Πέμπτη, 18 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:46
Δύση: 20:04
Σελ. 10 ημ.
109-257
16ος χρόνος, 5906η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΙΧΑΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 (Ϛ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΑΚΟΥΣΑΤΕ δὴ λόγον Κυρίου· Κύριος εἶπεν· ἀνάστηθι κρίθητι πρὸς τὰ ὄρη, καὶ ἀκουσάτωσαν βουνοὶ φωνήν σου. 1 Ακούσατε, λοιπόν, όλοι τον λόγον του Κυρίου. Ο Κυριος μου είπε· “σήκω, στήσε δικαστήριον εμπρός εις τα όρη και ας ακούσουν τα βουνά την φωνήν σου, η οποία θα είναι ιδική μου φωνή”. 1 Ο προφήτης Μιχαίας ὁμιλεῖ ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ καὶ λέγει: Σεῖς οἱ Ἰσραηλῖται, ἀκοῦστε, παρακαλῶ, τὸν λόγον τοῦ Κυρίου. Ὁ Κύριος μοῦ εἶπε: «Σήκω, στῆσε δικαστήριον μὲ μάρτυρες τὰ ὅρη, καὶ τὰ βουνὰ ἂς ἀκούσουν αὐτά, τὰ ὁποῖα ἔχεις νὰ πῇς.
2 ἀκούσατε ὄρη, τὴν κρίσιν τοῦ Κυρίου, καὶ αἱ φάραγγες θεμέλια τῆς γῆς, ὅτι κρίσις τῷ Κυρίῳ πρὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ, καὶ μετὰ τοῦ ᾿Ισραὴλ διελεγχθήσεται. 2 Σεις, τα όρη, ακούσατε την δικαίαν κρίσιν και απόφασιν του Κυρίου· και σεις αι φάραγγες έως εις τα θεμέλια της γης, διότι ο Κυριος θα στήση δικαστήριον προς τον λαόν του. Θα έλθη εις αντιδικίαν και διαδικασίαν με αυτόν. 2 Σεῖς, ὅρη, λέγει ὁ Προφήτης, ἀκοῦστε τὴν ὑπόθεσιν τῆς δίκης, ὅπως τὴν ὁρίζει ὁ Κύριος, καὶ σεῖς, οἱ ἀπόκρημνες καὶ βαθειὲς χαράδρες, ποὺ φθάνετε μέχρι τὰ θεμέλια τῆς γῆς· διότι ὁ Κύριος θὰ καλέσῃ εἰς δίκην τὸν λαόν του, θὰ ἔλθῃ εἰς ἀντιδικίαν μὲ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν καὶ θὰ δικασθῇ μαζί του.
3 λαός μου, τί ἐποίησά σοι ἢ τί ἐλύπησά σε ἢ τί παρηνώχλησά σοι; ἀποκρίθητί μοι. 3 Θα είπη προς τον λαόν του· “λαός μου τι κακόν σου έκαμα η εις τι σε ελύπησα η εις τι σε παρηνώχλησα; Απάντησέ μου. 3 Ὁ κατήγορος Κύριος λέγει μὲ παράπονον εἰς τὸν κατηγορούμενον λαόν του: «Λαέ μου, τὶ κακὸν σοῦ ἔκαμα ἢ εἰς τί σὲ ἐλύπησα ἢ εἰς τί σὲ ἐνώχλησα, ὥστε νὰ φέρεσαι τόσον ἐχθρικὰ πρὸς ἐμέ; Ἀπάντησέ μου!
4 διότι ἀνήγαγόν σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου καὶ ἐξ οἴκου δουλείας ἐλυτρωσάμην σε καὶ ἐξαπέστειλα πρὸ προσώπου σου τὸν Μωυσῆν καὶ ᾿Ααρὼν καὶ Μαριάμ. 4 Εγώ, δεν σε έβγαλα ελεύθερον από την γην της Αιγύπτου; Δεν σε εγλύτωσα από την χώραν της δουλείας και δεν έστειλα ως οδηγούς ενώπιόν σου τον Μωϋσέα, τον Ααρών και την Μαριάμ; 4 Μήπως, διότι Ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος σὲ ἐσήκωσα καὶ σὲ ἀνέβασα ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου καὶ σὲ ἐλευθέρωσα ἀπὸ τὸν τόπον ἐκεῖνον τῆς δουλείας καὶ ἔστειλα καὶ ὥρισα ὡς ὁδηγούς σου εἰς τὰ πρῶτα ἐλεύθερα βήματά σου τὸν Μωϋσῆν, τὸν ἀδελφόν του Ἀαρὼν καὶ τὴν ἀδελφήν του Μαριάμ;
5 λαός μου, μνήσθητι δὴ τί ἐβουλεύσατο κατὰ σοῦ Βαλὰκ βασιλεὺς Μωὰβ καὶ τί ἀπεκρίθη αὐτῷ Βαλαὰμ υἱὸς τοῦ Βεὼρ ἀπὸ τῶν σχοίνων ἕως τοῦ Γαλγάλ, ὅπως γνωσθῇ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Κυρίου. 5 Λαέ μου, ενθυμήσου, λοιπόν, τι εσκέφθη εναντίον σου ο Βαλάκ, ο βασιλεύς των Μωαβιτών, και τι απήντησεν εις αυτόν ο Βαλαάμ, ο υιός του Βεώρ. Ενθυμήσου τα γεγονότα εκείνα, που έλαβαν χώραν από την θάλασσαν των σχοίνων έως την περιοχήν των Γαλγάλων και τα οποία επραγματοποιήθησαν, δια να γίνη γνωστή εις σας η αγαθότης και η δικαιοσύνη του Κυρίου”. 5 Λαέ μου, θυμήσου, σὲ παρακαλῶ, τὴν εὐεργεσίαν μου αὐτήν: Τί κακὰ ἐσκέφθη ἐναντίον σου ὁ Βαλάκ, ὁ βασιλιᾶς τῆς Μωάβ, καὶ ποίαν ἀπόκρισιν ἔδωκεν εἰς αὐτὸν ὁ μάντις Βαλαάμ, ὁ υἱὸς τοῦ Βεώρ. Ἐνθυμήσου ὅσα γεγονότα ἔλαβαν χώραν τότε, ἀπὸ τὸν τόπον μὲ τοὺς Σχοίνους μέχρι τὰ Γάλγαλα, δυτικῶς τοῦ Ἰορδάνη, ὅπου ἐστρατοπέδευσες ἐλεύθερος διὰ πρώτην φορὰν εἰς τὴν γῆν τῆς Ἐπαγγελίας· θυμήσου ὅλα αὐτά, διὰ νὰ γίνῃ γνωστὴ καὶ φανερὰ εἰς σᾶς ἡ ἀγαθὴ εὔνοια, ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ πιστότης τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν».
6 ἐν τίνι καταλάβω τὸν Κύριον, ἀντιλήψομαι Θεοῦ μου ῾Υψίστου; εἰ καταλήψομαι αὐτὸν ἐν ὁλοκαυτώμασιν, ἐν μόσχοις ἐνιαυσίοις; 6 Και εκείνοι απαντούν· “πως είναι δυνατόν να πλησιάσωμεν τον Κυριον, τι είναι δυνατόν εις ανταπόδοσιν των ευεργεσιών του να προσφέρωμεν στον Θεόν μας τον Υψιστον; Μηπως θα ημπορέσωμεν να προσέλθωμεν προς αυτόν με θυσίας ολοκαυτωμάτων, με προσφοράν μόσχων ενός έτους; 6 Ὁ λαὸς «ἀναγνωρίζων τὴν ἐνοχήν του, ζητεῖ νὰ μάθῃ ἀπὸ τὸν Προφήτην πῶς νὰ ἐξευμενίσῃ τὸν Κύριον καί» ἐρωτᾷ: «Μὲ ποῖον τρόπον ἠμπορῶ νὰ πλησιάσω τὸν Κύριον, ποὺ ἀπεμακρύνθη ἀπὸ ἐμέ; Ποῖα δῶρα εὐγνωμοσύνης καὶ λατρείας νὰ ἀντιπροσφέρω εἰς τὸν Κύριον, τὸν Ὕψιστον Θεόν μου; Μήπως ἠμπορῶ νὰ παρουσιασθῶ ἐνώπιόν Του καὶ νὰ ἐκφράσω τὴν εὐγνωμοσύνην μου μὲ θυσίες ὁλοκαυτωμάτων, ποὺ νὰ ἀποτελοῦνται ἀπὸ μοσχάρια ἑνὸς ἔτους;
7 εἰ προσδέξεται Κύριος ἐν χιλιάσι κριῶν ἢ ἐν μυριάσι χιμάρων πιόνων; εἰ δῶ πρωτότοκά μου ὑπὲρ ἀσεβείας, καρπὸν κοιλίας μου ὑπὲρ ἁμαρτίας ψυχῆς μου; 7 Θα μας δεχθή ο Κυριος και θα εξιλεωθή απέναντί μας με την προσφοράν χιλιάδων κριών και μυριάδων τράγων παχέων; Μηπως, εάν προσφέρω προς θυσίαν τα πρωτότοκα των ζώων μου, δια να συγχωρηθή η ασέβειά μου, η ακόμη και τον καρπόν της κοιλίας μου, τα τέκνα μου, προς άφεσιν των αμαρτιών της ψυχής μου;” 7 Ἄραγε ὁ Κύριος εὐαρεστεῖται καὶ ἐξιλεώνεται μὲ τὴν προσφορὰν χιλιάδων κριαριῶν ἢ μυριάδων παχέων τράγων; Μήπως, ἐὰν Τοῦ προσφέρω καὶ ἀφιερώσω εἰς Αὐτὸν τὰ πρωτότοκα τῶν παιδιῶν μου, τοὺς καρποὺς τῆς κοιλίας μου, θὰ συγχωρηθῇ ἡ ἀσέβειά μου, ἢ ἐὰν τὰ θυσιάσω ἀκόμη, θὰ μοῦ συγχωρήσῃ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μου;»
8 εἰ ἀνηγγέλη σοι, ἄνθρωπε, τί καλόν; ἢ τί Κύριος ἐκζητεῖ παρὰ σοῦ ἀλλ᾿ ἢ τοῦ ποιεῖν κρίμα καὶ ἀγαπᾶν ἔλεον καὶ ἕτοιμον εἶναι τοῦ πορεύεσθαι μετὰ Κυρίου Θεοῦ σου; - 8 Τι ερωτάς, ω άνθρωπε; Απαντᾷ ο προφήτης· Δεν ανηγγέλθη και δεν κατέστη εις σε γνωστόν, ποίον είναι το καλόν και ευάρεστον ενώπιον του Θεού; Η τι ζητεί από σε ο Θεός, ειμή μόνον να είσαι δίκαιος, εύσπλαγχνος και πρόθυμος να πορεύεσαι σύμφωνα με τας εντολάς Κυρίου του Θεού σου; 8 «Ὁ προφήτης ἀπαντᾷ εἰς τὸν ἀποροῦντα Ἰσραηλίτην πῶς πρέπει νὰ ἐξευμενίσῃ τὸν Κύριον): «Ἄνθρωπε, διατὶ ἐρωτᾷς; Δὲν σοῦ ἔχει ἀναγγελθῇ ἤδη τί εἶναι καλὸν καὶ εὐάρεστον ἐνώπιον τοῦ Κυρίου; Πές μου· τί ἄλλο ζητεῖ ἀπὸ σὲ ὁ Κύριος, παρὰ νὰ ἐφαρμόζῃς δικαιοσύνην, νὰ ἀγαπᾷς, καὶ μὲ προθυμίαν νὰ εἶσαι εὐσπλαγχνικὸς καὶ ἐλεήμων πρὸς τὸν πλησίον καὶ νὰ μὴ εἶσαι πρόθυμος νὰ λατρεύῃς τὰ εἴδωλα, ἀλλὰ νὰ ἀκολουθῇς μὲ ταπείνωσιν καὶ πιστότητα τὸν Κύριον καὶ Θεόν σου καὶ νὰ ἐφαρμόζῃς τὶς ἐντολές του;»
9 Φωνὴ Κυρίου τῇ πόλει ἐπικληθήσεται, καὶ σώσει φοβουμένους τὸ ὄνομα αὐτοῦ. ἄκουε, φυλή, καὶ τίς κοσμήσει πόλιν; 9 Απειλητική και ωργισμένη θα ακουσθή η φωνή του Κυρίου εναντίον της πόλεως Ιερουσαλήμ. Και όμως ο Κυριος θα σώση εκείνους, οι οποίοι σέβονται και φοβούνται το Ονομά του. Ακουσε, ισραηλιτική φυλή· Ποιός είναι εκείνος, που αποτελεί στόλισμα και κόσμημα δια την πόλιν; 9 Ἡ μεγαλειώδης καὶ ἀπειλητικὴ φωνὴ τοῦ Κυρίου θὰ ἀντηχήσῃ ἐναντίον τῆς πόλεως Ἱερουσαλήμ, ὁ Κύριος ὅμως θὰ σώσῃ ὅσους σέβονται, φοβοῦνται καὶ ἐπικαλοῦνται εἰς σωτηρίαν τὸ ἅγιον ὄνομά του. «Ἄκουσε κάθε Ἰσραηλιτικὴ φυλή: Ποῖος εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ κόσμημα καὶ στόλισμα διὰ τὴν πόλιν;
10 μὴ πῦρ καὶ οἶκος ἀνόμου θησαυρίζων θησαυροὺς ἀνόμους καὶ μετὰ ὕβρεως ἀδικία; 10 Μηπως, τάχα, η καίουσα πάντοτε εστία, η λαμπρά κατοικία του παρανόμου ανθρώπου, ο οποίος αποταμιεύει παρανόμους θησαυρούς και διαπράττει την αδικίαν με υπερηφάνειαν και σκληροκαρδίαν; 10 Μήπως ἡ συνεχῶς ἀναμμένη ἑστία τῆς φωτιᾶς καὶ ἡ πολυτελὴς κατοικία τοῦ παρανόμου, ὁ ὁποῖος πλουτίζει ἀθεμίτως καὶ θησαυρίζει μὲ ἄνομον τρόπον, ἐργάζεται δὲ τὴν ἀδικίαν μὲ ὑπερφροσύνην καὶ ὑπερηφάνειαν; Ἀσφαλῶς ὄχι!
11 εἰ δικαιωθήσεται ἐν ζυγῷ ἄνομος καὶ ἐν μαρσίππῳ στάθμια δόλου; 11 Είναι ποτέ δυνατόν να δικαιωθή ενώπιον του Θεού ο άνθρωπος, ο οποίος χρησιμοποιεί δολίαν ζυγαριάν και στον δερμάτινον σάκκον του έχει δόλια ζύγια; 11 Μήπως εἶναι δυνατὸν ὁ ἄνομος καὶ ἄδικος ζυγιστὴς νὰ μὴ κατακριθῇ καὶ νὰ μὴ καταδικασθῇ; Ὁ ζυγιστής, ὁ ὁποῖος, προκειμένου νὰ πλουτήσῃ, ἔχει εἰς τὸ δερμάτινον σακκοῦλι, ὅπου κρατεῖ τὰ σταθμά του, βάρη καὶ σταθμὰ λιποβαρῆ;
12 ἐξ ὧν τὸν πλοῦτον αὐτῶν ἀσεβείας ἔπλησαν, καὶ οἱ κατοικοῦντες αὐτὴν ἐλάλουν ψεύδη, καὶ ἡ γλῶσσα αὐτῶν ὑψώθη ἐν τῷ στόματι αὐτῶν. 12 Από τα παράνομα αυτά μέσα, την δολίαν ζυγαριάν και τα ελλιποβαρή ζύγια, εγέμισαν τα σπίτια των με τα πλούτη της ασεβείας. Οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ εψεύδοντο μεταξύ των και προς τους ξένους. Η γλώσσα των εσυνήθισε και εγινε δυνατή εις τας ψευδολογίας και δολιότητας. 12 Ἀπὸ τὰ λιποβαρῆ καὶ ψεύτικα αὐτὰ μέτρα καὶ σταθμὰ καὶ γενικῶς ἀπὸ τὰ ἄνομα μέσα ἐγέμισαν τὰ σπίτια των μὲ πλούτη, ποὺ προέρχονται ἀπὸ ἀσέβειες· οἱ δὲ κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλὴμ ἐπιτηδεύονται εἰς κάθε εἶδος συκοφαντίας καὶ ψεύδους· ἐπίσης ἡ γλῶσσα των ἔλαβε μεγάλην ἐξουσίαν, ὥστε νὰ λέγουν ὅ,τι καὶ ὅσα θέλουν καὶ νὰ μεγαλοποιοῦν τὸ μικρὸν καὶ νὰ ὁρκίζωνται διὰ τὰ ψεύδη των.
13 καὶ ἐγὼ ἄρξομαι τοῦ πατάξαι σε, ἀφανιῶ σε ἐν ταῖς ἁμαρτίαις σου. 13 Δια τούτο εγώ θα αρχίσω εν τη δικαιοσύνη μου να σε κτυπώ. Θα σε εξαφανίσω εξ αιτίας των αμαρτιών σου. 13 Διὰ τοῦτο καὶ ἐγὼ θὰ ἀρχίσω νὰ σὲ τιμωρῷ καὶ μάλιστα τόσον σκληρά, ὥστε νὰ σὲ ἐξαφανίσω ἕνεκα τῶν ἁμαρτιῶν σου.
14 σὺ φάγεσαι καὶ οὐ μὴ ἐμπλησθῇς· καὶ συσκοτάσει ἐν σοὶ καὶ ἐκνεύσει, καὶ οὐ μὴ διασωθῇς· καὶ ὅσοι ἂν διασωθῶσιν, εἰς ρομφαίαν παραδοθήσονται. 14 Και ειδικώτερον θα τρώγης από τα αγαθά σου και δεν θα χορταίνης. Σκοτισμός θα επέλθη εναντίον σου. Θα προσπαθήσης να διαφύγ·ης και δεν θα ημπορέσης. Οσοι δε από σας διαφύγουν από την τιμωρίαν αυτήν, θα παραδοθούν εις την εχθρικήν ρομφαίαν. 14 Θὰ ἐπιτρέψω νὰ σὲ κτυπήσουν ἀλλεπάλληλα κακά: Θὰ τρώγης, οὐδέποτε ὅμως θὰ χορταίνῃς. Θὰ σὲ καταλάβῃ ἡ νύκτα καὶ τὸ σκοτάδι τῶν συμφορῶν, σὺ δὲ θὰ προσπαθῇς νὰ ξεφύγῃς, ἀλλὰ δὲν θὰ ἠμπορέσῃς νὰ διασωθῇς. Καὶ ὅσοι ἀπὸ σᾶς διασωθον, θὰ παραδοθοῦν διὰ νὰ σφαγοῦν ἀπὸ τὸ πλατὺ καὶ μεγάλο ἀμφίστομον σπαθὶ τῶν ἐχθρῶν.
15 σὺ σπερεῖς καὶ οὐ μὴ ἀμήσῃς, σὺ πιέσεις ἐλαίαν καὶ οὐ μὴ ἀλείψῃ ἔλαιον, καὶ οἶνον καὶ οὐ μὴ πίητε, καὶ ἀφανισθήσεται νόμιμα λαοῦ μου. 15 Συ θα σπείρης και δεν θα θερίσης. Θα στίψης τους καρπούς της ελαίας σου στο ελαιοτριβείον και δεν θα έχης λάδι ούτε να αλείψης το ψωμί σου. Θα καλλιεργής την άμπελόν σου και κρασί δεν θα πίης. Οσα δε εγώ δια του Νομου μου ώρισα να τελούνται υπό του λαού μου εις την Ιερουσαλήμ, θα παύσουν πλέον να γίνωνται· θα αφανισθούν αι υπό του Νομου ορισθείσαι τελεταί και προσφοραί. 15 Σὺ θὰ σπείρῃς, ἀλλὰ δὲν θὰ θερίσης· θὰ πιέσῃς εἰς τὸ λιοτρίβι τὸν καρπὸν τῆς ἀλιᾶς, δὲν θὰ ἔχῃς ὅμως λάδι οὔτε κἀν διὰ νὰ ἀλείφεσαι «ἢ διὰ νὰ ἀλείψῃς τὸ ψωμί σου»· θὰ καλλιεργήσῃς τὰ ἀμπέλιά σου, ἀλλὰ κρασί οὔτε θὰ πιῇς οὔτε θὰ ἀπολαύσῃς. Καὶ ὅσα εἶναι σύμφωνα μὲ τὸν νόμον τοῦ λαοῦ μου καὶ ὄχι μὲ τὸν νόμον τὸν ἰδικόν μου, θὰ παῦσουν νὰ παράγωνται, διότι, λόγῳ τῆς μεγάλης ἀφορίας, δὲν θὰ ὑπάρχουν οὔτε ζῶα πρὸς θυσίαν οὔτε καρποὶ διὰ προσφοράν.
16 καὶ ἐφύλαξας τὰ δικαιώματα Ζαμβρὶ καὶ πάντα τὰ ἔργα οἴκου ᾿Αχαὰβ καὶ ἐπορεύθητε ἐν ταῖς βουλαῖς αὐτῶν, ὅπως παραδῶ σε εἰς ἀφανισμὸν καὶ τοὺς κατοικοῦντας αὐτὴν εἰς συρισμόν· καὶ ὀνείδη λαῶν λήψεσθε. 16 Τούτο δέ, διότι συ εσεβάσθης και ετήρησες την ειδωλολατρειάν του Ζαμβρί, εμιμήθης όλα τα αμαρτωλά και ειδωλολατρικά έργα της παρανόμου οικογενείας Αχαάβ. Εζησες σύμφωνα με τα θελήματα εκείνων, ώστε εγώ εν τη δικαία μου κρίσει να σε παραδώσω εις εξαφανισμόν, και τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ εις εμπαιγμόν και εξευτελισμόν. Θα υποστήτε ονειδισμούς εκ μέρους εθνικών λαών. 16 Ὅλες αὐτὲς οἱ συμφορὲς καὶ οἱ δυστυχίες θὰ σὲ εὔρουν, διότι ἐμιμήθης μὲ πολὺν ζῆλον καὶ ἐσεβάσθης τὴν εἰδωλολατρίαν τοῦ Ζαμβρί, πατέρα τοῦ Ἀχαάβ· διότι ἐμιμήθης ὅλα τὰ ἄνομα καὶ εἰδωλολατρικὰ ἔργα τῆς οἰκογενείας τοῦ Ἀχαάβ (σφαγές, ἀδικίες, πλεονεξίες, ἁρπαγές, λεηλασίες» καὶ διότι ἀκολούθησες τὰ βδελυρὰ θελήματά των. Μὲ ὅλα αὐτὰ ἐπροκάλεσες τὴν ἀποστροφήν μου, ὥστε νὰ σὲ παραδώσω εἰς καταστροφὴν καὶ ἐξαφάνισιν, τοὺς δὲ κατοίκους τῆς Ἱερουσαλὴμ εἰς σφυρίγματα ἐξευτελισμοῦ καὶ ἀποδοκιμασίας. Καὶ θὰ ὑποστῆτε τὶς ὕβρεις, τὶς λοιδορίες, τὶς κατηγορίες καὶ τὸ αἶσχος πάρα πολλῶν ἐθνικῶν λαῶν».