Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 07:13
Δύση: 17:11
Σελ. 20 ημ.
326-40
16ος χρόνος, 6123η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΙΧΑΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 (Ζ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΟΙΜΟΙ, ὅτι ἐγενήθην ὡς συνάγων καλάμην ἐν ἀμήτῳ, καὶ ὡς ἐπιφυλλίδα ἐν τρυγητῷ, οὐχ ὑπάρχοντος βότρυος τοῦ φαγεῖν τὰ πρωτόγονα. οἴμοι, ψυχή, 1 Αλλοίμονον! Εγώ και ο ισραηλιτικός λαός ομοιάζομεν με άνθρωπον, που προσπαθεί να μαζέψη στάχυα μετά τον θερισμόν και τσαμπίδια εις τα αμπέλια έπειτα από τον τρυγητόν, οπότε δεν υπάρχει κανένα καλό σταφύλι, δια να φάγη κανείς. Αλλοίμονον, ψυχή μου! εις ποίαν πτωχείαν έχομεν καταντήσει! 1 Αλλοίμονον! «λέγει ὁ Προφήτης». Ὁμοιάζω μὲ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος συλλέγει τὰ στάχυα, ποὺ ἀπέμειναν ἀπὸ τὸ δρεπάνι τῶν θεριστῶν, καὶ τὰ τσαμπιὰ μὲ τὶς ἀσθενικὲς καὶ ὀλίγες ρῶγες, ποὺ ἀπέμειναν μετὰ τὸν τρύγον, ὁπότε δὲν ὑπάρχει κανένα πρώϊμον καλὸν σταφύλι διὰ νὰ φάγῃ κανείς. Ἀλλοίμονον, ψυχή μου!
2 ὅτι ἀπόλωλεν εὐσεβὴς ἀπὸ τῆς γῆς καὶ κατορθῶν ἐν ἀνθρώποις οὐχ ὑπάρχει· πάντες εἰς αἵματα δικάζονται, ἕκαστος τὸν πλησίον αὐτοῦ ἐκθλίβουσιν ἐκθλιβῇ, 2 Εχάθηκε ευσεβής άνθρωπος από την χώραν μας. Ανθρωπος αρετής και καλών έργων δεν υπάρχει μεταξύ μας. Ολοι είναι υπεύθυνοι αιματηρών εγκλημάτων. Ο καθένας από αυτούς καταδυναστεύει τον πλησίον του με σκληρότητα. 2 Διότι εἶναι τόση ἡ κοινωνικὴ ἀποσύνθεσις καὶ διαφθορά, ὥστε ἐχάθη ὁ εὐσεβὴς καὶ εὐλαβὴς ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν γῆν τῶν Ἰουδαίων δὲν ὑπάρχει πλέον ἄνθρωπος δίκαιος, ἄνθρωπος ἀρετῆς καὶ θεοφιλῶν ἔργων. Ὅλοι εἶναι δοσίλογοι διὰ φόνους καὶ αἱματηρὰ ἐγκλήματα· καθένας καταπιέζει τὸν πλησίον του μὲ ἀσπλαγχνίαν καὶ σκληρότητα.
3 ἐπὶ τὸ κακὸν τὰς χεῖρας αὐτῶν ἑτοιμάζουσιν. ὁ ἄρχων αἰτεῖ, καὶ ὁ κριτὴς εἰρηνικοὺς λόγους ἐλάλησε, καταθύμιον ψυχῆς αὐτοῦ ἐστι. καὶ ἐξελοῦμαι τὰ ἀγαθὰ αὐτῶν 3 Ολοι έχουν έτοιμα τα χέρια των δια το κακόν. Καθε άρχων απαιτεί δώρα. Ο κάθε κριτής, ο κάθε δικαστής, παίρνει δώρα και ομιλεί κολακευτικά και αποφασίζει σύμφωνα με την επιθυμίαν της ψυχής του ενόχου. Εγώ όμως θα αφαιρέσω από αυτούς τα παράνομα αγαθά των, 3 Καὶ ὄχι μόνον δὲν ἐργάζονται τὸ ἀγαθόν, ἀλλ’ ὁ καθένας δραστηριοποιεῖται μὲ σπουδήν, ὥστε τὰ χέρια του νὰ εἶναι ἕτοιμα μόνον διὰ νὰ κακοποιήσουν καὶ καταπιέσουν ἀνθρώπους. Διεφθαρμένοι εἶναι καὶ οἱ ἄρχοντες· διότι ἕκαστος ἄρχων δὲν περιμένει νὰ τοῦ προσφέρουν δῶρα, ἀλλ' ἀπαιτεῖ δῶρα· ὁ δὲ κριτής, ἀφοῦ ἐδωροδοκήθη ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀδικοῦν, λαλεῖ λόγια εἰρηνικά, ἐπιθυμητά, εὐάρεστα εἰς τοὺς ἐνόχους καὶ τοὺς ὑπόσχεται τὴν νίκην, ἐκπληρώνων τὶς ἐπιθυμίες των. Ἐγὼ ὅμως θὰ ἀφανίσω καὶ θὰ ἀφαιρέσω ἀπὸ αὐτοὺς τὰ ἀγαθά των, ποὺ ἐμάζευσαν μὲ δόλους, παρανομίες καὶ καταπιέσεις,
4 ὡς σὴς ἐκτρώγων καὶ βαδίζων ἐπὶ κανόνος ἐν ἡμέρᾳ σκοπιᾶς. οὐαὶ οὐαί, αἱ ἐκδικήσεις σου ἥκασι, νῦν ἔσονται κλαυθμοὶ αὐτῶν. 4 όπως το σκουλήκι κατατρώγει και κονιορτοποιεί το ξύλον, καθώς προχωρεί μέσα εις αυτό. Θα αποστείλω την πρέπουσαν τιμωρίαν κατά την ημέραν, που θα τους επισκεφθώ. Και τότε αλλοίμονον και τρισαλλοίμονον! Ιδού, ότι έφθασαν αι τιμωρίαι εναντίον σου. Τωρα θα ακουσθούν οι θρήνοι και οι κλαυθμοί των. 4 ὅπως ἀκριβῶς τὸ σκουλήκι κατατρώγει, ἀφανίζει καὶ δαπανᾷ ὅλως διόλου τὸ ξύλον, καθὼς βαδίζει κατὰ μῆκος τοῦ ἐσωτερικοῦ του. Ὁ ἀφανισμὸς αὐτὸς θὰ γίνῃ κατὰ τὴν ἡμέραν, ποὺ θὰ τοὺς ἐπισκεφθῶ. Ἀλλοίμονον! Ἀλλοίμονον! Ἔφθασεν ἤδη ὁ καιρὸς τῆς δίκης· ὁ πόλεμος ἄρχισε· ὁ πόνος εἶναι ἤδη εἰς τὴν πόρταν σου· τώρα θὰ ἀκουσθοῦν οἱ θρῆνοι καὶ οἱ κλαυθμοὶ ἐκείνων, ποὺ θὰ ἀποθνήσκουν ἀπὸ τὴν πεῖναν, ἀπὸ τὸ ἀδελφικὸν ἢ τὸ ἐχθρικὸν ξίφος, καὶ γενικῶς «θὰ ἀκουσθοῦν οἱ θρῆνοι» ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ θὰ ὑποφέρουν καὶ θὰ πάσχουν.
5 μὴ καταπιστεύετε ἐν φίλοις καὶ μὴ ἐλπίζετε ἐπὶ ἡγουμένοις, ἀπὸ τῆς συγκοίτου σου φύλαξαι τοῦ ἀναθέσθαι τι αὐτῇ· 5 Μη έχετε πλέον καμμίαν εμπιστοσύνην εις την υποστήριξιν των φίλων σας. Μη ελπίζετε εις την δύναμιν των αρχόντων σας και απ' αυτάς ακόμα τας συζύγους σας φυλαχθήτε, ώστε να μη εμπιστευθήτε τίποτε εις αυτάς, 5 Μὴ ἔχετε ἐμπιστοσύνην εἰς τοὺς φίλους σας καὶ μὴ στηρίζετε καμμίαν ἐλπίδα εἰς τοὺς ἄρχοντας καὶ τοὺς βασιλεῖς σας. Πρόσεχε καὶ φυλάξου ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν σύζυγόν σου, ὥστε νὰ μὴ ἐμπιστευθῇς τίποτε εἰς αὐτήν·
6 διότι υἱὸς ἀτιμάζει πατέρα, θυγάτηρ ἐπαναστήσεται ἐπὶ τὴν μητέρα αὐτῆς, νύμφη ἐπὶ τὴν πενθερὰν αὐτῆς, ἐχθροὶ πάντες ἀνδρὸς οἱ ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ. - 6 διότι εις την αμαρτωλότητα, που ζήτε, ο υιός κατεξευτελίζει τον πατέρα, η θυγατέρα επαναστατεί εναντίον της μητρός της, η νύμφη κατά της πενθεράς της και γενικώς όλα τα μέλη της αυτής οικογενείας είναι εχθροί εναντίον του αρχηγού της οικογενείας και αναμεταξύ των. 6 διότι καὶ αὐτοὶ οἱ ἐξ αἵματος συγγενεῖς θὰ ἐνδιαφέρωνται μόνον διὰ τὸ συμφέρον των, ἔστω καὶ ἂν βλάψουν τοὺς οἰκείους των. Ἔτσι ὁ υἱὸς περιφρονεῖ καὶ ὑβρίζει τὸν πατέρα του· ἡ θυγατέρα ἐπαναστατεῖ κατὰ τῆς μητέρας της· ἡ νύμφη κατὰ τῆς πενθερᾶς της· γενικῶς δὲ ὅλα τὰ μέλη τῆς ἰδίας οἰκογενείας εἶναι ἐχθροὶ τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς οἰκογενείας καὶ μεταξύ των.
7 ᾿Εγὼ δὲ ἐπὶ τὸν Κύριον ἐπιβλέψομαι, ὑπομενῶ ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρί μου, εἰσακούσεταί μου ὁ Θεός μου. 7 Εγώ όμως θα υψώσω ικετευτικά τα βλέμματά μου προς τον Κυριον. Θα δείξω υπομονήν και θα έχω εστηριγμένας τας ελπίδας μου προς τον σωτήρα Θεόν μου. Και είμαι βέβαιος, ότι ο Θεός μου θα ακούση και θα κάμη δεκτήν την προσευχήν μου. 7 Ὅμως ἐγώ, ὁ προφήτης, δὲν θὰ ἐμπιστευθῶ κανένα ἄνθρωπον θὰ στρέψω τὸ βλέμμα μου μὲ ἐμπιστοσύνην καὶ ἱκεσίαν εἰς τὸν Κύριον, θὰ ἀναμείνω τὴν σωτηρίαν μου μὲ ὑπομονὴν καὶ ἐλπίδα εἰς τὸν Θεόν, τὸν σωτῆρα μου, καὶ εἶμαι ἀπολύτως βέβαιος ὅτι ὁ Θεός μου θὰ ἀκούσῃ καὶ θὰ κάμῃ δέκτην τὴν ἱκεσίαν μου.
8 μὴ ἐπίχαιρέ μοι, ἡ ἐχθρά μου, ὅτι πέπτωκα· καὶ ἀναστήσομαι, διότι ἐὰν καθίσω ἐν τῷ σκότει, Κύριος φωτιεῖ μοι. 8 Δια τούτο ας μια χαιρεκακή εναντίον μου η παράταξις των εχθρών μου δια την σημερινήν μου πτώσιν. Θα σηκωθώ όμως, διότι, έστω και αν τώρα ευρίσκωμαι μέσα εις τα σκοτάδια, θα αποστείλη προς εμέ ο Κυριος το φως της σωτηρίας μου. 8 Διὰ τοῦτο «λέγει ἡ Ἱερουσαλήμ» μὴ χαιρεκακεῖτε σεῖς, οἱ ἐχθροί μου, ἐπειδὴ ἔχω πέσει εἰς τόσες συμφορές· θὰ ἐγερθῶ, θὰ ἀναστηθῶ καὶ πάλιν· διότι, ἔστω καὶ ἂν τώρα ζῶ μέσα εἰς τὸ σκοτάδι τῶν συμφορῶν καὶ τῶν κακώσεων, ὁ Κύριος θὰ ἀνατείλῃ εἰς ἐμὲ τὸ φῶς τῆς σωτηρίας καὶ εὐτυχίας μου.
9 ὀργὴν Κυρίου ὑποίσω, ὅτι ἥμαρτον αὐτῷ, ἕως τοῦ δικαιῶσαι αὐτὸν τὴν δίκην μου· καὶ ποιήσει τὸ κρίμα μου καὶ ἐξάξει με εἰς τὸ φῶς. ὄψομαι τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, 9 Θα υπομείνω την οργήν και την τιμωρίαν του Κυρίου, διότι έχω αμαρτήσει ενώπιόν του, μέχρις ότου ο Κυριος, μετά την τιμωρίαν μου, με δικαιώση. Αφού πρώτον με δικάση και με τιμωρήση, θα με βγάλη κατόπιν στο φως της λυτρώσεως. Θα ίδω την καλωσύνην και την αγαθότητά του. 9 Ἐπειδὴ γνωρίζω τὸ δίκαιον τῆς θείας τιμωρίας, θὰ ὑπομείνω τὴν ὀργὴν τοῦ Κυρίου διὰ τὶς ἁμαρτίες μου πρὸς Αὐτόν, μέχρις ὅτου μὲ δικαιώσῃ ὁ Κύριος, μετὰ τὴν τιμωρίαν ποὺ μοῦ ἐπέβαλε διὰ τὸ πλῆθος καὶ μέγεθος τῶν ἁμαρτιῶν μου. Εἶμαι βεβαία «συνεχίζει ἡ Ἱερουσαλήμ» ὅτι ὁ Κύριος, ἀφοῦ μὲ δικάσῃ καὶ μὲ τιμωρήσῃ, θὰ μὲ ὁδηγήσῃ ἀπὸ τὸ σκότος τῆς δουλείας εἰς τὸ φῶς τῆς ἐλευθερίας. Θὰ ἴδω ὁπωσδήποτε τὴν καλωσύνην καὶ ἀγαθότητά του, διότι ἐτιμώρησεν ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μὲ ἀδίκησαν.
10 καὶ ὄψεται ἡ ἐχθρά μου καὶ περιβαλεῖται αἰσχύνην ἡ λέγουσα πρός με· ποῦ Κύριος ὁ Θεός σου; οἱ ὀφθαλμοί μου ἐπόψονται αὐτήν· νῦν ἔσται εἰς καταπάτημα ὡς πηλὸς ἐν ταῖς ὁδοῖς 10 Αυτήν την ευμένειαν του Θεού προς εμέ, θα τον ίδουν οι εχθροί μου και θα καταισχυνθούν αυτοί, οι οποίοι μέχρι προ ολίγου μου έλεγαν· Που είναι Κυριος ο Θεός σου; Τοτε οι οφθαλμοί μου θα ίδουν το κατάντημα των εχθρών μου. Η παράταξις των εχθρών μου συντετριμμένη και εξουδενωμένη θα πατηθή στους δρόμους, όπως πατείται και ζυμώνεται ο πηλός 10 Καὶ οἱ ἐχθροί μου θὰ ἰδοῦν τὴν εὐμένειαν καὶ χρηστότητα αὐτὴν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἰδικήν μου εὐημερίαν καὶ θὰ κατεντροπιασθοῦν· θὰ κατεντροπιασθοῦν αὐτοί, ποὺ μοῦ ἔλεγαν: «Ποὺ εἶναι Κύριος ὁ Θεός σου;» Τὰ μάτια μου θὰ ἰδοῦν τότε τὴν ἀξιοθρήνητον δυστυχίαν τῶν ἐχθρῶν μου. Καθὼς θὰ εἶναι ἐξουθενωμένοι, θὰ καταπατηθοῦν ἀπὸ ὅλους, ὅπως καταπατεῖται ὁ πηλὸς εἰς τοὺς δρόμους «διὰ νὰ ζυμωθῇ καλύτερα καὶ γίνῃ μαλακώτερος καὶ χρησιμώτερος»
11 ἡμέρας ἀλοιφῆς πλίνθου. ἐξάλειψίς σου ἡ ἡμέρα ἐκείνη, καὶ ἀποτρίψεται νόμιμά σου ἡ ἡμέρα ἐκείνη· 11 κατά την ημέραν, που χρησιμοποιείται εις επίχρισιν οικοδομής πλινθοκτίστου. Η ημέρα εκείνη θα είναι ο εξαφανισμός σου. Οι άδικοι νόμοι και οι θεσμοί σου κατά την ημέραν εκείνην, θα κονιορτοποιηθούν και θα καταργηθούν. 11 κατὰ τὴν ἡμέραν ποὺ θὰ χρισθοῦν οἱ τοῖχοι οἰκοδομῆς κατασκευασμένης ἀπὸ πλίθες. Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην θὰ συμβῇ καὶ ἡ ἐξαφάνισίς σου, καὶ κατ’ αὐτὴν οἱ παράνομοι νόμοι σου θὰ καταλυθοῦν καὶ θὰ ἐξαλειφθοῦν.
12 καὶ αἱ πόλεις σου ἤξουσιν εἰς ὁμαλισμὸν καὶ εἰς διαμερισμὸν ᾿Ασσυρίων καὶ αἱ πόλεις σου αἱ ὀχυραὶ εἰς διαμερισμὸν ἀπὸ Τύρου ἕως τοῦ ποταμοῦ καὶ ἀπὸ θαλάσσης ἕως θαλάσσης καὶ ἀπὸ ὄρους ἕως τοῦ ὄρους· 12 Αι πόλεις σου θα κρημνισθούν, θα γίνουν χωράφια προς διαναμήν μεταξύ των Ασσυρίων. Αι ωχυρωμέναι πόλεις σου από την Τυρον έως τον ποταμόν της Αιγύπτου και από την Νεκράν Θαλασσαν έως την Μεσόγειον Θαλασσαν, από το ένα όρος στο άλλο, θα διανεμηθούν μεταξύ των Ασσυρίων. 12 Οἱ πόλεις σου θὰ κατεδαφισθοῦν καὶ θὰ ἰσοπεδωθοῦν, ἡ δὲ γῆ των θὰ διανεμηθῇ μεταξὺ τῶν Ἀσσυρίων θὰ διανεμηθοῦν ἐπίσης μεταξὺ τῶν Ἀσσυρίων καὶ οἱ ὠχυρωμένες πόλεις σου, ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὴν περιοχήν, ἡ ὁποία ἐκτείνεται ἀπὸ τὴν Τύρον μέχρι τὸν ποταμὸν τῆς Αἰγύπτου «ἢ κατ’ ἄλλην γραφήν: «Ἕως ποταμοῦ Συρίας», δηλαδὴ μέχρι τὸν ποταμὸν Εὐφράτην» καὶ ἀπὸ τὴν εἰς τὰ ἀνατολικὰ Νεκρὰν θάλασσαν μέχρι τὴν πρὸς τὰ δυτικὰ Μεσόγειον θάλασσαν καὶ ἀπὸ τοῦ ἑνὸς ὄρους μέχρι τοῦ ἄλλου (δηλαδὴ ἀπὸ τὸ ὄρος Κάρμηλον μέχρι τὸ ὄρος Λίβανος».
13 καὶ ἔσται ἡ γῆ εἰς ἀφανισμὸν σὺν τοῖς κατοικοῦσιν αὐτὴν ἀπὸ καρπῶν ἐπιτηδευμάτων αὐτῶν. - 13 Ολη αυτή η χώρα θα παραδοθή εις όλεθρον μαζή με τους κατοίκους της· και η καταστροφή αυτή θα είναι καρπός της πονηράς ζωής των. 13 Ὅλη δὲ αὐτὴ ἡ χώρα θὰ παραδοθῇ εἰς καταστροφὴν καὶ ἐξολόθρευσιν μαζὶ μὲ ὅσους κατοικοῦν εἰς αὐτὴν ὁ ἀφανισμὸς αὐτὸς εἶναι οἱ πικροὶ καρποὶ τῶν πονηρῶν ἔργων των.
14 Ποίμανε λαόν σου ἐν ράβδῳ σου, πρόβατα κληρονομίας σου, κατασκηνοῦντας καθ᾿ ἑαυτοὺς δρυμὸν ἐν μέσῳ τοῦ Καρμήλου· νεμήσονται τὴν Βασανῖτιν καὶ τὴν Γαλλαδῖτιν καθὼς αἱ ἡμέραι τοῦ αἰῶνος. 14 Ω Κυριε, ποίμανε και οδήγησε τον λαόν σου με την πουμαντικήν σου ράβδον, τα πρόβατα αυτά της κληρονομίας σου· αυτούς, που φοβισμένοι τώρα έχουν καταφύγει και κατασκηνώσει εις δρυμούς ανάμεσα στο Καρμηλον όρος. Οδήγησε τα πρόβατά σου να βοσκήσουν εις την χώραν Βασάν και Γαλαάδ, όπως έπραττες και κατά τους προπαρελθόντας χρόνους. 14 Κύριε, ποίμαινε, κυβέρνα τὸν λαόν σου μὲ τὴν ποιμαντικήν σου ράβδον, τὰ πρόβατα αὐτὰ τῆς κληρονομίας σου «τὸν περιούσιον λαόν σου», τὰ ὁποῖα ζοῦν ἀπομονωμένα καὶ χωρισμένα ἀπὸ τοὺς ἄλλους λαοὺς εἰς τὰ δάση, ποὺ εὑρίσκονται ἀνάμεσα εἰς τὸ ὄρος Κάρμηλον. Ἂς βοσκήσουν καὶ ἂς καρπωθοῦν τὴν χώραν Βασάν καὶ Γαλαάδ, ὅπως ἔκαμναν καὶ εἰς τὰ παλαιοτέρα χρόνια.
15 καὶ κατὰ τὰς ἡμέρας ἐξοδίας σου ἐξ Αἰγύπτου ὄψεσθε θαυμαστά. 15 Και ο Κυριος λέγει· “θα ιδήτε ημέρας θαυμαστάς, όπως κατά την εποχήν εκείνην, που είχατε εξέλθει ελεύθεροι από την Αίγυπτον. 15 «Ὁ Κύριος συγκατατίθεται εἰς τὸ αἴτημα τοῦ λαοῦ του καὶ λέγει:» Ὅπως κατὰ τὴν περίοδον τῆς ἐξόδου σας ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, ἔτσι καὶ τώρα, ποὺ θὰ ἐπιστρέφετε ἀπὸ τὴν Βαβυλῶνα, θὰ ἰδῆτε πολλὰ θαύματα.
16 ὄψονται ἔθνη καὶ καταισχυνθήσονται ἐκ πάσης τῆς ἰσχύος αὐτῶν, ἐπιθήσουσι χεῖρας ἐπὶ τὸ στόμα αὐτῶν, τὰ ὦτα αὐτῶν ἀποκωφωθήσεται, 16 Ολα τα έθνη θα ίδουν την δόξαν σας και θα κατεντροπιασθούν παρ' όλην την δύναμίν των. Θα θέσουν τα χέρια των στο στόμα των, δια να μη ομιλήσουν πλέον, θα κουφαθούν τα αυτιά των από τους αλαλαγμούς της χαράς σας. 16 Οἱ ἐθνικοὶ λαοὶ θὰ ἰδοῦν τὰ θαυμαστὰ αὐτὰ ἔργα καὶ θὰ κατεντροπιασθοῦν, παρ' ὅλην τὴν μεγάλην δύναμιν, τὴν ὁποίαν ἔχουν. Θὰ μείνουν κατάπληκτοι ἀπὸ ὅσα θὰ βλέπουν, ὥστε θὰ βάλουν τὰ χέρια των εἰς τὸ στόμα των, θὰ ἀποστομωθοῦν, χωρὶς νὰ τολμοῦν νὰ εἰποῦν λόγια ἀνάρμοστα ἐναντίον σας. Ἐπίσης τὰ αὐτιά των θὰ κουφαθοῦν ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὰ ξεσπάσματα τῆς μεγάλης χαρᾶς, ποὺ θὰ προκαλοῦν τὰ ἀλλεπάλληλα γεγονότα, τὰ ὁποῖα ἐργάζεται ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ.
17 λείξουσι χοῦν ὡς ὄφεις σύροντες γῆν, συγχυθήσονται ἐν συγκλεισμῷ αὐτῶν· ἐπὶ τῷ Κυρίῳ Θεῷ ἡμῶν ἐκστήσονται καὶ φοβηθήσονται ἀπὸ σοῦ. 17 Θα γλύψουν το χώμα ωσάν τα φίδια, που σύρονται εις την γην. Θα περιπέσουν εις σύγχυσιν, φοβισμένοι θα κλεισθούν εις τας πόλεις των. Κατάπληκτοι θα μείνουν εμπρός εις τα μεγάλα έργα του Κυρίου και Θεού μας. Φοβος και τρόμος θα τους καταλάβη ενώπιόν σου”. 17 Θὰ κυριευθοῦν ἀπὸ τόσον μεγάλον φόβον καὶ τρόμον, ὥστε νὰ μὴ τολμοῦν να εἴπουν κάτι· ὑπὸ τὸ κράτος τέτοιου φόβου θὰ ταπεινωθοῦν τόσον πολύ, ὥστε θὰ σύρωνται κατὰ γῆς, διὰ νὰ γλείψουν μὲ τὴν γλῶσσαν των τὸ χῶμα ὅπως τὰ φίδια, ποὺ σύρονται εἰς τὴν γῆν. Θὰ καταντήσουν εἰς σύγχυσιν μεγάλην καὶ φοβισμένοι θὰ κλεισθοῦν εἰς τὶς πόλεις των. Θὰ ἐκπλαγοῦν τόσον, ὥστε θὰ ἀλλάξουν ὄψιν, διὰ τὰ θαυμαστὰ ἔργα, ποὺ εἰργάσθη ὁ Θεὸς κατὰ τὴν ἄφατόν του φιλανθρωπίαν καὶ διὰ τὸ πῶς ἠλέησε αὐτούς, οἱ ὁποῖοι τὸν παρώργισαν τόσον πολὺ μὲ τὶς ἁμαρτίες των. Φόβος καὶ τρόμος θὰ τοὺς κυριεύσῃ ἐνώπιόν σου.
18 τίς Θεὸς ὥσπερ σύ; ἐξαίρων ἀνομίας καὶ ὑπερβαίνων ἀσεβείας τοῖς καταλοίποις τῆς κληρονομίας αὐτοῦ καὶ οὐ συνέσχεν εἰς μαρτύριον ὀργήν αὐτοῦ, ὅτι θελητὴς ἐλέους ἐστίν. 18 Και ευγνώμων ο λαός θα αναφωνήση· Ποιός άλλος Θεός είναι όπως συ, Κυριε; Συ συγχωρείς τας ανομίας, αντιπαρέρχεσαι με μακροθυμίαν τας ασεβείας των Ιουδαίων, που έχουν απομείνει· του λαού αυτού, που είναι ιδιαιτέρα ιδική σου κληρονομία. Ο Θεός δεν θα εξαπολύση πλέον την δικαίαν οργήν του εναντίον μας, διότι είναι ελεήμων. 18 «Ὁ λαὸς γεμᾶτος εὐγνωμοσύνην αἰνεῖ τὸν Θεὸν καὶ λέγει:» Ποῖος ἄλλος θεὸς εἶναι ἀγαθὸς καὶ ἀμνησίκακος, ὅπως εἶσαι Σύ, Κύριε; Σὺ συγχωρεῖς, ἐξαλείφεις, ἀφανίζεις ἀνομίες καὶ μὲ μακροθυμίαν παραβλέπεις τὶς ἀσέβειες τῶν Ἰουδαίων ἐκείνων, ποὺ ἐναπέμειναν ἀπὸ τὸν περιούσιον λαόν σου, τὸν ὁποῖον εὐδόκησες νὰ ἐπαναφέρῃς ἀπὸ τὴν Βαβυλώνιον αἰχμαλωσίαν. Δὲν ἐκράτησεν ὁ Κύριος καὶ δὲν ἐφύλαξε τὴν δικαίαν ὀργὴν του ὡς ἔλεγχον καὶ μαρτύρων «μέχρι τέλους» τῆς παρανομίας τοῦ λαοῦ του, διότι εἶναι μᾶλλον ἐλεήμων, παρὰ ἐλεγκτὴς καὶ τιμωρός.
19 αὐτὸς ἐπιστρέψει καὶ οἰκτειρήσει ἡμᾶς, καταδύσει τὰς ἀδικίας ἡμῶν καὶ ἀπορριφήσονται εἰς τὰ βάθη τῆς θαλάσσης, πάσας τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν. 19 Αυτός θα επιστρέψη και θα μας ελεήση, θα καταποντίση τας αδικίας μας. Ολαι αι αμαρτίαι μας θα απορριφθούν εις τα βάθη της θαλάσσης. 19 Ὁ Κύριος θὰ ἐπιστρέψῃ, θὰ μᾶς ἐυσπλαγχνισθῇ καὶ θὰ μᾶς ἐλεήσῃ καὶ θὰ καταβυθίσῃ τὶς ἀδικίες μας εἰς τὸν ἀπύθμενον βυθὸν τῆς λήθης· ὅλες δὲ οἱ ἁμαρτίες μας θὰ ἀπορριφθοῦν εἰς τὰ βάθη τῆς θαλάσσης καὶ ἔτσι θὰ ἐξαφανισθοῦν ἐντελῶς καὶ θὰ λησμονηθοῦν παντελῶς.
20 δώσει εἰς ἀλήθειαν τῷ ᾿Ιακώβ, ἔλεον τῷ ῾Αβραάμ, καθότι ὤμοσας τοῖς πατράσιν ἡμῶν κατὰ τὰς ἡμέρας τὰς ἔμπροσθεν. 20 Θα δώση την αλήθειάν του στον Ιακώβ, το έλεός του στον Αβραάμ, όπως είχεν ορκισθή στους προγόνους μας κατά τους προηγουμένους καιρούς. 20 Ὁ Κύριος θὰ ἐνεργήσῃ ὅλα αὐτά, ὥστε νὰ ἐπαληθευθοῦν, ὅσα εἶχεν ὑποσχεθῆ εἰς τὸν Ἰακώβ, διὰ νὰ δείξῃ ὅτι ἐλεεῖ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τοὺς ἀπογόνούς του, ὅπως εἶχεν ὁρκισθῇ εἰς τοὺς πατέρας μας αὐτούς, τοὺς Πατριάρχας, κατὰ τὰ παλαιὰ χρόνια, ποὺ προηγήθησαν τῶν ἰδικῶν μας.