Αρχαίο κείμενο | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Μετὰ ταῦτα ἦν ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα. | 1 Επειτα από αυτά ήλθεν η εορτή των Ιουδαίων και ανέβη ο Ιησούς εις τα Ιεροσόλυμα. | 1 Μετὰ ταῦτα ἦτο ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων, πιθανώτατα ἡ ἑορτὴ τῶν Πουρίμ, ποὺ συνέπιπτεν ἕνα περίπου μῆνα πρὸ τοῦ Πάσχα. Καὶ κατὰ τὴν ἑορτὴν αὐτὴν ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. |
2 ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη Ἑβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα. | 2 Εκεί δε εις τα Ιεροσόλυμα, κοντά εις την προβατικήν πύλην του τείχους, υπήρχε μία δεξαμενή νερού, η οποία εις την Εβραϊκήν γλώσσαν είχε το όνομα Βηθεσθά. Γυρω από αυτήν ήσαν και πέντε υπόστεγα. | 2 Ὑπάρχει δὲ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα πλησίον τῆς προβατικῆς πύλης τοῦ τείχους τῆς πόλεως κάποια λίμνη, εἰς τὴν ὁποίαν ἐκολυμβοῦσαν, καὶ ἡ ὁποία εἶχεν ὡς πρόσθετον ὄνομα εἰς τὴν ἑβραϊκὴν γλῶσσαν Βηθεσδά. Εἶχε δὲ τριγύρω της ἡ κολυμβήθρα αὐτὴ πέντε θολωτὰ ὑπόστεγα. |
3 ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν. | 3 Εις αυτά τα υπόστεγα ευρίσκετο πολύ πλήθος από αρρώστους, τυφλοί, χωλοί, άνθρωποι με ακίνητο και σαν ξερό κάποιο μέλος του σώματός των και οι οποίοι όλοι επερίμεναν να κινηθή το νερό. | 3 Εἰς αὐτὰ τὰ θολωτὰ ὑπόστεγα εὑρίσκοντο ξαπλωμένοι πλῆθος πολὺ ἀρρώστων, τυφλῶν, κουτσῶν, ἀνθρώπων μὲ κάποιο μέλος πιασμένον καὶ ἀναίσθητον ἢ ἀτροφικόν, καὶ ὅλοι αὐτοὶ ἐπερίμεναν νὰ κινηθῇ τὸ νερὸ τῆς κολυμβήθρας. |
4 ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ δήποτε κατείχετο νοσήματι. | 4 Διότι κατά καιρούς κατέβαινε άγγελος εις αυτήν την κολυβήθρα και ανεταράσσετο το νερό. Ο πρώτος, λοιπόν, που θα έμπαινε μετά την ταραχήν του νερού, εθεραπεύετο, από οποιοδήποτε νόσημα και αν κατείχετο. | 4 Ἐπερίμεναν δὲ τὴν κίνησιν τοῦ νεροῦ, διότι ἄγγελος κατέβαινεν ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν εἰς τὴν κολυμβήθραν καὶ ἐτάρασσε τὸ νερό. Ἐκεῖνος λοιπόν, ποὺ θὰ ἔμβαινε πρῶτος εἰς αὐτὴν μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ νεροῦ, ἐγίνετο ὑγιής, ἀπὸ ὁποιονδήποτε νόσημα καὶ ἂν κατείχετο. |
5 ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ. | 5 Υπήρχε δε εκεί ένας άνθρωπος, ο οποίος ήτο ασθενής τριάντα οκτώ χρόνια. | 5 Ὑπῆρχε δὲ ἐκεῖ μεταξὺ τοῦ πλήθους τῶν ἀσθενῶν καὶ κάποιος ἄνθρωπος, ποὺ ἦτο ἄρρωστος ἐπὶ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ χρόνια. |
6 τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; | 6 Οταν τον είδε ο Ιησούς να κατάκειται, και σαν Θεός που ήτο εγνώρισε ότι πολύν καιρόν είναι άρρωστος, του λέγει· “θέλεις να γίνης υγιής;” | 6 Αὐτὸν τὸν ἀσθενῆ ὅταν τὸν εἶδε ὁ Ἰησοῦς νὰ εἶναι ξαπλωμένος κάτω καὶ μὲ τὸ θεῖον του βλέμμα διέκρινεν, ὅτι ἀπὸ πολὺν καιρὸν εἶχε τὴν ἀσθένειάν του, εἶπε πρὸς αὐτόν· Θέλεις νὰ γίνης ὑγιής; Διὰ τῆς ἐρωτήσεως δὲ ταύτης ὁ Κύριος ἔδιδεν ἀφορμὴν εἰς τὸν παραλυτικὸν νὰ ζητήσῃ τὴν βοήθειάν του. |
7 ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγὼ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει. | 7 Απεκρίθη ο ασθενής· “θέλω, Κυριε, αλλά δεν έχω άνθρωπον, ώστε όταν ταραχθή το νερό νε με ρίψη εις την κολυμβήθραν. Ενώ δε εγώ σύρομαι προς αυτήν, άλλος πριν από μένα κατεβαίνει εις την κολυμβήθραν”. | 7 Πράγματι δὲ ὁ ἀσθενὴς ἀπεκρίθη εἰς αὐτόν· Κύριε, δὲν ἔχω ἄνθρωπον νὰ μὲ ρίψῃ εἰς τὴν κολυμβήθραν, ἀμέσως ὅταν ταραχθῇ τὸ νερό. Ἐνῶ δὲ προσπαθῶ νὰ ἔλθω ἐγώ, προλαμβάνει ἄλλος καὶ καταβαίνει αὐτὸς προτήτερα ἀπὸ ἐμέ. |
8 λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. | 8 Λεγει εις αυτόν ο Ιησούς· “σήκω επάνω, πάρε το κραββάτι σου και περιπάτει”. | 8 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Σήκω ἐπάνω, πάρε τὸ κρεββάτι σου εἰς τὸν ὦμον σου καὶ περιπάτει. |
9 καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. ἦν δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. | 9 Και αμέσως έγινε υγιής ο άνθρωπος, επήρε το κρεββάτι του και ήρχισε να περιπατή, όπως όλοι οι υγιείς. Ητο δε Σαββατον κατά την ημέραν εκείνην. | 9 Καὶ ἀμέσως ἔγινεν ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος καὶ ἐπῆρε τὸ κρεββάτι του καὶ ἐπεριπάτει ἐλεύθερα. Ἦτο ὅμως Σάββατον κατ’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν. |
10 ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· Σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον. | 10 Ελεγαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι στον θεραπευθέντα· “σήμερα είναι Σαββατον. Και δεν σου επιτρέπεται να σηκώνης το κρεββάτι σου”. | 10 Ὡς ἐκ τούτου λοιπὸν ἔλεγαν οἱ πρόκριτοι Ἰουδαῖοι εἰς τὸν ἰατρευμένον· Σήμερον εἶναι Σάββατον· δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ σηκώσῃς καὶ νὰ μεταφέρῃς τὸ κρεββάτι. |
11 ἀπεκρίθη αὐτοῖς· Ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. | 11 Απήντησε εις αυτούς· “εκείνος, που με θαύμα μου έδωσε την υγείαν μου, μου είπε· Παρε το κρεββάτι σου, και περιπάτει”. | 11 Ἀπεκρίθη εἰς αὐτούς· Ἐκεῖνος, ποὺ μὲ ἔκαμεν ὑγιῆ διὰ θαύματος καὶ θείας δυνάμεως, αὐτός μου εἶπε· Πάρε τὸ κρεββάτι σου καὶ περιπάτει. |
12 ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· Τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; | 12 Ηρώτησαν, λοιπόν, αυτόν· “ποίος είναι ο άνθρωπος, που σου είπε· “πάρε το κρεββάτι σου και περιπάτει;” | 12 Κατόπιν λοιπὸν τῆς ἀπαντήσεως αὐτῆς τὸν ἡρώτησαν ἐκεῖνοι· Ποῖος εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ὁ ὁποῖος σοῦ εἶπε· Πάρε τὸ κρεββάτι σου καὶ περιπάτει; |
13 ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. | 13 Ο θεραπευθείς όμως δεν εγνώριζε ποιός είναι, διότι ο Ιησούς είχε απομακρυνθή μέσα στον όχλον, που ευρίσκετο στον τόπον εκείνον. | 13 Ὁ θεραπευθεὶς ὅμως παράλυτος δὲν ἤξευρε, ποῖος εἶναι· διότι ὁ Ἰησοῦς ἀπεμακρύνθη καὶ ἐξηφανίσθη. Ἦτο δὲ εὔκολον νὰ ἑξαφανισθῇ, διότι ὑπῆρχε πολὺς λαὸς εἰς τὸν τόπον, ποὺ ἔγινε τὸ θαῦμα. |
14 μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται. | 14 Επειτα από αυτά τον ευρήκε ο Ιησούς εις την αυλήν του ναού και του είπε· “πρόσεξε· έγινες υγιής· μην αμαρτάνης πλέον, δια να μη σου συμβή κάτι το χειρότερον”. | 14 Ὕστερα ἀπὸ κάμποσον καιρὸν ηὗρεν αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν καὶ τοῦ εἶπεν· Ἰδοὺ τώρα ἔχεις γίνει ὑγιῆς. Πρόσεξε λοιπὸν νὰ μὴ ἁμαρτάνῃς πλέον, διὰ νὰ μὴ σοῦ συμβῇ τίποτε χειρότερον ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν ποὺ εἶχες, καὶ ἡ ὁποία σοῦ συνέβη ἐξ ἁμαρτιῶν σου. Πρόσεξε μήπως καὶ εἰς συμφορὰν τοῦ σώματος χειροτέραν ἐμπέσῃς, συγχρόνως δὲ καὶ τὴν ψυχήν σου μετὰ τοῦ σώματος χάσῃς. |
15 ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ. | 15 Εφυγε τότε ο άνθρωπος από τον ναόν, επήγε στους Ιουδαίους και τους ανήγγειλε, ότι αυτός που τον έκαμε υγιή είναι ο Ιησούς. (Θα έπρεπε από λόγους και μόνον ευγνωμοσύνης να είχε κινηθή ο τέως παράλυτος, δια να γνωστοποιήση στους Ιουδαίους, ότι ο Ιησούς του είχε δώσει την υγείαν ). | 15 Ἔφυγε τότε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ἱερὸν καὶ ἀφοῦ συνήντησε τοὺς Ἰουδαίους ἀνήγγειλεν εἰς αὐτούς, ὅτι αὐτός, ποὺ μὲ ἔκαμεν ὑγιῆ, εἶναι ὁ Ἰησοῦς. 16 Καὶ δι’ αὐτὸ οἱ Ἰουδαῖοι κατεδίωκον τὸν Ἰησοῦν καὶ ἐζήτουν νὰ τὸν φονεύσουν, διότι ἔκανε τὰς θεραπείας αὐτὰς κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου. |
16 Καὶ διὰ τοῦτο ἐδίωκον τὸν Ἰησοῦν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἐζήτουν αὐτὸν ἀποκτεῖναι, ὅτι ταῦτα ἐποίει ἐν σαββάτῳ. | 16 Και δι' αυτό οι Ιουδαίοι κατεδίωκαν τον Ιησούν και εζητούσαν να τον φονεύσουν, διότι αυτά τα θαύματα τα έκαμνε κατά την ημέραν του Σαββάτου. | 16 Καὶ δι’ αὐτὸ οἱ Ἰουδαῖοι κατεδίωκον τὸν Ἰησοῦν καὶ ἐζήτουν νὰ τὸν φονεύσουν, διότι ἔκανε τὰς θεραπείας αὐτὰς κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου. |
17 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίνατο αὐτοῖς· Ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι. | 17 Ο Ιησούς όμως απεκρίθη στους Ιουδαίους, που αυτά εκέπτοντο εναντίον του· “ο Πατήρ μου εργάζεται ακατάπαυστα έως τώρα (διότι δεν εδημιούργησε μόνον αλλά και κυβερνά τον κόσμον). Και εγώ ο Υιός του εργάζομαι συνεχώς δια την σωτηρίαν των ανθρώπων (χωρίς να διακόπτω το έργον μου ούτε και το Σαββατον)”. | 17 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως εἰς τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ τόσον πολὺ τὸν ἐμίσουν, ἔδωκε τὴν ἑξῆς ἀπάντησιν· Ὁ Θεὸς καὶ Πατήρ μου ἐργάζεται ἕως τώρα συνεχῶς καὶ ἄνευ διακοπῆς, διότι ὄχι μόνον ἐδημιούργησεν, ἀλλὰ καὶ κυβερνᾷ τὸν κόσμον καὶ προνοεῖ περὶ αὐτοῦ. Καὶ ἐγὼ λοιπὸν ὁ Υἱός του συνεχῶς ἐργάζομαι ὡς ὁ Πατήρ μου, χωρὶς νὰ διακόπτω τὸ σωτήριον ἔργον μου κατὰ τὰ Σάββατα. |
18 διὰ τοῦτο οὖν μᾶλλον ἐζήτουν αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι ἀποκτεῖναι, ὅτι οὐ μόνον ἔλυε τὸ σάββατον, ἀλλὰ καὶ πατέρα ἴδιον ἔλεγε τὸν Θεόν, ἴσον ἑαυτὸν ποιῶν τῷ Θεῷ. | 18 Δι' αυτά τα λόγια που ήκουσαν εζητούσαν ακόμη περισσότερον οι Ιουδαίοι να τον φονεύσουν, διότι όχι μόνον κατέλυε την αργίαν του Σαββάτου, αλλά και έλεγε ότι έχει ιδικόν του, κατά ένα αποκλειστικόν και μοναδικόν τρόπον, Πατέρα τον Θεόν και έκαμνε τον ευατόν του ίσον με τον Θεόν. | 18 Ὅταν λοιπὸν ἤκουσαν τοὺς λόγους αὐτοὺς οἱ Ἰουδαῖοι, ἐζήτουν ἀκόμη περισσότερον νὰ τὸν φονεύσουν δι’ αὐτό, ἐπειδὴ δηλαδὴ ὄχι μόνον κατέλυε τὴν ἀργίαν τοῦ Σαββάτου, ἀλλὰ καὶ ἔλεγεν, ὅτι ἔχει Πατέρα του τὸν Θεὸν καὶ ἔκανε τὸν ἑαυτόν του ἴσον πρὸς τὸν Θεόν. |
19 ἀπεκρίνατο οὖν ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ δύναται ὁ υἱὸς ποιεῖν ἀφ’ ἑαυτοῦ οὐδὲν, ἐὰν μή τι βλέπῃ τὸν πατέρα ποιοῦντα· ἃ γὰρ ἂν ἐκεῖνος ποιῇ, ταῦτα καὶ ὁ υἱὸς ὁμοίως ποιεῖ. | 19 Απεκρίθη τότε ο Ιησούς και τους είπε· “σας διαβεβαιώνω, ότι δεν ημπορεί ο Υιός να πράττη από τον ευατόν του τίποτε, εάν δεν βλέπη τον Πατέρα να πράττη. Υπάρχει απόλυτος ομοφωνία μεταξύ Πατρός και Υιού, διότι εκείνα που ενεργεί ο Πατήρ, κατά τον αυτόν τρόπον, τα ίδια πράττει και ο Υιός. | 19 Ἀπεκρίθη λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπεν· Ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σᾶς βεβαιῶ, ὅτι ὑπάρχει ἀπόλυτος συμφωνία μεταξὺ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πατρὸς καὶ διὰ τοῦτο ὁ Υἱὸς εἶναι ἠθικῶς ἀδύνατον νὰ πράττῃ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του τίποτε, ἐὰν δὲν βλέπῃ τὸν Πατέρα νὰ πράττῃ τοῦτο. Διότι ἐκεῖνα, ποὺ ἐνεργεῖ ὁ Πατήρ, ταῦτα πράττει καὶ ὁ Υἱός, ἀκριβῶς ὅπως πράττει αὐτὰ ὁ Πατήρ, εἰς τρόπον ὥστε κοινὴ καὶ μία εἶναι ἡ θέλησις καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ ἐνέργεια Πατρὸς καὶ Υἱοῦ. |
20 ὁ γὰρ πατὴρ φιλεῖ τὸν υἱὸν καὶ πάντα δείκνυσιν αὐτῷ ἃ αὐτὸς ποιεῖ, καὶ μείζονα τούτων δείξει αὐτῷ ἔργα, ἵνα ὑμεῖς θαυμάζητε. | 20 Διότι ο Πατήρ αγαπά τον Υιόν και φανερώνει εις αυτόν πλήρως και τελείως όλα όσα πράττει στον ουρανό και την γην. Και του δίδει το δικαίωμα τα ίδια και αυτός να πράττη. Και θα του φανερώση ακόμη μεγαλύτερα και σπουδαιότερα από αυτά, που έως τώρα είδατε, δια να θαυμάζετε και σεις ακόμη, που μένετε εις την απιστίαν σας. | 20 Ἡ συμφωνία δὲ αὐτὴ καὶ ἡ μία ἐνέργεια Πατρὸς καὶ Υἱοῦ βασίζεται καὶ ἐπὶ τῆς ἀγάπης, ποὺ τοὺς συνδέει. Διότι ὁ Πατὴρ ἀγαπᾷ μὲ ἄπειρον στοργὴν τὸν Υἱὸν καὶ δὲν κρύπτει τίποτε ἀπ' αὐτόν, ἀλλὰ φανερώνει εἰς αὐτὸν ὅλα, ὅσα πράττει ὁ Πατήρ, ὥστε καὶ διὰ τοῦ Υἱοῦ νὰ ἐνεργοῦνται ταῦτα. Καὶ ὑπερφυσικὰ ἔργα μεγαλύτερα ἀπὸ τὰ θαύματα αὐτά, ποὺ ἕως τώρα εἴδατε, θὰ δείξῃ εἰς τὸν ἐνανθρωπήσαντα Υἱόν του, ὥστε νὰ ἐνεργήσῃ καὶ ταῦτα ὁ Υἱός, διὰ νὰ θαυμάζετε σεῖς, οἱ ὁποῖοι τώρα ἀπιστεῖτε. |
21 ὥσπερ γὰρ ὁ πατὴρ ἐγείρει τοὺς νεκροὺς καὶ ζῳοποιεῖ, οὕτω καὶ ὁ υἱὸς οὓς θέλει ζῳοποιεῖ. | 21 Διότι, όπως ο Πατήρ ανασταίνει τους νεκρούς και τους δίδει ζωήν, έτσι και ο Υιός έχει απεριόριστον εξουσίαν να δίδη ζωήν εις οποίον θέλει και κρίνει άξιον. | 21 Ἀκόμη καὶ νεκροὺς θὰ ἀναστήσῃ ὁ Υἱός. Διότι, καθὼς ο Πατὴρ ἀνασταίνει τοὺς νεκροὺς καὶ δίδει ζωὴν εἰς αὐτούς, ἔτσι καὶ ὁ Υἱὸς ἔχει ἀπεριόριστον ἐξουσίαν καὶ δύναμιν, ὥστε νὰ δίδῃ ζωὴν ὄχι μόνον φυσικήν, ἀλλὰ καὶ ἠθικὴν καὶ πνευματικήν. Καὶ τὴν ἠθικὴν αὐτὴν ζωὴν τὴν μεταδίδει εἰς ὅποιον θέλει καὶ εἰς ὅποιον κρίνει ἄξιον νὰ τὴν μεταδώσῃ. |
22 οὐδὲ γὰρ ὁ πατὴρ κρίνει οὐδένα, ἀλλὰ τὴν κρίσιν πᾶσαν δέδωκε τῷ υἱῷ, | 22 Εχει δε ακόμη το δικαίωμα ο Υιός να κρίνη τους πάντας, διότι ο Πατήρ δεν κρίνει και δεν δικάζει κανένα, αλλά όλην την εξουσίαν της κρίσεως την έχει δώσει στον Υιόν. | 22 Ἔχει δὲ ὁ Υἱὸς τὴν ἐξουσίαν καὶ τὴν δύναμιν αὐτὴν ἀπεριόριστον, διότι ὁ Πατὴρ οὔτε τὸ ἔργον τοῦ κριτοῦ δὲν ἐφύλαξε διὰ τὸν ἑαυτόν του. Ὁ Πατὴρ δὲν δικάζει κανένα, ἀλλὰ τὴν ἐξουσίαν ὅλην τοῦ νὰ δικάζῃ καὶ νὰ κρίνῃ, ποῖος εἶναι καὶ ποῖος δὲν εἶναι ἄξιος νὰ λάβῃ ζωήν, τὴν ἔχει δώσει εἰς τὸν ἐνανθρωπήσαντα Υἱόν. |
23 ἵνα πάντες τιμῶσι τὸν υἱὸν καθὼς τιμῶσι τὸν πατέρα. ὁ μὴ τιμῶν τὸν υἱὸν οὐ τιμᾷ τὸν πατέρα τὸν πέμψαντα αὐτόν. | 23 Και έδωκεν όλα αυτά στον Υιόν, δια να τιμούν και προσκυνούν τον Υιόν όλοι, όπως τιμούν και προσκυνούν τον Πατέρα. Εκείνος που δεν τιμά τον Υιόν, δεν τιμά ούτε τον Πατέρα, ο οποίος τον έστειλεν στον κόσμον. | 23 Καὶ ἔδωκεν ὁ Πατὴρ ὅλην αὐτὴν τὴν ἐξουσίαν εἰς τὸν Υἱόν, διὰ νὰ τιμοῦν καὶ λατρεύουν ὅλοι τὸν Υἱόν, καθὼς τιμοῦν καὶ λατρεύουν τὸν Πατέρα. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν τιμᾷ τὸν Υἱόν, δὲν τιμᾷ οὔτε τὸν Πατέρα, ὁ ὁποῖος ἀπέστειλεν αὐτὸν εἰς τὸν κόσμον. |
24 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν. | 24 Σας διαβεβαιώνω, ότι εκείνος ο οποίος ακούει την διδασκαλίαν μου και πιστεύει στον Πατέρα, που με έστειλε, αυτός έχει κερδήσει την αιώνιον ζωήν και δεν θα περάση από δίκην και κρίσιν, αλλά έχει μεταβή πλέον από τον πνευματικόν θάνατον της αμαρτίας εις την αιώνιον ζωήν. | 24 Ναί· ὁ Πατὴρ παρεχώρησεν εἰς τὸν Υἱὸν ἐξουσίαν νὰ δίδῃ ζωήν. Ἀληθῶς, ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι ἐκεῖνος, ποὺ ἀκούει καὶ ἐγκολπώνεται τὴν διδασκαλίαν μου καὶ πιστεύει εἰς τὸν Πατέρα μου, ὁ ὁποῖος μὲ ἔστειλεν εἰς τὸν κόσμον, ἔχει ἀπὸ αὐτῆς τῆς στιγμῆς ποὺ ἐπίστευσε, ζωὴν αἰώνιον καὶ δὲν θὰ ὑποβληθῇ αὐτὸς εἰς δίκην καὶ εἰς κρίσιν, ἀλλ’ ἔχει ἤδη μεταβῆ ἀπὸ τὸν πνευματικὸν τῆς ἁμαρτίας θάνατον εἰς τὴν ἀθάνατον καὶ αἰωνίαν ζωήν. |
25 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκούσονται τῆς φωνῆς τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ ἀκούσαντες ζήσονται· | 25 Αληθώς σας λέγω, ότι έρχεται ώρα, και η ώρα αυτή είναι τώρα, που οι νεκροί πνευματικώς άνθρωποι θα ακούσουν την διδασκαλίαν του Υιού του θεού και όσοι θα την ακούσουν και θα την δεχθούν, θα ζήσουν εις αιώνας αιώνων πλησίον του Θεού. | 25 Ἀληθῶς, ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι ἔρχεται ὥρα, καὶ ἡ ὥρα αὐτὴ ἦλθε τώρα, ὁπότε οἱ ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας νεκροὶ πνευματικῶς ἄνθρωποι θὰ ἀκούσουν τὴν διδασκαλίαν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὡς ἄλλη φωνὴ προσκλήσεως θὰ ἀπευθυνθῇ πρὸς αὐτούς, καὶ ὅσοι θὰ ἀκούσουν μὲ πρόθυμα τὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς των τὴν φωνὴν αὐτήν, καὶ θὰ ἐγκολπωθοῦν τὰ ὅσα αὕτη διδάσκει καὶ παραγγέλλει, θὰ ζήσουν τὴν αἰωνίαν ζωήν. |
26 ὥσπερ γὰρ ὁ πατὴρ ἔχει ζωὴν ἐν ἑαυτῷ, οὕτως ἔδωκε καὶ τῷ υἱῷ ζωὴν ἔχειν ἐν ἑαυτῷ· | 26 Διότι όπως ο Πατήρ έχει αιωνίως ζωήν μέσα του και είναι η ζωή και η πηγή της ζωής, έτσι έδωκε και στον Υιόν του, που έγινε άνθρωπος, και αυτό το μοναδικόν μέσα εις όλην την άλλην δημιουργίαν προσόν, να έχη ζωήν μέσα του και να μεταδίδη ζωήν στους άλλους. | 26 Θὰ ζήσουν δέ, διότι ὁ Υἱός, εἰς τὴν φωνὴν καὶ διδασκαλίαν τοῦ ὁποίου ὑπακούουν, εἶναι πηγὴ ζωῆς. Πράγματι. Καθὼς ὁ Πατὴρ ἔχει ζωὴν μέσα του καὶ εἶναι ζωὴ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του, ἔτσι ἔδωκε καὶ εἰς τὸν ἐνανθρωπήσαντα Υἱόν του νὰ ἔχῃ μέσα του ζωὴν καὶ νὰ μεταδίδῃ αὐτὴν καὶ εἰς τοὺς ἄλλους. |
27 καὶ ἐξουσίαν ἔδωκεν αὐτῷ καὶ κρίσιν ποιεῖν, ὅτι υἱὸς ἀνθρώπου ἐστί. | 27 Και του έδωκε ακόμη την εξουσίαν να κρίνη και να δικάζη τους ανθρώπους. Διότι αυτός ο μονογενής υιός του έλαβε σάρκα και έγινε άνθρωπος. | 27 Καὶ ἔδωκεν ἀκόμη εἰς αὐτὸν ἐξουσίαν νὰ δικάζῃ καὶ νὰ ἐνεργῇ ὡς Κριτής, διότι εἶναι ὁ Μεσσίας, ποὺ ἔγινεν ἄνθρωπος καὶ ἐξωμοιώθη πρὸς ἐκείνους, τῶν ὁποίων εἶναι Κριτής. |
28 μὴ θαυμάζετε τοῦτο· ὅτι ἔρχεται ὥρα ἐν ᾗ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ, | 28 Μη θαυμάζετε δι' αυτό που σας είπα. Θα συμβούν και άλλα πολύ περισσότερον αξιοθαύμαστα, διότι έρχεται ώρα, που όλοι οι νεκροί, οι οποίοι ευρίσκονται θαμμένοι εις τα μνημεία, θα ακούσουν την φωνήν του Θεού. | 28 Μὴ ἐκπλήττεσθε δι’ αὐτό, ποὺ σᾶς εἶπα. Θὰ συμβοῦν πολὺ θαυμαστότερα ἀπὸ αὐτό. Διότι ἔρχεται ὥρα, κατὰ τὴν ὁποίαν ὅλοι οἱ πεθαμένοι, ποὺ θὰ εὑρίσκωνται ἕως τότε εἰς τὰ μνήματα, θὰ ἀκούσουν τὴν φωνὴν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ θὰ τοὺς διατάσσῃ νὰ ἀναστηθοῦν. |
29 καὶ ἐκπορεύσονται οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως. | 29 Και θα αναστηθούν και θα βγουν από τα μνημεία· και όσοι μεν κατά την επίγειον ζωήν των έπραξαν τα αγαθά, θα αναστηθούν δια να απολαύσουν την αιωνίαν και μακαρίαν ζωήν. Οσοι όμως έπραξαν τα κακά, θα αναστηθούν, δια να κριθούν και καταδικασθούν. | 29 Καὶ θὰ βγοῦν ὅλοι ἀπὸ τὰ μνήματα, καὶ ὅσοι μὲν ἔπραξαν κατὰ τὸν ἐπίγειον βίον τους τὰ ἀγαθά, θὰ ἀναστηθοῦν διὰ νὰ ἀπολαύσουν ζωὴν αἰώνιον καὶ μακαρίαν, ἐκεῖνοι δὲ ποὺ ἔπραξαν τὰ κακά, θὰ ἀναστηθοῦν διὰ νὰ δικασθοῦν καὶ κατακριθοῦν. |
30 οὐ δύναμαι ἐγὼ ποιεῖν ἀπ’ ἐμαυτοῦ οὐδέν. καθὼς ἀκούω κρίνω, καὶ ἡ κρίσις ἡ ἐμὴ δικαία ἐστίν· ὅτι οὐ ζητῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμὸν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με πατρός. | 30 Εγώ θα είμαι ο κριτής των, αλλά εγώ δεν ημπορώ να πράττω τίποτε από τον εαυτόν μου, το οποίον να μη το θέλη ο Πατήρ. Απόλυτος αρμονία υπάρχει μεταξύ εμού και του Πατρός. Δι' αυτό, καθώς ακούω από τον Πατέρα, κρίνω, και η κρίσις μου είναι πάντοτε δικαία. Διότι εγώ δεν ζητώ να κάμνω το θέλημά μου, αλλά το θέλημα του Πατρός, που με έστειλεν στον κόσμον. | 30 Θὰ δικασθοῦν δὲ ἀπὸ ἐμὲ μὲ πᾶσαν δικαιοσύνην. Διότι ἐγὼ καὶ τώρα καὶ πάντοτε δὲν δύναμαι νὰ πράττω τίποτε ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου, τὸ ὁποῖον νὰ μὴ θέλῃ καὶ ὁ Πατήρ μου. Καθὼς ἀκούω ἀπὸ τὸν Πατέρα, κρίνω σύμφωνα πρὸς ὅ,τι ὁ Πατὴρ πρὸς ἐμὲ τὸν ἐνανθρωπήσαντα Υἱόν του λέγει· καὶ ἡ κρίσις μου λοιπὸν εἶναι δικαία· διότι δὲν ζητῶ νὰ στήσω τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου, ὁ ὁποῖος μὲ ἔστειλεν εἰς τὸν κόσμον καὶ ὁ ὁποῖος εἶναι εἰς ὅλα δίκαιος. |
31 Ἐὰν ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ ἐμαυτοῦ, ἡ μαρτυρία μου οὐκ ἔστιν ἀληθής. | 31 Εάν δε εγώ μόνος μου δίδω δια τον ευατόν μου μίαν τέτοιαν μαρτυρία, θα πήτε ίσως ότι η μαρτυρία μου δεν είναι αληθινή και αξιόπιστος. | 31 Ἴσως θὰ μοῦ εἴπητε, ὅτι δὲν πιστεύομεν εἰς αὐτά, ποὺ λέγεις διὰ τὸν ἑαυτόν σου, διότι στηρίζονται εἰς ἰδικήν σου ἐγωϊστικὴν μαρτυρίαν. Πράγματι· ἐὰν ἐγὼ μόνος δίδω μαρτυρίαν διὰ τὸν ἑαυτόν μου, ἡ μαρτυρία μου δὲν εἶναι ἀξιόπιστος. |
32 ἄλλος ἐστὶν ὁ μαρτυρῶν περὶ ἐμοῦ, καὶ οἶδα ὅτι ἀληθής ἐστιν ἡ μαρτυρία ἣν μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ. | 32 Ομως άλλος είναι εκείνος που μαρτυρεί δι' εμέ, ο Πατήρ μου ο επουράνιος, και γνωρίζω άριστα και κάλλιστα ότι είναι απολύτως αληθινή η μαρτυρία, την οποίαν μαρτυρεί δι' εμέ. | 32 Ἄλλος ὅμως δίδει μαρτυρίαν δι’ ἐμέ, ὁ ἐπουράνιος Πατήρ, καὶ λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας σχέσεώς μου πρὸς αὐτὸν πληροφορεῖται ἀλανθάστως ἡ συνείδησίς μου καὶ γνωρίζω καλῶς, ὅτι εἶναι ἀληθὴς ἡ μαρτυρία, τὴν ὁποίαν μαρτυρεῖ δι’ ἐμέ. |
33 ὑμεῖς ἀπεστάλκατε πρὸς Ἰωάννην, καὶ μεμαρτύρηκε τῇ ἀληθείᾳ· | 33 Σας υπενθυμίζω δε, ότι σεις εστείλατε πρεσβείαν στον Ιωάννην τον Βαπτιστήν και εκείνος έχει δώσει βαρυσήμαντον μαρτυρίαν δια την αλήθειαν. | 33 Ἐπειδὴ ὅμως σεῖς δὲν ἀκούετε τὴν φωνὴν αὐτὴν τοῦ Πατρός μου, καὶ ἐπιμένετε νὰ ζητῆτε ἐξωτερικὰς μαρτυρίας, σᾶς ὑπενθυμίζω, ὅτι σεῖς ἔχετε στείλει ἀπεσταλμένους πρὸς τὸν Ἰωάννην καὶ ἐκεῖνος ἔχει δώσει πρὸ πολλοῦ μαρτυρίαν διὰ τὴν ἀλήθειαν. |
34 ἐγὼ δὲ οὐ παρὰ ἀνθρώπου τὴν μαρτυρίαν λαμβάνω, ἀλλὰ ταῦτα λέγω ἵνα ὑμεῖς σωθῆτε. | 34 Εγώ όμως, που έχω κατ' ευθείαν την μαρτυρίαν του Πατρός, δεν έχω ανάγκην να στηριχθώ εις την μαρτυρίαν ανθρώπου, έστω και αν ο άνθρωπος αυτός είναι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο μέγας μεταξύ των προφητών. Αλλά σας τα λέγω αυτά και σας υπενθυμίζω την μαρτυρίαν του Ιωάννου, δια να πεισθήτε σεις εις αυτόν, που τον θεωρείτε, και πολύ δικαίως, ως αξιόπιστον, και βρήτε έτσι την σωτηρίαν. | 34 Ἐγὼ ὅμως, ὁ ὁποῖος ἔχω τὴν πληροφορίαν, τὴν ὁποίαν ὁ Πατὴρ παρέχει ἀμέσως εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τῆς συνειδήσεώς μου, δὲν βασίζομαι εἰς τὴν μαρτυρίαν, ἡ ὁποία δίδεται ἀπὸ ἄνθρωπον, ἔστω καὶ ἐὰν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰωάννης. Ἀλλὰ λέγω ταῦτα διὰ τὴν μαρτυρίαν τοῦ Ἰωάννου, διὰ νὰ πεισθῆτε τουλάχιστον ἀπὸ τὴν μαρτυρίαν ἀνθρώπου, τὸν ὁποῖον θεωρεῖτε καὶ σεῖς ἀξιόπιστον, καὶ σωθῆτε. |
35 ἐκεῖνος ἦν ὁ λύχνος ὁ καιόμενος καὶ φαίνων, ὑμεῖς δὲ ἠθελήσατε ἀγαλλιαθῆναι πρὸς ὥραν ἐν τῷ φωτὶ αὐτοῦ. | 35 Εκείνος ήτο απλώς ο λύχνος, που το Πνεύμα το Αγιον τον ήναψε και έτσι εφώτιζε. Σεις δε ηθελήσατε να χαρήτε με το φως της διδασκαλίας του, αλλά δι' ολίγον μόνον χρόνον. | 35 Ἐκεῖνος δὲν ἦτο, ὅπως ἐγώ, ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ἀλλ' ἦτο ὁ λύχνος, ποὺ δὲν εἶχεν ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του φῶς, ἀλλ’ ἤναψεν αὐτὸν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ δι’ αὐτὸ ἐφώτιζε, σεῖς δὲ ἠθελήσατε νὰ χαρῆτε μὲ τὸ φῶς τῆς διδασκαλίας του, ἀλλὰ δυστυχῶς δι’ ὀλίγον μόνον καιρόν. |
36 ἐγὼ δὲ ἔχω τὴν μαρτυρίαν μείζω τοῦ Ἰωάννου· τὰ γὰρ ἔργα ἃ ἔδωκέ μοι ὁ πατὴρ ἵνα τελειώσω αὐτά, αὐτὰ τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ, μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ ὅτι ὁ πατήρ με ἀπέσταλκε. | 36 Εγώ, που ως άλλος ήλιος είμαι από τον ευατόν μου φως, έχω μαρτυρίαν μεγαλυτέραν από την μαρτυρίαν του Ιωάννου και αυτή είναι τα καταπληκτικά θαύματα, που έδωκε την εξουσίαν εις εμέ τον ενανθρωπήσαντα Υιόν ο Πατήρ, να πραγματοποιήσω στον τέλειον βαθμόν. Αυτά λοιπόν τα έργα, τα οποία εγώ κάμνω, μαρτυρούν δι' εμέ, ότι ο Πατήρ με έχει στείλει στον κόσμον. | 36 Ἐγὼ ὅμως ἔχω νὰ σᾶς προβάλω ἀλάνθαστον μαρτυρίαν, ἡ ὁποία εἶναι μεγαλυτέρα ἀπὸ τὴν μαρτυρίαν τοῦ Ἰωάννου· διότι ἡ ὅλη θαυμαστὴ δρᾶσις μου ὡς Μεσσίου μὲ τὰ θαύματα καὶ καταπληκτικὰ ἔργα, ποὺ μοῦ ἀνέθεσεν ὁ Πατὴρ διὰ νὰ φέρω εἰς πέρας μὲ τὴν δύναμίν του, αὐτὰ τὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα μόνος ἐγὼ ἐπιτελῶ, μαρτυροῦν δι’ ἐμέ, ὅτι ὁ Πατὴρ μὲ ἔχει ἀποστείλει εἰς τὸν κόσμον. |
37 καὶ ὁ πέμψας με πατὴρ, αὐτὸς μεμαρτύρηκε περὶ ἐμοῦ. οὔτε φωνὴν αὐτοῦ ἀκηκόατε πώποτε οὔτε εἶδος αὐτοῦ ἑωράκατε, | 37 Και ο Πατήρ, που με έστειλε έχει από πολύ καιρόν μαρτυρήσει δι' εμέ μέσα εις τα βιβλία της Αγίας Γραφής. Αλλά σεις ούτε την φωνήν αυτού έχετέ ποτέ έως τώρα ακούσει ούτε την μορφήν του είδατε. | 37 Καὶ ὁ Πατήρ, ποὺ μὲ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον, αὐτὸς ἔχει δώσει πρὸ πολλοῦ εἰς τὰς Ἁγίας Γραφὰς μαρτυρίαν δι’ ἐμέ. Οὔτε τὴν φωνήν του ἔχετε ἀκούσει ποτὲ ἕως τώρα, οὔτε τὴν μορφήν του ἔχετε ἴδει, διότι ὁ Θεὸς εἶναι ἀόρατος καὶ δὲν τὸν ἀντιλαμβάνεται κανεὶς μὲ τὰς σωματικὰς αἰσθήσεις. Συνεπῶς καὶ τὴν μαρτυρίαν του δι’ ἐμὲ θὰ ἔπρεπε νὰ τὴν ζητήσετε εἰς τὰς Γραφάς. |
38 καὶ τὸν λόγον αὐτοῦ οὐκ ἔχετε μένοντα ἐν ὑμῖν, ὅτι ὃν ἀπέστειλεν ἐκεῖνος, τούτῳ ὑμεῖς οὐ πιστεύετε. | 38 Και τον λόγον του Θεού, που περιέχεται εις τας Γραφάς δεν τον έχετε δεχθή με όλην σας την καρδιά, ώστε να μένη μέσα σας. Και απόδειξις ότι δεν πιστεύετε εις εκείνον, τον οποίον ο Πατήρ έστειλε στον κόσμον. | 38 Ἀλλὰ σεῖς καὶ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ποὺ περιέχεται εἰς τὰς Ἁγίας Γραφάς, δὲν τὸν ἔχετε ἐγκολπωθῇ, ὥστε νὰ κατοικῇ μέσα σας· καὶ ἀπόδειξις τούτου εἶναι τὸ ὅτι εἰς αὐτόν, τὸν ὁποῖον ἐκεῖνος (ὁ Πατὴρ) ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον, εἰς τοῦτον σεῖς δὲν πιστεύετε. |
39 ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς, ὅτι ὑμεῖς δοκεῖτε ἐν αὐταῖς ζωὴν αἰώνιον ἔχειν· καὶ ἐκεῖναί εἰσιν αἱ μαρτυροῦσαι περὶ ἐμοῦ· | 39 Λοιπόν, σεις πρέπει να ερευνάτε τας Γραφάς και να συλλαμβάνετε τα βαθύτερα αυτών νοήματα, διότι και σεις οι ίδιοι πιστεύετε ότι με την έρευναν και την πίστιν εις αυτάς θα έχετε ζωήν αιώνιον. Και αυταί ακριβώς αι Γραφαί είναί που μαρτυρούν δι' εμέ. | 39 Ἐξετάζετε μὲ προσκόλλησιν εἰς τὸ ἐξωτερικὸν γράμμα τὰς Ἁγίας Γραφάς, διότι νομίζετε, ὅτι μὲ μόνην τὴν ἀνάγνωσιν καὶ τὴν ἐξέτασιν ταύτην θὰ ἔχετε ζωὴν αἰώνιον. Καὶ ἐκεῖναι εἶναι, ποὺ μαρτυροῦν δι’ ἐμέ. |
40 καὶ οὐ θέλετε ἐλθεῖν πρός με ἵνα ζωὴν ἔχητε. | 40 Αλλά σεις, παρ' όλα όσα λέγουν αι Γραφαί, δεν θέλετε να έλθετε με πίστιν προς εμέ, δια να έχετε ζωήν αιώνιον. | 40 Καὶ ὅμως παρὰ τὴν περὶ ἐμοῦ μαρτυρίαν τῶν Γραφῶν δὲν θέλετε νὰ ἔλθετε πρὸς ἐμὲ διὰ νὰ ἔχητε ζωὴν αἰώνιον. |
41 δόξαν παρὰ ἀνθρώπων οὐ λαμβάνω· | 41 Εγώ δεν ζητώ να λάβω δόξαν εκ μέρους των ανθρώπων, | 41 Μὴ νομίσετε, ὅτι ἀπὸ ματαιοδοξίαν ζητῶ νὰ ἔλθετε πρὸς ἐμὲ ὡς μαθηταί μου. Ὄχι. Δὲν ἐπιδιώκω νὰ λάβω δόξαν ἀπὸ ἀνθρώπους. |
42 ἀλλ’ ἔγνωκα ὑμᾶς ὅτι τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔχετε ἐν ἑαυτοῖς. | 42 Αλλά σας εγνώρισα πολύ καλά και είδα ότι δεν έχετε μέσα σας την αληθινήν αγάπην προς τον Θεόν. | 42 Ἀλλὰ ἀπὸ τὴν συναναστροφήν μου μὲ σᾶς καὶ ἀπὸ τὴν προσωπικήν μου πεῖραν σᾶς ἔχω μάθει πολὺ καλὰ καὶ εἶμαι βέβαιος, ὅτι δὲν ἔχετε μέσα σας τὴν ἀγάπην πρὸς τὸν Θεόν. |
43 ἐγὼ ἐλήλυθα ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός μου, καὶ οὐ λαμβάνετέ με· ἐὰν ἄλλος ἔλθῃ ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἰδίῳ, ἐκεῖνον λήψεσθε. | 43 Και τούτο μαρτυρείται από το γεγονός ότι ενώ εγώ έχω έλθει εξ ονόματος του Πατρός μου, σεις εν τούτοις δεν με δέχεσθε και δεν πιστεύετε εις την θείαν μου αποστολήν και διδασκαλίαν. Εάν όμως έλθη κανένας ψευδομεσσίας, που θα κινήται από ιδιοτέλειαν και προσωπικήν φιλοδοξίαν, εκείνον θα τον δεχθήτε διότι θα κολακεύη τας αδυναμίας σας. | 43 Ἀποδεικνύεται δὲ τοῦτο ἀπὸ τὸ ὅτι ἐγὼ ἦλθον ἐξ ὀνόματος τοῦ Πατρός μου, ὡς ἀντιπρόσωπός του, ποὺ φανερώνει τὸ ὄνομά του καὶ τὸ θέλημά του, καὶ ὅμως δὲν μὲ δέχεσθε καὶ δὲν πιστεύετε εἰς τὴν θείαν ἀποστολήν μου. Ἐὰν ἔλθῃ ἄλλος, ψευδὴς Μεσσίας, ποὺ θὰ ἐπιδιώκῃ τὸ ἰδικόν του συμφέρον καὶ τὴν δόξαν τοῦ ἰδικοῦ του ὀνόματος, ἐκεῖνον θὰ τὸν ὑποδεχθῆτε. |
44 πῶς δύνασθε ὑμεῖς πιστεῦσαι, δόξαν παρὰ ἀλλήλων λαμβάνοντες, καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε; | 44 Και πως είναι δυνατόν να πιστέψετε εις την αλήθειαν σεις, οι οποίοι επιδιώκετε να παίρνετε δόξαν και τιμήν ο ένας από τον άλλον και δεν ζητείτε την αληθινήν δόξαν, η οποία προέρχεται από τον έναν και μόνον Θεόν; | 44 Ἀλλὰ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ πιστεύσετε, σεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐπιδιώκετε νὰ λαμβάνετε δόξαν ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον καὶ δὲν ζητεῖτε τὴν δόξαν, ἡ ὁποία πηγάζει ἀπὸ τὸν ἕνα καὶ μόνον Θεόν; |
45 μὴ δοκεῖτε ὅτι ἐγὼ κατηγορήσω ὑμῶν πρὸς τὸν πατέρα· ἔστιν ὁ κατηγορῶν ὑμῶν Μωϋσῆς, εἰς ὃν ὑμεῖς ἠλπίκατε. | 45 Μη νομίζετε ότι εγώ θα σας κατηγορήσω στον Πατέρα. Υπάρχει άλλος που σας κατηγορεί και αυτός είναι ο Μωϋσής, στον οποίον σεις έχετε στηρίξει τας ελπίδας σας. | 45 Μὴ φαντάζεσθε, ὅτι ἐγὼ θὰ σᾶς κατηγορήσω εἰς τὸν Πατέρα. Ὑπάρχει ἄλλος, ποὺ σᾶς κατηγορεῖ, ὁ Μωϋσῆς, εἰς τὸν ὁποῖον σεῖς ἔχετε στηρίξει τὰς ἐλπίδας σας. |
46 εἰ γὰρ ἐπιστεύετε Μωϋσεῖ, ἐπιστεύετε ἂν ἐμοί· περὶ γὰρ ἐμοῦ ἐκεῖνος ἔγραψεν. | 46 Διότι εάν επιστεύατε στον Μωϋσέα, θα επιστεύατε και εις εμέ· Επειδή εκείνος πολλά έγραψε και προεικόνισε και προδιετύπωσε δι' εμέ. | 46 Καὶ εἶναι κατήγορός σας ὁ Μωϋσῆς, διότι οὔτε εἰς ἐκείνου τοὺς λόγους πιστεύετε. Διότι ἐὰν ἐπιστεύατε εἰς τὸν Μωϋσῆν, θὰ ἐπιστεύατε καὶ εἰς ἐμέ. Διότι περὶ ἐμοῦ ἐκεῖνος ἔγραψε προφητικῶς καὶ εἰς πολλὰ μέρη τῶν συγγραμμάτων του, εἴτε μὲ τύπους καὶ εἰκόνας, εἴτε μὲ σαφεῖς προρρήσεις προλέγεται ὁ ἔρχομός μου. |
47 εἰ δὲ τοῖς ἐκείνου γράμμασιν οὐ πιστεύετε, πῶς τοῖς ἐμοῖς ῥήμασι πιστεύσετε; | 47 Εάν, λοιπόν, εις τα γραμμένα από εκείνον δεν πιστεύετε, πως θα πιστεύσετε εις τα ιδικά μου λόγια;” | 47 Ἐὰν δὲ δὲν πιστεύετε εἰς ὅσα ἔχει γράψει ἐκεῖνος, ποὺ τόσον πολὺ τὸν ὑπολήπτεσθε, πῶς θὰ πιστεύσετε εἰς τοὺς λόγους τοὺς ἰδικούς μου, τὸν ὁποῖον διὰ πρώτην φορὰν βλέπετε καὶ ἀκούετε; |