Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΙΧΑΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΓΕΝΟΝΤΟ λογιζόμενοι κόπους καὶ ἐργαζόμενοι κακὰ ἐν ταῖς κοίταις αὐτῶν καὶ ἅμα τῇ ἡμέρᾳ συνετέλουν αὐτά, διότι οὐκ ᾖραν πρὸς τὸν Θεὸν χεῖρας αὐτῶν. 1 Οι κάτοικοί σου εσυλλογίζοντο και κατέστρωναν πονηρά σχέδια. Εξαπλωμένοι εις τας κλίνας των κατά την εσπέραν εσχεδίαζαν κακά εναντίον των άλλων. Και όταν ήρχετο η ημέρα τα επραγματοποιούσαν, διότι δεν εσήκωναν ικετευτικάς τας χείρας των προς τον Θεόν. 1 Όλα, ὅσα ἀνεφέρθησαν «εἰς τὸ προηγούμενον κεφάλαιον», θὰ τὰ πάθουν, διότι οἱ ἰσχυροὶ καὶ οἱ ἄρχοντες ἐσχεδίαζαν παράνομα καὶ πῶς θὰ προκαλέσουν κάποιαν κόπωσιν καὶ κάκωσιν· ἀκόμη καὶ τὴν νύκτα ξαπλωμένοι εἰς τὰ κρεββάτια των ἐπρομελετοῦσαν τὴν πονηρίαν, μόλις δὲ ἀνέτελλεν ἡ ἡμέρα, ἐκτελοῦσαν χωρὶς καμμίαν ἀναβολὴν τὰ κακοῦργα σχέδιά των, διότι δὲν ἐσήκωναν τὰ χέρια των μὲ ἅγιον πόθον εἰς ἱκεσίαν τοῦ Θεοῦ, ὅπως κάμνουν οἱ εὐσεβεῖς.
2 καὶ ἐπεθύμουν ἀγροὺς καὶ διήρπαζον ὀρφανοὺς καὶ οἴκους κατεδυνάστευον καὶ διήρπαζον ἄνδρα καὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ, ἄνδρα καὶ τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ. 2 Επιθυμούσαν αγρούς και τους ήρπαζαν από τα ορφανά. Κατεδυνάστευαν οικογενείας, ελήστευαν ανθρώπους, ήρπαζαν και οικειοποιούντο τα σπίτια των, έπαιρναν ως αιχμάλωτον τον άνδρα και ως ιδιακτησίαν των την κληρονομίαν του. 2 Αὐτοὶ ἐζήλευαν τὰ χωράφια τῶν ἀδυνάτων καὶ εἶχαν σφοδρὰν ἐπιθυμίαν νὰ τὰ ἀρπάξουν· ἅρπαζαν τὶς περιουσίες τῶν ὀρφανῶν καὶ κατεπίεζαν τὶς οἰκογένειες· μὲ συκοφαντίες ἅρπαζαν ἀνθρώπους καὶ τοὺς καθιστοῦσαν δούλους των, τὰ σπίτια των δὲ καὶ τὴν περιουσίαν των τὰ ἐλεηλατοῦσαν καὶ τὰ ἔκαναν ἰδικά τους.
3 διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ λογίζομαι ἐπὶ τὴν φυλὴν ταύτην κακά, ἐξ ὧν οὐ μὴ ἄρητε τοὺς τραχήλους ὑμῶν καὶ οὐ μὴ πορευθῆτε ὀρθοὶ ἐξαίφνης, ὅτι καιρὸς πονηρός ἐστιν. 3 Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος· “ιδού εγώ έχω σκεφθή και αποφασίσει να αποστείλω τιμωρίας εναντίον της φυλής αυτής, βαρύν ζυγόν, ώστε να μη ημπορέσετε εξ αιτίας του να σηκώσετε τον τράχηλόν σας. Δεν θα βαδίσετε πλέον ελεύθεροι και όρθιοι, διότι ήλθεν ο καιρός της τιμωρίας σας. 3 Δι’ ὅλες αὐτὲς τὶς παρανομίες των αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: «Ἐπειδὴ αὐτοὶ ἐσκέπτοντο πῶς νὰ κακοποιήσουν τὸν πλησίον, διὰ τοῦτο, νά! Καὶ ἐγὼ σκέπτομαι νὰ καταφέρω εἰς τὴν φυλὴν αὐτὴν τιμωρίες, οἱ ὅποιες θὰ εἶναι τόσον βαρειὲς καὶ ἐπαχθεῖς, ὥστε, ὅπως ὁ ζυγὸς τῶν βοδιῶν, θὰ κάμψουν ὅλως διόλου τοὺς σκληροὺς καὶ ἀλαζονικοὺς τραχήλους σας, εἰς τρόπον ὥστε νὰ μὴ ἠμπορῆτε νὰ τοὺς σηκώσετε καὶ νὰ βαδίσετε ὄρθιοι μὲ τὸ κεφάλι ψηλά, διότι ἔφθασεν ὁ δύσκολος καιρὸς τῶν δεινῶν καὶ τῶν πόνων.
4 ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ληφθήσεται ἐφ᾿ ὑμᾶς παραβολή, καὶ θρηνηθήσεται θρῆνος ἐν μέλει λέγων· ταλαιπωρίᾳ ἐταλαιπωρήσαμεν· μερὶς λαοῦ μου κατεμετρήθη ἐν σχοινίῳ, καὶ οὐκ ἦν ὁ κωλύων αὐτὸν τοῦ ἀποστρέψαι· οἱ ἀγροὶ ὑμῶν διεμερίσθησαν. 4 Κατά την ημέραν εκείνην των τιμωριών σας, θα καταντήσετε μολόγημα και παροιμία δια τους λαούς· θα συντεθή ασματικός θρήνος δια τα δεινά σας, τον οποίον και σεις οι ίδιοι θα ψάλλετε και θα λέγετε· Πολλάς και μεγάλας ταλαιπωρίας υπέστημεν. Περιοχή του ισραηλιτικού λαού μου κατεμετρήθη και εδόθη ως ιδιοκτησία εις άλλους. Δεν υπήρχε κανείς να εμποδίση τον κατακτητήν και να τον αποτρέψη από το έργον της κατακτήσεως. Και αυτά ακόμα τα χωράφια σας θα μοιρασθούν στους εχθρούς σας. 4 Κατὰ τὴν ὀδυνηρὰν ἐκείνην ἡμέραν εἰς τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων μεταξὺ τῶν ἐχθρικῶν λαῶν θὰ περιφέρεται διὰ σᾶς παροιμία εἰρωνική, ἀπὸ δὲ τὰ στόματα τῶν οἰκείων σας ἕνα θρηνητικὸν ᾆσμα θὰ ψάλλεται, τὸ ὁποῖον θὰ λέγῃ: «Κατεστράφημεν ἐντελῶς! Τὸ μέρος τῆς χώρας, τὸ ὁποῖον ἐδόθη ὡς κληρονομία εἰς τὸν Ἰσραήλ, ἀφοῦ ἐμετρήθη, διῃρέθη ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρας ἐχθροὺς καὶ ἐδόθη εἰς ξένους· αὐτὰ δὲ ἔγιναν χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ κανείς, ποὺ νὰ ἐμποδίζῃ τὴν καταλυτικὴν αὐτὴν διαίρεσιν, εἰς τρόπον ὥστε οἰ εἰδωλολάτραι νὰ ἀποστοῦν ἀπὸ αὐτό». Πράγματι «λέγει ὁ Προφήτης» τὰ χωράφια σας διενεμήθησαν μεταξὺ τῶν ἐχθρῶν καὶ σεῖς ἐγίνατε ἀπόκληροι.
5 διὰ τοῦτο οὐκ ἔσται σοι βάλλων σχοινίον ἐν κλήρῳ ἐν ἐκκλησίᾳ Κυρίου. 5 Δια τούτο δεν θα υπάρχη πλέον μεταξύ σας άρχων, ο οποίος, αφού μετρήση την χώραν, να την διανείμη δια κληρώσεως ενώπιον της συνελεύσεως του λαού του Κυρίου. 5 Διὰ τοῦτο δὲν θὰ ὑπάρχῃ πλέον μεταξύ σας ἄρχων, ὁ ὁποῖος θὰ μετρᾷ καὶ θὰ διαμοιράζῃ τὴν χώραν μὲ κλῆρον ἐνώπιον τῆς συνελεύσεως τοῦ λαοῦ τοῦ Κυρίου, ἐπειδὴ ὅλα θὰ σᾶς ἔχουν ἀφαιρεθῇ καὶ θὰ ἀνήκουν εἰς ἄλλους, οἱ ὁποῖοι καὶ θὰ τὰ νέμωνται.
6 μὴ κλαίετε δάκρυσι, μηδὲ δακρυέτωσαν ἐπὶ τούτοις· οὐδὲ γὰρ ἀπώσεται ὀνείδη. 6 Μη χύνετε ανωφελή και μάταια δάκρυα. Ας μη δακρυρροούν τα μάτια σας δια τας συμφοράς σας αυτάς. Διότι ο Κυριος δεν πρόκειται να αποσείση από επάνω σας αυτόν τον εξευτελισμόν σας. 6 Μὴ κλαίετε μὲ δάκρυα ἀνωφελῆ, μὲ δάκρυα ὄχι μετανοίας καὶ μεταμελείας· καὶ ἂς μὴ δακρύζουν τὰ μάτια σας διὰ τὰ κακά, τὰ ὁποῖα θὰ σᾶς εὕρουν. Διότι οὐδεμίαν ὠφέλειαν θὰ ἀποκομίσετε, ἐπειδὴ ὁ Κύριος δὲν πρόκειται νὰ ἀποδιώξῃ καὶ ἀπομακρύνῃ τὰ ἐξευτελιστικὰ βάσανα, ποὺ θὰ σᾶς εὔρουν.
7 ὁ λέγων· οἶκος ᾿Ιακὼβ παρώργισε πνεῦμα Κυρίου· οὐ ταῦτα τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ ἐστιν; οὐχ οἱ λόγοι αὐτοῦ εἰσι καλοὶ μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ὀρθοὶ πεπόρευνται; 7 Καθένας, που λέγει με αλαζονείαν· “είμεθα απόγονοι του Ιακώβ”, εξώργισε το πνεύμα του Κυρίου εναντίον σας. Εξοργιστικά δεν είναι τα έργα αυτού του αλαζόνος; Οι λόγοι του είναι καλοί, κατά την αντίληψίν του, και νομίζει ότι αυτός και άλλοι βαδίζουν τον ορθόν δρόμον! 7 Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος λέγει γεμᾶτος κομπασμὸν καὶ αὐτοπεποίθησιν «εἴμεθα ἀπόγονοι τοῦ πατριάρχου Ἰακώβ» αὐτὸς ἐξώργισε τὸ πνεῦμα τοῦ Κυρίου. Δὲν εἶναι μήπως αὐτὰ τὰ ἀλαζονικὰ ἔργα του, μὲ τὰ ὁποῖα ἐξοργίζει τὸν Κύριον ἐναντίον σας; Μήπως δὲν φαίνονται εἰς τὸν ἴδιον τὰ λόγια αὐτὰ καλὰ καὶ ὀρθὰ καὶ ἔτσι αὐταπατᾶται, νομίζων ὅτι πορεύεται τὸν ὀρθὸν δρόμον;
8 καὶ ἔμπροσθεν ὁ λαός μου εἰς ἔχθραν ἀντέστη· κατέναντι τῆς εἰρήνης αὐτοῦ τὴν δορὰν αὐτοῦ ἐξέδειραν τοῦ ἀφελέσθαι ἐλπίδα συντριμμὸν πολέμου. 8 Οπως και σήμερον, έτσι και εις παλαιότερα χρόνια, ο λαός μου αντετάχθη με εχθρότητα εναντίον μου. Αντί της ειρήνης, την οποίαν εγώ του έδιδα, οι εχθροί του τον κατεδυνάστευσαν, τον έγδαραν, ώστε να του φύγη κάθε ελπίς ανορθώσεώς του από την συντριβήν του εκ του πολέμου. 8 Ὄχι μόνον τώρα, ἀλλὰ καὶ ἀνέκαθεν ὁ λαός μου ἔδειξε μὲ τὰ ἔργα του ἐχθρικὴν στάσιν ἀπέναντί μου. Εἰς ἀντίθεσιν πρὸς τὴν εἰρηνικὴν διαβίωσιν, τὴν ὁποίαν τοῦ ἐξησφάλιζα, οἱ ἰσχυροὶ καὶ οἱ πλούσιοι ἔγδερναν κυριολεκτικὰ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀδυνάτους, ὥστε νὰ τοὺς ἀφαιρέσουν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον κάθε ἐλπίδα σωτηρίας ἀπὸ τὴν συντριβὴν τοῦ πολέμου, ἀφοῦ θὰ τοὺς ἐστεροῦσαν πλέον τῆς ἰδικῆς μου προνοίας καὶ προστασίας.
9 διὰ τοῦτο ἡγούμενοι λαοῦ μου ἀπορριφήσονται ἐκ τῶν οἰκιῶν τρυφῆς αὐτῶν, διὰ τὰ πονηρὰ ἐπιτηδεύματα αὐτῶν ἐξώσθησαν· ἐγγίσατε ὄρεσιν αἰωνίοις. 9 Δια τούτο οι άρχοντες του λαού μου θα εκδιωχθούν και θα απορριφθούν από τας αναπαυτικάς κατοικίας των. Θα εκδιωχθούν εξ αιτίας των πονηρών έργων των. Οι εχθροί θα λέγουν προς αυτούς· Φυγετε εις τα αιώνια όρη της εξορίας σας. 9 Διὰ τοῦτο οἱ ἄρχοντες τοῦ λαοῦ μου «οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ ἱερεῖς» θὰ ἐμπέσουν εἰς πειρασμοὺς καὶ θλίψεις· θὰ ἀπορριφθοῦν ἀπὸ τὶς ἀναπαυτικὲς κατοικίες των, εἰς τὶς ὁποῖες ἐζοῦσαν βίον τρυφηλόν· διὰ τὴν ἀδικίαν, τὴν ἐκμετάλλευσιν τῶν πτωχῶν καὶ τὶς ἀσέβειές των, θὰ ἐκδιωχθοῦν ἀπὸ τὰ σπίτια των καὶ θὰ ὁδηγηθοῦν εἰς αἰχμαλωσίαν. Ἐπειδὴ σεῖς, οἱ ἄρχοντες τοῦ λαοῦ μου, δὲν ἠθελήσατε να ζήσετε κατὰ τοὺς νόμους μου, θὰ πορευθῆτε αἰχμάλωτοι εἰς τὴν χώραν τῶν Βαβυλωνίων. Οἱ ἐχθροὶ θὰ σᾶς λέγουν: «Φύγετε καὶ πηγαίνετε ἐξόριστοι εἰς τὰ ὅρη τὰ ἰδικά μας, τὰ ὁποῖα ὁ δημιουργὸς Θεὸς ἐφύτευσεν ἀπὸ αἰώνων εἰς τὴν γῆν μας».
10 ἀνάστηθι καὶ πορεύου, ὅτι οὐκ ἔστι σοι αὕτη ἀνάπαυσις ἕνεκεν ἀκαθαρσίας. διεφθάρητε φθορᾷ, 10 Σηκω, λοιπόν, λαέ, και πήγαινε στον τόπον της εξορίας, διότι ένεκεν της αμαρτωλότητός σου και της ειδωλολατρικής ακαθαρσίας σου δεν δικαιούσαι να αναπαυθής εις την χώραν σου. Εχετε περιπέσει εις μεγάλην και απερίγραπτον διαφθοράν. 10 Σήκω, λοιπόν, λαέ μου, καὶ πήγαινε ἐξόριστος εἰς τὰ ὅρη ἐκεῖνα, διότι δὲν ἔχεις πλέον τὸ δικαίωμα νὰ ἀναπαύεσαι εἰς τὴν χώραν καὶ τὸν ἅγιον νόμον, ποὺ σοῦ ἔδωκα, λόγῳ τῆς εἰδωλολατρίας σου, ἡ ὁποία σὲ κατέστησεν ἀκάθαρτον· διότι ἔχετε διαφθαρῇ βαθύτατα, θρησκευτικῶς καὶ ἠθικῶς, ἀπὸ τὴν ἄτοπον, αἰσχρὰν καὶ βδελυρὰν εἰδωλολατρίαν.
11 κατεδιώχθητε οὐδενὸς διώκοντος· πνεῦμα ἔστησε ψεῦδος, ἐστάλαξέ σοι εἰς οἶνον καὶ μέθυσμα. καὶ ἔσται ἐκ τῆς σταγόνος τοῦ λαοῦ τούτου. 11 Διεφθαρμένοι δέ, καθώς είσθε, θα περιπέσετε στοιαύτην δειλίαν, ώστε θα τρέπεσθε εις φυγήν, χωρίς κανείς να σας καταδιώκη. Πνεύμα ψεύδους έχει στήσει την κυριάρχιάν του εις σας. Αυτό σας επότισε με οίνον και σας εμέθυσε προς το κακόν. Και το πνεύμα αυτό της πλάνης και της καταστροφής θα προέρχεται αυτό αυτόν τούτον τον λαόν. 11 Ἐπειδὴ εἶσθε ἀσεβεῖς, ἔνοχοι καὶ βαθύτατα διεφθαρμένοι, τὴν ὥραν ποὺ θὰ σᾶς ἐπιτεθοῦν οἱ ἐχθροί, θὰ κυριευθῆτε ἀπὸ δειλίαν καὶ τρόμον· διὰ τοῦτο θὰ τραπῆτε εἰς φυγὴν χωρὶς νὰ σᾶς καταδιώκῃ κανείς. Αἴτιον ὅλων αὐτῶν ἦταν τὸ ὅτι ἐδώσατε πίστιν εἰς τὴν ἀπάτην τῶν ψευδοπροφητῶν. Ἡ ἀπάτη αὐτὴ ἔτρεξε μέσα εἰς τὴν ψυχήν σας, σὰν τὸ κρασί ποὺ ρέει εἰς τὸ σῶμα, τὸ διαποτίζει καὶ θολώνει τὸν νοῦν, καὶ σᾶς ἐμέθυσε καὶ σᾶς ἀπεπλάνησεν ἀπὸ τὸν δρόμον τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀπάτη, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦτο τῆς πλάνης, ποὺ ἔσταξεν εἰς τὴν ψυχήν σας, θὰ προετοιμάσῃ καὶ σᾶς, τὶς δέκα φυλές, ὥστε νὰ ὁδηγηθῆτε εἰς αἰχμαλωσίαν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν θὰ εἶναι ἀδύνατον νὰ διαφύγετε.
12 συναγόμενος συναχθήσεται ᾿Ιακὼβ σὺν πᾶσιν· ἐκδεχόμενος ἐκδέξομαι τοὺς καταλοίπους τοῦ ᾿Ισραήλ, ἐπὶ τὸ αὐτὸ θήσομαι τὴν ἀποστροφὴν αὐτοῦ· ὡς πρόβατα ἐν θλίψει, ὡς ποίμνιον ἐν μέσῳ κοίτης αὐτῶν ἐξαλοῦνται ἐξ ἀνθρώπων· 12 Αλλά κάποτε θα επανέλθη από την εξορίαν και θα συγκεντρωθή εις την γην της Επαγγελίας όλος ο ισραηλιτικός λαός. Εγώ ο ίδιος θα υποδεχθώ τους υπολειφθέντας αυτούς Ισραηλίτας. Θα τους συγκεντρώσω και θα τους εγκαταστήσω όλους στο αυτό μέρος. Με σκιρτήματα χαράς θα φύγουν από τον τόπον της εξορίας των, όπως τα πρόβατα της ποίμνης φεύγουν από την μάνδραν, όπου ήσαν κλεισμένα. 12 Ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν, εἰς τὴν ὁποίαν θὰ ἔχετε ὁδηγηθῆ ἕνεκα τῆς ἀπάτης τῶν ψευδοπροφητῶν, θὰ ἔλθῃ καιρός, ποὺ ὁπωσδήποτε ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς θὰ συγκεντρωθῇ καὶ θὰ ἐπιστρέψῃ πάλιν εἰς τὴν χώραν του. Ἐγὼ δὲ ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς θὰ ὑποδεχθῶ ὁπωσδήποτε μὲ πολλὴν ἀγάπην ὅσους θὰ ἔχουν ἀπομείνει ἀπὸ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν· θὰ συγκεντρώσω ὅσους θὰ ἐπιστρέψουν καὶ θὰ τοὺς τοποθετήσω εἰς τὴν ἰδίαν μάνδραν, ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου ἀνεχώρησαν, δηλαδὴ εἰς τὴν γῆν Χαναάν. Θὰ ἀναχωρήσουν ἀπὸ τὸν τόπον τῆς ἐξορίας των ἐλεύθεροι πλέον μὲ σκιρτήματα χαρᾶς, ὅπως τὸ κοπάδι, ποὺ εἶναι κλεισμένον εἰς στενόχωρον μάνδραν, βγαίνει ἀπὸ αὐτὴν καὶ χύνεται εἰς τοὺς ἀγρούς, διὰ νὰ βοσκήσῃ ἐλεύθερον.
13 διά τῆς διακοπῆς πρὸ προσώπου αὐτῶν διέκοψαν καὶ διῆλθον πύλην καὶ ἐξῆλθον δι᾿ αὐτῆς, καὶ ἐξῆλθεν ὁ βασιλεὺς αὐτῶν πρὸ προσώπου αὐτῶν, ὁ δὲ Κύριος ἡγήσεται αὐτῶν. 13 Διέρρηξαν ενώπιόν των και διέκοψαν τα τείχη της εξορίας των. Επέρασαν χαρούμενοι τας πύλας της πόλεως, όπου ήσαν εξόριστοι. Εξήλθον από αυτάς, δια να επιστρέψουν χαίροντες εις την πατρίδα των. Εμπροσθεν των προπορεύεται ο βασιλεύς των· ο ίδιος ο Κυριος θα προηγήται και θα καθοδηγή αυτούς”. 13 Κάτω ἀπὸ τὶς νέες συνθῆκες, ποὺ ἐδημιούργησεν ὁ Θεός, οἱ αἰχμάλωτοι Ἰσραηλῖται ἐπέρασαν τὰ τείχη τῆς αἰχμαλωσίας των καὶ παρεμέρισαν χωρὶς κόπον κάθε ἐμπόδιον, ποὺ τοὺς ἔφραζε τὸν δρόμον· ἐπέρασαν τὶς πύλες τῶν πόλεων, ὅπου ἐκρατοῦντο αἰχμάλωτοι, καὶ ἐξῆλθαν διὰ νὰ ἐπιστρέψουν ἐλεύθεροι εἰς τὴν πατρίδα των. Ἐξῆλθε δὲ καὶ ὁ βασιλιᾶς των, ὥστε νὰ προπορεύεται ἐμπρὸς ἀπὸ τὸν λαόν, ὁ ὁποῖος θὰ ἐπιστρέφῃ. Ὁ ἴδιος ὁ τῶν ὅλων Κύριος θὰ εἶναι ἐπὶ κεφαλῆς των, θὰ ἡγῆται καὶ θὰ τοὺς κατευθύνῃ.