Σάββατο, 12 Οκτωβρίου 2024
Ανατ: 07:31
Δύση: 18:53
Σελ. 10 ημ.
286-80
16ος χρόνος, 6083η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΙΧΑΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (Δ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἔσται ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν ἐμφανὲς τὸ ὄρος Κυρίου, ἕτοιμον ἐπὶ τὰς κορυφὰς τῶν ὀρέων, καὶ μετεωρισθήσεται ὑπεράνω τῶν βουνῶν· καὶ σπεύσουσι πρὸς αὐτὸ λαοί, 1 Εις τους τελευταίους όμως καιρούς με την ανατολήν της νέας περιόδου, περιόδου της χάριτος, θα γίνη φανερόν το όρος του ναού του Κυρίου ωραίον και περίβλεπτον από τας κορυφάς των ορέων, και θα υψωθή υπεράνω από τα βουνά. Προς αυτό δε θα σπεύσουν όλοι οι λαοί της γης. 1 Θὰ συμβῇ δὲ τὸ ἑξῆς: Κατά τις τελευταῖες ἡμέρες τῆς Μωσαϊκῆς οἰκονομίας, ὅταν τὴν οἰκονομίαν αὐτὴν πρόκειται νὰ ἀντικαταστήσει ἡ νέα περίοδος τοῦ Μεσσία, θὰ γίνῃ περίοπτον, πασίδηλον καὶ ἔνδοξον τὸ ὄρος τοῦ Κυρίου, ὁλοφάνερὸν καὶ ὡραῖον εἰς τὶς κορυφὲς τῶν βουνῶν, καὶ θὰ ὑψωθῆ ἐπάνω ἀπὸ ὅλα τὰ ὑψώματα· καὶ τότε θὰ βιασθοῦν νὰ τρέξουν πρὸς αὐτὸ ὅλοι οἱ λαοὶ τῆς γῆς·
2 καὶ πορεύσονται ἔθνη πολλὰ καὶ ἐροῦσι· δεῦτε, ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος Κυρίου καὶ εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ ᾿Ιακώβ, καὶ δείξουσιν ἡμῖν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ, καὶ πορευσόμεθα ἐν ταῖς τρίβοις αὐτοῦ· ὅτι ἐκ Σιὼν ἐξελεύσεται νόμος καὶ λόγος Κυρίου ἐξ ῾Ιερουσαλήμ. 2 Πολλά έθνη θα μεταβούν εκεί και θα λέγουν αναμεταξύ των· Ελάτε, ας αναβώμεν στο όρος Κυρίου, στον οίκον, οπού ευρίσκεται ο ναός του Θεού Ιακώβ. Αυτοί θα δείξουν και εις ημάς τον δρόμον αυτού και θα πορευθώμεν μαζή των τας οδούς. Διότι από την Σιών θα εξέλθη και θα διαγγελθή ο νέος Νομος και ο λόγος του Κυρίου από την Ιερουσαλήμ. 2 τότε πολλὰ ἔθνη θὰ πορευθοῦν ἐκεῖ καὶ προτρέποντα τὸ ἕνα τὸ ἄλλο θὰ λέγουν: «Ἐμπρός, ἂς ἀνεβοῦμε εἰς τὸ ὄρος τοῦ Κυρίου καὶ εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ Ἰακώβ. Ἐκεῖ θὰ μᾶς ὑποδείξουν καὶ θὰ μᾶς διδάξουν τὶς ἐντολές Του καὶ ἠμεῖς θὰ συμμορφωθῶμεν καὶ θὰ βαδίσωμεν εἰς τοὺς ὁμαλοὺς καὶ εὐθεῖς δρόμους τῶν ἐντολῶν Του. Διότι ἀπὸ τὴν «νέαν» Σιὼν θὰ ἐξέλθῃ «νέος» νόμος, καὶ λόγος Κυρίου θὰ κηρυχθῇ ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ».
3 καὶ κρινεῖ ἀνὰ μέσον λαῶν πολλῶν καὶ ἐξελέγξει ἔθνη ἰσχυρὰ ἕως εἰς μακράν, καὶ κατακόψουσι τὰς ρομφαίας αὐτῶν εἰς ἄροτρα καὶ τὰ δόρατα αὐτῶν εἰς δρέπανα, καὶ οὐκέτι μὴ ἀντάρῃ ἔθνος ἐπ᾿ ἔθνος ρομφαίαν, καὶ οὐκέτι μὴ μάθωσι πολεμεῖν. 3 Ο λόγος αυτός, ο νέος Νομος του Θεού, θα κρίνη μεταξύ πολλών λαών και θα ελέγξη την ζωήν μεγάλων και ισχυρών εθνών, έως τα πλέον απομεμακρυσμένα άκρα της οικουμένης. Τοτε οι λαοί αυτοί επηρεασμένοι από τον Νομον της Χαριτος, θα κατακόψουν εις τεμάχια τας ρομφαίας των και θα τας μεταβάλουν εις άροτρα και τα πολεμικά αυτών δόρατα θα τα μεταβάλουν εις θεριστικά δρεπάνια. Και δεν θα σηκώση πλέον το ένα έθνος εναντίον του άλλου φονικήν ρομφαίαν και δεν θα μάθουν πλέον οι λαοί να πολεμούν ο ένας τον άλλον. 3 Καὶ «ὁ νέος αὐτὸς λόγος καὶ νόμος» θὰ κρίνῃ μεταξὺ λαῶν πολλῶν, ἀναγνωριζόμενος ἀπὸ αὐτὰ ὡς ἀνώτατος νομοθέτης καὶ κριτῆς, καὶ θὰ ἐλέγξῃ ὡς κυρίαρχος ἔθνη ἰσχυρὰ ἕως εἰς τὰ πλέον μακρινὰ σημεῖα τῆς γῆς. Τότε οἱ λαοὶ αὐτοὶ θὰ κατακόψουν τὰ πλατιὰ καὶ μεγάλα ἀμφίστομα σπαθιά των καὶ θὰ τὰ σφυρηλατήσουν εἰς ἀγροτικὰ ἀλέτρια· καὶ τὰ πολεμικά των δόρατα θὰ τὰ μετατρέψουν εἰς θεριστικὰ δρεπάνια. Καὶ πλέον δὲν θὰ σηκώσουν τὸ ἕνα ἔθνος ἐναντίον τοῦ ἄλλου τὰ πλατιὰ καὶ μεγάλα ἀμφίστομα πολεμικὰ σπαθιά των καὶ δὲν θὰ μαθαίνουν πλέον τὰ ἔθνη πῶς να πολεμοῦν τὸ ἕνα κατὰ τοῦ ἄλλου.
4 καὶ ἀναπαύσεται ἕκαστος ὑποκάτω ἀμπέλου αὐτοῦ καὶ ἕκαστος ὑποκάτω συκῆς αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἔσται ὁ ἐκφοβῶν, διότι τὸ στόμα Κυρίου παντοκράτορος ἐλάλησε ταῦτα. 4 Καιροί ειρήνης θα επικρατήσουν και ο καθένας θα αναπαύεται κάτω από την κληματαριάν του και κάτω από την συκήν του. Κανείς δεν θα τους εκφοβίζη πλέον. Αυτά θα πραγματοποιηθούν, διότι το στόμα του Κυρίου παντοκράτορας το προανήγγειλε. 4 Ἀλλὰ κάθε ἄνθρωπος θὰ ἀναπαύεται ἀμέριμνος καὶ ἥσυχος κάτω ἀπὸ τὴν κληματαριά του καὶ κάτω ἀπὸ τὴν συκιά του· καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ κανείς, ποὺ νὰ τοὺς ἐκφοβίζῃ καὶ νὰ τοὺς ἀπειλή. Ὅλα δὲ αὐτὰ θὰ πραγματοποιηθοῦν ὁπωσδήποτε, διότι τὸ ἀξιόπιστον στόμα τοῦ παντοκράτορος Κυρίου τὰ εἶπεν αὐτά.
5 ὅτι πάντες οἱ λαοὶ πορεύσονται ἕκαστος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ, ἡμεῖς δὲ πορευσόμεθα ἐν ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν εἰς τὸν αἰῶνα καὶ ἐπέκεινα. 5 Προηγουμένως όμως όλα τα έθνη θα βαδίζουν το καθένα τον δρόμον του ιδικού των Θεού, ενώ ημείς οι Ισραηλίται θα κατευθύνωμεν την ζωήν μας εν ονόματι Κυρίου του Θεού ημών, στον αιώνα και πέραν του αιώνος. 5 Πρὶν ὅμως ἀπὸ τὶς εἰρηνικὲς καὶ εὐτυχεῖς αὐτὲς ἡμέρες, ὅλοι οἱ ἄλλοι λαοὶ θὰ βαδίζουν εἰς τὴν πλάνην, ὁ καθένας σύμφωνα μὲ τὸν νόμον τοῦ ἰδικοῦ των θεοῦ, ἐνῷ ἡμεῖς, ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ «ὁ νέος Ἰσραὴλ τῆς χάριτος), θὰ βαδίζωμεν καὶ θὰ προχωρῶμεν ἐνισχυόμενοι διὰ τοῦ ἀκαταγωνίστου ὀνόματος Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας εἰς τὸν αἰῶνα καὶ πέραν τοῦ αἰῶνος, δηλαδὴ εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας.
6 ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, λέγει Κύριος, συνάξω τὴν συντετριμμένην καὶ τὴν ἐξωσμένην εἰσδέξομαι καὶ οὓς ἀπωσάμην· 6 Κατά την εποχήν εκείνην, λέγει ο Κυριος, θα συγκεντρώσω την συντετριμμένην από την αιχμαλωσίαν φυλήν του Ισραήλ, και την εξωρισμένην από την πατρίδα της θα δεχθώ και πάλιν, θα δεχθώ όλους εκείνους, τους οποίους προηγουμένως απεμάκρυνα. 6 Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην «τὴν ἐποχὴν τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσίου», λέγει ὁ Κύριος, θὰ συνάξω καὶ θὰ συγκεντρώσω αὐτούς, ποὺ ἔχουν συντριβῆ ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν, καὶ θὰ δεχθῶ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ αὐτούς, ποὺ ἔδιωξα λόγῳ τῆς εἰδωλολατρίας, καὶ αὐτούς, τοὺς ὁποίους ἀπέρρριψα καὶ ἀπεμάκρυνα.
7 καὶ θήσομαι τὴν συντετριμμένην εἰς ὑπόλειμμα καὶ τὴν ἀπωσμένην εἰς ἔθνος δυνατόν, καὶ βασιλεύσει Κύριος ἐπ᾿ αὐτοὺς ἐν ὄρει Σιὼν ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως εἰς τὸν αἰῶνα. 7 Από την φυλήν αυτήν, που έχει συντριβή από τας δεινάς δοκιμασίας, θα λάβω τους απομείναντας και από εκείνους τους οποίους εγώ απεμάκρυνα, θα συνθέσω έθνος ισχυρόν. Βασιλεύς αυτών θα είναι ο Κυριος στο όρος Σιών από του νυν και έως του αιώνος. 7 Καὶ ἀπὸ αὐτούς, ποὺ ἔχουν συντριβῆ καὶ καταταλαιπωρηθῇ, θὰ λάβω ὅσους ἔχουν ἀπομείνει· καὶ τόσον ἀπὸ αὐτούς, ὅσον καὶ ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἀπέρριψα καὶ ἀπεμάκρυνα, θὰ συνθέσω καὶ θὰ ἀναδείξω ἔθνος ἰσχυρόν. Καὶ βασιλιᾶς των θὰ εἶναι ὁ Κύριος, μὲ ἔδραν τὸ ὄρος Σιών, εἰς τὸ ἑξῆς καὶ ἕως εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας.
8 καὶ σὺ πύργος ποιμνίου αὐχμώδης, θύγατερ Σιών, ἐπὶ σὲ ἥξει καὶ εἰσελεύσεται ἡ ἀρχὴ ἡ πρώτη, βασιλεία ἐκ Βαβυλῶνος τῇ θυγατρὶ ῾Ιερουσαλήμ. - 8 Προηγουμένως όμως συ, κόρη μου Σιών, άγρυπνος φρουρός του ποιμνίου μου, θα γίνης κατάξηρη και έρημος. Θα βαδίση εναντίον σου εχθρός, θα εισελθη εις την περιοχήν σου η πρώτη και μεγάλη συμφορά, βασιλεία από την Βαβυλώνα, εναντίον της θυγατρός Ιερουσαλήμ. 8 Ὅμως μέχρι τῆς ἡμέρας ἐκείνης σύ, θυγατέρα μου Σιὼν «Ἱερουσαλήμ», ποὺ ἤσουν κάποτε πύργος καὶ καταφύγιον ἀσφαλὲς τοῦ ποιμνίου μου «τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ», θὰ γίνῃς κατάξερη, δυστυχὴς καὶ ἀθλία, διότι θὰ σὲ κτυπήσῃ μεγάλη συμφορά· ἐναντίον τῆς θυγατέρας μου Ἱερουσαλὴμ θὰ βαδίσῃ καὶ θὰ εἰσβάλῃ εἰς τὴν περιοχήν της ὁ πρῶτος βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος, ὁ Ναβουχοδονόσορ «ὁ ὁποῖος θὰ ἐξορμήσῃ ἀπὸ τὴν Βαβυλῶνα».
9 Καὶ νῦν ἱνατί ἔγνως κακά; μὴ βασιλεὺς οὐκ ἦν σοι; ἢ ἡ βουλή σου ἀπώλετο ὅτι κατεκράτησάν σου ὠδῖνες ὡς τικτούσης; 9 Και τώρα σε ερωτώ· Διατί εγεύθης και γεύεσαι αυτάς τας συμφοράς; Μηπως δεν υπήρχεν εις σε βασιλεύς· Μηπως εχάθησαν οι ορθοφρονούντες σύμβουλοί σου και σε εκυρίευσαν θλίψεις μεγάλαι, ωσάν ωδίνες τοκετού; 9 Καὶ τώρα σὲ ἐρωτῶ: Διατὶ ἐδοκίμασες καὶ δοκιμάζεις τόσες θλίψεις καὶ συμφορές; Μήπως δὲν εἶχες βασιλιᾶ, ὁ ὁποῖος νὰ ἡγῆται εἰς τοὺς πολέμους κατὰ τῶν ἐχθρῶν σου; Ἢ μήπως ἔχασες τοὺς πνευματικοὺς καὶ σοφοὺς συμβούλους σου καὶ διὰ τοῦτο σὲ ἐκυρίευσαν πόνοι δυνατοὶ καὶ θλίψεις, οἱ ὁποῖοι εἶναι τόσον ὀδυνηροί, ὅσον οἱ ὠδῖνες τοῦ τοκετοῦ;
10 ὤδινε καὶ ἀνδρίζου καὶ ἔγγιζε, θύγατερ Σιών, ὡς τίκτουσα· διότι νῦν ἐξελεύσῃ ἐκ πόλεως καὶ κατασκηνώσεις ἐν πεδίῳ καὶ ἥξεις ἕως Βαβυλῶνος· ἐκεῖθεν ρύσεταί σε καὶ ἐκεῖθεν λυτρώσεταί σε Κύριος ὁ Θεός σου ἐκ χειρὸς ἐχθρῶν σου. 10 Πλησίασε, υπόμεινε ακόμη τας ωδίνας σου, δείξε ανδρείαν, κόρη Σιών, όπως η επίτοκος γυναίκα, διότι θα φύγης βεβαίως από τας πόλεις της πατρίδος σου, θα κατασκήνωσης στο ύπαιθρον και θα φθάσης εξόριστος μέχρι και της Βαβυλώνος. Αλλά από εκεί θα σε γλυτώση ο Κυριος, θα σε ελευθερώση Κυριος ο Θεός σου από τα χέρια των εχθρών σου. 10 Ἐπειδὴ λοιπὸν ἔχεις βοηθηθῆ ἀπὸ τὸν βασιλιᾶ καὶ τοὺς συμβούλους σου, ἐτοιμάσου νὰ ὑπομείνῃς τοὺς δυνατοὺς αὐτοὺς πόνους· ἀγωνίσου μὲ θάρρος καὶ γενναιότητα ὡς ἄνδρας, θυγατέρα μου Σιών, ὥστε νὰ ὑπομένῃς τὶς ὠδῖνες αὐτές, ὅπως τὶς ὑπομένει ἡ γυναῖκα, τῆς ὁποίας πλησιάζει ἡ ὥρα τοῦ τοκετοῦ. Διότι μὴ περιμένεις ἀπαλλαγὴν ἀπὸ τοὺς πόνους καὶ τὶς θλίψεις αὐτές. Ἐπειδὴ μετ’ ὀλίγον χρόνον ἡ Ἱερουσαλὴμ θὰ ἀλωθῇ καὶ σὺ «ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς» θὰ ἐξέλθῃς ἀπὸ αὐτήν, θὰ κατασκηνώσῃς εἰς τὸ ὕπαιθρον καὶ θὰ φθάσῃς αἰχμάλωτος μέχρι τὴν Βαβυλῶνα. Ὅμως ἀπὸ ἐκεῖ θὰ σὲ ἀπαλλάξῃ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ θὰ σὲ λυτρώσῃ ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν σου ὁ Κύριος, ὁ Θεός σου.
11 καὶ νῦν ἐπισυνήχθησαν ἐπὶ σὲ ἔθνη πολλὰ οἱ λέγοντες· ἐπιχαρούμεθα, καὶ ἐπόψονται ἐπὶ Σιὼν οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν. 11 Τωρα όμως έχουν συγκεντρωθή εναντίον σου έθνη πολλά, τα οποία και λέγουν· Ας χαρώμεν με την καταστροφήν της. Τα μάτια μας θα ίδουν και θα απολαύσουν τον όλεθρόν της. 11 Τώρα ὅμὼς ἔχουν συγκεντρωθῇ ἐναντίον σου πολλὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη, τὰ ὁποῖα λέγουν; «Ἂς χαροῦμε διὰ τὴν συμφορὰν καὶ τὴν καταστροφήν· τὰ μάτια μας ἂς χαροῦν καὶ ἂς ἀπολαύσουν τὸ θέαμα ποὺ ἤθελαν, δηλαδὴ τὴν καταστροφὴν τῆς Σιών»!
12 αὐτοὶ δὲ οὐκ ἔγνωσαν τὸν λογισμὸν Κυρίου καὶ οὐ συνῆκαν τὴν βουλὴν αὐτοῦ, ὅτι συνήγαγεν αὐτοὺς ὡς δράγματα ἅλωνος. 12 Τα έθνη όμως αυτά δεν αντελήφθησαν την σκέψιν και το σχέδιον του Κυρίου· δεν ενόησαν, ποιά ήτο η θέλησίς του, ότι δηλαδή αυτός τους εμάζευσε, όπως μαζεύει ο γεωργός τα δεμάτια στο αλώνι. 12 Καὶ οἱ μὲν ἐχθροὶ ἔτσι θὰ ἐπιπέσουν ἐνάντιον σου. Δὲν ἐνόησαν ὅμως ὅτι ὅλα αὐτὰ ἦσαν παραχώρησις Θεοῦ. Δὲν ἐνόησαν τὴν σκέψιν, τὴν ἀπόφασιν καὶ τὸ σχέδιον τῆς προνοίας τοῦ Κυρίου, οὔτε ἐκατάλαβαν τὸ ἅγιον θέλημά του· ὅτι δηλαδὴ μὲ ὅλα αὐτὰ ὁ πάνσοφος Θεὸς τοὺς συνεκέντρωσεν ἐναντίον σου, ὅπως μαζεύει ὁ γεωργὸς τὰ δεμάτια του εἰς τὸ ἁλῶνι, διὰ νὰ τὰ ἁλωνίσῃ.
13 ἀνάστηθι, καὶ ἀλόα αὐτούς, θύγατερ Σιών, ὅτι τὰ κέρατά σου θήσομαι σιδηρᾶ καὶ τὰς ὁπλάς σου θήσομαι χαλκᾶς, καὶ κατατήξεις ἐν αὐτοῖς ἔθνη καὶ λεπτυνεῖς λαοὺς πολλοὺς καὶ ἀναθήσεις τῷ Κυρίῳ τὸ πλῆθος αὐτῶν καὶ τὴν ἰσχὺν αὐτῶν τῷ Κυρίῳ πάσης τῆς γῆς. 13 Μη φοβείσαι, κόρη μου Σιών· σήκω και αλώνισέ τους. Σιδερένια θα κάμω τα κέρατά σου εναντίον των και χαλκίνας τας οπλάς των ποδιών σου. Με αυτάς θα λυώσης τα έθνη, θα κονιορτοποιήσης πολλούς λαούς. Επειτα δε θα αφιερώσης στον Κυριον όλον το πλήθος και την δύναμίν των, στον Θεόν και Κυριον όλης της γης. 13 Σήκω ἐπάνω, θυγατέρα μου Σιών, σὺ ποὺ νομίζεις ὅτι εἶσαι νεκρά· σήκω ἐπάνω καὶ ἁλώνισε τούς, καταπατώντας καὶ συντρίβοντάς τους. Διότι τὰ κέρατά σου θὰ τὰ καταστήσω ἰσχυρά, ὅπως τὸν σίδηρον, καὶ τὶς ὁπλὲς τῶν ποδιῶν σου θὰ τὶς καταστήσω ἰσχυρὲς καὶ σκληρές, ὅπως τὸν χαλκόν. Δηλαδὴ θὰ σοῦ δῶσω δύναμιν ἀκαταμάχητον, ὥστε μὲ αὐτὴν νὰ λειώσῃς ὁλωσδιόλου τὰ ἔθνη καὶ νὰ συντρίψῃς σὰν λεπτὸν χνούδι λαοὺς πολλούς, δηλαδὴ νὰ τοὺς ἀφανίσῃς ἐντελῶς. Ὅλον δὲ αὐτὸ τὸ πλῆθος τῶν ἐχθρῶν θὰ τὸ ἀφιερώσῃς εἰς τὸν Κύριον καὶ ὅλην τὴν δύναμίν των εἰς τὸν Κύριον ὅλης τῆς γῆς.
14 νῦν ἐμφραχθήσεται θυγάτηρ ᾿Εφραὶμ ἐν φραγμῷ, συνοχὴν ἔταξεν ἐφ᾿ ἡμᾶς, ἐν ράβδῳ πατάξουσιν ἐπὶ σιαγόνα τὰς φυλὰς τοῦ ᾿Ισραήλ. 14 Τωρα όμως θα περικυκλωθή ως δια ισχυρού φραγμού ο ισραηλιτικός λαός. Συνοχήν, κλοιόν γύρω από ημάς θα στήσουν οι εχθροί. Με ράβδους θα κτυπούν τας σιαγόνας των Ισραηλιτών. 14 Τώρα ὅμως θὰ συμβῇ τοῦτο: Θὰ περικυκλωθῇ καὶ θὰ πολιορκηθῇ στενὰ ὡσὰν μὲ φραγμὸν ἡ θυγατέρα τοῦ Ἐφραίμ «ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός». Οἱ ἐχθροὶ θὰ μᾶς πολιορκοῦν πολὺ στενὰ καὶ θὰ μᾶς πιέζουν πρὸς μεγίστην δὲ ἀτιμίαν καὶ προβολὴν θὰ κτυποῦν μὲ ραβδὶ τὶς σιαγόνες τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.