Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 (ΙΒ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ. 1 1
2 (Μασ. 13) ΕΩΣ πότε, Κύριε, ἐπιλήσῃ μου εἰς τέλος; ἕως πότε ἀποστρέψεις τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ; 2 (Μασ. 13) Εως πότε, Κυριε, θα με λησμονής εντελώς; Εως πότε θα αποστρέφης, σα να αδιαφορής δια την θλίψιν μου, το πρόσωπόν σου από εμέ; 2 Εως πότε, Κύριε, θὰ μὲ ἔχῃς λησμονημένον ἐντελῶς; Ἕως πότε θὰ ἀποστρέφῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ ἐμέ, σὰν νὰ μὴ σ' ἐνδιαφέρῃ καθόλου ἡ δυστυχία μου;
3 ἕως τίνος θήσομαι βουλὰς ἐν ψυχῇ μου, ὀδύνας ἐν καρδίᾳ μου ἡμέρας καὶ νυκτός; ἕως πότε ὑψωθήσεται ὁ ἐχθρός μου ἐπ᾿ ἐμέ; 3 Εως πότε, Κυριε, θα καταρτίζω μέσα μου σχέδια λυτρώσεώς μου από τους εχθρούς μου, και όμως θα δοκιμάζη ημέραν και νύκτα η καρδία μου οδύνας, διότι θα βλέπη αυτά να ναυαγούν, ώστε να μένω έτσι εκτεθειμένος εις κινδύνους; Εως πότε θα υψώνεται απειλητικός και θα θριαμβεύη εναντίον μου ο εχθρός; 3 Ἕως πότε θὰ συλλαμβάνω σχέδια καὶ ἀποφάσεις εἰς τὴν ψυχήν μου καὶ θὰ δοκιμάζῃ ἡ καρδία μου θλίψεις καὶ ὀδύνας ἀναζητοῦσα νυχθημερὸν τρόπον σωτηρίας καὶ μέσον ἀσφαλείας ἀπὸ τοὺς κινδύνους καὶ τὰς περιπετείας μου; Ἕως πότε ὁ ἐχθρός μου θὰ ὑψώνεται ἰσχυρότερος καὶ ἀπειλητικώτερος κατ’ ἐμοῦ καὶ θὰ κινδυνεύω νὰ ποδοπατηθῶ τεταπεινωμένος ἀπὸ αὐτόν;
4 ἐπίβλεψον, εἰσάκουσόν μου, Κύριε ὁ Θεός μου· φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον, 4 Ρίψε ένα βλέμμα συμπαθείας προς εμέ, και άκουσε την προσευχήν μου Κυριε, ο Θεός μου. Αναζωογόνησε το φως των οφθαλμών μου, το οποίον από το βάρος των μεγάλων και πολυαρίθμων θλίψεων πρόκειται να σβήση. Μη επιτρέψης να κλείσουν οριστικώς τα μάτια μου και κοιμηθώ τον ύπνον του θανάτου· 4 Ρῖψε τὸ βλέμμα σου πατρικὸν καὶ συμπαθὲς ἐπ’ ἐμέ, καὶ εἰσάκουσον τὴν προσευχήν μου, Κύριε, ποὺ εἶσαι ὁ μόνος Θεός μου. Φώτισε τὰ μάτια μου τὰ βυθισμένα εἰς σκότος θλίψεων καὶ συμφορῶν, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου κινδυνεύω νὰ καταληφθῶ ἀπὸ τὸν θανατηφόρον ὕπνον τῆς ἀπογνώσεως καὶ ἁμαρτίας.
5 μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου· ἴσχυσα πρὸς αὐτόν· οἱ θλίβοντές με ἀγαλλιάσονται, ἐὰν σαλευθῶ. 5 δια να μη είπη με πολλήν χαιρεκακίαν ο εχθρός μου· “υπερίσχυσα εναντίον του και τον ενίκησα”. Οι εχθροί μου, που με θλίβουν, θα χαρούν πάρα πολύ, εάν κλονισθώ και πέσω. 5 Δός μου φωτισμὸν καὶ θάρρος ἐλπίδος, διὰ νὰ μὴ εἴπῃ μεγαλαυχῶν καὶ ἐπαιρόμενος ὁ ἐχθρός μου· τὸν κατενίκησα καὶ ὑπερίσχυσα αὐτοῦ. Αὐτοί, ποὺ τώρα μὲ θλίβουν, θὰ σκιρτήσουν ἀπὸ ἀγαλλίασιν, ἐὰν κλονισθῶ καὶ ἀνατραπῶ.
6 ἐγὼ δὲ ἐπὶ τῷ ἐλέει σου ἤλπισα, ἀγαλλιάσεται ἡ καρδία μου ἐπὶ τῷ σωτηρίῳ σου· ᾄσω τῷ Κυρίῳ τῷ εὐεργετήσαντί με καὶ ψαλῶ τῷ ὀνόματι Κυρίου τοῦ ῾Υψίστου. 6 Εγώ όμως έχω στηρίξει την ελπίδα μου εις σέ. Η καρδία μου θα αισθανθή απερίγραπτον χαράν, όταν συ ευδοκήσης και μου στείλης την ποθητήν σωτηρίαν. Τοτε εγώ θα τραγουδώ ύμνους ευχαριστίας προς σε τον ευεργέτην και Κυριον μου, και θα συνθέσω ύμνους δοξολογίας εις δόξαν του ονόματος Κυρίου του Υψίστου. 6 Ἐγὼ ὅμως ἔχω στηριγμένην τὴν ἐλπίδα μου εἰς τὸ ἔλεός σου. Καὶ ἂν αὐτοὶ χαίρουν τώρα, διότι περιμένουν τὴν πτῶσιν μου, ἔχω ἀκλόνητον πεποίθηση καὶ ἐγώ, ὅτι ἡ καρδία μου θὰ γεμίσῃ ἀγαλλίασιν, διότι σὺ θὰ μὲ σώσῃς. Ἄσματα εὐγνωμοσύνης θὰ τονίσω εἰς τὸν Κύριον, ποὺ μὲ εὐηργέτησε, καὶ ὕμνους δοξολογίας θὰ ψάλω εἰς τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Ὑψίστου.