Παρασκευή, 26 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:35
Δύση: 20:12
Σελ. 18 ημ.
117-249
16ος χρόνος, 5914η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 151 (ΡΝΑ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Οὗτος ὁ ψαλμὸς ἰδιόγραφος εἰς Δαυΐδ καὶ ἔξωθεν τοῦ ἀριθμοῦ· ὅτε ἐμονομάχησε τῷ Γολιάθ.
1 ΜΙΚΡΟΣ ἤμην ἐν τοῖς ἀδελφοῖς μου καὶ νεώτερος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός μου· ἐποίμαινον τὰ πρόβατα τοῦ πατρός μου. 1 Μικρός και άσημος ήμην μεταξύ των αδελφών μου. Νεώτερος κατά την ηλικίαν εις την οικίαν του πατρός μου. Δι' αυτό και έβοσκα τα πρόβατα του πατρός μου. 1 Οὗτος ὁ ψαλμὸς ἰδιόγραφος εἰς Δαυὶδ καὶ ἔξωθεν τοῦ ἀριθμου· ὅτε ἐμονομάχησε τῷ Γολιάθ.
2 αἱ χεῖρές μου ἐποίησαν ὄργανον, καὶ οἱ δάκτυλοί μου ἥρμοσαν ψαλτήριον. 2 Τα χέρια μου κατεσκεύασαν μουσικόν όργανον και τα δάκτυλά μου συνηρμολόγησαν ψαλτήριον, δια να ανυμνολογώ τον Κυριον. 2 Ήμην μικρὸς καὶ ἄσημος μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν μου καὶ ἤμην ὁ νεώτερος κατὰ τὴν ἡλικίαν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ πατρός μου, δι' αὐτὸ δὲ καὶ ἔβοσκον εἰς τὰ ὅρη τὰ πρόβατα τοῦ πατρός μου.
3 καὶ τίς ἀναγγελεῖ τῷ Κυρίῳ μου; αὐτὸς Κύριος, αὐτὸς εἰσακούσει. 3 Ποίος είναι ικανός και άξιος να ανυμνολογήση τον Κυριον; Αυτός όμως ο ίδιος ο Κυριος, αποβλέπων εις την αγαθήν διάθεσιν της καρδίας μου, θα κάμη ευμενώς δεκτόν τον ύμνον, που θα του ψάλω. 3 Αἱ χεῖρες μου ἐποίησαν ὄργανον καὶ οἱ δάκτυλοί μου συνήρμοσαν ψαλτήριον, διὰ νὰ μέλπω ὕμνους πρὸς τὸν Κύριον.
4 αὐτὸς ἐξαπέστειλε τὸν ἄγγελον αὐτοῦ καὶ ἦρέ με ἐκ τῶν προβάτων τοῦ πατρός μου καὶ ἔχρισέ με ἐν τῷ ἐλαίῳ τῆς χρίσεως αὑτοῦ. 4 Αυτός έστειλε τον άγγελόν του και με επήρε έξαφνα από τα πρόβατα του πατρός μου και με έχρισε με το έλαιον, με το οποίον χρίονται οι βασιλείς. 4 Ἀλλὰ καὶ ποῖος εἶναι ἱκανὸς νὰ ἐξαγγείλῃ τὰ θαυμάσια τοῦ Κυρίου μου διὰ γλώσσης, ἀναμέλπων συγχρόνως καὶ διὰ μουσικῶν ὀργάνων ὕμνους πρὸς δόξαν αὐτοῦ; Αὐτὸς ὅμως εἶναι Κύριος καὶ ὡς γνωρίζων τι τὰ βάθη τῆς καρδίας μου ποθοῦν νὰ εἴπουν, ἤκουσε ταῦτα, ἔστω καὶ ἂν τὸ στόμα ἦτο ἀδύνατον νὰ τὰ ἐξαγγείλῃ.
5 οἱ ἀδελφοί μου καλοὶ καὶ μεγάλοι, καὶ οὐκ εὐδόκησεν ἐν αὐτοῖς ὁ Κύριος. 5 Οι αδελφοί μου ήσαν ωραίοι και εύσωμοι, αλλά δεν ευηρεστήθη εις αυτούς ο Κυριος. 5 Αὐτὸς ἐξαπέστειλε τὸν ἄγγελόν του καῖμε παρέλαβεν αἰφνιδίως ἀπὸ τὰ πρόβατα τοῦ πατρός μου καὶ μὲ ἔχρισε μὲ τὸ ἔλαιον, μὲ τὸ ὁποῖον χρίει τοὺς βασιλεῖς.
6 ἐξῆλθον εἰς συνάντησιν τῷ ἀλλοφύλῳ, καὶ ἐπικατηράσατό με ἐν τοῖς εἰδώλοις αὐτοῦ· 6 Εξήλθον, δια να αντιμετωπίσω και μονομαχήσω με τον αλλόφυλον Γολιάθ, και εκείνος με κατηράσθη επικαλεσθείς εναντίον μου τα είδωλά του. 6 Οἱ ἀδελφοί μου ἦσαν ὡραῖοι καὶ εὔσωμοι καὶ ὅμως ὁ Κύριος δὲν ἔδειξε τὴν εὐαρέσκειάν του εἰς αὐτούς.
7 ἐγὼ δέ, σπασάμενος τὴν παρ᾿ αὐτοῦ μάχαιραν, ἀπεκεφάλισα αὐτὸν καὶ ἦρα ὄνειδος ἐξ υἱῶν ᾿Ισραήλ. 7 Εγώ όμως ανέσπασα την ιδικήν του μάχαιραν και τον απεκεφάλισα. Απεμάκρυνα δε έτσι και εξήλειψα την εντροπήν του ισραηλιτικού λαού. 7 Ἐξῆλθον ὅπως ἀντιμετωπίσω τὸν ἀλλόφυλον Γολιὰθ καὶ ἐκεῖνος μὲ κατηράσθη ἐπικαλεσθεὶς τὰ εἴδωλά του.