Αρχαίο κείμενο | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Πρὸ δὲ τῆς ἑορτῆς τοῦ πάσχα εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐλήλυθεν αὐτοῦ ἡ ὥρα ἵνα μεταβῇ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου πρὸς τὸν πατέρα, ἀγαπήσας τοὺς ἰδίους τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ, εἰς τέλος ἠγάπησεν αὐτούς. | 1 Προ της εορτής δε του Πασχα, επειδή εγνώριζεν ο Ιησούς καθαρώτατα, ότι έφθασε η προσδιωρισμένη από τον Θεόν ώρα, να προσφέρη την μεγάλη θυσίαν και να μεταβή από τον κόσμον αυτόν προς τον Πατέρα, και τώρα με στοργικωτάτην και τελεία αγάπην ηγάπησε τους μαθητάς του, τους οποίους καθό ιδικούς του ιδιαιτέρως είχε αγαπήσει στον κόσμον αυτόν. | 1 Προτοῦ ἔλθῃ δὲ ἡ ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, ἐπειδὴ ἐγνώριζεν ὁ Ἰησοῦς, ὅτι ἦλθεν ἡ προκαθωρισμένη ἀπὸ τὴν θείαν Πρόνοιαν ὥρα του νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτὸν καὶ νὰ μεταβῇ πρὸς τὸν Πατέρα του, εἰς τοὺς ἰδικούς του, τοὺς ὁποίους τώρα ἄφινεν εἰς τὸν κόσμον, καὶ τοὺς ὁποίους καθ’ ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς γνωριμίας των εἶχεν ἀγαπήσει, ἔδειξεν εἰς αὐτοὺς καὶ τώρα θερμὴν καὶ στοργικωτάτην ἀγάπην. |
2 καὶ δείπνου γινομένου, τοῦ διαβόλου ἤδη βεβληκότος εἰς τὴν καρδίαν Ἰούδα Σίμωνος Ἰσκαριώτου ἵνα αὐτὸν παραδῷ, | 2 Και όταν είχε ετοιμασθή το δείπνον, όταν πλέον και ο διάβολος είχε βάλει μέσα εις την καρδίαν του Ιούδα του Ισκαριώτου, υιού του Σιμωνος, την κακήν σκέψιν και απόφασιν, να τον παραδώση στους εχθρούς του, | 2 Καὶ ὅταν εἶχεν ἐτοιμασθῇ δεῖπνον, εἰς καιρὸν ποὺ ὁ διάβολος εἶχε πλέον βάλει μέσα εἰς τὴν καρδίαν τοῦ Ἰσκαριώτου Ἰούδα, υἱοῦ τοῦ Σίμωνος, τὴν πονηρὰν σκέψιν καὶ ἀπόφασιν νὰ τὸν παραδώσῃ εἰς τοὺς σταυρωτάς του, |
3 εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς ὅτι πάντα δέδωκεν αὐτῷ ὁ πατὴρ εἰς τὰς χεῖρας, καὶ ὅτι ἀπὸ Θεοῦ ἐξῆλθε καὶ πρὸς τὸν Θεὸν ὑπάγει, | 3 ο Ιησούς, αν και εγνώριζε πολύ καλά ότι ο Πατήρ του είχε παραδώσει τα πάντα εις τα χέρια του και ότι από τον Θεόν εξήλθε, δια να έλθη στον κόσμον και προς τον Θεόν τώρα επιστρέφει, | 3 ὁ Ἰησοῦς μολονότι εἶχεν ἐπίγνωσιν τοῦ θεοπρεποῦς μεγαλείου του καὶ ἐγνώριζεν, ὅτι τοῦ εἶχε παραδώσει ὁ Πατὴρ τὰ πάντα εἰς τὰς χεῖρας καὶ εἰς τὴν ἐξουσίαν του καὶ ὅτι ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐγεννήθη καὶ ἀπεστάλη εἰς τὸν κόσμον καὶ εἰς τὸν Θεὸν ἐπρόκειτο μετ’ ὀλίγον νὰ ἐπιστρέψῃ πάλιν, ἐν τούτοις ὑπηρέτησεν ἤδη τοὺς μαθητάς του ὡς δοῦλος. |
4 ἐγείρεται ἐκ τοῦ δείπνου καὶ τίθησι τὰ ἱμάτια, καὶ λαβὼν λέντιον διέζωσεν ἑαυτόν. | 4 παρά το θείον και άπειρον μεγαλείον του, σηκώνεται από το τραπέζι, δια να αναλάβη έργον δούλου και βγάζει τα εξωτερικά του ενδύματα και αφού επήρε μίαν ποδιάν, εζώσθη με αυτήν. | 4 Σηκώνεται δηλαδὴ ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ δείπνου εἰς ὤραν, ποὺ εἶχαν καταλάβει ὅλοι τὰς θέσεις των εἰς αὐτὸ καὶ βγάζει τὰ ἐξωτερικά του ἐνδύματα καὶ ἀφοῦ ἔλαβε μίαν ἐμπροσθέλλαν ἐζώσθη μὲ αὐτήν. |
5 εἶτα βάλλει ὕδωρ εἰς τὸν νιπτῆρα, καὶ ἤρξατο νίπτειν τοὺς πόδας τῶν μαθητῶν καὶ ἐκμάσσειν τῷ λεντίῳ ᾧ ἦν διεζωσμένος. | 5 Επειτα ρίπτει νερό εις την λεκάνην, όπου έπλυναν τα πόδια οι άνθρωποι του σπιτιού και ήρχισε να πλύνη τα πόδια των μαθητών και να τα σπογγίζη με την πετσέτα, με την οποία ήτο ζωσμένος. | 5 Ἔπειτα ρίπτει νερὸ εἰς τὴν λεκάνην τοῦ νιψίματος καὶ ἤρχισε νὰ πλύνῃ τοὺς πόδας τῶν μαθητῶν καὶ νὰ τοὺς σφογγίζῃ μὲ τὴν πετσέταν, μὲ τὴν ὁποίαν ἦτο ζωσμένος. |
6 ἔρχεται οὖν πρὸς Σίμωνα Πέτρον, καὶ λέγει αὐτῷ ἐκεῖνος· Κύριε, σύ μου νίπτεις τοὺς πόδας; | 6 Ερχεται, λοιπόν, και προς τον Σιμωνα Πετρον και λέγει εις αυτόν εκείνος· “Κυριε, συ ο Διδάσκαλος και ο Κυριος θα μου πλύνης τα πόδια;”. | 6 Ἔρχεται λοιπὸν πρὸς τὸν Σίμωνα Πέτρον διὰ νὰ πλύνῃ καὶ τούτου τοὺς πόδας καὶ λέγει εἰς αὐτὸν ἐκεῖνος· Κύριε, σὺ ὁ Διδάσκαλος καὶ Θεός μου θὰ μοῦ νίψῃς τοὺς πόδας; |
7 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὃ ἐγὼ ποιῶ, σὺ οὐκ οἶδας ἄρτι, γνώσῃ δὲ μετὰ ταῦτα. | 7 Απήντησε ο Ιησούς και του είπε· “τι σημαίνει αυτό, το οποίον εγώ κάμνω, δεν το καταλαβαίνεις τώρα, θα το γνωρίσης και θα το εννοήσης ύστερα από αυτά”. | 7 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπε· Τὴν σημασίαν καὶ τὴν ἔννοιαν αὐτοῦ, τὸ ὁποῖον ἐγὼ πράττω αὐτὴν τὴν στιγμήν, σὺ δὲν τὴν ἐννοεῖς τώρα, θὰ τὴν καταλάβῃς ὅμως ὑστερώτερα. |
8 λέγει αὐτῷ Πέτρος· Οὐ μὴ νίψῃς τοὺς πόδας μου εἰς τὸν αἰῶνα. ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἐὰν μὴ νίψω σε, οὐκ ἔχεις μέρος μετ’ ἐμοῦ. | 8 Λεγει εις αυτόν ο Πετρος· “ποτέ στον αιώνα τον άπαντα δεν θα δεχθώ να μου πλύνης εσύ τα πόδια”. Απήντησεν εις αυτόν ο Ιησούς· “εάν δεν σου πλύνω τώρα τα πόδια, εάν με ταπεινοφροσύνην και εμπιστοσύνην εις εμέ δεν υπακούσης, δεν είναι δυνατόν να έχης πλέον μέρος μαζή μου”. | 8 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Πέτρος· Ποτὲ δὲν θὰ δεχθῶ νὰ μοῦ πλύνῃς σὺ τὰ πόδια. Ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Ἐὰν δὲν διδαχθῇς ἀπὸ τὸ παράδειγμα τῆς ταπεινοφροσύνης, ποὺ σᾶς δίδω, ἀλλ’ ἑξακολουθήσῃς νὰ ἀνθίστασαι ἐγωϊστικῶς διὰ νὰ μὴ σὲ νίψω, δὲν ἔχεις καμμίαν θέσιν μαζί μου, οὔτε θὰ συμμετάσχῃς εἰς τὴν δόξαν μου. |
9 λέγει αὐτῷ Σίμων Πέτρος· Κύριε, μὴ τοὺς πόδας μου μόνον, ἀλλὰ καὶ τὰς χεῖρας καὶ τὴν κεφαλήν. | 9 Λεγει εις αυτόν ο Σιμων Πετρος· “Κυριε, εάν η ανυπακοή μου αυτή πρόκειται να με χωρίση από σε, τότε πλύνε μου όχι μόνον τα πόδια, αλλά και τα χέρια και το κεφάλι”. | 9 Λέγει τότε πρὸς αὐτὸν ὁ Σίμων Πέτρος· Κύριε, ἂν πρόκειται νὰ πάθω τὴν συμφορὰν αὐτήν, πλύνε ὄχι μόνον τὰ πόδια μου, ἀλλὰ καὶ τὰς χεῖρας καὶ τὴν κεφαλήν μου. |
10 λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ὁ λελουμένος οὐ χρείαν ἔχει ἢ τοὺς πόδας νίψασθαι, ἀλλ’ ἔστι καθαρὸς ὅλος· καὶ ὑμεῖς καθαροί ἐστε, ἀλλ’ οὐχὶ πάντες. | 10 Του λέγει ο Ιησούς· “εκείνος που είναι λουσμένος εις ολόκληρον το σώμα, δεν έχει ανάγκην παρά μόνον τα πόδια να πλύνη, που λερώνονται εύκολα καθώς βαδίζει στον δρόμον, διότι είναι καθαρός κατά το υπόλοιπον σώμα. Και σεις, παρά τας μικράς ατελείας που παρουσιάζετε, είσθε καθαροί πνευματικώς. Αλλά όχι όλοι”. | 10 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει λούσει ὁλόκληρον τὸ σῶμα του, δὲν ἔχει ἀνάγκην παρὰ νὰ πλύνῃ τὰ πόδια του μόνον, τὰ ὁποῖα λερώνονται διαρκῶς ἀπὸ τὴν σκόνην καὶ τὴν λάσπην τοῦ ἐδάφους. Τὸ ὑπόλοιπον ὅμως σῶμα του παραμένει ὁλόκληρον καθαρόν. Ἔτσι καὶ σεῖς, ποὺ προσεκολλήθητε εἰς ἐμὲ καὶ ἐχωρίσθητε διὰ παντὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν. Μόνον ἀπὸ ἐλαφροὺς τίνας μολυσμούς, εἰς τοὺς ὁποίους ἐξ ἀσθενείας συναρπάζεσθε, ἔχετε ἀνάγκην νὰ καθαρίζεσθε. Κατὰ τὰ ἄλλα δὲ εἶσθε καθαροί· δυστυχῶς ὅμως δὲν εἶσθε καθαροὶ ὅλοι. |
11 ᾔδει γὰρ τὸν παραδιδόντα αὐτόν· διὰ τοῦτο εἶπεν· οὐχὶ πάντες καθαροί ἐστε. | 11 Και είπεν ο Κυριος ότι δεν είσθε καθαροί όλοι, διότι εγνώριζε εκείνον ο οποίος έμελλε να τον παραδώση. | 11 Καὶ εἶπε τοῦτο ὁ Ἰησοῦς, διότι ἐγνώριζεν ἐκεῖνον, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ τὸν παραδώσῃ εἰς τοὺς σταυρωτάς του. Δι’ αὖτο εἶπε· Δὲν εἶσθε ὅλοι καθαροί. |
12 Ὅτε οὖν ἔνιψε τοὺς πόδας αὐτῶν καὶ ἔλαβε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, ἀναπεσὼν πάλιν, εἶπεν αὐτοῖς· Γινώσκετε τί πεποίηκα ὑμῖν; | 12 Οταν, λοιπόν, έπλυνε τα πόδια των και ξαναφόρεσε τα εξωτερικά του ενδύματα, εκάθισε πάλιν κοντά στο τραπέζι και τους είπε· “γνωρίζετε τι νόημα έχει αυτό, το οποίον έκαμα εις σας; | 12 Ὅταν λοιπὸν ἔπλυνε τὰ πόδια των καὶ ξαναφόρεσε τὰ ἐξωτερικὰ ἐνδύματά του, ἑξαπλώθη πάλιν πλησίον τῆς τραπέζης καὶ τοὺς εἶπε· Γνωρίζετε τὴν σημασίαν αὐτοῦ, ποὺ σᾶς ἔκαμα διὰ νὰ σᾶς διδάξω; |
13 ὑμεῖς φωνεῖτέ με, ὁ Διδάσκαλος καὶ ὁ Κύριος, καὶ καλῶς λέγετε· εἰμὶ γάρ. | 13 Θα σας το εξηγήσω. Σεις με ονομάζετε, ο Διδάσκαλος και ο Κυριος και καλά λέτε. Διότι πράγματι είμαι. | 13 Ἰδοὺ αὐτή· Σεῖς μὲ φωνάζετε· ὁ Διδάσκαλος καὶ ὁ Κύριος. Καὶ καλῶς λέγετε. Διότι εἶμαι καὶ ὁ Διδάσκαλος καὶ ὁ Κύριος. |
14 εἰ οὖν ἐγὼ ἔνιψα ὑμῶν τοὺς πόδας, ὁ Κύριος καὶ ὁ Διδάσκαλος, καὶ ὑμεῖς ὀφείλετε ἀλλήλων νίπτειν τοὺς πόδας. | 14 Εάν, λοιπόν, εγώ, ο Κυριος και ο Διδάσκαλος, έπλυνα τα πόδια σας, οφείλετε και σεις με ταπεινοφροσύνη και αγάπην να πλύνετε ο ένας του άλλου τα πόδια. | 14 Ἐὰν λοιπὸν ἔπλυνα τὰ πόδια σας, ἐγώ, ποὺ εἶμαι ὁ Κύριος καὶ ὁ Διδάσκαλος, ὀφείλετε πολὺ περισσότερον καὶ σεῖς ὑπὸ τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ τῆς ἀγάπης ἐμπνεόμενοι νὰ πλύνετε μεταξύ σας ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου τὰ πόδια καὶ νὰ ἔχετε τὴν διάθεσιν καὶ εἰς τὴν ταπεινωτικωτέραν ὑπηρεσίαν χάριν τοῦ πλησίον νὰ ὑποβληθῆτε. |
15 ὑπόδειγμα γὰρ δέδωκα ὑμῖν, ἵνα καθὼς ἐγὼ ἐποίησα ὑμῖν, καὶ ὑμεῖς ποιῆτε. | 15 Διότι εγώ σας έδωσα ένα τέλειον παράδειγμα, να πράττετε και σεις όπως και εγώ έπραξα εις σας. | 15 Διότι μὲ αὐτὸ ποὺ σᾶς ἔκαμα, σᾶς ἔδωκα τέλειον παράδειγμα, ὥστε καθὼς ἐγὼ ἔκαμα εἰς σᾶς, ἔτσι καὶ σεῖς νὰ κάνετε ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον καὶ ἐξ ἀγάπης νὰ ταπεινοῦσθε καὶ νὰ ὑπηρετῆσθε μεταξύ σας. |
16 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ ἔστι δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ, οὐδὲ ἀπόστολος μείζων τοῦ πέμψαντος αὐτόν. | 16 Σας διαβεβαιώνω, ότι δεν υπάρχει δούλος ανώτερος από τον κύριόν του ούτε απεσταλμένος μεγαλύτερος από εκείνον, που τον έστειλε. Εγώ είμαι ο Κυριος και ο Διδάσκαλος, σεις δε οι δούλοι και οι Απόστολοί μου. Εάν εγώ τόσον εταπεινώθηκα απέναντί σας, ώστε να πλύνω τα πόδια σας και σεις, που είσθε σύνδουλοι και συνάδελφοι μεταξύ σας, πρέπει να υπηρετήτε ο ένας τον άλλον με πρόθυμον ταπεινοφροσύνην και αγάπην. | 16 Ἀληθῶς, ἀληθῶς σᾶς λέγω, δὲν εἶναι δοῦλος μεγαλύτερος καὶ ἀνώτερος ἀπὸ τὸν κύριον του, οὔτε ἀπεσταλμένος μεγαλύτερος ἀπὸ ἐκεῖνον, ποὺ τὸν ἔστειλεν. Ἐὰν λοιπὸν ἐγώ, τοῦ ὁποίου εἶσθε δοῦλοι καὶ ἀπόστολοι, ἐταπεινώθην ἐξ ἀγάπης καὶ σᾶς ὑπηρέτησα, πολὺ περισσότερον ὀφείλετε νὰ τὸ πράξετε καὶ σεῖς εἰς τοὺς ἄλλους, οἱ ὁποίοι δὲν εἶναι δοῦλοι σας, ἀλλὰ συνάδελφοι καὶ σύνδουλοί σας. |
17 εἰ ταῦτα οἴδατε, μακάριοί ἐστε ἐὰν ποιῆτε αὐτά. | 17 Εάν καταλαβαίνετε καλά αυτά που σας είπα, θα είσθε μακάριοι, εάν τα εφαρμόζετε. | 17 Ἐὰν γνωρίζετε καὶ καταλαβαίνετε αὐτὰ ποὺ σᾶς εἶπον, εἶσθε μακάριοι ἐὰν τὰ ἐπιτελῆτε. |
18 οὐ περὶ πάντων ὑμῶν λέγω· ἐγὼ οἶδα οὓς ἐξελεξάμην· ἀλλ’ ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ, ὁ τρώγων μετ’ ἐμοῦ τὸν ἄρτον ἐπῆρεν ἐπ’ ἐμὲ τὴν πτέρναν αὐτοῦ. | 18 Και αυτά δεν τα λέγω δι' όλους σας, διότι δεν είσθε όλοι πρόθυμοι να τα τηρήσετε. Εγώ ευθύς εξ αρχής ξέρω πολύ καλά ποίας ποιότητος άνθρωποι ήσαν αυτοί τους οποίους εξέλεξα ως στενούς μου μαθητάς. Εγνώριζα πολύ καλά ότι και ένας ανάξιος εισεχώρησε μεταξύ σας, δια να εκπληρωθή έτσι η προφητεία της Γραφής· Εκείνος που τρώγει συνεχώς μαζή μου ως φίλος το ψωμί στο αυτό τραπέζι, εσήκωσε την πτέρναν του και με εκλώτσησε. | 18 Καὶ ὅταν σᾶς προτρέπω νὰ ἐφαρμόζετε ταῦτα διὰ νὰ γίνετε μακάριοι, δὲν λέγω τοῦτο δι’ ὅλους σας· Ἐγὼ ἀπὸ τῆς πρώτης στιγμῆς τῆς ἐκλογῆς ἠξεύρω καλὰ τί εἴδους ἄνθρωποι ἦσαν ἐκεῖνοι, τοὺς ὁποίους ἐξέλεξα διὰ τὸ ἀποστολικὸν ἀξίωμα. Ἐν γνώσει μου ὄμως εἰσεχώρησε μεταξύ σας καὶ κάποιος ἀνάξιος, διὰ νὰ πληρωθῇ ὁ προφητικὸς λόγος τῆς Γραφῆς· Ἐκεῖνος ποὺ τρώγει μαζί μου ὡς οἰκεῖος καὶ φίλος μου τὸν ἄρτον τῆς τραπέζης μου, ἐσήκωσεν ἐναντίον μου τὴν πτέρναν του καὶ μὲ ἐκλώτσησε. |
19 ἀπ’ ἄρτι λέγω ὑμῖν πρὸ τοῦ γενέσθαι, ἵνα ὅταν γένηται πιστεύσητε ὅτι ἐγώ εἰμι. | 19 Σας αναγγέλω αυτά από τώρα, πριν πραγματοποιηθούν, ώστε όταν η προδοσία γίνη, να πιστεύσετε ότι εγώ είμαι ο Χριστός, δια τον οποίον όλα αυτά είχαν προαναγγείλει οι προφήται. | 19 Σᾶς προλέγω ἀπὸ τώρα, ὅτι θὰ μὲ κλωτσήσῃ καὶ θὰ μὲ προδώσῃ κάποιος, προτοῦ νὰ πραγματοποιήσῃ ἡ ἐπιβουλὴ καὶ ἡ προδοσία αὐτή, ὥστε ὅταν γίνῃ νὰ πιστεύσετε, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Μεσσίας, ποὺ προανήγγειλαν οἱ προφῆται. |
20 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ λαμβάνων ἐάν τινα πέμψω, ἐμὲ λαμβάνει, ὁ δὲ ἐμὲ λαμβάνων λαμβάνει τὸν πέμψαντά με. | 20 Σας διαβεβαιώνω, ότι εκείνος που δέχεται κάποιον που εγώ θα στείλω, δέχεται εμέ. Και εκείνος που δέχεται εμέ, δέχεται αυτόν που μ' έστειλε. Επομένως εκείνος που δέχεται σας τους μαθητάς και Αποστόλους μου, είναι ωσάν να δέχεται εμέ και τον Πατέρα”. | 20 Σᾶς ὠνόμασα προηγουμένως δούλους καὶ ἀποστόλους μου. Μὴ νομίσετε, ὅτι μὲ αὐτὸ ἐλαττοῦται ἡ ἀξία σας. Σᾶς διαβεβαιῶ κατηγορηματικῶς ὅτι, ἐκεῖνος ποὺ δέχεται κάποιον, ποὺ θὰ στείλω ἐγώ, δέχεται ἐμέ. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ δέχεται ἐμέ, δέχεται τὸν Πατέρα μου, ποὺ μὲ ἔστειλεν εἰς τὸν κόσμον. |
21 Ταῦτα εἰπὼν ὁ Ἰησοῦς ἐταράχθη τῷ πνεύματι, καὶ ἐμαρτύρησε καὶ εἶπεν· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με. | 21 Αφού είπε αυτά ο Ιησούς, εταράχθη εσωτερικώς πολύ, διότι είδε με απέραντον λύπην το φρικτόν κατάντημα του προδότου μαθητού και καθαρά και ξάστερα εμαρτύρησε περί αυτού και είπε· “σας αποκαλύπτω και σας διαβεβαιώνω κατά τον πλέον επίσημον τρόπον, ότι ένας από σας θα με παραδώση”. | 21 Ὅταν εἶπε ταῦτα ὁ Ἰησοῦς, λυπούμενος διὰ τὸ κατάντημα τοῦ Ἰούδα, ἐταράχθη εἰς τὸ βάθος τῆς ψυχῆς του καὶ ἔδωκε καθαρὰν καὶ σαφῆ μαρτυρίαν περὶ τοῦ προδότου καὶ εἶπεν· Ὀσονδήποτε καὶ ἂν σᾶς φανῇ ἀπίστευτον, ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σᾶς λέγω, ὅτι ἕνας ἀπὸ σᾶς θὰ μὲ παραδώσῃ εἰς τοὺς ἐχθρούς μου. |
22 ἔβλεπον οὖν εἰς ἀλλήλους οἱ μαθηταὶ, ἀπορούμενοι περὶ τίνος λέγει. | 22 Εκύτταζαν τότε με ανησυχίαν και φόβον ο ένας τον άλλον οι μαθηταί και ευρίσκοντο εις απορίαν δια ποίον τα έλεγε αυτά ο Κυριος. | 22 Κατόπιν λοιπὸν τῆς βεβαιώσεως αὐτῆς, ποὺ δὲν τὴν ἐπερίμενε κανείς, οἱ μαθηταὶ ἔβλεπαν μεταξύ των ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ εὑρίσκοντο εἰς ἀπορίαν διὰ ποῖον ἔλεγε τοῦτο ὁ Κύριος. |
23 ἦν δὲ ἀνακείμενος εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ ἐν τῷ κόλπῳ τοῦ Ἰησοῦ, ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς· | 23 Κατά την ώραν εκείνην είχε γείρει στο στήθος του Ιησού ένας από τους μαθητάς του-ο Ιωάννης-τον οποίον ιδιαιτέρως αγαπούσε ο Ιησούς. | 23 Κατ’ ἐκείνην δὲ τὴν στιγμὴν ἦτο γυρμένος πλησίον εἰς τὸ στῆθος τοῦ Ἰησοῦ ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, τὸν ὁποῖον ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς. Αὐτὸς δὲ ἦτο ὁ Ἰωάννης, ὁ συγγραφεὺς τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος ἐκ ταπεινοφροσύνης ἀποφεύγει νὰ ἀναφέρῃ τὸ ὄνομά του. |
24 νεύει οὖν τούτῳ Σίμων Πέτρος πυθέσθαι τίς ἂν εἴη περὶ οὗ λέγει. | 24 Εκαμε, λοιπόν, νόημα εις αυτόν ο Σιμων Πετρος, να ερωτήση ποιός άράγε είναι αυτός, δια τον οποίον λέγει ο διδάσκαλος. | 24 Ἔκαμε λοιπὸν πρὸς αὐτὸν νεῦμα ὁ Σίμων Πέτρος νὰ ἐρωτήσῃ, ποῖος ἄραγε νὰ εἶναι ἐκεῖνος, περὶ τοῦ ὁποίου εἶπε τοῦτο ὁ Ἰησοῦς. |
25 ἀναπεσὼν δὲ ἐκεῖνος ἐπὶ τὸ στῆθος τοῦ Ἰησοῦ λέγει αὐτῷ· Κύριε, τίς ἐστιν; | 25 Αφού δε έπεσε με στοργήν και ευλάβειαν εκείνος στο στήθος του Ιησού, τον ηρώτησε· “Κυριε, ποιός είναι εκείνος που θα σε παραδώση;” | 25 Ἔπεσε δὲ ἐκεῖνος μὲ πολλὴν στοργὴν εἱς τὸ στῆθος τοῦ Ἰησοῦ καὶ τοῦ εἶπε· Κύριε, ποῖος εἶναι αὐτός, ποὺ θὰ σὲ προδώσῃ, |
26 ἀποκρίνεται ὁ Ἰησοῦς· Ἐκεῖνός ἐστιν ᾧ ἐγὼ βάψας τὸ ψωμίον ἐπιδώσω. καὶ ἐμβάψας οὖν τὸ ψωμίον δίδωσιν Ἰούδᾳ Σίμωνος Ἰσκαριώτῃ. | 26 Απεκρίθη ο Ιησούς· “είναι εκείνος προς τον οποίον εγώ, εις απόδειξιν της αγάπης μου, θα του δώσω ψωμί, αφού προηγουμένως το βουτήξω στον ζωμόν”. Και αφού πράγματι εβούτηξε στο πιάτο ένα κόμματι ψωμί, το έδωσεν στον Ιούδαν τον Ισκαριώτην, τον υιόν του Σιμωνος, δια να του δείξη με τον τρόπον αυτόν, ότι και αυτήν ακόμη την στιγμήν τον κατεδίωκε με την αγάπην και το έλεός του. | 26 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς· Ἐκεῖνος εἶναι ὁ προδότης, εἰς τὸν ὁποῖον ἐγώ, ἀφοῦ βάψω εἰς τὸν ζωμὸν τὸ τεμάχιον τοῦ ἄρτου, θὰ τοῦ τὸ δώσω, δεικνύων δι’ αὐτοῦ ὅτι ἑξακολουθῶ καὶ τώρα νὰ τὸν ἀγαπῶ καὶ νὰ τὸν προτιμῶ. Καὶ ἀφοῦ ἐβούτηξε τὸ τεμάχιον τοῦ ἄρτου εἰς τὴν πιατέλλαν, ἔδωκεν αὐτὸ εἰς τὸν Ἰούδαν τὸν Ἰσκαριώτην τὸν υἱὸν τοῦ Σίμωνος. |
27 καὶ μετὰ τὸ ψωμίον τότε εἰσῆλθεν εἰς ἐκεῖνον ὁ σατανᾶς. λέγει οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ὃ ποιεῖς, ποίησον τάχιον. | 27 Και στον Ιούδαν, αφού επήρε το ψωμί από τα χέρια του Διδασκάλου, εισήλθεν εις αυτόν ο σατανάς και τον εκυρίευσε εξ ολοκλήρου. Αδιόρθωτον καθώς τον είδε ο Κυριος, του είπε· “αυτό που πρόκειται να κάμης, κάμε το το ταχύτερον”. | 27 Καὶ ὅταν ἔδωκεν ὁ Ἰησοῦς τὸ τεμάχιον τοῦ ἄρτου εἰς τὸν Ἰούδαν, ἐπειδὴ αὐτὸς παρέμεινε σκληρὸς καὶ ἀσυγκίνητος πρὸ τῆς εὐνοίας καὶ τῆς τιμῆς ταύτης τοῦ Κυρίου, ὁ Θεὸς τὸν ἐγκατέλιπεν ὁλοτελῶς καὶ ἐμβῆκεν εἰς ἐκεῖνον ὁ σατανᾶς καὶ τὸν ἐκυρίευσεν. Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν ὁ Ἰούδας ἀπεδείχθη ἀδιόρθωτος, λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Ἐκεῖνο ποὺ μελετᾶς να κάμῃς, κάμε το τὸ ταχύτερον. |
28 τοῦτο δὲ οὐδεὶς ἔγνω τῶν ἀνακειμένων πρὸς τί εἶπεν αὐτῷ· | 28 Αυτόν τον τελευταίον λόγον κανείς από τους μαθητάς, που εκάθητο στο τραπέζι, δεν εκατάλαβε, προς ποίον σκοπόν τον είπε ο Κυριος. | 28 Τοὺς τελευταίους δὲ αὐτοὺς λόγους τοὺς ἤκουσαν μὲν ὅλοι, κανεὶς ὅμως ἀπὸ αὐτούς, ποὺ ἐκάθηντο εἰς τὴν τράπεζαν, δὲν ἐκατάλαβε, μὲ ποίαν ἔννοιαν καὶ πρὸς ποῖον σκοπὸν ὁ Ἰησοῦς εἶπε τούτους εἰς αὐτόν. |
29 τινὲς γὰρ ἐδόκουν, ἐπεὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχεν ὁ Ἰούδας, ὅτι λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, ἀγόρασον ὧν χρείαν ἔχομεν εἰς τὴν ἑορτήν, ἢ τοῖς πτωχοῖς ἵνα τι δῷ. | 29 Επειδή δε ο Ιούδας είχε το κουτί του κοινού ταμείου, μερικοί ενόμισαν ότι του είπε ο Ιησούς· Αγόρασε αυτά που μας χρειάζονται δια την εορτήν η ότι του είπε να δώση κάτι στους πτωχούς. | 29 Καὶ δὲν τοὺς ἐκατάλαβαν, διότι μερικοὶ ἐνόμιζαν ὅτι, ἐπειδὴ ὁ Ἰούδας εἶχε τὸ κουτὶ τῶν συνεισφορῶν, εἶπεν εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· ἀγόρασε ἐκεῖνα, ποὺ χρειαζόμεθα διὰ τὴν ἑορτήν· ἢ τοῦ εἶπε ταῦτα διὰ νὰ δώσῃ κάποιο ποσὸν χρημάτων πρὸς βοήθειαν τῶν πτωχῶν. |
30 λαβὼν οὖν τὸ ψωμίον ἐκεῖνος εὐθέως ἐξῆλθεν· ἦν δὲ νύξ. | 30 Οταν, λοιπόν, εκείνος επήρε το ψωμί, εβγήκε αμέσως έξω από το υπερώον. Είχε δε πέσει πλέον η νύκτα όταν η σκοτεινή και φρικτή νύκτα της αποστασίας και της προδοσίας είχε κυριεύσει τον Ιούδαν. | 30 Ὅταν λοιπὸν ἐκεῖνος ἔλαβε τὸ τεμάχιον τοῦ ἄρτου, ἀμέσως ἐβγῆκεν. Ἦτο δὲ νύκτα καὶ ὑπὸ τὸ φρικῶδες σκοτάδι της ἐπιχειρεῖ ὁ Ἰούδας τὸ σκοτεινὸν καὶ ἀπαίσιον ἔργον τῆς προδοσίας του. |
31 Ὅτε οὖν ἐξῆλθε, λέγει ὁ Ἰησοῦς· Νῦν ἐδοξάσθη ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ. | 31 Οταν, λοιπόν, έφυγε ο Ιούδας, τότε είπε ο Ιησούς· “τώρα, που το έργον της προδοσίας αρχίζει να πραγματοποιήται και η σταυρική λυτρωτική θυσία μου θα γίνη πραγματικότης, τώρα εδοξάσθη ο υιός του ανθρώπου. Με την μέχρι σταυρικού θανάτου δε υπακοήν του εδοξάσθη και ο Θεός. | 31 Ὅταν λοιπὸν ἐξῆλθεν ἀπὸ τὴν αἴθουσαν τοῦ δείπνου ὁ Ἰούδας, εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Τώρα ποὺ πηγαίνει ὁ Ἰούδας νὰ μὲ παραδώσῃ καὶ ποὺ ἀρχίζει τὸ πάθημά μου, ἐδοξάσθη ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου διὰ τοῦ σταυρικοῦ του θανάτου, ἀφοῦ δι’ αὐτοῦ καταργεῖ τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸν θάνατον. Καὶ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη μὲ ὅλον ἐν γένει τὸν βίον τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, μάλιστα δὲ μὲ τὴν μέχρι σταυρικοῦ θανάτου ὑπακοήν του. |
32 εἰ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ, καὶ ὁ Θεὸς δοξάσει αὐτὸν ἐν ἑαυτῷ, καὶ εὐθὺς δοξάσει αὐτόν. | 32 Εάν δε ο Θεός εδοξάσθη δι' αυτού και ο Θεός θα δοξάση αυτόν κατ' ευθείαν δια του εαυτού του και στον εαυτόν του με την άπειρον θείαν του δύναμιν και μεγαλειότητα, διότι θα τον αναστήση και θα τον ανυψώση ενδόξως και ως άνθρωπον εις την μακαριότητα και την λαμπρότητα του ουρανού. Και θα τον δοξάση έντος ολίγου. | 32 Ἐὰν δὲ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη διὰ τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὁ Θεὸς θὰ δοξάσῃ αὐτόν, οὐχὶ δι’ ἀγγέλου ἢ ἄλλης δυνάμεως, ἀλλὰ κατ’ εὐθεῖαν διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του, διότι θὰ ἀναστήσῃ μὲ τὴν δύναμίν του τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν του καὶ θὰ ὑψώσῃ αὐτὴν ἐνδόξως εἰς τὸν οὐρανόν. Ἡ ἀνάστασις δὲ καὶ ἡ ἔνδοξος ἀνάληψις, μὲ τὴν ὁποῖαν θὰ δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, θὰ ἐπακολουθήσουν ἐντὸς ὀλίγου. |
33 τεκνία, ἔτι μικρὸν μεθ’ ὑμῶν εἰμι· ζητήσετέ με, καὶ καθὼς εἶπον τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι ὅπου ὑπάγω ἐγὼ, ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν, καὶ ὑμῖν λέγω ἄρτι. | 33 Παιδιά μου, αγαπημένα μου παιδιά, ολίγον ακόμη θα είμαι μαζή σας. Και όπως είπα στους Ιουδαίους, ότι εκεί που πηγαίνω εγώ, δεν ημπορείτε σεις να έλθετε, το ίδιο λέγω και εις σας τώρα, ότι δηλαδή θα με αναζητήσετε, αλλά δεν θα με εύρετε, διότι εγώ θα είμαι στους ουρανούς, ενώ σεις θα ευρίσκεσθε επί αρκετόν ακόμη χρονικόν διάστημα εις την γην, δια να κηρύξετε ως απόστολοί μου την σωτηρίαν στους ανθρώπους. | 33 Παιδάκια μου, ἀκόμη ὀλίγον χρόνον εἶμαι μαζί σας, μὲ τὴν ὁρατὴν σάρκα ὡς άνθρωπος ἐξ ὁλοκλήρου ὅμοιός σας. Καὶ ὅπως εἶπα εἰς τοὺς Ἰουδαίους, ὅτι ἐκεῖ ποὺ πηγαίνω ἐγώ, δηλαδὴ εἰς τοὺς οὐρανούς, σεῖς δὲν δύνασθε νὰ ἔλθετε, τὸ ἴδιο λέγω τώρα καὶ εἰς σᾶς, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐτελειώσατε ἀκόμη τὴν ἀποστολήν σας καὶ δὲν πρόκειται ἀμέσως τώρα νὰ ἀποθάνετε, ὥστε νὰ συναντηθῶμεν ἀμέσως τώρα καὶ εἰς τοὺς οὐρανούς. Ὁ ἀποχωρισμός μας ὅμως αὐτὸς πρέπει νὰ σᾶς ἐνώσῃ στενώτερον. |
34 ἐντολὴν καινὴν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καὶ ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. | 34 Σας δίδω μίαν νέαν εντολήν· να αγαπάτε με όλην σας την δύναμιν ο ένας τον άλλον· όπως εγώ σας ηγάπησα με πλήρη και τελείαν αγάπην, έτσι και σεις με την ίδιαν αγάπην πρέπει να συνδέεσθε μεταξύ σας. | 34 Καὶ σᾶς δίδω πρὸς τοῦτο ἐντολὴν νέαν: νὰ ἀγαπᾶτε δηλαδὴ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον· καθὼς ἐγὼ σᾶς ἠγάπησα, ἔτσι καὶ σεῖς νὰ ἀγαπᾶσθε μεταξύ σας. |
35 ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις. | 35 Με αυτό θα μάθουν και θα πεισθούν όλοι ότι είσθε μαθηταί μου, εάν έχετε αγάπην μεταξύ σας”. | 35 Μὲ αὐτὸ θὰ μάθουν ὅλοι, ὅτι εἶσθε μαθηταὶ ἰδικοί μου, ἐὰν ἔχετε ἀγάπην μεταξύ σας. Ἡ ἀγάπη αὐτὴ θὰ σᾶς ἑξασφαλίσῃ τὸν σεβασμὸν καὶ τὴν ἐκτίμησιν τῶν ἀνθρώπων περισσότερον ἀπὸ τὴν θαυματουργικήν σας δρᾶσιν. |
36 λέγει αὐτῷ Σίμων Πέτρος· Κύριε, ποῦ ὑπάγεις; ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ὅπου ἐγὼ ὑπάγω, οὐ δύνασαί μοι νῦν ἀκολουθῆσαι, ὕστερον δὲ ἀκολουθήσεις μοι. | 36 Λεγει εις αυτόν ο Σιμων Πετρος· “Κυριε, που πηγαίνεις;” Του απήντησεν ο Ιησούς· “όπου εγώ πηγαίνω, συ δεν ημπορείς τώρα να με ακολουθήσης. Υστερα δε, αφού τελειώσης την αποστολήν σου, θα με ακολουθήσης”. | 36 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Σίμων Πέτρος· Κύριε, ποὺ πηγαίνεις; Ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Ὅπου πηγαίνω ἐγὼ δὲν δύνασαι τώρα νὰ μὲ ἀκολουθήσῃς, ὕστερον ὅμως, ἀφοῦ πληρώσῃς τὴν ἐπὶ γῆς ἀποστολήν σου, θὰ μὲ ἀκολουθήσῃς. |
37 λέγει αὐτῷ ὁ Πέτρος· Κύριε, διατί οὐ δύναμαί σοι ἀκολουθῆσαι ἄρτι; τὴν ψυχήν μου ὑπὲρ σοῦ θήσω. | 37 Του λέγει ο Πετρος· “Κυριε, διατί δεν ημπορώ τώρα να σε ακολουθήσω; Είμαι έτοιμος και την μεγαλυτέραν θυσίαν να προσφέρω και την ζωήν μου να θυσιάσω προς χάριν σου, εάν έτσι δεν θα χωρισθώ ποτέ από σε”. | 37 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Πέτρος· Κύριε, διατὶ δὲν ἡμπορῶ νὰ σὲ ἀκολουθήσω τώρα; Ό,τιδήποτε καὶ ἂν χρειασθῇ νὰ ὑποστῶ, θὰ σὲ ἀκολουθήσω. Καὶ αὐτὴν τὴν ζωήν μου ἀκόμη θὰ διαθέσω πρὸς χάριν σου. |
38 ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Τὴν ψυχήν σου ὑπὲρ ἐμοῦ θήσεις! ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, οὐ μὴ ἀλέκτωρ φωνήσει ἕως οὗ ἀπαρνήσῃ με τρίς. | 38 Του απήντησεν ο Ιησούς· “την ζωήν σου θα θυσιάσης προς χάριν μου! Σε διαβεβαιώνω ότι αυτήν την νύκτα δεν θα λαλήση ο πετεινός, μέχρις ότου συ με απαρνηθής τρεις φορές”. | 38 Ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Τὴν ζωήν σου θὰ δώσῃς δι’ ἐμέ; Σὲ διαβεβαιῶ, ὅτι προτοῦ λαλήσῃ ἀπόψε ὁ πετεινός, θὰ μὲ ἀρνηθῇς τρεῖς φοράς. |