Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 (Ι)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Καὶ ἐκεῖθεν ἀναστὰς ἔρχεται εἰς τὰ ὅρια τῆς Ἰουδαίας διὰ τοῦ πέραν τοῦ Ἰορδάνου, καὶ συμπορεύονται πάλιν ὄχλοι πρὸς αὐτόν, καὶ ὡς εἰώθει, πάλιν ἐδίδασκεν αὐτούς. 1 Από εκεί εσηκώθη ο Ιησούς και ήλθε εις τα σύνορα της Ιουδαίας, προχωρήσας από την περιοχήν που είναι ανατολικά από τον Ιορδάνην. Και πλήθη λαού έρχονται μαζή πάλιν προς αυτόν. Και καθώς εσυνήθιζε, τους εδίδασκε πάλιν. 1 Καὶ ἀπ’ ἐκεῖ ἐσηκώθη καὶ ἦλθεν εἰς τὰ σύνορα τῆς Ἰουδαῖος ὄχι διὰ τῆς Σαμαρείας, ἀλλὰ διὰ τοῦ τόπου ποὺ εἶναι πέραν ἀπὸ τὴν ὄχθην τοῦ Ἰορδάνου, ἤτοι διὰ τῆς Περαίας. Καὶ ἐπῆγαν πρὸς αὐτὸν μαζὶ πλήθη λαοῦ. Καὶ καθὼς συνήθιζε, πάλιν ἐδίδασκεν αὐτούς.
2 καὶ προσελθόντες οἱ Φαρισαῖοι ἐπηρώτων αὐτὸν εἰ ἔξεστιν ἀνδρὶ γυναῖκα ἀπολῦσαι, πειράζοντες αὐτόν. 2 Και προσελθόντες οι Φαρισαίοι τον ερωτούσαν, εάν επιτρέπεται στον άνδρα να διώξη και να δώση διαζύγιον εις την γυναίκα του. (Του απηύθηναν αυτήν την ερώτησιν με πονηράν διάθεσιν, διότι ήλπιζαν να λάβουν παρεξηγήσιμον απάντησιν, ώστε να έχουν αφορμήν να τον κατηγορήσουν). 2 Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐπλησίασαν οἱ Φαρισαῖοι, τὸν ἠρώτησαν, ἐὰν ἐπιτρέπεται εἰς ἄνδρα νὰ χωρίσῃ τὴν γυναῖκα του. Τοῦ ἔκαμαν δὲ τὴν ἐρώτησιν αὐτὴν πειράζοντες αὐτόν, διὰ νὰ εὕρουν ἀφορμὴν νὰ τὸν κατηγορήσουν, ὅτι περιώριζε τὴν ἐλευθερίαν εἰς τὸ ζήτημα τοῦ διαζυγίου· τοῦτο δὲ καὶ πλείστους ἐκ τοῦ λαοῦ θὰ δυσηρέστει, ἴσως δὲ καὶ εἰς τὸν Ἡρῴδην θὰ τὸν ἐξέθετεν.
3 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· Τί ὑμῖν ἐνετείλατο Μωϋσῆς; 3 Αυτός δε απήντησεν και τους είπε· “ποίαν εντολήν σας έδωσε ο Μωϋσής;” 3 Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη καὶ τοὺς εἶπε· Ποίαν ἐντολὴν σᾶς ἔδωκεν ὁ Μωϋσῆς περὶ τούτου;
4 οἱ δὲ εἶπον· Ἐπέτρεψε Μωϋσῆς βιβλίον ἀποστασίου γράψαι καὶ ἀπολῦσαι. 4 Εκείνοι δε είπον· “ο Μωϋσής επέτρεψεν στον άνδρα να δώση γραπτόν διαζύγιον εις την γυναίκα και να την απολύση”. 4 Αὐτοὶ δὲ εἶπον· ὁ Μωϋσῆς ἐπέτρεψεν εἰς τὸν ἄνδρα νὰ γράψῃ ἔγγραφον, εἰς τὸ ὁποῖον νὰ βεβαιώνεται, ὅτι ἔκαμε διαζύγιον μὲ τὴν γυναῖκα του καὶ τότε νὰ τὴν χωρίσῃ.
5 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Πρὸς τὴν σκληροκαρδίαν ὑμῶν ἔγραψεν ὑμῖν τὴν ἐντολὴν ταύτην· 5 Και αποκριθείς ο Ιησούς τους είπεν· “ο Μωϋσής ένεκα της σκληροκαρδίας σας και της βαρβαρότητός σας (δια να προλάβη χειρότερα εγκλήματα, που ημπορούσατε να κάμετε εις βάρος της συζύγου σας) συγκατέβη και έδωσε αυτήν την εντολήν. 5 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ τοὺς εἶπεν· Ὁ Μωϋσῆς ἀπέβλεψε πρὸς τὴν σκληρότητα τῶν καρδιῶν σας καὶ τὴν ἄξεστον καὶ ἀπολίτιστον φύσιν σας καὶ δι’ αὐτὸ ἔγραψε τὴν ἐντολὴν αὐτήν, διὰ νὰ σᾶς προφυλάξῃ ἀπὸ μεγαλύτερα κακά. Διότι καὶ εἰς φόνον ἀκόμη θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ φθάσετε, διὰ νὰ ἀπαλλαγῆτε ἀπὸ τὴν ἀνεπιθύμητον γυναῖκα σας.
6 ἀπὸ δὲ ἀρχῆς κτίσεως ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς ὁ Θεὸς· 6 Από δε την αρχήν της δημιουργίας ένα άνδρα και μίαν γυναίκα έπλασε ο Θεός (δια να συγκρατηθή ισόβιον ανδρόγυνον, χωρίς δυνατότητα διαζυγίου). 6 Ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τῆς δημιουργίας ὅμως ὁ Θεὸς ἔκαμε τοὺς πρωτοπλάστους ἕνα ἄνδρα καὶ μίαν γυναῖκα, ὥστε οὔτε ὁ ἀνὴρ ἠδύνατο νὰ ἀποκτήσῃ δευτέραν σύζυγον χωρίζων τὴν πρώτην, οὔτε ἡ γυνὴ ἠδύνατο νὰ χωρισθῇ ἀπὸ τὸν πρῶτον σύζυγόν της καὶ νὰ συνδεθῇ μὲ ἄλλον. Ἐὰν ὁ Δημιουργὸς ἐνομοθέτει τότε καὶ τὸ διαζύγιον, δὲν θὰ ἐδημιούργει μίαν μόνον, ἀλλὰ περισσοτέρας διὰ τὸν ἕνα ἄνδρα γυναῖκας.
7 ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα, καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν. 7 Δι' αυτό, σύμφωνα με τους λόγους της Αγίας Γραφής, θα εγκαταλείψη ο άνθρωπος τον πατέρα και την μητέρα αυτού και θα προσκολληθή εις την μίαν και μονήν γυναίκα του και οι δύο σύζυγοι θα είναι πλέον ένα σώμα. 7 Διότι δὲ ἕνα ἄνδρα καὶ μίαν γυναῖκα ἐδημιούργησεν ἐξ ἀρχῇς ὁ Θεός, δι’ αὐτὸ σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους τῆς Ἁγίας Γραφῆς θὰ ἐγκαταλείψῃ ὁ ἄνθρωπος τὸν πατέρα του καὶ τὴν μητέρα του καὶ θὰ προσκολληθῇ εἰς τὴν μίαν καὶ μόνην γυναῖκα του. Εἶναι λοιπὸν ὁ δεσμὸς τῶν συζύγων στενώτερος ἀπὸ τὸν δεσμὸν τῶν τέκνων πρὸς τοὺς γονεῖς. Καὶ οἱ δύο σύζυγοι θὰ εἶναι ἀπὸ τῆς πρώτης στιγμῆς τοῦ γάμου τῶν μία σάρξ, ἕνα σῶμα.
8 ὥστε οὐκέτι εἰσὶ δύο, ἀλλὰ μία σάρξ· 8 Ωστε δεν είναι πλέον δύο, όπως προηγουμένως, αλλά ένα σώμα. 8 Ὥστε εἰς τὸ ἑξῆς δὲν εἶναι πλέον δύο, ὅπως ἦσαν προτήτερα, ἀλλὰ ἕνα σῶμα.
9 ὃ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω· 9 Αυτό λοιπόν το ανδρόγυνον, το οποίον εις ένα σώμα έχει συνδέσει ο Θεός, ο άνθρωπος ας μη το χωρίζη”. 9 Ἐκεῖνο λοιπὸν ποὺ ὁ Θεὸς ἤνωσεν εἰς ἕνα σῶμα, ὁ ἄνθρωπος ἂς μὴ τὸ χωρίζῃ.
10 καὶ εἰς τὴν οἰκίαν πάλιν οἱ μαθηταὶ περὶ τούτου ἐπηρώτων αὐτόν, 10 Και εις την οικίαν πάλιν οι μαθηταί του τον ερωτούσαν δια το θέμα αυτό. 10 Καὶ εἰς τὸ σπίτι πάλιν τὸν ἠρώτησαν οἱ μαθηταί του διὰ τὸ αὐτὸ ζήτημα.
11 καὶ λέγει αὐτοῖς· Ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ γαμήσῃ ἄλλην, μοιχᾶται ἐπ’ αὐτήν· 11 Και εκείνος τους είπε· “Οποιος χωρίσει την γυναίκα του και νυμφευθή άλλην, διαπράττει μοιχείαν εις βάρος της νομίμου συζύγου του. 11 Καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· Ἐκεῖνος ποὺ θὰ χωρίσῃ τὴν γυναῖκα του καὶ θὰ ἔλθῃ εἰς γάμον μὲ ἄλλην, γίνεται μοιχὸς εἰς βάρος τῆς νομίμου συζύγου του.
12 καὶ ἐὰν γυνὴ ἀπολύσασα τὸν ἄνδρα γαμηθῇ ἄλλῳ, μοιχᾶται. 12 Και εάν μία γυναίκα χωρίση τον άνδρα της και υπανδρευθή άλλον, διαπράττει μοιχείαν”. 12 Καὶ ἐὰν μία γυναῖκα χωρίσῃ τὸν ἄνδρα της καὶ ἔλθῃ εἰς γάμον μὲ ἄλλον, διαπράττει μοιχείαν καὶ λέγεται μοιχαλίς.
13 Καὶ προσέφερον αὐτῷ παιδία, ἵνα αὐτῶν ἅψηται· οἱ δὲ μαθηταὶ ἐπετίμων τοῖς προσφέρουσιν. 13 Και προσέφεραν εις αυτόν τα παιδιά, δια να τα εγγίση με τα χέρια του. Οι δε μαθηταί (διότι ενόμιζαν ταπεινωτικόν δια τον Κυριον να σχολήται με τα παιδιά, ήθελαν δε να τον προφυλάξουν και από ενοχλήσεις) επέπλητταν εκείνους που τα έφεραν. 13 Καὶ τοῦ ἔφεραν μερικὰ μικρὰ παιδιά, διὰ νὰ τὰ ἐγγίσῃ μὲ τὰς χεῖρας του, οἰ μαθηταὶ ὅμως ἐπέπληττον αὐτοὺς ποὺ τὰ ἔφερναν, ἐπειδὴ ἐνόμιζαν, ὅτι δὲν ἥρμοζεν εἰς τὸν Χριστὸν νὰ τὸν ἀπασχολοῦν διὰ μικρὰ παιδιά.
14 ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ἠγανάκτησε καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ἄφετε τὰ παιδία ἔρχεσθαι πρός με, καὶ μὴ κωλύετε αὐτά· τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 14 Οταν όμως ο Ιησούς είδεν αυτό, ηγανάκτησε και τους είπε· “αφήστε τα παιδιά να έρχωνται εις εμέ και μη τα εμποδίζετε. Διότι εις τα παιδιά αυτά και εις εκείνους, που με την απλότητα των ομοιάζουν με τα απονήρευτα παιδιά, ανήκει η βασιλεία των ουρανών. 14 Ὅταν ὅμως εἶδεν αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς, ἠγανάκτησε καὶ εἶπε πρὸς τοὺς μαθητάς· Ἀφήσατε τὰ παιδία νὰ ἔρχωνται πλησίον μου καὶ μὴ τὰ ἐμποδίζετε· διότι δι’ αὐτούς, ποὺ θὰ γίνουν σὰν αὐτὰ καὶ θὰ ἀποκτήσουν παιδικὴν καρδίαν καὶ διάθεσιν, εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
15 ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὃς ἐὰν μὴ δέξηται τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ὡς παιδίον, οὐ μὴ εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν. 15 Σας διαβεβαιώνω, ότι όποιος δεν θα δεχθή την βασιλείαν του Θεού με την εμπιστοσύνην και την απλότητα ενός παιδιού, δεν θα εισέλθη εις αυτήν”. 15 Ἀληθῶς σᾶς λέγω· ἐκεῖνος ποὺ δὲν θὰ δεχθῇ τὸν λόγον καὶ τὸ κήρυγμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ μὲ ἀφέλειαν καὶ ἐμπιστοσύνην καὶ ταπείνωσιν σὰν αὐτήν, ποὺ δεικνύουν τὰ παιδιὰ εἰς τοὺς γονεῖς καὶ διδασκάλους των, δὲν θὰ εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν.
16 καὶ ἐναγκαλισάμενος αὐτὰ κατηυλόγει τιθεὶς τὰς χεῖρας ἐπ’ αὐτά. 16 Και αφού τα αγκαλιασε έβαλε επάνω των τα χέρια του και τα ευλογούσε πολλές φορές και με πολλήν στοργήν. 16 Καὶ ἀφοῦ ἐπῆρεν αὐτὰ εἰς τὰς ἀγκάλας του, ἔθετε τὰς χεῖρας του ἐπάνω των καὶ τὰ εὐλόγει μὲ ὅλην τὴν στοργήν του.
17 Καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ εἰς ὁδὸν προσδραμὼν εἷς καὶ γονυπετήσας αὐτὸν ἐπηρώτα αὐτόν· Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσω ἵνα ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; 17 Και καθώς έβγαινε ο Ιησούς στον δρόμον, έτρεξε εμπρός εις αυτόν ένας και αφού εγονάτισε, τον ηρώτησε· “διδάσκαλε αγαθέ, τι πρέπει να κάμω δια να κληρονομήσω την αιώνιον ζωήν;” 17 Καὶ ἐνῷ ἔβγαινεν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὸ σπίτι εἰς τὸν δρόμον, ἔτρεξε πρὸς αὐτὸν ἕνας καὶ ἀφοῦ ἐγονάτισεν ἐμπρός του, τὸν ἠρώτα· Διδάσκαλε ἀγαθέ, τὶ νὰ κάμω διὰ νὰ κληρονομήσω ζωὴν αἰώνιον;
18 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. 18 Ο δε Ιησούς του είπεν· “εφ' όσον με θεωρείς ως ένα απλούν άνθρωπον, διατί με ονομάζεις αγαθόν; Κανείς δεν είναι πλήρως και τελείως αγαθός, ειμί μόνον ένας, ο Θεός. 18 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπεν· Ἀφοῦ ἀπευθύνεσαι πρὸς ἐμὲ μὲ τὴν ἰδέαν ὅτι εἶμαι ἄνθρωπος ἁπλοῦς, διατὶ μὲ ἀποκαλεῖς ἀγαθόν; Κανεὶς δὲν εἶναι καθ’ αὑτὸ καὶ ἐξ ἑαυτοῦ ἀγαθὸς παρὰ μόνον ἕνας, ὁ Θεός.
19 τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, μὴ ἀποστερήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα. 19 Τας εντολάς τας γνωρίζεις· να μη μοιχεύσης, να μη φονεύσης, να μη κλέψης, να μη ψευδομαρτυρήσης, να μη στερήσης τον πλησίον σου απ' ο,τι του ανήκει, να τιμάς τον πατέρα σου και την μητέρα σου”. 19 Γνωρίζεις τὰς ἐντολάς· Νὰ μὴ μοιχεύσῃς, νὰ μὴ φονεύσῃς, νὰ μὴ κλέψῃς, νὰ μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, νὰ μὴ στερήσῃς τὸν ἄλλον ἀπὸ ἐκεῖνο, ποὺ τοῦ ἀνήκει, νὰ τιμᾷς τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου.
20 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ· Διδάσκαλε, ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. 20 Αυτός δε του απήντησε· “διδάσκαλε, όλα αυτά τα έχω φυλάξει από τότε, που ήμην νέος”. 20 Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη καὶ τοῦ εἶπε· Διδάσκαλε,ὅλα αὐτὰ τὰ ἐφύλαξα ἀπὸ τὰ χρόνια ποὺ ἤμην νέος.
21 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτὸν καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἕν σοι ὑστερεῖ· εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε, ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι, ἄρας τὸν σταυρόν σου. 21 Ο δε Ιησούς τον παρετήρησε με πολλήν προσοχήν, τον συνεπάθησε και του είπε· “ένα σου λείπει· αν θέλης να είσαι τέλειος, πήγαινε, πώλησε όσα έχεις και δώσε τα στους πτωχούς, και θα αποκτήσης θησαυρόν στον ουρανόν και έλα ακολούθησέ με, έχων την απόφασιν και σταυρικόν ακόμη θάνατον να υπομείνης προς χάριν μου”. 21 Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀφοῦ τὸν παρετήρησε μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον, τὸν συνεπάθησε καὶ τοῦ εἶπεν· Ἕνα σοῦ λείπει· ἐὰν θέλῃς νὰ εἶσαι τέλειος, πήγαινε καὶ πώλησε ὅσα ἔχεις καὶ δός τα εἰς τοὺς πτωχούς, καὶ θὰ ἔχῃς θησαυρὸν καὶ πλοῦτη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσῃς, ἀφοῦ λάβῃς τὴν ἀπόφασιν νὰ ὑποστῇς ἀκόμη καὶ σταυρικὸν θάνατον διὰ τὴν ἐμμονὴν εἰς τὸ καθῆκον.
22 ὁ δὲ στυγνάσας ἐπὶ τῷ λόγῳ ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά. 22 Εκείνος όμως ετενοχωρήθηκε και εσκυθρώπασε και έφυγε λυπημένος. Και τούτο, διότι είχε κτήματα πολλά, εις τα οποία ήτο δεμένη και προσκολλημένη η καρδιά του (και τα οποία τον έκαμαν, παρά την φαινομενικήν του διάθεσιν, να μη έχη ειλικρινή αγάπην προς τον Θεόν και τον πλησίον). 22 Αὐτὸς ὅμως ἐσκυθρώπασε διὰ τὸν λόγον αὐτὸν ποὺ ἤκουσε, καὶ ἔφυγε λυπημένος· διότι εἶχε πολλὰ κτήματα καὶ ἡ καρδία του ἦτο δεμένη εἰς αὐτά, δι’ αὐτὸ δὲ τοῦ ἐφάνη βαρὺ καὶ ἀδύνατον τὸ πρᾶγμα.
23 καὶ περιβλεψάμενος ὁ Ἰησοῦς λέγει τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελεύσονται! 23 Και αφού περιέφερε ο Ιησούς γύρω το βλέμμα του προς όσους είχαν παρακολουθήσει αυτήν την σκηνήν, είπε στους μαθητάς του· “πόσον δύσκολα θα μπουν εις την βασιλείαν των ουρανών αυτοί, που έχουν χρήματα πολλά”! 23 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀφοῦ ἐκύτταξε τριγύρω του διὰ νὰ διεγείρῃ τὴν προσοχὴν ἐκείνων, ποὺ εὑρίσκοντο ἐκεῖ, λέγει εἰς τοὺς μαθητάς του· Πόσον δύσκολα αὐτοί, ποὺ ἔχουν τὰ χρήματα, θὰ ἔμβουν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ!
24 οἱ δὲ μαθηταὶ ἐθαμβοῦντο ἐπὶ τοῖς λόγοις αὐτοῦ. ὁ δὲ Ἰησοῦς πάλιν ἀποκριθεὶς λέγει αὐτοῖς· Τέκνα, πῶς δύσκολόν ἐστι τοὺς πεποιθότας ἐπὶ χρήμασιν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν· 24 Οι δε μαθηταί έμειναν θαμπωμένοι από έκπληξιν και φόβον δια τα λόγια του αυτά. Ο Ιησούς όμως επήρε πάλιν τον λόγον και τους είπε· “παιδιά μου, πόσον δύσκολον είναι να εισέλθουν εις την βασιλείαν του Θεού αυτοί, που έχουν στηρίξει την πεποίθησίν των και τας ελπίδας των δια μίαν ευτυχισμένην ζωήν εις τα χρήματα! 24 Οἱ δὲ μαθηταὶ ἔμεναν κατάπληκτοι διὰ τοὺς λόγους αὐτούς. Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς ἔλαβε πάλιν τὸν λόγον καὶ τοὺς εἶπε· Παιδιά μου, πόσον δύσκολον εἶναι νὰ ἔμβῃ εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει στηρίξει τὴν πεποίθησίν του εἰς τὰ χρήματα καὶ ἀπὸ αὐτὰ μόνα ἐξαρτᾷ τὴν συντήρησίν του καὶ τὴν εὐδαιμονίαν του.
25 εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ῥαφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. 25 Είναι ευκολώτερον μίαν γκαμήλα να περάση από την μικράν τρύπαν που ανοίγει το βελόνι, παρά ο πλούσιος να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού”. 25 Εἶναι εὐκολώτερον μία γκαμήλα νὰ περάσῃ ἀπὸ τὴν μικρὰν τρύπαν, ποὺ ἀνοίγει ἡ βελόνα, παρὰ ἕνας πλούσιος νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
26 οἱ δὲ περισσῶς ἐξεπλήσσοντο λέγοντες πρὸς ἑαυτούς· Καὶ τίς δύναται σωθῆναι; 26 Εκείνοι δε ακόμη περισσότερον εξεπλήσσοντο και έλεγαν μεταξύ των· “και τότε ποιός ημπορεί να σωθή, αφού όλοι οι άνθρωποι είμεθα τόσον αδύνατοι; 26 Αὐτοὶ δὲ ὑπερβολικὰ ἠπόρουν καὶ ἐθαύμαζαν καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους· Καὶ ποῖος ἠμπορεῖ νὰ σωθῇ, ἀφοῦ εἶναι μέχρι τοῦ ἀδυνάτου δύσκολον νὰ σωθοῦν οἱ πλούσιοι;
27 ἐμβλέψας αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγει· Παρὰ ἀνθρώποις ἀδύνατον, ἀλλ’ οὐ παρὰ Θεῷ· πάντα γὰρ δυνατά ἐστι παρὰ τῷ Θεῷ. 27 —Τους εκύτταξε τότε με βλέμμα βαρυσήμαντον ο Ιησούς και τους είπε· “αυτό είναι πράγματι αδύνατον στους ανθρώπους, όχι όμως και στον Θεόν· διότι όλα είναι δυνατά στον Θεόν, ο οποίος και ημπορεί με την χάριν του να οδηγήση τους ανθρώπους, και αυτούς ακόμη τους πλουσίους, εις σωτηρίαν”. 27 Ἀφοῦ δὲ τοὺς ἐκύτταξεν ἐκφραστικὰ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Εἰς τοὺς ἀνθρώπους τοῦτο εἶναι ἀδύνατον, ἀλλ’ ὄχι καὶ εἰς τὸν Θεόν· διότι εἰς τὸν Θεὸν εἶναι ὅλα δυνατὰ καὶ ἀφοῦ διὰ τῆς χάριτός του ἐνισχύει τοὺς καλοδιαθέτους πλουσίους, καθιστᾷ λοιπὸν καὶ εἰς αὐτοὺς δυνατὴν τὴν σωτηρίαν.
28 Ἤρξατο ὁ Πέτρος λέγειν αὐτῷ· Ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήκαμέν σοι. 28 Ο Πετρος λαβών αφορμήν από την προτοπήν του Κυρίου προς τον πλούσιον να απαρνηθή τα κτήματά του, ήρχισε να λέγη προς τον Διδάσκαλον· “ιδού ημείς έχομεν εγκαταλείψει πάντα και σε ηκολουθήσαμεν”. 28 Καὶ ὁ Πέτρος ἐξ ἀφορμῆς τῆς προτροπῆς τοῦ Ἰησοῦ πρὸς τὸν πλούσιον ἤρχισε νὰ τοῦ λέγῃ· Ἰδού, ἡμεῖς ἔχομεν ἀφήσει ὅλα καὶ σὲ ἠκολουθήσαμεν.
29 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδείς ἐστιν ὃς ἀφῆκεν οἰκίαν ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ ἕνεκεν τοῦ εὐαγγελίου, 29 Απεκρίθη δε ο Ιησούς και είπε· “σας διαβεβαιώνω, ότι δεν υπάρχει κανείς, που να έχη αφήσει σπίτι η αδελφούς η αδελφάς η πατέρα η μητέρα η γυναίκα η τέκνα η αγρούς χάριν εμού και του Ευαγγελίου 29 Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· Ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι δὲν ὑπάρχει κανείς, ποὺ ἀφῆκε σπίτι ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγρούς, ἐπειδὴ τοῦ ἐγίνοντο ἐμπόδιον καὶ πολέμιοι εἰς τὴν πίστιν πρὸς ἐμὲ καὶ εἰς τὴν ὑπακοὴν εἰς τὸ εὐαγγέλιόν μου,
30 ἐὰν μὴ λάβῃ ἑκατονταπλασίονα νῦν ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ οἰκίας καὶ ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφὰς καὶ πατέρα καὶ μητέρα καὶ τέκνα καὶ ἀγροὺς μετὰ διωγμῶν, καὶ ἐν τῷ αἰῶνι τῷ ἐρχομένῳ ζωὴν αἰώνιον. 30 και να μη λάβη εκατονταπλάσια τώρα κατά τον χρόνον της παρούσης ζωής και οικίας και πνευματικούς αδελφούς και αδελφάς και πατέρα και μητέρα και τέκνα και αγρούς (διότι θα ενταχθή εις την μεγάλην πνευματικήν οικογένειαν, που λέγεται Εκκλησία). Αυτά όμως θα τα έχη με διωγμούς εκ μέρους των ασεβών και απίστων. Εις δε τον αιώνα που μέλλει να έλθη, θα λάβη ζωήν αιώνιον. 30 ποὺ νὰ μὴ λάβῃ ἑκατονταπλάσια, τώρα εἰς τὸν καιρὸν τοῦτον τῆς παρούσης ζωῆς. Θὰ λάβῃ αὐτὸς καὶ οἰκίας καὶ ἀδελφοὺς πνευματικοὺς καὶ ἀδελφὰς ἐν Χριστῷ καὶ πατέρα καὶ μητέρα καὶ τέκνα πνευματικὰ καὶ ἀγρούς, ὅλα δὲ αὐτὰ ἐν μέσῳ διωγμῶν, τοὺς ὁποίους θὰ ὑφίσταται δι’ ἐμὲ καὶ διὰ τοὺς ὁποίους οἱ εὐσεβεῖς θὰ τὸν συμπαθοῦν καὶ θὰ τὸν τιμοῦν περισσότερον. Εἰς τὸν αἰῶνα δὲ ποὺ μέλλει νὰ ἔλθῃ, θὰ λάβῃ ἀσφαλῶς οὗτος καὶ ζωὴν αἰώνιον.
31 πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶτοι. 31 Τοτε δε πολλοί, που εθεωρούντο πρώτοι στον κόσμον αυτόν, θα είναι τελευταίοι, οι δε τελευταίοι και άσημοι δια το όνομά μου θα είναι πρώτοι”. 31 Πολλοὶ δέ, ποὺ εἶναι εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν πρῶτοι, θὰ εἶναι ἐκεῖ τελευταῖοι, καὶ οἱ τελευταῖοι καὶ ἄσημοι, ποὺ καταδιώκονται καὶ ἀτιμάζονται δι’ ἐμὲ θὰ εἶναι πρῶτοι.
32 Ἦσαν δὲ ἐν τῇ ὁδῷ ἀναβαίνοντες εἰς Ἱεροσόλυμα· καὶ ἦν προάγων αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐθαμβοῦντο, καὶ ἀκολουθοῦντες ἐφοβοῦντο. καὶ παραλαβὼν πάλιν τοὺς δώδεκα ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν, 32 Ανέβαιναν δε τον δρόμον που ωδηγούσε προς τα Ιεροσόλυμα, και ο Ιησούς επροπορεύετο από αυτούς. Και οι μαθηταί καθώς έβλεπαν τον διδάσκαλον να προχωρή προς το μαρτύριον κατελήφθησαν από θάμβος (εμπρός στο μεγαλείο της θυσίας που ακτινοβολούσε η μορφή του”. Και καθώς με σεβασμόν τον ακολουθούσαν, εφοβούντο δι' όσα έμελλον να γίνουν εις Ιεροσόλυμα. Επήρε πάλιν τους δώδεκα ο Κυριος και ήρχισε να λέγη εις αυτούς όσα έμελλον να του συμβούν. 32 Ἐπροχώρουν δὲ καὶ ἀνέβαιναν εἰς τὸν δρόμον πρὸς Ἱεροσόλυμα. Καὶ ἐπροπορεύετο ἀπὸ αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς κα θάμβωναν ἀπὸ θαυμασμὸν οἱ μαθηταί, ποὺ τὸν ἔβλεπαν τόσον ἄφοβα καὶ μὲ τόσον θαρραλέαν ἀπόφασιν νὰ προχωρῇ πρὸς τὴν πόλιν, ὅπου ἐπρόκειτο νὰ πάθῃ τόσα. Καὶ ἐνῷ ἀπὸ σεβασμὸν τὸν ἠκολούθουν, ἐφοβοῦντο διὰ τὰ ὅσα θὰ τοὺς εὕρισκον εἰς Ἱεροσόλυμα. Καὶ ἀφοῦ ἐπῆρεν ἰδιαιτέρως τοὺς δώδεκα, ἤρχισε νὰ τοὺς λέγῃ ἐκεῖνα, ποὺ ἔμελλον νὰ τοῦ συμβαίνουν.
33 ὅτι Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, 33 Ελεγε δηλαδή ότι “ιδού αναβαίνομεν εις τα Ιεροσόλυμα και ο υιός του ανθρώπου θα παραδοθή στους αρχιερείς και στους γραμματείς και θα τον καταδικάσουν εις θάνατον, και θα τον παραδώσουν στους ειδωλολάτρας στρατιώτας της Ρωμης. 33 Τοὺς ἔλεγε δηλαδή, ὅτι ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας, θὰ παραδοθῇ εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ εἰς τοὺς γραμματεῖς καὶ θὰ τὸν καταδικάσουν εἰς θάνατον καὶ θὰ τὸν παραδώσουν εἰς τοὺς ἐθνικοὺς στρατιώτας τῆς Ρώμης.
34 καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτὸν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. 34 Και θα τον εμπαίξουν και θα τον μαστιγώσουν και θα τον φτύσουν και θα τον θανατώσουν, και την τρίτην ημέραν θα αναστηθή”. 34 Καὶ αὐτοὶ θὰ τὸν ἐμπαίξουν καὶ θὰ τὸν μαστιγώσουν καὶ θὰ τὸν ἐμπτύσουν καὶ θὰ τὸν φονεύσουν καὶ τὴν τρίτην ἡμέρα ἀπὸ τοῦ θανάτου του θὰ ἀναστηθῇ.
35 Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· Διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. 35 Και έρχονται προς αυτόν ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, τα παιδιά του Ζεβεδαίου, και λέγουν· “διδάσκαλε, θέλομεν να μας κάμης αυτό που θα ζητήσωμεν”. 35 Καὶ πηγαίνουν πρὸς αὐτὸν ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης, οἱ υἱοὶ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ λέγουν· Διδάσκαλε, θέλομεν νὰ μᾶς κάμῃς ἐκεῖνο, ποὺ θὰ σοῦ ζητήσωμεν.
36 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; 36 Αυτός δε τους είπε· “τι θέλετε να σας κάμω;” 36 Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε· Τί θέλετε νὰ σᾶς κάμω;
37 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου. 37 Εκείνοι απήντησαν· “όταν ως ένδοξος βασιλεύς καθίσης στον βασιλικόν θρόνον της Ιερουσαλήμ, δος μας να καθίσωμεν ένας εκ δεξιών σου και ένας εξ αριστερών σου”. 37 Αὐτοὶ δὲ τοῦ εἶπαν· Δός μας, ὅταν ἔλθῃς εἰς τὴν δόξαν σου καὶ θὰ ἀναβῇς εἰς τὸν ἐπίγειον βασιλικὸν θρόνον τοῦ Δαβὶδ νὰ καθίσωμεν ὁ ἕνας ἀπὸ τὰ δεξιά σου καὶ ὁ ἄλλος ἀπὸ τὰ ἀριστερά σου.
38 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; 38 Ο δε Ιησούς τους είπεν· “δεν ξέρετε τι ζητείτε. Ημπορείτε να πίετε το ποτήριον του πόνου και του μαρτυρίου, το οποίον εγώ πίνω, και να βαπτισθήτε το βάπτισμα του αίματος, το οποίον εγώ βαπτίζομαι;” 38 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε· Δὲν ξεύρετε, τί ζητάτε. Δὲν εἶναι τώρα καιρὸς κοσμικῶν μεγαλείων καὶ ἀξιωμάτων, ἀλλὰ κόπων καὶ διωγμῶν καὶ θανάτου μαρτυρικοῦ. Μπορεῖτε λοιπὸν νὰ πίετε τὸ ποτήριον τοῦ θανάτου, ποὺ πρόκειται ἐγὼ μετ’ ὀλίγον νὰ πίω, καὶ νὰ βαπτισθῆτε τὸ βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου, ποὺ μετ’ ὀλίγον θὰ ὑποστῶ;
39 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Δυνάμεθα. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Τὸ μὲν ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· 39 Εκείνοι δε χωρίς καλά-καλά να σκεφθούν, του είπαν· “ημπορούμεν”. Ο δε Ιησούς είπεν εις αυτούς· “το μεν ποτήριον του μαρτυρίου, το οποίον εγώ έντος ολίγου πίνω, θα το πίετε και το βάπτισμα της οδύνης και του αίματος και της θυσίας, το οποίον εγώ έντος ολίγου θα βαπτισθώ, θα το βαπτισθήτε. (Διότι και σεις θα δοκιμάσετε οδύνας και διωγμούς εξ αιτίας της πίστεώς σας εις εμέ). 39 Αὐτοὶ δὲ θέλοντες νὰ ἑξασφαλίσουν τὸ αἴτημά των τοῦ εἶπαν, χωρὶς νὰ τὸ σκεφθοῦν καλῶς· Δυνάμεθα. Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε· Τὸ μὲν ποτήριον τοῦ μαρτυρίου, τὸ ὁποῖον ἐγὼ ἐντὸς ὀλίγου πίνω, θὰ τὸ πίετε, καὶ τὸ βάπτισμα, τὸ ὁποῖον μετ’ ὀλίγον θὰ βαπτισθῶ εἰς τὴν θάλασσαν τῶν παθημάτων μου, θὰ βαπτισθῆτε. Διότι καὶ σεῖς θὰ ὑποστῆτε διωγμοὺς καὶ μαρτύριον διὰ τὸ εὐαγγέλιον.
40 τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ’ οἷς ἡτοίμασται. 40 Το να καθίσετε όμως εκ δεξιών μου και εξ αριστερών μου δεν είναι εις την εξουσίαν μου να το δώσω εις όποιον απλώς μου το ζητήσει, αλλά θα δοθή στους αξίους, εις αυτούς δηλαδή που θα ζήσουν σύμφωνα με το Ευαγγέλιον και θα αγωνισθούν, δια τους οποίους άλωστε και έχει ετοιμασθή”. 40 Τὸ νὰ καθίσετε ὅμως εἰς τὰ δεξιά μου καὶ εἰς τὰ ἀριστερά μου, δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐμὲ νὰ τὸ δώσω εἰς ὅποιον μοῦ τὸ ζητήσῃ, ἀλλὰ θὰ δοθῇ τοῦτο εἰς ἐκείνους, εἰς τοὺς ὁποίους ἔχει ἐτοιμασθῇ ἀπὸ τὸν δικαιοκρίτην Πατέρα μου, ποὺ κανονίζει τὰς ἀνταμοιβὰς σύμφωνα μὲ τὴν ἀρετὴν ἑκάστου.
41 καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου. 41 Οι άλλοι δέκα, όταν ήκουσαν αυτά, ήρχισαν να αγανακτούν δια την φιλόδοξον αυτήν συμπεριφοράν του Ιακώβου και του Ιωάννου. 41 Καὶ ὅταν ἤκουσαν αὐτὸ οἱ ἄλλοι δέκα μαθηταί, ἤρχισαν νὰ ἀγανακτοῦν διὰ τὴν συμπεριφορὰν αὐτὴν τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰωάννου, οἱ ὁποῖοι ἐζήτουν νὰ τοὺς παραγκωνίσουν καὶ νὰ τιμηθοῦν περισσότερον ἀπὸ αὐτούς.
42 ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· Οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. 42 Ο δε Ιησούς τους εκάλεσε κοντά του και τους είπε· “ξέρετε, ότι αυτοί που προβάλλονται σαν άρχοντες των εθνών, συμπεριφέρονται προς τους λαούς σαν να ήσαν απόλυτοι κύριοι αυτών. Και εκείνοι που κατέχουν ανάμεσα στους ανθρώπους μεγάλα αξιώματα, κάνουν κακήν χρήσιν της εξουσίας των και καταδυναστεύουν αυτούς, σαν να τους έχουν δούλους των. 42 Ὁ Ἰησοῦς δέ, ἀφοῦ τοὺς προσεκάλεσε, τοὺς εἶπε· Γνωρίζετε, ὅτι αὐτοὶ ποὺ νομίζονται καὶ φαίνονται ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν, συμπεριφέρονται πρὸς τοὺς λαούς των, ὡς νὰ ἦσαν ἀνεξέλεγκτοι κύριοί των καὶ ὡς νὰ ἦσαν οἱ λαοὶ κτήματά των. Καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν μέγα ἀξίωμα, ὅπως εἶναι οἱ ἀνθύπατοι, τοὺς μεταχειρίζονται μὲ μεγάλην ἐξουσίαν, σὰν νὰ εἶναι δοῦλοι τους.
43 οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ’ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, 43 Δεν πρέπει όμως τέτοια εγωϊστική τάσις και συμπεριφορά να παρατηρήται ματαξύ σας. Αλλ' όποιος θέλει να αναδειχθή μέγας μεταξύ σας, πρέπει να γίνη υπηρέτης σας, που να σας εξυπηρετή με αγάπην. 43 Μεταξύ σας ὅμως δὲν ἠμπορεῖ οὔτε ἐπιτρέπεται νὰ γίνεται ἔτσι. Ἀλλ’ ὁποιοσδήποτε θέλει νὰ γίνῃ μεγάλος μεταξύ σας, ἂς εἶναι ὑπηρέτης σας καὶ ἂς σπουδάζῃ νὰ γίνεται ἐξυπηρετικὸς εἰς τοὺς ἄλλους.
44 καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· 44 Και όποιος από σας θέλει να γίνη πρώτος, πρέπει να γίνη δούλος όλων και να συμπεριφέρεται με την ταπεινοφροσύνην και την υπομονήν και υπακοήν του δούλου. 44 Καὶ ὁποιοσδήποτε θέλει νὰ γίνῃ πρῶτος ἀπὸ σᾶς, ὀφείλει νὰ γίνῃ δοῦλος ὅλων, ἀσκῶν μὲ πᾶσαν ταπεινοφροσύνην τὴν ἀγάπην.
45 καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν. 45 Διότι και ο υιός του ανθρώπου δεν ήλθε να εξυπηρετηθή από τους ανθρώπους, αλλά να τους εξυπηρετήση και να δώση την ψυχήν αυτού λύτρον και αντάλλαγμα, δια να ελευθερωθούν πολλοί από την ενόχην της αμαρτίας και τον αιώνιον θάνατον”. 45 Διότι καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας, δὲν ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον διὰ νὰ ὑπηρετηθῇ, ἀλλ’ ἦλθε διὰ νὰ ὑπηρετήσῃ καὶ δώσῃ τὴν ζωήν του λύτρον, ὅπως ἑξαγορασθοῦν καὶ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸν θάνατον πολλοί.
46 Καὶ ἔρχονται εἰς Ἰεριχώ· καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ ἀπὸ Ἰεριχὼ καὶ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ καὶ ὄχλου ἱκανοῦ, ὁ υἱὸς Τιμαίου Βαρτιμαῖος τυφλὸς ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν. 46 Και έρχονται εις την Ιεριχώ. Και καθώς έβγαινε από την Ιεριχώ αυτός και οι μαθηταί του και πολύς λαός, ένας τυφλός ο Βαρτίμαιος, δηλαδή το παιδί του Τιμαίου, εκάθητο παράπλευρα στον δρόμον και επαιτούσε. 46 Καὶ ἔρχονται εἰς τὴν Ἱεριχῶ. Καὶ τὴν ὥραν ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν Ἱεριχῶ αὐτὸς καὶ οἱ μαθηταί του καὶ λαὸς πολύς, ἐκάθητο πλησίον τοῦ δρόμου καὶ ἐζητιάνευεν ὁ τυφλὸς Βαρτίμαιος, ὁ υἱὸς τοῦ Τιμαίου.
47 καὶ ἀκούσας ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖός ἐστιν, ἤρξατο κράζειν καὶ λέγειν· Υἱὲ Δαυῒδ Ἰησοῦ, ἐλέησόν με. 47 Και όταν ήκουσεν, ότι ο Ιησούς, ο Ναζωραίος είναι εκεί, ήρχισε να φωνάζη και να λέγη· “Ιησού, απόγονε του Δαυΐδ, ελέησέ με”. 47 Καὶ ὅταν ἤκουσεν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ἦτο ἐκεῖ, ἤρχισε νὰ φωνάζῃ δυνατὰ καὶ νὰ λέγῃ· Ἰησοῦ, ἔνδοξε ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ, ποὺ εἰς σὲ ἀναφέρονται ὅσα προεῖπον οἱ προφῆται. ἐλέησέ με.
48 καὶ ἐπετίμων αὐτῷ πολλοὶ ἵνα σιωπήσῃ· ὁ δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· Υἱὲ Δαυῒδ, ἐλέησόν με. 48 Και πολλοί τον επέπληττον να σιωπήση. Αυτός όμως πολύ περισσότερον εφώναζε· “απόγονε του Δαυΐδ, ελέησέ με”. 48 Καὶ τὸν ἐπέπληττον πολλοὶ καὶ τὸν ἠνάγκαζαν νὰ σιωπήσῃ. Αὐτὸς ὅμως πολὺ περισσότερον ἐφώναζεν· Ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ, ἐλέησέ με.
49 καὶ στὰς ὁ Ἰησοῦς εἶπε· Φωνήσατε αὐτόν· καὶ φωνοῦσιν τὸν τυφλὸν λέγοντες αὐτῷ· Θάρσει, ἔγειρε· φωνεῖ σε. 49 Εσταμάτησε ο Ιησούς και είπε· “καλέσατέ τον”. Και φωνάζουν τον τυφλόν και του λέγουν· “θάρρος, σήκω, σε καλεί ο Ιησούς”. 49 Καὶ ἀφοῦ διέκοψε τὴν πορείαν του ὁ Ἰησοῦς, εἶπε νὰ τὸν καλέσουν. Καὶ προσκαλοῦν τὸν τυφλὸν καὶ τοῦ λέγουν· Ἔχε θάρρος· σήκω, σὲ φωνάζει νὰ ὑπάγῃς ἐκεῖ.
50 ὁ δὲ ἀποβαλὼν τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν Ἰησοῦν. 50 Αυτός δε επέταξε το εξωτερικόν του ένδυμα, εσηκώθηκε αμέσως και ήλθε στον Ιησούν. 50 Αὐτὸς δὲ ἀφοῦ ἐπέταξε τὸ ἐξωτερικόν του ἔνδυμα, διὰ νὰ μὴ τὸν ἐμποδίζῃ εἰς τὸ τρέξιμόν του, ἐσηκώθη καὶ ἦλθε πλησίον τοῦ Ἰησοῦ.
51 καὶ ἀποκριθεὶς λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ δὲ τυφλὸς εἶπεν αὐτῷ· Ραββουνι, ἵνα ἀναβλέψω. 51 Ο Ιησούς απεκρίθη και του είπε· “τι θέλεις να σου κάμω;” (Τον ηρώτησε όχι διότι δεν εγνώριζε το αίτημά του, αλλά δια να του δώση αφορμήν να εκδηλώση εμπρός εις όλους την προς αυτόν θερμήν του πίστιν). Ο δε τυφλός είπεν εις αυτόν· “διδάσκαλε, θέλω να αποκτήσω πάλιν το φως των οφθαλμών μου”. 51 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ τοῦ εἶπε· Τί θέλεις νὰ σοῦ κάμω; Ὁ δὲ τυφλὸς εἶπε πρὸς αὐτόν· Διδάσκαλε, θέλω νὰ ἀποκτήσω πάλιν τὸ φῶς μου καὶ νὰ ξαναϊδῶ.
52 καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ὕπαγε, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. καὶ εὐθέως ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει τῷ Ἰησοῦ ἐν τῇ ὁδῷ. 52 Και ο Ιησούς του είπε· “πήγαινε στο καλό· η πίστις σου σε έχει σώσει”. Και αμέσως εκείνος απέκτησε το φως των οφθαλμών του, έβλεπε καλά και ακολουθούσε τον Κυριον στον δρόμον προς την Ιερουσαλήμ. 52 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε· Πήγαινε· ἡ πίστις, ποὺ ἔχεις, ὅτι ἐγὼ δύναμαι νὰ σοῦ δώσω τὸ φῶς τῶν ματιῶν σου, σὲ ἔσωσεν ἀπὸ τὴν ἀθεράπευτον τύφλωσίν σου. Καὶ ἀμέσως ἀπέκτησε πάλιν τὸ φῶς του καὶ γεμᾶτος εὐγνωμοσύνην ἠκολούθει τὸν Ἰησοῦν εἰς τὸν δρόμον, ποὺ ἐβάδιζε πηγαίνων εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.