Τρίτη, 23 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:39
Δύση: 20:09
Πανσέληνος
114-252
16ος χρόνος, 5911η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 75 (ΟΕ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Εἰς τὸ τέλος, ἐν ὕμνοις· ψαλμὸς τῷ ᾿Ασάφ, ᾠδὴ πρὸς τὸν ᾿Ασσύριον. 1 1
2 (Μασ. 76) ΓΝΩΣΤΟΣ ἐν τῇ ᾿Ιουδαίᾳ ὁ Θεός, ἐν τῷ ᾿Ισραὴλ μέγα τὸ ὄνομα αὐτοῦ. 2 (Μασ. 76) Γνωστός είναι, ο Θεός εις την Ιουδαίαν, μέγα και πολυύμνητον είναι το Ονομά του μεταξύ των Ισραηλιτών. 2 Απεκαλύφθη καὶ γνωστὸς ἐγένετο τῇ Ἰουδαίᾳ ὁ Θεὸς διὰ τῆς θαυμαστῆς προστασίας τοῦ λαοῦ του, μέγα καὶ ὑμνητὸν κατέστησε τὸ ὄνομά του ἐν μέσῳ τοῦ Ἰσραήλ.
3 καὶ ἐγενήθη ἐν εἰρήνῃ ὁ τόπος αὐτοῦ, καὶ τὸ κατοικητήριον αὐτοῦ ἐν Σιών· 3 Ειρήνη επεκράτησεν στον τόπον του, ειρήνη υπάρχει στο κατοικητήριόν του, εις την Σιών. 3 Καὶ ἐν Σαλήμ, τῇ εἰρηνικῇ πόλει τῆς Ἱερουσαλήμ, ἐξελέγη ὑπ’ αὐτοῦ ὁ τόπος τῆς διαμονῆς του καὶ τὸ κατοικητήριόν του ἐν Σιών.
4 ἐκεῖ συνέτριψε τὰ κράτη τῶν τόξων, ὅπλον καὶ ρομφαίαν καὶ πόλεμον. (διάψαλμα). 4 Διότι εις την πόλιν και την χώραν αυτήν συνέτριψε τα πανίσχυρα τόξα των εχθρών, όπλα και ξίφη και πολεμικάς επιχειρήσεις. 4 Ἐκεῖ συνέτριψε τὰ κραταιὰ τόξα καὶ τὰς μακρὰς ἀσπίδας καὶ τὰ ξίφη καὶ τὰς πολεμικὰς ἐπιχειρήσεις τῶν Ἀσσυρίων.
5 φωτίζεις σὺ θαυμαστῶς ἀπὸ ὀρέων αἰωνίων· 5 Οπως ο ήλιος από τα αιωνόβια όρη σκορπίζει το φως του εις ανθρώπους, έτσι και συ, Κυριε, κατά θαυμαστόν τρόπον φωτίζεις με το φως της αληθείας τους καλοπροαίρετους. 5 Ἀπὸ τὰ αἰώνια καὶ ἀγήραστα βουνά μας φωτίζεις σύ, ὡς ἥλιος πανθαύμαστος καὶ γεμίζεις ὅλα μὲ τὸ φῶς τῆς χαρᾶς καὶ τῆς ἐλπίδος.
6 ἐταράχθησαν πάντες οἱ ἀσύνετοι τῇ καρδίᾳ, ὕπνωσαν ὕπνον αὐτῶν καὶ οὐχ εὗρον οὐδὲν πάντες οἱ ἄνδρες τοῦ πλούτου ταῖς χερσὶν αὐτῶν. 6 Ολοι οι εχθροί σου και εχθροί μας, οι ασύνετοι κατά την καρδίαν Ασσύριοι εκοιμήθησαν τον αιώνιον ύπνον του θανάτου και όλοι αυτοί οι άνδρες, οι οποίοι επεθύμησαν να λαφυραγωγήσουν την Ιερουσαλήμ δια να πλουτίσουν, όταν απέθαναν, δεν είχαν εις τα χέρια των τίποτε από όσα είχαν επιθυμήσει. 6 Κατελήφθησαν ἀπὸ ταραχὴν ὅλοι οἱ ἀσύνετοι κατὰ τὴν καρδίαν· εὐθὺς ὡς ἐπεφάνης λυτρωτής μας ἀπὸ τοὺς κινδύνους καὶ τὰ λυπηρά, αὐτοὶ κατελήφθησαν πρὸ τῶν τειχῶν τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τὸν βαρὺν ὕπνον τῶν καὶ ἐπειδὴ τότε ἐλάβομεν ἡμεῖς καιρὸν νὰ τοὺς λαφυραγωγήσωμεν, ὅλοι οἱ ἄνδρες τοῦ πλούτου καὶ τῆς ἰσχύος, οἱ περὶ τὸν ἄρχοντα τῶν Ἀσσυρίων, δὲν εὗρον τίποτε εἰς τὰς χεῖρας των, διότι τὰ ἔχασαν ὅλα.
7 ἀπὸ ἐπιτιμήσεώς σου, ὁ Θεὸς ᾿Ιακώβ, ἐνύσταξαν οἱ ἐπιβεβηκότες τοῖς ἵπποις. 7 Μονον με μίαν ιδικήν σου επίπληξιν, ω Θεέ και Κυριε του Ισραηλιτικού λαού, κατελήφθησαν από υπνηλίαν και νάρκην, ανίκανοι να πολεμήσουν οι έφιπποι αυτοί εχθροί σου. 7 Μὲ τὴν ἁπλῆν ἐπίπληξιν καὶ ἐπιτίμησίν σου, ὦ Θεὲ τοῦ Ἰακώβ, ἐνύσταξαν καὶ κατελήφθησαν ἀπὸ νάρκην αὐτοί, ποὺ εἶχον ἐπιβῆ ἐπὶ τῶν ἵππων, καὶ ἤλπιζον ὅτι διὰ τοῦ ἱππικοῦ των θὰ κατασυνέτριβον τὰ πάντα.
8 σὺ φοβερὸς εἶ, καὶ τίς ἀντιστήσεταί σοι; ἀπὸ τότε ἡ ὀργή σου. 8 Συ είσαι τρομερός· και ποιός δύναται να αντισταθή εις σε από την στιγμήν, κατά την οποίαν θα ανάψη η οργή σου; 8 Σὺ εἶσαι φοβερός· καὶ ποῖος δύναται νὰ σοῦ ἀντισταθῇ, ὅταν ἐκραγῇ ἡ ὀργή σου;
9 ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἠκούτισας κρίσιν, γῆ ἐφοβήθη καὶ ἡσύχασεν 9 Από τον ουρανόν εβροντοφώνησες και έκαμες ακουστήν την δικαίαν καταδικαστικήν σου απόφασιν εναντίον των εχθρών. Η γη ολόκληρος εφοβήθη, η δε Ιουδαία ησύχασεν από τους πολέμους. 9 Ἀπὸ τὸν οὐρανὸν κατέστησας ἀκουστὴν τὴν καταδικαστικήν σου ἀπόφασιν· ἡ γῆ μὲ ὅλους τοὺς κατοίκους της ἐφοβήθη, καὶ ἐπεκράτησεν ἀμέσως σιγὴ καὶ ἡσυχία ἵνα ἀκούσουν τὴν θείαν ἐτυμηγορίαν,
10 ἐν τῷ ἀναστῆναι εἰς κρίσιν τὸν Θεὸν τοῦ σῶσαι πάντας τοὺς πραεῖς τῆς γῆς. (διάψαλμα). 10 Διότι, συ ο Κυριος, ηγέρθης εις καταδίκην των εχθρών σου, δια να σώσης όλους τους πραείς και ταπεινούς δούλους της χώρας, ημάς τους Ιουδαίους. 10 ὅταν ἠγέρθη διὰ νὰ δικάσῃ ὁ Θεός, διὰ νὰ σώσῃ ὅλους τοὺς φιλησύχους καὶ πράους τῆς γῆς.
11 ὅτι ἐνθύμιον ἀνθρώπου ἐξομολογήσεταί σοι, καὶ ἐγκατάλειμμα ἐνθυμίου ἑορτάσει σοι. 11 Ετσι δε κάθε ανθρωπίνη σκέψις και καρδία, όχι μόνον των πιστών εις σε αλλά και αυτών ακόμη των εχθρών σου, θα έχη μεταστραφή εις δοξολογίαν σου· και τα υπολείμματα ακόμη των πικρών αναμνήσεων, όπως και οι απομένοντες εχθροί, θα πανηγυρίσουν προς δόξαν σου. 11 Κανεὶς τότε δὲν θὰ τολμήσῃ νὰ ἀνοίξῃ τὸ στόμα του. Διότι τὰ σχέδια καὶ αἱ ἐνθυμήσεις παντὸς ἀνθρώπου καὶ αὐταὶ ἀκόμη αἱ κακαί, θὰ ἔχουν στραφῇ ὑπὸ τῆς πανσοφίας σου πρὸς ὑπηρεσίαν τῶν βουλῶν σου καὶ θὰ μετατραποῦν πρὸς δοξολογίαν σου, καὶ ὅ,τι ἀπομείνῃ ὡς λείψανον ἀπὸ τὰς σκέψεις καὶ ἐνθυμήσεις ταύτας, θὰ ἀποβῇ εἰς ἐορτασμὸν καὶ ἐξύμνησίν σου.
12 εὔξασθε καὶ ἀπόδοτε Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν· πάντες οἱ κύκλῳ αὐτοῦ οἴσουσι δῶρα 12 Σεις, λοιπόν, οι ευσεβείς Ιουδαίοι, κάμετε τάματα προς τον Κυριον και αποδώσατέ τα προς αυτόν ως χρέος οφειλόμενον. Και όλοι επίσης οι γύρω από την χώραν του λαοί θα προσφέρουν δώρα προς αυτόν. 12 Ποιήσατε εὐχὰς καὶ ταξίματα καὶ ἀποδώσατε ταύτας ὡς χρέος ὀφειλόμενον εἰς τὸν Κύριον τὸν Θεόν μας. Πάντες οἱ κυκλοῦντες αὐτὸν λαοὶ θὰ φέρουν δῶρα διὰ νὰ τὸν ἐξευμενίσουν·
13 τῷ φοβερῷ καὶ ἀφαιρουμένῳ πνεύματα ἀρχόντων, φοβερῷ παρὰ τοῖς βασιλεῦσι τῆς γῆς. 13 Προς τον φοβερόν Κυριον, ο οποίος αφαιρεί την αναπνοήν και ζωήν των αρχόντων, στον φοβερόν δι' όλους τους βασιλείς της γης. 13 θὰ φέρουν δῶρα εἰς τὸν φοβερὸν καὶ ἀφαιροῦντα χωρὶς δυσκολίαν τινὰ τὰ φυσήματα καὶ τὰς ζωὰς τῶν ἀρχόντων καὶ ἰσχυρῶν, τὸν φοβερὸν εἰς τοὺς βασιλεῖς τῆς γῆς.