Τρίτη, 23 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:39
Δύση: 20:09
Πανσέληνος
114-252
16ος χρόνος, 5911η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 106 (ΡϚ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
᾿Αλληλούϊα.
1 (Μασ. 107) ΕΞΟΜΟΛΟΓΕΙΣΘΕ τῷ Κυρίῳ, ὅτι χρηστός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· 1 (Μασ. 107) Δοξολογείτε και ευχαριστείτε τον Κυριον δια το άπειρον αυτού μεγαλείον και τας αναριθμήτους ευεργεσίας του, διότι είναι αγαθός και ευεργετικός, η δε ευσπλαγχνία του παραμένει ανεξάντλητος στους αιώνας των αιώνων. 1 Υμνεῖτε καὶ δοξολογεῖτε τὸν Κύριον, διότι εἶναι ἀγαθὸς καὶ εὐεργετικός, διότι τὸ ἔλεός του εἶναι ἀνεξάντλητον καὶ μένει ἄστείρευτον αἰωνίως.
2 εἰπάτωσαν οἱ λελυτρωμένοι ὑπὸ Κυρίου, οὓς ἐλυτρώσατο ἐκ χειρὸς ἐχθροῦ. 2 Ας διαλαλήσουν εκείνοι, που έχουν λυτρωθή υπό του Κυρίου, αυτοί τους οποίους απηλευθέρωσεν ο Κυριος από την εξουσίαν του εχθρού, 2 Ἂς τὸ εἴπουν καὶ ἂς τὸ διακηρύξουν αὐτοὶ ποὺ ἔχουν ἐλευθερωθῆ ὑπὸ τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν βαβυλωνιακὴν αἰχμαλωσίαν, αὐτοὶ ποὺ τοὺς ἐλύτρωσεν ἀπὸ τὴν χεῖρα καὶ τὴν ἐξουσίαν τοῦ ἐχθροῦ, καὶ ἀπὸ τὰς διαφόρους χώρας, εἰς τὰς ὁποίας εἶχον διασπαρῇ, τοὺς συνήθροισε πάλιν εἰς τὴν πατρίδα των,
3 ἐκ τῶν χωρῶν συνήγαγεν αὐτούς, ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν καὶ βοῤῥᾶ καὶ θαλάσσης. 3 και από τας διαφόρους ξένας χώρας τους επανέφερεν εις την πατρίδα των, από ανατολών και δυσμών, από βορρά και νότου. 3 ἐξ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν καὶ βορρᾶ καὶ νότου.
4 ἐπλανήθησαν ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐν γῇ ἀνύδρῳ, ὁδὸν πόλεως κατοικητηρίου οὐχ εὗρον, 4 Περιεπλανήθησαν εις την έρημον, εις περιοχήν, η οποία ήτο άνυδρος και δεν έβρισκαν δρόμον, που θα τους ωδηγούσεν εις πόλιν κατοικουμένην, δια να εύρουν στέγην και τροφήν. 4 Ἀπεπλανήθησαν εἰς τὴν ἔρημον, εἰς γῆν ποὺ ἐστερεῖτο ὕδωρ, δὲν εὗρον δρόμον, ποὺ θὰ τοὺς ὡδηγεῖ εἰς πόλιν κατοικουμένην, ἔνθα θὰ εὕρισκον στέγην καὶ τροφήν.
5 πεινῶντες καὶ διψῶντες, ἡ ψυχὴ αὐτῶν ἐν αὐτοῖς ἐξέλιπε· 5 Πεινώντες και διψώντες περιπλανώντο εις την έρημον, η δε ζωη των εκινδύνευε να σβήση και να λείψη. 5 Διετέλουν πεινῶντες καὶ διψῶντες· ἡ ζωή των μέσα των ἐκινδύνευε νὰ σβήσῃ.
6 καὶ ἐκέκραξαν πρὸς Κύριον ἐν τῷ θλίβεσθαι αὐτούς, καὶ ἐκ τῶν ἀναγκῶν αὐτῶν ἐῤῥύσατο αὐτοὺς 6 Μέσα εις την θλίψιν των αυτήν έκραξαν δια της προσευχής των προς τον Κυριον και τους εγλύτωσεν από τας συμφοράς εκείνας. 6 Καὶ ὅταν ἐθλίβοντο, ἐβόησαν μετὰ προσευχῆς θερμῆς πρὸς τὸν Κύριον, καὶ τοὺς ἐγλύτωσεν ἀπὸ τὰς ἀνάγκας των.
7 καὶ ὡδήγησεν αὐτοὺς εἰς ὁδὸν εὐθεῖαν τοῦ πορευθῆναι εἰς πόλιν κατοικητηρίου. 7 Τους ωδήγησεν στον ευθύν δρόμον, δια να μεταβούν εις πάλιν κατοικουμένην. 7 Καὶ τοὺς ὠδήγησεν εἰς ἴσιον δρόμον διὰ νὰ πορευθοῦν εἰς πόλιν ἥτις κατῳκεῖτο.
8 ἐξομολογησάσθωσαν τῷ Κυρίῳ τὰ ἐλέη αὐτοῦ καὶ τὰ θαυμάσια αὐτοῦ τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων, 8 Ας δοξολογήσουν, λοιπόν, αυτοί τον Κυριον δια τας πολυαρίθμους προς αυτούς ευεργεσίας του και ας διακηρύξουν τα θαυμαστά αυτού έργα εις τους άλλους ανθρώπους. 8 Ἂς δοξολογήσουν τὸν Κύριον διὰ τὰ σωτήρια ἐλέη του, καὶ ἂς διακηρύξουν τὰς θαυμασίας του λυτρώσεις εἰς τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων.
9 ὅτι ἐχόρτασε ψυχὴν κενὴν καὶ πεινῶσαν ἐνέπλησεν ἀγαθῶν. 9 Διότι ο Κυριος εχόρτασε ψυχήν, που είχεν αδειάσει και εξαντληθή από την στέρησιν, και τους πεινώντας τους εγέμισεν από αγαθά. 9 Διότι ἐχόρτασε ψυχὴν ποὺ ἦτο ἐξηντλημένη ἀπὸ τὴν στέρησιν, καὶ ἐγέμισεν ἀπὸ ἀγαθὰ ψυχὴν ποὺ ὑπέφερεν ἀπὸ πεῖναν.
10 καθημένους ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου, πεπεδημένους ἐν πτωχείᾳ καὶ σιδήρῳ, 10 Το ίδιον έκαμε και εις τους φυλακισμένους, που ευρίσκοντο εις σκοτεινήν φυλακήν, εκεί όπου τους εβάρυνεν η σκια του θανάτου. Ησαν αυτοί δεμένοι χέρια και πόδια με σιδηρά δεσμά. Εζούσαν με στερήσεις και ταλαιπωρίας. 10 Τοὺς ἔβλεπαν να κάθηνται μέσα εἰς σκοτεινὴν φυλακὴν καὶ εἰς δεσμωτήριον ὅπου ἐπλανᾶτο ἡ σκιὰ τοῦ θανάτου καὶ τὸ ὁποῖον δὲν διέφερε πολὺ ἀπὸ βρωμερὸν καὶ ὀλέθριον τάφον· νὰ εἶναι δεμένοι μὲ τὰς στερήσεις τῆς πτωχείας καὶ μὲ σιδηρᾶς ἁλύσεις δικαίως τιμωρούμενοι διὰ τὰ ὅσα εἶχον πράξει.
11 ὅτι παρεπίκραναν τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν βουλὴν τοῦ ῾Υψίστου παρώξυναν, 11 Τούτο δέ, διότι είχαν πικράνει τον Κυριον με τας παραβάσεις των αγίων εντολών του. Εξώργισαν τον Υψιστον και αντετάχθησαν εις τα αγαθά αυτού δι' εκείνους σχέδια. 11 Διότι διὰ τῆς περιφρονήσεως τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ τὸν παρεπίκραναν καὶ διὰ τῆς ἀντιστρατεύσεώς των εἰς τὴν βουλὴν καὶ τὰ ἀγαθὰ σχέδια τοῦ Ὑψίστου τὸν παρώργισαν.
12 καὶ ἐταπεινώθη ἐν κόποις ἡ καρδία αὐτῶν, ἠσθένησαν, καὶ οὐκ ἦν ὁ βοηθῶν· 12 Από τους πολλούς κόπους και τας ταλαιπωρίας της δουλείας εταπεινώθη και έχασε κάθε θάρρος η καρδία των, εξηντλήθησαν και παρέλυσαν, χωρίς να υπάρχη κανείς, δια να τους βοηθήση. 12 Καὶ ἀπὸ τοὺς πολλοὺς κόπους τῆς δουλείας ἐταπεινώθη καὶ ἔχασε κάθε ἐλπίδα καὶ θάρρος ἡ καρδία των, ἐξηντλήθησαν καὶ παρέλυσαν, καὶ δὲν ὑπῆρχε κανεὶς νὰ τοὺς βοηθήσῃ.
13 καὶ ἐκέκραξαν πρὸς Κύριον ἐν τῷ θλίβεσθαι αὐτούς, καὶ ἐκ τῶν ἀναγκῶν αὐτῶν ἔσωσεν αὐτοὺς 13 Υπό το κράτος όμως της τρομεράς αυτής καταθλίψεως έκραξαν δια της προσευχής των προς τον Κυριον και ο σπλαγχνικός Κυριος τους έσωσεν από τας ταλαιπωρίας των. 13 Καὶ ἐβόησαν διὰ θερμῆς προσευχῆς εἰς τὸν Κύριον, καθ’ ὃν χρόνον ἐθλίβοντο, καὶ ἔσωσεν αὐτοὺς ἀπὸ τὰς ἀνάγκας των.
14 καὶ ἐξήγαγεν αὐτοὺς ἐκ σκότους καὶ σκιᾶς θανάτου καὶ τοὺς δεσμοὺς αὐτῶν διέρρηξεν. 14 Τους έβγαζεν έξω από την σκοτεινήν φυλακήν, από την καταθλιπτικήν σκιαν του θανάτου. Εσπασε τα δεσμά από τα χέρια και τα πόδια των και τους ηλευθέρωσε. 14 Καὶ τοὺς ἔβγαλεν ἔξω ἀπὸ τὴν σκοτεινὴν φυλακὴν καὶ τὸ δεσμωτήριον ποὺ δὲν διέφερεν ἀπὸ τάφον καὶ ἔθραυσε τὰ σιδηρᾶ δεσμά των.
15 ἐξομολογησάσθωσαν τῷ Κυρίῳ τὰ ἐλέη αὐτοῦ καὶ τὰ θαυμάσια αὐτοῦ τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων, 15 Ας δοξολογήσουν, λοιπόν, αυτοί με ευγνομοσύνην τον Κυριον δια τα ελέη και τας ευεργεσίας του και ας διαλαλήσουν εις τους άλλους ανθρώπους το θαυμάσια έργα του Θεού. 15 Ἂς δοξολογήσουν τὸν Κύριον διὰ τὰ σωτήρια ἐλέη του καὶ ἂς διακηρύξουν τὰς θαυμασίας λυτρώσεις του εἰς τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων,
16 ὅτι συνέτριψε πύλας χαλκᾶς καὶ μοχλοὺς σιδηροῦς συνέθλασεν. 16 Διότι ο Κυριος, εν τη αγαθότητί του, συνέτριψε τας χαλκίνας πύλας των φυλακών των και τους σιδηρούς μοχλούς τους εθρυμμάτισε. 16 διότι συνέτριψε τὰς χαλκίνας πύλας τῆς φυλακῆς των καὶ ἔθραυσε τοὺς μοχλοὺς τοὺς σιδηροῦς, μὲ τοὺς ὁποίους αὐταὶ ἐτηροῦντο κατάκλειστοι, ὥστε κανεὶς ἄνθρωπος νὰ μὴ δύναται να τὰς παραβιάσῃ.
17 ἀντελάβετο αὐτῶν ἐξ ὁδοῦ ἀνομίας αὐτῶν, διὰ γὰρ τὰς ἀνομίας αὐτῶν ἐταπεινώθησαν· 17 Τους ανέσυρεν ο Κυριος με την παντοδυναμον δεξιάν του από τον δρόμον των παρανομιών των, διότι αυτοί εξ αιτίας των παρανομιών των υπέστησαν αυτάς τας ταπεινώσεις. 17 Τοὺς ἐβοήθησε καὶ καθ’ ὃν χρόνον ἡμάρτανον διὰ τῆς πανισχύρου του χειρὸς τοὺς ἀνέσυρεν ἀπὸ τὸν δρόμον τῆς ἀνομίας των, διότι ἐξ αἰτίας τῶν ἀνομιῶν των κατήντησαν εἰς τοιαύτην ταπείνωσιν.
18 πᾶν βρῶμα ἐβδελύξατο ἡ ψυχὴ αὐτῶν, καὶ ἤγγισαν ἕως τῶν πυλῶν τοῦ θανάτου· 18 Εξ αιτίας των φοβερών ταλαιπωριών των εκόπηκεν η όρεξίς των. Απεστρέφοντο με αηδίαν κάθε φαγητόν και έφθασαν έτσι έως εις τας πύλας του άδου. 18 Ἔγιναν ὅμοιοι πρὸς ἀρρώστους, οἱ ὁποῖοι κατελήφθησαν ἀπὸ ἀνορεξίαν καὶ ἀηδίασεν ἡ ψυχή των κάθε φαγητόν. Καὶ ἐπλησίασαν ἕως τὰς πύλας τοῦ θανάτου καὶ ὀλίγον ἔλειψε νὰ ἀποθάνουν.
19 καὶ ἐκέκραξαν πρὸς Κύριον ἐν τῷ θλίβεσθαι αὐτούς, καὶ ἐκ τῶν ἀναγκῶν αὐτῶν ἔσωσεν αὐτούς, 19 Αλλά καθ' ον χρόνον τόσον πολύ εθλίβοντο, έκραξαν με θερμήν προσευχήν προς τον Κυριον και ο Κυριος τους απήλλαξεν από τας φοβεράς αυτάς ανάγκας των. 19 Καὶ ἐβόησαν διὰ τῆς προσευχῆς των πρὸς τὸν Κύριον, καθ’ ὃν χρόνον οὗτοι ἐθλίβοντο, καὶ ἔσωσεν αὐτοὺς ἀπὸ τὰς ἀνάγκας των.
20 ἀπέστειλε τὸν λόγον αὐτοῦ καὶ ἰάσατο αὐτοὺς καὶ ἐρρύσατο αὐτοὺς ἐκ τῶν διαφθορῶν αὐτῶν. 20 Ως διαταγήν έστειλε τον λόγον του, ο οποίος και τους εθεράπευσε. Τους έσωσεν από τα κακά, τα οποία τους έφθειραν και τους έλυωναν. 20 Ἀπέστειλε τὸν ζῶντα καὶ πανίσχυρον λόγον του καὶ τοὺς ἰάτρευσε καὶ ἔσωσεν αὐτοὺς ἀπὸ τὰ κακὰ ποὺ τοὺς ἔφθειρον καὶ τοὺς ἔλυωναν.
21 ἐξομολογησάσθωσαν τῷ Κυρίῳ τὰ ἐλέη αὐτοῦ καὶ τὰ θαυμάσια αὐτοῦ τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων 21 Ας δοξολογήσουν, λοιπόν, και αυτοί με ευγνωμοσύνην τας αμετρήτους ευεργεσίας του Θεού και ας διαλαλήσουν στους άλλους ανθρώπους τας θαυματουργικάς ενεργείας εκείνου. 21 Ἂς δοξολογήσουν τὸν Κύριον διὰ τὰ σωτήρια ἐλέη του καὶ ἂς διακηρύξουν τὰς θαυμασίας λυτρώσεις του εἰς τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων.
22 καὶ θυσάτωσαν αὐτῷ θυσίαν αἰνέσεως καὶ ἐξαγγειλάτωσαν τὰ ἔργα αὐτοῦ ἐν ἀγαλλιάσει. 22 Ας προσφέρουν προς αυτόν θυσίαν δοξολογίας και ας βροντοφωνήσουν τα έργα του γεμάτοι αγαλλίασιν και ευφροσύνην. 22 Καὶ ἂς θυσιάσουν εἰς αὐτὸν θυσίαν ὕμνου καὶ εὐχαριστιῶν, καὶ ἂς ἐξαγγείλουν ἀφηγούμενοι μετ’ εὐγνώμονος χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως τὰ ἔργα τῆς δυνάμεώς του.
23 οἱ καταβαίνοντες εἰς θάλασσαν ἐν πλοίοις, ποιοῦντες ἐργασίαν ἐν ὕδασι πολλοῖς, 23 Επίσης αυτοί, που κατεβαίνουν εις την θάλασσαν και ταξιδεύουν με πλοία και διασχίζουν πελάγη μεγάλα, όπου η εργασία των τους καλεί, 23 Εἶδον καὶ οἱ Ἰουδαῖοι εἰς τὴν θάλασσαν τῶν συμφορῶν των τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ νὰ ἐκδηλοῦται πρὸς προστασίαν τῶν θαυμαστῶς, ὅπως καὶ οἱ διαπλέοντες τὴν θάλασσαν μὲ πλοῖα καὶ διασχίζοντες πελάγη μεγάλα πρὸς ἐπιτέλεσιν ἔργων μεταφορᾶς.
24 αὐτοὶ εἶδον τὰ ἔργα Κυρίου καὶ τὰ θαυμάσια αὐτοῦ ἐν τῷ βυθῷ. 24 αυτοί είδαν τα έργα του Κυρίου και τα θαυμάσια αυτού εις τας βαθείας θαλάσσας. 24 24 Αὐτοὶ εἶδον τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου, καὶ τὰ θαυμάσια αὐτοῦ ἐν τῷ βαθεῖ πόντῳ, πῶς ἐξαίφνης ὁ Κύριος διεγείρει σφοδρὰς τρικυμίας καὶ πῶς καταπραΰνει αὐτὰς καὶ πῶς ἐν μέσῳ τεραστίων κυμάτων κινδυνεύοντας σώζει αὐτούς.
25 εἶπε, καὶ ἔστη πνεῦμα καταιγίδος, καὶ ὑψώθη τὰ κύματα αὐτῆς· 25 Είδον ότι ο Κυριος διέταξε και αμέσως εσηκώθη σφοδρός καταιγίδος άνεμος και ανυψώθησαν τα κύματα της θαλάσσης. 25 25 Διέταξεν αὐτός· καὶ ἐσηκώθη ἀσυγκράτητος ἄνεμος σφοδρὸς ἀγρίας καταιγίδος καὶ ὑψώθησαν τεράστια τὰ κύματα τῆς θαλάσσης.
26 ἀναβαίνουσιν ἕως τῶν οὐρανῶν καὶ καταβαίνουσιν ἕως τῶν ἀβύσσων, ἡ ψυχὴ αὐτῶν ἐν κακοῖς ἐτήκετο· 26 Ανεβαίνουν με τα πλοία των επάνω εις την κορυφήν των κυμάτων έως εις τα νέφη του ουρανού και καταβαίνουν έως εις τα βάθη των θαλασσίων αβύσσων. Η ψυχή των έλυωνε από φόβον εμπρός εις τα φοβερά αυτά σημεία. 26 26 Ἀναβαίνουν μὲ τὸ πλοῖον των συρόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων μέχρι τῶν νεφῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ καταβαίνουν μέχρι τοῦ βάθους τῶν θαλασσίων ἀβύσσων· ἡ ψυχή των ἀπὸ τὰ κακὰ τοῦ φόβου καὶ τῆς ἀγωνίας, τὰ ὁποῖα τοὺς προεκάλει ὁ τρομερὸς κίνδυνος τοῦ ναυαγίου, ἐτήκετο σὰν κηρὸς καὶ παρέλυε.
27 ἐταράχθησαν, ἐσαλεύθησαν ὡς ὁ μεθύων, καὶ πᾶσα ἡ σοφία αὐτῶν κατεπόθη· 27 Κατελήφθησαν από ζάλην, ετρίκλιζαν εξ αιτίας της τρικυμίας ωσάν μεθυσμένοι, όλη δε η ναυτική των γνώσις και πείρα απεδείχθη άχρηστος, εξηφανίσθη. 27 27 Ἐταράχθησαν, ἐζαλίσθησαν ἀπὸ τὴν τρικυμίαν καὶ ἐτρίκλιζαν ὅπως ὁ μεθυσμένος, καὶ ὅλη ἡ τέχνη των καὶ ἡ πεῖρα των ἡ ναυτικὴ ἠφανίσθη.
28 καὶ ἐκέκραξαν πρὸς Κύριον ἐν τῷ θλίβεσθαι αὐτούς, καὶ ἐκ τῶν ἀναγκῶν αὐτῶν ἐξήγαγεν αὐτοὺς 28 Εκραξαν και αυτοί προς τον Κυριον, καθ' ον χρόνον εταλαιπωρούντο από την τρικυμίαν, και ο Κυριος τους έβγαλεν από την επικίνδυνον αυτήν περιπέτειάν των. 28 28 Καὶ καθ’ ὃν χρόνον ἐθλίβοντο, ἐβόησαν διὰ τῆς προσευχῆς των πρὸς τὸν Κύριον, καὶ τοὺς ἐξήγαγεν ἐκ τῆς στενοχώρου καὶ ἀπελπιστικῆς ἀνάγκης των.
29 καὶ ἐπέταξε τῇ καταιγίδι, καὶ ἔστη εἰς αὔραν, καὶ ἐσίγησαν τὰ κύματα αὐτῆς· 29 Διότι διέταξε την καταιγίδα της θαλάσσης και εσταμάτησε και μετεβλήθη εις λεπτήν ευχάριστον αύραν. Και ηρέμησαν τα κύματα της θαλάσσης. 29 Καὶ διέταξε τὴν καταιγίδα νὰ καταπαύσῃ καὶ αὐτὴ μετεστράφη εἰς αὔραν καὶ εἰς ἄνεμον ἥσυχον καὶ δροσιστικὸν καὶ κατεσιγάσθησαν τὰ κύματά της.
30 καὶ εὐφράνθησαν, ὅτι ἡσύχασαν, καὶ ὡδήγησεν αὐτοὺς ἐπὶ λιμένα θελήματος αὐτοῦ. 30 Οι ναύται και όσοι άλλοι ήσαν εις τα πλοία εγέμισαν από χαράν και ευφροσύνην, διότι ησύχασαν από την ταραχήν της τρικυμίας. Και ο Κυριος τους ωδήγησεν ασφαλείς στον λιμένα, που ήθελε. 30 Καὶ ἐπληρώθησαν χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης, διότι ἡσύχασαν ἀπὸ τὴν ταραχὴν τῶν κυμάτων. Καὶ τοὺς ὠδήγησεν εἰς τὸν λιμένα ποὺ ἤθελεν.
31 ἐξομολογησάσθωσαν τῷ Κυρίῳ τὰ ἐλέη αὐτοῦ καὶ τὰ θαυμάσια αὐτοῦ τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων. 31 Ας δοξολογήσουν, λοιπόν, και αυτοί τον Κυριον δια τα πολυάριθμα ελέη του. Ας διαλαλήσουν και στους άλλους ανθρώπους τα θαυμάσια αυτού έργα. 31 Ἂς δοξολογήσουν τὸν Κύριον διὰ τὰ σωτήρια ἐλέη του καὶ ἂς διακηρύξουν τὰς θαυμαστὰς λυτρώσεις του εἰς τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων.
32 ὑψωσάτωσαν αὐτὸν ἐν ἐκκλησίᾳ λαοῦ καὶ ἐν καθέδρᾳ πρεσβυτέρων αἰνεσάτωσαν αὐτόν. 32 Ας τον μεγαλύνουν και ας τον εξυψώσουν εις συγκέντρωσιν πλήθους λαού και ας ψάλουν προς αυτόν αίνον και ωδήν δοξολογίας, εις τόπον οπού συνεδριάζουν οι πρεσβύτεροι και οι άρχοντες. 32 Ἂς ὑψώσουν αὐτὸν ὑμνοῦντες τὸ μεγαλεῖον του καὶ τὸ ὕψος τῆς δυνάμεως καὶ δόξης του ἐν μέσῳ παμπληθοῦς συνάξεως λαοῦ καὶ ἂς ψάλουν εἰς αὐτὸν αἶνον καὶ ᾠδὴν δοξολογίας εἰς τὸν τόπον, ὅπου θὰ κάθηνται συνεδριάζοντες πρεσβύτεροι καὶ ἄρχοντες.
33 ἔθετο ποταμοὺς εἰς ἔρημον καὶ διεξόδους ὑδάτων εἰς δίψαν, 33 Αυτός εξήρανε ποταμούς και μετέβαλε τας κοίτας αυτών εις έρημον περιοχήν, και τας πηγάς, από όπου ανέβλυζαν άφθονα ύδατα, μετέβαλεν εις έκτασιν άνυδρον και διψασμένην. 33 Ἀπεξήρανε ποταμοὺς καὶ μετέτρεψεν αὐτοὺς εἰς ἄνυδρον ἔρημον, καὶ πηγάς, ἀπὸ τὰς ὁποίας ἐξήρχοντο ἀφθόνως ὕδατα, μετέβαλεν εἰς ἔκτασιν διψῶσαν καὶ στερουμένην ὕδατος.
34 γῆν καρποφόρον εἰς ἅλμην ἀπὸ κακίας τῶν κατοικούντων ἐν αὐτῇ. 34 Μετέβαλε γην εύφορον και καρποφόρον εις αλμυρόν βάλτον εξ αιτίας της κακίας των κατοίκων της. 34 Μετεποίησε γῆν εὔφορον καὶ καρποφόρον εἰς ἁλμυρὸν τέλμα ἕνεκα τῆς κακίας τῶν κατοίκων της.
35 ἔθετο ἔρημον εἰς λίμνας ὑδάτων καὶ γῆν ἄνυδρον εἰς διεξόδους ὑδάτων. 35 Εξ αντιθέτου μετέβαλε χώραν άνυδρον, έρημον και άγονον, εις λίμνας υδάτων και χώραν διψασμένην εις πηγάς υδάτων. 35 Μετέτρεψε γῆν ἀμμώδη καὶ ἔρημον εἰς λίμνας ὑδάτων, καὶ γῆν στερουμένην ὕδατος εἰς πηγὰς ἐκβαλλούσας ἄφθονον ὕδωρ.
36 καὶ κατῴκισεν ἐκεῖ πεινῶντας, καὶ συνεστήσαντο πόλεις κατοικεσίας 36 Εκεί ο Κυριος εγκατέστησεν ανθρώπους, οι οποίοι επεινούσαν και οι οποίοι έκτισαν πόλεις, δια να κατοικούν. 36 Καὶ τὴν ἔρημον ποὺ διεβρέχετο τώρα ἀπὸ ποταμοὺς καὶ ἔγινεν εὔφορος γῆ, ἔδωκεν εἰς κατοικίαν πρὸς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἐπείνων καὶ ἐστεροῦντο τῶν πάντων. Καὶ συνέστησαν οὖτοι ἐκεῖ πόλεις κατοικουμένας.
37 καὶ ἔσπειραν ἀγροὺς καὶ ἐφύτευσαν ἀμπελῶνας καὶ ἐποίησαν καρπὸν γεννήματος, 37 Εσπειραν εκεί αγρούς, εφύτευσαν αμπέλια, παρήγαγαν γεννήματα και καρπούς από τα καλλιεργηθέντα εδάφη. 37 Καὶ ἔσπειραν ἐκεῖ ἀγροὺς καὶ ἐφύτευσαν ἀμπέλους· καὶ ἐποίησαν καρπὸν παραχθέντα καὶ γεννηθέντα ἀπὸ τὴν καλλιεργηθεῖσαν γῆν.
38 καὶ εὐλόγησεν αὐτούς, καὶ ἐπληθύνθησαν σφόδρα, καὶ τὰ κτήνη αὐτῶν οὐκ ἐσμίκρυνε. 38 Ο Κυριος τους ηυλόγησε και επληθύνθησαν αυτοί πάρα πολύ, και τα κατοικίδια ζώα των έγιναν πολυάριθμα. 38 Καὶ εὐλόγησεν αὐτούς, καὶ ηὐξήθησαν εἰς μέγα πλῆθος καὶ δὲν περιώρισεν εἰς μικρὸν ἀριθμὸν τὰ κτήνη των, τὰ ἄλογα ζῶα τουτέστι καὶ τὰ ποίμνιά των καὶ τὰς ἀγέλας τῶν βοῶν των.
39 καὶ ὠλιγώθησαν καὶ ἐκακώθησαν ἀπὸ θλίψεως κακῶν καὶ ὀδύνης. 39 Εν τω μεταξύ ωλιγόστευσαν εις αριθμόν, διότι εκακοπάθησαν και εδεινοπάθησαν, από τους πόνους και τας συμφοράς, τας οποίας κακοί άνθρωποι, που επήλθον εναντίον των, τους επροκάλεσαν. 39 Καὶ ἐν τῷ μεταξὺ ὠλιγόστευσαν καὶ ἐκακοποιήθησαν ἀπὸ τὴν καταπίεσιν καὶ ἀπὸ τοὺς πόνους καὶ ἀπὸ τὴν ὀδύνην, τὰ ὁποῖα ἄνθρωποι κακοί, ποὺ ἐπῆλθον κατ’ αὐτῶν, τοὺς ἐπροκάλεσαν.
40 ἐξεχύθη ἐξουδένωσις ἐπ᾿ ἄρχοντας αὐτῶν, καὶ ἐπλάνησεν αὐτοὺς ἐν ἀβάτῳ καὶ οὐχ ὁδῷ. 40 Αλλά από τον Θεόν εξαπεστάλη εκμηδένισις και εξευτελισμός εναντίον των αρχόντων· τους ηνάγκασε να πλανώνται εις μέρη άβατα και όχι εις δρόμον βατόν και γνωστόν. 40 Ἀλλ’ ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐξαπελύθη ὄλεθρος καὶ ἐκμηδένισις κατὰ τῶν ἀρχόντων τῶν κακῶν τούτων ἐπιδρομέων καὶ τοὺς ἠνάγκασε νὰ πλανῶνται εἰς μέρη ἀπάτητα καὶ ὄχι εἰς δρόμον βατὸν καὶ γνωστόν.
41 καὶ ἐβοήθησε πένητι ἐκ πτωχείας καὶ ἔθετο ὡς πρόβατα πατριάς. 41 Εβοήθησεν ο Θεός τον πτωχόν λαόν, δια να απαλλαγή από την πτωχείαν, η οποία τον εμάστιζεν, και αποκατέστησε τας οικογενείας των πολυπληθείς ωσάν ποίμνια προβάτων. 41 Καὶ ἐβοήθησεν ὁ Θεὸς τὸν πένητα λαόν του, ἵνα ἀπαλλαγῇ ἐκ τῆς πτωχείας καὶ τῆς ἐθνικῆς καταπτώσεώς του, καὶ κατέστησε τὰς οἰκογενείας καὶ τὰς πατριάς του πολυπληθεῖς ὡς ποίμνια προβάτων.
42 ὄψονται εὐθεῖς καὶ εὐφρανθήσονται, καὶ πᾶσα ἀνομία ἐμφράξει τὸ στόμα αὐτῆς. 42 Οι δίκαιοι άνθρωποι θα ίδουν όλα αυτά τα θαυμάσια έργα της αγαθότητας, της δικαιοσύνης και της παντοδυναμίας του Θεού και θα ευφρανθούν. Εξ αντιθέτου όμως κάθε παράνομος θα κλείση το στόμα του κατεντροπιασμένος. 42 Θὰ βλέπουν ταῦτα οἱ εὐθεῖς καὶ οἱ δίκαιοι καὶ θὰ εὐφραίνωνται διὰ τὴν προστασίαν αὐτὴν καὶ φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ, καὶ πᾶς ἄνομος καὶ ἀσεβὴς θὰ φράξῃ καὶ θὰ βουλλώσῃ τὸ στόμα του καταισχυνόμενος καὶ μὴ τολμῶν νὰ καυχηθῇ εἰς βάρος τοῦ δικαίου.
43 τίς σοφὸς καὶ φυλάξει ταῦτα καὶ συνήσει τὰ ἐλέη τοῦ Κυρίου; 43 Ποιός είναι σοφός και συνετός άνθρωπος, ο οποίος θα τηρήση αυτά και θα κατανοήση την άπειρον ευσπλαγχνίαν του Κυρίου; 43 Τίς εἶναι ὁ σοφὸς ἀνὴρ ὅστις θὰ προσέξῃ εἰς αὐτὰ καὶ φυλάττων ταῦτα εἰς τὴν μνήμην του θὰ ἐμβαθύνῃ καὶ θὰ κατανοήσῃ τὰ ἄπειρα ἐλέη καὶ τὴν ἀπέραντον εὐσπλαγχνίαν τοῦ Κυρίου;