Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 (Θ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΠΕΡΙ δὲ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἐτύγχανεν ᾿Αντίοχος ἀναλελυκὼς ἀκόσμως ἐκ τῶν κατὰ τὴν Περσίδα τόπων. 1 Κατά την εποχήν εκείνην ο Αντίοχος επέστρεφε κατεξευτελισμένος από τας χώρας της Περσίας, 1 Κατὰ τὴν ἐποχὴν δέ, ποὺ ὁ Νικάνωρ καὶ οἱ ἄλλοι στρατηγοὶ τῆς Συρίας ἐνικήθησαν ἀπὸ τὸν Ἰούδαν, ὁ Ἀντίοχος Δ' ὁ Ἐπιφανὴς ἐπέστρεφε κατὰ τρόπον ἄτακτον καὶ ἐπαίσχυντον ἀπὸ τὶς χῶρες τῆς Περσίας.
2 εἰσεληλύθει γὰρ εἰς τὴν λεγομένην Περσέπολιν καὶ ἐπεχείρησεν ἱεροσυλεῖν καὶ τὴν πόλιν συνέχειν. διὸ δὴ τῶν πληθῶν ὁρμησάντων ἐπὶ τὴν τῶν ὅπλων βοήθειαν ἐτράπησαν, καὶ συνέβη τροπωθέντα τὸν ᾿Αντίοχον ὑπὸ τῶν ἐγχωρίων ἀσχήμονα τὴν ἀναζυγὴν ποιήσασθαι. 2 διότι είχεν εισέλθει εις την πόλιν, την λεγομένην Περσέπολιν, και επεχείρησε να αφαιρέση τους θησαυρούς της από τους ναούς και να καταλάβη την πόλιν. Δια τον λόγον αυτόν πλήθος των κατοίκων εξηγέρθησαν, ώρμησαν και έλαβαν τα όπλα εναντίον του Αντιόχου, ώστε ο Αντίοχος κατατροπωθείς από τους κατοίκους ηναγκάσθη εις ταπεινωτικήν υποχώρησιν. 2 Διότι εἶχεν εἰσέλθει εἰς τὴν πόλιν, ποὺ ἐλέγετο Περσέπολις, καὶ ἐπεχείρησε νὰ λεηλατήσῃ καὶ ἀφαιρέσῃ τοὺς θησαυροὺς ἀπὸ τοὺς ναούς της καὶ νὰ καταλάβῃ τὴν πόλιν.Ἕνεκα τούτου ἐξηγέρθησαν οἱ κάτοικοί της καὶ κατέφυγαν εἰς τὰ ὅπλα διὰ νὰ ἀμυνθοῦν· ἀποτέλεσμα τῆς ἐξεγέρσεως αὐτῆς ὑπῆρξε τὸ νὰ κατατροπωθῇ ὁ Ἀντίοχος ἀπὸ τοὺς πολίτας καὶ νὰ ἑξαναγκασθῇ εἰς ταπεινωτικὴν ὑποχώρησιν.
3 ὄντι δὲ αὐτῷ κατ᾿ ᾿Εκβάτανα προσέπεσε τὰ κατὰ Νικάνορα καὶ τοὺς περὶ Τιμόθεον γεγονότα. 3 Οταν δε αυτός ευρίσκετο, εις την περί τα Εκβάτανα περιοχήν, επληροφαρήθη, τι είχε συμβή στον Νικάνορα και στον στρατόν του Τιμοθέου. 3 Ἐνῷ δὲ ὁ Ἀντίοχος Δ' εὑρίσκετο κοντὰ εἰς τὰ Ἐκβάτανα, ἐπληροφορήθη τὰ γεγονότα, τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Νικάνορα καὶ τὸν στρατὸν τοῦ Τιμοθέου.
4 ἐπαρθεὶς δὲ τῷ θυμῷ ᾤετο καὶ τὴν τῶν πεφυγαδευκότων αὐτὸν κακίαν εἰς τοὺς ᾿Ιουδαίους ἐναπερείσασθαι, διὸ συνέταξε τὸν ἁρματηλάτην ἀδιαλείπτως ἐλαύνοντα κατανύειν τὴν πορείαν, τῆς ἐξ οὐρανοῦ δὴ κρίσεως συνούσης αὐτῷ· οὕτω γὰρ ὑπερηφάνως εἶπε· πολυάνδριον ᾿Ιουδαίων ῾Ιεροσόλυμα ποιήσω παραγενόμενος ἐκεῖ. 4 Παρασυρθείς δε από έξαλλον θυμόν ενόμιζεν ότι θα κάμη τους Ιουδαίους να πληρώσουν ακριβά τον εξευτελισμόν, που υπέστη εις την Περσέπολιν καταδιωχθείς από τους κατοίκους. Δια τούτο διέταξε τον οδηγόν του άρματός του να επιταχύνη ακατάπαυστα την πορείαν του, χωρίς σταμάτημα. Η θεία όμως από τον ουρανόν τιμωρία τον παρακολουθούσε, διότι αυτός είχε πει με μεγάλην υπερηφάνειαν· “μόλις φθάσω εις την Ιερουσαλήμ θα την κάμω νεκρόπολιν των Ιουδαίων”. 4 Κυριευμένος δὲ ἀπὸ θυμὸν καὶ εὑρισκόμενος ἐκτὸς ἑαυτοῦ, ἐνόμιζεν ὅτι ἔπρεπε να ἀφήσῃ τὸν θυμόν του νὰ ἐκσπάσῃ κατὰ τῶν Ἰουδαίων, διὰ τὴν προσβολὴν καὶ τὰ δεινά, τὰ ὁποῖα τοῦ ἐπροξένησαν ἐκεῖνοι, ποὺ τὸν ὑπεχρέωσαν νὰ τραπῇ εἰς φυγὴν ἀπὸ τὴν Περσέπολιν διὰ τοῦτο διέταξε τὸν ὁδηγὸν τοῦ πολεμικοῦ του ἅρματος νὰ προχωρῇ γρήγορα, χωρὶς νὰ σταματᾷ πουθενά, μέχρις ὅτου φθάσῃ εἰς τὸ τέλος τοῦ ταξιδίου του.Ἀλλ' ἡ οὐράνιος θεία δίκη συνεβάδιζε μαζί του καὶ ἐκρέμετο ἐπάνω ἀπὸ τὴν κεφαλήν του! Διότι ἐπάνω εἰς τὴν λύσσαν καὶ τὴν ἑωσφορικήν του ὑπερηφάνειαν εἶπε: Μόλις φθάσω εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, θὰ τὴν μεταβάλω εἰς κοινὸν νεκροταφεῖον διὰ τοὺς Ἰουδαίους.
5 ὁ δὲ πανεπόπτης Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ ᾿Ισραὴλ ἐπάταξεν αὐτὸν ἀνιάτῳ καὶ ἀοράτῳ πληγῇ· ἄρτι δὲ αὐτοῦ καταλήξαντος τὸν λόγον, ἔλαβεν αὐτὸν ἀνήκεστος τῶν σπλάγχνων ἀλγηδὼν καὶ πικραὶ τῶν ἔνδον βάσανοι, 5 Ο Κυριος όμως, ο Θεός του Ισραήλ, ο οποίος βλέπει τα πάντα, εκτύπησεν αυτόν με αθεράπευτον και αόρατον τρομεράν πληγήν. Διότι μόλις είχε τελειώσει τον μοχθηρόν και κομπαστικόν αυτόν λόγον, τον κατέλαβε μέγας αθεράπευτος πόνος των σπλάχνων και τρομεροί βασανισμοί εις όλον το εσωτερικόν του. 5 Ἀλλ’ ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, ὁ ὁποῖος τὰ πάντα βλέπει καὶ παρακολουθεῖ, τὸν ἐκτύπησε μὲ ἀσθένειαν ἀθεράπευτον καὶ ὀλεθρίαν, ποὺ δὲν διεκρίνετο ἐξωτερικῶς.Διότι μόλις εἶχε τελειώσει τὸν ἀνωτέρω ἀπειλητικὸν καὶ ἑωσφορικὸν λόγον, τὸν ἔπιασε ἀνίατος καὶ ἀφόρητος πόνος τῶν σπλάγχνων καὶ ὀδυνηροί, βασανιστικοὶ καὶ τρομεροὶ πόνοι τῶν ἐσωτερικῶν του ὀργάνων.
6 πάνυ δικαίως τὸν πολλαῖς καὶ ξενιζούσαις συμφοραῖς ἑτέρων σπλάγχνα βασανίσαντα. 6 Και πολύ δικαίως ετιμωρήθη με φρικτούς πόνους των σπλάγχνων αυτός, ο οποίος είχε προκαλέσει εις τα σπλάγχνα των άλλων πολυαρίθμους και πρωτοφανείς βασανισμούς. 6 Τοῦτο ἦταν μία πάρα πολὺ δικαία τιμωρία, ποὺ ἐταίριαζε ἀπολύτως εἰς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος εἶχε προξενήσει πολλά, πρωτοφανῆ, ἀνήκουστα καὶ βάρβαρα βασανιστήρια εἰς τὰ σπλάγχνα πολλῶν ἄλλων ἀνθρώπων.
7 ὁ δ᾿ οὐδαμῶς τῆς ἀγερωχίας ἔληγεν· ἔτι δὲ καὶ τῆς ὑπερηφανίας ἐπεπλήρωτο, πῦρ πνέων τοῖς θυμοῖς ἐπὶ τοὺς ᾿Ιουδαίους καὶ κελεύων ἐποξύνειν τὴν πορείαν. συνέβη δὲ καὶ πεσεῖν αὐτὸν ἀπὸ τοῦ ἅρματος φερομένου ροίζῳ καὶ δυσχερεῖ πτώματι περιπεσόντα πάντα τὰ μέλη τοῦ σώματος ἀποστρεβλοῦσθαι. 7 Αυτός όμως παρά τους φρικτούς βασανισμούς του δεν έθεσε τέρμα στον εγωϊσμόν του. Αλλά εγέμιζεν ολοένα και περισσότερον από υπερηφάνειαν. Πυρ θυμού έπνεεν εναντίον των Ιουδαίων και διέτασσε τον οδηγόν του άρματός του να επισπεύδη συνεχώς την πορείαν. Αίφνης κατέπεσεν από το άρμα, το οποίον εφέρετο μετά πολλού θορύβου, και η πτώσις του υπήρξε τόσον τρομερά, ώστε όλα τα μέλη του σώματός του έπαθαν οδυνηράν στρέβλωσιν. 7 Ὁ Ἀντίοχος ὅμως, παρ’ ὅλα αὐτά, δὲν ἐμείωνε καθόλου τὴν προπέτειαν καὶ τὸν ἐγωισμόν του· ἀπ’ ἐναντίας ἐγέμιζεν ὁλονὲν καὶ περισσότερον ἀπὸ αὐθάδειαν καὶ ὑπερηφάνειαν, ἀπέπνεε φωτιὰ ἀπὸ τὴν ὀργήν του ἐναντίον τῶν Ἰουδαίων καὶ διέτασσε τὸν ὁδηγὸν τοῦ ἅρματός του νὰ ἐπιταχύνῃ συνεχῶς τὴν πορείαν.Ἔξαφνα ὅμως συνέβη νὰ πέσῃ ὁ Ἀντίοχος ἀπὸ τὸ ἅρμα, καθὼς αὐτὸ ἔτρεχε μὲ πάταγον ἡ πτῶσις του ὑπῆρξε τόσον ἀπότομος καὶ βιαία, ὥστε ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματός του ἑξαρθρώθηκαν ἐντελῶς καὶ παραμορφώθηκαν.
8 ὁ δ᾿ ἄρτι δοκῶν τοῖς τῆς θαλάσσης κύμασιν ἐπιτάσσειν διὰ τὴν ὑπὲρ ἄνθρωπον ἀλαζονείαν καὶ πλάστιγγι τὰ τῶν ὀρέων οἰόμενος ὕψη στήσειν, κατὰ γῆν γενόμενος ἐν φορείῳ παρεκομίζετο, φανερὰν τοῦ Θεοῦ πᾶσι τὴν δύναμιν ἐνδεικνύμενος, 8 Ετσι δε αυτός, ο οποίος εξ αιτίας της μεγάλης του αλαζονίας ενόμιζε μέχρι προ ολίγου χρόνου ότι έχει την δύναμιν να διατάσση και τα κύματα της θαλάσσης, αυτός που ενόμιζεν ότι ημπορεί να θέση εις την πλάστιγγα και να ζυγίση τας κορυφάς των ορέων, εκρημνίσθη στο έδαφος και ανάπηρος εφέρετο επάνω εις ένα φορείον. Ετσι δε έκαμε φανεράν εις όλους, με το πάθημά του, την δύναμιν του Θεού. 8 Αὐτὸς δέ, ὁ ὁποῖος μόλις πρὸ ὀλίγου ἐνόμιζεν, ἕνεκα τῆς μεγάλης του ἀλαζονείας καὶ προπετείας, ὅτι ἠμποροῦσε νὰ διατάσσῃ τὰ κύματα τῆς θαλάσσης καὶ νὰ ζυγίζῃ εἰς τὴν πλάστιγγα τὰ ὕψη τῶν ὀρέων, ἀφοῦ ἔπεσεν ἀπὸ τὸ ἅρμα εἰς τὴν γῆν, μετεφέρετο ἀκίνητος καὶ ἀνάπηρος εἰς φορεῖον, καθιστὼν διὰ τοῦ τρόπου αὐτοῦ φανερὰν εἰς ὅλους τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ.
9 ὥστε καὶ ἐκ τοῦ σώματος τοῦ δυσσεβοῦς σκώληκας ἀναζεῖν, καὶ ζῶντος ἐν ὀδύναις καὶ ἀλγηδόσι τὰς σάρκας αὐτοῦ διαπίπτειν, ὑπὸ δὲ τῆς ὀσμῆς αὐτοῦ πᾶν τὸ στρατόπεδον βαρύνεσθαι τῇ σαπρίᾳ. 9 Περιέπεσε εις τόσον αθλίαν κατάστασιν, ώστε από το σώμα του ασεβούς αυτού να βγαίνουν πλήθος σκώληκες, να ζη και καθ' ον χρόνον εζούσε να αποσπώνται σάπιες σάρκες του με τρομεράς οδύνας και βασάνους. Η δε κακοσμία, η οποία ανεδίδετο από το αρρωστημένον σώμα του, κατεβάρυνεν ολόκληρον το στρατόπεδον. 9 Ἦταν δὲ τόσον φρικτὴ ἡ ὅλη κατάστασις, εἰς τὴν ὁποίαν εἶχε περιέλθει, ὥστε καὶ ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ ἀσεβοῦς καὶ ἀθέου Ἀντιόχου ἀναπηδοῦσαν σκουλήκια καί, ἐνῷ τὸ σῶμα του ἦταν ἀκόμη ζωντανὸν καὶ βυθισμένον εἰς τὴν ἀγωνίαν καὶ τὴν ὀδύνην, οἱ σάρκες του ἐσάπιζαν καὶ ἔπεφταν κομμάτια - κομμάτια, ἀπὸ τὴν δυσοσμίαν δὲ τῶν σαπισμένων σαρκῶν του ἀηδίαζεν ὅλον τὸ στρατόπεδον!
10 καὶ τὸν μικρῷ πρότερον τῶν οὐρανίων ἄστρων ἅπτεσθαι δοκοῦντα παρακομίζειν οὐδεὶς ἐδύνατο διὰ τὸ τῆς ὀσμῆς ἀφόρητον βάρος. 10 Και εκείνον ο οποίος μέχρι προ ολίγου ενόμιζεν ότι είχε την δύναμιν να εγγίση και τα άστρα, τώρα κανείς δεν ημπορούσε να τον μεταφέρη εξ αιτίας της ανυποφόρου δυσωδίας του. 10 Ἐκεῖνον δέ, ὁ ὁποῖος μόλις πρὸ ὀλίγου ἐνόμιζεν ὅτι θὰ ἀγγίξῃ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, τώρα κανεὶς δὲν ἠμποροῦσε νὰ τὸν συνοδεύσῃ καὶ νὰ τὸν μετακομίσῃ, ἕνεκα τῆς ἐντόνως ἀφορήτου δυσοσμίας, ποὺ ἀνεδίδετο ἀπὸ τὸ σῶμα του!
11 ἐνταῦθα οὖν ἤρξατο τὸ πολὺ τῆς ὑπερηφανίας λήγειν ὑποτεθραυσμένος καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἔρχεσθαι θείᾳ μάστιγι κατὰ στιγμὴν ἐπιτεινόμενος ταῖς ἀλγηδόσι. 11 Τοτε συντετριμμένος και εξουθενωμένος από τους πολλούς πόνους του, ήρχισε να αποθέτη τον όγκον της υπερηφανείας του και, καθώς συνεχώς επεδεινώνοντο οι πόνοι του, συνησθάνετο ότι ευρίσκετο υπό την θείαν μάστιγα. 11 Τότε λοιπόν, μέσα εἰς τοὺς ἀφορήτους πόνους καὶ τὴν ἀπελπιστικὴν κατάστασιν ἀπομονώσεως, ἄρχισε τὸ τέλος τῆς μεγάλης του ὑπερηφανείας· καταβεβλημένος δὲ ἀπὸ τὴν μάστιγα τοῦ Θεοῦ καὶ βασανιζόμενος ἀπὸ τοὺς ὁλονὲν αὐξανομένους πόνους, ἄρχισε νὰ συνέρχεται καὶ νὰ βλέπῃ τὰ πράγματα εἰς τὶς πραγματικές των διαστάσεις.
12 καὶ μηδὲ τῆς ὀσμῆς αὐτοῦ δυνάμενος ἀνέχεσθαι ταῦτ᾿ ἔφη· δίκαιον ὑποτάσσεσθαι τῷ Θεῷ καὶ μὴ θνητὸν ὄντα ἰσόθεα φρονεῖν ὑπερηφάνως. 12 Επειδή δε και ο ίδιος δεν ημπορούσε να υποφέρη την κακοσμίαν του, ωμολόγησεν· “είναι δίκαιον να υποτάσσεται κανείς στον Θεόν, και οχι εν τη υψηλοφροσύνη του να εξισώνη τον εαυτόν του με τον Θεόν”. 12 Ἐπειδὴ δὲ καὶ ὁ ἴδιος δὲν ἠμποροῦσε νὰ ὑποφέρῃ τὴν δυσοσμίαν, ποὺ ἀνεδίδετο ἀπὸ τὸ σῶμα του, ὡμολόγησεν: Εἶναι δίκαιον νὰ ὑποτάσσεται κανεὶς εἰς τὸν Θεὸν καί, ἐφ’ ὅσον εἶναι θνητός, νὰ μὴ θεωρῇ μὲ ὑπερηφάνειαν τὸν ἑαυτόν του ἴσον πρὸς τὸν Θεόν.
13 ηὔχετο δὲ ὁ μιαρὸς πρὸς τὸν οὐκέτι αὐτὸν ἐλεήσοντα Δεσπότην, οὕτω λέγων 13 Προς τον Δεσπότην δε Θεόν, ο οποίος δεν επρόκειτο ποτέ να τον ελεήση, ο μιαρός αυτός βασιλεύς προσηύχετο και έταζε 13 Ὁ ἄθλιος καὶ ἐλεεινὸς Ἀντίοχος Δ' προσηύχετο πρὸς τὸν Δεσπότην Θεόν, ὁ ὁποῖος δὲν ἐπρόκειτο πλέον νὰ φανῇ εὐσπλαγχνικὸς ἀπέναντί του, τὰ ἀκόλουθα καὶ ὑπέσχετο
14 τὴν μὲν ἁγίαν πόλιν, ἣν σπεύδων παρεγίνετο ἰσόπεδον ποιῆσαι καὶ πολυάνδριον οἰκοδομῆσαι, ἐλευθέραν ἀναδεῖξαι· 14 ότι την μεν αγίαν πάλιν, προς την οποίαν έσπευδε δια να την ισοπεδώση και την μεταβάλη εις νεκρόπολιν, να την ανακηρύξη ελευθέραν. 14 ὅτι τὴν μὲν ἁγίαν πόλιν, τὴν Ἱερουσαλήμ, πρὸς τὴν ὁποίαν ἐβιάζετο προηγουμένως νὰ φθάσῃ τὸ συντομώτερον διὰ νὰ τὴν καταστρέψῃ, νὰ τὴν ἰσοπεδώσῃ καὶ νὰ τὴν μεταβάλῃ εἰς κοινὸν νεκροταφεῖον διὰ τοὺς Ἰουδαίους, τώρα θὰ τὴν ἀνεκήρυσσεν ἐλευθέραν πόλιν
15 τοὺς δὲ ᾿Ιουδαίους, οὓς διεγνώκει μηδὲ ταφῆς ἀξιῶσαι οἰωνοβρώτους δὲ σὺν τοῖς νηπίοις ἐκρίψειν θηρίοις, πάντας αὐτοὺς ἴσους ᾿Αθηναίους ποιήσειν· 15 Τους δε Ιουδαίους, τους οποίους ούτε ταφής δεν έκρινεν αξίους αλλά είχε σκοπόν να δώση ως τροφήν, αυτούς και τα τέκνα των, εις τα σαρκοβόρα πτηνά και να τους ρίψη εις τα θηρία, όλους να τους κάμη ίσους προς τους Αθηναίους. 15 εἰς δὲ τοὺς Ἰουδαίους, τοὺς ὁποίους δὲν ἐθεωροῦσε ἀξίους οὔτε ταφῆς, ἀλλὰ μόνον ἀξίους νὰ ριφθοῦν μαζὶ μὲ τὰ παιδιά των ὡς τροφὴ εἰς τὰ ἁρπακτικὰ πτηνὰ καὶ τὰ σαρκοβόρα θηρία, τώρα θὰ ἔδιδε προνόμια ὅσα πρὸς ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἀπελάμβαναν οἱ πολῖται τῶν Ἀθηνῶν.
16 ὃν δὲν πρότερον ἐσκύλευσεν ἅγιον νεὼν καλλίστοις ἀναθήμασι κοσμήσειν καὶ τὰ ἱερὰ σκεύη πολυπλάσια πάντα ἀποδώσειν, τὰς δὲ ἐπιβαλλούσας πρὸς τὰς θυσίας συντάξεις ἐκ τῶν ἰδίων προσόδων χορηγήσειν· 16 Τον άγιον ναόν, τον οποίον προηγουμένως αυτός είχε συλήσει, να τον στολίση με ωραιότατα αφιερώματα, να αποδώση δε πάλιν όλα τα ιερά σκεύη και μάλιστα πολύ περισσότερα από εκείνα, που είχεν αφαιρέσει, να χορηγή δε από τα ιδικά του έσοδα δια τας δαπάνας, που απαιτούνται δια τας θυσίας. 16 Τὸν δὲ ἅγιον Ναόν, τὸν ὁποῖον εἶχε λεηλατήσει προηγουμένως, τώρα θὰ τὸν ἐτιμοῦσε καὶ θὰ τὸν ἐστόλιζε μὲ τὰ πλέον ὡραῖα ἀφιερώματα καὶ τὰ πλέον θαυμάσια δῶρα θὰ ἀντικαθιστοῦσε ὅλα τὰ ἱερὰ σκεύη, ποὺ ἀφήρεσε, μὲ πολὺ περισσότερα· ἐπὶ πλέον τὰ ἀπαιτούμενα ἔξοδα διὰ τὶς θυσίες θὰ τὰ ἐχορηγοῦσε ἀπὸ τὰ ἰδικά του, τὰ προσωπικά του ἔσοδα.
17 πρὸς δὲ τούτοις καὶ ᾿Ιουδαῖον ἔσεσθαι καὶ πάντα τόπον οἰκητὸν ἐπελεύσεσθαι καταγγέλλοντα τὸ τοῦ Θεοῦ κράτος. 17 Επί δε τούτοις υπεσχέθη να γίνη και ο ίδιος Ιουδαίος και να επισκέπτεται κάθε κατοικούμενον τόπον, δια να κηρύττη το μεγαλείον του Θεού. 17 Ἐπιπροσθέτως, ὡς ἐπιστέγασμα ὅλων αὐτῶν, ὑπέσχετο ὅτι θὰ ἐγίνετο καὶ ὁ ἴδιος Ἰουδαῖος καὶ ὅτι θὰ ἐπεσκέπτετο κάθε κατοικήσιμον τόπον διὰ νὰ διακηρύξῃ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ.
18 οὐδαμῶς δὲ ληγόντων τῶν πόνων, ἐπεληλύθει γὰρ ἐπ᾿ αὐτὸν δικαία ἡ τοῦ Θεοῦ κρίσις, τὰ κατ᾿ αὐτὸν ἀπελπίσας, ἔγραψε πρὸς τοὺς ᾿Ιουδαίους τὴν ὑπογεγραμμένην ἐπιστολήν, ἱκετηρίας τάξιν ἔχουσαν, περιέχουσαν δὲ οὕτως· 18 Καθώς δε οι πόνοι του δεν κατηυνάζοντο, διότι είχεν επέλθει πλέον εναντίον του η δικαία κρίσις και οργή του Θεού, απηλπίσθη πλέον δια την θεραπείαν του, και έγραψε προς τους Ιουδαίους την κατωτέρω επιστολήν, η οποία έχει θέσιν ικεσίας και περιλαμβάνει τα εξής· 18 Ἐπειδὴ ὅμως οἱ πόνοι τὸν Ἀντιόχου δὲν ὀλιγόστευαν μὲ κανένα τρόπον, διότι ἡ δικαία κρίσις τοῦ Θεοῦ εἶχε πέσει ἐναντίον του, καὶ ἀφοῦ ἔχασε πλέον κάθε ἐλπίδα βελτιώσεως τῆς ὑγείας του, ἔγραψε πρὸς τοὺς Ἰουδαίους τὴν κατωτέρω ἐπιστολήν, ἡ ὁποία ἐπέχει θέσιν ἱκεσίας καὶ τῆς ὁποίας τὸ περιεχόμενον εἶναι τὸ ἀκόλουθον:
19 «Τοῖς χρηστοῖς ᾿Ιουδαίοις τοῖς πολίταις πολλὰ χαίρειν καὶ ὑγιαίνειν καὶ εὖ πράττειν βασιλεὺς καὶ στρατηγὸς ᾿Αντίοχος. 19 “Προς τους Ιουδαίους, τους αγαθούς αυτούς πολίτας, ο βασιλεύς και στρατηγός Αντίοχος εύχεται πλήρη χαράν και υγείαν και ευημερίαν. 19 Πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, τοὺς ἐξόχους, λαμπροὺς καὶ ἀγαθοὺς πολίτας, ὁ βασιλιᾶς καὶ στρατηγὸς Ἀντίοχος εὔχεται να χαίρουν πολύ, νὰ ὑγιαίνουν καὶ νὰ εὐτυχοῦν.
20 εἰ ἔρρωσθε καὶ τὰ τέκνα καὶ τὰ ἴδια κατὰ γνώμην ἐστὶν ὑμῖν, εὔχομαι μὲν τῷ Θεῷ τὴν μεγίστην χάριν, εἰς οὐρανὸν τὴν ἐλπίδα ἔχων, 20 Εάν σεις και τα τέκνα σας υγιαίνετε, εάν αι υποθέσεις σας προχωρούν και εξελίσσονται σύμφωνα με τας επιθυμίας σας, ευχαριστώ και δοξάζω τον Θεόν δια την μεγάλην αυτήν χάριν, διότι και εγώ στον ουράνιον Θεόν στηρίζω τας ελπίδας μου. 20 Ἐὰν ὑγιαίνετε σεῖς καὶ τὰ τέκνα σας καὶ ἐὰν οἰ ὑποθέσεις σας προχωροῦν καλά, ὅπως ἐπιθυμεῖτε, εὐχαριστῶ τὸν Θεὸν διὰ τὴν πολὺ μεγάλην αὐτὴν χάριν, ἐπειδὴ καὶ ἐγὼ ἔχω τὴν ἐλπίδα μου εἰς τὸν οὐρανόν.
21 κἀγὼ δὲ ἀσθενῶς διεκείμην, ὑμῶν τὴν τιμὴν καὶ τὴν εὔνοιαν ἂν ἐμνημόνευον φιλοστόργως. ἐπανάγων ἐκ τῶν περὶ τὴν Περσίδα τόπων καὶ περιπεσὼν ἀσθενείᾳ δυσχέρειαν ἐχούσῃ, ἀναγκαῖον ἡγησάμην φροντίσαι τῆς κοινῆς πάντων ἀσφαλείας. 21 Ως προς εμέ, είμαι κατάκοιτος χωρίς δύναμιν επάνω στο κρεββάτι και διατηρώ μίαν στοργικήν ανάμνησιν της τιμής και της ευμενείας, που με ηξιώσατε. Επιστρέφων από τας χώρας της Περσίας, και περιπεσών εις τρομεράν ασθένειαν έκρινα απαραίτητον να ασχοληθώ δια την ασφάλειαν όλων σας. 21 Ὅσον δὲ ἀφορᾷ εἰς τὸν ἑαυτόν μου, ἐγὼ εὑρίσκομαι ἄρρωστος καὶ κατάκοιτος, διατηρῶ ὅμως φιλόστοργον μνήμην τοῦ σεβασμοῦ, τῆς τιμῆς καὶ τῆς φιλικῆς σας διαθέσεις.Καθὼς λοιπὸν ἐπέστρεφα ἀπὸ τὶς χῶρες τῆς Περσίας καὶ ἐπειδὴ ἔπεσα εἰς ἀρρώστιαν σοβαράν, ἡ ὁποία μὲ ταλαιπωρεῖ, ἐθεώρησα ἀπαραίτητον νὰ φροντίσω διὰ τὴν γενικὴν ἀσφάλειαν ὅλων σας.
22 οὐκ ἀπογινώσκων τὰ κατ᾿ ἐμαυτόν, ἀλλὰ ἔχων πολλὴν ἐλπίδα ἐκφεύξεσθαι τὴν ἀσθένειαν, 22 Δεν απελπίζομαι δια τα κατ' εμέ, αλλά έχω πολλάς ελπίδας ότι θα διαφύγω από την ασθένειαν αυτήν. 22 Τὸ κάμνω, ὄχι διότι ἀπελπίζομαι ἀπὸ τὴν κατάστασιν, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκομαι - ἀπ' ἐναντίας ἔχω πολλὲς ἐλπίδες ὅτι θὰ ἀναλάβω ἀπὸ τὴν ἀσθένειάν μου -
23 θεωρῶν δὲ ὅτι καὶ ὁ πατήρ, καθ᾿ οὓς καιροὺς εἰς τοὺς ἄνω τόπους ἐστρατοπέδευσεν, ἀνέδειξε τὸν διαδεξόμενον, 23 Εχων όμως υπ' όψιν ότι ο πατήρ μου, όταν ακόμη ευρίσκετο εις εκστρατείαν και εις πολεμικάς επιχειρήσεις εις τας άλλας χώρας, ανέδειξε τον μέλλοντα διάδοχόν του, 23 ἀλλ’ ἐπειδὴ ἔχω ὑπ’ ὄψιν μου ὅτι ὁ πατέρας μου (Ἀντιόχος ὁ Γ ), κάθε φορὰν ποὺ ἐξεστράτευε καὶ ἔστηνε τὸ στρατόπεδόν του εἰς τὶς χῶρες ἀνατολικῶς τοῦ Εὐφράτη ποταμοῦ, ὥριζε τὸν μέλλοντα διάδοχόν του,
24 ὅπως ἐάν τι παράδοξον ἀποβαίνῃ ἢ καὶ προσαγγελθῇ τι δυσχερές, εἰδότες οἱ κατὰ τὴν χώραν ᾧ καταλέλειπται τὰ πράγματα, μὴ ἐπιταράσσωνται. 24 ώστε, εάν επέλθη τα απροσδόκητον μοιραίον η κάποια κακή φήμη κυκλοφορήση, οι άνθρωποι της χώρας του να γνωρίζουν, εις ποίον έχει εμπιστευθή την διοίκησιν, δια να μη γίνωνται ταραχαί· 24 οὕτως ὥστε, ἐὰν τυχὸν συνέβαινε κάτι τὸ ἀναπάντεχον ἢ ἐὰν κάποια εἴδησις ἀνησυχητικὴ καὶ ὀδυνηρὰ διεδίδετο, οἱ ὑπήκοοί του νὰ γνωρίζουν εἰς ποῖον εἶχαν ἀνατεθῇ οἱ ὑποθέσεις τοῦ κράτους καὶ ἔτσι νὰ μὴ ταράσσωνται.
25 πρὸς δὲ τούτοις κατανοῶν τοὺς παρακειμένους δυνάστας καὶ γειτνιῶντας τῇ βασιλείᾳ τοῖς καιροῖς ἐπέχοντας καὶ προσδεχομένους τὸ ἀποβησόμενον, ἀναδέδειχα τὸν υἱόν μου ᾿Αντίοχον βασιλέα, ὃν πολλάκις ἀνατρέχων εἰς τὰς ἐπάνω σατραπείας τοῖς πλείστοις ὑμῶν παρακατετιθέμην καὶ συνίστων· γέγραφα δὲ πρὸς αὐτὸν τὰ ὑπογεγραμμένα. 25 προς τούτοις επειδή γνωρίζω και εγώ καλώς, ότι οι συνορεύοντες με σας βασιλείς, όπως και οι γειτονεύοντες στο ιδικόν μου βασίλειον, παραμονεύουν τας περιστάσεις και περιμένουν το μοιραίον, δια να το εκμεταλλευθούν προς όφελός των, ορίζω και αναδεικνύω ως διάδοχόν μου τον υιόν μου Αντίοχον, τον οποίον πολλές φορές, όταν διέτρεχα τας άνω σατραπείας, συνιστούσα και ενεπιστευόμην εις πλείστους από σας. Εχω δε γράψει και εις αυτόν σχετικήν επιστολήν. 25 Ἐπὶ πλέον ἐπειδὴ γνωρίζω πολὺ καλὰ ὅτι οἱ γειτονικοὶ μονάρχαι, ποὺ εἶναι ὅμοροι μὲ τὸ βασίλειόν μου, καραδοκοῦν καὶ περιμένουν τὴν κατάλληλον εὐκαιρίαν (τὸν θάνατόν μου), διὰ τοῦτο ἔχω ὁρίσει ὡς διάδοχόν μου εἰς τὴν βασιλείαν τὸν υἱόν μου Ἀντίοχον, τὸν ὁποῖον ἔχω πολλὲς φορὲς ἐμπιστευθῆ καὶ συστήσει εἰς τοὺς περισσοτέρους ἀπὸ σᾶς κατὰ τὴν διαρκειαν τῶν συχνῶν ἐπισκέψεών μου εἰς τὶς ἐπάνω περιοχὲς τοῦ κράτους, τὶς πέραν τοῦ Εὐφράτη ποταμοῦ σατραπεῖες.Ἔχω δὲ γράψει εἰς αὐτὸν ἐπιστολήν, τὴν ὁποίαν καὶ ἐπισυνάπτω ἐδῶ.
26 παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς καὶ ἀξιῶ, μεμνημένους τῶν εὐεργεσιῶν κοινῇ καὶ κατ᾿ ἰδίαν, ἕκαστον συντηρεῖν τὴν οὖσαν εὔνοιαν εἰς ἐμὲ καὶ τὸν υἱόν μου· 26 Σας παρακαλώ, λοιπόν, και αξιώνω, όπως ενθυμούμενοι τας ευεργεσίας, τας οποίας εγώ έχω καμεί εις όλους γενικώς και στον καθένα ιδιαιτέρως, να κρατήση ο καθένας σας την ιδίαν εύνοιαν προς τον υιόν μου, την οποίαν είχατε και προς εμέ. 26 Διὰ τοῦτο σᾶς παρακαλῶ καὶ ἔχω τὴν ἀξίωσιν, ὅπως, ἐνθυμούμενοι τὶς εὐεργεσίες, ποὺ ἔκαμα εἰς σᾶς, καὶ συνολικῶς ὡς κοινότητα, καὶ ὡς ἄτομα, εἰς τὸν καθένα χωριστά, διατηρήσῃ ὁ καθένας σας τὴν ὑπάρχουσαν εὔνοιαν καὶ φιλικὴν διάθεσιν, ποὺ εἴχατε πρὸς ἐμὲ καὶ πρὸς τὸν υἱόν μου.
27 πέπεισμαι γὰρ αὐτὸν ἐπιεικῶς καὶ φιλανθρώπως παρακολουθοῦντα τῇ ἐμῇ προαιρέσει συμπεριενεχθήσεσθαι ὑμῖν». 27 Εχω δε την πεποίθησιν, ότι και αυτός θα φερθή προς σας με πλήρη επιείκειαν και φιλανθρωπίαν, ακολουθών την ιδικήν μου καλήν προς σας διαγωγήν”. 27 Διότι εἶμαι πεπεισμένος ὅτι καὶ ὁ υἱός μου θὰ ἀκολουθήσῃ τὴν ἰδικήν μου φρόνιμον διαγωγὴν μετριοπαθείας καὶ φιλανθρωπίας καὶ θὰ συμμορφωθῇ πρὸς τὶς ἀπαιτήσεις σας, διευθετῶν τὰ συμφέροντά σας.
28 ῾Ο μὲν οὖν ἀνδροφόνος καὶ βλάσφημος τὰ χείριστα παθών, ὡς ἑτέρους διέθηκεν, ἐπὶ ξένης ἐν τοῖς ὄρεσιν οἰκτίστῳ μόρῳ κατέστρεψε τὸν βίον. 28 Ο ανδροφόνος και βλάσφημος αυτός βασιλεύς Αντίοχος, βασανιζόμενος με φοβεράς βασάνους, όπως αυτός είχε βασανίσει άλλους, άπέθανεν εις ξένην χώραν, εις τα όρη με ένα θάνατον ελεεινότατον. 28 Ἔτσι λοιπὸν αὐτὸς ὁ φονιᾶς καὶ βλάσφημος (Ἀντίοχος Δ' ὁ Ἐπιφανής), ἀφοῦ ὑπέφερε μέσα εἰς πολλὴν ἀγωνίαν τὰ πλέον φοβερὰ βάσανα, ὅπως ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα ἐβασάνισεν ἄλλους, ἀπέθανε μὲ ἄθλιον καὶ οἰκτρὸν θάνατον εἰς τὰ ὅρη ξένης χώρας, μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα του.
29 παρεκομίζετο δὲ τὸ σῶμα Φίλιππος ὁ σύντροφος αὐτοῦ, ὃς καὶ διευλαβηθεὶς τὸν υἱὸν ᾿Αντιόχου, πρὸς Πτολεμαῖον τὸν Φιλομήτορα εἰς Αἴγυπτον διεκομίσθη. 29 Ο Φιλιππος, ο παιδικός του σύντροφος, διεκόμισε το σώμα του Αντιόχου. Εφοβήθη όμως τον νέον βασιλέα 'Αντιοχον και απεσύρθη εεις την αίγυπτον προς τον Πτολεμαίον τυν Φιλομήτορα. 29 Ὁ δὲ Φίλιππος, μὲ τὸν ὁποῖον ὁ Ἀντίοχος εἶχε συναναστραφῆ καὶ συνεκπαιδευθῆ, μετέφερε τὴν σορόν του εἰς τὴν Ἀντιόχειαν φοβούμενος ὅμως ὁ Φίλιππος τὸν υἱὸν τοῦ Ἀντιόχου Δ', τὸν Ἀντίοχον Ε', κατέφυγεν εἰς τὴν Αἴγυπτον, εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ βασιλιᾶ Πτολεμαίου ΣΤ' τοῦ Φιλομήτορος.