Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 (Γ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΤΗΣ ἁγίας τοίνυν πόλεως κατοικουμένης μετὰ πάσης εἰρήνης καὶ τῶν νόμων ἔτι κάλλιστα συντηρουμένων διὰ τὴν ᾿Ονίου τοῦ ἀρχιερέως εὐσέβειάν τε καὶ μισοπονηρίαν, 1 Κατά την εποχήν εκείνην, τότε που οι κάτοικοι της αγίας πόλεως απελάμβανον ειρήνην, οι δε νόμοι ετηροντο άριστα και κάλλιστα χάρις εις την ευσέβειαν του αρχιερέως Ονίου και την αποστροφήν του προς το κακόν, 1 Καθ’ ὃν χρόνον οἱ κάτοικοι τῆς ἁγίας πόλεως Ἱερουσαλὴμ ἀπελάμβαναν πλήρη καὶ διαρκῆ εἰρήνην καὶ οἱ νόμοι ἐτηροῦντο ἀκόμη μὲ πᾶσαν ἀκρίβειαν, πιστότητα καὶ εὐσυνειδησίαν, χάρις εἰς τὴν εὐσέβειαν τοῦ ἀρχιερέως Ὀνία Γ' καὶ τοῦ μίσους, τὸ ὁποῖον ὁ ἀρχιερεὺς ἐκεῖνος ἔτρεφεν ἐναντίον τῆς κακοηθείας καὶ πονηρίας,
2 συνέβαινε καὶ αὐτοὺς τοὺς βασιλεῖς τιμᾶν τὸν τόπον, καὶ τὸ ἱερὸν ἀποστολαῖς ταῖς κρατίσταις δοξάζειν, 2 συνέβαινεν ώστε και οι βασιλείς ακόμη να τιμούν τον άγιον τόπον και να μεγαλύνουν τον ιερόν ναόν με σπουδαιότατα δώρα, 2 συνέβαινεν ὥστε καὶ αὐτοὶ ἀκόμη οἱ εἰδωλολάτραι βασιλεῖς νὰ τιμοῦν τὸν ἱερὸν τόπον καὶ νὰ ἐκφράζουν πρὸς αὐτὸν τὸν βαθὺν σεβασμόν των καὶ τὴν τιμὴν μὲ τὰ πλέον πολύτιμα καὶ θαυμάσια ἀφιερώματα - δῶρα,
3 ὥστε καὶ Σέλευκον τὸν τῆς ᾿Ασίας βασιλέα χορηγεῖν ἐκ τῶν ἰδίων προσόδων πάντα τὰ πρὸς τὰς λειτουργίας τῶν θυσιῶν ἐπιβάλλοντα δαπανήματα. 3 ώστε και αυτός ο Σέλευκος, ο βασιλεύς της Ασίας, να χορηγή από τα ιδικά του εισοδήματα όλας τας δαπάνας, αι οποίαι εχρειάζοντο δια τας θυσίας. 3 μέχρι σημείου, ὥστε καὶ αὐτὸς ἀκόμη ὁ Σέλευκος Δ' Φιλοπάτωρ, ὁ βασιλιᾶς τῆς Ἀσίας, νὰ καταβάλλῃ ἀπὸ τὰ ἰδικά του ἔσοδα ὅλα τὰ ἔξοδα, ποὺ ἀπῃτοῦντο διὰ τὶς δαπάνες τῶν θυσιῶν.
4 Σίμων δέ τις ἐκ τῆς Βενιαμὶν φυλῆς προστάτης τοῦ ἱεροῦ καθεσταμένος διηνέχθη τῷ ἀρχιερεῖ περὶ τῆς κατὰ τὴν πόλιν ἀγορανομίας· 4 Αλλά κάποιος Σιμων, που κατήγετο από την φυλήν Βενιαμίν, προϊστάμενος του ναού, ήλθεν εις φιλονεικίαν με τον αρχιερέα δια την επίβλεψιν της δημοσίας αγοράς εις την πόλιν. 4 Ἀλλὰ κάποιος Σίμων, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Βενιαμίν, ὁ ὁποῖος εἶχεν ὁρισθῇ διοικητής (προϊστάμενος) τοῦ Ναοῦ, ἐφιλονίκησε μὲ τὸν ἀρχιερέα διὰ τὸ ζήτημα τῆς ἐπιβλέψεως τῆς δημοσίας ἀγορᾶς τῆς Ἱερουσαλήμ.
5 καὶ νικῆσαι τὸν ᾿Ονίαν μὴ δυνάμενος, ἦλθε πρὸς ᾿Απολλώνιον Θρασαίου τὸν κατ᾿ ἐκεῖνον τὸ καιρὸν Κοίλης Συρίας καὶ Φοινίκης στρατηγὸν 5 Επειδή όμως δεν ηδύνατο να υπερισχύση απέναντι του Ονίου, ήλθε προς τον Απολλώνιον, υιόν του Θρασαίου, ο οποίος κατ' εκείνον τον καιρόν ήτο στρατιωτικός διοικητής της Συρίας και της Φοινίκης. 5 Ἐπειδὴ ὅμως κατὰ τὴν φιλονικίαν δὲν ἠμπόρεσε νὰ νικήσῃ τὸν ἀρχιερέα Ὀνίαν, μετέβη εἰς τὸν Ἀπόλλωνων, τὸν υἱὸν τοῦ Θρασαίου, ὁ ὁποῖος τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἦταν στρατιωτικὸς διοικητὴς τῆς Κοίλης Συρίας καὶ τῆς Φοινίκης,
6 καὶ προσήγγειλε περὶ τοῦ χρημάτων ἀμυθήτων γέμειν τὸ ἐν ῾Ιεροσολύμοις γαζοφυλάκιον, ὥστε τὸ πλῆθος τῶν διαφόρων ἐναρίθμητον εἶναι, καὶ μὴ προσήκειν αὐτὰ πρὸς τὸν τῶν θυσιῶν λόγον, εἶναι δὲ δυνατὸν ὑπὸ τὴν τοῦ βασιλέως ἐξουσίαν πεσεῖν ἅπαντα ταῦτα. 6 Ανέφερε, λοιπόν, εις αυτόν, ότι το θησαυροφυλάκιον του ναού εις την Ιερουσαλήμ ήτο γεμάτον από αναρίθμητα χρηματικά ποσά, των οποίων το πλήθος το αδύνατον να υπολογισθή, και ότι τα χρήματα αυτά δεν είναι όλα απαραίτητα δια τας προσφερομένας εκεί θυσίας. Αρα ότι είναι δυνατόν να περιέλθουν όλα αυτά εις την εξουσίαν του βασιλέως. 6 καὶ τοῦ ἀνήγγειλεν ὅτι τὸ θησαυροφυλάκιον, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἦταν γεμᾶτο ἀπὸ ἀμύθητα χρηματικὰ ποσά· τόσα, ὥστε τὸ ποσόν, ποὺ ἔχει συσσωρευθῇ, νὰ εἶναι ἀναρίθμητον καὶ ἀνυπολόγιστον.Ὁ Σίμων ὑπέβαλεν ἀκόμη πρὸς τὸν Ἀπολλώνιον τὴν ἰδέαν, ὅτι τὰ ἀναρίθμητα αὐτὰ πλούτη δὲν ἦσαν ἀπαραίτητα διὰ τὶς θυσίες.Τοῦ εἰσηγήθῃ δὲ ὅτι τὰ πλούτη αὐτὰ εἶναι δυνατὸν νὰ περιέλθουν εἰς τὴν ἐξουσίαν τοῦ βασιλιᾶ.
7 συμμείξας δὲ ὁ ᾿Απολλώνιος τῷ βασιλεῖ περὶ τῶν μηνυθέντων αὐτῷ χρημάτων ἐνεφάνισεν· ὁ δὲ προχειρισάμενος ῾Ηλιόδωρον τὸν ἐπὶ τῶν πραγμάτων ἀπέστειλε δοὺς ἐντολὰς τὴν τῶν προειρημένων χρημάτων ἐκκομιδὴν ποιήσασθαι. 7 Ο Απολλώνιος συναντήσας προς τούτο τον βασιλέα κατέστησεν εις αυτόν γνωστά τα περί των αναφερθέντων χρημάτων. Ο βασιλεύς εξέλεξε τον Ηλιόδωρον, ο οποίος είχεν αναλάβει τας υποθέσστου κράτους, και τον απέστειλε με την εντολήν, να πάρη τα προαναφερθέντα εκείνα χρήματα. 7 Ἔτσι, ὅταν ὁ Ἀπολλώνιος συνήντησε τὸν βασιλιᾶ, τὸν ἐπληροφόρησε διὰ τὰ χρήματα, περὶ τῶν ὁποίων τοῦ ἀνεφέρθησαν.Κατόπιν τούτων ὁ βασιλιᾶς, ἀφοῦ ἐξέλεξε τὸν Ἡλιόδωρον, τὸν πρωθυπουργὸν τοῦ κράτους, τὸν ἀπέστειλεν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ μὲ ἐντολὴν νὰ λάβῃ καὶ νὰ μεταφέρῃ τὰ προαναφερθέντα χρήματα.
8 εὐθέως δὲ ὁ ῾Ηλιόδωρος ἐποιεῖτο τὴν πορείαν, τῇ μὲν ἐμφάσει ὡς τὰς κατὰ Κοίλην Συρίαν καὶ Φοινίκην πόλεις ἐφοδεύσων, τῷ πράγματι δὲ τὴν τοῦ βασιλέως πρόθεσιν ἐπιτελέσων. 8 Ο Ηλιόδωρος αμέσως ανέλαβε πορείαν προφάσει μέν, δια να επιθεωρήση τας πόλεις της Κοίλης Συρίας και της Φοινίκης, πράγματι δε δια να μεταβή εις την Ιερουσαλήμ και να εκτελέση τας εντολάς του βασιλέως. 8 Ὁ δὲ Ἡλιόδωρος εὐθὺς ἀμέσως, χωρὶς καμμίαν καθυστέρησιν, ἐξεκίνησε φαινομενικῶς μὲν διὰ νὰ ἐπιθεωρήσῃ τὶς πόλεις τῆς Κοίλης Συρίας καὶ τῆς Φοινίκης, εἰς τὴν πραγματικότητα ὅμως διὰ νὰ φέρῃ εἰς πέρας τὴν ἐντολὴν καὶ τὸν σκοπὸν τοῦ βασιλιᾶ.
9 παραγενηθεὶς δὲ εἰς ῾Ιεροσόλυμα καὶ φιλοφρόνως ὑπὸ τοῦ ἀρχιερέως τῆς πόλεως ἀποδεχθείς, ἀνέθετο περὶ τοῦ γεγονότος ἐμφανισμοῦ, καὶ τίνος ἕνεκεν πάρεστι διεσάφησεν· ἐπυνθάνετο δέ, εἰ ταῖς ἀληθείας ταῦτα οὕτως ἔχοντα τυγχάνει. 9 Οταν έφθασεν εις την Ιερουσαλήμ, έγινε δεκτός με φιλοφροσύνην εκ μέρους του αρχιερέως και των κατοίκων της πόλεως. Επειτα διηγήθη στον αρχιερέα εκείνα, τα οποία του είχαν αποκαλύψει και τον σκοπόν, δια τον οποίον είχεν έλθει. Εζητούσε δε να μάθη, εάν όλα αυτά είναι πράγματι αληθινά. 9 Ὅταν δὲ ἔφθασεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἔγινε δεκτὸς φιλοφρόνως ἀπὸ τὸν ἀρχιερέα Ὀνίαν Γ' καὶ τοὺς πολίτες τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀνήγγειλεν εἰς αὐτοὺς περὶ τῶν πληροφοριῶν, ποὺ τοῦ εἶχαν παρασχεθῆ, καὶ ἐξήγησεν εἰς αὐτοὺς τὸν σκοπόν, διὰ τὸν ὁποῖον ἦλθεν ἐπὶ πλέον ἐζητοῦσε νὰ μάθῃ, ἐὰν ὅλα αὐτὰ ἔχουν πράγματι ἔτσι, ὅπως τὸν ἐπληροφόρησαν.
10 τοῦ δὲ ἀρχιερέως ὑποδείξαντος παραθήκας εἶναι χηρῶν τε καὶ ὀρφανῶν, 10 Ο αρχιερεύς κατέστησε γνωστόν στον Ηλιόδωρον, ότι αι καταθέσεις αυταί είναι των χηρών και των ορφανών. 10 Ὁ δὲ ἀρχιερεὺς ὑπέδειξε καὶ ἐξήγησεν εἰς τὸν Ἡλιόδωρον, ὅτι οἱ καταθέσεις αὐτὲς ἀνήκουν εἰς χήρας καὶ ὀρφανά·
11 τινὰ δὲ καὶ ῾Υρκανοῦ τοῦ Τωβίου σφόδρα ἀνδρὸς ἐν ὑπεροχῇ κειμένου —οὐχ ὥσπερ ἦν διαβάλλων ὁ δυσεβὴς Σίμων— τὰ δὲ πάντα ἀργυρίου τετρακόσια τάλαντα, χρυσίου δὲ διακόσια· 11 Μερικά από αυτά τα χρήματα ανήκουν στον Υρκανόν, υιόν του Τωβίου, ένδοξον και επίσημον άνδρα. Παντως τα χρήματα αυτά δεν ήσαν τόσα όσα ο συκοφάντης και ασεβής Σιμων είχε καταγγείλει, αλλά ανήρχοντο μόνον εις τετρακόσια τάλαντα αργυρίου και διακόσια τάλαντα χρυσίου. 11 ἐκτὸς ἀπὸ τὶς καταθέσεις αὐτὲς ὑπῆρχαν καὶ ὡρισμένα χρήματα, τὰ ὁποῖα ἀνῆκαν εἰς τὸν Ὑρκανόν, τὸν υἱὸν τοῦ Τωβία, ὁ ὁποῖος κατεῖχε κατ’ ἐξοχὴν ἐπίσημον καὶ ὑψηλὴν θέσιν - πάντως τὸ ζήτημα τῶν χρημάτων δὲν εἶχε κατ’ οὐδένα τρόπον ὅπως κατήγγειλαν εἰς αὐτὸν ὁ ἀσεβῆς Σίμων διαβάλλων τὴν ὅλην ὑπόθεσιν - ὅλα δὲ τὰ χρήματα, ποὺ ὑπῆρχαν εἰς τὸ θησαυροφυλάκιον, ἀνήρχοντο εἰς τετρακόσια τάλαντα ἀργυρίου καὶ διακόσια τάλαντα χρυσοῦ.
12 ἀδικηθῆναι δὲ τοὺς πεπιστευκότας τῇ τοῦ τόπου ἁγιωσύνῃ καὶ τῇ τοῦ τετιμημένου κατὰ τὸν σύμπαντα κόσμον ἱεροῦ σεμνότητι καὶ ἀσυλίᾳ παντελῶς ἀμήχανον εἶναι. 12 Προσέθεσε δέ, ότι είναι απολύτως αδύνατον να αδικηθούν οι καταθέται, οι οποίοι ενεπιστεύθησαν τα χρήματά των στον ιερόν ναόν, τον οποίον ναόν σέβεται όλος ο κόσμος δια την ιερότητα αυτού και το απαραβίαστον. 12 Ὁ ἀρχιερεὺς Ὀνίας προσέθεσεν εἰς τὸν Ἡλιόδωρον, ὅτι ἦταν ἐντελῶς ἀδύνατον καὶ παντελῶς ἀδιανόητον νὰ ἀδικηθοῦν οἱ καταθέται τῶν χρημάτων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐμπιστευθῇ τὶς καταθέσεις των εἰς τὴν ἱερότητα τοῦ τόπου καὶ εἰς τὴν μεγαλοπρέπειαν καὶ τὸ ἀπαραβίαστον τοῦ ἁγίου Ναοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι τιμημένος καὶ σεβαστὸς ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον.
13 ὁ δὲ ῾Ηλιόδωρος, δι᾿ ἃς εἶχε βασιλικὰς ἐντολάς, πάντως ἔλεγεν εἰς τὸ βασιλικὸν ἀναληπτέα ταῦτα εἶναι. 13 Ο Ηλιόδωρος όμως έλεγεν, ότι πρέπει οπωσδήποτε να πάρη τα χρήματα αυτά δια το βασιλικόν ταμείον, διότι τοιαύτας διαταγάς είχε παρά του βασιλέως. 13 Ἀλλ' ὁ Ἡλιόδωρος, στηριζόμενος εἰς τὶς ἐντολές, ποὺ εἶχε λάβει ἀπὸ τὸν βασιλιᾶ, ἐπέμενε σταθερῶς ὅτι οἱ καταθέσεις αὐτὲς πρέπει νὰ παρθοῦν καὶ νὰ παραδοθοῦν εἰς τὸ βασιλικὸν ταμεῖον.
14 ταξάμενος δὲ ἡμέραν εἰσήει τὴν περὶ τούτων ἐπίσκεψιν οἰκονομήσων· ἦν δὲ οὐ μικρὰ καθ᾿ ὅλην τὴν πόλιν ἀγωνία. 14 Εις ορισθείσαν, λοιπόν, από αυτόν ημέραν μετέβη στον ναόν, δια να λάβη προσωπικήν γνώσιν περί των χρημάτων εκείνων. Καθ' όλην δε την πόλιν επικρατούσε μεγάλη αγωνία. 14 Ἔτσι ὁ Ἡλιόδωρος, ἀφοῦ ὥρισεν εἰς τὸν ἀρχιερέα συγκεκριμένην ἡμέραν, μετέβη διὰ νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν Ναόν, ὥστε νὰ ἴδῃ προσωπικῶς καὶ νὰ ἀπογράψῃ τοὺς θησαυροὺς τοῦ Ναοῦ.Ἕνεκα τοῦτου ὑπῆρχε μεγάλη ἀγωνία καὶ ταραχὴ εἰς ὅλην τὴν πόλιν.
15 οἱ δὲ ἱερεῖς πρὸ τοῦ θυσιαστηρίου ἐν ταῖς ἱερατικαῖς στολαῖς ρίψαντες ἑαυτούς, ἐπεκαλοῦντο εἰς οὐρανὸν τὸν περὶ παραθήκης νομοθετήσαντα τοῖς παρακαταθεμένοις ταῦτα σῷα διαφυλάξαι. 15 Οι ιερείς έπεσαν ενώπιον του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων είχαν φορέσει τας ιεράς στολάς των και επεκαλούντο Εκείνον, ο οποίος είχε νομοθετήσει σχετικώς με τας καταθέσεις αυτάς, ίνα τα χρήματα των καταθέτων παραμένουν άθικτα. 15 Οἱ ἱερεῖς, ἐνδεδυμένοι μὲ τὶς ἐπίσημες ἱερατικές των στολές, ἀφοῦ ἔπεσαν κατὰ γῆς ἐμπρὸς εἰς τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων, παρεκάλουν Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος κατοικεῖ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ὁ ὁποῖος εἶχε καθορίσει τοὺς νόμους διὰ τὶς ἱερὲς καταθέσεις, νὰ διατηρήσῃ τὰ χρήματα τῶν καταθέσεων ἀνέπαφα διὰ λογαριασμὸν τῶν νομίμων καταθετῶν.
16 ἦν δὲ ὁρῶντα τὴν τοῦ ἀρχιερέως ἰδέαν τιτρώσκεσθαι τὴν διάνοιαν· ἡ γὰρ ὄψις καὶ τὸ τῆς χρόας παρηλλαγμένον ἐνέφαινε τὴν κατὰ ψυχὴν ἀγωνίαν. 16 Ητο δε δυνατόν, όταν έβλεπε κανείς το πρόσωπον του αρχιερέως, να αντιληφθή, ότι αυτός επληγώνετο βαθύτατα εις την καρδίαν από το γεγονός εκείνο. Διότι η μορφή του και το αλλοιωμένον χρώμα του προσώπου του εμαρτύρουν την ψυχικήν του αγωνίαν. 16 Ὁποιοσδήποτε δὲ ἔβλεπε τὸ πρόσωπον τοῦ ἀρχιερέως, θὰ διεπίστωνεν ὅτι ἐπληγώνετο ἡ καρδιά του· διότι ἡ ὄψις τοῦ προσώπου του καὶ ἡ ἀλλαγὴ τοῦ χρώματός του ἐδήλωναν ὁλοκάθαρα τὴν ἀγωνίαν, ποὺ συνεῖχε τὴν ψυχήν του.
17 περιεκέχυτο γὰρ περὶ τὸν ἄνδρα δέος τι καὶ φρικασμὸς σώματος, δι᾿ ὧν πρόδηλον ἐγίνετο τοῖς θεωροῦσι τὸ κατὰ καρδίαν ἐνεστὸς ἄλγος. 17 Εφαίνετο, ως εάν είχε περιχυθή γύρω από τον άνδρα ένα δέος, μία φρικίασις του σώματος, δια των οποίων εγίνετο φανερόν εις τα βλέμματα εκείνων, που τον έβλεπαν, η βαθεία θλίψις που κατείχε την καρδίαν του. 17 Ὁ ἀρχιερεὺς ἐφαίνετο ὅτι εἶχε κατακλυσθῆ καὶ κατακυριευθῇ τόσον πολὺ ἀπὸ φόβον, κατάπληξιν καὶ φρίκην, ὥστε ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἔβλεπαν, δὲν ἐδυσκολεύοντο καθόλου νὰ ἐννοήσουν τὸν βαθὺν πόνον καὶ τὴν θλῖψιν, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὑπέφερε καὶ τὰ ὁποῖα συνεκλόνιζαν τὸν ἐσωτερικόν του κόσμον.
18 οἱ δὲ ἐκ τῶν οἰκιῶν ἀγεληδὸν ἐξεπήδων ἐπὶ πάνδημον ἱκετείαν, διὰ τὸ μέλλειν εἰς καταφρόνησιν ἔρχεσθαι τὸν τόπον. 18 Οι κάτοικοι καθ' ομάδας εξεχύνοντο από τα σπίτια και παρεκάλουν όλοι μαζή τον Θεόν, να μη επιτρέψη και βεβηλωθή και καταφρονηθή ο ιερός τόπος. 18 Οἱ δὲ κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλὴμ ὡρμοῦσαν ἀπὸ τὰ σπίτια τους καθ' ὁμάδες καὶ ἐξεχύνοντο φύρδην - μίγδην, ὅπως τὸ κοπάδι, διὰ νὰ λάβουν μέρος εἰς παλλαϊκὴν παράκλησιν καὶ ἱκεσίαν εἰς τὸν Θεόν, ἕνεκα τῆς προσβολῆς καὶ τῆς ὕβρεως, ποὺ ἀπειλοῦσαν τὸν ἅγιον τόπον, τὸν Ναόν.
19 ὑπεζωσμέναι δὲ ὑπὸ τοὺς μαστοὺς αἱ γυναῖκες σάκκους κατὰ τὰς ὁδοὺς ἐπλήθυον· αἱ δὲ κατάκλειστοι τῶν παρθένων, αἱ μὲν συνέτρεχον ἐπὶ τοὺς πυλῶνας, αἱ δὲ ἐπὶ τὰ τείχη, τινὲς δὲ διὰ τῶν θυρίδων διεξέκυπτον· 19 Αι γυναίκες είχαν ζωσθή και εφορούσαν υπό το στήθος σάκκους εις ένδειξιν πένθους και εγέμισαν τους δρόμους. Αι δε παρθένοι, αι οποίαι έως τότε έμεναν κλεισμέναι εις τα σπίτια, έτρεχαν άλλαι μεν εις τας θύρας των οικιών των, άλλαι δε ανέβαιναν στους τοίχους των αυλών και μερικαί άλλαι έσκυβαν από τα παράθυρα. 19 Οἱ ὕπανδρες γυναῖκες, μὲ τὰ στήθη των περιζωσμένα μὲ χονδρὰ τρίχινα ἐνδύματα εἰς ἔνδειξιν πένθους καὶ μετανοίας, ἐπλημμύρισαν τοὺς δρόμους.Οἱ δὲ παρθένες, ποὺ συμφώνως πρὸς τὸ ἔθιμον ἦσαν κατάκλειστες εἰς τὰ σπίτια, ἄλλες μὲν ἔτρεχαν εἰς τὶς ἐξώπορτες, ἄλλες δὲ ἀνέβαιναν εἰς τοὺς τοίχους τῶν αὐλῶν (κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Εἰς τὰ τείχη τῆς πόλεως), ἐνῷ ἄλλες ἔσκυβαν πρὸς τὰ ἔξω ἀπὸ τὰ παράθυρα.
20 πᾶσαι δὲ προτείνουσαι τὰς χεῖρας εἰς τὸν οὐρανὸν ἐποιοῦντο τὴν λιτανείαν· 20 Ολαι δε με ανυψωμένας τας χείρας προς τον ουρανόν έκαμναν θερμήν δέησιν προς τον Θεόν. 20 Καὶ γενικῶς ὅλες μὲ ὑψωμένα τὰ χέρια των πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀνέπεμπαν τὴν θερμὴν ἱκεσίαν τῶν πρὸς τὸν Θεόν.
21 ἐλεεῖν δ᾿ ἦν τὴν τοῦ πλήθους παμμιγῆ πρόπτωσιν τήν τε τοῦ μεγάλου διαγωνιῶντος ἀρχιερέως προσδοκίαν. 21 Ητο δε άξιον ελέους και οίκτου, να βλέπη κανείς το γονατισμένον αυτό και συγκεχυμένον πλήθος, καθώς και τον φόβον και την εναγώνιον προσμονήν του αρχιερέως. 21 Ἦταν δὲ κάτι, ποὺ σοῦ ἐπροκαλοῦσε πόνον ψυχῆς, νὰ βλέπης ὅλον τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων νὰ εἶναι ὁ ἕνας πλησίον τοῦ ἄλλου πεσμένος ἐπὶ τῶν γονάτων εἰς κατάστασιν πλήρους ταραχῆς καὶ συγχύσεως καὶ τὸν ἀρχιερέα εἰς κατάστασιν βαθείας καὶ ἀγωνιώδους ἀναμονῆς.
22 οἱ μὲν οὖν ἐπεκαλοῦντο τὸν παντοκράτορα Θεὸν τὰ πεπιστευμένα τοῖς πεπιστευκόσι σῶα διαφυλάσσειν μετὰ πάσης ἀσφαλείας, 22 Αλλοι από αυτούς ικέτευον τον παντοδύναμον Θεόν, να διαφυλάξη άθικτα και εις κάθε ασφάλειαν όσα είχαν κατατεθή στον ναόν. 22 Ὁ λαὸς λοιπὸν ἱκέτευε τὸν παντοκράτορα Θεὸν νὰ διαφυλάξῃ ἄθικτες καὶ ἀσφαλεῖς τὶς καταθέσεις ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι τὶς εἶχαν ἐμπιστευθῆ εἰς τὸν Ναόν.
23 ὁ δὲ ῾Ηλιόδωρος τὸ διεγνωσμένον ἐπετέλει. 23 Ο δε Ηλιόδωρος έθεσεν εις εφαρμογήν το προαποφασισμένον σχέδιόν του. 23 Ὁ δὲ Ἡλιόδωρος ἡτοιμάζετο νὰ προχωρήσῃ, ὥστε νὰ φέρῃ εἰς πέρας τὴν ἀπόφασίν του.
24 αὐτόθι δὲ αὐτοῦ σὺν τοῖς δορυφόροις κατὰ τὸ γαζοφυλάκιον ἤδη παρόντος, ὁ τῶν πατέρων Κύριος καὶ πάσης ἐξουσίας δυνάστης ἐπιφάνειαν μεγάλην ἐποίησεν, ὥστε πάντας τοὺς κατοτολμήσαντας συνελθεῖν, καταπλαγέντας τὴν τοῦ Θεοῦ δύναμιν, εἰς ἔκλυσιν καὶ δειλίαν τραπῆναι. 24 Οταν δε ο Ηλιόδωρος μαζή με τους στρατιώτας δορυφόρους του ήλθε πλησίον του θησαυροφυλακίου, τότε ο Κυριος των πατέρων, ο παντοδύναμος Θεός έκαμε φοβεράν την εμφάνισίν του, ώστε όλοι εκείνοι, που είχαν την θρασύτητα να εισέλθουν με τον Ηλιόδωρον στο θησαυροφυλάκιον, εκτυπήθησαν από την δύναμιν του Θεού και περιέπεσαν εις παράλυσιν και δειλίαν. 24 Ἀλλὰ μόλις ἔφθασε μαζὶ μὲ τοὺς σωματοφύλακες του πλησίον τοῦ θησαυροφυλακίου τοῦ Ναοῦ, ὁ Κύριος τῶν πατέρων καὶ ὁ ἀπόλυτος κυρίαρχος πάσης ἐξουσίας καὶ δυνάμεως, ἔκαμε μεγάλην καὶ συγκλονιστικὴν ἐμφάνισιν, ὥστε ὅλοι, ὅσοι ἐτόλμησαν νὰ εἰσέλθουν θρασύτατα μαζὶ μὲ τὸν Ἡλιόδωρον εἰς τὸ θησαυροφυλάκιον, κατεκεραυνώθησαν ἀπὸ τρόμον ὑπὸ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκυριεύθησαν ἀπὸ ἀθυμίαν, λιποψυχίαν καὶ πανικόν.
25 ὤφθη γάρ τις ἵππος αὐτοῖς φοβερὸν ἔχων τὸν ἐπιβάτην καὶ καλλίστῃ σαγῇ διακεκοσμημένος, φερόμενος δὲ ρύδην ἐνέσεισε τῷ ῾Ηλιοδώρῳ τὰς ἐμπροσθίους ὁπλάς· ὁ δὲ ἐπικαθήμενος ἐφαίνετο χρυσῆν πανοπλίαν ἔχων. 25 Διότι παρουσιάσθη εμπρός εις τα μάτια των ένας ίππος, επάνω εις την ωραιοτάτην και πλουσίως κεκοσμημένην σαγήν του οποίου εκάθητο ένας φοβερός ιππευς. Ο ίππος αυτός ωρμούσε εναντίον του Ηλιοδώρου και τον συνεκλόνιζε με τους δύο εμπροσθίους πόδας του. Ο δε ιππεύς, που εκάθητο επάνω εις αυτόν, εφαίνετο να έχη χρυσήν πανοπλίαν. 25 Διότι παρουσιάσθη ἐνώπιόν των ἕνας ἵππος, ὁ ὁποῖος ἦταν στολισμένος μὲ πλούσιον καὶ θαυμάσιον σάγμα καὶ εἶχεν εἰς τὴν ράχιν του ἱππέα μὲ ὄψιν φοβεράν.Ὁ ἵππος αὐτὸς ὥρμησε μὲ ἀγριότητα κατὰ τοῦ Ἡλιοδώρου καί, ἀφοῦ ἀνεσηκώθη εἰς τὰ πισινά του πόδια, ἐκτυποῦσε τὸν Ἡλιόδωρον μὲ τὶς ὁπλὲς τῶν δύο ἐμπροσθίων ποδιῶν του.Ὁ ἱππεύς, ποὺ ἐκάθητο ἐπὶ τοῦ ἵππου, ἐφαίνετο νὰ φορῇ χρυσῆν πανοπλίαν.
26 ἕτεροι δὲ δύο προεφάνησαν αὐτῷ νεανίαι τῇ ρώμῃ μὲν ἐκπρεπεῖς, κάλλιστοι δὲ τῇ δόξῃ, διαπρεπεῖς δὲ τὴν περιβολήν, οἳ καὶ παραστάντες ἐξ ἑκατέρου μέρους ἐμαστίγουν αὐτὸν ἀδιαλείπτως, πολλὰς ἐπιρριπτοῦντες αὐτῷ πληγάς. 26 Συγχρόνως δε παρουσιάσθησαν εμπρός εις τον Ηλιόδωρον δύο νέοι με ακατανίκητον δύναμιν, ωραιότατοι κατά την εμφάνισιν, ενδεδυμένοι μεγαλοπρεπή απαστράπτουσαν στολήν, οι οποίοι εστάθησαν εκατέρωθεν από τον Ηλιόδωρον, τον εμαστίγωναν συνεχώς και του επροξένησαν πολλάς πληγάς. 26 Παρουσιάσθησαν ἐπίσης ἐμπρὸς εἰς τὸν Ἡλιόδωρον καὶ ἄλλοι δύο νέοι ἄνδρες μὲ ἐντυπωσιακὴν καὶ ἀκατανίκητον σωματικὴν δύναμιν, μὲ ἀκτινοβόλον ὡραιότητα καὶ ὑπερψυσικὴν λάμψιν καὶ μὲ μεγαλοπρεπῆ καὶ ἔνδοξον ἐνδυμασίαν.Οἱ δύο ἐκεῖνοι ἄνδρες (ποὺ ἦσαν ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ) ἐστάθησαν ἑκατέρωθεν τοῦ Ἡλιοδώρου καὶ τὸν ἐμαστίγωναν ἀσταμάτητα, προξενοῦντες εἰς αὐτὸν πολλὲς πληγές.
27 ἄφνω δὲ πεσόντα πρὸς τὴν γῆν καὶ πολλῷ σκότει περιχυθέντα συναρπάσαντες καὶ εἰς φορεῖον ἐνθέντες 27 Ο Ηλιόδωρος έπεσεν έξαφνα κάτω εις την γην βυθισθείς εις πολύ σκοτάδι. Οι άνθρωποι του περιβάλλοντός του τον ήρπασαν και τον έθεσαν εις ένα φορείον. 27 Ἔξαφνα ὁ Ἡλιόδωρος ἔπεσε κατὰ γῆς, τὸν ἐτύλιξε δὲ ἀμέσως πυκνὸ καὶ βαθὺ σκοτάδι.Τότε οἱ σωματοφύλακές του τὸν ἅρπαξαν, τὸν ἐσήκωσαν καὶ τὸν ἐτοποθέτησαν εἰς ἕνα φορεῖον.
28 τὸν ἄρτι μετὰ πολλῆς παραδρομῆς καὶ πάσης δορυφορίας εἰς τὸ προειρημένον εἰσελθόντα γαζοφυλάκιον ἔφερον ἀβοήθητον ἑαυτῷ καθεστῶτα, φανερῶς τὴν τοῦ Θεοῦ δυναστείαν ἐπεγνωκότες. 28 Και έτσι τον άνθρωπον αυτόν, ο οποίος προ ολίγου είχεν εισέλθει στο προειρημένον θησαυροφυλάκιον του ναού περιστοιχιζόμενος από συνοδούς και από άνδρας οπλισμένους, τον μετέφεραν τώρα εις τέτοιαν κατάστασιν, ώστε να του είναι αδύνατον να βοηθήση τον εαυτόν του. Ετσι δε αυτός και οι περί αυτόν εγνώρισαν κατά ένα τρόπον ολοφάνερον την δύναμιν του Θεού. 28 Ἔτσι τὸν ἄνθρωπον αὐτόν, ὁ ὁποῖος μόλις πρὸ ὀλίγου εἶχεν εἰσέλθει εἰς τὸ προαναφερθὲν θησαυροφυλάκιον τοῦ Ναοῦ συνοδευόμενος ἀπὸ πλῆθος κολάκων καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς σωματοφύλακές του, τώρα τὸν μετέφεραν εἰς τέτοιαν κατάστασιν, ὥστε τοῦ ἦταν ἀπολύτως ἀδύνατον νὰ βοηθήσῃ τὸν ἑαυτόν του.Δι’ ὅλων αὐτῶν τόσον ὁ Ἡλιόδωρος, ὅσον καὶ οἱ ἄνδρες του, ἠσθάνθησαν καὶ ἀνεγνώρισαν φανερὰ τὴν κυριαρχίαν καὶ παντοδυναμίαν τοῦ Θεοῦ.
29 καὶ ὁ μὲν διὰ τὴν θείαν ἐνέργειαν ἄφωνος καὶ πάσης ἐστερημένος ἐλπίδος καὶ σωτηρίας ἔρριπτο, 29 Και ο μεν Ηλιόδωρος χάρις εις την θαυματουργικήν θείαν αυτήν ενέργειαν κατέκειτο άφωνος, χωρίς καμμίαν ελπίδα σωτηρίας. 29 Ὁ μὲν Ἡλιόδωρος, ἕνεκα τῆς θαυματουργικῆς αὐτῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, εὑρίσκετο ξαπλωμένος ἄφωνος καὶ στερημένος ἀπὸ κάθε ἐλπίδα σωτηρίας.
30 οἱ δὲ τὸν Κύριον εὐλόγουν τὸν παραδοξάζοντα τὸν ἑαυτοῦ τόπον, καὶ τὸ μικρῷ πρότερον δέους καὶ ταραχῆς γέμον ἱερὸν τοῦ παντοκράτορος ἐπιφανέντος Κυρίου χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης ἐπεπλήρωτο. 30 Οι δε Ιουδαίοι υμνολογούσαν τον Κυριον, ο οποίος είχε δοξάσει τον ιερόν τόπον. Και ο ιερός ναός, ο οποίος προ ολίγου ήτο γεμάτος φόβον και ταραχήν, με την θαυματουργικήν εμφάνισιν του παντοδυνάμου Κυρίου εγέμισε χαράν και ευφροσύνην. 30 Οἱ δὲ Ἰουδαῖοι εὐλογοῦσαν καὶ ἐδόξαζαν τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος μὲ τέτοιο θαῦμα ἐτίμησε καὶ ἐδόξασε τὸν ἰδικόν του ἱερὸν τόπον καὶ ὁ Ναός, ὁ ὁποῖος μόλις πρὶν ἀπὸ ὀλίγον χρόνον ἦταν γεμᾶτος ἀπὸ φόβον, κίνδυνον, ταραχὴν καὶ σύγχυσιν, τώρα, χάρις εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ παντοκράτορος Κυρίου, κυριολεκτικὰ ἐπλημμύρισεν ἀπὸ χαρὰν καὶ εὐφροσύνην.
31 ταχὺ δέ τινες τῶν τοῦ ῾Ηλιοδώρου συνήθων ἠξίουν τὸν ᾿Ονίαν ἐπικαλέσασθαι τὸν ῞Υψιστον καὶ τὸ ζῆν χαρίσασθαι τῷ παντελῶς ἐν ἐσχάτῃ πνοῇ κειμένῳ. 31 Αμέσως δε μερικοί από την συνοδείαν του Ηλιοδώρου παρεκάλεσαν θερμώς τον Ονίαν να προσευχηθή προς τον Υψιστον να χαρίση την ζωήν στον πνέοντα τα λοίσθια Ηλιόδωρον. 31 Εὐθὺς ἀμέσως μερικοὶ ἀπὸ τοὺς στενοὺς συντρόφους τοῦ Ἡλιοδώρου παρακαλοῦσαν τὸν Ὀνίαν να προσευχηθῆ εἰς τὸν Θεὸν τὸν Ὕψιστον καὶ νὰ χαρίσῃ τὴν ζωὴν εἰς τὸν ἐτοιμοθάνατον κύριόν των.
32 ὕποπτος δὲ γενόμενος ὁ ἀρχιερεύς, μήποτε διάληψιν ὁ βασιλεὺς σχῇ κακουργίαν τινὰ περὶ τὸν ῾Ηλιόδωρον ὑπὸ τῶν ᾿Ιουδαίων συντετελέσθαι, προσήγαγε θυσίαν ὑπὲρ τῆς τοῦ ἀνδρὸς σωτηρίας. 32 Ο αρχιερεύς, επειδή υπωπτεύθη, μήπως τυχόν ο βασιλεύς νομίση ότι έγινε κανένα έγκλημα εναντίον του Ηλιοδώρου υπό των Ιουδαίων, προσέφερε θυσίαν δια την σωτηρίαν του ανθρώπου εκείνου. 32 Ὁ δὲ ἀρχιερεύς, φοβούμενος μήπως ὁ βασιλιᾶς νομίσῃ, ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι διέπραξαν κάποιαν ἀχρειότητα καὶ κακοήθειαν εἰς βάρος τοῦ ἀπεσταλμένου τοῦ Ἡλιοδώρου, ἐδέχθη τὴν αἴτησιν καὶ προσέφερε θυσίαν ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνδρός.
33 ποιουμένου δὲ τοῦ ἀρχιερέως τὸν ἱλασμόν, οἱ αὐτοὶ νεανίαι πάλιν ἐνεφάνησαν τῷ ῾Ηλιοδώρῳ ἐν ταῖς αὐταῖς ἐσθήσεσιν ἐστολισμένοι καὶ στάντες εἶπον· πολλὰς τῷ ᾿Ονίᾳ τῷ ἀρχιερεῖ χάριτας ἔχε, διὰ γὰρ αὐτόν σοι κεχάρισται τὸ ζῆν ὁ Κύριος· 33 Καθ' ον δε χρόνον ο αρχιερεύς προσέφερε την εξιλαστήριον θυσίαν, παρουσιάσθησαν στον Ηλιόδωρον οι ίδιοι νεανίαι στολισμένοι με τας ιδίας λαμπράς στολάς και όρθιοι κοντά του του είπαν· “να ευχαριστής τον αρχιερέα, διότι χάριν αυτού ο Θεός σου εχάρισε την ζωήν. 33 Ἐνῷ δὲ ὁ ἀρχιερεὺς προσέφερε τὴν ἐξιλεωτικὴν αὐτὴν θυσίαν, οἱ ἴδιοι νέοι ἄνδρες παρουσιάσθησαν καὶ πάλιν εἰς τὸν Ἡλιόδωρον ντυμένοι μὲ τὸν ἴδιον λαμπρὸν καὶ μεγαλοπρεπῆ στολισμὸν καὶ ἀφοῦ ἐστάθησαν ὄρθιοι ἐνώπιόν του, τοῦ εἶπαν: Νὰ ὀφείλῃς πολλὴν εὐγνωμοσύνην καὶ πολλὲς χάριτες εἰς τὸν ἀρχιερέα Ὀνίαν, διότι χάριν αὐτοῦ ὁ Κύριος σοῦ ἔχει χαρίσει τὴν ζωὴν
34 σὺ δὲ ὑπ᾿ αὐτοῦ μεμαστιγωμένος διάγγελλε πᾶσι τὸ μεγαλεῖον τοῦ Θεοῦ κράτος. ταῦτα δὲ εἰπόντες ἀφανεῖς ἐγένοντο. 34 Συ δέ, ο οποίος δια την ασέβειάν σου εμαστιγώθης από τον Θεόν, να διακηρύξης εις όλους την ακατανίκητον δύναμιν του Θεού”. Αυτά δε αφού είπαν οι νεανίαι εξηφανίσθησαν. 34 σὺ δέ, ποὺ ἔχεις μαστιγωθῇ ἀπὸ τὸν Κύριον ἐξ αἰτίας τῆς ἀσεβείας σου, διακήρυσσε καὶ διάδιδε εἰς ὅλους τὴν μεγάλην καὶ κραταιὰν δύναμιν τοῦ Θεοῦ.Καὶ μόλις οἱ δύο ἄνδρες εἶπαν αὐτὰ εἰς τὸν Ἡλιόδωρον, ἐξηφανίσθησαν.
35 ὁ δὲ ῾Ηλιόδωρος θυσίαν ἀνενέγκας τῷ Κυρίῳ καὶ εὐχὰς μεγίστας εὐξάμενος τῷ τὸ ζῆν περιποιήσαντι καὶ τὸν ᾿Ονίαν ἀποδεξάμενος, ἀνεστρατοπέδευσε πρὸς τὸν βασιλέα. 35 Ο Ηλιόδωρος προσέφερε τότε θυσίαν προς τον Θεόν, έκαμε μεγάλα τάματα στον Θεόν, ο οποίος του εχάρισε την ζωήν, εχαιρέτησε φιλικώτατα τον Ονίαν και επανήλθε με τους στρατιώτας του προς τον βασιλέα. 35 Ὁ δὲ Ἡλιόδωρος, ἀφοῦ προσέφερε θυσίαν εἰς τὸν Κύριον καὶ ἀφοῦ ἔκαμε πλούσια ταξίματα εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος τοῦ ἐχάρισε τὴν ζωήν, καὶ ἀφοῦ ἀπεχαιρέτισε φιλικῶς τὸν Ὀνίαν, ἀνεχώρησε μὲ τὰ στρατεύματά του καὶ ἦλθε πίσω εἰς τὸν βασιλιᾶ·
36 ἐξεμαρτύρει δὲ πᾶσιν ἅπερ ἦν ὑπ᾿ ὄψιν τεθεαμένος ἔργα τοῦ μεγίστου Θεοῦ. 36 Διεκήρηττε δε και διεβεβαίωνε εις όλους τα έργα του μεγίστου Θεού, τα οποία ε*χεν ίδει με τα ίδια του τα μάτια. 36 ὡμολογοῦσε δὲ φανερὰ εἰς ὅλους τὰ θαύματα τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ, τὰ ὁποῖα εἶχεν ἰδεῖ μὲ τὰ ἴδια του τὰ μάτια.
37 τοῦ δὲ βασιλέως ἐπερωτήσαντος τὸν ῾Ηλιόδωρον ποῖός τις εἴη ἐπιτήδειος ἔτι ἅπαξ διαπεμφθῆναι εἰς ῾Ιεροσόλυμα, ἔφησεν· 37 Οταν δε βασιλεύς ηρώτησε τον Ηλιόδωρον ποιός τάχα είναι ικανός, δια να τον στείλη ακόμη μίαν φοράν εις την Ιερουσαλήμ, ο Ηλιόδωρος απήντησεν· 37 Ὅταν δὲ ὁ βασιλιᾶς ἐρώτησε τὸν Ἡλιόδωρον ποῖος θὰ ἦταν κατὰ τὴν ἄποψίν του κατάλληλος νὰ σταλῇ καὶ πάλιν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ὁ Ἡλιόδωρος ἀπάντησεν:
38 εἴ τινα ἔχεις πολέμιον ἢ πραγμάτων ἐπίβουλον, πέμψον αὐτὸν ἐκεῖ, καὶ μεμαστιγωμένον αὐτὸν προσδέξῃ, ἐάν περ καὶ διασωθείη, διὰ τὸ περὶ τὸν τόπον ἀληθῶς εἶναί τινα Θεοῦ δύναμιν· 38 “εάν έχεις κανένα εχθρόν η κανένα επίβουλον άνθρωπον, στείλε τον εκεί και θα τον δεχθής μαστιγωμένον, εάν βέβαια κατωρθώση και διασωθή. Διότι γύρω από τον ιερόν εκείνον τόπον υπάρχει η δύναμις του Θεού. 38 Ἐᾶν, βασιλιᾶ, ἔχῃς κανένα ἐχθρὸν ἢ κάποιον, ὁ ὁποῖος ἐπιβουλεύεται τὴν ἐξουσίαν σου, αὐτὸν νὰ στείλῃς ἐκεῖ καὶ νὰ εἶσαι βέβαιος ὅτι θὰ τὸν δεχθῇς πίσω γερὰ μαστιγωμένον, ἐὰν βεβαίως τελικῶς κατορθώσῃ νὰ σωθῇ· καὶ τοῦτο θὰ συμβῇ, διότι ἀναμφιβόλως ὑπάρχει θεία δύναμις, ἡ ὁποία περιβάλλει καὶ προστατεύει τὸν τόπον ἐκεῖνον.
39 αὐτὸς γὰρ ὁ τὴν κατοικίαν ἐπουράνιον ἔχων, ἐπόπτης ἐστὶ καὶ βοηθὸς ἐκείνου τοῦ τόπου καὶ τοὺς παραγινομένους ἐπὶ κακώσει τύπτων ἀπόλλυσι. 39 Διότι ο Θεός, ο οποίος ως οίκον του έχει τον ουρανόν, επιβλέπει και προστατεύει τον τόπον εκείνον. Εκείνους δε που θα πλησιάσουν τον τόπον με ασεβείς και κακάς διαθέσεις, τους κτυπά και τους θανατώνει”. 39 Διότι Αὐτός, ὁ ὁποῖος κατοικεῖ εἰς τοὺς οὐρανούς, ἐποπτεύει τὸν τόπον ἐκεῖνον, τὸν ἀφιερωμένον εἰς τὸν Θεόν, καὶ τὸν προστατεύει· ὅσους δὲ ἐπέρχονται ἐναντίον τοῦ τόπου ἐκείνου μὲ σκοπὸν νὰ τὸν κακοποιήσουν, τοὺς κτυπᾷ σκληρὰ καὶ τοὺς καταστρέφει.
40 καὶ τὰ μὲν κατὰ ῾Ηλιόδωρον καὶ τὴν τοῦ γαζοφυλακίου τήρησιν οὕτως ἐχώρησεν. 40 Ετσι εξελίχθησαν τα γεγονότα, τα αφορώντα τον Ηλιόδωρον και την διατήρησιν του γαζοφυλακίου του ναού. 40 Ἔτσι ἐξελίχθηκαν τὰ γεγονότα καὶ αὐτὸ ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐπιχειρήσεως τοῦ Ἡλιοδώρου καὶ τῆς θαυμαστῆς προστασίας καὶ διατηρήσεως τοῦ θησαυροφυλακίου τοῦ Ναοῦ.