Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 38 (ΛΗ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Εἰς τὸ τέλος, τῷ ᾿Ιδιθούν· ᾠδὴ τῷ Δαυΐδ. 1 1
2 (Μασ. 39) ΕΙΠΑ· φυλάξω τὰς ὁδούς μου τοῦ μὴ ἁμαρτάνειν με ἐν γλώσσῃ μου· ἐθέμην τῷ στόματί μου φυλακὴν ἐν τῷ συστῆναι τὸν ἁμαρτωλὸν ἐναντίον μου. 2 (Μασ. 39) Είπα και απεφάσισα· να προσέχω όλην την συμπεριφοράν και διαγωγήν μου, ώστε να μη αμαρτάνω με την γλώσσαν μου, παραπονούμενος δια το πλήθος των δοκιμασιών μου και επικρίνων τας μυστηριώδεις, αλλά τόσον αγαθάς, βουλάς του Κυρίου. Απεφάσισα να θέσω φραγμόν εις τα χείλη μου και να μη εκφράσω κανένα παράπονον, καμμίαν κατάκρισιν, όταν ο αμαρτωλός σταθή απειλητικός ενώπιόν μου. 2 Εἶπα κατ' ἐμαυτὸν καὶ ἀπεφάσισα νὰ προοέχω εἰς τὴν ὅλην συμπεριφορὰν καὶ διαγωγήν μου, διὰ νὰ μὴ ἁμαρτάνω διὰ τῆς γλώσσης μου, ἐπικρίνων τὰς μυστηριώδεις καὶ οὐχὶ σπανίως δυσεξιχνιάστους ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καὶ παραπονούμενος διὰ τὸ πλῆθος τῶν δοκιμασιῶν μου. Ἔθεσα λοιπὸν φραγμὸν καὶ χαλινὸν εἰς τὸ στόμα μου, ὅταν συνηντώμην μετὰ ἁμαρτωλοῦ, διὰ νὰ μὴ δώσω εἰς αὐτὸν λαβήν, ὅπως μεμφθῇ τὸν Θεὸν καὶ βλασφημήσῃ αὐτὸν ὡς ἀνίκανον νὰ προστατεύσω τοὺς ἰδικούς του.
3 ἐκωφώθην καὶ ἐταπεινώθην καὶ ἐσίγησα ἐξ ἀγαθῶν, καὶ τὸ ἄλγημά μου ἀνεκαινίσθη. 3 Θεληματικώς έγινα κωφός και άλαλος ενώπιον του πονηρού ανθρώπου. Ετήρησα ταπεινωμένος απόλυτον σιωπήν, ακόμη και περί διαθέσεων και λόγων και πράξεών μου αγαθών. Η κατάθλιψις και ο πόνος όμως της ψυχής μου έτσι ανεζωογονήθη και ηυξήθη. 3 Κωφάλαλος κατήντησα, καὶ μὲ ταπείνωσιν πολλὴν ἐτήρησα σιγὴν ἀκόμη περὶ λόγων καὶ πραγμάτων ἀγαθῶν, διὰ νὰ μὴ δώσω οἰανδήποτε ἀφορμὴν εἰς τὸν ἀσεβῆ νὰ βλασφημήσῃ. Καὶ ἐκ τῆς τοιαύτης στάσεως καὶ συμπεριφορᾶς μου τὸ ἄλγος καὶ ἡ πίεσις τῆς ψυχῆς μου ηὔξησε καὶ ἀνενεώθη.
4 ἐθερμάνθη ἡ καρδία μου ἐντός μου, καὶ ἐν τῇ μελέτῃ μου ἐκκαυθήσεται πῦρ. ἐλάλησα ἐν γλώσσῃ μου· 4 Φωτιά άναψε μέσα εις την καρδία μου. Ερευνών το πρόβλημα της ευτυχίας των ασεβών και της φαινομενικής εγκαταλείψεως των δικαίων ησθάνθην να καίη πυρκαϊά μέσα μου. Τοτε πλέον ωμίλησεν η γλώσσα μου και είπα προς τον Κυριον· 4 Ἠρεθίσθη ἡ καρδία μου εἰς τὸ ἐσωτερικόν μου· ἢναψε φωτιὰ μέσα μου ἀπὸ τὴν μελέτην, ποὺ ἔκαμα ἐπὶ τῆς φαινομενικῆς ἐγκαταλείψεως τῶν δικαίων καὶ τῆς εὐδοκιμήσεως τῶν ἀσεβῶν, αἱ φλόγες τοῦ πυρὸς αὐτοῦ ηὐξήθησαν καὶ αἱ βασανίζουσαι τὴν καρδίαν μου ἀπορίαι ἐπολλαπλασιάσθησαν. Καὶ ἔλυσα τότε τὴν γλῶσσαν μου καὶ ἀπευθυνόμενος ὄχι εἰς ἀνθρώπους, ἀλλὰ εἰς τὸν μόνον δυνάμενον νὰ σοφίζῃ τὰς διανοίας Κύριον, εἶπα:
5 γνώρισόν μοι, Κύριε, τὸ πέρας μου καὶ τὸν ἀριθμὸν τῶν ἡμερῶν μου, τίς ἐστιν, ἵνα γνῶ τί ὑστερῶ ἐγώ. 5 Σε παρακαλώ, Κυριε, κατάστησε εις εμέ γνωστόν, πότε θα έλθη το τέρμα της ζωής μου και ποίος είναι ο αριθμός των ημερών μου, δια να εννοήσω κατά το διάστημα αυτό και να αναπληρώσω το υστέρημά μου. 5 Σὲ παρακαλῶ, Κύριε, κατάστησον εἰς ἐμὲ γνωστὸν πότε θὰ ἐπέλθῃ τὸ τέλος τῆς ζωῆς μου καὶ ποῖος εἶναι ὁ ἀριθμὸς τῶν ἡμερῶν μου, διὰ νὰ μάθω πόσος χρόνος ζωῆς βασανισμένης μου ὑπολείπεται ἀκόμη καὶ πόσας δοκιμασίας πρόκειται ἀκόμη νὰ ὑποστῶ, μήπως παρηγορηθῶ ἀπὸ τὸ πλησιάζον τέλος μου.
6 ἰδοὺ παλαιστὰς ἔθου τὰς ἡμέρας μου, καὶ ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου· πλὴν τὰ σύμπαντα ματαιότης, πᾶς ἄνθρωπος ζῶν. (διάψαλμα). 6 Μετρημέναι και πολύ ολίγαι είναι αι ημέραι μου και η ζωη μου, ως ένα τίποτε είναι εμπρός εις την αιωνιότητά σου. Τα πάντα εις την ζωήν του ανθρώπου είναι μάταια. Και αυτός ο άνθρωπος είναι ματαιότης. 6 Ἰδοὺ μὲ πολὺ μικρὸν μέτρον, ποὺ μόλις φθάνει τὸ ἐν τρίτον τῆς σπιθαμῆς, μετροῦνται αἱ ἡμέραι, ποὺ μοῦ ὤρισες νὰ ζήσω. Πολὺ ὀλίγαι λοιπὸν μου ὑπολείπονται ἀκόμη καὶ ἡ ὅλη ὕπαρξις καὶ ζωή μου εἶναι σὰν τὸ μηδὲν ἔμπροσθεν σοῦ τοῦ ἀνάρχου καὶ αἰωνίου. Ὁμολογουμένως δὲ κατὰ πάσας τὰς ἐπόψεις του καὶ κατὰ σύμπαντα τὸν βίον αὐτοῦ καὶ τὴν δρᾶσιν του ἐξεταζόμενος κάθε ἄνθρωπος καὶ πᾶσα ἡ ζωὴ αὐτοῦ εἶναι ματαιότης.
7 μέντοιγε ἐν εἰκόνι διαπορεύεται ἄνθρωπος, πλὴν μάτην ταράσσεται· θησαυρίζει καὶ οὐ γινώσκει τίνι συνάξει αὐτά. 7 Πράγματι σαν μια σκιώδης εικών, που εντός ολίγου σβήνει, πορεύεται ο άνθρωπος δια μέσου του ορατού αυτού κόσμου. Δεν θέλει όμως να παραδεχθή αυτήν την αλήθειαν, δια τούτο ταράσσεται και κοπιάζει και μοχθεί. Θησαυρίζει και δεν γνωρίζει εις ποίον θα αφήση τους θησαυρούς του, όταν θα αποθάνη. 7 Ναί, ἀληθῶς· ὡσὰν σκιώδης εἰκών, ποὺ μετ’ ὀλίγον σβήνει, πορεύεται διὰ μέσου τοῦ ὁρατοῦ τούτου κόσμου καὶ διαβαίνει δι’ αὐτοῦ ὁ ἄνθρωπος. Ἀλλ’ ὄμως μὴ συνετιζόμενος ὑπὸ τῆς ματαιότητος καὶ βραχύτητος τῆς ζωῆς, ταράττεται καὶ καταλαμβάνεται ἀπὸ ἀνωφελεῖς καὶ βασανιστικὰς φροντίδας, μάτην μοχθῶν καὶ κοπιάζων. Θησαυρίζει καὶ δὲν γνωρίζει διὰ ποῖον συνάζει τὰ ἀγαθὰ ταῦτα καὶ ποῖος θὰ κληρονομήσῃ αὐτά.
8 καὶ νῦν τίς ἡ ὑπομονή μου; οὐχὶ ὁ Κύριος; καὶ ἡ ὑπόστασίς μου παρὰ σοί ἐστιν. 8 Και τώρα, λοιπόν, αφού τόσον βραχύς είναι ο βίος και μάταιαι αι προσπάθειαι των ανθρώπων, τι περιμένω εδώ εγώ; Ποιά είναι και ποία πρέπει να είναι η ελπίς μου; Ελπίς μου δεν είναι ο Κυριος; Βεβαίως. Εις σέ, Κυριε, εναποθέτω με εμπιστοσύνην όλην μου την ύπαρξιν. 8 Καὶ τώρα λοιπόν, ἀφοῦ ὁ βίος εἶναι τόσον βραχὺς καὶ εἰς μάτην ἀποβαίνουν αἱ προσπάθειαι τῶν ἀνθρώπων, τὶ περιμένω ἐγὼ ἐδῶ καὶ ποία πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἐλπίς μου; Δὲν πρέπει νὰ εἶναι ὁ Κύριος ἡ μόνη προσδοκία μου καὶ πρὸς αὐτὸν νὰ στηριχθῇ ὁλόκληρος ἡ ἐλπίς μου; Ναί, διότι καὶ ἂν ὑπάρχω, σύ μου ἔδωκες τὴν ὕπαρξιν, καὶ ὁλόκληρον τὸ εἶναι μου ἀπὸ σὲ ἐξαρτᾶται καὶ σὺ εἶσαι τὸ στήριγμά μου.
9 ἀπὸ πασῶν τῶν ἀνομιῶν μου ῥῦσαί με, ὄνειδος ἄφρονι ἔδωκάς με. 9 Συγχώρησε όλας τας αμαρτίας μου, διότι εξ αιτίας αυτών επέτρεψες, να γίνω περίγελως των ασεβών ανθρώπων. 9 Καὶ διὰ νὰ γίνω λοιπὸν ἀρεστὸς ἐνώπιόν σου, ὥστε νὰ μὴ τιμωροῦμαι ἀπὸ σέ, ἀλλὰ νὰ ἀπολαμβάνω τὴν προστασίαν σου, ἐλευθέρωσέ με ἀπὸ ὅλας τὰς ἀνομίας μου, διότι ἐξ αἰτίας τούτων παρεχώρησας νὰ καταντήσω περίγελως καὶ ἐμπαιγμὸς παντὸς ἀσεβοῦς καὶ ἀνοήτου.
10 ἐκωφώθην καὶ οὐκ ἤνοιξα τὸ στόμα μου, ὅτι σὺ ἐποίησας. 10 Εγινα κωφός και αμίλητος, δεν ήνοιξα το στόμα μου, δια να παραπονεθώ, διότι συ επέτρεψες να έλθουν εις βάρος μου αι δοκιμασίαι και αι θλίψεις αυταί. 10 Ἔγινα θεληματικῶς κωφάλαλος καὶ δὲν ἤνοιξα τὸ στόμα μου διὰ νὰ παραπονεθῶ ἢ νὰ εἴπω λόγον ἐπικρίσεως δι’ ὅσα μοῦ συμβαίνουν διότι σὺ ἐπέτρεψας ταῦτα καὶ εἶμαι πεπεισμένος, ὅτι εἰς τὸ τέλος θὰ μοῦ ἀποβοῦν εἰς καλόν.
11 ἀπόστησον ἀπ᾿ ἐμοῦ τὰς μάστιγάς σου· ἀπὸ γὰρ τῆς ἰσχύος τῆς χειρός σου ἐγὼ ἐξέλιπον. 11 Απομάκρυνε από εμέ τας δικαίας μαστιγώσεις σου, παύσε πλέον να με τιμωρής, διότι είναι πολύ ισχυρά τα παιδαγωγικά κτυπήματα, που καταφέρει το παντοδύναμόν σου χέρι, ώστε κινδυνεύω να σβήσω. 11 Ἀπομάκρυνε τὰς μαστιγώσεις σου ἀπ’ ἐμοῦ καὶ παῦσε πλέον νὰ μὲ τιμωρῇς, διότι εἶναι τόσον ἰσχυρὰ τὰ κτυπήματα, ποὺ μοῦ δίδει ἡ χείρ σου, καὶ τόσον βαρεῖαι αἱ θλίψεις καὶ αἱ δοκιμασίαι μὲ τὰς ὁποίας μὲ παιδαγωγεῖς, ὥστε ἐγὼ κινδυνεύω νὰ ἀφανισθῶ.
12 ἐν ἐλεγμοῖς ὑπὲρ ἀνομίας ἐπαίδευσας ἄνθρωπον καὶ ἐξέτηξας ὡς ἀράχνην τὴν ψυχὴν αὐτοῦ· πλὴν μάτην ταράσσεται πᾶς ἄνθρωπος. (διάψαλμα). 12 Με τιμωρίας παιδαγωγείς τον άνθρωπον εξ αιτίας των αμαρτιών του. Ωσάν ιστόν αράχνης εύθραυστον κάνεις την ζωήν του. Χωρίς την βοήθειάν σου, κάθε άνθρωπος ματαίως ταράσσεται και κοπιάζει και θησαυρίζει. 12 Μὲ ἐπιτιμήσεις καὶ τιμωρίας παιδαγωγεῖς πρὸς διόρθωσίν του τὸν ἄνθρωπον διὰ τὴν ἀνομίαν καὶ παραβάσῃ τοῦ νόμου σου, εἰς τὴν ὁποίαν παρεσύρθη, ἀλλὰ καὶ μόνοι οἱ ἔλεγχοί σου μεταβάλλουν αὐτὸν εἰς ράκος, καὶ σὰν ἀράχνην διαλύεις τὴν ζωήν του καὶ ὅλην,τὴν δύναμιν αὐτοῦ. Εἶναι τόσον ἀσθενὴς καὶ ἀδύνατος ὁ ἄνθρωπος, ὥστε μακρὰν ἀπὸ σὲ ὅσα καὶ ἂν κάνῃ, ματαίως καὶ χωρὶς μόνιμόν τι ὄφελος καὶ ἀποτέλεσμα ἀνησυχεῖ καὶ ὑπὸ μεριμνῶν καὶ προσπαθειῶν ταράττεται.
13 εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, Κύριε, καὶ τῆς δεήσεώς μου, ἐνώτισαι τῶν δακρύων μου· μὴ παρασιωπήσῃς, ὅτι πάροικος ἐγώ εἰμι παρὰ σοὶ καὶ παρεπίδημος καθὼς πάντες οἱ πατέρες μου. 13 Ακουσε, λοιπόν, Κυριε, την προσευχήν μου. Δέξαι την δέησίν μου, ίδε τα δάκρυά μου, άκουσε τους λυγμούς των θρήνων μου. Μη κωφεύσης, διότι προσωρινός και ξένος είμαι εις την γην αυτήν, όπως και οι πρόγονοί μου. 13 Εὐδόκησον, Κύριε, νὰ ἀκούσῃς τὴν προσευχήν μου καὶ τὴν παράκλησιν καὶ ἱκεσίαν μου. Ἂς ἔμβουν εἰς τὰ ὦτα σου καὶ ἂς ἀκουσθοῦν ἀπὸ αὐτὰ οἱ λυγμοὶ καὶ οἱ ἐκσπῶντες εἰς γοερὰς κραυγὰς κλαυθμοί μου. Μὴ σιωπήσῃς παραβλέπων τὰ δάκρυά μου καὶ παρατρέχων τοὺς θρήνους μου. Διότι, ὅπως ὅλοι οἱ πατέρες μου, οὕτω καὶ ἐγὼ εἶμαι ξένος, προσωρινῶς διαμένων ἐν τῇ γῇ, φιλοξενούμενος ἀπὸ σὲ καὶ μὴ ἔχων μόνιμον πατρίδα πουθενὰ ἐν τῷ κόσμῳ.
14 ἄνες μοι, ἵνα ἀναψύξω πρὸ τοῦ με ἀπελθεῖν καὶ οὐκέτι μὴ ὑπάρξω. 14 Αφησέ με, έστω και επ' ολίγον· πάψε να με τιμωρής, δια να ανακουφισθώ και να εύρω κάποιαν αναψυχήν, πριν η φύγω από την ζωήν αυτήν, οπότε και δεν θα υπάρχω πλέον επί της γης. 14 Παῦσε νὰ μὲ τιμωρῇς καὶ ἄφες με ἐπ' ὀλίγον, διὰ νὰ ἀνακουφισθῶ καὶ λάβω κάποιαν ἀναψυχὴν προτοῦ νὰ ἀπέλθω ἐκ τῆς ζωῆς ταύτης, ὁπότε πλέον δὲν θὰ ὑπάρχω ἐπὶ τῆς γῆς.