Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 (ΙΑ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΜΕΤ᾿ ὀλίγον δὲ παντελῶς χρόνον Λυσίας ἐπίτροπος τοῦ βασιλέως καὶ συγγενὴς καὶ ἐπὶ τῶν πραγμάτων λίαν βαρέως φέρων ἐπὶ τοῖς γεγονόσι, 1 Επειτα από πολύ ολίγον χρόνον ο Λυσίας, ο επίτροπος και συγγενής του βασιλέως, ο υπεύθυνος δια την διοίκησιν των βασιλικών πραγμάτων, έφερε πολύ βαρέως την δυσμενεστάτην εξέλιξιν των γεγονότων. 1 Ύστέρα δὲ ἀπὸ ὀλίγον χρόνον καὶ σχεδὸν ἀμέσως μετὰ τὰ γεγονότα, ποὺ ἀνεφέρθησαν προηγουμένως, ὁ Λυσίας, ὁ ἐπίτροπος τοῦ βασιλιᾶ καὶ συγγενὴς καὶ ἀντιβασιλιάς, ἐπειδὴ δυσηρεστήθη πολύ, ἀνησύχησε καὶ ὠργίσθη μὲ τὴν δυσμενῆ ἐξέλιξιν τῶν πραγμάτων,
2 συναθροίσας περὶ τὰς ὀκτὼ μυριάδας καὶ τὴν ἵππον πᾶσαν, παρεγένετο ἐπὶ τοὺς ᾿Ιουδαίους λογιζόμενος τὴν μὲν πόλιν ῞Ελλησιν οἰκητήριον ποιήσειν, 2 Αφού λοιπόν συνεκέντρωσεν ογδοήκοντα χιλιάδας πεζούς και όλον το ιππικόν, εξεστράτευσεν εναντίον των Ιουδαίων έχων απόφασιν την Ιερουσαλήμ να κάμη κατοικητήριον των Ελλήνων, 2 συνεκέντρωσε περὶ τὶς ὀγδόντα χιλιάδες (80.000) πεζοὺς καὶ ὅλον τὸ ἱππικὸν καὶ ἐβάδισε κατὰ τῶν Ἰουδαίων.Ἀπόφασίς του ἦταν νὰ καταστήσῃ μὲν τὴν Ἱερουσαλὴμ κατοικητήριον τῶν Ἑλλήνων,
3 τὸ δὲ ἱερὸν ἀργυρολόγητον, καθὼς τὰ λοιπὰ τῶν ἐθνῶν τεμένη, πρατὴν δὲ τὴν ἀρχιερωσύνην κατ᾿ ἔτος ποιήσειν, 3 εις δε τον ιερόν ναόν να επιβάλη φόρον, όπως είχε κάμει και στους άλλους ναούς των ειδωλολατρικών εθνών, να πωλή δε κάθε χρόνον και το αξίωμα της αρχιερωσύνης. 3 νὰ φορολογήσῃ δὲ τὸν Ναόν, ὅπως ἐφορολόγησε καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ἱερὰ τῶν ἐθνικῶν ἐπὶ πλέον νὰ μετατρέψῃ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχιερέως, ἀπὸ κληρονομικὸν ποὺ ἦταν, εἰς ἀξίωμα, τὸ ὁποῖον θὰ ἐπωλεῖτο κάθε ἔτος.
4 οὐδαμῶς ἐπιλογιζόμενος τὸ τοῦ Θεοῦ κράτος, πεφρενωμένος δὲ ταῖς μυριάσι τῶν πεζῶν καὶ ταῖς χιλιάσι τῶν ἱππέων καὶ τοῖς ἐλέφασι τοῖς ὀγδοήκοντα. 4 Αυτά εγωϊστικώς εσκέπτετο έχων πλήρη πεποίθησιν εις τας δεκάδας χιλιάδας του πεζικού του, εις τας χιλιάδας των ιππέων του και στους ογδοήκοντα ελέφαντάς του, χωρίς να λαμβάνη υπ' όψιν την δύναμιν του Θεού. 4 Αὐτὰ εἶχε τὴν πρόθεσιν νὰ κάμῃ, χωρὶς νὰ λογαριάζῃ καθόλου τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ, διότι ἦταν γεμᾶτος ἀπὸ ὑπερηφάνειαν καὶ ἐγωϊστικὴν αὐτοπεποίθησιν διὰ τὴν δύναμιν ποὺ διέθετε, μὲ τὶς δεκάδες χιλιάδες τοῦ πεζικοῦ καὶ τὶς χιλιάδες τῶν ἱππέων καὶ τοὺς ὀγδόντα (80) πολεμικοὺς ἐλέφαντας.
5 εἰσελθὼν δὲ εἰς τὴν ᾿Ιουδαίαν καὶ συνεγγίσας Βαιθσούρᾳ, ὄντι μὲν ἐρυμνῷ χωρίῳ, ἀπὸ δὲ ῾Ιεροσολύμων ἀπέχοντι ὡσεὶ σταδίους πέντε, τοῦτο ἔθλιβεν. 5 Αφού, λοιπόν, εισήλθεν εις την Ιουδαίαν επροχώρησε πλησίον εις την Βαιθσούραν, θέσιν οχυρωτάτην, που απείχε πέντε περίπου στάδια από την Ιερουσαλήμ, και την επίεζε με ισχυράν δύναμιν. 5 Ἀφοῦ λοιπὸν εἰσέβαλεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν, ἔφθασε πλησίον τῆς Βαιθσούρας, ἡ ὁποία ἦταν πολὺ ἰσχυρὴ θέσις καὶ ἀπεῖχε περὶ τὰ πέντε στάδια ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, τὴν ἐπίεζε δὲ ἰσχυρῶς καὶ τὴν ἐπολιορκοῦσε.
6 ὡς δὲ μετέλαβον οἱ περὶ τὸν Μακκαβαῖον πολιορκοῦντα αὐτὸν τὰ ὀχυρώματα, μετ᾿ ὀδυρμῶν καὶ δακρύων ἱκέτευον σὺν τοῖς ὄχλοις τὸν Κύριον ἀγαθὸν ἄγγελον ἀποστεῖλαι πρὸς σωτηρίαν τῷ ᾿Ισραήλ. 6 Οταν δε ο Μακκαβαίος και οι άνδρες του επληροφορήθησαν, ότι ο Λυσίας πολιορκεί αυτήν την οχυράν θέσιν, παρεκάλουν αυτοί και όλος ο λαός τον Θεόν με οδυρμούς και δάκρυα, να αποστείλη άγγελον αγαθόν προς σωτηρίαν του Ισραηλιτικού λαού. 6 Ὅταν ὁ Μακκαβαῖος καὶ οἱ ἄνδρες του ἐπληροφορήθησαν ὅτι ὁ Λυσίας ἐπολιορκοῦσε τὰ ὀχυρά των φρούρια, μὲ θρήνους, κλαυθμοὺς καὶ δάκρυα ἰκέτευαν τὸν Κύριον μαζὶ μὲ ὅλον τὸν λαόν, νὰ ἀποστείλῃ ἄγγελον ἀγαθὸν διὰ νὰ λυτρώσῃ τὸν Ἰσραήλ.
7 αὐτὸς δὲ πρῶτος ὁ Μακκαβαῖος ἀναλαβὼν τὰ ὅπλα προετρέψατο τοὺς ἄλλους, ἅμα αὐτῷ διακινδυνεύοντας ἐπιβοηθεῖν τοῖς ἀδελφοῖς αὐτῶν· ὁμοῦ δὲ καὶ προθύμως ἐξώρμησαν. 7 Πρώτος δε ο Μακκαβαίος επήρε τα όπλα, παρεκίνησε δε και όλους τους άλλους να βοηθήσουν τους αδελφούς των, οσονδήποτε και αν επρόκειτο να διακινδυνεύσουν. Εκείνοι δε ώρμησαν ποοθύμως μαζή με αυτόν. 7 Πρῶτος μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ Μακκαβαῖος ἐζώσθη τὰ ὅπλα, προέτρεψε δὲ καὶ τοὺς ἄλλους νὰ ριψοκινδυνεύσουν τὴν ζωήν των μαζί του καὶ νὰ τρέξουν εἰς βοήθειαν τῶν ἀδελφῶν των.Ἔτσι ἐξώρμησαν δι’ ἕφοδον μὲ προθυμίαν καὶ ἀποφασιστικότητα ὡς ἕνας ἄνθρωπος.
8 αὐτόθι δὲ καὶ πρὸς τοῖς ῾Ιεροσολύμοις ὄντων, ἐφάνη προηγούμενος αὐτῶν ἔφιππος ἐν λευκῇ ἐσθῆτι, πανοπλίαν χρυσῆν κραδαίνων. 8 Οταν δε έφθασαν κοντά εις την Ιερουσαλήμ, παρουσιάσθη επικεφαλής των ένας ιππεύς ενδεδυμένος λευκά, ο οποίος επέσειεν ένα χρυσόν οπλισμόν. 8 Ὅταν δὲ ἔφθασαν καὶ εὑρίσκοντο πλησίον τῆς Ἱερουσαλήμ, παρουσιάσθη ἐπὶ κεφαλῆς τῶν Ἰουδαίων ἕνας ἱππεὺς ντυμένος μὲ λευκὸν ἔνδυμα, ὁ ὁποῖος ἔσειε πανοπλίαν χρυσήν.
9 ὁμοῦ δὲ πάντες εὐλόγησαν τὸν ἐλεήμονα Θεὸν καὶ ἐπερρώσθησαν ταῖς ψυχαῖς, οὐ μόνον ἀνθρώπους ἀλλὰ καὶ θῆρας τοὺς ἀγριωτάτους καὶ σιδηρᾶ τείχη τιτρώσκειν ὄντες ἕτοιμοι, 9 Τοτε όλοι μαζή εδοξολόγησαν τον ελεήμονα Θεόν και επήραν θάρρος, έτοιμοι πλέον να διατρυπήσουν όχι μόνον ανθρώπους αλλά και τα αγριώτατα θηρία και σιδηρένια ακόμα τείχη. 9 Ἐμπρὸς εἰς τὸ ὑπερφυσικὸν ἐκεῖνο φαινόμενον ὅλοι μὲ μίαν φωνὴν ὕμνησαν καὶ ἐδοξολόγησαν τὸν ἐλεήμονα Θεὸν καὶ ἐνεδυναμώθησαν τόσον πολὺ κατὰ τὸ φρόνημα καὶ τὴν ψυχήν, ὥστε ἦσαν ἕτοιμοι νὰ ἐπιτεθοῦν καὶ να πλήξουν ὅχι μόνον ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ τὰ πλέον ἄγρια θηρία, καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ σιδερένια τείχη!
10 προῆγον ἐν διασκευῇ τὸν ἀπ᾿ οὐρανοῦ σύμμαχον ἔχοντες, ἐλεήσαντος αὐτοὺς τοῦ Κυρίου. 10 Επροχωρούσαν εις πολεμικήν παράταξιν, έχοντες ως σύμμαχόν των τον ουράνιον Θεόν, ο οποίος τόσον ελεήμων εφάνη προς αυτούς. 10 Μὲ τέτοιο γενναῖον φρόνημα ἐπροχωροῦσαν εἰς παράταξιν μάχης, ἔχοντες ὡς σύμμαχον τὸν Θεὸν ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἀφοῦ ὁ Κύριος ἐφάνη πρὸς αὐτοὺς συμπαθὴς καὶ εὐσπλαγχνικός.
11 λεοντηδὸν δὲ ἐντινάξαντες εἰς τοὺς πολεμίους κατέστρωσαν αὐτοὺς χιλίους πρὸς τοῖς μυρίοις, ἱππεῖς δὲ ἑξακοσίους πρὸς τοῖς χιλίοις· τοὺς δὲ πάντας ἠνάγκασαν φυγεῖν. 11 Ως λέοντες δε εξώρμησαν εναντίον των πολεμίων και έστρωσαν κατά γης νεκρούς ένδεκα χιλιάδας πεζούς και χιλίους εξακοσίους ιππείς. Ολους δε τους υπολοίπους ηνάγκασαν να τραπούν εις φυγήν. 11 Ἀφοῦ δὲ ὥρμησαν ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν μὲ δύναμιν ὅπως τὰ λιοντάρια, ἐφόνευσαν ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς καὶ ἔστρωσαν κατὰ γῆς νεκροὺς ἕνδεκα χιλιάδες (11.000) πεζοὺς καὶ χιλίους ἑξακοσίους (1.600) ἱππεῖς, ὅλους δὲ τοὺς ἄλλους τοὺς ἔτρεψαν εἰς φυγήν.
12 οἱ πλείονες δὲ αὐτῶν τραυματίαι γυμνοὶ διεσώθησαν, καὶ αὐτὸς δὲ ὁ Λυσίας αἰσχρῶς φεύγων διεσώθη. 12 Οι περισσότεροι από αυτούς διέφυγαν πληγωμένοι και γυμνοί από τα όπλα των. Και αυτός ακόμη ο Λυσίας διεσώθη με επαίσχυντον φυγήν. 12 Οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔφυγαν, διεσώθησαν ἄοπλοι, γυμνοὶ καὶ τραυματισμένοι.Ὁ ἴδιος δὲ ὁ ὑπερήφανος Λυσίας διεσώθη μὲ τὸ νὰ τραπῇ εἰς ἐπαίσχυντον φυγήν.
13 οὐκ ἄνους δὲ ὑπάρχων, πρὸς ἑαυτὸν ἀντιβάλλων τὸ γεγονὸς περὶ ἑαυτὸν ἐλάσσωμα καὶ συννοήσας ἀνικήτους εἶναι τοὺς ῾Εβραίους, τοῦ πάντα δυναμένου Θεοῦ συμμαχοῦντος αὐτοῖς, προσαποστείλας 13 Επειδή όμως δεν ήτο ανόητος, εσκέφθη καθ' εαυτόν, εμελέτησε την αποτυχίαν και επείσθη, ότι οι Εβραίοι είναι ανίκητοι, διότι έχουν σύμμαχόν των τον παντοδύναμον Θεόν. 13 Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Λυσίας δὲν ἦταν ἀνόητος καὶ ἀσύνετος, ἀφοῦ ἐσκέφθη καλὰ καὶ συνεζήτησε μὲ τὸν ἑαυτόν του τὴν ἧτταν, ποὺ μόλις εἶχεν ὑποστῇ ὁ ἴδιος ὁ στρατός του, ἐνόησε καὶ ἐβεβαιώθη δτι οἱ Ἑβραῖοι εἶναι ἀνίκητοι, διότι ὁ παντοδύναμος Θεὸς ἦταν σύμμαχός των.Ἔτσι ἔστειλε πρὸς τοὺς Ἑβραίους ἀπεσταλμένους
14 ἔπεισε συλλύσεσθαι ἐπὶ πᾶσι τοῖς δικαίοις, καὶ διότι καὶ τὸν βασιλέα πείσειν φίλον αὐτοῖς ἀναγκάζειν γενέσθαι. 14 Εστειλε, λοιπόν, προς αυτούς ανθρώπους και επρότεινε συμφιλίωσιν με όρους δικαίους και ίσους μεταξύ των. Διότι ανέλαβεν επί πλέον την υποχρέωσιν να πείση και τον βασιλέα και να τον πειθαναγκάση να γίνη φίλος των. 14 καὶ τοὺς ἔπεισε μὲ τὶς προτάσεις του νὰ δεχθοῦν συμφιλίωσιν ὑπὸ ὅρους δικαίους καὶ ἀπολύτως ἀποδεκτοὺς ταυτοχρόνως τοὺς ὑπέσχετο ὅτι θὰ ἔπειθε τὸν βασιλιᾶ, ὥστε νὰ ὑποχρεωθῇ νὰ γίνῃ φίλος των.
15 ἐνέπνευσε δὲ ὁ Μακκαβαῖος ἐπὶ πᾶσιν, οἷς ὁ Λυσίας παρεκάλει, τοῦ συμφέροντος φροντίζων· ὅσα γὰρ ὁ Μακκαβαῖος ἐπέδωκε τῷ Λυσίᾳ διὰ γραπτῶν περὶ τῶν ᾿Ιουδαίων, συνεχώρησεν ὁ βασιλεύς. 15 Ο Μακκαβαίος συγκατένευσεν εις όλα όσα επρότεινεν ο Λυσίας ως ανταποκρινόμενα στο συμφέρον όλων. Διότι όλους τους όρους, τους οποίους ο Μακκαβαίος επέδωσε γραπτώς στον Λυσίαν υπέρ των Ιουδαίων, ο βασιλεύς τους απεδέχθη. 15 Ὁ δὲ Μακκαβαῖος συγκατένευσε καὶ ἀπεδέχθη ὅλες τὶς προτάσεις τοῦ Λυσία, διότι ἐφρόντιζε μόνον διὰ τὸ συμφέρον καὶ τὴν εὐημερίαν ὅλων διότι ὅλες τὶς προτάσεις καὶ τοὺς ὄρους, ποὺ ὑπέβαλεν ὁ Μακκαβαῖος εἰς τὸν Λυσίαν γραπτῶς διὰ τοὺς Ἰουδαίους, τὰ ἐνέκρινε ὁ βασιλιᾶς καὶ τὰ ἀπεδέχθη.
16 ἦσαν γὰρ αἱ γεγραμμέναι τοῖς ᾿Ιουδαίοις ἐπιστολαί, παρὰ μὲν Λυσίου περιέχουσαι τὸν τρόπον τοῦτον· «Λυσίας τῷ πλήθει τῶν ᾿Ιουδαίων χαίρειν. 16 Αι δε παρά του Λυσίου επιστολαί αι γραφείσαι προς τους Ιουδαίους περιείχαν τα εξής· “Ο Λυσίας χαιρετίζει το έθνος των Εβραίων. 16 Οἱ ἐπιστολές, ποὺ εἶχαν σταλῆ πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, ἦσαν οἱ κάτωθι.Καὶ ἡ μὲν ἐπιστολή, τὴν ὁποίαν ἔγραψεν ὁ Λυσίας πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, εἶχε τοῦτο τὸ περιεχόμενον: Ὁ Λυσίας πρὸς τὸν λαὸν τῶν Ἰουδαίων, εὔχεται εἰς αὐτοὺς νὰ χαίρουν.
17 ᾿Ιωάννης καὶ ᾿Αβεσσαλὼμ οἱ πεμφθέντες παρ᾿ ὑμῶν, ἐπιδόντες τὸν ὑπογεγραμμένον χρηματισμόν, ἠξίουν περὶ τῶν δι᾿ αὐτοῦ σημαινομένων. 17 Ο Ιωάννης και ο Αβεσσαλώμ, οι οποίοι εστάλησαν προς ημάς από σας, αφού μας έδωσαν γραπτώς τους όρους σας, εζητούσαν να επικυρώσω και εγώ αυτά, που ήσαν γραμμένα. 17 Ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἀβεσσαλώμ, τοὺς ὁποίους ἀπεστείλατε πρὸς ἡμᾶς, ἀφοῦ μοῦ ἐπέδωσαν τὸ ἀντίγραφον τοῦ μηνύματος (ἐγγράφου), ἐζητοῦσαν ἀπὸ ἐμὲ νὰ ἐγκρίνω καὶ νὰ ἐπικυρώσω τοὺς ὄρους του.
18 ὅσα μὲν οὖν ἔδει καὶ τῷ βασιλεῖ πρσενεχθῆναι, διεσάφησα· ἃ δὲ ἦν ἐνδεχόμενα, συνεχώρησεν. 18 Οσα μεν λοιπόν έπρεπε να υποβάλω στον βασιλέα, τα κατέστησα εις αυτόν γνωστά. Εκείνος δε παρεχώρησεν ο,τι ήτο δυνατόν να παραχωρηθή. 18 Ὅσα μὲν ἔπρεπε νὰ τεθοῦν ὑπ’ ὄψιν τοῦ βασιλιᾶ, τοῦ τὰ διεβίβασα καὶ τοῦ τὰ ἐξήγησα· ἐκεῖνος δὲ συνεφώνησεν, εἰς ὅσα ἦταν δυνατὸν νὰ ἐγκριθοῦν καὶ νὰ παραχωρηθοῦν.
19 ἐὰν μὲν οὖν συντηρήσητε τὴν εἰς τὰ πράγματα εὔνοιαν, καὶ εἰς τὸ λοιπὸν πειράσομαι παραίτιος ὑμῖν ἀγαθῶν γενέσθαι. 19 Εάν, λοιπόν, σεις διατηρήσετε επάνω εις τα πράγματα την φιλικήν στάσιν σας, εγώ θα προσπαθήσω με όλην μου την δύναμιν κατά τον υπόλοιπον χρόνον να γίνω πρόξενος αγαθών εις σας. 19 Ἐὰν λοιπὸν διατηρήσετε τὴν φιλικήν σας στάσιν πρὸς τὰ συμφέροντα τῆς βασιλείας, ὅσον ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐμέ, θὰ προσπαθήσω μὲ ὅλες μου τὶς δυνάμεις νὰ προαγάγω καὶ νὰ συντελέσω εἰς τὴν μελλοντικὴν εὐημερίαν σας.
20 ὑπὲρ δὲ τῶν κατὰ μέρος ἐντέταλμαι τούτοις τε καὶ τοῖς παρ᾿ ἐμοῦ διαλεχθῆναι ὑμῖν. 20 Οσον δε αφορά τας επί μέρους λεπτομερείας, έδωσα εντολήν στους απεσταλμένους σας, όπως και στους ιδικούς μου απεσταλμένους, να συνεννοηθούν με σας. 20 Ὅσον δὲ ἀφορᾷ εἰς τὶς ἐπὶ μέρους λεπτομέρειες, ἔδωκα σχετικὲς ὁδηγίες εἰς τοὺς ἀντιπροσώπους σας καὶ τοὺς ἰδικούς μου, νὰ τὶς συζητήσουν μαζί σας.
21 ἔρρωσθε. ἔτους ἑκατοστοῦ τεσσαρακοστοῦ ὀγδόου, Διοσκορινθίου τετράδι καὶ εἰκάδι». 21 Υγιαίνετε. Ετος εκατοστόν τεσσαρακοστόν όγδοον της χρονολογίας των Σελευκιδών, εικοστή τετάρτη του μηνός Διοσκορινθίου”. 21 Ὑγιαίνετε.Ἔτος ἑκατοστὸν τεσσαρακοστὸν ὄγδοον (148ον) τῆς βασιλείας τῶν Ἑλλήνων Σελευκιδῶν (δηλαδὴ 164 π.Χ.), εἰκοστὴ τετάρτη (24η) τοῦ μηνὸς Διοσκορινθίου.
22 ῾Η δὲ τοῦ βασιλέως ἐπιστολὴ περιεῖχεν οὕτως· «Βασιλεὺς ᾿Αντίοχος τῷ ἀδελφῷ Λυσίᾳ χαίρειν. 22 Η επιστολή δε του βασιλέως περιείχε τα εξής· “ο βασιλεύς Αντίοχος χαιρετίζει τον αδελφόν Λυσίαν. 22 Ἡ δὲ ἐπιστολὴ τοῦ βασιλιᾶ περιεῖχε τὰ ἀκόλουθα: Ὁ βασιλιᾶς Ἀντίοχος Ε' εἰς τὸν ἀδελφόν του Λυσίαν, εὔχεται εἰς αὐτὸν νὰ χαίρῃ.
23 τοῦ πατρὸς ἡμῶν εἰς θεοὺς μεταστάντος, βουλόμενοι τοὺς ἐκ τῆς βασιλείας ἀταράχους ὄντας γενέσθαι πρὸς τὴν τῶν ἰδίων ἐπιμέλειαν, 23 Του πατρός μου εκδημήσαντος στους θεούς, εγώ επιθυμώ ίνα, εκείνοι που μένουν στο βασίλειόν μου, επιδίδωνται ανενόχλητοι εις τα ειρηνικά των έργα. 23 Τώρα ποὺ ὁ πατέρας μας (Ἀντίοχος Δ') ἔφυγεν ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτὸν καὶ ἐπῆγε νὰ συγκαταριθμηθῇ μὲ τοὺς θεούς, θέλομεν καὶ ἐπιθυμοῦμεν οἱ ὑπήκοοι τῆς βασιλείας μας νὰ ἀσχολοῦνται ἀπερίσπαστοι καὶ ἀνενόχλητοι εἰς τὰ ἔργα των.
24 ἀκηκοότες τοὺς ᾿Ιουδαίους μὴ συνευδοκοῦντας τῇ τοῦ πατρὸς ἐπὶ τὰ ῾Ελληνικὰ μεταθέσει, ἀλλὰ τὴν ἑαυτῶν ἀγωγὴν αἱρετίζοντας καὶ διὰ τοῦτο ἀξιοῦντας συγχωρηθῆναι αὐτοῖς τὰ νόμιμα αὐτῶν· 24 Επειδή δε επληροφορήθημεν, ότι οι Ιουδαίοι δεν συμφωνούν με την γνώμην του πατρός μου να ασπασθούν τας ειδωλολατρικάς ελληνικάς συνηθείας, αλλά προτιμούν τον ιδικόν των τρόπον ζωής και δια τούτο έχουν την αξίωσιν να επιτραπή εις αυτούς να ζουν σύμφωνα με τους πατροπαραδότους νόμους των, 24 Εἴμεθα ἤδη ἐνήμεροι, ὅτι οἰ Ἰουδαῖοι δὲν συγκατατίθενται εἰς τὸ νὰ υἱοθετήσουν τοὺς ἑλληνικούς (εἰδωλολατρικούς) τρόπους ζωῆς καὶ λατρείας, ὅπως ἐπιθυμοῦσε ὁ πατέρας μας, ἀλλὰ προτιμοῦν τὸν ἰδικόν των τρόπον ζωῆς καὶ διὰ τοῦτο ζητοῦν νὰ τοὺς ἐπιτραπῇ, ὥστε νὰ ζοῦν σύμφωνα μὲ τὸν Νόμον καὶ τὰ ἔθιμά των.
25 αἱρούμενοι οὖν καὶ τοῦτο τὸ ἔθνος ἐκτὸς ταραχῆς εἶναι, κρίνομεν τό τε ἱερὸν αὐτοῖς ἀποκατασταθῆναι καὶ πολιτεύεσθαι κατὰ τὰ ἐπὶ τῶν προγόνων αὐτῶν ἔθη. 25 επειδή δε και ημείς επιθυμούμεν να είναι και τούτο το έθνος έξω από κάθε ταραχήν, κρίνομεν και αποφασίζομεν, όπως επιστραφή εις αυτούς ο ναός των και ζουν σύμφωνα με τα προγονικά των έθιμα. 25 Ἕνεκα τούτου, ἐπειδὴ καὶ ἡμεῖς ἐπιθυμοῦμεν καὶ θέλομεν, ὥστε καὶ αὐτὸ τὸ ἔθνος, ὅπως τὰ ἄλλα, νὰ μένῃ ἀπερίσπαστον καὶ ἀνενόχλητον, θεσπίζομεν καὶ ἀποφασίζομεν ὅπως ἐπιστραφῇ εἰς αὐτοὺς ὁ Ναός των καὶ ἀποκατασταθῇ ἡ λατρεία των καὶ ὅπως αὐτοὶ συμπεριφέρωνται καὶ ζοῦν σύμφωνα μὲ τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα τῶν προγόνων των.
26 εὖ οὖν ποιήσεις διαπεμψάμενος πρὸς αὐτοὺς καὶ δοὺς δεξιάς, ὅπως εἰδότες τὴν ἡμετέραν προαίρεσιν εὔθυμοί τε ὦσι καὶ ἡδέως διαγίνωνται πρὸς τὴν τῶν ἰδίων ἀντίληψιν». 26 Συ δε θα πράξης καλώς να αποστείλης εις αυτούς άνδρας, δια να ανταλλάξουν δεξιάς και αφού γνωρίσουν καλώς την ιδικήν μας αγαθήν προαίρεσιν να είναι χαρούμενοι και ευχαρίστως να επιδίδωνται εις τα ειρηνικά των έργα”. 26 Καλὰ λοιπὸν θὰ κάμῃς νὰ τοὺς πληροφορήσῃς σχετικῶς, μὲ τὸ νὰ ἀποστείλῃς πρὸς αὐτοὺς ἀντιπροσωπείαν, ἡ ὁποία θὰ ἀνακοινώσῃ τὴν φιλικήν σου διάθεσιν πρὸς αὐτούς, καὶ ἔτσι, ἀφοῦ γνωρίσουν ὅτι ἔχομεν ἀγαθὰς διαθέσεις ἀπέναντί των, νὰ εἶναι χαρούμενοι καὶ νὰ ἐπιδίδωνται μὲ εὐχαρίστησιν εἰς τὰ ἔργα καὶ τὶς προσωπικές των ὑποθέσεις.
27 Πρὸς δὲ τὸ ἔθνος ἡ τοῦ βασιλέως ἐπιστολὴ τοιαύτη ἦν· «Βασιλεὺς ᾿Αντίοχος τῇ γερουσίᾳ τῶν ᾿Ιουδαίων καὶ τοῖς ἄλλοις ᾿Ιουδαίοις χαίρειν. 27 Η δε επιστολή του βασιλέως προς το έθνος των Ιουδαίων ήτο η εξής· “ο βασιλεύς Αντίοχος χαιρετίζει την γερουσίαν των Ιουδαίων και όλους τους άλλους Ιουδαίους. 27 Ἡ δὲ ἐπιστολὴ τοῦ βασιλιᾶ πρὸς τὸ Ἰουδαϊκὸν ἔθνος ἦταν ἡ ἀκόλουθη: Ὁ βασιλιᾶς Ἀντίοχος πρὸς τὴν Γερουσίαν τῶν Ἰουδαίων καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους Ἰουδαίους, εὔχεται εἰς αὐτοὺς νὰ χαίρουν.
28 εἰ ἔρρωσθε, εἴη ἂν ὡς βουλόμεθα· καὶ αὐτοὶ δὲ ὑγιαίνομεν. 28 Εάν σεις υγιαίνετε, αυτό είναι σύμφωνον και με την ιδικήν μας επιθυμίαν. Και ημείς επίσης υγιαίνομεν. 28 Ἐὰν ὑγιαίνετε, θὰ συμβαίνῃ αὐτό, τὸ ὁποῖον καὶ ἠμεῖς ἐπιθυμοῦμεν.Καὶ ἠμεῖς ἐπίσης ὑγιαίνομεν.
29 ἐνεφάνισεν ἡμῖν ὁ Μενέλαος βούλεσθαι κατελθόντας ὑμᾶς γίνεσθαι πρὸς τοῖς ἰδίοις. 29 Ο Μενέλαος παρουσίασεν εις ημάς την επιθυμίαν σας, ότι δηλαδή θέλετε να κατέλθετε εις την πάλιν σας και να παραμένετε εις τας ιδικάς σας κατοικίας. 29 Ὁ Μενέλαος μᾶς ἐπληροφόρησεν ὅτι ἐπιθυμεῖτε νὰ ἐπιστρέψετε εἰς τὶς ἐπαρχίες καὶ τὰ σπίτια σας καὶ νὰ ἐπιδοθῆτε εἰς τὰ ἔργα καὶ τὶς προσωπικές σας ὑποθέσεις.
30 τοῖς οὖν καταπορευομένοις μέχρι τριακάδος Ξανθικοῦ ὑπάρξει δεξιὰ μετὰ τῆς ἀδείας 30 Οσοι, λοιπόν, επιθυμούν να επανέλθουν μέχρι της τριακοστής ημέρας του μηνός Ξανθικού, θα έχουν ειρήνην και ασφάλειαν. 30 Ὅσοι λοιπὸν ἐπιθυμοῦν νὰ ἐπιστρέψουν μέχρι τὴν τριακοστὴν ἡμέραν τοῦ μηνὸς Ξανθικοῦ (πρόκειται διὰ τὸν ἰδικόν μας Μάρτιον /Ἀπρίλιον) ἂς εἶναι βέβαιοι καὶ ἀπολύτως ἥσυχοι ὅτι δὲν ἔχουν νὰ φοβηθοῦν τίποτε· εἰς αὐτοὺς δίδεται πλήρης ἄδεια καὶ ἐλευθερία κινήσεως.
31 χρῆσθαι τοὺς ᾿Ιουδαίους τοῖς ἑαυτῶν δαπανήμασι καὶ νόμοις, καθὰ καὶ τὸ πρότερον, καὶ οὐδεὶς αὐτῶν κατ᾿ οὐδένα τρόπον παρενοχληθήσεται περὶ τῶν ἠγνοημένων. 31 Θα έχουν επίσης το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τροφάς, που επιτρέπεται εις αυτούς ως Ιουδαίους, και να ακολουθούν τους ιδικούς των νόμους, όπως έκαναν και προηγουμένως. Κανείς δε από αυτούς κατ' ουδένα τρόπον δεν θα ενοχληθή δια παραβάσεις, αι οποίαι διεπράχθησαν εξ αγνοίας. 31 Οἱ Ἰουδαῖοι ἠμποροῦν καὶ θὰ εἶναι ἐλεύθεροι νὰ ἀκολουθήσουν τοὺς ἰδικούς των νόμους περὶ τροφῶν, ὅπως καὶ προηγουμένως· κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς καὶ μὲ κανένα τρόπον δὲν πρόκειται νὰ τοὺς κατηγορήσῃ ἢ νὰ τοὺς παρενοχλήσῃ δὶ ὅσα ἔχουν ἤδη πράξει ἀπὸ ἄγνοιαν ἢ ἀπερισκεψίαν.
32 πέπομφα δὲ καὶ τὸν Μενέλαον παρακαλέσοντα ὑμᾶς. 32 Εστειλα δε και τον Μενέλαον να σας καθησύχαση σχετικώς. 32 Ἔχω στείλει δὲ καὶ τὸν Μενέλαον, διὰ νὰ σᾶς διαβεβαιώσῃ περὶ τῶν καλῶν προθέσεών μου καὶ νὰ σᾶς καθησυχάσῃ.
33 ἔρρωσθε. ἔτους ἑκατοστοῦ τεσσαρακοστοῦ ὀγδόου, Ξανθικοῦ πέμπτῃ καὶ δεκάτῃ». 33 Υγιαίνετε. Ετος εκστοστόν τεσσαρακοστόν όγδοον, δεκάτη πέμπτη του μηνός Ξανθικού”. 33 Ὑγιαίνετε.Ἔτος ἑκατοστὸν τεσσαρακοστὸν ὄγδοον (Ι48ον) τῆς βασιλείας τῶν Ἑλλήνων Σελευκιδῶν (δηλαδὴ τὸ 164 π.Χ.), δεκάτη πέμπτη (15η) τοῦ μηνὸς Ξανθικοῦ.
34 ῎Επεμψαν δὲ καὶ οἱ Ρωμαῖοι πρὸς αὐτοὺς ἐπιστολὴν ἔχουσαν οὕτως· «Κόϊντος Μέμμιος, Τίτος Μάνλιος, πρεσβῦται Ρωμαίων, τῷ δήμῳ τῶν ᾿Ιουδαίων χαίρειν. 34 Και οι Ρωμαίοι έστειλαν επιστολήν προς τους Ιουδαίους περιέχουσαν τα εξής· “ο Κοϊντος Μέμμιος και ο Τιτος Μανλιος, συγκλητικοί των Ρωμαίων, χαιρετίζουν τον λαόν των Ιουδαίων. 34 Ἔστειλαν δὲ καὶ οἱ Ῥωμαῖοι πρὸς τοὺς Ἰουδαίους ἐπιστολὴν μὲ τὸ ἀκόλουθον περιεχόμενον: Ὁ Κόϊντος Μέμμιος καὶ ὁ Τίτος Μάνλιος, ἄρχοντες (συγκλητικοί) τῶν Ρωμαίων, πρὸς τὸν Ἰουδαϊκὸν λαόν, εὔχονται εἰς αὐτὸν νὰ χαίρῃ.
35 ὑπὲρ ὧν Λυσίας ὁ συγγενὴς τοῦ βασιλέως συνεχώρησεν ὑμῖν, καὶ ἡμεῖς συνευδοκοῦμεν. 35 Τας παραχωρήσεις εκείνας, τας οποίας έκαμε προς σας ο Λυσίας, ο συγγενής του βασιλέως, και ημείς επίσης παραχωρούμεν. 35 Ὀσαδήποτε ὁ Λυσίας, ὁ συγγενὴς τοῦ βασιλιᾶ, σᾶς παρεχώρησε, τὰ ἐγκρίνομεν καὶ ἠμεῖς.
36 ἃ δὲ ἔκρινε προσανενεχθῆναι τῷ βασιλεῖ, πέμψατέ τινα παραχρῆμα ἐπισκεψάμενοι περὶ τούτων, ἵνα ἐκθῶμεν ὡς καθήκει ὑμῖν· ἡμεῖς γὰρ προσάγομεν πρὸς ᾿Αντιόχειαν. 36 Δι' εκείνα δε τα ζητήματα, τα οποία αυτός εθεώρησε καλόν να υποβάλη προς τον βασιλέα του, στείλατε κάποιον από σας αμέσως να τα εξετάσωμεν μαζή και να τα εκθέσωμεν και ημείς προς τον βασιλέα κατά ένα τρόπον, ο οποίος θα συμφέρη και σας. Διότι ημείς κατ' αυτάς θα μεταβώμεν εις την Αντιοχειαν. 36 Δι’ ὅσα ὅμως ἐκεῖνος ἔκρινε νὰ ἀναφέρῃ εἰς τὸν βασιλιᾶ, στείλετε εὐθὺς ἀμέσως κάποιον διὰ νὰ σκεφθῶμεν καὶ νὰ τὰ ἐξετάσωμεν, ὥστε νὰ τὰ ἐκθέσωμεν εἰς τὸν βασιλιᾶ καταλλήλως πρὸς τὸ ἰδικόν σας καλόν.Διότι ἀναχωροῦμεν τὶς ἡμέρες αὐτὲς διὰ τὴν Ἀντιόχειαν.
37 διὸ σπεύσατε καὶ πέμψατέ τινας, ὅπως καὶ ἡμεῖς ἐπιγνῶμεν ὁποίας ἐστὲ γνώμης. 37 Σπεύσατε λοιπόν και αποστείλατε προς ημάς αντιπροσώπους σας, δια να μάθομεν επί του προκειμένου, ποίαν γνώμην έχετε. 37 Σπεύσατε λοιπὸν χωρὶς ἀναβολὴν καὶ στείλετε πρὸς ἡμᾶς ἀντιπροσώπους, ὥστε νὰ μάθωμεν καὶ ἠμεῖς ποία εἶναι ἡ γνώμη καὶ οἱ προθέσεις σας ἐπὶ τῶν θεμάτων αὐτῶν.
38 ὑγιαίνετε. ἔτους ἑκατοστοῦ τεσσαρακοστοῦ, Ξανθικοῦ πέμπτῃ καὶ δεκάτῃ». 38 Υγιαίνετε. Ετος εκατοστόν τεσσαρακοστόν όγδοον, δεκάτη πέμπτη του μηνός Ξανθικού”. 38 Ὑγιαίνετε.Ἔτος ἑκατοστὸν τεσσαρακοστὸν ὄγδοον (148ον) τῆς βασιλείας τῶν Ἑλλήνων Σελευκιδῶν (δηλαδὴ τὸ 164 π.Χ.), δεκάτη πέμπτη (15η) τοῦ μηνὸς Ξανθικοῦ.