Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:39
Δύση: 17:10
Σελ. 22 ημ.
357-9
16ος χρόνος, 6154η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΙΧΑΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (Α)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς Μιχαίαν τὸν τοῦ Μωρασθεὶ ἐν ἡμέραις ᾿Ιωάθαμ καὶ ῎Αχαζ καὶ ᾿Εζεκίου βασιλέων ᾿Ιούδα, ὑπὲρ ὧν εἶδε περὶ Σαμαρείας καὶ περὶ ῾Ιερουσαλήμ. 1 Λογος Κυρίου ελέχθη προς τον Μιχαίαν, τον υιόν του Μωρασθεί κατά τας ημέρας του Ιωάθαμ, του Αχαζ, και του Εζεκίου, βασιλέων του Ιούδα, εν συνδυασμώ με προφητικά οράματα, τα οποία αυτός είδε σχετικώς με την Σαμάρειαν και την Ιερουσαλήμ. 1 Τὸ βιβλίον αὐτὸ περιέχει τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου, τοὺς ὁποίους εἶπεν εἰς τὸν Μιχαίαν, τὸν υἱὸν τοῦ Μωρασθεῖ «ἢ κατ’ ἄλλους: Τὸν καταγόμενον ἀπὸ τὴν Μωρασθεί», κατὰ τὶς ἡμέρες, ποὺ ἐβασίλευσαν ὡς βασιλεῖς τοῦ Ἰούδα ὁ Ἰωάθαμ καὶ ὁ Ἄχαζ καὶ ὁ Ἐζεκίας· περιέχει τοὺς ὑπερφυσικοὺς λόγους, ποὺ τοῦ ἀπηύθυνεν ὁ Θεὸς ἐν συνδυασμῷ μὲ τὰ προφητικὰ ὁράματα, ποὺ εἶδεν ὁ Μιχαίας, τὰ ὁποῖα ἀφωροῦσαν τὴν Σαμάρειαν «τὸ βόρειον βασίλειον» καὶ τὴν Ἱερουσαλήμ «τὸ νότιον βασίλειον».
2 ᾿Ακούσατε, λαοί, λόγους, καὶ προσεχέτω ἡ γῆ καὶ πάντες οἱ ἐν αὐτῇ, καὶ ἔσται Κύριος ἐν ὑμῖν εἰς μαρτύριον, Κύριος ἐξ οἴκου ἁγίου αὐτοῦ. 2 Σεις, οι λαοί, ακούσατε τα προφητικά αυτά λόγια. Ας προσέξη η γη και όλοι όσοι κατοικούν εις αυτήν. Ο Κυριος θα εξέλθη από το άγιον αυτού εν ουρανοίς κατοικητήριον και θα σας καταδικάση. 2 Ἀκοῦστε μὲ προσοχήν, σεῖς οἱ λαοί, τὰ προφητικὰ αὐτὰ λόγια· καὶ ἂς προσέξῃ ἡ γῆ καὶ ὅλοι, ὅσοι κατοικοῦν εἰς αὐτήν. Ὁ δικαιοκρίτης Κύριος θὰ κατεβῆ ἀπὸ τὸ ἅγιον καὶ ὑπερουράνιον κατοικητήριόν του καὶ θὰ γίνῃ μάρτυς κατηγορίας ἐναντίον σας.
3 διότι ἰδοὺ Κύριος ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ τόπου αὐτοῦ καὶ καταβήσεται καὶ ἐπιβήσεται ἐπὶ τὰ ὕψη τῆς γῆς, 3 Ιδού, εξέρχεται από τον άγιον αυτού τόπον, κατεβαίνει εις την γην, περιπατεί επάνω εις τας υψηλάς κορυφάς των ορέων. 3 Διότι, νά! Ὁ Κύριος ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ ἅγιον κατοικητήριον του· κατεβαίνει εἰς τὴν γῆν καὶ περιπατεῖ εἰς τὶς ὑψηλὲς κορυφὲς τῶν βουνῶν τῆς γῆς.
4 καὶ σαλευθήσεται τὰ ὄρη ὑποκάτωθεν αὐτοῦ, καὶ αἱ κοιλάδες τακήσονται ὡς κηρὸς ἀπὸ προσώπου πυρὸς καὶ ὡς ὕδωρ καταφερόμενον ἐν καταβάσει. 4 Κατω από αυτόν θα συγκλονισθούν όρη, αι δε κοιλάδες από την αναταραχήν αυτήν θα λυώσουν, όπως λυώνει το κερί εμπρός εις την φωτιάν και όπως το νερό, το οποίον τρέχει εις την κατωφέρειαν. 4 Καὶ τὰ ὄρη θὰ σαλευθοῦν κάτω ἀπὸ Αὐτόν, ἀπὸ δὲ τὸν συγκλονισμὸν τοῦτον οἱ κοιλάδες θὰ λειώσουν καὶ θὰ διαλυθοῦν, ὅπως λειώνει καὶ διαλύεται τὸ κερὶ κοντὰ καὶ ἀπέναντι ἀπὸ τὴν φωτιὰ καὶ ὅπως κυλᾷ καὶ φεύγει τὸ νερό, τὸ ὁποῖον τρέχει εἰς τὸ ἐπικλινὲς ἔδαφος.
5 δι᾿ ἀσέβειαν ᾿Ιακὼβ πάντα ταῦτα καὶ δι᾿ ἁμαρτίαν οἴκου ᾿Ισραήλ. τίς ἡ ἀσέβεια τοῦ ᾿Ιακώβ; οὐ Σαμάρεια; καὶ τίς ἡ ἁμαρτία οἴκου ᾿Ιούδα; οὐχὶ ῾Ιερουσαλήμ; 5 Ολα αυτά θα γίνουν εξ αιτίας της ασεβείας των απογόνων του Ιακώβ, δια τας αμαρτίας του Ισραηλιτικού λαού. Ποία είναι η ασέβεια των απογόνων του Ιακώβ; Δεν είναι η ειδωλολατρική Σαμάρεια; Ποία είναι η αμαρτία του Ιουδαϊκού λαού; Δεν είναι η Ιερουσαλήμ; 5 Ὅλα αὐτὰ θὰ συμβοῦν ἕνεκα τῶν ἀσεβειῶν καὶ τῶν ἀχρειοτήτων τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰακώβ «τῶν Ἰσραηλιτῶν». Ποία εἶναι ἡ ἀσέβεια, ἡ ἀποστασία τοῦ Ἰακώβ «τῶν δέκα φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ»; Δὲν εἶναι ἡ Σαμάρεια, ἡ πρωτεύουσα τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραήλ, τὸ κέντρον τῆς λατρείας τοῦ Βάαλ; Καὶ ποία εἶναι ἡ ἁμαρτία τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰούδα, τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ; Δὲν εἶναι ἡ Ἱερουσαλήμ;
6 καὶ θήσομαι Σαμάρειαν εἰς ὀπωροφυλάκιον ἀγροῦ καὶ εἰς φυτείαν ἀμπελῶνος καὶ κατασπάσω εἰς χάος τοὺς λίθους αὐτῆς καὶ τὰ θεμέλια αὐτῆς ἀποκαλύψω. 6 Θα καταστήσω την Σαμάρειαν έρημον και ερειπωμένην σαν άχρηστον πρόχειρον καλύβην αγρού, που εφυλάσσοντο αι οπώραι. Θα μεταβάλω αυτήν εις αμπελώνας, θα ανασπάσω και θα ρίψω στο χάος τους λίθους των οικιών της, θα ανασκάψω την πόλιν από τα θεμέλιά της. 6 Διὰ τοῦτο θὰ κάμω τὴν Σαμάρειαν ὁμοίαν πρὸς πρόχειρον ἀγροτικὴν καλύβην ὀπωρικῶν καὶ φρούτων, ὅπως ἐκεῖνες ποὺ ἐγκαταλείπονται μετὰ τὸ θέρος καὶ ἐρημώνονται. Τὸν ὠραῖον λόφον, εἰς τὸν ὁποῖον εἶναι τώρα κτισμένη, θὰ τὸν μετατρέψω εἰς ἀμπελῶνα. θὰ ρίξω κάτω τοὺς λίθους τῶν κατοικιῶν της καὶ θὰ τοὺς κατακρημνίσω εἰς τὴν βαθεῖαν χαράδραν, θὰ ἀνασκάψω δὲ τὴν πόλιν ἀπὸ τὰ θεμέλιά της.
7 καὶ πάντα τὰ γλυπτὰ αὐτῆς κατακόψουσι καὶ πάντα τὰ μισθώματα αὐτῆς ἐμπρήσουσιν ἐν πυρί, καὶ πάντα τὰ εἴδωλα αὐτῆς θήσομαι εἰς ἀφανισμόν· διότι ἐκ μισθωμάτων πορνείας συνήγαγε καὶ ἐκ μισθωμάτων πορνείας συνέστρεψεν. 7 Οι εχθροί της θα καταστρέψουν, οχι μόνον αυτήν, αλλά θα κατακόψουν και θα εξαφανίσουν και όλα τα γλυπτά είδωλα της. Θα παραδώσουν εις καταστρεπτικόν πυρ όλα τα αφιερώματα των ειδώλων. Και γενικώς όλα τα είδωλά των εγώ θα τα εξαφανίσω από την χώραν των. Διότι αυτά έχουν αποκτηθή και συγκεντρωθή από τον μισθόν της πορνείας, τα συνεκέντρωσεν η Σαμάρεια δια χρημάτων της πνευματικής της πορνείας, της εκτροπής της από τον Θεόν εις την ειδωλολατρείαν. 7 Οἱ ἐχθροὶ θὰ καταστρέψουν καὶ θὰ θρυμματίσουν ὅλα τὰ γλυπτὰ εἴδωλά της καὶ θὰ παραδώσουν εἰς τὴν φωτιὰ τὸ πλῆθος τῶν ἀφιερωμάτων εἰς τοὺς ναοὺς καὶ τὰ τεμένη, τὰ ὁποῖα προσέφεραν ὡς μισθὸν εἰς τὰ εἴδωλα, τοὺς δῆθεν εὐεργέτας των, καὶ θὰ ἐξαφανίσω ὅλα τὰ εἴδωλά της. Διότι ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς συνεκέντρωσε τὰ ἀφιερώματα αὐτὰ ἀπὸ τὴν πνευματικήν του πορνείαν, δηλαδὴ τὴν εἰδωλολατρίαν. Τὰ εἴδωλα καὶ τὰ ἀφιερώματα αὐτὰ τὰ ἀπέκτησε καὶ τὰ συνεκέντρωσεν ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἀπὸ εἰσφορὲς καὶ ἀφιερώματα, ποὺ προήρχοντο ἀπὸ τὴν ἀποστασίαν του, τὴν πνευματικήν του πορνείαν, δηλαδὴ τὴν εἰδωλολατρίαν «ἢ κατ’ ἄλλους: Ἀπὸ τὴν πορνείαν τῶν ἱεροδούλων».
8 ἕνεκεν τούτου κόψεται καὶ θρηνήσει, πορεύσεται ἀνυπόδετος καὶ γυμνή, ποιήσεται κοπετὸν ὡς δρακόντων καὶ πένθος ὡς θυγατέρων σειρήνων· 8 Δια την ασέβειάν της αυτήν θα τιμωρηθή, θα αναλυθή εις κοπετούς και θρήνους, θα πορευθή ανυπόδητος και γυμνή προς την αιχμαλωσίαν. Ο κοπετός και ο θρήνος της θα είναι ωσάν τα ουρλιάσματα των θηρίων, και το πένθος της όπως είναι ο θρήνος των σειρήνων (κουκουβάγιας). 8 Ἕνεκα τῆς ἀσεβείας της αὐτῆς ἡ Σαμάρεια θὰ κτυπᾷ τὸ στῆθος της καὶ θὰ θρηνῇ· θὰ πορευθῇ εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν ἀνυπόδητη καὶ γυμνή, ὁ δὲ μεγάλος κοπετὸς καὶ θρῆνος διὰ τὴν συμφορὰν θὰ εἶναι τόσον βαρύς, ὡσὰν τοὺς μυκηθμοὺς καὶ τὰ οὐρλιαχτὰ τῶν ἀγρίων θηρίων κατὰ τὴν νύκτα· καὶ τὸ πένθος της θὰ εἶναι ὡσὰν τοὺς θρήνους τῶν μυθικῶν σειρήνων «ἢ τῆς κουκουβάγιας, ἡ ὁποία ἀρέσκεται να λαλῇ εἰς ἔρημα μέρη».
9 ὅτι κατεκράτησεν ἡ πληγὴ αὐτῆς, διότι ἦλθεν ἕως ᾿Ιούδα καὶ ἥψατο ἕως πύλης λαοῦ μου, ἕως ῾Ιερουσαλήμ. 9 Διότι η πληγή της διαφθοράς και κακίας της έχει πλέον κυριαρχήσει, έχει επεκταθή και ήλθε μέχρι του βασιλείου του Ιούδα. Ηγγισε την πύλην του ιουδαϊκού μου λαού, έως εις την Ιερουσαλήμ. 9 Ὅλα δὲ αὐτὰ θὰ συμβοῦν, διότι ἡ πληγὴ τῆς κακίας τῆς Σαμαρείας ὑπῆρξε τόσον μεγάλη, βαθεῖα καὶ ἀθεράπευτος, ὥστε ἐπεξετάθη μέχρι τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα· ἡ τιμωρία ἔφθασε καὶ ἤγγισε τὴν πύλην τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ μου, αὐτὴν ταύτην τὴν Ἱερουσαλήμ.
10 οἱ ἐν Γέθ, μὴ μεγαλύνεσθε· οἱ ἐν ᾿Ακείμ, μὴ ἀνοικοδομεῖτε ἐξ οἴκου κατὰ γέλωτα, γῆν καταπάσασθε κατὰ γέλωτα ὑμῶν. 10 Οι Φιλισταίοι, που κατοικείτε την Γέθ, μη κομπάζετε και μη μεγαλοφέρνετε. Μη ανοικοδομήτε με χαράν και γέλια τα σπίτια σας, αλλά αντί του γέλιου ρίψατε χώμα εις ένδειξιν πένθους επάνω εις τας κεφαλάς σας. 10 Ὅσοι κατοικεῖτε εἰς τὴν φιλισταϊκὴν πόλιν Γέθ, μὴ φρονεῖτε μεγάλα καὶ ὑψηλά, βλέποντες τὴν καταστροφὴν τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἀκούοντες τὴν ἀπειλὴν κατὰ τοῦ Ἰούδα. Καὶ ὅσοι κατοικεῖτε εἰς τὴν Ἀκείμ «ἢ κατ' ἄλλην γραφήν: Καὶ οἱ κάτοικοι τῆς Γέθ, οἱ Ἐνακείμ, οἱ ἀπόγονοι τοῦ γίγαντος Ἐνάκ», μὴ κτίζετε τὰ σπίτια σας μὲ χαρὲς καὶ γέλια, ἐπιχαίροντες διὰ τὴν συμφορὰν τῶν ἄλλων, ὡσὰν νὰ πρόκειται σεῖς νὰ μείνετε ἄθικτοι. Ἀντὶ λοιπὸν νὰ γελᾶτε καὶ νὰ διασκεδάζετε, πασπαλίσατε μὲ σκόνην τῆς γῆς τὰ κεφάλια σας εὶς ἔνδειξιν πένθους.
11 κατοικοῦσα καλῶς τὰς πόλεις αὐτῆς, οὐκ ἐξῆλθε κατοικοῦσα Σενναὰν κόψασθαι οἶκον ἐχόμενον αὐτῆς, λήψεται ἐξ ὑμῶν πληγὴν ὀδύνης. 11 Αι πόλεις όμως της Ιουδαίας, των οποίων οι κάτοικοι ήσαν καλοί, δεν υπέφεραν όπως αι άλλαι. Οι κάτοικοι της Σενναάν, αναίσθητοι στον ξένον πόνον, δεν εξήλθον να θρηνήσουν την καταστροφήν μιας γειτονικής των πόλεως. Θα δεχθούν όμως οδυνηρά πλήγματα εκ μέρους των εχθρών των. 11 Ἐπειδὴ δὲ οἱ κάτοικοι τῆς Σενναὰν ἐνόμιζαν ὅτι εἶναι ἀσφαλισμένοι καὶ δὲν ἐδοκιμάζοντο, ὅπως ἐκεῖνοι τῶν ἄλλων πόλεων, δὲν ἐβγῆκαν νὰ συμμετάσχουν εἰς τὸ πένθος, τὸν θρῆνον καὶ τὴν συμφορὰν γειτονικῆς των πόλεως, ποὺ κατεστράφη· διὰ τοῦτο δὲν θὰ μείνουν ἀτιμώρητοι· διὰ τὴν ἀνάλγητον αὐτὴν συμπεριφοράν των θὰ συμμετάσχουν καὶ αὐτοί, χωρὶς νὰ τὸ θέλουν, εἰς τὴν συμφοράν σας· θὰ ἐρημωθῇ καὶ ἡ Σενναὰν μαζὶ μὲ ὅλες τὶς ἄλλες πόλεις.
12 τίς ἤρξατο εἰς ἀγαθὰ κατοικούσῃ ὀδύνας; ὅτι κατέβη κακὰ παρὰ Κυρίου ἐπὶ πύλας ῾Ιερουσαλήμ, 12 Ποίος ήρχισε τας συμφοράς και τας θλίψεις εναντίον της Ιερουσαλήμ, η οποία ανεπαύετο εις τα αγαθά της; Ο Θεός. Διότι αυτός κατεβίβασε και έρριψεν εναντίον των πυλών της Ιερουσαλήμ τας συμφοράς. 12 Ποῖος ἄρχισε νὰ προκαλῇ τὶς ὀδυνηρὲς τιμωρίες εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἡ ὁποία προηγουμένως ἤκμαζεν, εἶχεν ἀφθονίαν ἀγαθῶν καὶ ἀπελάμβανεν εἰρήνην; Ἀσφαλῶς ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε τὶς συμφορές. Διότι κατὰ παραχώρησιν τοῦ Κυρίου οἱ συμφορὲς ἔπεσαν καὶ ἐκτύπησαν τὶς πύλες τῆς Ἱερουσαλήμ.
13 ψόφος ἁρμάτων καὶ ἱππευόντων. κατοικοῦσα Λαχίς, ἀρχηγὸς ἁμαρτίας αὐτή ἐστι τῇ θυγατρὶ Σιών, ὅτι ἐν σοὶ εὑρέθησαν ἀσέβειαι τοῦ ᾿Ισραήλ. 13 Ηκούσθη τότε εκεί ο κρότος των πολεμικών αρμάτων και του εχθρικού ιππικού. Ετιμωρήθησαν οι κάτοικοι της Λαχίς, που αυτή η πόλις προεπορεύετο και το η πηγή της αμαρτίας δια την θυγατέρα Σιών. Διότι εις αυτήν ευρέθησαν πολυάριθμοι και ανεπτυγμέναι αι ασέβειαι του ισραηλιτικού λαού. 13 Οἱ συμφορὲς δὲ αὐτές εἶναι ὁ κρότος τῶν ἐχθρικῶν πολεμικῶν ἁρμάτων καὶ ὁ θόρυβος τοῦ ἐχθρικοῦ ἱππικοῦ· διότι οἱ ἀσεβεῖς κάτοικοι τῆς Λαχὶς ὑπῆρξαν οἱ διδάσκαλοι καὶ οἱ ἀρχηγοὶ τῆς ἀσεβείας τῶν εἰδώλων διὰ τὴν θυγατέρα τῆς Σιών, τὴν Ἰερουσαλήμ· σύ, πόλις Λαχίς, θὰ δεχθῇς τὴν τιμωρίαν πρὶν ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, διότι σὺ ἐζήλωσες καὶ εἰς σὲ εὑρέθησαν πρῶτα οἱ ἀσέβειες τοῦ βορείου βασιλείου τοῦ Ἰσραὴλ καὶ διότι σὺ παρέσυρες εἰς τὴν παρανομίαν καὶ εἰδωλολατρίαν τὴν Ἱερουσαλήμ.
14 διὰ τοῦτο δώσεις ἐξαποστελλομένους ἕως κληρονομίας Γὲθ οἴκους ματαίους· εἰς κενὸν ἐγένοντο τοῖς βασιλεῦσι τοῦ ᾿Ισραήλ, 14 Δια τούτο, συ Κυριε, θα εξαποστείλης εχθρούς να καταλάβουν την Γεθ και τους πολλούς ειδωλολατρικούς ναούς της. Καθόλου αυτοί δεν εβοήθησαν τους βασιλείς του ισραηλιτικού λαού. 14 Διὰ τοῦτο σύ, Κύριε, θὰ ἐξαποστείλῃς ἐχθροὺς διὰ νὰ πολιορκήσουν καὶ καταλάβουν τὴν Γέθ, ἡ ὁποία εἶναι γεμάτη ἀπὸ εἰδωλολατρικοὺς ναοὺς μὲ πάμπολλα μάταια, ψευδῆ εἴδωλα. «Ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Ἐπειδὴ σύ, ἡ πόλις Λαχίς, ἀσέβησες, θὰ δώσῃς καὶ σὺ πλῆθος αἰχμαλώτων καὶ ἀποίκων ἀπὸ ὅλα τὰ ὅριά σου μέχρι τῆς Γέθ, ἡ ὁποία θὰ ἐρημωθῇ, διότι ἀκολούθησες τὴν ἀσέβειαν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καὶ ἐγέμισες μὲ μάταια εἴδωλα». Οἱ εἰδωλολατρικοὶ αὐτοὶ ναοὶ καὶ τὰ μάταια, ψευδῆ εἴδωλα ἀπεδείχθησαν ἐντελῶς ἀνίσχυροι εἰς τὸ νὰ βοηθήσουν τοὺς βασιλεῖς τοῦ Ἰσραήλ «τοῦ βορείου βασιλείου».
15 ἕως τοὺς κληρονόμους ἀγάγωσι, κατοικοῦσα Λαχὶς κληρονομία, ἕως ᾿Οδολλὰμ ἥξει ἡ δόξα τῆς θυγατρὸς ᾿Ισραήλ. 15 Ωδήγησαν τους εχθρούς να κατακτήσουν και κληρονομήσουν την χώραν μέχρι και της Λαχίς, και έτσι η ένδοξος κληρονομία της θυγατρός του Ισραηλ θα φθάση πανικόβλητος έως την Οδολλάμ. 15 Καὶ ὄχι μόνον δὲν ἐβοήθησαν τὸν Ἰσραήλ, ἀλλ' ἀπεναντίας ὡδήγησαν τοὺς ἐχθροὺς νὰ κατακτήσουν καὶ νὰ κληρονομήσουν τὴν χώραν· οἱ Ἀσσύριοι κατακτηταὶ ἔφθασαν μέχρι τὴν Λαχίς, τῆς ὁποίας ἔγιναν οἱ μόνιμοι κληρονόμοι τῆς γῆς. Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἡ ἄδοξος δόξα τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος θὰ φεύγῃ κατατρομαγμένος, θὰ φθάσῃ μέχρι τῆς πόλεως Ὀδολλάμ, ἡ ὁποία εὑρίσκεται εἰς τὸ ἀπώτατον ὅριον τῆς Ἰουδαίας. Ἑπομένως ἡ αἰχμαλωσία καὶ ἡ ἐρήμωσις θὰ ἀπλωθοῦν ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρον τῆς Ἰουδαίας μέχρι τὸ ἀλλο. «Ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Ἡ ἐρημία δὲν θὰ κτυπήσῃ μόνον τὴν Λαχίς, ἀλλὰ θὰ ἐπεκταθῇ μέχρι τὴν Ὀδολλάμ, θὰ κυριεύσῃ δὲ καὶ τὴν ἔνδοξον Ἱερουσαλήμ· διότι αὐτὴν προσηγόρευσε θυγατέρα Σιὼν πρὸς αὐτὴν δὲ στρέφεται εἰς τὴν συνέχειαν καὶ ἀπευθύνει τὸν λόγον».
16 ξύρησαι καὶ κεῖραι ἐπὶ τὰ τέκνα τὰ τρυφερά σου, ἐμπλάτυνον τὴν χηρείαν σου ὡς ἀετός, ὅτι ᾐχμαλωτεύθησαν ἀπὸ σοῦ. 16 Εις ένδειξιν πένθους και κοπετού δια τας συμφοράς σου ξύρισε και κούρεψε τας κεφαλάς των τρυφερών σου τέκνων. Απλωσε την χηρείαν σου, όπως απλώνει ο αετός τας ασθενικάς πλέον πτέρυγάς του, διότι τα τέκνα σου θα οδηγηθούν αιχμάλωτα μακράν από σέ. 16 Διὰ τοῦτο σύ, ἡ Σιὼν «ἢ ὅλη ἡ Ἰουδαία», εἰς ἔνδειξιν πένθους ξύρισε καὶ κούρευσε τὶς κεφαλὲς τῶν τρυφερῶν σου τέκνων, τὰ ὁποῖα προηγουμένως ἐζοῦσαν κατὰ τρόπον ἡδονικὸν καὶ ἀλαζονικόν, τώρα ὅμως θὰ ὁδηγηθοῦν εἰς αἰχμαλωσίαν καὶ δυστυχίαν. Ἄπλωσε καὶ μεγάλωσε τὴν χηρείαν σου, ὅπως ὁ ἀετὸς ἀποβάλλει τὰ πτερά του καὶ ἀπογυμνοῦται, μέχρι σημείου νὰ μὴ ἠμπορῇ καθόλου νὰ θηρεύῃ τὴν τροφήν του· μεγάλωσε τὴν χηρείαν σου, διότι θὰ εἶσαι ἔρημος καὶ εὐάλωτος ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ἀφοῦ θὰ ἔχῃς ἀπογυμνωθῆ ἀπὸ τὴν ἰδικήν μου προστασίαν· καὶ ἔτσι τὰ τέκνα σου, τὰ ὁποῖα ἀνέτρεφες μὲ κάθε τρυφήν, θὰ ὁδηγηθοῦν εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν μακριὰ ἀπὸ σέ. Διὰ τὴν στέρησιν αὐτὴν θὰ πονέσῃς πολύ, ὅπως ὁ ἀετὸς ἀλγεῖ πάρα πολύ, ὅταν στερηθῇ τοὺς νεοσσούς του.