Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 07:13
Δύση: 17:11
Σελ. 20 ημ.
326-40
16ος χρόνος, 6123η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 (Η)


 
 

 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ἰησοῦς δὲ ἐπορεύθη εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν· 1 Ο δε Ιησούς επήγεν στο όρος των ελαιών. 1 Ο Ἰησοῦς ὅμως ἐπῆγεν εἰς τὸ ὅρος τῶν ἐλαιῶν, ὅπου ἐσυνήθιζε νὰ περνᾷ τὴν νύκτα του.
2 ὄρθρου δὲ πάλιν παρεγένετο εἰς τὸ ἱερόν, καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἤρχετο πρὸς αὐτόν· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν αὐτούς. 2 Ενώ δε ακόμη ήτο πρωϊ, ήλθεν πάλιν στον ναόν και όλος ο λαός ήρχετο προς αυτόν. Και αφού εκάθισε, τους εδίδασκε. 2 Πολὺ πρωῒ δὲ ἦλθε πάλιν εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ καὶ ὅλος ὁ λαὸς ἤρχετο πρὸς αὐτόν. Καὶ ἀφοῦ ἐκάθισε, τοὺς ἐδίδασκε.
3 ἄγουσι δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι γυναῖκα ἐπὶ μοιχείᾳ κατειλημμένην, καὶ στήσαντες αὐτὴν ἐν μέσῳ 3 Οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι φέρουν τότε μίαν γυναίκα, η οποία είχε συλληφθή επ' αυτοφώρω καταπατούσα την συζυγικήν πίστιν. Και αφού την έβαλαν ορθίαν στο μέσον του συγκεντρωμένου πλήθους, 3 Ἐν τῷ μεταξὺ δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι φέρουν ἐκεῖ μίαν γυναῖκα ἔγγαμον, ἡ ὁποία εἶχε συλληφθῇ ἐπάνω εἰς τὴν πρᾶξιν τῆς μοιχείας, καὶ ἀφοῦ τὴν ἔστησαν εἰς τὸ μέσον τοῦ συνηγμένου πλήθους,
4 λέγουσιν αὐτῷ· Διδάσκαλε, αὕτη ἡ γυνὴ κατείληπται ἐπ’ αὐτοφώρῳ μοιχευομένη· 4 του λέγουν· “Διδάσκαλε, αυτή η γυναίκα έχει συληφθή επ' αυτοφώρω να καταπατή την συζυγικήν πίστιν· 4 εἶπαν εἰς αὐτόν· Διδάσκαλε, αὐτὴ ἡ γυναῖκα ἔχει συλληφθῇ κατ’ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ὥραν, ποὺ ἀτιμάζετο.
5 ἐν δὲ τῷ νόμῳ ἡμῶν Μωϋσῆς ἐνετείλατο τὰς τοιαύτας λιθάζειν. 5 και στον νόμον μας ο Μωϋσής διέταξε να λιθοβολούνται αυταί αι γυναίκες. 5 Καὶ εἰς τὸν νόμον μας ὁ Μωϋσῆς μᾶς ἐδίδαξεν αἱ τοιαῦται γυναῖκες νὰ λιθοβολοῦνται.
6 σὺ οὖν τί λέγεις; τοῦτο δὲ εἶπον ἐκπειράζοντες αὐτόν, ἵνα σχῶσι κατηγορίαν κατ’ αὐτοῦ. ὁ δὲ Ἰησοῦς κάτω κύψας τῷ δακτύλῳ ἔγραφεν εἰς τὴν γῆν. 6 Συ, λοιπόν, τι λέγεις;” Αυτό δε είπαν, δια να τον θέσουν εις πειρασμόν και να έχουν εναντίον του κατηγορίαν. (Διότι εάν ημπόδιζε τον λιθοβολισμόν, θα εφαίνετο καταλύων τον μωσαϊκόν νόμον, εάν τον επέτρεπε, θα παρέβαινε τον ρωμαϊκόν νόμον). Ο δε Ιησούς έσκυψε κάτω και με το δάκτυλόν του έγραφεν στο έδαφος. 6 Τί λέγεις λοιπὸν σὺ διὰ τὴν περίπτωσιν αὐτήν; Εἶπον δὲ αὐτὸ μὲ τὸν σκοπὸν νὰ τὸν παγιδεύσουν καὶ νὰ τοῦ δημιουργήσουν πειρασμόν, διὰ νὰ ἔχουν ἐναντίον του κατηγορίαν ἢ ὅτι εἶναι ἐπιεικὴς ἀντιθέτως πρὸς τὰς διατάξεις τοῦ νόμου, ἢ ὅτι συνέστησε τὸν λιθοβολισμὸν καὶ δὲν ἐσεβάσθη τὴν ρωμαϊκὴν ἐξουσίαν. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως διὰ νὰ τοὺς ἀποφύγῃ, ἔσκυψε κάτω καὶ ἐπροσποιεῖτο, ὅτι ἔγραφεν εἰς τὸ χῶμα μὲ τὸν δάκτυλον, χωρὶς νὰ τοὺς προσέχῃ.
7 ὡς δὲ ἐπέμενον ἐρωτῶντες αὐτόν, ἀνέκυψε καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος βαλέτω λίθον ἐπ’ αὐτὴν. 7 Επειδή δε εκείνοι επέμενον να τον ερωτούν, εσήκωσε την κεφαλήν και τους είπεν· “ο αναμάρτητος από σας ας ρίψη πρώτος λίθον επάνω της”. 7 Ἐπειδὴ δὲ ἐπέμεναν νὰ τὸν ἐρωτοῦν, ἐσήκωσε τὴν κεφαλήν του καὶ εἶπεν· Ὁ ἀναμάρτητος ἀπὸ σᾶς ἂς κάμῃ τὴν ἀρχὴν καὶ ἂς ρίψῃ πρῶτος τὸν λίθον κατ’ αὐτῆς.
8 καὶ πάλιν κάτω κύψας ἔγραφεν εἰς τὴν γῆν. 8 Και αφού έσκυψε πάλιν κάτω, δια να τους δώση καιρόν να συναισθανθούν την ιδικήν των αμαρτωλότητα έγραφεν εις την γην. 8 Καὶ ἀφοῦ ἔσκυψε πάλιν κάτω, ἔγραφεν εἰς τὴν γῆν διὰ νὰ τοὺς δώσῃ καιρὸν νὰ φύγουν.
9 οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐξήρχοντο εἷς καθ’ εἷς, ἀρξάμενοι ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων, καὶ κατελείφθη ὁ Ἰησοῦς καὶ ἡ γυνὴ ἐν μέσῳ οὖσα. 9 Εκείνοι δε, όταν ήκουσαν το λόγια του, ήρχισαν ο ένας μετά τον άλλον να φεύγουν, αρχής γενομένης από τους γεροντοτέρους (διότι όλοι ήρχισαν να δοκιμάζουν ελέγχους της συνειδήσεως δια τα ιδικά των αμαρτήματα). Και απέμεινεν ο Ιησούς και η γυναίκα, η οποία εστέκετο ορθία στο μέσον των άλλων. 9 Οἱ γραμματεῖς δὲ καὶ οἱ Φαρισαῖοι, ὅταν ἤκουσαν τοὺς λόγους αὐτοὺς καὶ ἐπειδὴ ἠλέγχοντο ἀπὸ τὴν συνείδησίν τους, διότι δὲν ἦσαν ἀναμάρτητοι, ἤρχισαν νὰ βγαίνουν ἕνας - ἕνας, ἀρχίσαντες ἀπὸ τοὺς γεροντοτέρους μέχρι τῶν τελευταίων. Καὶ ἔτσι ἔμεινε μοναχὸς ὁ Ἰησοῦς καὶ ἡ γυναῖκα ἔστεκε ἐν μέσῳ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, ποὺ ἤκουαν τὴν διδασκαλίαν του.
10 ἀνακύψας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῇ· Γύναι, ποῦ εἰσιν; οὐδείς σε κατέκρινεν; 10 Εσήκωσε τότε ο Ιησούς την κεφαλήν και της είπε· “γυναίκα, που είναι αυτοί που σε κατηγόρησαν; Κανείς δεν σε κατέκρινε αξίαν λιθοβολισμού;” 10 Ἐσήκωσε δὲ τότε τὴν κεφαλήν του ὁ Ἰησοῦς καὶ τῆς εἶπε· Γυναῖκα, ποὺ εἶναι οἱ κατήγοροί σου; Κανεὶς δὲν σὲ κατέκρινεν ὡς ἀξίαν τιμωρίας;
11 ἡ δὲ εἶπεν· Οὐδείς, Κύριε. εἶπε δὲ ὁ Ἰησοῦς· Οὐδὲ ἐγώ σε κατακρίνω· πορεύου καὶ ἀπὸ τοῦ νῦν μηκέτι ἁμάρτανε. 11 Εκείνη δε είπε· “κανείς, Κυριε”. Είπε δε ο Ιησούς· “ούτε εγώ, που είμαι αναμάρτητος, σε κατακρίνω. Πηγαινε και από τώρα και πέρα μη αμαρτάνεις πλέον”. 11 Αὐτὴ δὲ εἶπε· Κανένας, Κύριε. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς· Οὔτε ἐγώ, ποὺ εἶμαι ἀναμάρτητος καὶ μπορῶ νὰ ρίψω τὸν πρῶτον λίθον κατὰ σοῦ, δὲν σὲ καταδικάζω. Πήγαινε καὶ ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς μὴ ἁμαρτάνῃς πλέον.
12 Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων· Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς. 12 Παλιν, λοιπόν, ωμίλησε προς αυτούς ο Ιησούς λέγων· “εγώ είμαι το φως όλου του κόσμου, εκείνος που με ακολουθεί πιστά δεν θα περιπατήση στο σκότος με άμεσον τον κίνδυνον να κρημνισθή εις τα βάραθρα, αλλά θα έχη το πνευματικόν φως που ακτινοβολείται από τον Θεόν, την πηγήν της ζωής. 12 Πάλιν λοιπὸν ὡμίλησε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπεν· Ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς ὄχι μόνον τῶν Ἰουδαίων, ἀλλ’ ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου. Ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἀκολουθεῖ μὲ πλήρῃ ἐμπιστοσύνην καὶ ἐλπίδα καὶ μὲ πρόθυμον ὑπακοὴν εἰς τοὺς λόγους μου, δὲν θὰ περιπατήσῃ οὔτε θὰ εὑρεθῇ ποτὲ εἰς τὸ σκότος τῆς πλάνης καὶ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ θὰ ἔχῃ μέσα του τὸ ζωηφόρον καὶ πνευματικὸν φῶς, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀληθινὴν ζωήν, τὸν Θεόν.
13 εἶπον οὖν αὐτῷ οἱ Φαρισαῖοι· Σὺ περὶ σεαυτοῦ μαρτυρεῖς· ἡ μαρτυρία σου οὐκ ἔστιν ἀληθής. 13 Είπαν τότε προς αυτόν οι Φαρισαίοι· “συ δίδεις μόνος σου μαρτυρίαν δια τον ευατόν σου. Η μαρτυρία σου όμως αυτή δεν είναι αληθινή, εφ' όσον κανείς άλλος δεν την επιβεβαιώνει”. 13 Κατόπιν λοιπὸν ἀπὸ τὴν τολμηρὰν αὐτὴν βεβαίωσιν τοῦ Ἰησοῦ περὶ τοῦ ἑαυτοῦ του, εἶπαν πρὸς αὐτὸν οἱ Φαρισαῖοι· Σὺ αὐτοσυσταινόμενος ἐγωϊστικῶς δίδεις μαρτυρίαν διὰ τὸν ἑαυτόν σου. Διὰ τὴν μαρτυρίαν σου ὅμως αὐτὴν δὲν ἐγγυᾶται κανείς, ὅτι εἶναι ἀληθὴς καὶ δὲν προέρχεται ἐκ φιλαυτίας καὶ αὐτοθαυμασμοῦ.
14 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Κἂν ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ ἐμαυτοῦ, ἀληθής ἐστιν ἡ μαρτυρία μου, ὅτι οἶδα πόθεν ἦλθον καὶ ποῦ ὑπάγω· ὑμεῖς δὲ οὐκ οἴδατε πόθεν ἔρχομαι ἢ ποῦ ὑπάγω. 14 Απήντησεν ο Ιησούς και τους είπε· “και εάν ακόμη εγώ μόνος μαρτυρώ δια τον ευατόν μου, η μαρτυρία μου είναι αληθινή, διότι την αλήθειαν πάντοτε λέγω και διότι εγώ γνωρίζω πολύ καλά, από που ήλθα και που υπάγω. Ηλθα από τον Πατέρα και επιστρέφω προς τον Πατέρα. Σεις όμως δεν γνωρίζετε από που έρχομαι και που πηγαίνω. 14 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε· Καὶ ἐὰν ἐγὼ δίδω μαρτυρίαν διὰ τὸν ἑαυτόν μου, ἡ μαρτυρία μου εἶναι ἀληθὴς καὶ ἀξιόπιστος, διότι ἐγὼ γνωρίζω καλῶς ἀπὸ ποὺ ἦλθον διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεώς μου καὶ ποὺ θὰ ὑπάγω μετὰ τὴν ἀνάληψίν μου. Ἦλθον ἀπὸ τὸν ἐν οὐρανοῖς Πατέρα μου καὶ θὰ ὑπάγω πάλιν εἰς αὐτόν. Ἡ ἀποστολὴ δὲ καὶ ἡ ἐπάνοδός μου αὐτὴ ἐγγυῶνται περὶ τοῦ ὅτι ἡ μαρτυρία μου εἶναι ἀληθής. Σεῖς ὅμως δὲν ἐλάβετε ἐνδιαφέρον νὰ μάθετε καὶ δι’ αὐτὸ δὲν ἠξεύρετε ἀπὸ ποὺ ἦλθον ἢ ποὺ θὰ ὑπάγω.
15 ὑμεῖς κατὰ τὴν σάρκα κρίνετε· ἐγὼ οὐ κρίνω οὐδένα. 15 Σεις σχηματίζετε κρίσιν σύμφωνα με τα εξωτερικά φαινόμενα της ανθρωπίνης μου φύσεως. Εγώ καίτοι έχω το δικαίωμα να κρίνω και να επιβάλω τιμωρίας, δεν κρίνω και δεν καταδικάζω κανένα μέχρι της δευτέρας παρουσίας μου. 15 Σεῖς κρίνετε ἐπιπόλαια, σύμφωνα μὲ τὸ ἐξωτερικὸν φαινόμενον τῆς ἀνθρωπίνης μου φύσεως. Ἐγὼ δὲ πρὸς τὸ παρὸν καὶ πρὸ τῆς δευτέρας μου παρουσίας δὲν καταδικάζω κανένα, ὥστε νὰ σᾶς τιμωρήσω διὰ τὴν ἀπιστίαν σας αὐτήν.
16 καὶ ἐὰν κρίνω δὲ ἐγώ, ἡ κρίσις ἡ ἐμὴ ἀληθής ἐστιν, ὅτι μόνος οὐκ εἰμί, ἀλλ’ ἐγὼ καὶ ὁ πέμψας με πατήρ. 16 Και εάν από τώρα θελήσω εγώ να κρίνω, η κρίσις μου θα είναι αληθινή, διότι δεν είμαι εγώ μόνος, αλλά είμεθα εγώ και ο Πατήρ, ο οποίος με έστειλε, και η κρίσις μας είναι απολύτως ορθή και δικαία. 16 Καὶ ἐὰν δὲ ἀναλάβω ἀπὸ τώρα τὸ ἔργον τοῦ Κριτοῦ, ἡ ἀπόφασίς μου καὶ ἡ κρίσις μου θὰ εἶναι ἀληθὴς καὶ δικαία, διότι δὲν εἶμαι μόνος, ἀλλ’ εἴμεθα ἐγὼ καὶ ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος μὲ ἀπέστειλε, καὶ κρίνομεν καὶ οἱ δύο μαζί.
17 καὶ ἐν τῷ νόμῳ δὲ τῷ ὑμετέρῳ γέγραπται ὅτι δύο ἀνθρώπων ἡ μαρτυρία ἀληθής ἐστιν. 17 Αλλωστε και στον νόμον σας έχει γραφή, ότι η μαρτυρία δύο ανθρώπων είναι αληθινή και βάσει αυτής δύναται ο δικαστής να αποφασίση. 17 Καὶ εἰς τὸν νόμον δέ, διὰ τὸν ὁποῖον καυχᾶσθε, ὅτι εἶναι ἰδικός σας, εἶναι γραμμένον ὅτι δύο ἀνθρώπων ἡ μαρτυρία εἶναι ἔγκυρος καὶ δύναται εἰς αὐτὴν νὰ στηριχθῇ ἀπόφασις νόμιμος καὶ ἰσχυρά.
18 ἐγώ εἰμι ὁ μαρτυρῶν περὶ ἐμαυτοῦ, καὶ μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ ὁ πέμψας με πατήρ. 18 Και επί του προκειμένου εγώ είμαι ο ένας που μαρτυρώ δια τον εαυτόν μου, αλλά δι' εμέ μαρτυρεί και ο Πατήρ, ο οποίος με έστειλε”. 18 Καὶ εἰς τὴν προκειμένην περίστασιν, ἐγὼ εἶμαι ὁ ἕνας μάρτυς, ποὺ μαρτυρῷ διὰ τὸν ἑαυτόν μου, καὶ δεύτερος μάρτυς μαρτυρεῖ δι’ ἐμὲ ὁ Πατήρ, ποὺ μὲ ἔστειλεν εἰς τὸν κόσμον. Δὲν εἶναι λοιπὸν μεμονωμένη ἡ μαρτυρία μου, ἀλλὰ βασίζεται καὶ ἐπὶ τῆς μαρτυρίας τοῦ Πατρός μου.
19 ἔλεγον οὖν αὐτῷ· Ποῦ ἐστιν ὁ πατήρ σου; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Οὔτε ἐμὲ οἴδατε οὔτε τὸν πατέρα μου· εἰ ἐμὲ ᾔδειτε, καὶ τὸν πατέρα μου ᾔδειτε ἂν. 19 Ελεγαν τότε προς αυτόν· “που είναι ο Πατήρ σου, δια τον οποίον λέγεις ότι μαρτυρεί;” Απήντησεν ο Ιησούς· “ούτε εμέ ως Υιός του Θεού και Θεόν γνωρίζετε ούτε τον Πατέρα μου. Εάν είχατε γνωρίσει εμέ, θα εγνωρίζατε και τον Πατέρα μου, διότι εγώ περί αυτού πολλές φορές ωμίλησα και αυτόν στους πιστούς ακροατάς μου εφανέρωσα”. 19 Ἔλεγον λοιπὸν πρὸς αὐτόν· Ποὺ εἶναι ὁ πατήρ σου διὰ νὰ ἀκούσωμεν τὴν μαρτυρίαν του; Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς· Οὔτε ἐμὲ γνωρίζετε, ὅτι εἶμαι φύσει Υἱός τοῦ Θεοῦ, οὔτε τὸν Πατέρα μου. Ἐὰν ἐξ ἀρχῆς ἐδίδετε ἐμπιστοσύνην εἰς ἐμὲ καὶ διὰ τῆς συμμορφώσεώς σας πρὸς τὴν διδασκαλίαν μου εἶχατε ἐκ πείρας γνωρίσει ποῖος εἶμαι, θὰ ἐγνωρίζατε καὶ τὸν Πατέρα μου. τὸν ὁποῖον φανερώνω εἰς τοὺς πιστοὺς ἀκολούθους μου μὲ τὸ φῶς τῆς διδασκαλίας μου καὶ τὴν θείαν ζωήν μου.
20 Ταῦτα τὰ ῥήματα ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ γαζοφυλακίῳ διδάσκων ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ οὐδεὶς ἐπίασεν αὐτόν, ὅτι οὔπω ἐληλύθει ἡ ὥρα αὐτοῦ. 20 Αυτά τα λόγια είπεν ο Ιησούς κοντά στο θησαυροφυλάκιον των προσφορών και βοηθημάτων, διδάσκων εις την αυλήν του ναού και κανείς δεν συνέλαβεν αυτόν, διότι δεν είχε έλθει ακόμη η προσδιωρισμένη από τον Θεόν ώρα του. 20 Αὐτούς, τοὺς τόσον σοβαροὺς καὶ τολμηροὺς λόγους, τοὺς εἶπεν ὁ Ἰησοῦς πλησίον τοῦ θησαυροφυλακίου τοῦ ναοῦ, διδάσκων εἰς αὐτὸν τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ. Καὶ ὅμως, μολονότι τὸ θησαυροφυλάκιον ἦτο πολὺ πλησίον τῆς αἰθούσης, ὅπου ἐδίκαζε τὸ συνέδριον, κανεὶς δὲν τὸν συνέλαβε, διότι δὲν εἶχεν ἔλθει ἀκόμη ἡ ὡρισμένη ἀπὸ τὸν Θεὸν ὥρα τῆς συλλήψεως καὶ τοῦ θανάτου του.
21 Εἶπεν οὖν πάλιν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἐγὼ ὑπάγω καὶ ζητήσετέ με, καὶ ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ ὑμῶν ἀποθανεῖσθε· ὅπου ἐγὼ ὑπάγω, ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν. 21 Είπε, λοιπόν, πάλιν εις αυτούς ο Ιησούς· “εγώ πηγαίνω προς τον Πατέρα μου, αφού τελειώσω το έργον μου, και θα με αναζητήσετε ως Σωτήρα σας, όταν αι συμφοραί επιπέσουν εναντίον σας, αλλά δια την απιστίαν σας θα αποθάνετε ζυμωμένοι με την αμαρτίαν σας. Δι' αυτό και όπου εγώ πηγαίνω, δεν ημπορείτε σεις να έλθετε”. 21 Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν κανεὶς δὲν ἐτόλμα νὰ τὸν ἐμποδίσῃ ἀπὸ τοῦ νὰ διδάσκῃ, εἶπε πάλιν εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ἐγὼ φεύγω ἀπὸ τὴν παροῦσαν ζωὴν καὶ πηγαίνω πρὸς τὸν ἐν οὐρανοῖς Πατέρα μου. Εἰς στιγμὰς δὲ ἀπελπισίας θὰ μὲ ζητήσετε ὡς Μεσσίαν καὶ λυτρωτήν σας. Λόγῳ τῆς ἀπιστίας σας ὅμως θὰ ἀποθάνετε μέσα εἰς τὴν ἁμαρτίαν σας, χωρισμένοι ἐντελῶς ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἐκεῖ ποὺ πηγαίνω ἐγώ, σεῖς δὲν ἠμπορεῖτε νὰ ἔλθετε, διὰ νὰ εὔρετε πλησίον μου τὴν σωτηρίαν σας.
22 ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι· Μήτι ἀποκτενεῖ ἑαυτόν, ὅτι λέγει, ὅπου ἐγὼ ὑπάγω, ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν; 22 Ελεγαν τότε οι Ιουδαίοι· “μήπως θανατώση μόνος του τον ευατόν του; Διότι λέγει, ότι όπου εγώ πηγαίνω, σεις δεν ημπορείτε να έλθετε”. 22 Ἔλεγον λοιπὸν οἱ Ἰουδαῖοι· Μήπως αὐτοκτονήσῃ καὶ θανατώσῃ μόνος του τὸν ἑαυτόν του; Διότι λέγει, ὅπου ἐγὼ πηγαίνω, σεῖς δὲν ἠμπορεῖτε νὰ ἔλθετε. Ὡρισμένως δέ, ἐὰν σκέπτεται νὰ αὐτοκτονήση, ἡμεῖς δὲν θὰ τὸν ἀκολουθήσωμεν ποτὲ εἰς τὸν Ἅδην.
23 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ὑμεῖς ἐκ τῶν κάτω ἐστέ, ἐγὼ ἐκ τῶν ἄνω εἰμί· ὑμεῖς ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἐστέ, ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. 23 Και είπεν προς αυτούς· “σεις είσθε από τα κάτω, από την γην και έχετε γήϊνα και υλικά φρονήματα και ελατήρια. Εγώ όμως είμαι εκ των άνω, από τον ουρανόν με ουράνιον πνευματικόν πλούτον. Σεις είσθε από τον αμαρτωλόν τούτον κόσμον, που ζη μακράν από τον Θεόν. Ενώ εγώ, καίτοι ζω τώρα στον κόσμον, δεν προέρχομαι από τον κόσμον τούτον. 23 Καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· Σεῖς εἶσθε ἀπὸ τὰ κάτω, ἀπὸ τὴν γῆν, καὶ εἶσθε κυριευμένοι ἀπὸ γηΐνας σκέψεις καὶ ἐλατήρια. Ἐγὼ εἶμαι ἀπὸ τὰ ἐπάνω, ἀπὸ τὸν οὐρανόν, μὲ φρονήματα καὶ σκέψεις ἐντελῶς ἀντίθετα ἀπὸ τὰ ἰδικά σας. Σεῖς εἶσθε ἀπὸ τὸν μάταιον καὶ ἁμαρτωλὸν αὐτὸν κόσμον, διότι κατέχεσθε ἀπὸ τὰ σαρκικὰ φρονήματα τῶν μακρὰν τοῦ Θεοῦ ἀνθρώπων. Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν. Πῶς λοιπὸν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ χωρισθῶμεν διὰ παντός;
24 εἶπον οὖν ὑμῖν ὅτι ἀποθανεῖσθε ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν· ἐὰν γὰρ μὴ πιστεύσητε ὅτι ἐγώ εἰμι, ἀποθανεῖσθε ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν. 24 Δι' αυτό και σας είπα ότι θα αποθάνετε ζυμωμένοι με τας αμαρτίας σας, διότι είσθε, και επιμένετε να είσθε, άνθρωποι του αμαρτωλού τούτου κόσμου. Εάν δε δεν πιστεύσετε ότι εγώ είμαι ο Μεσσίας, ο αληθινός και μοναδικός Σωτήρ, θα αποθάνετε βυθισμένοι εις τας αμαρτίας σας”. 24 Ἀφοῦ λοιπὸν εἶσθε ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν, σᾶς εἶπα, ὅτι θὰ ἀποθάνετε βυθισμένοι εἰς τὰς ἁμαρτίας σας. Διότι, ἐὰν δὲν πιστεύσετε, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ μόνος καὶ πραγματικὸς Σωτήρ, θὰ ἀποθάνετε θαμμένοι εἰς τὰς ἁμαρτίας σας.
25 ἔλεγον οὖν αὐτῷ· Σὺ τίς εἶ; καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Τὴν ἀρχὴν ὅ,τι καὶ λαλῶ ὑμῖν. 25 Είπαν τότε προς αυτόν· “ποίος είσαι συ, που ισχυρίζεσαι ότι χωρίς σε δεν ημπορούμεν να σωθώμεν;” Και απήντησεν εις αυτούς ο Ιησούς· “είμαι ο,τι ευθύς εξ αρχής και συνεχώς λέγω προς σας. 25 Κατόπιν λοιπὸν τῆς βεβαιώσεως αὐτῆς τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ ἔλεγαν ἐκεῖνοι: Καὶ ποῖος εἶσαι σύ, ὥστε χωρὶς σὲ νὰ εἶναι ἀδύνατον νὰ σωθῶμεν; Καὶ εἰς ἀπάντησιν ὁ Ἰησοῦς εἶπεν εἰς αὐτούς· Ἀκριβῶς καὶ ἐξ ὁλοκλήρου εἶμαι ἐκεῖνο, ποὺ σᾶς λέγω τώρα.
26 πολλὰ ἔχω περὶ ὑμῶν λαλεῖν καὶ κρίνειν· ἀλλ’ ὁ πέμψας με ἀληθής ἐστι, κἀγὼ ἃ ἤκουσα παρ’ αὐτοῦ, ταῦτα λέγω εἰς τὸν κόσμον. 26 Πολλά ακόμη έχω να πω δια σας και να σας κρίνω, δεν θα τα δεχθήτε όμως. Αλλά εκείνος που με έστειλε, είναι απολύτως αληθινός, και εγώ όσα ήκουσα από αυτόν, αυτά ακριβώς λέγω στον κόσμον, πάντοτε δηλαδή αληθινά και δίκαια”. 26 Καὶ διὰ νὰ ἐπανέλθω εἰς τὴν σειρὰν τῶν λόγων μου, σᾶς προσθέτω, ὅτι ἔχω ἀκόμη πολλὰ νὰ εἰπῶ διὰ σᾶς καὶ νὰ σᾶς κατακρίνω δι’ αὐτά. Καὶ δὲν θὰ δεχθῆτε μὲν σεῖς ὡς ἀληθῆ καὶ δικαίαν τὴν κρίσιν μου. Ἀλλ’ ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἔστειλεν, εἶναι ἀληθής, καὶ δὲν πλανᾶται, οὔτε ψεύδεται ποτέ. Καὶ ἐγὼ ἐκεῖνα, ποὺ ἤκουσα ἀπὸ αὐτόν, αὐτὰ λέγω εἰς τὸν κόσμον, καὶ συνεπῶς ὅσα λέγω, εἶναι δίκαια καὶ ἀληθῆ.
27 οὐκ ἔγνωσαν ὅτι τὸν πατέρα αὐτοῖς ἔλεγεν. 27 Οι Ιουδαίοι όμως δεν αντελήφθησαν ότι τους έκανε λόγον δια τον ουράνιον Πατέρα του. 27 Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως δὲν ἐκατάλαβαν, ὅτι τοὺς ἔλεγε διὰ τὸν Πατέρα του καὶ διὰ τὴν ἰδιαιτέραν σχέσιν καὶ κοινωνίαν, εἰς τὴν ὁποίαν καὶ ὡς ἄνθρωπος διετέλει πρὸς αὐτόν.
28 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ὅταν ὑψώσητε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, τότε γνώσεσθε ὅτι ἐγώ εἰμι, καὶ ἀπ’ ἐμαυτοῦ ποιῶ οὐδέν, ἀλλὰ καθὼς ἐδίδαξέ με ὁ πατὴρ μου, ταῦτα λαλῶ. 28 Είπε τότε προς αυτούς ο Ιησούς· “όταν υψώσετε επάνω στον σταυρόν τον υιόν του ανθρώπου, τότε θα μάθετε ότι είμαι ο Υιός του Θεού, ο Σωτήρ του κόσμου και ότι από τον ευατόν μου εγώ δεν κάνω τίποτε απολύτως, αλλά όπως με εδίδαξε ο Πατήρ μου, αυτά ακριβώς λέγω. 28 Εἶπε λοιπὸν εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ὅταν ὑψώσετε ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, τότε θὰ μάθετε ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ μόνος Σωτήρ, καὶ ὅτι τίποτε ἀπολύτως δὲν κάμνω ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου, ἀλλὰ συμφωνῶ ἀπολύτως πρὸς τὸν Πατέρα μου. Καὶ διὰ νὰ σᾶς ὁμιλήσω σύμφωνα μὲ ἐκεῖνα, ποὺ συμβαίνουν μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νὰ μὲ καταλάβετε καλύτερα, σᾶς προσθέτω: Καθὼς μὲ ἐδίδαξεν ὁ Πατήρ μου, ἔτσι ὁμιλῶ καὶ αὐτὰ ἀκριβῶς λέγω.
29 καὶ ὁ πέμψας με μετ’ ἐμοῦ ἐστιν· οὐκ ἀφῆκέ με μόνον ὁ πατὴρ, ὅτι ἐγὼ τὰ ἀρεστὰ αὐτῷ ποιῶ πάντοτε. 29 Και εκείνος, που με έστειλε, είναι μαζή μου. Δεν με αφήκε ποτέ μόνον ο Πατήρ, αλλά έχει συνεχή και αδιατάρακτον επικοινωνίαν με εμέ, διότι εγώ πράττω πάντοτε αυτά που του είναι ευάρεστα”. 29 Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ μὲ ἔστειλεν, εἶναι μαζί μου. Δὲν μὲ ἀφῆκε ποτὲ μοναχὸν ὁ Πατήρ, διότι ἐγὼ πράττω πάντοτε ἐκεῖνα, ποὺ τοῦ ἀρέσουν, καὶ δι’ αὐτὸ διατηρῶ ἀδιάσπαστον πάντοτε καὶ πολὺ στενὴν τὴν ἐπικοινωνίαν καὶ σχέσιν πρὸς τὸν Πατέρα μου.
30 Ταῦτα αὐτοῦ λαλοῦντος πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν. 30 Ενώ δε εδίδασκεν αυτά ο Ιησούς, πολλοί επίστευσαν εις αυτόν. 30 Ὅταν δὲ ἔλεγε αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς, πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν, ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας.
31 Ἔλεγεν οὖν ὁ Ἰησοῦς πρὸς τοὺς πεπιστευκότας αὐτῷ Ἰουδαίους· Ἐὰν ὑμεῖς μείνητε ἐν τῷ λόγῳ τῷ ἐμῷ, ἀληθῶς μαθηταί μού ἐστε, 31 Προς αυτούς, λοιπόν, τους Ιουδαίους που είχαν πιστεύσει, είπεν ο Ιησούς και τα εξής· “εάν σεις μείνετε ακλόνητοι εις την διδασκαλίαν μου και την εφαρμόζετε εις την ζωήν σας, τότε θα είσθε αληθινοί μαθηταί μου 31 Διὰ νὰ καταστήσῃ λοιπὸν βαθυτέραν καὶ στερεωτέραν τὴν πίστιν των ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγε πρὸς τοὺς Ἰουδαίους αὐτούς, οἱ ὁποῖοι εἶχον πιστεύσει εἰς αὐτόν· Ἐὰν σεῖς μείνετε στερεοὶ εἰς τὴν διδασκαλίαν μου καὶ συμμορφώσετε τὴν συμπεριφορὰν καὶ τὴν ζωήν σας πρὸς αὐτήν, εἶσθε πράγματι καὶ ἀληθινοὶ μαθηταί μου.
32 καὶ γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς. 32 και θα γνωρίσετε, όχι μόνον από την διδασκαλίαν μου, αλλά και από την προσωπικήν σας πείραν, την αλήθειαν και η αλήθεια θα σας ελευθερώση από την τυραννίαν και τον θάνατον, που φέρνει η αμαρτία”. 32 Καὶ καθ’ ὅσον θὰ ζῆτε αὐτά, ποὺ σᾶς διδάσκω, θὰ μάθετε πειραματικῶς τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια θὰ σᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὴν δουλείαν τῆς ἁμαρτίας.
33 ἀπεκρίθησαν αὐτῷ· Σπέρμα Ἀβραάμ ἐσμεν καὶ οὐδενὶ δεδουλεύκαμεν πώποτε· πῶς σὺ λέγεις ὅτι ἐλεύθεροι γενήσεσθε; 33 Εκείνοι δεν ενόησαν τα λόγια του, ενόμισαν ότι τους αποκαλεί δούλους ξένων κατακτητών, και με έξαψιν είπον· “ημείς είμεθα απόγονοι του Αβραάμ προωρισμένοι να κατακτήσωμεν τον κόσμον και ποτέ έως τώρα δεν εγίναμεν δούλοι εις κανένα. Πως, λοιπόν, συ λέγεις ότι θα γίνετε ελεύθεροι;” (Και έλεγον αυτά λησμονούντες ότι το έθνος των εις πολλούς κατακτητάς είχεν υποδουλωθή, όπως και τώρα στους Ρωμαίους). 33 Ἀπεκρίθησαν εἰς αὐτὸν οἰ Ἰουδαῖοι, οἰ ὁποῖοι ὑπὸ τὸ κράτος τῆς παραφορᾶς των ἐλησμόνησαν τὴν δουλείαν τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Βαβυλῶνος, καθὼς καὶ τὸν ρωμαϊκὸν ζυγόν· Εἴμεθα ἀπόγονοι καὶ κληρονόμοι τοῦ Ἀβραάμ, προωρισμένοι νὰ κατακτήσωμεν ὁλόκληρον τὸν κόσμον καὶ δὲν ἐγίναμεν ποτὲ ἕως τώρα δοῦλοι εἰς κανένα, ἀλλὰ μόνον κυβερνήτην καὶ Κύριόν μας ἔχομεν τὸν Θεόν. Πῶς σὺ λέγεις, ὅτι θὰ γίνετε ἐλεύθεροι;
34 ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας. 34 Τους απήντησεν ο Ιησούς· “σας διαβεβαιώνω ότι καθένας, που πράττει την αμαρτίαν και μένει αμετανόητος εις την αμαρτίαν, είναι δούλος της αμαρτίας. 34 Ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Σᾶς διαβεβαιῶ κατηγορηματικῶς, ὅτι καθένας, ποὺ συστηματικῶς ἐπιμένει νὰ κάνῃ τὴν ἁμαρτίαν καὶ δὲν μετανοεῖ διὰ νὰ ἐγκολπωθῇ τὴν ἀλήθειαν, εἶναι δοῦλος καὶ αἰχμάλωτος τῆς ἁμαρτίας.
35 ὁ δὲ δοῦλος οὐ μένει ἐν τῇ οἰκίᾳ εἰς τὸν αἰῶνα· ὁ υἱὸς μένει εἰς τὸν αἰῶνα. 35 Ο δε δούλος δεν μένει εις την οικίαν του κυρίου του, κληρονόμος και ιδιοκτήτης. Ο Υιός όμως μένει πάντοτε εις την οικίαν, διότι έχει κληρονομικώς από τον πατέρα του αυτά τα δικαιώματα. 35 Ὁ δοῦλος δὲ δὲν παραμένει ὡς κληρονόμος καὶ παντοτεινὸς κάτοχος εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ κυρίου, διότι δὲν ἔχει δικαιώματα εἰς αὐτήν, καὶ ἐκδιώκεται ἐκ ταύτης, ὅταν καταστῇ ἀνεπιθύμητος. Τουναντίον ὁ υἱός, ἐπειδὴ κληρονομεῖ ὅλα τὰ δικαιώματα τοῦ πατρός του, μένει παντοτεινὰ εἰς τὴν οἰκίαν.
36 ἐὰν οὖν ὁ υἱὸς ὑμᾶς ἐλευθερώσῃ ὄντως ἐλεύθεροι ἔσεσθε. 36 Εάν λοιπόν ο σαρκωθείς Υιός του Θεού σας ελευθερώση από την αμαρτίαν, τότε πράγματι θα είσθε ελεύθεροι. 36 Ἐὰν λοιπὸν ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ σᾶς δώσῃ τὴν ἐλευθερίαν, τότε θὰ εἶσθε πράγματι ἐλεύθεροι καὶ θὰ ἀποκτήσετε τὴν ἀληθινὴν ἐλευθερίαν τῆς ψυχῆς.
37 οἶδα ὅτι σπέρμα Ἀβραάμ ἐστε· ἀλλὰ ζητεῖτέ με ἀποκτεῖναι, ὅτι ὁ λόγος ὁ ἐμὸς οὐ χωρεῖ ἐν ὑμῖν. 37 Γνωρίζω ότι είσθε απόγονοι του Αβραάμ. Αλλά δεν του ομοιάζετε και ζητείτε να με φονεύσετε, διότι η διδασκαλία μου δεν εισχωρεί εις την ψυχήν σας, που είναι δούλη της αμαρτίας. 37 Γνωρίζω, ὅτι κατὰ τὴν σαρκικὴν καταγωγὴν εἶσθε ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ. Παρὰ ταῦτα ὅμως, ἐπειδὴ δὲν ὁμοιάζετε κατὰ τὴν ἀρετὴν πρὸς τὸν Ἀβραάμ, δὲν εἶσθε ἐλεύθερα τέκνα του, ἀλλ’ εἶσθε δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ἀπόδειξις τούτου εἶναι, ὅτι ζητεῖτε νὰ μὲ φονεύσετε, μόνον καὶ μόνον διότι ὁ λόγος μου καὶ ἡ διδασκαλία μου δὲν εἰσχωρεῖ καὶ δὲν ἔχει τόπον μέσα σας.
38 ἐγὼ ὃ ἑώρακα παρὰ τῷ πατρὶ μου λαλῶ· καὶ ὑμεῖς οὖν ὃ ἑωράκατε παρὰ τῷ πατρὶ ὑμῶν ποιεῖτε. 38 Εγώ εκείνο που έχω ιδεί πλησίον του ουρανίου Πατρός μου αυτό και διδάσκω. Και σεις αυτό που είδατε και εμάθατε πλησίον του πατρός σας, τον οποίον δεν θέλω να ονομάσω, αυτό κάνετε”. 38 Ἐγὼ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχω ἴδει καὶ ἔμαθα μὲ πλήρη βεβαιότητα πλησίον τοῦ ἐν οὐρανοῖς Πατρός μου, αὐτὸ καὶ μόνον λέγω. Καὶ σεῖς πάλιν ἐκεῖνο, ποὺ ἐμάθατε ἀπὸ τὸν πατέρα σας διάβολον, αὐτὸ πράττετε. Πῶς εἶναι λοιπὸν δυνατὸν ὁ λόγος τοῦ Πατρός μου νὰ εἰσχωρήσῃ καὶ νὰ εὕρῃ θέσιν μέσα σας;
39 Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· Ὁ πατὴρ ἡμῶν Ἀβραάμ ἐστι. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Εἰ τέκνα τοῦ Ἀβραάμ ἦτε, τὰ ἔργα τοῦ Ἀβραὰμ ἐποιεῖτε. 39 Απεκρίθησαν και του είπαν· “ο πατήρ μας είναι ο Αβραάμ και όχι εκείνος τον οποίον υπονοείς συ”. Είπαν εις αυτούς· “εάν πράγματι ήσασθε τέκνα του Αβραάμ, θα εκάνατε τα έργα του Αβραάμ. 39 Ἀπεκρίθησαν καὶ τοῦ εἶπαν· Ὁ πατήρ μας εἶναι ὁ Ἀβραάμ, καὶ κανένας ἄλλος. Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ἐὰν ἤσασθε τέκνα τοῦ Ἀβραάμ, θὰ τοῦ ὠμοιάζατε καὶ εἰς τὴν ἀρετὴν καὶ θὰ ἐκάνατε τὰ ἔργα τοῦ Ἀβραάμ.
40 νῦν δὲ ζητεῖτέ με ἀποκτεῖναι, ἄνθρωπον ὃς τὴν ἀλήθειαν ὑμῖν λελάληκα, ἣν ἤκουσα παρὰ τοῦ Θεοῦ· τοῦτο Ἀβραὰμ οὐκ ἐποίησεν. 40 Τωρα δε ζητείτε να με φονεύσετε, άνθρωπον ο οποίος σας είπα την αλήθειαν, που έχω ακούσει από τον Θεόν. Αυτό το εγκληματικόν έργον ο Αβραάμ δεν το έκανε. 40 Τώρα ὅμως σεῖς θέλετε νὰ μὲ θανατώσετε, ἄνθρωπον ὁ ὁποῖος εἶπα εἰς σᾶς τὴν ἀλήθειαν. Ποίαν δὲ ἀλήθειαν; Αὐτὴν τὴν ὁποίαν ἤκουσα ἀπὸ τὸν Θεόν. Τὸ ἔγκλημα αὐτὸ δὲν τὸ ἔκαμεν ὁ Ἀβραάμ.
41 ὑμεῖς ποιεῖτε τὰ ἔργα τοῦ πατρὸς ὑμῶν. εἶπον οὖν αὐτῷ· Ἡμεῖς ἐκ πορνείας οὐ γεγεννήμεθα· ἕνα πατέρα ἔχομεν, τὸν Θεόν. 41 Σεις πράττετε τα έργα του πατρός σας, δηλαδή του διαβόλου”. Είπαν τότε εις αυτόν· “ημείς δεν έχομεν γεννηθή από παράνομον επιμιξίαν με τους ειδωλολάτρας. Δεν έχομεν πατέρα τον διάβολον. Ενα πατέρα έχομεν, τον Θεόν”. 41 Σεῖς πράττετε τὰ ἔργα τοῦ πατρός σας, τὸν ὁποῖον ἀποφεύγω νὰ κατονομάσω. Κατόπιν λοιπὸν τῆς κατηγορίας ταύτης τοῦ Κυρίου, εἶπαν πρὸς αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι· Ἡμεῖς δὲν ἔχομεν γεννηθῆ ἀπὸ ἀθέμιτον καὶ πορνικὴν ἐπιμιξίαν μὲ εἰδωλολάτρας, ὥστε νὰ ἔχῃ νοθευθῇ ἡ καταγωγή μας ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ. Δὲν ἀνήκομεν εἰς τὴν οἰκογένειαν τοῦ σατανᾶ, τοὺς εἰδωλολάτρας, ἀλλ’ ἀνήκομεν εἰς τὸν ἐκ τοῦ Ἀβραὰμ καταγόμενον λαὸν τοῦ Θεοῦ. Ἕνα πατέρα ἔχομεν, τὸν Θεόν.
42 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Εἰ ὁ Θεὸς πατὴρ ὑμῶν ἦν, ἠγαπᾶτε ἂν ἐμέ, ἐγὼ γὰρ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον καὶ ἥκω· οὐδὲ γὰρ ἀπ’ ἐμαυτοῦ ἐλήλυθα, ἀλλ’ ἐκεῖνός με ἀπέστειλε. 42 Απεκρίθη εις αυτούς ο Ιησούς· “εάν πράγματι ο Θεός ήτο πατήρ σας, θα αγαπούσατε εμέ· διότι εγώ έχω προέλθει από τον Θεόν και έχω έλθει εις σας με την ενανθρώπησίν μου. Διότι και στον κόσμον δεν ήλθα από τον ευατόν μου, αλλά με έστειλεν Εκείνος. 42 Εἰς ἀπάντησιν λοιπὸν τῆς καυχησιολογίας των ταύτης εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ἐὰν ὁ Θεὸς ἦτο πατέρας σας, θὰ εἴχατε ἀγάπην καὶ εἰς ἐμέ, διότι ἐγὼ ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐβγῆκα διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεώς μου καὶ ἔχω ἔλθει μεταξύ σας. Ναί· εἶμαι ἐν μέσῳ ὑμῶν ὡς πρέσβυς ἀντιπροσωπεύων τὸν Θεόν· διότι καὶ εἰς τὸν κόσμον, ποὺ ἦλθα, δὲν ἔχω ἔλθει ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου, ἀλλὰ μὲ ἀπέστειλεν ἐκεῖνος.
43 διατί τὴν λαλιὰν τὴν ἐμὴν οὐ γινώσκετε; ὅτι οὐ δύνασθε ἀκούειν τὸν λόγον τὸν ἐμόν. 43 Διατί δε δεν κατανοείτε και δεν δέχεσθε την διδασκαλίαν μου; Διότι, σας το λέγω εγώ, δεν ημπορείτε λόγω της αμαρτωλότητός σας να ακούετε με ηρεμίαν και με ευλάβειαν τα λόγια μου. 43 Διατὶ δὲν ἐννοεῖτε καὶ δὲν ἐκτιμᾶτε ἐκεῖνο, ποὺ σᾶς λέγω μὲ τὴν διδασκαλίαν μου καὶ τὸ κήρυγμά μου; Θὰ σᾶς εἶπω ἐγὼ τὴν αἰτίαν. Δὲν ἐννοεῖτε τὴν διδασκαλίαν μου, διότι ἕνεκα τῆς κακίας καὶ διαφθορᾶς τῶν ψυχῶν σας δὲν ἠμπορεῖτε νὰ τὴν παρακολουθῆτε μὲ ἐνδιαφέρον καὶ εὐλάβειαν.
44 ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρὸς τοῦ διαβόλου ἐστὲ, καὶ τὰς ἐπιθυμίας τοῦ πατρὸς ὑμῶν θέλετε ποιεῖν. ἐκεῖνος ἀνθρωποκτόνος ἦν ἀπ’ ἀρχῆς, καὶ ἐν τῇ ἀληθείᾳ οὐκ ἔστηκεν, ὅτι οὐκ ἔστιν ἀλήθεια ἐν αὐτῷ· ὅταν λαλῇ τὸ ψεῦδος ἐκ τῶν ἰδίων λαλεῖ, ὅτι ψεύστης ἐστὶ καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ. 44 Σεις έχετε πατέρα τον διάβολον, από τον οποίον και κατάγεσθε και θέλετε να εκτελήτε τας πονηράς επιθυμίας του πατρός σας. Εκείνος από την αρχήν της δημιουργίας του ανθρώπου ήτο ανθρωποκτόνος και ποτέ δεν έχει σταθή ούτε και στέκεται εις την αλήθειαν, διότι δεν υπάρχει μέσα του, ούτε αλήθεια ούτε επιθυμία δια την αλήθειαν. Οταν λέγη το ψεύδος, το ανασύρει και το λέγει από τον ευατόν του, διότι είναι ψεύτης, και ο πατήρ και ο εφευρέτης του ψεύδους. 44 Σεῖς, οἱ ὁποῖοι καυχᾶσθε ὅτι εἶσθε τέκνα τοῦ Θεοῦ, πατέρα, ἀπὸ τὸν ὁποῖον κατάγεσθε καὶ τοῦ ὁποίου τὸν χαρακτῆρα καὶ τὰ ἰδιώματα ἐκληρονομήσατε, ἔχετε τὸν διάβολον καὶ τὰς ἁμαρτωλὰς καὶ φονικὰς ἐπιθυμίας τοῦ πατέρα σας αὐτοῦ θέλετε καὶ εἶσθε ἀποφασισμένοι νὰ πράττετε. Ἐκεῖνος ἀπ’ ἀρχῆς τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ἦτο φονέας τοῦ ἀνθρώπου, καὶ μὲ τὸ ψεῦδος του παρέσυρεν αὐτὸν εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸν θάνατον. Καὶ δὲν στέκεται εἰς τὴν ἀλήθειαν, διότι δὲν ὑπάρχει μέσα του πόθος πρὸς αὐτὴν καὶ διάθεσις νὰ εἶπῃ κάποτε τὴν ἀλήθειαν. Ὅταν λαλῇ τὸ ψεῦδος, τὸ βγάζει ἀπὸ μέσα του καὶ τὸ λέγει, διότι εἶναι ψεύστης καὶ πατέρας τοῦ ψεύδους, ὁ πρῶτος ἐπινοητὴς καὶ ὁ κύριος ὑποβολεὺς αὐτοῦ.
45 ἐγὼ δὲ ὅτι τὴν ἀλήθειαν λέγω, οὐ πιστεύετέ μοι. 45 Εγώ όμως λέγω πάντοτε την αλήθειαν, και εν τούτοις σεις δεν με πιστεύετε, διότι ακριβώς σεις είσθε τέκνα του ψεύτου διαβόλου. 45 Ἐγὼ ὅμως εἶμαι τὸ στόμα τῆς ἀληθείας καὶ διότι λέγω τὴν ἀλήθειαν, δι’ αὐτὸ σεῖς, ποὺ εἶσθε τέκνα τοῦ ψεύστου διαβόλου, δὲν μὲ πιστεύετε.
46 τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας; εἰ δὲ ἀλήθειαν λέγω, διατί ὑμεῖς οὐ πιστεύετέ μοι; 46 Ποίος από σας είναι δυνατόν να με ελέγξη έστω και δια την παραμικροτέραν αμαρτίαν; Εάν δε εγώ, καθό αναμάρτητος, λέγω πάντοτε την αλήθειαν, διατί σεις δεν με πιστεύετε; 46 Ποῖος ἀπὸ σᾶς ἠμπορεῖ ἐξετάζων καὶ ἐλέγχων τὴν ζωήν μου νὰ ἀποδείξῃ, ὅτι ὑπέπεσα ἔστω καὶ εἰς κάποιαν παραμικρὰν ἁμαρτίαν; Κανείς. Καὶ συνεπῶς οὔτε ὡς ψεύστην ἠμπορεῖτε νὰ μὲ κατηγορήσετε. Ἀλλ’ ἐὰν λέγω πάντοτε τὴν ἀλήθειαν, διατὶ σεῖς δὲν μὲ πιστεύετε;
47 ὁ ὢν ἐκ τοῦ Θεοῦ τὰ ῥήματα τοῦ Θεοῦ ἀκούει· διὰ τοῦτο ὑμεῖς οὐκ ἀκούετε, ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐστέ. 47 Εκείνος που κατάγεται από τον Θεόν, ακούει με προσοχήν και ευλάβειαν τα λόγια του Θεού· δια τούτο σεις δεν δίδετε σημασίαν στους λόγους του Θεού, διότι δεν είσθε από τον Θεόν”. 47 Ἐκεῖνος ποὺ κατάγεται ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἀπέκτησε διὰ τῆς ἀσκήσεως τῆς ἀρετῆς πραγματικὴν συγγένειαν πρὸς τὸν Θεόν, ἀκούει μὲ προσοχὴν καὶ ἐνδιαφέρον τοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐγκολπώνεται αὐτούς. Δι’ αὐτὸ σεῖς ἀδιαφορεῖτε καὶ δὲν ἀκούετε τοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ, διότι ἡθικῶς δὲν κατάγεσθε ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ δὲν ἔχετε πραγματικὴν συγγένειαν πρὸς αὐτόν.
48 ἀπεκρίθησαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ εἶπον αὐτῷ· Οὐ καλῶς λέγομεν ἡμεῖς ὅτι Σαμαρείτης εἶ σὺ καὶ δαιμόνιον ἔχεις; 48 Ωργισμένοι, διότι εθεώρησαν αυτά ύβριν εναντίον των οι Ιουδαίοι, απήντησαν και του είπαν· “καλά δεν λέγομεν ημείς, ότι είσαι Σαμαρείτης, δηλαδή εχθρός των Ιουδαίων, και ότι έχεις δαιμόνιον, που σε κινεί να λέγης αυτάς τας ύβρεις εναντίον μας;” 48 Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τὸν ἔλεγχον αὐτὸν ἀπεκρίθησαν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ τοῦ εἶπαν· Ἀφοῦ τόσον περιφρονητικὰ ἐκφράζεσαι διὰ τοὺς Ἰσραηλίτας, καλὰ δὲν λέγομεν ἡμεῖς ὅτι εἶσαι Σαμαρείτης καὶ ὅτι ἔχεις δαιμόνιον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐμπνέεσαι τὴν τρελλὴν αὐτὴν ἰδέαν, ποὺ ἔχεις διὰ τὸν ἑαυτόν σου;
49 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Ἐγὼ δαιμόνιον οὐκ ἔχω, ἀλλὰ τιμῶ τὸν πατέρα μου, καὶ ὑμεῖς ἀτιμάζετέ με. 49 “Εγώ δεν έχω δαιμόνιον, αλλά με όσα λέγω και πράττω, τιμώ τον Πατέρα μου και σεις αντί να δεχθήτε όσα δια τον Πατέρα λέγω, με εξευτελίζετε και με υβρίζετε, 49 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς· Ἐγὼ δὲν ἔχω δαιμόνιον καὶ δὲν σᾶς ὁμιλῶ ἀπὸ μῖσος ἢ διατάραξιν φρενῶν ἐκ διαβολικῆς ἐπιδράσεως προερχομένην, ἀλλ’ ὅταν σᾶς λέγω, ὅτι δὲν ἔχετε πατέρα τὸν Θεόν, τιμῶ τὸν Πατέρα μου, διὰ τὸν ὁποῖον θὰ ἦτο ἐντροπὴ καὶ ὕβρις νὰ ἔχῃ τέτοια παιδιά. Ἀλλὰ σεῖς, ἀντὶ νὰ δεχθῆτε τὴν τιμητικὴν αὐτὴν διὰ τὸν Πατέρα μου μαρτυρίαν καὶ να διορθωθῆτε, μὲ ἀτιμάζετε καὶ μὲ ὑβρίζετε.
50 ἐγὼ δὲ οὐ ζητῶ τὴν δόξαν μου· ἔστιν ὁ ζητῶν καὶ κρίνων. 50 Δεν δίδω όμως σημασίαν εις τας ύβρεις σας, διότι εγώ δεν ζητώ να δοξασθώ εκ μέρους των ανθρώπων. Υπάρχει ο Πατήρ, ο οποίος θέλει και ζητεί να με δοξάση και ο οποίος θα κρίνη ανάμεσα εις εμέ και εις σας. 50 Ἐγὼ ὅμως δὲν ζητῶ νὰ δοξάσω τὸν ἑαυτόν μου καὶ δι’ αὐτὸ δὲν μὲ μέλει, ἐὰν μὲ ἀτιμάζετε. Ὑπάρχει ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος ζητεῖ τὴν δόξαν μου καὶ θὰ κάμῃ αὐτὸς τὴν κρίσιν μεταξὺ ἐμοῦ καὶ τῆς ἰδικῆς σας ἀπιστίας καὶ τυφλότητος.
51 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐάν τις τὸν λόγον τὸν ἐμὸν τηρήσῃ, θάνατον οὐ μὴ θεωρήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα. 51 Σας διαβεβαιώνω, ότι όποιος εφαρμόσει τα λόγια μου εις την ζωήν του, δεν θα αντικρύση ποτέ τον αιώνιον πνευματικόν θάνατον-δηλαδή τον χωρισμόν του από τον Θεόν-την αιωνίαν κόλασιν”. 51 Κατηγορηματικῶς σᾶς βεβαιῶ ὅτι, ἐὰν κανεὶς φυλάξῃ καὶ ἐφαρμόσῃ εἰς τὴν ζωήν του τὸν λόγον μου, δὲν θὰ ἴδῃ ποτὲ μὲ τὰ μάτια του τὸν πνευματικὸν καὶ αἰώνιον θάνατον, ποὺ χωρίζει διαπαντὸς τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ τὸν καταδικάζει εἰς τὴν αἰωνίαν κόλασιν.
52 εἶπον οὖν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι· Νῦν ἐγνώκαμεν ὅτι δαιμόνιον ἔχεις. Ἀβραὰμ ἀπέθανε καὶ οἱ προφῆται, καὶ σὺ λέγεις, ἐάν τις τὸν λόγον μου τηρήσῃ, οὐ μὴ γεύσηται θανάτου εἰς τὸν αἰῶνα; 52 Είπαν τότε εις αυτόν οι Ιουδαίοι· “τώρα πλέον εκαταλάβαμε καλά, ότι έχεις δαιμόνιον. Ο Αβραάμ επέθανε και οι προφήται επέθαναν και συ λέγεις· Οποιος τηρήσει τον λόγον μου δεν θα παθάνη ποτέ; 52 Κατόπιν λοιπὸν τῆς νέας ταύτης διακηρύξεως τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ εἶπαν οἱ Ἰουδαῖοι· Τώρα ἐπείσθημεν τελείως, ὅτι ἔχεις δαιμόνιον. Ὁ Ἀβραὰμ καθὼς καὶ οἱ προφῆται, μολονότι ἐτήρησαν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀπέθανον, καὶ σὺ λέγεις, ἐὰν κανεὶς τηρήσῃ τὸν λόγον μου, δὲν θὰ ἀποθάνῃ ποτέ;
53 μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἀβραάμ, ὅστις ἀπέθανε; καὶ οἱ προφῆται ἀπέθανον· τίνα σεαυτὸν σὺ ποιεῖς; 53 Μηπως είσαι συ ανώτερος από τον πατέρα μας τον Αβραάμ, ο οποίος επέθανε; Και οι προφήται, που ετήρησαν το θέλημα του Θεού, και εκείνοι επέθαναν. Σαν ποιόν εσύ θεωρείς τον εαυτόν σου; Ποσον μεγάλον; Τι θέλεις να μας παραστήσης;” 53 Μήπως εἶσαι σὺ ἀνώτερος ἀπὸ τὸν πατέρα μας τὸν Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος μ’ ὅλα ταῦτα ἀπέθανε; Καὶ οἱ προφῆται ἀπέθανον. Ποῖος φαντάζεσαι, ὅτι εἶσαι καὶ πόσον μεγάλον κάνεις σὺ τὸν ἑαυτόν σου;
54 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Ἐὰν ἐγὼ δοξάζω ἐμαυτόν, ἡ δόξα μου οὐδέν ἐστιν· ἔστιν ὁ πατήρ μου ὁ δοξάζων με, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι Θεὸς ἡμῶν ἐστι· 54 Απήντησεν ο Ιησούς· “εάν εγώ μόνος μου τιμώ και δοξάζω τον ευατόν μου, η δόξα μου, δεν είναι τίποτε. Υπάρχει όμως ο Πατήρ μου, ο οποίος με δοξάζει με τα θαύματα και τα σημεία τα οποία κάνω, και τον οποίον σεις, που με περιφρονείτε, λέγετε ότι είναι Θεός σας. 54 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς· Ἐὰν ἐγὼ τιμῶ καὶ δοξάζω τὸν ἑαυτόν μου, ἡ δόξα μου δὲν εἶναι τίποτε, διότι ἐκεῖνοι, ποὺ καυχῶνται καὶ ἐπαινοῦν μόνοι των τοὺς ἑαυτούς των, γίνονται καταγέλαστοι. Δι’ ἐμὲ ὅμως ὑπάρχει ὁ Πατήρ μου, ὁ ὁποῖος μὲ δοξάζει διὰ τῶν θαυμάτων, ποὺ διὰ τῆς δυνάμεώς του ἐνεργῶ. Καὶ ὁ Πατήρ μου εἶναι ἐκεῖνος ἀκριβῶς, διὰ τὸν ὁποῖον λέγετε σεῖς, ὅτι εἶναι Θεὸς ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον ἰδικός σας.
55 καὶ οὐκ ἐγνώκατε αὐτόν· ἐγὼ δὲ οἶδα αὐτόν. καὶ ἐάν εἴπω ὅτι οὐκ οἶδα αὐτόν, ἔσομαι ὅμοιος ὑμῶν ψεύστης· ἀλλ’ οἶδα αὐτὸν καὶ τὸν λόγον αὐτοῦ τηρῶ. 55 Εις την πραγματικότητα όμως δεν τον έχετε γνωρίσει. Εγώ όμως τον γνωρίζω. Και εάν είπω ότι δεν τον γνωρίζω, θα είμαι όμοιος με σας, ψεύτης. Αλλά τον γνωρίζω πολύ καλά και το θέλημα αυτού φυλάττω πάντοτε. 55 Καὶ ὅμως δὲν τὸν ἐγνωρίσατε, διότι ἀγνοεῖτε καὶ τὴν φύσιν του καὶ τὴν ἀγάπην του καὶ τὸ θέλημά του. Ἐγὼ ὅμως τὸν γνωρίζω καλά. Καὶ ἐὰν εἴπω, ὅτι δὲν τὸν γνωρίζω, θὰ εἶμαι ὅμοιός σας ψεύστης. Ἀλλὰ τὸν γνωρίζω καλῶς, ἀκριβῶς δὲ δι’ αὐτὸ καὶ φυλάττω τὸν λόγον του.
56 Ἀβραὰμ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τὴν ἡμέραν τὴν ἐμήν, καὶ εἶδε καὶ ἐχάρη. 56 Ο Αβραάμ, ο πατέρας σας, γεμάτος αγαλλίασιν και χαράν επόθησε να ίδη την ημέραν της ενανθρωπήσεώς μου και την είδε και εχάρη”. 56 Ὁ Ἀβραάμ, ποὺ καυχάσθε ὅτι τὸν ἔχετε πατέρα, γεμᾶτος ἐλπίδα, ποὺ τοῦ ἐπροκάλει μεγάλην χαράν, ἐπεθύμησε νὰ ἴδῃ τὰς ἡμέρας τῆς ἐνανθρωπήσεώς μου καὶ τὰς εἶδε τώρα ἀπὸ τὸν τόπον τῆς μακαριότητος, ὅπου ζῇ, καὶ ἐχάρῃ.
57 εἶπον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι πρὸς αὐτόν· Πεντήκοντα ἔτη οὔπω ἔχεις καὶ Ἀβραὰμ ἑώρακας; 57 Του είπαν τότε οι Ιουδαίοι· “δεν έχεις ακόμη ούτε πενήντα ετών ηλικίαν και είδες τον Αβραάμ, που έζησε εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια;” 57 Τοῦ εἶπαν λοιπὸν οἱ Ἰουδαῖοι· Δὲν εἶσαι οὔτε πεντήκοντα ἐτῶν ἀκόμη καὶ ἔχεις ἴδει τὸν Ἀβραάμ, ποὺ ἔζησε πρὸ δύο χιλιάδων περίπου ἐτῶν;
58 εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, πρὶν Ἀβραὰμ γενέσθαι ἐγὼ εἰμί. 58 Τους είπε τότε ο Ιησούς· “σας διαβεβαιώνω, ότι πριν λάβη ύπαρξιν ο Αβραάμ εγώ υπάρχω. (Δηλαδή προαιωνίως υπάρχω)”. 58 Εἶπε τότε εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σᾶς λέγω, προτοῦ νὰ γίνῃ καὶ γεννηθῇ ὁ Ἀβραάμ, ἐγὼ ὑπάρχω ἀϊδίως καὶ πρὸ τῶν αἰώνων.
59 ἦραν οὖν λίθους ἵνα βάλωσιν ἐπ’ αὐτόν· Ἰησοῦς δὲ ἐκρύβη, καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ διὰ μέσου αὐτῶν, καὶ παρῆγεν οὕτως. 59 Αγανακτησμένοι τότε οι Ιουδαίοι επήραν λιθάρια, δια να ρίψουν εναντίον του. Ο δε Ιησούς εχάθη από τα μάτια των και εβγήκεν από τας αυλάς του ναού, περιπατώντας δια μέσου αυτών απαρατήρητος. Και εβάδιζεν έτσι, χωρίς να τον βλέπουν. 59 Κατόπιν λοιπὸν τῆς διαβεβαιώσεως αὐτῆς, ποὺ ἔκαμε διὰ τὸν ἑαυτόν του ὁ Ἰησοῦς, ἐπῆραν ἀπὸ τὸ ἔδαφος πέτρας διὰ νὰ τὰς ρίψουν κατ’ αὐτοῦ. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως διὰ θαυμαστῇς ἐπεμβάσεως τῆς θείας Προνοίας ἐχάθη ἀπὸ τὰ μάτια τους καὶ ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ ἱερόν, ἀφοῦ ἐπέρασεν ἀπαρατήρητος διὰ μέσου αὐτῶν. Καὶ ἐβάδιζεν ἔτσι, χωρὶς νὰ φαίνεται εἰς αὐτούς.