Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 56 (ΝϚ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Εἰς τὸ τέλος· μὴ διαφθείρῃς· τῷ Δαυΐδ εἰς στηλογραφίαν ἐν τῷ αὐτὸν ἀποδιδράσκειν ἀπὸ προσώπου Σαοὺλ εἰς τὸ σπήλαιον. 1 1
2 (Μασ. 57) ΕΛΕΗΣΟΝ με, ὁ Θεός, ἐλέησόν με, ὅτι ἐπὶ σοὶ πέποιθεν ἡ ψυχή μου καὶ ἐν τῇ σκιᾷ τῶν πτερύγων σου ἐλπιῶ, ἕως οὗ παρέλθῃ ἡ ἀνομία. 2 (Μασ. 57) Ελέησέ με, Κυριε και Θεέ μου. Δείξε την ευσπλαγχνίαν σου και το έλεός σου εις εμέ, διότι εγώ εις σε έχώ στηρίξει την πεποίθησίν μου και κάτω από την προστατευτικήν σκιαν των παντοδυνάμων πτερύγων σου ελπίζω ότι θα διαφυλαχθώ ασφαλής, έως ότου παρέλθη ο κίνδυνος, τον οποίον οι άνομοι έχουν στήσει εναντίον μου. 2 Ελέησόν με, ὦ Θεέ μου, ἐλήησόν με, διότι ἐπὶ σοῦ ἐστήριξε πᾶσαν τὴν πεποίθησίν της ἡ ψυχή μου καὶ εἰς τὴν δύσκολον αὐτὴν περίστασιν, ποὺ μὲ εὗρε, θὰ ἐλπίσω εἰς τὴν κραταιὰν σκέπην καὶ προστασίαν τῆς προνοίας σου, ὅπως οἱ νεοσσοὶ τῶν ὀρνίθων κάτω ἀπὸ τὰς πτέρυγας τῶν μητέρων των ζητοῦν τὴν ἀσφάλειάν των. Εἰς αὐτὴν θὰ ἐλπίσω, ἕως ὅτου παρέλθῃ ὁ κίνδυνος, τὸν ὁποῖον ἡ ἄνομος ἐπιβουλὴ τῶν ἐχθρῶν μου δημιουργεῖ.
3 κεκράξομαι πρὸς τὸν Θεὸν τὸν ῞Υψιστον, τὸν Θεὸν τὸν εὐεργετήσαντά με. 3 Εκραξα και κράζω από τα βάθη της ψυχής μου προς τον Θεόν τον ύψιστον, ο οποίος πολλές φορές έως τώρα με έχει ευεργετήσει. 3 Πρὸς τὸν Θεὸν τὸν Ὕψιστον θὰ κράξω ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου, πρὸς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος τοσάκις εἰς τὸ παρελθὸν μὲ εὐηργέτησε.
4 ἐξαπέστειλεν ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἔσωσέ με, ἔδωκεν εἰς ὄνειδος τοὺς καταπατοῦντάς με. (διάψαλμα). ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸ ἔλεος αὐτοῦ καὶ τὴν ἀλήθειαν αὐτοῦ 4 Εστειλεν από τον ουρανόν την βοήθειάν του και με έσωσε. Θα κατεντροπιάση και θα κατεξευτελίση και τώρα εκείνους, οι οποίοι θέλουν να με ποδοπατήσουν ως σκουλήκι. Ο Κυριος έστειλε και θα στείλη το έλεός του εις εμέ και θα φανή κατά πάντα αληθής και αξιόπιστος εις τας υποσχέσστου. 4 Καὶ τώρα ὄχι ἐκ τῆς γῆς ἀλλ’ ἀπ' αὐτὸν τὸν οὐρανὸν ἀπέστειλε τὴν βοήθειάν του καὶ ἐξησφάλισε τὴν σωτηρίαν μου· παρέδωκεν εἰς τὸ ὄνειδος καὶ εἰς τὴν κα ταισχύνην τῆς ἤττης αὐτοὺς ποὺ μὲ καταπατοῦν. Ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸ ἔλεός του καὶ τὴν ἀλήθειάν του, ἡ ὁποία διαλάμπει εἰς τὴν πιστὴν τήρησιν τῶν ὑποσχέσεών του.
5 καὶ ἐρρύσατο τὴν ψυχήν μου ἐκ μέσου σκύμνων. ἐκοιμήθην τεταραγμένος· υἱοὶ ἀνθρώπων, οἱ ὀδόντες αὐτῶν ὅπλα καὶ βέλη, καὶ ἡ γλῶσσα αὐτῶν μάχαιρα ὀξεῖα. 5 Εγλύτωσε και θα γλυτώση την ζωήν μου από εχθρούς, οι οποίοι ομοιάζουν με αγρίους νεαρούς λέοντας. Εκοιμήθην με φόβον και ταραχήν, διότι οι άνθρωποι αυτοί, οι εχθροί μου, έχουν, ωσάν δόντια λεόντων, όπλα και βέλη και η γλώσσα των είναι ακονισμένη, κοπτερή μάχαιρα εναντίον μου. 5 Καὶ ἐγλύτωσε τὴν ζωήν μου ἀπὸ ἐχθροὺς δεινοὺς καὶ θρασεῖς σὰν τοὺς νεαροὺς λέοντας, ἐν μέσῳ τῶν ὁποίων εὑρέθην. Ἐκοιμύηθην καθ’ ὅλην τὴν νύκτα ἐν φόβῳ καὶ ἐν ταραχῇ. Διότι αὐτοὶ εἶναι ἄνθρωποι, τῶν ὁποίων οἱ ὀδόντες εἶναι ὅπλα καὶ βέλη, καὶ ἡ γλῶσσα των μάχαιρα κοπτερὰ καὶ ἠκονισμένη, καὶ ἐκινδύνευον νὰ κατασπαραχθῶ καὶ κατασφαγῶ ὑπ’ αὐτῶν.
6 ὑψώθητι ἐπὶ τοὺς οὐρανούς, ὁ Θεός, καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἡ δόξα σου. 6 Ας φανή και πάλιν το μεγαλείον σου, Κυριε, στον ουρανόν άνω και η δόξα σου κάτω εις όλην την γην. 6 Παρουσιάσθητι καὶ ἐμφανίσου μέγας καὶ ὑψηλὸς ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, ὦ Θεέ, καὶ ἂς ἐκλάμψῃ ἡ ἔνδοξος δύναμις καὶ τὸ ἀκατανίκητον μεγαλεῖον σου ἐφ' ὅλης τῆς γῆς, ἵνα τιμωρηθοῦν οἱ κακοὶ καὶ ἐπικρατήσῃ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς τὸ θέλημά σου.
7 παγίδα ἡτοίμασαν τοῖς ποσί μου καὶ κατέκαμψαν τὴν ψυχήν μου· ὤρυξαν πρὸ προσώπου μου βόθρον καὶ ἐνέπεσαν εἰς αὐτόν. (διάψαλμα). 7 Οι εχθροί μου έστησαν παγίδα στον δρόμον μου και με τας επιβουλάς των κατέκαμψαν και απεθάρρυναν την ψυχήν μου. Ηνοιξαν ενώπιόν μου βορβορώδη λάκκον, δια να πέσω εις αυτόν. Αλλά έπεσαν οι ίδιοι εντός αυτού. 7 Παγίδα παρεσκεύασαν διὰ τοὺς πόδας μου, διὰ νὰ σκοντάψω καὶ συλληφθῶ ἐν αὐτῇ. Καὶ πρὸς καιρὸν ἐλύγισαν καὶ ἀπεθάρρυναν τὴν ψυχήν μου· ἔκαμαν πρὸ ἐμοῦ βαθὺν καὶ ὀλέθριον λάκκον, γεμᾶτον ἀπὸ λάσπην, ἀλλ’ ἔπεσαν αὐτοὶ καὶ ὄχι ἐγὼ μέσα εἰς αὐτόν.
8 ἑτοίμη ἡ καρδία μου, ὁ Θεός, ἑτοίμη ἡ καρδία μου, ᾄσομαι καὶ ψαλῶ ἐν τῇ δόξῃ μου. 8 Και τώρα η καρδία μου με την πίστιν και το θάρρος της εις σέ, είναι ετοίμη να νικήση τους πειρασμούς, να αντιμετωπίση τους κινδύνους. Εγώ θα σε δοξολογώ με το στόμα μου και θα συνθέτω ύμνους με τα μουσικά όργανα εις δόξαν σου. 8 Καὶ τώρα, ὦ Θεέ μου, ἡ καρδία μου ἀνέλαβε καὶ εἶναι ἑτοίμη καὶ ἀκλονήτως ἐστηριγμένη ἐπὶ σοῦ. Εἶναι ἀκλόνητος πλέον καὶ ἑδραία ἡ καρδία μου. Θὰ ἀναπέμψω ᾆσμα εὐχαριστίας καὶ θὰ ψάλω μὲ τὴν ψυχήν μου, ἥτις εἶναι ἡ δόξα καὶ τὸ πολυτιμότερον συστατικὸν τῆς ὑπάρξεώς μου.
9 ἐξεγέρθητι, ἡ δόξα μου· ἐξεγέρθητι, ψαλτήριον καὶ κιθάρα· ἐξεγερθήσομαι ὄρθρου. 9 Σηκω επάνω, ω ψυχή μου. Σηκωθήτε και σεις τα μουσικά όργανα, ψαλτήριον και κιθάρα. Πολύ πρωϊ θα σηκωθώ, θα σε δοξολογήσω, Κυριε, 9 Σήκω ἐπάνω ἄγρυπνος καὶ πρόθυμος, ὦ ψυχή μου· παύσατε νὰ σιγᾶτε καὶ σεῖς, ὦ ὄργανά μου· τὸ ψαλτήριον καὶ ἡ κιθάρα μου. Θὰ σηκωθῶ πολὺ πρωΐ, προτοῦ ὁ ἥλιος ἀνατείλῃ.
10 ἐξομολογήσομαί σοι ἐν λαοῖς, Κύριε, ψαλῶ σοι ἐν ἔθνεσι, 10 ανάμεσα εις πολλούς λαούς, θα ψάλλω εις σε ανάμεσα εις πολλά έθνη, 10 Θὰ σὲ δοξολογήσω μεταξὺ λαῶν, Κύριε, θὰ ψάλω μελῳδικῶς πρὸς δόξαν σου ἐν μέσῳ τῶν ἐθνῶν.
11 ὅτι ἐμεγαλύνθη ἕως τῶν οὐρανῶν τὸ ἔλεός σου καὶ ἕως τῶν νεφελῶν ἡ ἀλήθειά σου. 11 διότι η ευσπλαγχνία σου και το έλεός σου εμεγαλύνθησαν και υψώθησαν έως στους ουρανούς, και η αξιοπιστία των υποσχέσεών σου και η αλήθειά σου ανέβη έως τα νέφη του ουρανού. 11 Διότι εἶναι μέγα τό ἔλεός σου καὶ ὑψοῦται μέχρι τῶν οὐρανῶν ὑπερπληροῦν τὰ σύμπαντα, καὶ ἡ φιλαλήθειά σου καὶ ἢ ἀξιοπιστία σου φθάνει ἕως τὰ συννεφα.
12 ὑψώθητι ἐπὶ τοὺς οὐρανούς, ὁ Θεός, καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἡ δόξα σου. 12 Ας υψωθή και ας λάμψη το μεγαλείον σου, ω Θεέ, υπεράνω από τους ουρανούς και η δόξα σου ας απλωθή εις όλην την γην. 12 Ἐμφανίσου ὅπως εἶσαι μέγας καὶ ὑψηλὸς ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, ὦ Θεέ, καὶ ἂς ἐκλάμψῃ ἡ ἔνδοξος δύναμις καὶ τὸ ἀκατανίκητον μεγαλεῖον σου ἐφ’ ὅλης τῆς γῆς, ἵνα καὶ ἐπ’ αὐτῆς ἔλθῃ ἡ βασιλεία σου.