὴν θάλασσαν. |
40 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Τί δειλοί ἐστε οὕτω; πῶς οὐκ ἔχετε πίστιν; | 40 Και είπεν εις αυτούς· διατί είσθε τόσον δειλοί; Πως, αφού είδατε τόσα θαύματα, δεν έχετε πίστιν;” | 40 Καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· Διατὶ εἶσθε τόσον δειλοί, ὥστε νὰ τὰ χάνετε; Ἀφοῦ τόσα θαύματα μὲ εἶδατε νὰ κάνω, πῶς δὲν ἔχετε πίστιν ἀκλόνητον, ὥστε νὰ μὴ ἀνησυχῆτε, ὅταν μὲ ἔχετε πλησίον σας; |
41 καὶ ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν καὶ ἔλεγον πρὸς ἀλλήλους· Τίς ἄρα οὗτός ἐστιν, ὅτι καὶ ὁ ἄνεμος καὶ ἡ θάλασσα ὑπακούουσιν αὐτῷ; | 41 Και κατελήφθησαν από μεγάλον φόβον και θαυμασμόν και έλεγαν ο ένας στον άλλον· “ποιός, λοιπόν, είναι αυτός, αφού και ο άνεμος και η θάλασσα τον υπακούουν;” (Υποτάσσονται εις αυτόν όχι μόνον αι ασθένειαι, ο θάνατος και οι δαίμονες, αλλά και αυτά τα στοιχεία της φύσεως). | 41 Καὶ ἐφοβήθησαν φόβον εὐλαβείας μεγάλον διὰ τὴν παρουσίαν καὶ ἐνέργειαν τῆς θείας δυνάμεως. Καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον· Ποῖος λοιπὸν νὰ εἶναι αὐτός; Εἶναι πολὺ μεγαλύτερος ἀπὸ ὅ,τι τὸν ἐθεωρούσαμεν ἕως τώρα, διότι καὶ ὁ ἄνεμος καὶ ἡ θάλασσα τὸν ὑπακούουν. |