Σάββατο, 27 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:34
Δύση: 20:12
Σελ. 19 ημ.
118-248
16ος χρόνος, 5915η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (Δ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Εἰς τὸ τέλος, ἐν ψαλμοῖς· ᾠδὴ τῷ Δαυΐδ. 1 1
2 - ΕΝ τῷ ἐπικαλεῖσθαί με εἰσήκουσάς μου, ὁ Θεὸς τῆς δικαιοσύνης μου· ἐν θλίψει ἐπλάτυνάς με. οἰκτείρησόν με καὶ εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου. 2 Κυριε ο Θεός, συ με προστατεύεις και αποδίδστο δίκαιόν μου. Οσες φορές προηγουμένως δια της προσευχής σε είχα επικαλεσθή με ήκουσες. Διέλυσες την ψυχικήν μου στενοχωρίαν και έδωσες άνεσιν εις την ψυχήν μου. Και τώρα σπλαγχνίσου μέ, Κυριε· άκουσε και κάμε δεκτήν την προσευχήν μου. 2 Οσάκις σὲ ἐπεκαλέσθην, ἤκουσες μὲ εὐμένειαν τὴν προσευχήν μου, ὦ Θεέ, ποὺ προστατεύεις τὸ δίκαιόν μου καὶ μοῦ ἀποδίδεις αὐτό. Ὅταν εὑρέθην εἰς θλῖψιν καὶ στενοχώριαν, μὲ ἐπαρηγόρησες καὶ ἔδωκες πλάτος καὶ ἄνεσιν εἰς τὴν πιεζομένην καρδίαν μου. Σπλαγχνίσου με καὶ τώρα καὶ κάμε δεκτὴν τὴν προσευχήν μου.
3 υἱοὶ ἀνθρώπων, ἕως πότε βαρυκάρδιοι; ἱνατί ἀγαπᾶτε ματαιότητα καὶ ζητεῖτε ψεῦδος; (διάψαλμα). 3 Ω σεις οι άνθρωποι, που με εχθρεύεσθε, έως πότε θα έχετε σκληράν την καρδίαν σας; Διατί αγαπάτε να διαδίδετε εις βάρος μου ματαίας και ανυποστάτους κατηγορίας και επιζητείτε πάντοτε νέα ψεύδη εναντίον μου; 3 Ὦ σεῖς ἄνθρωποι, ποὺ μὲ ἐχθρεύεσθε καὶ μὲ συκοφαντεῖτε. Ἕως πότε θὰ ἔχετε σκληρὰν καὶ εἰς τὰ γήϊνα προσκολλημένην τὴν καρδίαν σας; Διατὶ ἀγαπᾶτε να διαδίδετε εἰς βάρος μου ματαίας καὶ ἀνυποστάτους κατηγορίας καὶ ζητεῖτε μὲ συκοφαντίας καὶ ψεύδη νὰ μὲ καταστρέφετε;
4 καὶ γνῶτε ὅτι ἐθαυμάστωσε Κύριος τὸν ὅσιον αὐτοῦ· Κύριος εἰσακούσεταί μου ἐν τῷ κεκραγέναι με πρὸς αὐτόν. 4 Μαθετε όμως ότι ο Κυριος κατά θαυμαστόν τρόπον με επροστάτευσεν στο παρελθόν, εμέ τον αφωσιωμένον εις αυτόν. Και τώρα θα εισακούση ο Κυριος την προσευχήν μου, καθώς με όλην μου την ψυχήν κράζω προς αυτόν. 4 Μάθετε ὅμως ὅτι ὁ Κύριος μέχρι τοῦδε κατέστησε περιφανῆ καὶ θαυμαστὸν τὸν εὐσεβῆ, ποὺ εἶναι ἀφωσιωμένος εἰς αὐτόν. Ὅπως δὲ εἰς τὸ παρελθόν, οὕτω καὶ τώρα ὁ Κύριος θὰ εἰσακούσῃ τὴν προσευχήν μου, ὅταν μὲ πόθον φωνάζω εἰς αὐτόν.
5 ὀργίζεσθε, καὶ μὴ ἁμαρτάνετε· ἃ λέγετε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν, ἐπὶ ταῖς κοίταις ὑμῶν κατανύγητε. (διάψαλμα). 5 Σεις οι εχθροί μου, ας οργιζεσθε επί τέλους εναντίον μου· μη αμαρτάνετε όμως και εναντίον του Θεού. Οσα κακά σχέδια μελετάτε εις τας καρδίας σας και καταστρώνετε εναντίον μου, όταν κοιμάσθε μόνοι σας το εσπέρας, επανεξετάσατέ τα, συντριβήτε δι' αυτά και μετανοήσατε. 5 Ἂς ὀργίζεσθε ἐναντίον μου, προσέχετε ὅμως νὰ μὴ ἁμαρτάνετε καὶ κατὰ τοῦ Θεοῦ. Τὰ πονηρὰ σχέδια καὶ τοὺς ἐφαμάρτους διαλογισμούς, ποὺ συλλαμβάνετε μὲ τὸν νοῦν σας καὶ κυκλοφορεῖτε εἰς τὰς καρδίας σας, να τὰ ἐξετάζετε τὴν νύκτα εἰς τὴν κλίνην σας καὶ καταλαμβανόμενοι ὑπὸ μετανοίας καὶ κατανύξεως νὰ συγκρατῆσθε ἀπὸ τοῦ νὰ τὰ θέσετε εἰς πρᾶξιν.
6 θύσατε θυσίαν δικαιοσύνης καὶ ἐλπίσατε ἐπὶ Κύριον. 6 Προσφέρετε θυσίας προς τον Θεόν, αι οποίαι να συνοδεύωνται από τα έργα της δικαιοσύνης. Και τώρα στηρίξατε και σεις τας ελπίδας σας στον Θεόν. 6 Προσφέρετε ὡς θυσίαν ὄχι ζῶα καὶ προσφορὰς ὑλικάς, ἀλλὰ δικαιοσύνην καὶ ἀγαθότητα καὶ στηρίξατε ὁλόκληρον τὴν ἐλπίδα καὶ πεποίθησίν σας εἰς τὸν Κύριον.
7 πολλοὶ λέγουσι· τίς δείξει ἡμῖν τὰ ἀγαθά; ᾿Εσημειώθη ἐφ᾿ ἡμᾶς τὸ φῶς τοῦ προσώπου σου, Κύριε. 7 Πολλοί από σας λέγουν· “ποιός θα δείξη εις ημάς και θα δώση τα αγαθά;” Εις ημάς όμως, Κυριε, που πιστεύομεν εις σέ, έλαμψε το φως του προσώπου σου και εδοκιμάσαμεν χαράν. 7 Πολλοί, ἐπειδὴ ἔχασαν τὴν ἐλπίδα αὐτήν, λέγουν: Ποῖος θὰ μᾶς δείξῃ καὶ ποῖος θὰ μᾶς δώσῃ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά; Εἰς ἡμᾶς ὅμως, Κύριε, ποὺ ἐλπίζομεν εἰς σέ, ἐνετυπώθη βαθειὰ ἡ στοργὴ καὶ ἡ πλεονάζουσα ἀγάπη καὶ χάρις τοῦ προσώπου σου· καὶ Ἐλαμψεν εἰς ὅλους φανερὰ ἡ ὑπὲρ ἡμῶν πρόνοια καὶ ἀντίληψίς σου·
8 ἔδωκας εὐφροσύνην εἰς τὴν καρδίαν μου· ἀπὸ καρποῦ σίτου, οἴνου καὶ ἐλαίου αὐτῶν ἐπληθύνθησαν. 8 Εγέμισες την ίδικήν μου καρδίαν από χαράν και αγαλλίασιν, την οποίαν δεν δοκιμάζουν ποτέ οι αμαρτωλοί αντίπαλοί μου, μολονότι είναι γεμάτοι από τους καρπούς της γης, από σίτον, οίνον και έλαιον. 8 ἐγέμισες τὴν καρδίαν μου ἀπὸ εὐφροσύνην, ὁποίαν δὲν δοκιμάζουν οἱ ἀντίπαλοί μου, μολονότι εἶναι γεμᾶτοι ἀπὸ καρπὸν σίτου, οἴνου καὶ ἐλαίου.
9 ἐν εἰρήνῃ ἐπὶ τὸ αὐτὸ κοιμηθήσομαι καὶ ὑπνώσω, ὅτι σύ, Κύριε, κατὰ μόνας ἐπ᾿ ἐλπίδι κατῴκισάς με. 9 Εγώ όμως με την ελπίδα μου στερεάν προς σε θα κοιμηθώ ήσυχος και ειρηνικός, θα χορτάσω τον ύπνον, διότι συ Κυριε, αν και εγώ είμαι τώρα εγκαταλελειμμένος και μόνος, μου παρέχεις την προστασίαν σου, υπό την σκέπην της οποίας κατοικώ γεμάτος ελπίδα προς σέ. 9 Μὲ τὴν ἐλπίδα μου ἀκλόνητον εἰς Σὲ θὰ κοιμηθῶ ἥσυχος καὶ ἐν εἰρήνῃ, συγχρόνως δὲ καὶ θὰ χορτάσω ὕπνον, διότι Σύ, Κύριε, ἂν καὶ εἶμαι καταμόνος, παρέχεις εἰς ἑμὲ τὴν προστασίαν σου, ὑπὸ τὴν σκέπην τῆς ὁποίας κατοικῶ γεμᾶτος πεποίθησιν καὶ ἐλπίδα.