Τρίτη, 16 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:49
Δύση: 20:02
Σελ. 8 ημ.
107-259
16ος χρόνος, 5904η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 (Ι)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΜΑΚΚΑΒΑΙΟΣ δὲ καὶ οἱ σὺν αὐτῷ, τοῦ Κυρίου προάγοντος αὐτούς, τὸ μὲν ἱερὸν ἐκομίσαντο καὶ τὴν πόλιν, 1 Ο Μακκαβαίος και οι άνδρες του ανακατέλαβαν, με την βοήθειαν του Θεού, τον ιερόν ναόν και την πόλιν Ιερουσαλήμ. 1 Ο δὲ Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος καὶ οἱ ἄνδρες του, μὲ τὴν καθοδήγησιν καὶ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, κατέλαβαν πάλιν τὸν Ναὸν καὶ τὴν πόλιν τῆς Ἱερουσαλήμ.
2 τοὺς δὲ κατὰ τὴν ἀγορὰν βωμοὺς ὑπὸ τῶν ἀλλοφύλων δεδημιουργημένους, ἔτι δὲ τεμένη καθεῖλον. 2 Κατέστρεψαν τους βωμούς, που είχαν οικοδομήσει οι ειδωλολάτραι εις την αγοράν, όπως επίσης και όλους τους άλλους ιερούς των χώρους. 2 Κατεδάφισαν δὲ καὶ κατέστρεψαν τοὺς βωμούς, ποὺ εἶχαν κτίσει οἱ εἰδωλολάτραι εἰς τὴν ἀγοράν· κατέστρεψαν ἐπίσης τοὺς ἱερούς των χώρους.
3 καὶ τὸν νεὼν καθαρίσαντες ἕτερον θυσιαστήριον ἐποίησαν καὶ πυρώσαντες λίθους καὶ πῦρ ἐκ τούτων λαβόντες, ἀνήνεγκαν θυσίαν μετὰ διετῆ χρόνον καὶ θυμίαμα καὶ λύχνους καὶ τῶν ἄρτων τὴν πρόθεσιν ἐποιήσαντο. 3 Αφού δε κατόπιν εκαθάρισαν τον ναόν, οικόδομησαν άλλο θυσιαστήριον ολοκαυτωμάτων. Ηναψαν πυρ από την προστριβήν ειδικών λίθων, επήραν αυτό το πυρ και προσέφεραν θυσίαν, η οποία είχεν από δύο ετών διακοπή. Εκαυσαν επίσης θυμίαμα στο θυσιαστήριον των θυμιαμάτων, ήναψαν τους λύχνους της λυχνίας και έθεσαν τους άρτους εις την τράπεζαν της προθέσεως. 3 Ἀφοῦ δὲ ἐκάθαρισαν καὶ ἐξήγνισαν τὸν Ναόν, ἔκτισαν ἄλλο θυσιαστήριον ὁλοκαυτωμάτων κατόπιν, ἀφοῦ ἄναψαν φωτιὰ μὲ τὸ τρίψιμο λίθων, ὅπως οἱ τσακμακόπετρες, προσέφεραν θυσίαν διὰ πρώτην φορὰν ἔπειτα ἀπὸ δύο ὁλόκληρα ἔτη· ἐπίσης ἔκαυσαν θυμίαμα εἰς τὸ Θυσιαστήριον τῶν Θυμιαμάτων, ἀνάψαν τοὺς λύχνους τῆς Λυχνίας καὶ ἐτοποθέτησαν τοὺς ἄρτους εἰς τὴν Τράπεζαν τῆς Προθέσεως.
4 ταῦτα δὲ ποιήσαντες ἠξίωσαν τὸν Κύριον πεσόντες ἐπὶ κοιλίαν μηκέτι περιπεσεῖν τοιούτοις κακοῖς, ἀλλ᾿ ἐάν ποτε καὶ ἁμάρτωσιν, ὑπ᾿ αὐτοῦ μετ᾿ ἐπιεικείας παιδεύεσθαι καὶ μὴ βλασφήμοις καὶ βαρβάροις ἔθνεσι παραδίδοσθαι. 4 Αφού δε έκαμαν όλα αυτά, έπεσαν πρηνείς στο έδαφος και παρεκάλεσαν τον Κυριον, να μη περιπέσουν πλέον στοιαύτας συμφοράς. Αλλά, εάν ποτέ και αμαρτήσουν ως άνθρωποι, να παιδαγωγηθούν από αυτόν με ευσπλαγχνίαν και να μη παραδοθούν εις τα βάρβαρα και βλάσφημα ειδωλολατρικά έθνη. 4 Ὅταν δὲ ἔκαμαν ὅλα αὐτά, ἔπεσαν μπρούμυτα, μὲ τὴν κοιλιὰ κατὰ γῆς, καὶ ἱκέτευσαν θερμὰ καὶ ταπεινὰ τὸν Κύριον, νὰ μὴ ἐπιτρέψῃ νὰ τοὺς κτυπήσουν ποτὲ πλέον τέτοιες ὀλέθριες συμφορές· ἀλλ’ ἐάν ποτὲ συμβῇ νὰ ἁμαρτήσουν, νὰ τιμωρηθοῦν ἀπὸ Αὐτὸν παιδαγωγικῶς μὲ εὐσπλαγχνίαν καὶ ἐπιείκειαν καὶ νὰ μὴ παραδοθοῦν εἰς βλασφήμους καὶ βαρβάρους εἰδωλολατρικοὐς λαούς.
5 ἐν ᾗ δὲ ἡμέρᾳ ὁ νεὼς ὑπὸ ἀλλοφύλων ἐβεβηλώθη, συνέβη κατὰ τὴν αὐτὴν ἡμέραν τὸν καθαρισμὸν γενέσθαι τοῦ ναοῦ, τῇ πέμπτῃ καὶ εἰκάδι τοῦ αὐτοῦ μηνός, ὅς ἐστι Χασελεῦ. 5 Συνέβη δε και τούτο το παράδοξον· κατά την ημέραν, κατά την οποίαν ο ναός είχε βεβηλωθή από τους ειδωλολάτρας, κατά την ιδίαν ημέραν συνέπεσε να γίνη και ο καθαρισμός αυτού. Ητοι την εικοστήν πέμπτην του ιδίου μηνός, δηλαδή του Χασελεύ. 5 Τὴν ἰδίαν δὲ ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Ναὸς ἐβεβηλώθη ἄλλοτε ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρας, κατὰ τὴν ἰδίαν ἀκριβῶς ἡμέραν ἔγινε τώρα ὁ καθαρισμὸς καὶ ἐξαγνισμὸς τοῦ Ναοῦ, δηλαδὴ τὴν εἰκοστὴν πέμπτην (25ην) τοῦ ἰδίου μηνός, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ Χασελεῦ (ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸν ἰδικόν μας Νοέμβριον /Δεκέμβριον ).
6 καὶ μετ᾿ εὐφροσύνης ἦγον ἡμέρας ὀκτὼ σκηνωμάτων τρόπον, μνημονεύοντες ὡς πρὸ μικροῦ χρόνου τὴν τῶν σκηνῶν ἑορτὴν ἐν τοῖς ὄρεσι καὶ ἐν τοῖς σπηλαίοις θηρίων τρόπον ἦσαν νεμόμενοι. 6 Εώρτασαν δε επί οκτώ ημέρας με πολλήν χαράν κατά τον ίδιον τρόπον, που εόρταζαν την εορτήν της Σκηνοπηγίας, ενθυμούμενοι ότι προ ολίγου χρόνου είχαν εορτάσει την εορτήν της Σκηνοπηγίας, παραμένοντες και τρεφόμενοι εις τα όρη και εις τα σπήλαια, όπως τα άγρια θηρία. 6 Ὁ εὐφρόσυνος ἐορτασμὸς διήρκεσεν ὀκτὼ ἡμέρες καὶ ἦταν ὅμοιος μὲ τὸν ἐορτασμὸν τῆς ἑορτῆς τῆς Σκηνοπηγίας, διότι ἐνεθυμήθησαν πῶς, πρὶν ἀπὸ ἐλάχιστον μόνον χρόνον, ἑώρτασαν τὴν ἑορτὴν ἐκείνην, ἐνῷ ἐζοῦσαν ὅπως τὰ ἄγρια θηρία ἐπάνω εἰς τὰ βουνὰ καὶ μέσα εἰς τὶς σπηλιές.
7 διὸ θύρσους καὶ κλάδους ὡραίους, ἔτι δὲ φοίνικας ἔχοντες ὕμνους ἀνέφερον τῷ εὐοδώσαντι καθαρισθῆναι τὸν ἑαυτοῦ τόπον. 7 Δια τούτο έχοντες εις τα χέρια των ράβδους στολισμένας με φύλλα και κρατούντες ωραίους πράσινους κλάδους, καθώς επίσης και φοίνικας, έψαλλαν ύμνους προς δόξαν του Θεού, ο οποίος τους κατευώδωσε να πραγματοποιήσουν τον καθαρισμόν του ναού του. 7 Διὰ τοῦτο, κρατῶντας εἰς τὰ χέρια των ράβδους στολισμένες μὲ φύλλα· κρατῶντας ἐπίσης ὡραῖα πράσινα κλαδιά (κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Κλαδιὰ μὲ τοὺς καρπούς των), καθὼς ἐπίσης καὶ κλαδιὰ ἀπὸ χουρμαδιές, ἀνέπεμπαν ὕμνους πρὸς Ἐκεῖνον, ὁ Ὁποῖος μὲ τόσον θριαμβευτικὸν τρόπον ἔφερεν εἰς αἴσιον πέρας τὰ πράγματα, ὥστε νὰ καθαρισθῇ καὶ νὰ ἑξαγνισθῇ ὁ Ναός του.
8 ἐδογμάτισαν δὲ μετὰ κοινοῦ προστάγματος καὶ ψηφίσματος παντὶ τῷ τῶν ᾿Ιουδαίων ἔθνει κατ᾿ ἐνιαυτὸν ἄγειν τάσδε τὰς ἡμέρας. 8 Καθιέρωσαν δε με ένα δημόσιον διάταγμα, που εψηφίσθη από όλον τον λαόν, ότι όλον το ιουδαϊκόν έθνος κάθε έτος θα πανηγυρίζη τας ημέρας αυτάς. 8 Ὥρισαν δὲ καὶ ἐθέσπισαν μὲ δημόσιον διάταγμα, τὸ ὁποῖον ἐπεκυρώθη μὲ ψήφισμα, ὅτι ὅλον τὸ Ἰουδαϊκὸν ἔθνος πρέπει νὰ ἐορτάζῃ κάθε ἔτος τὶς ἡμέρες αὐτές.
9 καὶ τὰ μὲν τῆς ᾿Αντιόχου τοῦ προσαγορευθέντος ᾿Επιφανοῦς τελευτῆς οὕτως εἶχε. 9 Και αυτά μεν ήσαν τα γεγονότα τα συμβάντα περί τον θάνατον του Αντιόχου του επονομασθέντος Επιφανούς. 9 Ἔτσι λοιπὸν συνέβησαν τὰ γεγονότα, τὰ σχετικὰ μὲ τὸν θάνατον τοῦ βασιλιᾶ Ἀντιόχου Δ', ὁ ὁποῖος εἶχεν ἐπονομασθῆ Ἐπιφανής.
10 Νυνὶ δὲ τὰ κατὰ τὸν Εὐπάτορα ᾿Αντίοχον, υἱὸν δὲ τοῦ ἀσεβοῦς γενόμενον δηλώσομεν, αὐτὰ συντέμνοντες τὰ τῶν πολέμων κακά. 10 Τωρα δε θα κάμωμεν λόγον δια τα αφορώντα τον Αντίοχον τον Ευπάτορα, υιόν του ασεβούς εκείνου βασιλέως, εκθέτοντες με συντομίαν τα εκ των πολέμων κακά επί της βασιλείας του. 10 Τώρα θὰ παρουσιάσωμεν καὶ θὰ περιγράψωμεν τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἱστορίαν τοῦ Ἀντιόχου Ε' Εὐπάτορος, υἱὸν τοῦ ἀσεβοῦς ἐκείνου βασιλιᾶ· θὰ τὰ ἱστορήσωμεν, ἐκθέτοντες μὲ συντομίαν τὰ δεινά, ποὺ ἐπροξενήθησαν ἀπὸ τοὺς πολέμους κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς βασιλείας του.
11 αὐτὸς γὰρ παραλαβὼν βασιλείαν ἀνέδειξεν ἐπὶ τῶν πραγμάτων Λυσίαν τινά, Κοίλης δὲ Συρίας καὶ Φοινίκης στρατηγὸν πρώταρχον. 11 Αυτός, αφού παρέλαβε την βασιλείαν, κατέστησεν επικεφαλής των πραγμάτων του βασιλείου του κάποιον Λυσίαν, ανώτατον στρατιωτικόν διοικητήν της Κοίλης Συρίας και της Φοινίκης. 11 Μόλις ὁ Εὐπάτωρ ἀνέβη εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον, διώρισεν ὡς κυβερνήτην (πρωθυπουργόν) τῶν ὑποθέσεων τοῦ βασιλείου του κάποιον ὀνόματι Λυσίαν, ἀνώτατον διοικητὴν (ἀρχηγόν) του στρατοῦ τῆς Κοίλης Συρίας καὶ Φοινίκης.
12 Πτολεμαῖος γὰρ ὁ καλούμενος Μάκρων τὸ δίκαιον συντηρεῖν προηγούμενος εἰς τοὺς ᾿Ιουδαίους διὰ τὴν γεγονυῖαν εἰς αὐτοὺς ἀδικίαν ἐπειρᾶτο τὰ πρὸς αὐτοὺς εἰρηνικῶς διεξάγειν. 12 Διότι ο Πτολεμαίος, ο επονομαζόμενος Μακρων, πρώτος αυτός ανεγνώρισε το δίκαιον των Ιουδαίων και δια την επανόρθωσιν των αδικιών, που είχαν γίνει εις αυτούς, προσεπάθει να τους κυβερνήση κατά τρόπον ειρηνικόν. 12 Διότι ὁ Πτολεμαῖος, ὁ ἐπονομαζόμενος Μάκρων καὶ ὁ πρῶτος ποὺ μετεχειρίσθη μὲ δικαιοσύνην τοὺς Ἰουδαίους, ἔκαμεν ὅ,τι τοῦ ἦταν δυνατὸν νὰ τοὺς κυβερνήσῃ εἰρηνικῶς καὶ νὰ ἐπανορθώσῃ τὶς ἀδικίες, ποὺ ἔγιναν εἰς βάρος των κατὰ τὸ παρελθόν.
13 ὅθεν κατηγορούμενος ὑπὸ τῶν φίλων πρὸς τὸν Εὐπάτορα καὶ προδότης παρέκαστα ἀκούων διὰ τὸ τὴν Κύπρον ἐμπιστευθέντα ὑπὸ τοῦ Φιλομήτορος ἐκλιπεῖν καὶ πρὸς ᾿Αντίοχον τὸν ᾿Επιφανῆ ἀναχωρῆσαι μήτ᾿ εὐγενῆ τὴν ἐξουσίαν ἔχων, ὑπ᾿ ἀθυμίας φαρμακεύσας ἑαυτὸν ἐξέλιπε τὸν βίον. 13 Δια το γεγονός όμως αυτό κατηγορήθη από τους φίλους του βασιλέως ενώπιον του Ευπάτορος. Δια τον λόγον αυτόν, αλλά και διότι εις κάθε περίστασιν ωνομάζετο προδότης επειδή είχεν εγκαταλείψει την Κυπρον, που του είχεν εμπιστευθή ο Φιλομήτωρ και είχε προσχωρήσει με το μέρος του Αντιόχου του Επιφανούς, και επειδή δεν κατείχε πλέον καμμίαν θέσιν, όπως αρμόζει εις ένα ευγενή, κατελήφθη από μελαγχολίαν εδηλητηρίασε τον εαυτόν του και έθεσε τέρμα εις την ζωήν του. 13 Ἕνεκα τούτου ὅμως κατηγορήθη καὶ κατηγγέλθη ἀπὸ τοὺς Φίλους τοῦ βασιλέως εἰς τὸν Εὐπάτορα.Ἀλλὰ καὶ διότι ἀπὸ κάθε πλευρὰν καὶ εἰς κάθε περίστασῃ· ὠνομάζετο προδότης, ἐπειδὴ εἶχεν ἐγκαταλείψει τὴν Κύπρον, τὴν ὁποίαν τοῦ εἶχεν ἐμπιστευθῆ ὁ βασιλιᾶς τῆς Αἰγύπτου, Πτολεμαῖος ΣΤ' ὁ Φιλομήτωρ, καὶ εἶχε προσχωρήσει πρὸς τὸν βασιλιᾶ τῆς Συρίας, Ἀντίοχον Δ' τὸν Ἐπιφανῆ.Καὶ ἐπειδὴ κατεῖχε μὲν ἀκόμη δύναμιν, δὲν διέθετεν ὅμως καὶ τὴν ἐκτίμησιν, ποὺ ἔπρεπε νὰ διαθέτῃ ἕνεκα τῆς ὑψηλῆς του θέσεως, ἐκυριεύθη ἀπὸ μελαγχολίαν καὶ αὐτοκτόνησε μὲ τὸ νὰ δηλητηριάσῃ τὸν ἑαυτόν του.
14 Γοργίας δὲ γενόμενος στρατηγὸς τῶν τόπων ἐξενοτρόφει καὶ παρέκαστα πρὸς τοὺς ᾿Ιουδαίους ἐπολεμοτρόφει. 14 Ο δε Γοργίας, όταν έγινε στρατηγός των περιοχών εκείνων, εστρατολόγησε μισθοφορικά στρατεύματα και εις κάθε παρουσιαζομένην ευκαιρίαν επολεμούσε εναντίον των Ιουδαίων. 14 Ὅταν δὲ ἔγινε στρατηγὸς τῶν τόπων ἐκείνων ὁ Γοργίας, συνεκέντρωσε καὶ διατηροῦσε μισθοφορικὸν στρατὸν καὶ ἐξεμεταλλεύετο κάθε εὐκαιρίαν, ποὺ τοῦ ἐδίδετο, καὶ εὑρίσκετο εἰς συνεχῆ πόλεμον κατὰ τῶν Ἰουδαίων.
15 ὁμοῦ δὲ τούτῳ καὶ οἱ ᾿Ιδουμαῖοι ἐγκρατεῖς ἐπικαίρων ὀχυρωμάτων ὄντες ἐγύμναζον τοὺς ᾿Ιουδαίους, καὶ τοὺς φυγαδευθέντας ἀπὸ ῾Ιεροσολύμων προσλαβόμενοι πολεμοτροφεῖν ἐπεχείρουν. 15 Συγχρόνως δε με αυτόν και οι Ιδουμαίοι εκυρίευαν σπουδαία οχυρώματα και παρενοχλούσαν τους Ιουδαίους· επίσης εδέχοντο και εκείνους, οι οποίοι εξωρίζοντο από την Ιερουσαλήμ, και εφρόντιζαν με αυτούς να διατηρούν τον πόλεμον. 15 Ταυτοχρόνως καὶ οἱ Ἰδουμαῖοι, οἱ ὁποῖοι ἤλεγχαν στρατηγικὰ ὀχυρώματα, παρενωχλοῦσαν τοὺς Ἰουδαίους ἀφοῦ δὲ προσέφεραν ἄσυλον εἰς ὅσους ἦσαν ἐξόριστοι καὶ φυγάδες ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, ἐπροσπαθοῦσαν νὰ εὑρίσκωνται εἰς συνεχῆ κατάστασιν πολέμου ἐναντίον τῶν Ἰουδαίων.
16 οἱ δὲ περὶ τὸν Μακκαβαῖον ποιησάμενοι λιτανείαν καὶ ἀξιώσαντες τὸν Θεὸν σύμμαχον αὐτοῖς γενέσθαι, ἐπὶ τὰ τῶν ᾿Ιδουμαίων ὀχυρώματα ὥρμησαν, 16 Ο Μακκαβαίος και οι άνδρες του, αφού προσηυχήθησαν με ευλάβειαν προς τον Θεόν και τον παρεκάλεσαν με πίστιν να συμπαρασταθή ως σύμμαχός των, ώρμησαν εναντίον των οχυρωμάτων, που κατείχαν οι Ιδουμαίοι. 16 Ὁ δὲ Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος καὶ οἱ ἄνδρες του, ἀφοῦ ἀνέπεμψαν δημοσίαν ἱκεσίαν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τοῦ ἐζήτησαν μὲ πίστιν νὰ γίνῃ σύμμαχος καὶ βοηθός των, ὥρμησαν ἐναντίον τῶν φρουρίων τῶν Ἰδουμαίων.
17 οἷς καὶ προσβαλόντες εὐρώστως ἐγκρατεῖς ἐγένοντο τῶν τόπων πάντας τε τοὺς ἐπὶ τῷ τείχει μαχομένους ἠμύναντο κατέσφαζόν τε τοὺς ἐμπίπτοντας, ἀνεῖλον δὲ οὐχ ἦττον τῶν δισμυρίων. 17 Επετέθησαν εναντίον αυτών με μεγάλην ευρωστίαν και δύναμιν, εκυρίευσαν όλους τους τόπους των, κατεπολέμησαν τους υπερασπιστάς των τειχών και εκείνους, οι οποίοι έπιπτον εις τα χέρια των, τους κατέσφαζαν. Εφόνευσαν δε έτσι οχι ολιγωτέρους από είκοσι χιλιάδας. 17 Ἀφοῦ δὲ ἐφώρμησαν ἐναντίον των μὲ γενναιότητα καὶ σθένος, ἐκυρίευσαν τὶς ὀχυρὲς θέσεις τῶν Ἰδουμαίων· καὶ ἐπετίθεντο ἐναντίον τῶν μαχητῶν, ποὺ ἐπήνδρωνάαν τὶς ἐπάλξεις τῶν τειχῶν, τοὺς ἀπωθοῦσαν καὶ κατέσφαξαν, ὅσους ἔπεφταν εἰς τὰ χέρια τους· ἔτσι ἐφόνευσαν ὄχι ὀλιγωτέρους τῶν εἴκοσι χιλιάδων (20.000).
18 συμφυγόντων δὲ οὐκ ἔλαττον τῶν ἐνακισχιλίων εἰς δύο πύργους ὀχυροὺς εὖ μάλα καὶ πάντα τὰ πρὸς πολιορκίαν ἔχοντας, 18 Μερικοί δε από τους εχθρούς, τουλάχιστον εννέα χιλιάδες, κατέφυγαν εις δυο οχυρωτάτους πύργους, που είχαν μέσα όλα όσα τους εχρειάζοντο, δια να κρατήσουν την πολιορκίαν και να αμυνθούν. 18 Τουλάχιστον ἐννέα χιλιάδες (9.000) ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς κατέφυγαν εἰς δύο κατ’ ἐξοχὴν ὀχυροὺς πύργους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἐφωδιασμένοι μὲ ὅλα, ὅσα ἐχρειάζοντο οἱ ἀγωνιζόμενοι διὰ νὰ ἀμυνθοῦν ἐναντίον ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι τοὺς ἐπολιορκοῦσαν.
19 ὁ Μακκαβαῖος εἰς ἐπείγοντας τόπους ἀπολιπὼν Σίμωνα καὶ ᾿Ιώσηφον, ἔτι δὲ καὶ Ζακχαῖον καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ ἱκανοὺς πρὸς τὴν τούτων πολιορκίαν, αὐτὸς ἐχωρίσθη. 19 Ο Μακκαβαίος αφήσας τον Σιμωνα και τον Ιώσηφον, όπως επίσης και τον Ζακχαίον και μαζή με αυτούς αρκετούς άνδρας δια την πολιορκίαν των δύο πύργων, αυτός απεμακρύνθη από την περιοχήν εις σπουδαιοτέρας τοποθεσίας. 19 Κατόπιν τούτου ὁ Μακκαβαῖος, ἀφοῦ ἀφῆκε τὸν Σίμωνα καὶ τὸν Ἰώσηφον, ὅπως ἐπίσης καὶ τὸν Ζακχαῖον μαζὶ μὲ τοὺς ἄνδρες του, ἀρκετοὺς εἰς ἀριθμόν, διὰ νὰ πολιορκήσουν τοὺς ἐχθρούς, ἐχωρίσθη ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς ἄλλους τόπους, οἱ ὁποῖοι ἐκινδύνευαν καὶ ἐχρειάζοντο ἐπείγουσαν βοήθειαν.
20 οἱ δὲ περὶ τὸν Σίμωνα φιλαργυρήσαντες ὑπό τινων τῶν ἐν τοῖς πύργοις ἐπείσθησαν ἀργυρίῳ· ἑπτάκις δὲ μυριάδας δραχμὰς λαβόντες εἴασάν τινας διαρρυῆναι. 20 Οι στρατιώται όμως του Σιμωνος, φιλάργυροι καθώς ήσαν, εδελεάσθησαν από τα αργύρια, που τους επρότειναν οι έγκλειστοι στους πύργους. Αφού δε έλαβαν εβδομήκοντα χιλιάδες δραχμάς, επέτρεψαν εις μερικούς από τους πολιορκημένους να διαφύγουν. 20 Ἀλλ’ οἱ ἄνδρες τοῦ Σίμωνος, ἄπληστοι καθὼς ἦσαν διὰ χρήματα, ἐδέχθησαν νὰ δωροδοκηθοῦν καὶ νὰ ἑξαγορασθοῦν ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ εὑρίσκοντο μέσα εἰς τοὺς ὀχυροὺς πύργους.Ἀφοῦ δὲ ἔλαβαν ἀπὸ αὐτοὺς ἑβδομῆντα χιλιάδες (70.000) δραχμές, ἐπέτρεψαν εἰς ὡρισμένους ἀπὸ τοὺς πολιορκημένους νὰ διαφύγουν.
21 προσαγγελθέντος δὲ τῷ Μακκαβαίῳ περὶ τοῦ γεγονότος, συναγαγὼν τοὺς ἡγουμένους τοῦ λαοῦ κατηγόρησεν ὡς ἀργυρίου πεπράκασι τοὺς ἀδελφούς, τοὺς πολεμίους κατ᾿ αὐτῶν ἀπολύσαντες. 21 Οταν ο Μακκαβαίος επληροφορήθη το γεγονός, συνεκέντρωσε τους αρχηγούς του λαού και κατηγόρησε τους ανθρώπους αυτούς, ότι επώλησαν αντί αργυρίου τους αδελφούς των, εφ' όσον αφήκαν ελευθέρους τους εχθρούς των να διαφύγουν ωπλισμένοι και τους έδωσαν την ευκαιρίαν να στραφούν εναντίον των. 21 Ὅταν ὁ Μακκαβαῖος ἐπληροφορήθη περὶ τοῦ γεγονότος αὐτοῦ, συνεκέντρωσε τοὺς ἄρχοντας τοῦ λαοῦ καὶ κατηγόρησε τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους, ὅτι ἐπώλησαν τοὺς ἀδελφούς των χάριν χρημάτων, ἐφ' ὅσον ἀφῆκαν ἐλευθέρους τοὺς ἐχθρούς των νὰ διαφύγουν.
22 τούτους μὲν οὖν προδότας γενομένους ἀπέκτεινε καὶ παραχρῆμα τοὺς δύο πύργους κατελάβετο. 22 Αυτούς μέν, λοιπόν, οι οποίοι αντί χρημάτων έγιναν προδόται, εθανάτωσε, κατέλαβε δε αμέσως τους δύο πύργους. 22 Αὐτοὺς λοιπόν, οἱ ὁποῖοι χάριν χρημάτων ἔγιναν προδόται τῶν ἀδελφῶν των, τοὺς ἐξετέλεσε καὶ εὐθὺς ἀμέσως ἐκυρίευσε τοὺς δύο ὀχυροὺς πύργους.
23 τοῖς δὲ ὅπλοις τὰ πάντα ἐν ταῖς χερσὶν εὐοδούμενος ἀπώλεσεν ἐν τοῖς δυσὶν ὀχυρώμασι πλείους τῶν δισμυρίων. 23 Επιτυχώς δε πάντοτε διεξάγων τας πολεμικάς του επιχειρήσεις εφόνευσεν εις τα δύο αυτά φρούρια πλέον των είκοσι χιλιάδων ανδρών. 23 Ἔχων δὲ ἐπιτυχίες εἰς ὅλες τὶς πολεμικές του ἐπιχειρήσεις, ἐφόνευσεν εἰς τοὺς δύο ἐκείνους ὀχυροὺς πύργους περισσοτέρους ἀπὸ εἴκοσι χιλιάδες (20.000) ἐχθρούς!
24 Τιμόθεος δὲ ὁ πρότερον ἡττηθεὶς ὑπὸ τῶν ᾿Ιουδαίων συναγαγὼν ξένας δυνάμεις παμπληθεῖς καὶ τοὺς τῆς ᾿Ασίας γενομένους ἵππους συναθροίσας οὐκ ὀλίγους, παρῆν ὡς δορυάλωτον ληψόμενος τὴν ᾿Ιουδαίαν. 24 Ο Τιμόθεος, ο οποίος προηγουμένως είχε νικηθή από τους Ιουδαίους, συνεκέντρωσε πλήθος ξένων στρατιωτών, όπως επίσης και πολυάριθμον ιππικόν από την Ασίαν και παρουσιάσθη εντός ολίγου εις την Ιουδαίαν, δια να την κατακτήση με τα όπλα. 24 Ὁ δὲ Τιμόθεος, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἡττηθῇ προηγουμένως ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ἀφοῦ συνεκέντρωσε καταπληκτικὴν στρατιωτικὴν δύναμιν μισθοφόρων καὶ ἀφοῦ συνήθροισε σημαντικὸν ἀριθμὸν ἱππικοῦ ἀπὸ τὴν Ἀσίαν, ἐπροχώρησε καὶ παρουσιάσθη εἰς τὴν Ἰουδαίαν, διὰ νὰ ἐπιτεθῇ καὶ τὴν καταλάβῃ με τὴν δύναμιν τῶν ὅπλων.
25 οἱ δὲ περὶ τὸν Μακκαβαῖον συνεγγίζοντος αὐτοῦ, πρὸς ἱκετείαν τοῦ Θεοῦ ἐτράπησαν γῇ τὰς κεφαλὰς καταπάσαντες καὶ τὰς ὀσφύας σάκκοις ζώσαντες, 25 Ο Μακκαβαίος και οι περί αυτόν, όταν έφθασεν ο Τιμόθεος, εστράφησαν εις θερμήν προσευχήν προς τον Θεόν. Ερριψαν χώμα εις την κεφαλήν των, εζώσθησαν σάκκους εις την μέσην των, 25 Ἐνῷ δὲ ὁ Τιμόθεος ἐπλησίαζεν, ὁ Μακκαβαῖος καὶ οἱ ἄνδρες του ἐστράφησαν πρὸς τὸν Θεὸν διὰ θερμὴν προσευχὴν ἀφοῦ δὲ ἐπασπάλισαν τὴν κεφαλήν των μὲ χῶμα καὶ ἔζωσαν τὴν μέσην των μὲ τρίχινον πένθιμον ἔνδυμα εἰς ἔνδειξιν ταπεινώσεως καὶ πένθους,
26 ἐπὶ τὴν ἀπέναντι τοῦ θυσιαστηρίου κρηπῖδα προσπεσόντες, ἠξίουν ἵλεων αὐτοῖς γενόμενν ἐχθρεῦσαι τοῖς ἐχθροῖς αὐτῶν καὶ ἀντικεῖσθαι τοῖς ἀντικειμένοις, καθὼς ὁ νόμος διασαφεῖ. 26 εγονάτισαν εις την βάσιν του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων και παρεκάλεσαν τον Κυριον να φανή ίλεως εις αυτούς, να γίνη δε εχθρός στους εχθρούς των και πολέμιος στους πολεμίους των, όπως και ο Νομος σαφώς αναφέρει. 26 ἐγονάτισαν ἰκετευτικῶς εἰς τὴν βάσιν καὶ ἐμπρὸς ἀπὸ τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων.Ἐπαρακαλοῦσαν δὲ τὸν Θεὸν νὰ τοὺς εὐσπλαγχνισθῆ καὶ νὰ γίνῃ ἐχθρὸς πρὸς ὅσους εἶναι ἐχθροί των καὶ νὰ σταθῇ ἀντιμέτωπος πρὸς τοὺς ἀντιπάλους των, ὅπως καθορίζει μὲ σαφήνειαν ὁ Νόμος.
27 γενόμενοι δὲ ἀπὸ τῆς δεήσεως, ἀναλαβόντες τὰ ὅπλα προῆγον ἀπὸ τῆς πόλεως ἐπὶ πλεῖον· συνεγγίσαντες δὲ τοῖς πολεμίοις ἐφ᾿ ἑαυτῶν ἦσαν. 27 Μετά δε την προσευχήν των επήραν τα όπλα και εξήλθαν από την πόλιν εις μακρυνήν απόστασαν. Οταν έφθασαν κοντά στους εχθρούς, εσταμάτησαν. 27 Ὅταν δὲ ἐτελείωσαν τὴν προσευχήν των, ἔλαβαν τὰ ὅπλα των καὶ ἐπροχώρησαν ἀρκετὴν ἀπόστασιν ἀπὸ τὴν πόλιν (τὴν Ἱερουσαλήμ)· ὅταν δὲ ἐπλησίασαν τοὺς ἐχθρούς, ἐσταμάτησαν.
28 ἄρτι δὲ τῆς ἀνατολῆς διαδεχομένης προσέβαλον ἑκάτεροι, οἱ μὲν ἔγγυον ἔχοντες εὐημερίας καὶ νίκης μετ᾿ ἀρετῆς τὴν ἐπὶ τὸν Κύριον καταφυγήν, οἱ δὲ καθηγεμόνα τῶν ἀγώνων ταττόμενοι τὸν θυμόν. 28 Μολις δε υπέφωσκεν η ανατολή, ήλθον εις σύρραξιν οι δύο αντίπαλοι εχθροί, οι μεν Ιουδαίοι είχον ως εγγύησιν της επιτυχίας της νίκης των, εκτός της ανδρείας των, την βοήθειαν προ παντός του Θεού, προς τον οποίον κατέφυγαν, οι άλλοι δε είχον τον θυμόν των ως οδηγόν κατά την μάχην. 28 Μόλις ἄρχισε νὰ ὑποφώσκῃ τὸ πρῶτον φῶς τοῦ πρωινοῦ, οἱ δύο στρατοὶ συνεκρούσθησαν καὶ οἱ μὲν Ἰουδαῖοι εἶχαν ὡς ἐγγύησιν τῆς εὐοδώσεως, τῆς ἐπιτυχίας καὶ τῆς νίκης των, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀρετὴν τῆς ἀνδρείας των, τὴν καταφυγήν των εἰς τὸν Κύριον· οἱ δὲ ἐχθροί των, οἱ ἐθνικοί, εἶχαν ὡς ὁδηγὸν καὶ κυριώτερον στήριγμά των εἰς τὸν ἀγῶνα τὴν ὁρμὴν καὶ τὴν ὀργήν των.
29 γενομένης δὲ καρτερᾶς μάχης, ἐφάνησαν τοῖς ὑπεναντίοις ἐξ οὐρανοῦ ἐφ᾿ ἵππων χρυσοχαλίνων ἄνδρες πέντε διαπρεπεῖς, καὶ ἀφηγούμενοι τῶν ᾿Ιουδαίων, 29 Κατά την έντασιν δε της μεγάλης εκείνης μάχης εφάνησαν από τον ουρανόν στους εχθρούς πέντε άνδρες που άστραφταν επάνω εις ίππους με χρυσά χαλινάρια και οι οποίοι εφαίνοντο ωσάν αρχηγοί των Ιουδαίων. 29 Ἐνῷ δὲ ὁ πόλεμος ἐμαίνετο καὶ ἡ μάχῃ εὑρίσκετο εἰς τὸ ἀποκορύφωμα καὶ εἰς τὸ πλέον κρίσιμον σημεῖον της, παρουσιάσθησαν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἐχθροὺς πέντε λαμπεροί, ἀκτινοβόλοι καὶ μεγαλοπρεπεῖς ἄνδρες ἐπάνω εἰς ἵππους μὲ χρυσᾶ χαλινάρια, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἐπὶ κεφαλῆς τῶν Ἰουδαίων.
30 οἳ καὶ τὸν Μακκαβαῖον μέσον λαβόντες καὶ σκεπάζοντες ταῖς ἑαυτῶν πανοπλίαις ἄτρωτον διεφύλαττον, εἰς δὲ τοὺς ὑπεναντίους τοξεύματα καὶ κεραυνοὺς ἐξερρίπτουν· διὸ συγχυθέντες ἀορασίᾳ κατεκόπτοντο ταραχῆς πεπληρωμένοι. 30 Αυτοί είχαν και τον Μακκαβαίον στο μέσον αυτών και σκεπάζοντες αυτόν με τας πανοπλίας των τον διεφύλαττον άτρωτον από τα βέλη, ενώ συγχρόνως έρριπτον εναντίον των εχθρών βέλη και κεραυνούς. Οι εχθροί ένεκα τυφλώσεως περιέπεσαν εις σύγχυσιν και κυριευθέντες από ταραχήν κατεκόπτοντο από τους Ιουδαίους. 30 Αὐτοὶ περιεκύκλωσαν τὸν Μακκαβαῖον καί, ἀφοῦ τὸν ἐσκέπασαν μὲ τὶς πανοπλίες των, τὸν διεφύλατταν ἀπρόσβλητον ἀπὸ τὰ βέλη καὶ τὰ δόρατα τῶν ἐχθρῶν.Ταυτοχρόνως ἔρριπταν ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν βέλη καὶ κεραυνούς.Ἕνεκα τούτου οἱ ἐχθροί, ἀφοῦ ἔπαθαν σύγχυσιν λόγῳ τυφλώσεως, περιῆλθαν εἰς πλήρη ταραχὴν καὶ ἀμηχανίαν καὶ κατεσφάζοντο ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους.
31 κατεσφάγησαν δὲ δισμύριοι πρὸς τοῖς πεντακοσίοις, ἱππεῖς δὲ ἑξακόσιοι. 31 Εφονεύθησαν είκοσι χιλιάδες πεντακόσιοι πεζοί και εξακόσιοι ιππείς. 31 Τότε κατεσφάγησαν ἀπὸ τὴν παράταξιν τῶν ἐχθρῶν εἴκοσι χιλιάδες πεντακόσιοι (20.500) πεζοὶ καὶ ἑξακόσιοι (600) ἱππεῖς.
32 αὐτὸς δὲ ὁ Τιμόθεος συνέφυγεν εἰς Γάζαρα λεγόμενον ὀχύρωμα, εὖ μάλα φρούριον, στρατηγοῦντος ἐκεῖ Χαιρέου. 32 Ο ίδιος δε ο Τιμόθεος, δια να σωθή, κατέφυγεν εις μίαν οχυράν θέσιν λεγομένην Γαζαρα· εις φρούριον δηλαδή πολύ ισχυρόν, του οποίου διοικητής ήτο ο Χαιρέας. 32 Ὁ ἴδιος δὲ ὁ Τιμόθεος κατέφυγεν εἰς ὀχυρὸν φρούριον ὀνομαζόμενον Γάζαρα, τὸ ὁποῖον ἦταν πολὺ καλὰ ὠχυρωμένον καὶ τοῦ ὁποίου διοικητὴς ἦταν ὁ Χαιρέας.
33 οἱ δὲ περὶ τὸν Μακκαβαῖον ἄσμενοι περιεκάθισαν τὸ φρούριον ἡμέρας τέσσαρας. 33 Ο Μακκαβαίος και οι περί αυτόν χαρούμενοι και βέβαιοι δια την νίκην περιεκύκλωσαν το φρούριον αυτό επί τέσσαρας ημέρας. 33 Οἱ δὲ ἄνδρες τοῦ Μακκαβαίου μὲ πολλὴν χαρὰν καὶ ἐνθουσιασμὸν περιεκύκλωσαν καὶ ἐπολιόρκησαν ἐπὶ τέσσερις ἡμέρες τὸ φρούριον ἐκεῖνο.
34 οἱ δὲ ἔνδον τῇ ἐρυμνότητι τοῦ τόπου πεποιθότες ὑπεράγαν ἐβλασφήμουν καὶ λόγους ἀθεμίτους προΐεντο. 34 Οι πολιορκούμενοι έχοντες πεποίθησιν στο οχυρόν και απόκρημνον της θέσεως αυτής εξεστόμιζεν φοβεράς βλασφημίας και εξεσφενδόνιζαν ασεβείς φράσεις εναντίον του Θεού. 34 Οἱ δὲ πολιορκούμενοι, ἔχοντες πεποίθησιν εἰς τὴν ὀχύρωσιν καὶ τὴν ἀσφάλειαν τοῦ ὀχυροῦ των, διότι τοῦτο εὑρίσκετο εἰς ἀπόκρημνον τοποθεσίαν, ἐξεστόμιζαν φοβερὲς καὶ βαρύτατες βλασφημίες καὶ ἐπρόφεραν ἀσεβεῖς καὶ προσβλητικὲς ὕβρεις κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν πολιορκητῶν.
35 ὑποφαινούσης δὲ τῆς πέμπτης ἡμέρας, εἴκοσι νεανίαι τῶν περὶ τὸν Μακκαβαῖον πυρωθέντες τοῖς θυμοῖς διὰ τὰς βλασφημίας, προσβαλόντες τῷ τείχει ἀρρενωδῶς καὶ θηριώδει θυμῷ τὸν ἐμπίπτοντα ἔκοπτον. 35 Οταν όμως ήρχισε να υποφώσκη η πέμπτη ημέρα, είκοσι νεαροί άνδρες από το στράτευμα του Μακκαβαίου. Των οποίων η ψυχή είχεν ανάψει από θυμόν δια τας βλασφημίας αυτού επετέθησαν με γενναιότητα εναντίον του τείχους και με θάρρος θηρίων έσφαζαν καθένα, που ευρίσκετο εμπρός των. 35 Μόλις ὅμως ἄρχισε νὰ ὑποφώσκη ἡ πέμπτη ἡμέρα, εἴκοσι νέοι ἄνθρωποι ἀπὸ τὸν στρατὸν τοῦ Μακκαβαίου, τῶν ὁποίων ἡ ψυχὴ ἄναψε ἀπὸ ὀργὴν καὶ θυμὸν διὰ τὶς βλασφημίες τῶν πολιορκουμένων, ἐπετέθησαν καὶ ὥρμησαν πρὸς τὸ τεῖχος μὲ ἀνδρείαν, καὶ μὲ θάρρος καὶ θυμὸν θηριώδη ἔσφαζαν ὅποιον ἔπεφτε εἰς τὰ χέρια των.
36 ἕτεροι δὲ ὁμοίως προσαναβάντες ἐν τῷ περισπασμῷ πρὸς τοὺς ἔνδον, ἐνεπίμπρων τοὺς πύργους καὶ πυρὰς ἀνάψαντες ζῶντας τοὺς βλασφήμους κατέκαιον. οἱ δὲ τὰς πύλας διέκοπτον, εἰσδεξάμενοι δὲ τὴν λοιπὴν τάξιν προκατελάβοντο τὴν πόλιν. 36 Καθ' ον χρόνον αυτοί ήσαν απησχολημένοι με τους εντός του φρουρίου εχθρούς, άλλοι Ιουδαίοι στρατιώται ανήρχοντο κατά τον ίδιον τρόπον όπισθεν από αυτούς εις το τείχος και έκαιαν τους πύργους και ανάπτοντες πυράς έκαιαν ζωντανούς τους βλασφήμους. Αλλοι έσπαζαν τας πύλας, δια να ανοίξουν δρόμον στον υπόλοιπον στρατόν, και έτσι κατέλαβαν την πόλιν. 36 Ἄλλοι δέ, ἀφοῦ ἀνέβησαν κατὰ τὸν ἴδιον ἀνδρεῖον τρόπον ἔπειτα ἀπὸ αὐτούς, καὶ ἐνῷ οἱ πρῶτοι ἦσαν ἀπασχολημένοι μὲ τὴν φρουρὰν ποὺ ἦταν εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ ὀχυροῦ, ἔβαζαν φωτιὰ εἰς τοὺς πύργους.Καὶ ἀφοῦ ἄναψαν φωτιές, κατέκαιαν ἐπάνω εἰς αὐτοὺς ζωντανοὺς τοὺς βλασφήμους.Ἄλλοι πάλιν ἔσπαζαν καὶ συνέτριβαν τὶς πύλες καὶ ἔτσι, ἀφοῦ ἐλευθέρωσαν τὶς εἰσόδους, ὑπεδέχθησαν μέσα καὶ τὸν ὑπόλοιπον στρατὸν καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον κατέλαβαν τὴν πόλιν.
37 καὶ τὸν Τιμόθεον ἀποκεκρυμμένον ἔν τινι λάκκῳ κατέσφαξαν καὶ τὸν τούτου ἀδελφὸν Χαιρέαν καὶ τὸν ᾿Απολλοφάνην. 37 Και τον Τιμόθεον κρυμμένον εις κάποιον λάκκον τον εφόνευσαν, όπως επίσης τον αδελφόν του Χαιρέαν και τον Απολλοφάνην. 37 Τὸν δὲ Τιμόθεον, ποὺ εἶχε κρυφθῇ εἰς κάποιαν δεξαμενήν, τὸν εὑρῆκαν καὶ τὸν κατέσφαξαν, ὅπως ἐπίσης καὶ τὸν ἀδελφόν του Χαιρέαν καὶ τὸν Ἀπολλοφάνην.
38 ταῦτα δὲ διαπραξάμενοι μεθ᾿ ὕμνων καὶ ἐξομολογήσεων εὐλόγουν τῷ Κυρίῳ τῷ μεγάλως εὐεργετοῦντι τὸν ᾿Ισραὴλ καὶ τὸ νῖκος αὐτοῖς διδόντι. 38 Επειτα δε από τα ηρωϊκά αυτά κατορθώματα ευλογούσαν με ύμνους και δοξολογίας τον Κυριον, ο οποίος πλουσίως ευεργετούσε τον ισραηλιτικόν λαόν και έδιδεν εις αυτούς την νίκην. 38 Ἀφοῦ δὲ ἔκαμαν ὅλα αὐτά, ἐδοξολογοῦσαν μὲ ὕμνους καὶ εὐχαριστίες τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος εὐεργετοῦσε μὲ πλῆθος εὐεργεσιῶν τὸν Ἰσραὴλ καὶ ἔδιδιν εἰς αὐτοὺς τὴν νίκην.