Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 (ΙΒ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Καὶ ἤρξατο αὐτοῖς ἐν παραβολαῖς λέγειν· Ἀμπελῶνα ἐφύτευσεν ἄνθρωπος, καὶ περιέθηκε φραγμὸν καὶ ὤρυξεν ὑπολήνιον καὶ ᾠκοδόμησε πύργον, καὶ ἐξέδετο αὐτὸν γεωργοῖς καὶ ἀπεδήμησε. 1 Ηρχισε τότε να ομιλή εις αυτούς με παραβολάς. “Ενας άνθρωπος εφύτεψε αμπέλι και ύψωσε ολόγυρα φράκτην και έσκαψε πατητήρι και στέρνα δια τον μούστον, έκτισε πύργον δια να μένουν οι φύλακες και οι εργάται, και έτοιμο πλέον το αμπέλι το παρέδωσε στους γεωργούς, να το καλλιεργούν, να αποδίδουν δε και εις αυτόν την αναλογίαν των καρπών και εταξίδευσεν εις άλλην χώραν. 1 Καὶ ἤρχισε νὰ ὁμιλῇ πρὸς αὐτοὺς μὲ παραβολάς· ἕνας ἄνθρωπος ἐφύτευσε ἄμπελον, καὶ ἔβαλε τριγύρω ἀπ’ αὐτὴν φράχτην καὶ ἔσκαψε κάτω ἀπὸ τὸν ληνὸν στέρναν διὰ νὰ μαζεύεται ἐκεῖ ὁ μοῦστος, καὶ ἔκτισε πύργον διὰ νὰ μένουν εἱς αὐτὸν οἱ φύλακες καὶ ἐργάται, καὶ τὴν ἐνεπιστεύθη εἰς γεωργοὺς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς ἄλλην χώραν. Ὁ Θεὸς δηλαδὴ παρεσκεύασε καὶ ἐπεμελήθη ὡς ἰδικόν του λαὸν τὸν Ἰουδαϊκὸν λαόν. Καὶ ἐνεπιστεύθη τοῦτον εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ἄρχοντας, διὰ νὰ τὸν καλλιεργήσουν πρὸς παραγωγὴν ἔργων πίστεως καὶ ἀρετῆς.
2 καὶ ἀπέστειλε πρὸς τοὺς γεωργοὺς τῷ καιρῷ δοῦλον, ἵνα παρὰ τῶν γεωργῶν λάβῃ ἀπὸ τοῦ καρποῦ τοῦ ἀμπελῶνος. 2 Και κατά την κατάλληλον εποχήν έστειλεν στους γεωργούς ένα δούλον, δια να παραλάβη από αυτούς ένα μέρος από τον καρπόν του αμπελιού. 2 Καὶ εἰς τὴν κατάλληλον ἐποχὴν τῆς ἐσοδείας ἀπέστειλε πρὸς τοὺς γεωργοὺς δοῦλον, διὰ νὰ παραλάβῃ ἀπὸ τοὺς γεωργοὺς μέρος ἀπὸ τὸν καρπὸν τῆς ἀμπέλου. Ἔστειλε δηλαδὴ ὁ Θεὸς τὴν πρώτην σειρὰν τῶν προφητῶν, διὰ νὰ διαπιστώσουν τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς, ποὺ ὤφειλεν ὡς ἄλλη καλλιεργημένη ἄμπελος νὰ καρποφορήσῃ ὁ τόσον εὐνοηθεὶς ἀπὸ τὸν Θεὸν λαός.
3 καὶ λαβόντες αὐτὸν ἔδειραν καὶ ἀπέστειλαν κενόν. 3 Εκείνοι όμως, αφού επιασαν τον δούλον, τον έδειραν και τον έδιωξαν με αδειανά τα χέρια. 3 Αὐτοὶ ὅμως, ἀφοῦ ἔπιασαν τὸν δοῦλον αὐτόν, τὸν ἔδειραν καὶ τὸν ἔδιωξαν μὲ ἀδειανὰ χέρια. Ἡ πρώτη σειρὰ τῶν προφητῶν ἐστάλη εἰς τὸν Ἰσραὴλ ματαίως καὶ χωρὶς κανὲν ἀγαθὸν ἀποτέλεσμα.
4 καὶ πάλιν ἀπέστειλε πρὸς αὐτοὺς ἄλλον δοῦλον· κἀκεῖνον λιθοβολήσαντες ἐκεφαλαίωσαν καὶ ἀπέστειλαν ἠτιμωμένον. 4 Και πάλιν ο οικοδεσπότης έστειλε εις αυτούς άλλον δούλον· και εκείνον, αφού τον ελιθοβόλησαν, τον επλήγωσαν στο κεφάλι και τον εδίωξαν ντροπιασμένον. 4 Καὶ ἐπρόσθεσεν ὁ Θεὸς καὶ δευτέραν ἀποστολήν. Ἔστειλε πάλιν πρὸς τοὺς γεωργοὺς ἄλλον δοῦλον. Καὶ ἐκεῖνον ἀφοῦ τὸν ἐλιθοβόλησαν, τοῦ ἔσπασαν τὴν κεφαλὴν καὶ τὸν ἐδίωξαν ἀτιμασμένον. Καὶ τὴν δευτέραν λοιπὸν ἀποστολὴν τῶν προφητῶν οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων ἐκακομεταχειρίσθησαν περισσότερον ἀπὸ τὴν πρώτην.
5 καὶ πάλιν ἄλλον ἀπέστειλε· κἀκεῖνον ἀπέκτειναν, καὶ πολλοὺς μὲν ἄλλους, οὓς μὲν δέροντες, οὓς δὲ ἀποκτέννοντες. 5 Και πάλιν έστειλε άλλον και εκείνον τον εφόνευσαν και πολλούς άλλους εκακοποίησαν, άλλους μεν τους έδερναν, άλλους δε τους εφόνευαν. 5 Καὶ ἐπρόσθεσε καὶ τρίτην καὶ ἄλλας ἀποστολάς. Πάλιν δηλαδὴ ἀπέστειλεν ἄλλον δοῦλον. Καὶ ἐκεῖνον τὸν ἐφόνευσαν καὶ πολλοὺς ἄλλους ἐκακομεταχειρίσθησαν, ἄλλους μὲν δέρνοντες, ἄλλους δὲ φονεύοντες.
6 ἔτι οὖν ἕνα υἱὸν ἔχων, ἀγαπητόν αὐτοῦ, ἀπέστειλε καὶ αὐτὸν ἔσχατον πρὸς αὐτοὺς λέγων ὅτι ἐντραπήσονται τὸν υἱόν μου. 6 Ακόμη, λοιπόν, ένα μονογενή και αγαπητόν Υιόν, που είχε, τον έστειλε τελευταίον προς αυτούς λέγων· Οτι αυτοί οι άνθρωποι θα εντραπούν επί τέλους τον υιόν μου. 6 Εἶχε λοιπὸν ἀκόμη ἕνα υἱόν, ἀγαπημένον του· καὶ ἀπέστειλεν είς τὸ τέλος καὶ αὐτὸν πρὸς αὐτοὺς λέγων, ὅτι οἰ ἄνθρωποι αὐτοὶ πρέπει τουλάχιστον νὰ ἐντραποῦν τὸν υἱόν μου. Ἔστειλε λοιπὸν καὶ τὸν υἱόν του, τὸν Ἰησοῦν Χριστόν.
7 ἐκεῖνοι δὲ οἱ γεωργοὶ, θεασάμενοι αὐτόν ἐρχόμενον, πρὸς ἑαυτοὺς εἶπον ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ κληρονόμος· δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτόν, καὶ ἡμῶν ἔσται ἡ κληρονομία. 7 Εκείνοι όμως οι γεωργοί, όταν είδαν αυτόν να έρχεται, είπαν μεταξύ τους· ότι αυτός είναι ο κληρονόμος· ελάτε να τον φονεύσωμεν και θα μείνη έτσι ιδική μας πλέον η κληρονομία. 7 Οἱ γεωργοὶ ὅμως ἐκεῖνοι εἶπον μεταξύ τους, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ κληρονόμος. Ἐλᾶτε, ἂς τὸν φονεύσωμεν, καὶ θὰ εἶναι ἰδική μας ἡ κληρονομία. Ἀνενόχλητοι πλέον θὰ ἐξουσιάζωμεν τὴν συναγωγὴν καὶ θὰ ἐκμεταλλευώμεθα αὐτήν.
8 καὶ λαβόντες ἀπέκτειναν αὐτόν καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος. 8 Και αφού τον επιασαν, τον εφόνευσαν και τον έβγαλαν έξω από το αμπέλι. 8 Καὶ ἀφοῦ τὸν ἔπιασαν, τὸν ἐφόνευσαν καὶ τὸ σῶμα του τὸ ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὴν ἄμπελον.
9 τί οὖν ποιήσει ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος; ἐλεύσεται καὶ ἀπολέσει τοὺς γεωργοὺς τούτους, καὶ δώσει τὸν ἀμπελῶνα ἄλλοις. 9 Τι θα κάμη λοιπόν ο κύριος του αμπελώνος; Θα έλθη και θα εξολοθρεύση τους γεωργούς αυτούς και θα δώση εις άλλους το αμπέλι, (Ετσι θα τιμωρήση ο Θεός τους πνευματικούς ηγέτας του Ισραήλ, στους οποίους ως καρποφόρον άμπελον ενεπιστεύθη τον λαόν του, και τον οποίον αυτοί κατά πολλούς τρόπους ήθελαν να εκμεταλλεύωνται δια την ιδικήν των ωφέλειαν. Δια να μένουν δε ανενόχλητοι εις την ανίερον εκμετάλλευσίν των έδιωχναν και έδερναν και εφόνευαν τους προφήτας, τους οποίους κατά καιρούς έστελνεν εις αυτούς ο Θεός, δια να τους υπενθυμίση το καθήκον των. Και θα εμπιστευθή ο Θεός τον νέον λαόν της Χαριτος εις άλλους πνευματικούς ηγέτας). 9 Τί λοιπὸν θὰ κάμῃ εἰς αὐτοὺς ὁ κύριος τῆς ἀμπέλου; Θὰ ἔλθῃ καὶ θὰ ἐξολοθρεύσῃ τοὺς γεωργοὺς αὐτοὺς καὶ θὰ δώσῃ τὴν ἄμπελον εἰς ἄλλους. Πράγματι δέ, ἀφοῦ ἐξωλόθρευσε τοὺς Ἰουδαίους καὶ κατέστρεψε διὰ τῶν Ρωμαίων τὴν Ἱερουσαλήμ, παρέδωκε τὴν ἄμπελόν του εἰς τὸν νέον Ἰσραὴλ τῆς χάριτος, εἰς τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς διαδόχους των, πρὸς καρποφόρον καλλιέργειαν.
10 οὐδὲ τὴν γραφὴν ταύτην ἀνέγνωτε, λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας· 10 Και επρόσθεσε ο Κυριος· “δεν εδιαβάσατε ούτε αυτό το χωρίον της Γραφής που λέγει· Λιθον τον οποίον απέρριψαν ως ακατάλληλον οι κτίσται, αυτός έγινε ο κυριώτερος ακρογωνιαίος λίθος, δι' όλην την οικοδομήν. 10 Καὶ ἐξηκολούθησεν ὁ Κύριος: Δὲν ἀνεγνώσατε οὔτε κἂν τὸ χωρίον αὐτὸ τῆς Γραφῆς; Λίθον, τὸν ὁποῖον ἀπέρριψαν ὡς ἀκατάλληλον οἱ κτίσται, αὐτὸς ἔγινε τῆς ὅλης οἰκοδομῆς κεφαλὴ καὶ ἀκρογωνιαῖος λίθος;
11 παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη, καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν; 11 Από τον Κυριον έγινεν η τοποθέτησις αυτή του λίθου και είναι αξιοθαύμαστος εις τα μάτια ημών των πιστών;” 11 Ἀπὸ τὸν Κύριον ἔγινεν ἡ τοποθέτησις αὐτὴ τοῦ λίθου καὶ εἶναι θαυμαστὴ εἰς τὰ μάτια ἡμῶν τῶν πιστῶν. Δηλαδή, ἐγώ, τὸν ὁποῖον σὰν ἄλλον λίθον ἀπερρίψατε ὡς ἀκατάλληλον ἐν τῇ οἰκοδομῇ τοῦ Θεοῦ, ἔγινα τῆς ὅλης οἰκοδομῆς κεφαλὴ καὶ συνήνωσα τοὺς λαοὺς εἰς μίαν Ἐκκλησίαν. Τὸ θαυμαστὸν δὲ εἰς τὰ μάτια ὅλων τῶν πιστῶν γεγονὸς τοῦτο ἔγινεν ἀπὸ τὸν Κύριον.
12 Καὶ ἐζήτουν αὐτὸν κρατῆσαι, καὶ ἐφοβήθησαν τὸν ὄχλον· ἔγνωσαν γὰρ ὅτι πρὸς αὐτοὺς τὴν παραβολὴν εἶπε. καὶ ἀφέντες αὐτὸν ἀπῆλθον. 12 Και εζητούσαν οι αρχιερείς να τον συλλάβουν, αλλά εφοβήθησαν τον λαόν· ήθελαν δε να τον συλλάβουν, διότι εκατάλαβαν καλά, ότι δι' αυτούς είπε την παραβολήν. Και αφού τον αφήκαν, έφυγαν. 12 Καὶ ἐζήτουν οἱ ἀρχιερεῖς νὰ τὸν συλλάβουν, καὶ ἐφοβήθησαν τὸν λαόν. Ἐζήτουν δὲ νὰ τὸν συλλάβουν, διότι ἐκατάλαβαν, ὅτι δι’ αὐτοὺς εἶπε τὴν παραβολήν. Καὶ ἀφοῦ τὸν ἀφῆκαν, ἔφυγαν.
13 Καὶ ἀποστέλλουσι πρὸς αὐτόν τινας τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν Ἡρῳδιανῶν ἵνα αὐτὸν ἀγρεύσωσι λόγῳ. 13 Και στέλνουν προς αυτόν μερικούς από τους Φαρισαίους και μερικούς από τους Ηρωδιανούς, τους οπαδούς δηλαδή του Ηρώδου και φίλους των Ρωμαίων, δια να τον πιάσουν με τα λόγια των κατά δόλιον τρόπον, όπως πιάνεται το ψάρι με το δόλωμα. 13 Καὶ ἀποστέλλουν εἰς αὐτὸν μερικοὺς ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους καὶ τοὺς Ἡρῳδιανοὺς διὰ νὰ τὸν πιάσουν μὲ λόγον, ὅπως πιάνεται τὸ ψάρι μὲ τὸ δίκτυον.
14 οἱ δὲ ἐλθόντες λέγουσιν αὐτῷ· Διδάσκαλε, οἴδαμεν ὅτι ἀληθὴς εἶ καὶ οὐ μέλει σοι περὶ οὐδενός· οὐ γὰρ βλέπεις εἰς πρόσωπον ἀνθρώπων, ἀλλ’ ἐπ’ ἀληθείας τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ διδάσκεις. εἶπον οὖν ἡμῖν· ἔξεστι δοῦναι κῆνσον Καίσαρι ἢ οὔ; δῶμεν ἢ μὴ δῶμεν; 14 Εκείνοι αφού ήλθαν, του είπαν· “διδάσκαλε, γνωρίζομεν καλά, ότι είσαι ειλικρινής και φιλαλήθης και δεν σε μέλει δια κανένα. Διότι δεν αποβλέπεις ούτε επηρεάζεσαι από πρόσωπα ανθρώπων, αλλά διδάσκεις πάντοτε με κάθε αλήθειαν τον δρόμον του Θεού· ειπέ μας λοιπόν· επιτρέπεται να πληρώνωμεν φόρον στον Καίσαρα, ναι η όχι; Να δώσωμεν η να μη δώσωμεν αυτόν τον φόρον; 14 Αὐτοὶ δὲ ἦλθαν καὶ τοῦ εἶπαν· Διδάσκαλε, γνωρίζομεν ὅτι εἶσαι εἰλικρινὴς καὶ λέγεις τὴν ἀλήθειαν καὶ δὲν σὲ μέλει διὰ κανένα· διότι δὲν λογαριάζεις πρόσωπα ἀνθρώπων, ἀλλὰ πραγματικὰ καὶ ἀληθινὰ διδάσκεις τὸν δρόμον τοῦ Θεοῦ. Εἰπέ μας λοιπόν· Ἐπιτρέπεται ἢ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ δώσωμεν κεφαλικὸν φόρον εἰς τὸν Καίσαρα; Ναὶ ἢ ὄχι; Νὰ δώσωμεν ἢ νὰ μὴ δώσωμεν τὸν φόρον αὐτόν;
15 ὁ δὲ εἰδὼς αὐτῶν τὴν ὑπόκρισιν εἶπεν αὐτοῖς· Τί με πειράζετε; φέρετέ μοι δηνάριον ἵνα ἴδω. 15 Ο Ιησούς όμως, κατανοήσας την δολιότητα και υποκρισίαν των, τους είπε· “τι με πειράζετε; Φερτε μου να ιδώ το δηνάριον, με το οποίον πληρώνετε τον φόρον”. 15 Αὐτὸς ὅμως ἀντελήφθη τὴν ὑποκρισίαν τους καὶ τοὺς εἶπε· Διατὶ ζητεῖτε μὲ πανουργίαν νὰ μὲ ἐκθέσετε εἰς πειρασμὸν ἢ ἀπέναντι τῆς ρωμαϊκῆς ἐξουσίας ἢ ἀπέναντι τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ; Φέρετέ μου ἕνα δηνάριον διὰ νὰ τὸ ἴδω.
16 οἱ δὲ ἤνεγκαν. καὶ λέγει αὐτοῖς· Τίνος ἡ εἰκὼν αὕτη καὶ ἡ ἐπιγραφή; οἱ δὲ εἶπον· Καίσαρος. 16 Αυτοί δε του έφεραν και τους λέγει· “τίνος είναι η εικών και η επιγραφή, που υπάρχει στο νόμισμα;” Εκείνοι δε είπον· “του Καίσαρος”. 16 Αὐτοὶ δὲ τοῦ ἔφεραν. Καὶ λέγει εἰς αὐτούς· τίνος εἶναι ἡ εἰκὼν αὐτὴ καὶ ἡ ἐπιγραφή, ποὺ εἶναι ἀποτυπωμένα εἰς τὸ δηνάριον; Αὐτοὶ δὲ τοῦ εἶπαν· τοῦ Καίσαρος.
17 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Ἀπόδοτε τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ. καὶ ἐξεθαύμασαν ἐπ’ αὐτῷ. 17 Και αποκριθείς ο Ιησούς τους είπε· “δώστε πίσω στον Καίσαρα, όσα ανήκουν στον Καίσαρα και στον Θεόν δώστε, όσα ανήκουν στον Θεόν. (Εις τους άρχοντας αποδώστε φόρους, σεβασμόν και υπακοήν, εφ' όσον αυτά δεν είναι αντίθετα προς το θέλημα του Θεού. Εις τον Θεόν δε τον νουν και την καρδίαν σας, ολόκληρον τον ευατόν σας)”. Και εθαύμασαν αυτόν δια την απάντησιν, που τους έδωκεν. 17 Καὶ ὁ Ἰησοῦς τότε ἀπεκρίθη καὶ τοὺς εἶπε· Δώσατε ὀπίσω εἰς τὸν Καίσαρα ἐκεῖνα, ποὺ ἀνήκουν εἰς τὸν Καίσαρα. Καὶ εἰς τὸν Θεὸν δώσατε ἐκεῖνα, ποὺ ἀνήκουν εἰς τὸν Θεόν. Εἰς τὸν Καίσαρα καὶ εἰς τοὺς ἄρχοντας ἀνήκουν οἱ φόροι, ὁ σεβασμὸς καὶ ἡ ὑποταγὴ εἰς τοὺς νόμους, ἐφ’ ὅσον δὲν παραβλάπτουν ταῦτα τὴν εὐσέβειαν. Ἡ ψυχή σας ὅμως καὶ ὁλόκληρον τὸ ἐσωτερικόν σας ἀνήκει εἰς τὸν Θεόν. Καὶ ἐθαύμασαν μὲ αὐτόν, διὰ τὴν ἀπάντησιν ποὺ τοὺς ἔδωκε.
18 Καὶ ἔρχονται Σαδδουκαῖοι πρὸς αὐτόν, οἵτινες λέγουσιν ἀνάστασιν μὴ εἶναι, καὶ ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· 18 Ηλθαν κατόπιν εις αυτόν οι Σαδδουκαίοι, οι οποίοι έλεγον ότι δεν υπάρχει ανάστασις νεκρών, και τον ηρωτησαν· 18 Καὶ ἦλθαν πρὸς αὐτὸν οἱ Σαδδουκαῖοι, οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν, ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀνάστασις νεκρῶν. Καὶ τὸν ἠρώτησαν καὶ εἶπαν·
19 Διδάσκαλε, Μωϋσῆς ἔγραψεν ἡμῖν ὅτι ἐάν τινος ἀδελφὸς ἀποθάνῃ καὶ καταλίπῃ γυναῖκα, καὶ τέκνα μὴ ἀφῇ, ἵνα λάβῃ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ ἐξαναστήσῃ σπέρμα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ. 19 “διδάσκαλε, ο Μωϋσής στον νόμον, που μας έδωσε, έγραψε ότι εάν ο αδελφός κάποιου πεθάνη και εγκαταλείψη χήραν την γυναίκα και δεν αφήση τέκνα, πρέπει να πάρη ο αδελφός του την χήραν εκείνου και να γεννήση απόγονον στον αποθανόντα αδελφόν. 19 Διδάσκαλε, ὁ Μωϋσῆς μᾶς ἔγραψεν εἰς τὸν νόμον τὰ ἑξῆς: ἐὰν ὁ ἀδελφὸς κάποιου ἀποθάνῃ καὶ ἀφήσῃ γυναῖκα χήραν καὶ δὲν ἀφήσῃ παιδιά, πρέπει νὰ πάρῃ ὁ ἀδελφός του τὴν γυναῖκα του καὶ νὰ γεννήσῃ ἀπόγονον εἰς τὸν ἀποθανόντα ἄτεκνον ἀδελφόν του.
20 ἑπτὰ οὖν ἀδελφοὶ ἦσαν. καὶ ὁ πρῶτος ἔλαβε γυναῖκα, καὶ ἀποθνῄσκων οὐκ ἀφῆκε σπέρμα. 20 Ησαν, λοιπόν, επτά αδελφοί· και ο πρώτος επήρε σύζυγον και όταν απέθανε, δεν αφήκεν απόγονον. 20 Ἦσαν λοιπὸν ἑπτὰ ἀδελφοί. Καὶ ὁ πρῶτος ἐπῆρε γυναῖκα καὶ ὅταν ἀπέθανε, δὲν ἀφῆκεν ἀπόγονον.
21 καὶ ὁ δεύτερος ἔλαβεν αὐτήν, καὶ ἀπέθανε καὶ οὐδὲ αὐτὸς οὐκ ἀφῆκε σπέρμα. καὶ ὁ τρίτος ὡσαύτως. 21 Και ο δεύτερος αδελφός έλαβεν αυτήν και απέθανε, και ουδέ αυτός αφήκεν απόγονον. Και ο τρίτος επίσης. 21 Καὶ ὁ δεύτερος ἀδελφὸς ἐπῆρεν αὐτὴν σύζυγον καὶ ἀπέθανε. Καὶ οὔτε αὐτὸς ἀφῆκεν ἀπόγονον. Καὶ ὁ τρίτος τὸ ἴδιο.
22 καὶ ἔλαβον αὐτήν οἱ ἑπτὰ, καὶ οὐκ ἀφῆκαν σπέρμα. ἐσχάτη πάντων ἀπέθανε καὶ ἡ γυνὴ. 22 Και επήραν αυτήν ως σύζυγον και οι επτά, χωρίς να αφήσουν απόγονον. Τελευταία δε από όλους απέθανε και η γυναίκα. 22 Καὶ τὴν ἐπῆραν σύζυγον καὶ οἱ ἑπτὰ ἀδελφοὶ καὶ δὲν ἀφῆκαν ἀπόγονον. Τελευταία δὲ ἀπὸ ὅλους ἀπέθανε καὶ ἡ γυναῖκα.
23 ἐν τῇ οὖν ἀναστάσει, ὅταν ἀναστῶσι, τίνος αὐτῶν ἔσται γυνή; οἱ γὰρ ἑπτὰ ἔσχον αὐτὴν γυναῖκα. 23 Λοιπόν κατά την ανάστασιν, όταν όλοι αυτοί αναστηθούν, εις ποίον από όλους θα ανήκη η γυναίκα; Διότι και οι επτά την έλαβον ως σύζυγον”. 23 Κατὰ τὴν ἀνάστασιν λοιπόν, ὅταν θὰ ἀναστηθοῦν αὐτοὶ ὅλοι, ποίου ἐξ αὐτῶν θὰ εἶναι σύζυγος; Διότι καὶ οἱ ἑπτὰ τὴν ἔλαβον σύζυγον.
24 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐ διὰ τοῦτο πλανᾶσθε, μὴ εἰδότες τὰς γραφὰς μηδὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ; 24 Και αποκριθείς ο Ιησούς τους είπε· “δεν σκέπτεσθε, πόσον πλανάσθε δι' αυτό; Και τούτο, διότι δεν γνωρίζετε ούτε την διδασκαλίαν των Γραφών ούτε την δύναμιν του Θεού. 24 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ τοὺς εἶπε· Δὲν πλανᾶσθε ἀκριβῶς δι’ αὐτό; Δὲν ἠξεύρετε δηλαδὴ τὰς Γραφάς, αἱ ὁποῖαι δὲν διδάσκουν ὑλιστικὴν καὶ παχυλὴν ἀντίληψιν περὶ ἀναστάσεως, ὅπως τὴν φαντάζεσθε σεῖς, ἀλλ’ οὔτε καὶ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ καταλαβαίνετε, διὰ τὴν ὁποίαν τίποτε δὲν εἶναι ἀδύνατον ἢ δύσκολον, καὶ δι’ αὐτὸ ἀκριβῶς πλανᾶσθε.
25 ὅταν γὰρ ἐκ νεκρῶν ἀναστῶσιν, οὔτε γαμοῦσιν οὔτε γαμίζονται, ἀλλ’ εἰσὶν ὡς ἄγγελοι οἱ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. 25 Διότι, όταν αναστηθούν οι άνθρωποι εκ νεκρών ούτε νυμφεύονται οι άνδρες ούτε υπανδρεύονται αι γυναίκες, αλλά ζουν όπως οι άγγελοι του ουρανού. 25 Ἀγνοεῖτε δὲ τὰς Γραφὰς καὶ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ, διότι δὲν ἠξεύρετε ὅτι, ὅταν ἀναστηθοῦν ἐκ νεκρῶν οἱ ἄνθρωποι, οὔτε οἱ ἄνδρες ἔρχονται εἰς γάμον, οὔτε αἱ γυναῖκες δίδονται εἰς γάμον, ἀλλ’ εἶναι σὰν τοὺς ἀγγέλους, ποὺ ζοῦν εἰς τοὺς οὐρανούς, οἱ ὁποῖοι οὔτε διὰ φυσικῆς γεννήσεως πολλαπλασιάζονται, οὔτε ἐπιθυμίας γάμου ἔχουν.
26 περὶ δὲ τῶν νεκρῶν ὅτι ἐγείρονται, οὐκ ἀνέγνωτε ἐν τῇ βίβλῳ Μωϋσέως, ἐπὶ τοῦ βάτου πῶς εἶπεν αὐτῷ ὁ Θεὸς λέγων, ἐγὼ ὁ Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς Ἰακώβ; 26 Ως προς δε τους νεκρούς, ότι δηλαδή θα αναστηθούν, δεν εδιαβάσατε στο βιβλίον του Μωϋσέως, εκεί όπου γίνεται λόγος δια την φλεγομένην βάτον, πως του είπεν ο Θεός; Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ; 26 Διὰ δὲ τοὺς νεκρούς, ὅτι πράγματι πρόκειται νὰ ἀναστηθοῦν, δὲν ἐδιαβάσατε εἰς τὸ βιβλίον τοῦ Μωϋσέως ἐκεῖ, ποὺ γίνεται λόγος περὶ τοῦ Σαββάτου, πῶς τοῦ εἶπεν ὁ Θεὸς αὐτοὺς τοὺς λόγους· Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς τοῦ Ἰακώβ;
27 οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων· ὑμεῖς οὖν πολὺ πλανᾶσθε. 27 Ο Θεός δεν είναι Θεός νεκρών, αλλά Θεός ζωντανών και ως ζωντανούς εις την αιωνιότητα αναφέρει εδώ τους τρεις πατριάρχας. Σεις λοιπόν, πολύ πλανάσθε”. 27 Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι Θεὸς νεκρῶν, ἀλλ’ εἶναι Θεὸς ζωντανῶν. Διὰ νὰ λέγῃ λοιπὸν τοὺς λόγους αὐτοὺς ὁ Θεὸς διὰ τοὺς τρεῖς πατριάρχας, σημαίνει ὅτι, μολονότι πρὸ πολλοῦ οὗτοι εἶχον ἀποθάνει, ἦσαν καὶ εἶναι ζωντανοί. Σεῖς λοιπὸν πλανᾶσθε πλάνην μεγάλην.
28 Καὶ προσελθὼν εἷς τῶν γραμματέων, ἀκούσας αὐτῶν συζητούντων, ἰδὼν ὅτι καλῶς αὐτοῖς ἀπεκρίθη, ἐπηρώτησεν αὐτόν· Ποία ἐστὶ πρώτη πάντων ἐντολὴ; 28 Επλησίασε τότε ένας από τους γραμματείς, ο οποίος όταν τους ήκουσε να συζητούν και είδεν ότι ορθώς απήντησεν εις αυτούς ο Χριστός, τον ερώτησε με ειλικρινές ενδιαφέρον· “ποία είναι η μεγαλυτέρα από όλας τας εντολάς;” 28 Καὶ ἀφοῦ ἐπλησίασεν ἐκεῖ ἕνας ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς, ποὺ τοὺς ἤκουσε νὰ συζητοῦν, μολονότι εἶχεν ἀρχικῶς τὴν διάθεσιν νὰ πειράξῃ καὶ αὐτὸς τὸν Ἰησοῦν, ὅταν ἀντελήφθη ὅτι τοὺς ἀπήντησεν ὀρθῶς, τὸν ἠρώτησεν εἰλικρινῶς, ποία εἶναι ἡ πρώτη ἐντολὴ ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα παραγγέλματα τοῦ νόμου;
29 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη αὐτῷ ὅτι Πρώτη πάντων ἐντολὴ· ἄκουε, Ἰσραήλ, Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν Κύριος εἷς ἐστι· 29 Ο δε Ιησούς του απήντησεν, ότι η πρώτη από όλας τας εντολάς είναι αυτή·” άκουε λαέ Ισραήλ, ο Κυριος ο Θεός ημών ένας και μόνος Κυριος είναι. 29 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ ἀπεκρίθη, ὅτι πρώτη ἐντολὴ ἀπὸ ὅλα τὰ παραγγέλματα εἶναι· Ἄκουε, λαὲ τοῦ Ἰσραήλ· Ὁ Κύριος, ποὺ εἶναι ὁ Θεός μας, εἶναι ὁ ἕνας καὶ μόνος Κύριος καὶ ἐκτὸς αὐτοῦ ἄλλος Κύριος δὲν ὑπάρχει.
30 καὶ ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου. αὕτη πρώτη ἐντολὴ· 30 Και οφείλεις να αγαπάς Κυριον τον Θεόν σου με όλην σου την καρδίαν και με όλην σου την ψυχήν και με όλην την διάνοιάν σου και με όλην σου την δύναμιν, με ολόκληρον δηλαδή την ύπαρξίν σου. Αυτή είναι η πρώτη εντολή. 30 Καὶ ὀφείλεις νὰ ἀγαπήσῃς Κύριον τὸν Θεόν σου ἀπὸ ὅλην τὴν καρδίαν σου, ὥστε αὐτὸν ἐξ ὁλοκλήρου νὰ ποθῇς, καὶ ἀπὸ ὅλην τὴν ψυχήν σου, ὥστε ὁλόκληρον τὸ ἐσωτερικόν σου εἰς αὐτὸν νὰ εἶναι παραδομένον, καὶ ἀπὸ τὸν νοῦν σου ὁλόκληρον, ὥστε αὐτὸν πάντοτε νὰ σκέπτεσαι, καὶ ἀπὸ ὅλην τὴν δύναμιν τῆς θελήσεώς σου. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη ἐντολή.
31 καὶ δευτέρα ὁμοία, αὕτη· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. μείζων τούτων ἄλλη ἐντολὴ οὐκ ἔστι. 31 Και δευτέρα εντολή ομοία προς την πρώτην είναι αυτή· Οφείλεις να αγαπάς τον πλησίον σου, όπως τον ευατόν σου. Αλλη μεγαλυτέρα εντολή από τας δύο αυτάς δεν υπάρχει”. 31 Καὶ δευτέρα ἐντολὴ ὁμοία καὶ στενὰ συνδεδεμένη πρὸς αὐτὴν εἶναι αὕτη· Ὀφείλεις νὰ ἀγαπᾷς τὸν πλησίον σου σὰν τὸν ἑαυτόν σου. Ἄλλη ἐντολὴ μεγαλυτέρα ἀπὸ αὐτὰς τὰς δύο δὲν ὑπάρχει.
32 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ γραμματεύς· Καλῶς, διδάσκαλε, ἐπ’ ἀληθείας εἶπας ὅτι εἷς ἐστι καὶ οὐκ ἔστιν ἄλλος πλὴν αὐτοῦ· 32 Και είπεν εις αυτόν ο γραμματεύς· “πολύ καλά, διδάσκαλε, σύμφωνα προς την αλήθειαν απήντησες, ότι ένας είναι ο Κυριος και Θεός και εκτός από αυτόν δεν υπάρχει άλλος. 32 Καὶ ὁ γραμματεὺς εἶπεν εἰς αὐτόν· Ὡραῖα, διδάσκαλε· σύμφωνα πρὸς τὴν ἀλήθειαν εἶπες, ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ἕνας καὶ δὲν εἶναι ἄλλος ἐκτὸς αὐτοῦ·
33 καὶ τὸ ἀγαπᾶν αὐτὸν ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καὶ ἐξ ὅλης τῆς συνέσεως καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος, καὶ τὸ ἀγαπᾶν τὸν πλησίον ὡς ἑαυτὸν πλεῖόν ἐστι πάντων τῶν ὁλοκαυτωμάτων καὶ θυσιῶν. 33 Και το να αγαπά κανείς αυτόν με όλην του την καρδιά και με όλην του την διάνοιαν και με όλην του την ψυχήν και με όλην την δύναμιν της θελήσεώς του και το να αγαπά τον πλησίον του σαν τον ευατόν του, είναι πολύ ανώτερον από όλα τα σφάγια, που καίονται ολόκληρα ως θυσία επάνω στο θυσιαστήριον και από όλας τας άλλας θυσίας”. 33 καὶ τὸ νὰ τὸν ἀγαπᾷ κανεὶς ἀπὸ ὅλην τὴν καρδίαν του καὶ ἀπὸ ὅλην τὴν δύναμιν τῆς διανοίας του καὶ ἀπὸ ὅλον τὸ ἐσωτερικόν του καὶ ἀπὸ ὅλην τὴν δύναμιν τῆς θελήσεώς του, καὶ τὸ νὰ ἀγαπᾷ κανεὶς τὸν πλησίον του σὰν τὸν ἑαυτόν του, ἀξίζει πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα τὰ θύματα, ποὺ καίονται ὁλόκληρα ἐπάνω εἰς τὸ θυσιαστήριον, καὶ ἀπὸ ὅλας τὰς θυσίας.
34 καὶ ὁ Ἰησοῦς ἰδὼν ὅτι νουνεχῶς ἀπεκρίθη, εἶπεν αὐτῷ· Οὐ μακρὰν εἶ ἀπὸ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. καὶ οὐδεὶς οὐκέτι ἐτόλμα αὐτὸν ἐπερωτῆσαι. 34 Οταν είδε ο Ιησούς, ότι τόσον συνετά και έξυπνα απήντησε, του είπεν· “δεν είσαι μακρυά από την βασιλείαν του Θεού, όπως είναι οι άλλοι γραμματείς και Φαρισαίοι”. Και κανείς πλέον δεν ετολμούσε να τον ερωτήση. 34 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ὅταν εἶδεν, ὅτι γνωστικὰ καὶ φρόνιμα ἀπεκρίθη, τοῦ εἶπε· Δὲν εἶσαι μακρὰν ἀπὸ τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ὅπως μακρὰν εἶναι οἱ ἄλλοι γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι, ποὺ μὲ ἐξωτερικοὺς μόνον τύπους ζητοῦν νὰ άρέσουν εἰς τὸν Θεόν. Καὶ κανεὶς πλέον δὲν ἐτόλμα νὰ τὸν ἐρωτήσῃ.
35 Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἔλεγε διδάσκων ἐν τῷ ἱερῷ· Πῶς λέγουσιν οἱ γραμματεῖς ὅτι ὁ Χριστὸς υἱὸς Δαυῒδ ἐστι; 35 Ελαβε τότε τον λόγον ο Ιησούς και εδίδασκε εις τας αυλάς του ναού· “πως ισχυρίζονται οι γραμματείς ότι ο Χριστός είναι απλούς απόγονος του Δαυΐδ; 35 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἔλαβε τὸν λόγον καὶ ἔλεγε διδάσκων μέσα εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ· Ἄς μᾶς ἐξηγήσουν οἱ διδάσκαλοι τοῦ νόμου, πῶς λέγουν καὶ πῶς ἐννοοῦν, ὅτι ὁ Μεσσίας Χριστὸς εἶναι ἀπόγονος τοῦ Δαβίδ;
36 αὐτὸς γὰρ Δαυῒδ εἶπεν ἐν Πνεύματι ἁγίῳ· λέγει ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου. 36 Διότι ο ίδιος ο Δαυΐδ, εμπνεόμενος από το Αγιον Πνεύμα, διεκήρυξε· Είπεν ο Κυριος στον Κυριον μου, κάθισε εκ δεξιών μου ένδοξος όπως εγώ, έως ότου συντρίψω τους εχθρούς σου και τους θέσω υποπόδιον των ποδών σου. 36 Ἡ βεβαίωσις αὕτη προκαλεῖ ἀπορίαν καὶ ὑπάρχει ἀνάγκη νὰ σαφηνισθῇ. Διότι αὐτὸς ὁ Δαβὶδ εἶπε φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα· Εἶπεν ὁ Κύριος καὶ Θεὸς εἰς τὸν Κύριόν μου Χριστόν· Κάθησε ἐπὶ τοῦ θρόνου μου εἰς τὰ δεξιά μου δοξαζόμενος καὶ τιμώμενος μαζὶ μὲ ἐμέ, ἕως ὅτου θέσω τοὺς ἐχθρούς σου σὰν ἄλλο στήριγμα, ποὺ θὰ πατοῦν ἐπάνω τὰ πόδια σου.
37 αὐτὸς οὖν Δαυῒδ λέγει αὐτὸν Κύριον· καὶ πόθεν υἱός αὐτοῦ ἐστι; καὶ ὁ πολὺς ὄχλος ἤκουεν αὐτοῦ ἡδέως. 37 Ο ίδιος, λοιπόν, ο Δαυίδ ονομάζει τον Μεσσίαν Κυριον· και πως λοιπόν είναι δυνατόν ο Μεσσίας να είναι μόνον απλούς απόγονός του;” Και ο πολύς λαός ήκουεν τον Ιησούν με μεγάλην ευχαρίστησιν. 37 Αὐτὸς λοιπὸν ὁ Δαβὶδ καλεῖ τὸν Μεσσίαν Κύριον. Καὶ πῶς εἶναι υἱός του; Στέκει ὁ πρόγονος νὰ καλῇ τὸν τρισέγγονον καὶ ἀπόγονόν του Κύριον; Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι ὁ Μεσσίας δὲν εἶναι μόνον υἱὸς τοῦ Δαβίδ, ἀλλὰ καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς τοιοῦτος εἶναι καὶ Κύριος τοῦ Δαβίδ. Καὶ ὁ πολὺς λαὸς ἤκουε τὸν Ἰησοῦν μὲ πολλὴν εὐχαρίστησιν.
38 Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ἐν τῇ διδαχῇ αὐτοῦ· Βλέπετε ἀπὸ τῶν γραμματέων τῶν θελόντων ἐν στολαῖς περιπατεῖν καὶ ἀσπασμοὺς ἐν ταῖς ἀγοραῖς 38 Και τους έλεγε εις την διδασκαλίαν του· “προσέχετε από τους γραμματείς, οι οποίοι θέλουν να εμφανίζωνται και να περιπατούν με επισήμους και ειδικάς δι' αυτούς στολάς και επιδιώκουν τους τιμητικούς χαιρετισμούς εις τας αγοράς 38 Καὶ τοὺς ἔλεγεν εἰς τὴν διδαχήν του· Προσέχετε ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς, οἰ ὁποῖοι εὐχαριστοῦνται νὰ περιπατοῦν μὲ στολὰς ἐπισήμους καὶ ἐπιδεικτικάς, ποὺ ἔχουν κατασκευασθῆ ἐπίτηδες δι’ αὐτούς, καὶ ἀγαποῦν τοὺς εὐλαβεῖς καὶ τιμητικοὺς χαιρετισμοὺς εἰς τὰ δημόσια κέντρα
39 καὶ πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ πρωτοκλισίας ἐν τοῖς δείπνοις. 39 και τα πρώτα καθίσματα εις τας συναγωγάς και τας πρώτας θέσεις εις τα δείπνα. 39 καὶ τὰ πρῶτα καθίσματα μέσα εἰς τὰς συναγωγὰς καὶ τὰς πρώτας θέσεις εἰς τὰ δεῖπνα.
40 οἱ κατεσθίοντες τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν καὶ προφάσει μακρὰ προσευχόμενοι! οὗτοι λήψονται περισσότερον κρῖμα. 40 Αυτοί είναι, που καταπατούν το δίκαιον και κατατρώγουν τα σπίτια και την περιουσίαν των χήρων και κατόπιν με υποκρισίαν πολλήν και με το πρόσχημα της ευσεβοίας κάνουν μακράς προσευχάς, δια να εξαπατούν τους άλλους. Αυτοί θα λάβουν μεγαλυτέραν καταδίκην, από οποιονδήποτε άλλον άρπαγα και κλέπτην”. (Και τούτο, διότι αυτοί εν επιγνώσει αμαρτάνουν, και, το ακόμη χειρότερον, καπηλεύονται την ευσέβειαν). 40 Αὐτοὶ εἶναι ποὺ κατατρώγουν τὰ σπίτια καὶ τὴν περιουσίαν τῶν ἀσθενῶν καὶ ἀδυνάτων χηρῶν καὶ ὑποκριτικῶς μὲ πρόσχημα εὐλαβείας πρὸς ἐξαπάτησιν τῶν ἀφελεστέρων κάνουν μακρὰς προσευχάς. Αὐτοὶ θὰ λάβουν μεγαλυτέραν καταδίκην ἀπὸ τὴν καταδίκην τῶν κλεπτῶν καὶ ἁρπάγων.
41 Καὶ καθίσας ὁ Ἰησοῦς κατέναντι τοῦ γαζοφυλακίου ἐθεώρει πῶς ὁ ὄχλος βάλλει χαλκὸν εἰς τὸ γαζοφυλάκιον. 41 Και τότε εκάθισεν ο Ιησούς απέναντι από τα κουτιά των ελεημοσυνών και έβλεπε πως ο λαός έρριπτε χάλκινα νομίσματα εις αυτό”. 41 Καὶ ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς ἐκάθησεν ἀπέναντι τοῦ θησαυροφυλακίου τοῦ ναοῦ, ἔβλεπε πῶς ὁ πολὺς λαὸς ἔρριπτε χάλκινα νομίσματα εἰς τὸ θησαυροφυλάκιον.
42 καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον πολλά· καὶ ἐλθοῦσα μία χήρα πτωχὴ ἔβαλε λεπτὰ δύο, ὅ ἐστι κοδράντης. 42 Και πολλοί πλούσιοι έρριπταν πολλά· Ηλθε όμως μία πτωχή χήρα και έριξε δύο λεπτά, δηλαδή ένα κοδράντην. 42 Καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔρριπτον πολλά. Καὶ ἦλθε μία πτωχὴ χήρα καὶ ἔρριψε δύο λεπτά, τουτέστιν ἕνα κοδράντην.
43 καὶ προσκαλεσάμενος τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἡ χήρα ἡ πτωχὴ αὕτη πλεῖον πάντων ἔβαλε τῶν βαλλόντων εἰς τὸ γαζοφυλάκιον· 43 Και αφού επροσκάλεσε ο Κυριος τους μαθητάς του τους είπε· “σας διαβεβαιώνω, ότι αυτή η πτωχή χήρα έρριξε στο κουτί πολύ περισσότερα από όλους τους άλλους. 43 Καὶ ἀφοῦ προσεκάλεσε τοὺς μαθητάς του, εἶπεν εἰς αὐτούς· Ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι αὐτὴ ἡ πτωχὴ χήρα ἔχει ρίψει περισσότερον ἀπὸ ὅλους αὐτούς, ποὺ ρίπτουν εἰς τὸ θησαυροφυλάκιον.
44 πάντες γὰρ ἐκ τοῦ περισσεύοντος αὐτοῖς ἔβαλον· αὕτη δὲ ἐκ τῆς ὑστερήσεως αὐτῆς πάντα ὅσα εἶχεν ἔβαλεν, ὅλον τὸν βίον αὐτῆς. 44 Διότι όλοι οι άλλοι έρριψαν από το περίσευμά των, αυτή δε από την πλήρη στέρησίν της· όλα όσα είχεν τα έρριψεν, όλο το βιο της”. 44 Καὶ ἔρριψεν αὐτὴ περισσότερον, διότι ὅλοι ἔρριψαν ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ τοὺς ἐπερίσσευεν. Αὐτὴ ὅμως ἀπὸ τὴν τελείαν πτωχείαν καὶ στέρησίν της ὅλα ὅσα εἶχεν, ὅλην της τὴν περιουσίαν ἔρριψεν.