Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΔΑΝΙΗΛ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (Α)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΝ ἔτει τρίτῳ τῆς βασιλείας ᾿Ιωακεὶμ βασιλέως ᾿Ιούδα ἦλθε Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεὺς Βαβυλῶνος εἰς ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐπολιόρκει αὐτήν. 1 Κατά το τρίτον έτος της βασιλείας του Ιωακείμ, βασιλέως του βασιλείου Ιούδα, ο Ναβουχσδονόσορ, ο βασιλεύς της Βαβυλώνος, επήλθεν εναντίον της Ιερουσαλήμ και την επαλιορκούσε. 1 Κατὰ τὸ τρίτον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ἰωακείμ, βασιλιᾶ τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα, ὁ Ναβουχοδονόσορ, ὁ βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος, ἐπέδραμε κατὰ τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τὴν ἐπολιορκοῦσε.
2 καὶ ἔδωκε Κύριος ἐν χειρὶ αὐτοῦ τὸν ᾿Ιωακεὶμ βασιλέα ᾿Ιούδα καὶ ἀπὸ μέρους τῶν σκευῶν οἴκου τοῦ Θεοῦ, καὶ ἤνεγκεν αὐτὰ εἰς γῆν Σενναὰρ οἴκου τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ· καὶ τὰ σκεύη εἰσήνεγκεν εἰς τὸν οἶκον θησαυροῦ τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ. 2 Ο Κυριος παρέδωκεν εις τα χέρια αυτού αιχμάλωτον τον Ιωακείμ, βασιλέα Ιούδα, και ένα μέρος από τα ιερά σκεύη του ναού του Θεού, τα οποία αυτός έφερεν εις την χώραν Σενναάρ στον ναόν του Θεού του. Τα σκεύη αυτά τα έφερε και τα απέθεσεν στο θησαυροφυλάκιον του ναού του Θεού του. 2 Καὶ ὁ Κύριος παρέδωκεν αἰχμάλωτον εἰς τὰ χέρια τοῦ Ναβουχοδονόσορος τὸν Ἰωακείμ, βασιλιᾶ τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα, ὅπως ἐπίσης καὶ ἕνα μέρος ἀπὸ τὰ ἱερὰ σκεύη τοῦ Ναοῦ τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα ὁ Ναβουχοδονόσορ μετέφερεν εἰς τὴν χώραν Σενναάρ, δηλαδὴ τὴν Βαβυλῶνα, διὰ τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ του, τοῦ Μαρδούχ, πολιούχου τῆς Βαβυλῶνος καὶ προστάτου τοῦ Ναβουχοδονόσορος.Τὰ ἱερὰ αὐτὰ σκεύη ὁ βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος τὰ ἐτοποθέτησεν εἰς τὸ θησαυροφυλάκιον τοῦ Θεοῦ του.
3 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῷ ᾿Ασφανὲζ τῷ ἀρχιευνούχῳ αὐτοῦ εἰσαγαγεῖν ἀπὸ τῶν υἱῶν τῆς αἰχμαλωσίας ᾿Ισραὴλ καὶ ἀπὸ τοῦ σπέρματος τῆς βασιλείας καὶ ἀπὸ τῶν φορθομμὶν 3 Ο βασιλεύς έδωσεν εντολήν εις τον Ασφανέζ τον αρχιευνούχον να εκλέξη και να οδηγήση εις τα βασιλικά ανάκτορα από τους αιχμαλώτους Ισραηλίτας, μάλιστα δε από όσους κατήγοντο από βασιλικόν γένος και από τους ευγενείς, 3 Καὶ ὁ βασιλιᾶς Ναβουχοδονόσορ διέταξε τὸν Ἀσφανέζ, τὸν ἀρχιευνοῦχον του, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ μεγάλος αὐλάρχης του, νὰ ἐκλέξῃ καὶ νὰ φέρῃ εἰς τὰ ἀνάκτορα ἀπὸ τοὺς αἰχμαλώτους Ἰσραηλῖτες καὶ ἰδιαιτέρως ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τῶν Ἰουδαίων βασιλέων καὶ ἀπὸ τοὺς εὐγενεῖς,
4 νεανίσκους. οἷς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτοῖς μῶμος καὶ καλοὺς τῇ ὄψει καὶ συνιέντας ἐν πάσῃ σοφίᾳ καὶ γινώσκοντας γνῶσιν καὶ διανοουμένους φρόνησιν καὶ οἷς ἐστιν ἰσχὺς ἐν αὐτοῖς ἑστάναι ἐν τῷ οἴκῳ ἐνώπιον τοῦ βασιλέως, καὶ διδάξαι αὐτοὺς γράμματα καὶ γλῶσσαν Χαλδαίων. 4 νέους άνδρας, στους οποίους δεν θα υπήρχε κανένα σωματικόν ελάττωμα, θα ήσαν ωραίοι κατά την εμφάνισιν, ικανοί προς κάθε σοφίαν, μορφωμένοι και επιστήμονες, ευφυείς, με ζωτικότητα ψυχής και σώματος, δια να παρίστανται στον βασιλικόν οίκον ενώπιον του βασιλέως. Επί πλέον θα έπρεπεν ο Ασφανέζ να φροντίση, ώστε αυτοί να διδαχθούν τα γράμματα και την γλώσσαν των Χαλδαίων. 4 νέους κατὰ τὴν ἡλικίαν, εἰς τοὺς ὁποίους νὰ μὴ ὑπάρχῃ σωματικὸν ἐλάττωμα <νὰ εἶναι ἀρτιμελεῖς>, ὡραίους κατὰ τὴν ἐμφάνισιν, ἐμπείρους εἰς κάθε εἶδος σοφίας, προικισμένους καὶ δεκτικοὺς ἀγωγῆς, ὥστε νὰ ἀφομοιώνουν πᾶσαν γνῶσιν, εὐφυεῖς δὲ καὶ ὀξυδερκεῖς καὶ ἱκανούς, καταλλήλους καὶ σφριγηλούς, ὥστε νὰ δύνανται νὰ ὑπηρετοῦν εἰς τὴν βασιλικὴν αὐλήν.Τοὺς νέους αὐτοὺς ἔπρεπε νὰ προσέξῃ ὁ Ἀσφανὰζ ὥστε νὰ τοὺς διδάξῃ τὴν φιλολογίαν <καὶ γενικῶς τὴν ἐπιστήμην>, τὴν γλῶσσαν καὶ τὴν γραφὴν τῶν Χαλδαίων <Βαβυλωνίων>.
5 καὶ διέταξεν αὐτοῖς ὁ βασιλεὺς τὸ τῆς ἡμέρας καθ' ἡμέραν ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ βασιλέως καὶ ἀπὸ τοῦ οἴνου τοῦ ποτοῦ αὐτοῦ καὶ θρέψαι αὐτοὺς ἔτη τρία καὶ μετὰ ταῦτα στῆναι ἐνώπιον τοῦ βασιλέως. 5 Διέταξεν ακόμη ο βασιλεύς να παρέχεται εις αυτούς κάθε ημέραν τροφή από την βασιλικήν τράπέζαν και οίνος από εκείνον, τον οποίον πίνει ο βασιλεύς. Ετσι να τους θρέψουν και να τους διαπαιδαγωγήσουν επί τρία έτη και έπειτα να εμφανισθούν ενώπιον του βασιλέως. 5 Ὁ βασιλιᾶς Ναβουχοδονόσορ ἔδωκεν ἐπίσης διαταγὴν νὰ χορηγῆται εἰς αὐτοὺς καθημερινῶς τροφὴ ἀπὸ τὴν βασιλικὴν τράπεζαν καὶ κρασὶ ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἔπινεν ὁ ἴδιος ὁ βασιλιᾶς.Οἱ νέοι θὰ ἐτρέφοντο καὶ θὰ ἐξεπαιδεύοντο ἐπὶ τρία ἔτη· μετὰ τὴν περίοδον αὐτὴν θὰ ἔπρεπε νὰ ἐμφανισθοῦν ἐνώπιον τοῦ βασιλιᾶ καὶ νὰ ἀναλάβουν ὑπηρεσίαν εἰς τὴν βασιλικὴν αὐλήν.
6 καὶ ἐγένετο ἐν αὐτοῖς ἐκ τῶν υἱῶν ᾿Ιούδα Δανιὴλ καὶ ᾿Ανανίας καὶ ᾿Αζαρίας καὶ Μισαήλ. 6 Μεταξύ των Ιουδαίων, που επελέγησαν, ήσαν ο Δανιήλ, ο Ανανίας, ο Αζαρίας και ο Μισαήλ. 6 Μεταξὺ τῶν εὐγενῶν Ἰουδαίων νέων, οἱ ὁποῖοι ἐπελέγησαν διὰ νὰ ὑπηρετοῦν εἰς τὴν βασιλικὴν αὐλὴν τῶν Βαβυλωνίων, ἦσαν ὁ Δανιήλ, ὁ Ἀνανίας, ὁ Ἀζαρίας καὶ ὁ Μισαήλ.
7 καὶ ἐπέθηκεν αὐτοῖς ὁ ἀρχιευνοῦχος ὀνόματα τῷ Δανιὴλ Βαλτάσαρ καὶ τῷ ᾿Ανανίᾳ Σεδρὰχ καὶ τῷ Μισαὴλ Μισὰχ καὶ τῷ ᾿Αζαρίᾳ ᾿Αβδεναγώ. 7 Ο άρχων των ευνούχων έδωσεν εις αυτούς νέα ονόματα. Τον Δανιήλ ωνόμασε Βαλτάσαρ, τον Ανανίαν Σεδράχ, τον Μισαήλ Μισάχ και τον Αζαρίαν Αβδεναγώ. 7 Καὶ ὁ ἀρχιευνοῦχος Ἀσφανὲζ ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς ἀντὶ τῶν ἰουδαϊκῶν ὀνομάτων ὀνόματα βαβυλωνιακά.Τοιουτοτρόπως τὸν Δανιὴλ ὠνόμασε Βαλτάσαρ, τὸν Ἀνανίαν Σεδράχ, τὸν Μισαὴλ Μισὰχ καὶ τὸν Ἀζαρίαν Ἀβδεναγώ.
8 καὶ ἔθετο Δανιὴλ εἰς τὴν καρδίαν αὐτοῦ ὡς οὐ μὴ ἀλισγηθῇ ἐν τῇ τραπέζῃ τοῦ βασιλέως καὶ ἐν τῷ οἴνῳ τοῦ ποτοῦ αὐτοῦ καὶ ἠξίωσε τὸν ἀρχιευνοῦχον ὡς οὐ μὴ ἀλισγηθῇ. 8 Ο Δανηιήλ επήρεν όλοψύχως την απόφασιν, να μη μολυνθή τρώγων από τα φαγητά της βασιλικής τραπέζης και να μη πίνη από τον οίνον, που έπινεν ο βασιλεύς. Παρεκάλεσε δε επιμόνως και θερμώς τον αρχιευνούχον, να μη τον υποχρέωση και μολυνθή τρώγων φαγητά απαγορευομένα από την θρησκείαν του. 8 Καὶ ὁ Δανιήλ, ὁ ὁποῖος ἔλαβε σταθερὰν ἀπόφασιν νὰ μὴ μολυνθῇ, δηλαδὴ νὰ μὴ φάγῃ ἀπὸ τὰ φαγητὰ τὰ θεωρούμενα ὡς ἀκάθαρτα ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ προσεφέροντο εἰς τὸ βασιλικὸν τραπέζι, καὶ ἀπὸ τὸ κρασί ποὺ ἔπινεν ὁ βασιλιᾶς, ἐζήτησεν ἐπιμόνως καὶ παρεκάλεσε τὸν ἀρχιευνοῦχον νὰ τοῦ ἐπιτρέψῃ ὥστε νὰ μὴ φάγῃ ἀπὸ αὐτὰ καὶ μολυνθῇ.
9 καὶ ἔδωκεν ὁ Θεὸς τὸν Δανιὴλ εἰς ἔλεον καὶ εἰς οἰκτιρμὸν ἐνώπιον τοῦ ἀρχιευνούχου. 9 Εδωκεν ο Θεός, ώστε ο Δανιήλ να εύρη ευμένειαν και συναισθήματα συμπαθείας εκ μέρους του αρχιευνούχου. 9 Καὶ ὁ Θεὸς εὐδόκησεν ὥστε ὁ Δανιὴλ νὰ ἀντιμετωπισθῇ μὲ εὔνοιαν καὶ συμπάθειαν ἐκ μέρους τοῦ ἀρχιευνούχου.
10 καὶ εἶπεν ὁ ἀρχιευνοῦχος τῷ Δανιήλ· φοβοῦμαι ἐγὼ τὸν κύριόν μου τὸν βασιλέα τὸν ἐκτάξαντα τὴν βρῶσιν ὑμῶν καὶ τὴν πόσιν ὑμῶν, μή ποτε ἴδῃ τὰ πρόσωπα ὑμῶν σκυθρωπὰ παρὰ τὰ παιδάρια τὰ συνήλικα ὑμῶν καὶ καταδικάσητε τὴν κεφαλήν μου τῷ βασιλεῖ. 10 Είπε δε ο αρχιευνούχος στον Δανιήλ· “εγώ φοβούμαι τον κύριόν μου τον βασιλέα, ο οποίος διέταξε ποίον να είναι το φάγητόν σας και το ποτόν σας. Φοβούμαι, μήπως ίδη τα πρόσωπα σας καταβεβλημένα από την νηστείαν, εν συγκρίσει προς τα πρόσωπα των συνομιλήκων σας, και γίνετε έτσι αφορμή να με καταδικάσετε εις θάνατον, να διατάξη τον αποκεφαλισμόν μου ο βασιλεύς”. 10 Εἶπε δὲ ὁ ἀρχιευνοῦχος Ἀσφανὲζ εἰς τὸν Δανιήλ: <Φοβοῦμαι ἐγὼ τὸν κύριόν μου, τὸν βασιλιᾶ, ὁ ὁποῖος διέταξε καὶ καθώρισε τὸ φαγητὸν καὶ τὸ ποτόν σας, μήπως ἰδῇ τὰ πρόσωπά σᾶς ἀδύνατα καὶ χλωμὰ ἀπὸ τὴν νηστείαν, ἐν συγκρίσει πρὸς τὰ πρόσωπα τῶν ἄλλων παιδιῶν, τῶν συνομηλίκων σας, καὶ τοιουτοτρόπως γίνετε αἰτία νὰ φονευθῶ, νὰ χάσω τὸ κεφάλι μου, μὲ διαταγὴν τοῦ βασιλιᾶ>.
11 καὶ εἶπε Δανιὴλ πρὸς ᾿Αμελσάδ, ὃν κατέστησεν ὁ ἀρχιευνοῦχος ἐπὶ Δανιήλ, ᾿Ανανίαν, Μισαήλ, ᾿Αζαρίαν· 11 Ο Δανιήλ είπε προς τον Αμελσάδ, τον οποίον ο αρχιευνούχος είχεν εγκαταστήσει υπεύθυνον δια τον Δανιήλ, τον Ανανίαν, τον Μισαήλ και τον Αζαρίαν. 11 Τότε ὁ Δανιὴλ εἶπε πρὸς τὸν αὐλικὸν Ἀμελσάδ, τὸν ὁποῖον ὁ ἀρχιευνοῦχος εἶχεν ὁρίσει ὑπεύθυνον διὰ τοὺς Δανιήλ, Ἀνανίαν, Μισαὴλ καὶ Ἀζαρίαν:
12 πείρασον δὴ τοὺς παῖδάς σου ἡμέρας δέκα, καὶ δότωσαν ἡμῖν ἀπὸ τῶν σπερμάτων, καὶ φαγώμεθα καὶ ὕδωρ πιώμεθα· 12 “Καμε μίαν δοκιμήν με ημάς τους δούλους σου. Επί δέκα ημέρας ας μας δώσουν όσπρια να τρώγωμεν και μόνον νερό να πίνωμεν. 12 <Παρακαλῶ δοκίμασε τοὺς δούλους σου ἐπὶ δέκα ἡμέρες.Κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν ἡμερῶν αὐτῶν ἂς μᾶς δώσουν μόνον χορταρικά, λαχανικὰ καὶ ὄσπρια νὰ φάγωμεν καὶ μόνον νερὸ νὰ πιοῦμε.
13 καὶ ὀφθήτωσαν ἐνώπιόν σου αἱ ἰδέαι ἡμῶν καὶ αἱ ἰδέαι τῶν παιδαρίων τῶν ἐσθιόντων τὴν τράπεζαν τοῦ βασιλέως, καὶ καθὼς ἐὰν ἴδῃς, ποίησον μετὰ τῶν παίδων σου. 13 Επειτα δε παρατήρησε συ ο ίδιος με προσοχήν τα πρόσωπα ημών και τα πρόσωπα των άλλων νέων, οι οποίοι θα τρώγουν από την τράπεζαν την βασιλικήν. Συμφωνα δέ με ο,τι ίδης, πράξε δι' ημάς τους δούλους σου”. 13 Κατόπιν ἴδε τὰ πρόσωπά μας καὶ σύγκρινέ τα μὲ τὰ πρόσωπα τῶν νέων παιδιῶν τὰ ὁποῖα τρώγουν φαγητὰ ἀπὸ τὴν βασιλικὴν τράπεζαν· σύμφωνα δὲ μὲ τὶς διαπιστώσεις ποὺ θὰ κάμῃς, ἐνέργησε καὶ μεταχειρίσου μας ἀναλόγως>.
14 καὶ εἰσήκουσεν αὐτῶν καὶ ἐπείρασεν αὐτοὺς ἡμέρας δέκα. 14 Εδέχθη ο Αμελσάδ την παράκλησίν των και τους υπέβαλεν εις δοκιμασίαν επί δέκα ημέρας. 14 Ὁ Ἀμελσὰδ ἐδέχθη τὸ αἴτημά των καὶ τοὺς ἐδοκίμασεν, ὅπως ἐζήτησαν, ἐπὶ δέκα ἡμέρες.
15 καὶ μετὰ τὸ τέλος τῶν δέκα ἡμερῶν ὡράθησαν αἱ ἰδέαι αὐτῶν ἀγαθαὶ καὶ ἰσχυραὶ ταῖς σαρξὶν ὑπὲρ τὰ παιδάρια τὰ ἐσθίοντα τὴν τράπεζαν τοῦ βασιλέως. 15 Μετά το τέλος των δέκα ημερών ευρέθησαν, ότι τα πρόσωπά των ήσαν ωραιότερα και τα σώματά των ρωμαλεώτερα από τους νέους, οι οποίοι έτρωγαν από την τράπεζαν του βασιλέως. 15 Μετὰ τὸ τέλος τῶν δέκα ἡμερῶν διεπιστώθη ὅτι τὰ πρόσωπά των ἦσαν ὡραιότερα εἰς ἐμφάνισιν, τὰ δὲ σώματά των ὑγιέστερα καὶ ἰσχυρότερα ἀπὸ ἐκεῖνα τῶν νεαρῶν παιδιῶν, τὰ ὁποῖα ἐσιτίζοντο μὲ φαγητὰ ἀπὸ τὴν βασιλικὴν τράπεζαν.
16 καὶ ἐγένετο ᾿Αμελσὰδ ἀναιρούμενος τὸ δεῖπνον αὐτῶν καὶ τὸν οἶνον τοῦ πόματος αὐτῶν καὶ ἐδίδου αὐτοῖς σπέρματα. 16 Εκτοτε ο Αμελσάδ αφαιρούσε πάντοτε το βασιλικόν δείπνον των τεσσάρων παίδων και τον οίνον, τον οποίον θα έπιναν, και έδιδεν εις αυτούς όσπρια και άλλας φυτικάς τροφάς. 16 Κατόπιν τῆς διαπιστώσεως αὐτῆς ὁ Ἀμελσὰδ ἀπέσυρε καὶ ἀφαιροῦσε τὴν πλουσίαν βασιλικὴν τροφήν, ποὺ ἔπρεπε νὰ φάγουν οἱ τέσσερις Ἰουδαῖοι νέοι, ὅπως ἐπίσης τὸ κρασί, ποὺ ἔπρεπε νὰ πιοῦν, καὶ ἔδιδεν εἰς αὐτοὺς χορταρικά, λαχανικὰ καὶ ὄσπρια.
17 καὶ τὰ παιδάρια ταῦτα, οἱ τέσσαρες αὐτοί, ἔδωκεν αὐτοῖς ὁ Θεὸς σύνεσιν καὶ φρόνησιν ἐν πάσῃ γραμματικῇ καὶ σοφίᾳ· καὶ Δανιὴλ συνῆκεν ἐν πάσῃ ὁράσει καὶ ἐνυπνίοις. 17 Εις τους νέους αυτούς, στους τέσσαρας Ισραηλίτας, έδωκεν ο Θες σύνεσιν και φρόνησιν και πρόοδον εις τα χαλδαϊκά γράμματα και εις την σοφίαν των Χαλδαίων. Ο Δανιήλ μάλιστα ήτο εις θέσιν να κατανοή και να ερμηνεύη κάθε ειδός οράματος και ονείρων. 17 Καὶ εἰς τοὺς νέους αὐτούς, τοὺς τέσσερις Ἰουδαίους, ὁ Θεὸς ἔδωκε σύνεσιν, ὥστε νὰ διακρίνουν πῶς πρέπει νὰ φέρωνται, καὶ φρόνησιν, ἐξυπνάδα, ἱκανότητα καὶ πρόοδον εἰς τὰ χαλδαϊκὰ γράμματα καὶ τὴν βαβυλωνιακὴν σοφίαν.Ἰδιαιτέρως μάλιστα ὁ Δανιὴλ εἶχε τὴν ἱκανότητα νὰ ἐξηγῇ κάθε εἶδος ὀπτασίας ποὺ ἔβλεπε κάποιος εἰς ὥραν ἐγρηγόρσεως, καὶ νὰ ἑρμηνεύῃ ὄνειρα <ἰδικά του ἢ ἄλλων> ποὺ ἔβλεπαν κατὰ τὴν διαρκειαν τοῦ ὕπνου.
18 καὶ μετὰ τὸ τέλος τῶν ἡμερῶν, ὧν εἶπεν ὁ βασιλεὺς εἰσαγαγεῖν αὐτούς, καὶ εἰσήγαγεν αὐτοὺς ὁ ἀρχιευνοῦχος ἐναντίον Ναβουχοδονόσορ. 18 Μετά το πέρας του χρονικού διαστήματος, που ο βασιλεύς είχεν ορίσει να παρουσιάσουν αυτούς ενώπιόν του, ο αρχιευνούχος τους έφερε πράγματι ενώπιον του Ναβουχοδονόσορος. 18 Μετὰ δὲ τὴν λῆξιν τῆς χρονικῆς περιόδου ποὺ καθώρισεν ὁ βασιλιᾶς νὰ παρουσιάσουν τοὺς νέους αὐτοὺς ἐνώπιόν του, ὁ ἀρχιευνοῦχος ὡδήγησε τούτους ἐνώπιον τοῦ Ναβουχοδονόσορος.
19 καὶ ἐλάλησε μετ' αὐτῶν ὁ βασιλεύς, καὶ οὐχ εὑρέθησαν ἐκ πάντων αὐτῶν ὅμοιοι Δανιὴλ καὶ ᾿Ανανίᾳ καὶ Μισαὴλ καὶ ᾿Αζαρίᾳ· καὶ ἔστησαν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως. 19 Ο βασιλεύς συνωμίλησε με αυτούς. Δεν ευρέθησαν δε από όλους τους αυλικούς και τους δούλους του βασιλέως όμοιοι προς τον Δανιήλ, τον Ανανίαν, τον Μισαήλ και τον Αζαρίαν. Εκτοτε προσελήφθησαν αυτοί εις την υπηρεσιάν του βασιλέως. 19 Ὁ βασιλιᾶς συνωμίλησε μαζί των, μεταξὺ δὲ ὅλων τῶν ἄλλων νέων τῆς βασιλικῆς αὐλῆς δὲν εὑρέθη κανεὶς ὅμοιος πρὸς τὸν Δανιήλ, τὸν Ἀνανίαν, τὸν Μισαὴλ καὶ τὸν Ἀζαρίαν.Κατόπιν τούτου οἰ τέσσερις αὐτοὶ Ἰουδαῖοι προσελήφθησαν εἰς τὴν βασιλικὴν αὐλήν, διὰ νὰ ὑπηρετοῦν τὸν βασιλιᾶ.
20 καὶ ἐν παντὶ ρήματι σοφίας καὶ ἐπιστήμης, ὧν ἐζήτησε παρ' αὐτῶν ὁ βασιλεύς, εὗρεν αὐτοὺς δεκαπλασίονας παρὰ πάντας τοὺς ἐπαοιδοὺς καὶ τοὺς μάγους τοὺς ὄντας ἐν πάσῃ τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ. 20 Εις κάθε δε ζήτημα σοφίας και επιστήμης, στο οποίον τους ερωτούσαν ο βασιλεύς, τους ευρήκε δέκα φοράς ανωτέρους από όλους τους εξορκιστάς και τους μάγους, οι οποίοι ευρίσκοντο εις όλην την έκτασιν του βασιλείου του. 20 Καὶ εἰς κάθε ζήτημα σοφίας καὶ ἐπιστήμης εἰς τὸ ὁποῖον τοὺς ἐξήτασεν ὁ βασιλιᾶς τοὺς εὑρῆκε δέκα φορὲς καλυτέρους καὶ ἀνωτέρους ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐξορκιστὰς καὶ τοὺς μάγους <δηλαδὴ τοὺς σοφωτέρους τῶν Χαλδαίων> ποὺ εὑρίσκοντο εἰς ὅλον τὸ βασίλειόν του.
21 καὶ ἐγένετο Δανιὴλ ἕως ἔτους ἑνὸς Κύρου τοῦ βασιλέως. 21 Ο Δανιήλ ειδικώτερα παρέμεινεν εις τα ανάκτορα μέχρι του πρώτου έτους της βασιλείας του Κυρου, βασιλέως των Περσών. 21 Ἔμεινε δὲ ὁ Δανιὴλ συνεχῶς εἰς τὴν βασιλικὴν βαβυλωνιακὴν αὐλὴν μέχρι τοῦ πρώτου ἔτους τῆς βασιλείας τοῦ Κύρου, τοῦ βασιλιᾶ τῶν Περσῶν <δηλαδὴ μέχρι τὸ 538 π.Χ.>.