Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 65 (ΞΕ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Εἰς τὸ τέλος· ᾠδὴ ψαλμοῦ· ἀναστάσεως.
1 (Μασ. 66) ΑΛΑΛΑΞΑΤΕ τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ, 1 (Μασ. 66) Αλαλάξατε με ιερόν ενθουσιασμόν προς δόξαν του Κυρίου, οι κατοικούντες όλην την γην. 1 Επευφημήσατε καὶ κράξατε πρὸς ἔπαινον τοῦ Κυρίου οἱ κάτοικοι ὅλης τῆς γῆς.
2 ψάλατε δὴ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ. δότε δόξαν αἰνέσει αὐτοῦ. 2 Δοξάσατε και τα υμνολογήσατε αυτόν. 2 Ψάλατε ὕμνους εἰς τὸ ὄνομά του. Προσδώσατε δόξαν εἰς τὴν πρὸς αὐτὸν ἀπευθυνομένην αἴνεσιν. Μεγαλοπρεπῶς ἀνυμνήσατε αὐτόν.
3 εἴπατε τῷ Θεῷ· ὡς φοβερὰ τὰ ἔργα σου· ἐν τῷ πλήθει τῆς δυνάμεώς σου ψεύσονταί σε οἱ ἐχθροί σου. 3 Είπατε προς τον Θεόν με ύμνους· Ποσον θαυμαστά και φοβερά είναι τα έργα σου, δια την σωτηρίαν μας, Κυριε! Εμπρός εις την άπειρον δύναμίν σου θα καταληφθούν από φόβον οι εχθροί σου, θα ταπεινωθούν και θα υποταχθούν, χωρίς και να το θέλουν, προς σέ. 3 Εἴπατε εἰς τὸν Θεόν: Ὁποῖον φόβον ἐμπνέουν τὰ πρὸς σωτηρίαν τοῦ λαοῦ σου καταπληκτικὰ ἔργα σου· λόγῳ τοῦ πλήθους τῆς δυνάμεώς σου θὰ δηλώσουν ὑποταγὴν εἰς σὲ οἱ ἐχθροί σου, ἕνεκα τοῦ φόβου καὶ τῆς καταπτοήσεώς των, ἀλλ’ ὄχι καὶ ἐξ εἰλικρινοῦς διαθέσεως.
4 πᾶσα ἡ γῆ προσκυνησάτωσάν σοι καὶ ψαλάτωσάν σοι, ψαλάτωσαν τῷ ὀνόματί σου. (διάψαλμα). 4 Ολοι οι άνθρωποι, που κατοικούν την γην, ας προσκυνήσουν και ας δοξολογήσουν σε τον παντοδύναμον Θεόν. Ας ψάλλουν ύμνους με μουσικά όργανα προς δόξαν του Ονόματός σου. 4 Πάντες οἱ κάτοικοι τῆς γῆς ἂς σὲ προσκυνήσουν καὶ ἂς σὲ λατρεύσουν καὶ ἂς ψάλουν εἰς σὲ ὕμνους δοξολογίας καὶ εὐχαριστίας· ἂς ψάλουν εἰς τὸ ὄνομά σου, Ὕψιστε.
5 δεῦτε καὶ ἴδετε τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ· φοβερὸς ἐν βουλαῖς ὑπὲρ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων, 5 Ελάτε και ίδετε τα καταπληκτικά έργα του Θεού. Ποσον φοβερός και άφθαστος είναι ο Θεός εις τας σκέψεις και τας αποφάσστου! Απείρως ανώτερος από όλους μαζή τους ανθρώπους. 5 Δεῦτε καὶ ἴδετε τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου· πόσον φοβερὸς εἶναι εἰς τὰ καταπληκτικὰ σχέδια καὶ τὰς σκέψεις του, διὰ τῶν ὁποίων ἀποδεικνύεται ἀσυγκρίτως ὑπέρτερος ἀπὸ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων, τῶν ὁποίων κατανικᾷ μὲ αὐτὰ πᾶσαν ἐπινόησιν καὶ ἀντίδρασιν.
6 ὁ μεταστρέφων τὴν θάλασσαν εἰς ξηράν, ἐν ποταμῷ διελεύσονται ποδί. ἐκεῖ εὐφρανθησόμεθα ἐπ᾿ αὐτῷ, 6 Αυτός, ο οποίος μεταστρέφει την θάλασσαν εις ξηράν, όπως έκαμεν εις την Ερυθράν Θαλασσαν. Εστέγνωσε τον Ιορδάνην ποταμόν και επερασαν με τα πόδια των οι πρόγονοί μας. Αναλογιζόμενοι τα καταπληκτικά θαύματα εις προστασίαν των προγόνων μας θα χαρώμεν δια τον Κυριον. 6 Αὐτὸς μετέστρεψε τὴν θάλασσαν εἰς ξηράν, ἵνα διέλθῃ δι' αὐτῆς ὁ λαός του· τὸν Ἰορδάνην ποταμὸν διέβησαν οὗτοι διὰ τῶν ποδῶν χωρὶς νὰ βραχοῦν· ἐκεῖ εἰς τοὺς τόπους τῶν θαυμαστῶν τούτων διαβάσεων θὰ ηὐφραινόμεθα καὶ ἠμεῖς ἐπὶ τῷ Θεῷ,
7 τῷ δεσπόζοντι ἐν τῇ δυναστείᾳ αὐτοῦ τοῦ αἰῶνος. οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ἐπὶ τὰ ἔθνη ἐπιβλέπουσιν, οἱ παραπικραίνοντες μὴ ὑψούσθωσαν ἐν ἑαυτοῖς. (διάψαλμα). 7 Δι' αυτόν, ο οποίος κυριαρχεί με την ακατανίκητον δύναμίν του εις όλους τους αιώνας. Τα μάτια του παρακολουθούν και βλέπουν όλους τους ανθρώπους όλων των εθνών. Σεις δε οι αποστάται, οι οποίοι με τα αμαρτωλά σας έργα πικραίνετε τον Κυριον, μη υψηλοφρονήτε. 7 ὅστις δεσπόζει διὰ τῆς ἀκατανικήτου δυνάμεώς του, χθὲς καὶ σήμερον καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας. Οἱ ὀφθαλμοί του παρακολουθοῦν ἀγρύπνως τὰ ἔθνη, οἱ ἀποστάται καὶ οἱ πικραίνοντες αὐτὸν διὰ τῶν κατὰ τοῦ λαοῦ του ἐπιθέσεών των ἂς μὴ ὑψηλοφρονοῦν, διότι θὰ δώσουν λόγον εἰς αὐτόν.
8 εὐλογεῖτε, ἔθνη, τὸν Θεὸν ἡμῶν καὶ ἀκουτίσασθε τὴν φωνὴν τῆς αἰνέσεως αὐτοῦ, 8 Δοξολογήστε τα έθνη τον Θεόν μας, με βοήν ισχυράν. Καμετε ακουστήν την φωνήν της δοξολογίας σας προς αυτόν, 8 Εὐλογεῖτε, ὦ ἔθνη, τὸν Θεόν μας καὶ διὰ βοῆς ἰσχυρᾶς ἀκουστὴν ποήσατε τὴν φωνὴν τῆς ἀνυμνήσεως αὐτοῦ.
9 τοῦ θεμένου τὴν ψυχήν μου εἰς ζωήν, καὶ μὴ δόντος εἰς σάλον τοὺς πόδας μου. 9 ο οποίος ελύτρωσεν εμέ και τον λαόν μου από θανάσιμον κίνδυνον και μας επανέφερεν εις την ζωήν. Δεν επέτρεψε να σαλευθούν οι πόδες μου και να πέσω. 9 ὁ ὁποῖος ἐμὲ καὶ τοὺς ἐκπροσωπουμένους ὑπ’ ἐμοῦ ὁμοεθνεῖς μου ἀπελύτρωσεν ἐκ τρομεροῦ κινδύνου καὶ ἐπανέφερε ἐν τῇ ζωῇ τὴν μέχρι θανάτου φθάσασαν ὕπαρξίν μας καὶ δὲν ἐπέτρεψεν οἱ πόδες μας νὰ ὀλισθήσουν εἰς ἀνεπανόρθωτον πτῶσιν.
10 ὅτι ἐδοκίμασας ἡμᾶς, ὁ Θεός, ἐπύρωσας ἡμᾶς, ὡς πυροῦται τὸ ἀργύριον· 10 Διότι μας εδοκίμασες, ω Θεέ. Μας έρριψες εις την κάμινον του πυρός, του πόνου και των θλίψεων, αλλά και μας εκαθάρισες, όπως δια του πυρός καθαρίζεται ο άργυρος. 10 Διότι μᾶς ἐδοκίμασας, ὦ Θεέ, ἵνα ἀποδειχθῇ ἐὰν εἴμεθα εἰς σὲ πιστοί· μᾶς ἔρριψας εἰς τὸ πῦρ τοῦ πόνου καὶ τῶν θλίψεων, ὅπως ρίπτεται εἰς τὸ πῦρ ὁ ἄργυρος διὰ νὰ καθαρθῇ ἐν αὐτῷ.
11 εἰσήγαγες ἡμᾶς εἰς τὴν παγίδα, ἔθου θλίψεις ἐπὶ τὸν νῶτον ἡμῶν. 11 Επέτρεψες να πέσωμεν εις την παγίδα των εχθρών μας και να γίνωψεν δούλοι. Εφόρτωσες επάνω εις την ράχιν μας φορτίον θλίψεων. 11 Ἐπέτρεψες νὰ ἐμπέσωμεν εἰς τὴν παγίδα, τὴν ὁποίαν πρὸς ὑποδούλωσίν μας εἶχον στήσει οἰ ἐχθροί μας· ἐφόρτωσας εἰς τὴν ράχιν μας φορτίον θλίψεων.
12 ἐπεβίβασας ἀνθρώπους ἐπὶ τὰς κεφαλὰς ἡμῶν, διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος, καὶ ἐξήγαγες ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν. 12 Αφήκες να καθήσουν βαρείς επάνω από τα κεφάλια μας οι εχθροί μας. Επεράσαμεν δια μέσου πολλών και βαρειών θλίψεων, ωσάν δια μέσου πυρακτωμένης καμίνου, και δια μέσου υδάτων κατακλυσμού. Τελικώς όμως συ μας έβγαλες εις τόπον ανέσεως και αναψυχής. 12 Ἐπέτρεψες ἄνθρωποι θνητοὶ νὰ διέλθουν θριαμβευτικῶς ἄνωθεν τῶν κεφαλῶν μας καὶ νὰ ποδοπατήσουν αὐτάς· διήλθομεν διὰ μέσου τῆς καμίνου καὶ τοῦ πυρὸς τῶν θλίψεων ἐπεράσαμεν ἐκ τῆς θαλάσσης τῶν δοκιμασιῶν καὶ ὑπεφέραμεν κακά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐκινδυνεύσαμεν νὰ ἀφανισθῶμεν καὶ νὰ πνιγῶμεν. Ἀλλ’ ἐν τέλει μᾶς ἔβγαλες εἰς τόπον ἀναψυχῆς καὶ ἀνέσεως.
13 εἰσελεύσομαι εἰς τὸν οἶκόν σου ἐν ὁλοκαυτώμασιν, ἀποδώσω σοι τὰς εὐχάς μου, 13 Θα έλθω στον ναόν σου με ολοκαυτώματα, θα αποδώσω εις σε και θα εκπληρώσω εκεί όλα τα τάματά μου, 13 Θὰ εἰσέλθω εἰς τὸν ἅγιον ναόν σου, ὅπου κατοικεῖς, μὲ θύματα ποὺ θὰ καοῦν ὁλόκληρα ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου σου, καὶ ἐξ ὀνόματος ὁλοκλήρου τοῦ λαοῦ σου θὰ σοῦ ἀποδώσω ὡς ὀφειλόμενον χρέος τὰς εὐχὰς καὶ τὰ ταξίματά μας,
14 ἃς διέστειλε τὰ χείλη μου καὶ ἐλάλησε τὸ στόμα μου ἐν τῇ θλίψει μου· 14 όσα τα πικραμμένα χείλη μου μισοάνοιξη και έταξαν, όσα είπε και υπεσχέθη το στόμα μου κατά το διάστημα των θλίψεών μου. 14 τὰ ὁποῖα τὰ διασταλέντα χείλη μας ηὐχήθησαν καὶ ἐλάλησε τὸ στόμα μας κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς θλίψεώς μας.
15 ὁλοκαυτώματα μεμυελωμένα ἀνοίσω σοι μετὰ θυμιάματος καὶ κριῶν, ἀνοίσω σοι βόας μετὰ χιμάρων. (διάψαλμα). 15 Θα σου προσφέρω, μαζή με θυμίαμα, ζώα καλοθρεμμένα ως ολοκαυτώματα. Θα σου προσφέρω κριους και βόϊδια και τράγους. 15 Θὰ σοῦ προσφέρω ὁλοκαυτώματα εὐτραφῆ ἀποστάζοντα μυελὸν καὶ πάχος μετὰ τῆς κνίσσης τῶν κατακαιομένων κριῶν, ποὺ θὰ ἀναβαίνῃ πρὸς τὰ ἄνῳ ὡς θυμίαμα δεκτόν, καὶ θὰ σοῦ προσφέρω βόας μετὰ τράγων.
16 δεῦτε ἀκούσατε, καὶ διηγήσομαι, πάντες οἱ φοβούμενοι τὸν Θεόν, ὅσα ἐποίησε τῇ ψυχῇ μου. 16 Ελάτε να ακούσετε, διότι, εγώ θα διηγηθώ προς σας, οι οποίοι ευλαβείσθε τον Θεόν, όσα θαυμαστά έργα έκαμεν εις εμέ ο Θεός καθ' όλον τον βίον μου. 16 Ἔλθετε να ἀκούσετε καὶ θὰ σᾶς διηγηθῶ, ὅλοι σεῖς οἱ ὁποῖοι φοβεῖσθε τὸν Θεόν, ὅσα εἰς περιστάσεις δυσχερεῖς ἐποίησε χάριν τῆς ζωῆς μου.
17 πρὸς αὐτὸν τῷ στόματί μου ἐκέκραξα καὶ ὕψωσα ὑπὸ τὴν γλῶσσάν μου. 17 Ηνοιξα το στόμα μου και προς αυτόν κατά το διάστημα των θλίψεών μου έκραξα· και επειδή αμέσως έλαβα βοήθειαν και σωτηρίαν ανέφερα με την γλώσσάν μου προς το ύψος της μεγαλωσύνης του ύμνους δοξολογίας και ευχαριστίας. 17 Πρὸς αὐτὸν μὲ τὸ στόμα μου ἐβόησα καὶ ἐπειδὴ ἀμέσως ἔτυχον τῆς παρ’ αὐτοῦ βοηθείας, ὕψωσα ὑπὸ τὴν γλῶσσαν μου εὐχαριστίας καὶ ὕμνους πρὸς αὐτόν.
18 ἀδικίαν εἰ ἐθεώρουν ἐν καρδίᾳ μου, μὴ εἰσακουσάτω μου Κύριος. 18 Εάν έβλεπα αδικίαν μέσα εις την καρδίαν μου και η συνείδησίς μου με έτυπτεν ως ένοχον, ας μη με εισήκουεν ο Κυριος. 18 Ἐὰν ἔβλεπα ἀδικίαν μέσα εἰς τὴν καρδίαν μου καὶ ἡ συνείδησίς μου μὲ ἔτυπτε δι’ ἐνοχήν τινα, ἂς μὴ μὲ εἱσήκουεν ὁ Κύριος.
19 διὰ τοῦτο εἰσήκουσέ μου ὁ Θεός, προσέσχε τῇ φωνῇ τῆς δεήσεώς μου. 19 Επειδή όμως ήμουν αθώος, ο Κυριος ήκουσε και έκαμε δεκτήν την προσευχήν μου. Επρόσεξεν εις την φωνήν της δεήσεώς μου. 19 Διότι ὅμως τοιαύτην ἐνοχὴν δὲν ᾐσθανόμην, διὰ τοῦτο μὲ εἱσήκουσεν ὁ Θεὸς καὶ ἔδωκε προσοχὴν εἰς τὴν φωνὴν τῆς δεήσεώς μου.
20 εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὃς οὐκ ἀπέστησε τὴν προσευχήν μου καὶ τὸ ἔλεος αὐτοῦ ἀπ᾿ ἐμοῦ. 20 Ας είναι δοξασμένος ο Κυριος, ο οποίος δεν απέρριψε την προσευχήν μου και δεν απεμάκρυνεν από εμέ το έλεός του. 20 Ἂς εἶναι εὐλογημένος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος δὲν ἀπώθησε τὴν προσευχήν μου καὶ δὲν ἀπεμάκρυνεν ἀπ' ἐμοῦ τὸ ἔλεός του.