Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 34 (ΛΔ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Τῷ Δαυΐδ.
1 (Μασ. 35) ΔΙΚΑΣΟΝ, Κύριε, τοὺς ἀδικοῦντάς με, πολέμησον τοὺς πολεμοῦντάς με. 1 (Μασ. 35) Δικασε και τιμώρησε, Κυριε, αυτούς, οι οποίοι με αδικούν. Πολέμησε αυτούς, οι οποίοι με πολεμούν και ζητούν να με εξοντώσουν. 1 Γενοῦ σύ, Κύριε, κριτὴς καὶ δικαστὴς αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ ἀδικοῦν καὶ μὲ καταδιώκουν· πολέμησον σὺ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι μὲ πολεμοῦν καὶ ζητοῦν τὴν ἐξόντωσίν μου.
2 ἐπιλαβοῦ ὅπλου καὶ θυρεοῦ καὶ ἀνάστηθι εἰς τὴν βοήθειάν μου, 2 Αρπαξε στο παντοδύναμον χέρι σου όπλον και ασπίδα, σήκω επάνω και έλα εις βοήθειάν μου. 2 Λάβε εἰς τὰς χεῖρας σου ὅπλον καὶ ἀσπίδα καὶ σήκω ἐπάνω διὰ νὰ σπεύσῃς εἰς βοήθειάν μου.
3 ἔκχεον ῥομφαίαν καὶ σύγκλεισον ἐξ ἐναντίας τῶν καταδιωκόντων με· εἶπον τῇ ψυχῇ μου· Σωτηρία σού εἰμι ἐγώ. 3 Βγάλε από την θήκην της γυμνήν την ρομφαίαν και κλείσε από όλα τα σημεία τον δρόμον αυτών, οι οποίοι με καταδιώκουν. Πες εις την ψυχήν μου· Μη δειλιάζης, διότι εγώ είμαι η σωτηρία σου. 3 Σρε ἀπὸ τὴν θήκην της καὶ γύμνωσε τὴν σπάθην σου καὶ φράξε τὸν δρόμον των, ὥστε νὰ μὴ ἠμποροῦν νὰ διαφύγουν οἱ διῶκται μου, ἀλλὰ νὰ εὑρεθοῦν ἀντιμέτωποι πρὸς σέ· εἰπὲ εἰς τὴν ψυχήν μου· μὴ δειλιᾷς καὶ μὴ ἀνησυχῇς· εἶμαι ἐγὼ ἡ σωτηρία σου.
4 αἰσχυνθήτωσαν καὶ ἐντραπήτωσαν οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχήν μου, ἀποστραφήτωσαν εἰς τὰ ὀπίσω καὶ καταισχυνθήτωσαν οἱ λογιζόμενοί μοι κακά. 4 Ας καταισχυνθούν και ας κατεντροπιασθούν εκείνοι, οι οποίοι ζητούν να αφαιρέσουν την ζωήν μου. Ας στραφούν προς τα οπίσω τρεπόμενοι εις άτακτον φυγήν και ας κατεντροπιασθούν εκείνοι, οι οποίοι μελετούν και αποφασίζουν κακά εναντίον μου. 4 Ἂς καταισχυνθοῦν καὶ ἂς ἐντραποῦν οἱ ζητοῦντες τὴν ζωήν μου· ἂς στραφοῦν εἰς τὰ ὀπίσω τρεπόμενοι εἰς ἄτακτον φυγὴν καὶ ἂς πληρωθοῦν ἀπὸ ἐντροπήν, κατανικώμενοι καὶ κυριευόμενοι ἀπὸ πανικόν, αὐτοὶ ποὺ σχεδιάζουν καὶ διανοοῦνται κακὰ ἐναντίον μου.
5 γενηθήτωσαν ὡσεὶ χνοῦς κατὰ πρόσωπον ἀνέμου, καὶ ἄγγελος Κυρίου ἐκθλίβων αὐτούς· 5 Ας γίνουν σαν κονιορτός στο ισχυρόν φύσημα του ανέμου. Αγγελος Κυρίου ας επέλθη εναντίον αυτών ποδοπατών και συνθλίβων τον ένα επάνω στον άλλον. 5 Ἂς γίνουν ὅ,τι γίνεται καὶ τὸ χνοῦδι εἰς τὸ σφοδρὸν φύσημα τοῦ ἀνέμου, φεύγοντες προτροπάδην καὶ ἀσυγκράτητοι ὑπὸ τὴν ἰσχυρὰν πνοὴν τῆς δυνάμεως τοῦ Κυρίου. Καὶ ἂς ἐπέλθῃ κατ’ αὐτῶν ἄγγελος Κυρίου, ὁ ὁποῖος νὰ τοὺς ἀποδιώκῃ καὶ να τοὺς σπρώχνῃ πιέζων καὶ ποδοπατῶν τὸν ἕνα ἐπὶ τοῦ ἄλλου στριμωγμένους.
6 γενηθήτω ἡ ὁδὸς αὐτῶν σκότος καὶ ὀλίσθημα, καὶ ἄγγελος Κυρίου καταδιώκων αὐτούς· 6 Ας γίνη ο δρόμος κατά την πανικόβλητον άτακτον φυγήν των σκοτάδι και ολίσθημα, ώστε ούτε να βλέπουν ούτε και να ημπορούν να βαδίσουν ασφαλώς, άγγελος δε Κυρίου ας τους καταδιώκη συνεχώς· 6 Ἂς γίνῃ ὁ δρόμος των κατὰ τὴν ἄτακτον φυγήν των σκοτεινὸς καὶ ὀλισθηρός, ὥστε οὔτε φῶς νὰ ἔχουν διὰ νὰ τοὺς καθοδηγῇ, οὔτε οἱ πόδες των νὰ εὑρίσκουν ἔδαφος στερεὸν διὰ νὰ στηριχθοῦν. Καὶ κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον ἂς τοὺς καταδιώκῃ ἄγγελος Κυρίου.
7 ὅτι δωρεὰν ἔκρυψάν μοι διαφθορὰν παγίδος αὐτῶν, μάτην ὠνείδισαν τὴν ψυχήν μου. 7 διότι, χωρίς εγώ να πταίσω τίποτε εις αυτούς, έστησαν κρυφίως δολίαν παγίδα με τον σκοπόν να πέσω εις λάκκον θανάτου, στον τάφον. Χωρίς καμμίαν αιτίαν και αφορμήν με ύβρισαν και με εχλεύασαν. 7 Διότι ἀναιτίως καὶ χωρὶς νὰ λάβουν ἀπὸ ἐμὲ καμμίαν ἀφορμὴν κατέκρυψαν πρὸς ἐξόντωσίν μου ὀλεθρίαν παγίδα, ἐντὸς λάκκου θανατηφόρου κεκαλυμμένην. Ἄνευ λόγου μὲ συκοφαντικὰς καὶ ἐξοντωτικὰς κατηγορίας περιύβρισαν καὶ ἐκακολόγησαν τὴν ψυχήν μου.
8 ἐλθέτω αὐτῷ παγίς, ἣν οὐ γινώσκει, καὶ ἡ θήρα, ἣν ἔκρυψε, συλλαβέτω αὐτόν, καὶ ἐν τῇ παγίδι πεσεῖται ἐν αὐτῇ. 8 Ο αρχηγός των ας πέση και ας συλληφθή εις αφανή παγίδα, την οποίαν δεν γνωρίζει. Και η παγίς, την οποίαν έκρυψε δι' εμέ, ας συλλάβη αυτόν τον ίδιον. Ας πέση εις την παγίδα αυτήν, που έστησε δι' εμέ. 8 Ἂς εὕρῃ αὐτόν, ποὺ τοὺς ὑποκινεῖ καὶ εἶναι ἀρχηγός των, παγὶς κρυφία, τὴν ὁποίαν δὲν θὰ ἀντιληφθῇ διὰ νὰ προφυλαχθῇ ἀπὸ αὐτήν, καὶ ἡ ὀλεθρία ἐπιβουλή, τὴν ὁποίαν σὰν ἄλλο δόκανον ἔκρυψε διὰ νὰ μὲ συλλάβῃ ὡς θήραμα, ἂς συλλάβῃ αὐτόν, καὶ εἰς τὴν παγίδα αὐτήν, ποὺ ἔστησε δι' ἐμέ, ἂς πέσῃ ὁ ἴδιος.
9 ἡ δὲ ψυχή μου ἀγαλλιάσεται ἐπὶ τῷ Κυρίῳ, τερφθήσεται ἐπὶ τῷ σωτηρίῳ αὐτοῦ. 9 Η ιδική μου ψυχή θα γέμιση από αγαλλίασιν δια την προστασίαν του Κυρίου, θα χαρή, θα δοκιμάση μεγάλην τέρψιν δια την σωτηρίαν, που μου εχαρισεν. 9 Ἡ ἰδική μου δὲ ψυχὴ δὲν θὰ χαρῇ κακεντρεχῶς διὰ τὴν καταστροφήν των, ἀλλὰ θὰ πληρωθῇ ἀγαλλιάσεως διὰ τὴν προστασίαν τοῦ Κυρίου, θὰ χαρῇ καὶ θὰ δοκιμάσῃ μεγάλην τέρψιν διὰ τὴν σωτηρίαν, τὴν ὁποίαν μοῦ ἐχάρισε.
10 πάντα τὰ ὀστᾶ μου ἐροῦσι· Κύριε, τίς ὅμοιός σοι; ρυόμενος πτωχὸν ἐκ χειρὸς στερεωτέρων αὐτοῦ καὶ πτωχὸν καὶ πένητα ἀπὸ τῶν διαρπαζόντων αὐτόν. 10 Ολα τα οστά μου, τα έως τώρα συντετριμμένα από την θλίψιν, αναζωογονημένα θα είπουν· Κυριε, ποιός άλλος είναι όμοιος με σέ; Κανείς. Συ είσαι εκείνος, ο οποίος σώζστον αδύνατον πτωχόν από τα χέρια των ισχυροτέρων και τον ταλαιπωρημένον και ενδεή άνθρωπον από εκείνους, που αρπάζουν τα υπάρχοντά του. 10 Ὅλα τὰ ὀστᾶ μου, τὰ συντετριμμένα ἤδη ἀπὸ τὴν πολλὴν θλῖψιν καὶ ὀδύνην, θὰ ἀνασκιρτήσουν καὶ μὲ τὰς δυνάμεις μου ὅλας ἀποκατεστημένας πλέον θὰ εἴπω· Κύριε, ποῖος ἄλλος εἶναι ὅμοιος πρὸς σέ; Οὐδείς. Παραμένεις δὲ μόνος σύ, ὁ ὁποῖος σώζεις τὸν πτωχὸν καὶ ἀπροστάτευτον ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν δυνατωτέρων του, τοὺς ὁποίους αὐτὸς ἀδυνατεῖ νὰ ἀνατρέψῃ. Σὺ καὶ τὸν πτωχόν, τὸν στερούμενον πάσης βοηθείας καὶ προστασίας ἀνθρωπίνης, πρὸς σὲ δὲ καὶ μόνον ἐλπίζοντα, σὺ σώζεις αὐτὸν ἀπὸ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι τὸν διαρπάζουν.
11 ἀναστάντες μοι μάρτυρες ἄδικοι, ἃ οὐκ ἐγίνωσκον, ἐπηρώτων με. 11 Οταν εδικάζετο η κατ' εμού κατηγορία των, εσηκώθησαν εναντίον μου μάρτυρες ασυνείδητοι και συκοφάνται. Και με ερωτούσαν δια σφάλματα και παραπτώματα, δια τα οποία ούτε ιδέαν είχα. 11 Ὅταν ἀνεκρίνετο ἡ κατ’ ἐμοῦ κατηγορία, ἐσηκώθησαν κατ' ἐμοῦ μάρτυρες ἀσυνείδητοι καὶ συκοφάνται, καὶ περὶ ἐκείνων, διὰ τὰ ὁποῖα δὲν εἶχον ἰδέαν, μὲ ἠρώτων μετ' ἐπιμονῆς μὲ τὸν σκοπὸν νὰ μὲ φέρουν εἰς σύγχυσιν καὶ νὰ μὲ περιπλέξουν.
12 ἀνταπεδίδοσάν μοι πονηρὰ ἀντὶ ἀγαθῶν καὶ ἀτεκνίαν τῇ ψυχῇ μου. 12 Μου ανταπέδιδαν κακά αντί των ευεργεσιών, που τους είχα κάμει, και πικράν θλίψιν ωσάν εκείνην, που γεύεται η ολομόναχη άτεκνος γυναίκα. 12 Μοῦ ἀνταπέδιδον κακὰ ἀντὶ τῶν εὐεργεσιῶν, τὰς ὁποίας εἶχον ἀπολαύσει ἀπὸ ἐμέ, καὶ τόσην θλῖψιν ἐπροξένουν εἰς τὴν ψυχήν μου, ὅσην δοκιμάζει γυνὴ δυστυχής, ἔρημος ἀπὸ τέκνα καὶ ἐγκαταλελειμμένη ἀπροστάτευτος καὶ μόνη.
13 ἐγὼ δὲ ἐν τῷ αὐτοὺς παρενοχλεῖν μοι ἐνεδυόμην σάκκον καὶ ἐταπείνουν ἐν νηστείᾳ τὴν ψυχήν μου, καὶ ἡ προσευχή μου εἰς κόλπον μου ἀποστραφήσεται. 13 Εγώ όμως, όταν αυτοί με κατέθλιβον με τας συκοφαντίας των, εφορούσα το σάκκινον ένδυμα του πένθους και του πόνου. Εταλαιπωρούσα με νηστείαν την ζωήν μου και η προσευχή μου, αν δεν ωφελήση εκείνους εξ αιτίας της σκληροκαρδίας των, θα γίνη οπωσδήποτε δεκτή από σε και θα επιστρέψη σωτήριος και αγαθοποιός εις εμέ. 13 Ἐγὼ ὅμως, καθ’ ὃν χρόνον αὐτοὶ μὲ παρηνώχλουν, ἐφόρουν ὑπὲρ αὐτῶν τὸν τρίχινον τοῦ πένθους σάκκον ζητῶν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ δι’αὐτούς, καὶ μὲ ἀσιτίαν ἐταπείνωνα τὴν ψυχήν μου, καὶ ἡ ὑπὲρ αὐτῶν ἐν συντριβῇ καὶ ταπεινώσει γινομένη προσευχή μου, ἐφ' ὅσον αὐτοὶ δὲν ὠφελοῦντο ἐξ αὐτῆς, θὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τοὺς ἰδικούς μου κόλπους φέρουσα εἰς ἐμὲ τὰ ἀγαθά, τῶν ὁποίων αὐτοὶ ἀπεδείχθησαν ἀνάξιοι.
14 ὡς πλησίον, ὡς ἀδελφῷ ἡμετέρῳ οὕτως εὐηρέστουν· ὡς πενθῶν καὶ σκυθρωπάζων, οὕτως ἐταπεινούμην. 14 Εφερόμην προς τον καθένα από αυτούς ως προς φίλον μου και αδελφόν μου. Σαν άνθρωπος, που πενθεί και γίνεται κατηφής δια τον θάνατον προσφιλούς προσώπου, έτσι και εγώ τόσον πολύ 14 Ἐφερόμην πρὸς ἕκαστον ἐξ αὐτῶν ὡς πρὸς πλησίον, ὡς πρὸς ἀδελφὸν ἰδικόν μου· μὲ τόσην καλωσύνην προσεπάθουν νὰ τοὺς εὐχαριστήσω σὰν ἄνθρωπος ποὺ πένθει καὶ πονεῖ καὶ σκυθρωπάζει διὰ τὴν ἀπώλειαν προσφιλοῦς προσώπου, τόσον πολὺ ἐταπεινούμην καὶ παρουσιαζόμην πρὸς αὐτοὺς συντετριμμένος.
15 καὶ κατ᾿ ἐμοῦ εὐφράνθησαν καὶ συνήχθησαν, συνήχθησαν ἐπ᾿ ἐμὲ μάστιγες, καὶ οὐκ ἔγνων, διεσχίσθησαν καὶ οὐ κατενύγησαν. 15 Εκείνοι όμως εχαιρεκακούσαν εις βάρος μου. Συνηθροίσθησαν εναντίον μου, δια να με κτυπήσουν ανελέητα. Εγώ δε ούτε καν και υπωπτεύθην την συνωμοσίαν των. Διεσκορπίσθησαν όμως από τον Θεόν, και όμως δεν μετενόησαν. Δεν ησθάνθησαν κανένα κέντημα της συνειδήσεώς των. 15 Καὶ αὐτοὶ ἀντιθέτως εὐφράνθησαν εἰς βάρος μου, ὅταν μὲ εἶδον δυστυχοῦντα, καὶ ἐμαζεύθησαν· συνήχθη σὰν ὡς μάστιγες κατ' ἐμοῦ διὰ νὰ μὲ δέρουν ἀνηλεῶς. Καὶ ἐγὼ δὲν εἶχον ἰδέαν οὔτε κἀν ὑπωπτεύθην, ὅτι οὖτοι θὰ ἐστρέφοντο κατ' ἐμοῦ. Διεσκορπίσθησαν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ διελύθησαν. Καὶ ὅμως δὲν μετενόησαν καὶ δὲν ἠσθάνθησαν κανὲν κέντημα καὶ νυγμὸν συμπαθείας εἰς τὰ στήθη των ὑπὲρ ἐμοῦ.
16 ἐπείρασάν με, ἐξεμυκτήρισάν με μυκτηρισμῷ, ἔβρυξαν ἐπ’ ἐμὲ τοὺς ὀδόντας αὐτῶν. 16 Με επείραζαν, με περιγελούσαν με πολλήν καταφρόνησιν. Ετριζαν με αγριότητα εναντίον μου τα δόντια των. 16 Μὲ ἐπείραζαν καὶ μὲ περιεγέλων μὲ πολλὴν καταφρόνησιν, ἔτριζον ἀγρίως κατ’ ἐμοῦ τοὺς ὀδόντας των, δεικνύοντες οὕτω τὰς φονικὰς ἐναντίον μου διαθέσεις των.
17 Κύριε, πότε ἐπόψῃ; ἀποκατάστησον τὴν ψυχήν μου ἀπὸ τῆς κακουργίας αὐτῶν, ἀπὸ λεόντων τὴν μονογενῆ μου. 17 Κυριε, πότε θα επιβλέψης εις τα κακουργήματα των πονηρών ανθρώπων; Επανάφερε εις την χαρουμένην και ασφαλή κατάστασιν την ζωήν μου. Γλύτωσέ με από την κακουργίαν εκείνων. Περιφρούρησε την μίαν και μόνην ζωήν μου από τους εχθρούς μου, οι οποίοι σαν λέοντες ορμούν εναντίον μου. 17 Κύριε, πότε θὰ εὐδοκήσῃς νὰ ρίψῃς πρὸς τὰ κάτω τὰ ὄμματά σου διὰ νὰ ἴδῃς πόσα ἐγκλήματα ἀποτολμοῦν οὗτοι; Κύριε, ἔγινα σὰν νεκρὸς λόγῳ τῆς κακουργίας των. Ἐπανάφερε σὺ τὴν λιπόθυμον καὶ κινδυνεύουσαν νὰ σβήσῃ ζωήν μου· ἀπόσπασον ἀπὸ τὰ σκληρὰ στόματα τῶν λεόντων τὴν ψυχήν μου, τὸ μονάκριβον καὶ πολύτιμον αὐτὸ συστατικὸν τῆς ὑπάρξεώς μου.
18 ἐξομολογήσομαί σοι ἐν ἐκκλησίᾳ πολλῇ, ἐν λαῷ βαρεῖ αἰνέσω σε. 18 Τοτε εγώ θα σε δοξολογήσω με ευγνωμοσύνην πολλήν εν μέσω πολυαρίθμου συγκεντρώσεως. Εν μέσω πυκνοτάτου ακροατηρίου θα αναπέμψω προς σε ευχαριστήριους δοξολογίας. 18 Θὰ εὐχαριστήσω τότε καὶ θὰ δοξολογήσω εὐγνωμόνως τὸ ὄνομά σου ἐν μέσῳ συναθροίσεως πολυαρίθμου, ἐν μέσῳ πυκνοτάτου πλήθους λαοῦ θὰ σοῦ ἀναπέμψω ὕμνον.
19 μὴ ἐπιχαρείησάν μοι οἱ ἐχθραίνοντές μοι ἀδίκως, οἱ μισοῦντες με δωρεὰν καὶ διανεύοντες ὀφθαλμοῖς. 19 Ας μη χαιρεκακήσουν εις βάρος μου εκείνοι, οι οποίοι με εχθρεύονται αδίκως. Αυτοί, οι οποίοι τρέφουν αδικαιολόγητον μίσος εναντίον μου όσοι με νεύματα των πονηρών οφθαλμών συνεννοούνται, δια να με εξοντώσουν. 19 Ἂς μὴ χαροῦν διὰ τὴν καταστροφήν μου αὐτοί, ποὺ ἀδίκως καὶ χωρὶς ἀφορμὴν μὲ ἐχθρεύονται, αὐτοὶ ποὺ μὲ μισοῦν ἀναιτίως καὶ μὲ τὰ νεύματα τῶν ὀφθαλμῶν των συνεννοοῦνται ὅπως μὲ ἐξοντώσουν.
20 ὅτι ἐμοὶ μὲν εἰρηνικὰ ἐλάλουν καὶ ἐπ᾿ ὀργὴν δόλους διελογίζοντο. 20 Διότι δόλιοι αυτοί, με την γλώσσαν των ωμιλούσαν ειρηνικούς και καλούς λόγους προς εμέ. Εσωτερικώς όμως, λόγω του μίσους των, εσκέπτοντο δολιότητας εναντίον μου. 20 Εἶναι πολὺ δόλιοι καὶ ἀσυνείδητοι. Διότι εἰς ἐμὲ μὲν ὡμίλουν μὲ γλῶσσαν εἰρηνικὴν καὶ φιλικήν, μέσα των ὅμως καὶ ἰδιαιτέρως λόγῳ τῆς ὀργῆς καὶ τοῦ μίσους, ποὺ ὑπέκρυπτον κατ’ ἐμοῦ, ἐσκέπτοντο καὶ ἐπινοοῦσαν σχέδια δολερά.
21 καὶ ἐπλάτυναν ἐπ᾿ ἐμὲ τὸ στόμα αὐτῶν, εἶπαν· εὖγε, εὖγε, εἶδον οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν. 21 Ηνοιξαν διάπλατα το απύλωτον στόμα των και είπαν· Ωραία, θαυμάσια! Είδαν τα μάτια μας την καταστροφήν αυτού. 21 Καὶ ἤνοιξαν πλατὺ καὶ ἀχαλίνωτον κατ’ ἐμοῦ τὸ στόμα των, κατηγοροῦντες με ἀσυγκράτητα καὶ χωρὶς συστολήν· εἶπαν· μπράβο, τί ὡραῖα! Εἶδαν οἱ ὀφθαλμοί μας τὴν καταστροφήν του, ποὺ ἐποθούσαμεν τόσον πολύ.
22 εἶδες, Κύριε, μὴ παρασιωπήσῃς, Κύριε, μὴ ἀποστῇς ἀπ᾿ ἐμοῦ· 22 Βλέπεις, Κυριε, την μοχθηρίαν των. Μη την αντιπαρέλθης σιωπών. Και, Κυριε μη απομακρυνθής από εμέ, μη με εγκαταλείψης στον κίνδυνον. 22 Εἶδες, Κύριε, τὴν μοχθηρίαν των καὶ τὴν κακουργίαν των. Μὴ παρασιωπήσῃς, Κύριε, καὶ μὴ ἀντιπαρέλθῃς σιωπηλὸς καὶ ἀδιάφορος ἀπ’ ἐμοῦ. Κύριε, μὴ φύγῃς μακρὰν ἀπὸ ἐμέ.
23 ἐξεγέρθητι, Κύριε, καὶ πρόσχες τῇ κρίσει μου, ὁ Θεός μου καὶ ὁ Κύριός μου, εἰς τὴν δίκην μου. 23 Σηκω επάνω, Κυριε, δώσε προσοχήν εις την δικαίαν μου υπόθεσιν. Συ, ο Θεός μου και ο Κυριος μου, έλα συνήγορος και υπερασπιστής μου εις την αντιδικίν μου αυτήν. 23 Σήκω ἐπάνω. Κύριε, καὶ εὐδόκησον νὰ δείξῃς προσοχὴν καὶ ἐνδιαφέρον εἰς τὴν δικαίαν ὑπόθεσίν μου Σὺ εἶσαι ὁ Θεὸς καὶ ὁ Κύριός μου· λαβὲ ἐνδιαφέρον νὰ μὲ δικάσῃς καὶ νὰ μὲ ὑπερασπισθῇς.
24 κρῖνόν με, Κύριε, κατὰ τὴν δικαιοσύνην σου, Κύριε ὁ Θεός μου, καὶ μὴ ἐπιχαρείησάν μοι. 24 Κρίνε και δίκασέ με, δίκασε Κυριε, σύμφωνα με την δικαιοσύνην σου. Κυριε και Θεέ μου, μη επιτρέψης να καταδικασθώ αδίκως και χαρούν έτσι μοχθηράν χαράν εις βάρος μου οι εχθροί μου. 24 Ἐξέτασέ με, σύ, Κύριε, καὶ δίκασέ με σύμφωνα μὲ τὴν δικαιοσύνην σου. Κύριε, πρὸς σὲ καταφεύγω, τὸν ὁποῖον λατρεύω ὡς μόνον Θεόν μου. Καὶ κράζω πρὸς σὲ ταπεινῶς: Ἂς μὴ χαροῦν εἰς βάρος μου οἱ ἐχθροί μου.
25 μὴ εἴποισαν ἐν καρδίαις αὐτῶν· εὖγε, εὖγε τῇ ψυχῇ ἡμῶν· μηδὲ εἴποιεν· Κατεπίομεν αὐτόν. 25 Ας μη είπουν· Εύγε μας, εύγε εις την ψυχήν μας· τον εξωλοθρεύσαμεν. Ας μη είπουν ότι τον εφάγαμεν και τον εξηφανίσαμεν πλέον οριστικώς. 25 Εἴθε νὰ μὴ εἴπουν μέσα εἰς τὰς καρδίας των, αἱ ὁποῖαι ποθοῦν τὴν ἐξόντωσίν μου· εὖγε, τί ὡραῖα! Ἂς χαρῇ ἡ ψυχή μας, διότι ἐπετεύχθη ὁ πόθος της. Μήτε νὰ εἴπουν· κατεπίομεν αὐτόν, ποὺ μᾶς ἦτο τόσον μισητός.
26 αἰσχυνθείησαν καὶ ἐντραπείησαν ἅμα οἱ ἐπιχαίροντες τοῖς κακοῖς μου, ἐνδυσάσθωσαν αἰσχύνην καὶ ἐντροπὴν οἱ μεγαλοῤῥημονοῦντες ἐπ᾿ ἐμέ. 26 Ας καταισχυνθούν και ας κατεντροπιασθούν όλοι μαζή, όσοι δοκιμάζουν μοχθηράν χαράν δια τας δυστυχίας μου. Ας περιβληθούν, ωσάν μόνιμον ένδυμά των, αισχύνην και εντροπήν οι αλαζόνες, οι οποίοι κομπορρημονούν εναντίον μου. 26 Ἂς καταισχυνθοῦν καὶ ἂς ἐντραποῦν ὅλοι τους μαζί, ὅσοι χαίρουν διὰ τὰς συμφοράς μου καὶ τὴν δυστυχίαν μου. Ἂς σκεπασθοῦν καὶ ἂς περιβληθοῦν ὡς ἔνδυμα καταισχύνην καὶ ἐντροπὴν αὐτοὶ ποὺ ὑβριστικῶς καὶ ἀλαζονικῶς λέγουν πολλὰ καὶ περιφρονητικὰ κατ’ ἐμοῦ.
27 ἀγαλλιάσθωσαν καὶ εὐφρανθήτωσαν οἱ θέλοντες τὴν δικαιοσύνην μου καὶ εἰπάτωσαν διαπαντός· μεγαλυνθήτω ὁ Κύριος, οἱ θέλοντες τὴν εἰρήνην τοῦ δούλου αὐτοῦ. 27 Ας γεμίσουν δε αγαλλίασιν και ας ευφρανθούν αυτοί, οι οποίοι θέλουν και επιθυμούν να μου αποδοθή η δικαιοσύνη και η ειρήνη. Και ας λέγουν πάντοτε όλοι, όσοι θέλουν την ειρήνην και ευτυχίαν του δούλου σου· Ας είναι δοξασμένος ο Κυριος. 27 Ἂς πληρωθοῦν ἀγαλλιάσεως καὶ ἂς εὐφρανθοῦν οἱ θέλοντες νὰ μοῦ ἀποδοθῇ τὸ δίκαιον, καὶ ἐκεῖνοι ποὺ θέλουν τὴν ἠρεμίαν καὶ εἰρήνην τοῦ δούλου τοῦ Κυρίου, ἂς κράξουν διὰ παντός· δεδοξασμένος ἂς εἶναι ὁ Κύριος καὶ ἂς ἀνυμνῆται τὸ μεγαλεῖον τοῦ ὀνόματός του.
28 καὶ ἡ γλῶσσά μου μελετήσει τὴν δικαιοσύνην σου, ὅλην τὴν ἡμέραν τὸν ἔπαινόν σου. 28 Τοτε ο νους μου θα μελετά και η γλώσσα μου θα διηγήται την προς εμέ δικαιοσύνην σου. Ολην δε την ημέραν θα σου αναπέμπη δοξολογίαν και ευχαριστίαν. 28 Καὶ ἡ γλῶσσα μου θὰ μελετᾷ καὶ δὲν θὰ παύῃ νὰ ἐκδιηγῆται τὴν δικαιοσύνην, ποὺ ἐπέδειξας εἰς τὴν ὑπὲρ ἐμοῦ κρίσιν σου, συνεχῶς καὶ ὅλην τὴν ἡμέραν θὰ ἀναπέμπῃ καὶ δὲν θὰ διακόπτῃ τὸν αἶνον καὶ τὴν δοξολογίαν, ἡ ὁποία σοῦ ἀνήκει.