Πέμπτη, 18 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:46
Δύση: 20:04
Σελ. 10 ημ.
109-257
16ος χρόνος, 5906η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 (ΙΒ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΓΕΝΟΜΕΝΩΝ τῶν συνθηκῶν τούτων, ὁ μὲν Λυσίας ἀπῄει πρὸς τὸν βασιλέα, οἱ δὲ ᾿Ιουδαῖοι περὶ τὴν γεωργίαν ἐγίνοντο. 1 Αφού συνήφθησαν αυταί αι συνθήκαι, ο μεν Λυσίας απήλθε προς τον βασιλέα, οι δε Ιουδαίοι επανήλθαν εις τας γεωργικάς των εργασίας. 1 Όταν οἱ συνθῆκες (ποὺ ἀνεφέρθησαν εἰς τὸ προηγούμενον κεφάλαιον) εἶχαν πλέον συναφθῇ, ὁ μὲν Λυσίας μετέβη εἰς τὸν βασιλιᾶ, οἱ δὲ Ἰουδαῖοι ἐπέστρεψαν εἰς τὰ χωράφια των καὶ ἠσχολοῦντο μὲ τὰ γεωργικά των ἔργα.
2 τῶν δὲ κατὰ τόπον στρατηγῶν Τιμόθεος καὶ ᾿Απολλώνιος ὁ τοῦ Γενναίους, ἔτι δὲ ῾Ιερώνυμος καὶ Δημοφῶν, πρὸς δὲ τούτοις Νικάνωρ ὁ Κυπριάρχης οὐκ εἴων αὐτοὺς εὐσταθεῖς καὶ τὰ τῆς ἡσυχίας ἄγειν. 2 Οι στρατηγοί όμως διαφόρων περιοχών, ο Τιμόθεος και ο Απολλώνιος ο υιός του Γενναίου, ακόμη δε ο Ιερώνυμος και ο Δημοφών, κοντά δε εις αυτούς και ο Νικάνωρ ο κυβερνήτης της Κυπρου, δεν άφηναν τους Ιουδαίους αδιαταράκτους να ζουν εν ειρήνη. 2 Ἀλλὰ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς στρατηγοὺς τῶν διαφόρων περιοχῶν, ὁ Τιμόθεος καὶ ὁ Ἀπολλώνιος, ὁ υἱὸς τοῦ Γενναίου, ἀκόμη δὲ ὁ Ἱερώνυμος καὶ ὁ Δημοφῶν, ἐπιπροσθέτως δὲ ὁ Νικάνωρ, ὁ κυβερνήτης τῆς Κύπρου, δὲν ἄφηναν τοὺς Ἰουδαίους νὰ ζοῦν μὲ ἀσφάλειαν, εἰρήνην καὶ ἡσυχίαν.
3 ᾿Ιοππῖται δὲ τηλικοῦτο συνετέλεσαν τὸ δυσσέβημα· παρακαλέσαντες τοὺς σὺν αὐτοῖς οἰκοῦντας ᾿Ιουδαίους ἐμβῆναι εἰς τὰ παρασταθέντα ὑπ᾿ αὐτῶν σκάφη σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις ὡς μηδεμιᾶς ἐνεστώσης πρὸς αὐτοὺς δυσμενείας, 3 Οι κάτοικοι μάλιστα της Ιόππης διέπραξαν μέγιστον και ασεβέστατον κακούργημα. Προσεκάλεσαν τους Ιουδαίους, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την περιοχήν των, να εισέλθουν με τας γυναίκας και τα τέκνα των εις πλοία, τα οποία παρουσίασαν εις αυτούς, διότι, τάχα, δεν υπήρχε καμμία εχθρική διάθεσις εναντίον των. 3 Μάλιστα δὲ οἱ κάτοικοι τῆς Ἰόππης διέπραξαν μίαν πολὺ μεγάλην ὠμότητα καὶ φρικαλεότητα: Παρεκάλεσαν τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι ἐζοῦσαν μαζί των εἰς τὴν πόλιν, νὰ ἐπιβιβασθοῦν μὲ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά των εἰς πλοῖα, τὰ ὁποῖα ἐπρομήθευσαν καὶ ἐτοίμασαν, διὰ νὰ δείξουν ὅτι δὲν ὑπῆρχε μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν ἐθνικῶν κατοίκων τῆς Ἰόππης καμμία ἐχθρότης (κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Χωρὶς καμμίαν ἔνδειξιν ὅτι ὑπῆρχε κάποια κακὴ πρόθεσις τῶν ἐθνικῶν τῆς Ἰόππης κατὰ τῶν Ἰουδαίων).
4 κατὰ δὲ τὸ κοινὸν τῆς πόλεως ψήφισμα, καὶ τούτων ἐπιδεξαμένων ὡς ἂν εἰρηνεύειν θελόντων καὶ μηδὲν ὕποπτον ἐχόντων, ἐπαναχθέντας αὐτοὺς ἐβύθισαν ὄντας οὐκ ἔλαττον τῶν διακοσίων. 4 Η δολία αυτή πρότασις έγινε κατόπιν γενικής αποφάσεως των κατοίκων της Ιόππης. Οι Ιουδαίοι ως άνθρωποι, οι οποίοι ήθελαν την ειρήνην και δεν έτρεφαν καμμίαν υποψίαν, απεδέχθησαν την πρότασιν. Οι κάτοικοι της Ιόππης, αφού τους ωδήγησαν με τα σκάφη στο ανοικτόν πέλαγος, τους εβύθισαν και έτσι έπνιξαν οχι ολιγωτέρους από διακοσίους. 4 Ἐφ' ὅσον δὲ ὑπῆρχε δημοσία ἀπόφασις ἀπὸ ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως καὶ ἐπειδὴ οἱ Ἰουδαῖοι ἐπιθυμοῦσαν νὰ ζήσουν εἰρηνικὰ καὶ δὲν ὑπωπτεύθησαν κανένα κακόν, ἀπεδέχθησαν αὐτοὶ τὴν πρόσκλησιν καὶ ἐπεβιβάσθησαν εἰς τὰ πλοῖα.Ὅταν ὅμως τὰ πλοῖα ἐπροχώρησαν εἰς τὴν ἀνοικτὴν θάλασσαν, οἱ ἐθνικοὶ κάτοικοι τῆς Ἰόππης τὰ ἐβύθισαν ἔτσι ἔπνιξαν ὄχι ὀλιγωτέρους τῶν διακοσίων Ἰουδαίους.
5 μεταλαβὼν δὲ ᾿Ιούδας τὴν γεγονυῖαν εἰς τοὺς ὁμοεθνεῖς ὠμότητα, παραγγείλας τοῖς περὶ αὐτὸν ἀνδράσι 5 Ο Ιούδας, όταν επληροφορήθη την σκληρότητα αυτήν που έγινε εις βάρος των ομοεθνών του, έδωσεν αναλόγους εντολάς στους περί αυτόν άνδρας. 5 Ὅταν ὁ Ἰούδας ἐπληροφορήθη τὴν ὠμὴν αὐτὴν μεταχείρισιν, ποὺ ἔγινε εἰς τοὺς ὁμοεθνεῖς του, ἐκάλεσεν εἰς ἐπιφυλακὴν τοὺς ἄνδρας του,
6 καὶ ἐπικαλεσάμενος τὸν δίκαιον κριτὴν Θεόν, παρεγένετο ἐπὶ τοὺς μιαιοφόνους τῶν ἀδελφῶν· καὶ τὸν μὲν λιμένα νύκτωρ ἐνέπρησε καὶ τὰ σκάφη κατέφλεξε, τοὺς δὲ ἐκεῖ συμφυγόντας ἐξεκέντησε. 6 Προσευχηθείς δε και επικαλεσθείς τον δίκαιον κριτήν Θεόν, επήλθεν εναντίον των μιαρών αυτών φονέων των ομοεθνών του. Και τα μεν λιμενικά έργα κατά το διάστημα της νυκτός επυρπόλησε, τα δε πλοία που υπήρχαν στον λιμένα έκαυσε, όσους δε είχαν καταφύγει εκεί, δια να σωθούν, τους κατέσφαξε. 6 καὶ ἀψοῦ ἐζήτησε μὲ προσευχὴν τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, τοῦ δικαίου κριτοῦ, ἐπετέθη κατὰ τῶν σιχαμερῶν δολοφόνων τῶν ἀδελφῶν του.Καὶ τὸ μὲν περίφημον λιμάνι τῆς Ἰόππης - μὲ τὶς ἀποθῆκες, ἐμπορεύματα καὶ λοιπὲς ἐγκαταστάσεις - τὸ ἐπυρπόλησε κατὰ τὴν διαρκειαν τῆς νύκτας, κατέκαυσε δὲ καὶ τὰ πλοῖα· ὅσους δὲ κατέφυγαν ἐκεῖ, τοὺς ἐλόγχισε καὶ τοὺς ἐφόνευσεν.
7 τοῦ δὲ χωρίου συγκλεισθέντος, ἀνέλυσεν ὡς πάλιν ἥξων καὶ τὸ σύμπαν τῶν ᾿Ιοππιτῶν ἐκριζῶσαι πολίτευμα. 7 Επειδή δε η περιτειχισμένη πόλις ήτο κλειστή, ο Ιούδας ανεχώρησε, δια να επανέλθη και πάλιν, και ξερριζώση όλους τους κατοίκους της Ιόππης. 7 Ἐπειδὴ οἱ πύλες τῶν τειχῶν τῆς πόλεως ἦσαν κλειστές, ὁ Ἰούδας ἀνεχώρησε, μὲ τὴν πρόθεσιν ὅμως νὰ ἐπιστρέψῃ καὶ πάλιν, διὰ νὰ ξερριζώσῃ καὶ ἀφανίσῃ ὅλην τὴν κοινότητα τῶν κατοίκων τῆς Ἰόππης.
8 μεταλαβὼν δὲ καὶ τοὺς ἐν ᾿Ιαμνείᾳ τὸν αὐτὸν ἐπιτελεῖν βουλομένους τρόπον τοῖς παροικοῦσιν ᾿Ιουδαίοις, 8 Ο Ιούδας επληροφορήθη ακόμη ότι και οι κάτοικοι της Ιαμνείας έχουν τον σκοπόν να διαπράξουν το ίδιον κακούργημα εναντίον των Ιουδαίων, οι οποίοι κατοικούν εκεί κοντά των. 8 Ἀλλ’ ὅταν ἐπληροφορήθη ὅτι καὶ οἱ κάτοικοι τῆς Ἰαμνείας εἶχαν σκοπὸν νὰ κάμουν εἰς τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ ἐζοῦσαν μαζί των εἰς τὴν πόλιν, τὰ ἴδια ποὺ τοὺς ἔκαμαν οἱ κάτοικοι τῆς Ἰόππης,
9 καὶ τοῖς ᾿Ιαμνίταις νυκτὸς ἐπιβαλὼν ὑφῆψε τὸν λιμένα σὺν τῷ στόλῳ, ὥστε φαίνεσθαι τὰς αὐγὰς τοῦ φέγγους εἰς τὰ ῾Ιεροσόλυμα, σταδίων ὄντων διακοσίων τεσσαράκοντα. 9 Δι' αυτό κατά τα διάστημα της νυκτός επετέθη εναντίον των Ιαμνιτών, έκαψε τον λιμένα μαζή με τον στόλον, που υπήρχεν εκεί, ώστε αι αναλαμπαί της πυρκαϊάς εφαίνοντο εις τα Ιεροσόλυμα, τα οποία απείχον από εκεί διακόσια τεσσαράκοντα στάδια. 9 ἐπετέθη καὶ ἐναντίον τῶν κατοίκων τῆς Ἰαμνείας κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς νύκτας.Καὶ ἔβαλε φωτιὰ εἰς τὸ λιμάνι καὶ τὸν στόλον, ποὺ ὑπῆρχεν εἰς αὐτό.Ἡ φωτιὰ ἀπὸ τὴν πυρκαϊὰν ἦταν τόσον μεγάλη, ὥστε ἡ ἀναλαμπὴ ἀπὸ τὶς τεράστιες φλόγες ἦταν ὁρατὴ ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, τὰ ὁποῖα ἀπέχουν διακόσια σαράντα (240) στάδια ἀπὸ τὴν Ἰάμνειαν (δηλαδὴ 30 μίλια ἢ 56 χιλιόμετρα).
10 ᾿Εκεῖθεν δὲ ἀποσπασθέντων σταδίους ἐννέα, ποιουμένων τὴν πορείαν ἐπὶ τὸν Τιμόθεον, προσέβαλον ῎Αραβες αὐτῷ οὐκ ἐλάττους τῶν πεντακισχιλίων, ἱππεῖς δὲ πεντακόσιοι. 10 Οταν ο Ιούδας και οι άνδρες του απεμακρύνθησαν από εκεί εννέα στάδια και εβάδιζαν εναντίον του Τιμοθέου, επετέθησαν εναντίον του Ιούδα Αραβες όχι ολιγότεροι από πέντε χιλιάδας πεζούς και πεντακοσίους ιππείς. 10 Ὅταν ὁ Ἰούδας καὶ οἱ ἄνδρες του ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ τὴν Ἰάμνειαν ἐννέα στάδια (περισσότερον ἀπὸ ἕνα μίλι, ἢ Ι.853 μέτρα), καὶ καθὼς ἐβάδιζαν κατὰ τοῦ Τιμοθέου, τοὺς ἐπετέθησαν Ἄραβες ὄχι ὀλιγώτεροι ἀπὸ πέντε χιλιάδες (5.000) πεζοὶ καὶ πεντακόσιοι (500) ἱππεῖς.
11 γενομένης δὲ καρτερᾶς μάχης καὶ τῶν περὶ τὸν ᾿Ιούδαν διὰ τὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ βοήθειαν εὐημερησάντων, ἐλαττωθέντες οἱ νομάδες ῎Αραβες ἠξίουν δοῦναι τὸν ᾿Ιούδαν δεξιὰν αὐτοῖς, ὑπισχνούμενοι καὶ βοσκήματα δώσειν καὶ ἐν τοῖς λοιποῖς ὠφελήσειν αὐτούς. 11 Κατόπιν μιας σφοδράς μάχης οι περί τον Ιούδαν στρατιώται επέτυχαν με την βοήθειαν του Θεού, να κατανικήσουν τους εχθρούς. Οι νομάδες Αραβες ενικήθησαν και παρακαλούσαν να συμφιλιωθή ο Ιούδας με αυτούς και υπέσχοντο να του δώσουν ζώα, να του φανούν δε ωφέλιμοι και εις αλλά ζητήματα. 11 Ἀκολούθησε βιαία σύγκρουσις καὶ σκληρὴ μάχη, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Ἰούδας καὶ οἱ ἄνδρες του μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ ἀνεδείχθησαν νικηταὶ καὶ ἐθριάμβευσαν.Οἱ νομάδες Ἄραβες, ποὺ ἡττήθησαν, παρακαλοῦσαν τὸν Ἰούδαν νὰ συμφιλιωθῇ μαζί των, τοῦ ὑπέσχοντο δὲ νὰ τοῦ δώσουν ζῶα καὶ βοσκοτόπους καὶ νὰ τοῦ παράσχουν ὁποιανδήποτε βοήθειαν καὶ διευκόλυνσιν.
12 ᾿Ιούδας δὲ ὑπολαβὼν ὡς ἀληθῶς ἐν πολλοῖς αὐτοὺς χρησίμους, ἐπεχώρησεν εἰρήνην ἄξειν πρὸς αὐτούς· καὶ λαβόντες δεξιὰς εἰς τὰς σκηνὰς αὐτῶν ἐχωρίσθησαν. 12 Ο Ιούδας, επειδή επίστευσεν ότι πράγματι οι Αραβες θα του φανούν χρήσιμοι εις πολλά ζητήματα, συγκατετέθη εις σύναψιν ειρήνης με αυτούς. Συμφιλιωθέντες δε οι Αραβες με τον Ιούδαν επέστρεψαν εις τας σκηνάς των. 12 Ὁ Ἰούδας, ἐπειδὴ ἀντελήφθη ὅτι ἠμποροῦσαν πράγματι νὰ τοῦ φανοῦν χρήσιμοι εἰς πολλὰ καὲ μὲ πολλοὺς τρόπους, ἐσυμφώνησε νὰ συνάψῃ εἰρήνην μαζί των.Ἔτσι οἱ Ἄραβες, ἀφοῦ συνεφιλιώθησαν καὶ ἔλαβαν διαβεβαιώσεις ἀπὸ τὸν Ἰούδαν, ἀνεχώρησαν καὶ ἀπεσύρθησαν εἰς τὶς σκηνές των.
13 ᾿Επέβαλε δὲ καὶ ἐπί τινα πόλιν γεφυροῦν ὀχυρὰν καὶ τείχεσι περιπεφραγμένην καὶ παμμειγέσιν ἔθνεσι κατοικουμένην, ὄνομα δὲ Κάσπιν. 13 Ο Ιούδας επετέθη επίσης εναντίον μιας πόλεως οχυράς, η οποία περιεκλείετο από τείχος και κατοικείτο από ανθρώπους διαφόρων εθνών. Αυτή ωνομάζετο Κασπις. 13 Ὁ Ἰούδας ἐπετέθη ἐπίσης καὶ ἐναντίον μιᾶς πόλεως, ἡ ὁποία ἦταν ὠχυρωμένη γύρω - γύρω μὲ τάφρον καὶ περιφραγμένη μὲ τείχη καὶ ἑκατοικεῖτο ἀπὸ ἀνάμεικτὰ καὶ ἑτερογενῆ ἔθνη· τὸ ὄνομα τῆς πόλεως ἦταν Κάσπιν.
14 οἱ δ᾿ ἔνδον πεποιθότες τῇ τῶν τειχέων ἐρυμνότητι τῇ τε τῶν βρωμάτων παραθέσει, ἀναγωγότερον ἐχρῶντο τοῖς περὶ τὸν ᾿Ιούδαν λοιδοροῦντες καὶ προσέτι βλασφημοῦντες καὶ λαλοῦντες ἃ μὴ θέμις. 14 Οι εντός της πόλεως, έχοντες πεποίθηση εις την αντοχήν των τειχών της και εις την άφθονον προμήθειαν τροφίμων, εφέροντο κατά τρόπον πολύ ανάγωγον εναντίον των Ιουδαίων· ύβριζον αυτούς εκστομίζοντες ακόμη και βλασφημίας και απρεπείς λόγους. 14 Οἱ δὲ πολιορκούμενοι, ἐπειδὴ εἶχαν πεποίθησιν εἰς τὴν ἀντοχὴν τῶν ὠχυρωμένων τειχῶν των καὶ τὸ μεγάλο ἀπόθεμα τῶν ἐφοδίων καὶ τροφίμων, συμπεριεφέροντο μὲ τρόπον προκλητικόν, κακοήθη καὶ αὐθάδη πρὸς τὸν Ἰούδαν καὶ τοὺς ἄνδρες του· τοὺς ὕβριζαν καὶ ἐπὶ πλέον ἐξετόξευαν ἐναντίον των βλασφημίες καὶ λόγια ἄπρεπα καὶ ἀσεβῆ.
15 οἱ δὲ περὶ τὸν ᾿Ιούδαν ἐπικαλεσάμενοι τὸν μέγαν τοῦ κόσμου δυνάστην, τὸν ἄτερ κριῶν καὶ μηχανῶν ὀργανικῶν κατακρημνίσαντα τὴν ῾Ιεριχὼ κατὰ τοὺς ᾿Ιησοῦ χρόνους, ἐνέσεισαν θηριωδῶς τῷ τείχει. 15 Οι στρατιώται του Ιούδα, αφού επεκαλέσθησαν βοηθόν των τον υπέρτατον του κόσμου Κυρίαρχον, ο οποίος χωρίς πολιορκητικούς κριους και άλλας τοιαύτας πολεμικάς μηχανάς κατεκρήμνισε τα τείχη της Ιεριχούς κατά τους χρόνους Ιησού του Ναυή, ώρμησαν ως θηρία εναντίον του τείχους. 15 Ἀλλ’ ὁ Ἰούδας καὶ οἱ ἄνδρες του, ἀφοῦ ἐκάλεσαν εἰς βοήθειαν τὸν Κύριον, τὸν ὑπέρτατον Κυρίαρχον καὶ Ἐξουσιαστὴν τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος κατεκρήμνισε τὰ τείχη τῆς Ἱεριχοῦς χωρὶς κριοὺς καὶ πολιορκητικὲς μηχανὲς κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, ἐπετέθησαν μὲ θηριώδη ὁρμὴν κατὰ τῶν τειχῶν.
16 καταλαβόμενοί τε τὴν πόλιν τῇ τοῦ Θεοῦ θελήσει, ἀμυθήτους ἐποιήσαντο σφαγάς, ὥστε τὴν παρακειμένην λίμνην, τὸ πλάτος ἔχουσαν σταδίων δύο, κατάρρυτον αἵματι πεπληρωμένην φαίνεσθαι. 16 Με την βοήθειαν του Θεού εκυρίευσαν την πόλιν και προέβησαν εις αναριθμήτους σφαγάς, ώστε η πλησίον εκεί ευρισκομένη λίμνη, που είχε πλάτος δύο στάδια, να φαίνεται ότι ήτο γεμάτη από το αίμα, που είχεν εισρεύσει εις αυτήν. 16 Καὶ ἀφοῦ κατέλαβαν τὴν πόλιν μὲ τὴν θέλησιν καὶ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, προέβησαν εἰς τόσον ἀνεκδιήγητες καὶ ἀπερίγραπτες σφαγές, ὥστε ἡ λίμνη, ποὺ εὑρίσκετο ἐκεῖ κοντά, καὶ ἡ ὁποία εἶχε πλάτος δύο στάδια (=1/4 μιλίου ἢ 460 μέτρα), ἐφαίνετο ὅτι ἐγέμισεν ἀπὸ τὸ αἷμα, ποὺ ἔτρεξεν ἀπὸ τὴν σφαγήν.
17 ᾿Εκεῖθεν δὲ ἀποσπάσαντες σταδίους ἑπτακοσίους πεντήκοντα διήνυσαν εἰς τὸν Χάρακα πρὸς τοὺς λεγομένους Τουβιήνους ᾿Ιουδαίους. 17 Από εκεί επροχώρησαν επτακοσίους πεντήκοντα σταδίους και έφθασαν στον Χαρακα, προς τους Ιουδαίους, οι οποίοι ελέγοντο Τουβιήνοι. 17 Ἀπὸ ἐκεῖ, ἀφοῦ ἐπροχώρησαν ἑπτακόσια πενῆντα στάδια (=95 μίλια ἢ 160 χιλιόμετρα), ἔφθασαν εἰς τὸν Χάρακα, ὅπου ἑκατοικοῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ λεγόμενοι Τουβιανοί (ἢ Τουβιηνοὶ ἢ Τωβιανοί).
18 καὶ Τιμόθεον μὲν ἐπὶ τῶν τόπων οὐ κατέλαβον, ἄπρακτόν τε ἀπὸ τῶν τόπων ἐκλελυκότα, καταλελοιπότα δὲ φρουρὰν ἔν τινι τόπῳ καὶ μάλα ὀχυράν. 18 Τον Τιμόθεον δεν τον ευρήκαν στους τόπους εκείνους, διότι είχεν αναχωρήσει άπρακτος από τας περιοχάς εκείνας, αφού αφήκεν στον τόπον μίαν φρουράν πολύ ισχυράν. 18 Καὶ εἰς μὲν τοὺς τόπους ἐκείνους δὲν εὑρῆκαν τὸν Τιμόθεον, ἐπειδὴ αὐτὸς εἶχεν ἐν τῷ μεταξὺ ἐγκαταλείψει τὴν περιοχὴν ἄπρακτος, χωρὶς νὰ ἠμπορέσῃ νὰ ἔχῃ κάποιαν ἐπιτυχίαν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι ἄφησε στρατιωτικὴν φρουρὰν εἰς κάποιον τόπον, καὶ μάλιστα ἀρκετὰ ἰσχυράν.
19 Δοσίθεος δὲ καὶ Σωσίπατρος τῶν περὶ τὸν Μακκαβαῖον ἡγεμόνων ἐξοδεύσαντες ἀπώλεσαν τοὺς ὑπὸ Τιμοθέου καταλειφθέντας ἐν τῷ ὀχυρώματι πλείους τῶν μυρίων ἀνδρῶν. 19 Δυο όμως από τους περί τον Μακκαβαίον στρατηγούς, ο Δοσίθεος και ο Σωσίπατρος, επήλθον και εκτύπησαν το φρούριον αυτό και εφόνευσαν εκείνους, που είχεν αφήσει εκεί ο Τιμόθεος, άνδρας πλέον των δέκα χιλιάδων. 19 Ὁ Δοσίθεος δὲ καὶ ὁ Σωσίπατρος, δύο ἀπὸ τοὺς στρατηγοὺς τοῦ Μακκαβαίου, ἐπροχώρησαν, ἐπετέθησαν κατὰ τοῦ φρουρίου καὶ ἐφόνευσαν ἀπὸ τοὺς στρατιώτας, ποὺ εἶχεν ἀφήσει εἰς τὸ φρούριον ὁ Τιμόθεος, ἄνω τῶν δέκα χιλιάδων (10.000) ἀνδρῶν.
20 ὁ δὲ Μακκαβαῖος διατάξας τὴν ἑαυτοῦ στρατιὰν σπειρηδόν, κατέστησεν αὐτοὺς ἐπὶ τῶν σπειρῶν καὶ ἐπὶ τὸν Τιμόθεον ὥρμησεν ἔχοντα περὶ αὐτὸν μυριάδας δώδεκα πεζῶν, ἱππεῖς δὲ χιλίους πρὸς τοῖς πεντακοσίοις. 20 Ο δε Μακκαβαίος, αφού παρέταξε τον στρατόν του κατά σώματα και κατέστησεν επικεφαλής αυτών τον Σωσίπατρον και Δοσίθεον, ώρμησεν εναντίον του Τιμοθέου, ο οποίος είχε μαζή του εκατόν είκοσι χιλιάδας πεζούς και χιλίους πεντακοσίους ιππείς. 20 Ἐξ ἄλλου ὁ Μακκαβαῖος, ἀφοῦ συνεκέντρωσε καὶ διήρεσε τὴν στρατιωτικήν του δύναμιν εἰς διάφορα σώματα, ὥρισε τὸν Δοσίθεον καὶ τὸν Σωσίπατρον ἐπὶ κεφαλῆς τῶν σωμάτων αὐτῶν καὶ ὥρμησε κατὰ τοῦ Τιμοθέου, ὁ ὁποῖος εἶχε στρατόν, ποὺ ἀπετελεῖτο ἀπὸ ἑκατὸν εἴκοσι χιλιάδες (120.000) πεζοὺς καὶ χιλίους πεντακοσίους (1.500) ἱππεῖς.
21 τὴν δὲ ἔφοδον μεταλαβὼν ᾿Ιούδα, ὁ Τιμόθεος προσεξαπέστειλε τὰς γυναῖκας καὶ τὰ τέκνα καὶ τὴν ἄλλην ἀποσκευὴν εἰς τὸ λεγόμενον Καρνίον· ἦν γὰρ δυσπολιόρκητον καὶ δυσπρόσιτον τὸ χωρίον διὰ τὴν τῶν πάντων τῶν τόπων στενότητα. 21 Ο Τιμόθεος όταν επληροφορήθη την έφοδον αυτήν του Ιούδα εξαπέστειλε τας γυναίκας και τα παιδιά με τας αποσκευάς των εις ασφαλή τόπον, λεγόμενον Καρνίον. Ητο δε αυτό μία περιοχή δυσπολιόρκητος, εις την οποίαν δυσκόλως ημπορούσε να πλησίαση κανείς λόγω της στενότητος όλων των εκεί τόπων. 21 Ὅταν ὁ Τιμόθεος ἐπληροφορήθη διὰ τὴν ἕφοδον αὐτὴν τοῦ Ἰούδα, ἀπεμάκρυνε καὶ ἔστειλε πρὸς ἀσφάλειαν τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά, ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὸ στράτευμά του, μαζὶ μὲ ὅλες τὶς ἀποσκευές των εἰς κάποιον τόπον, ποὺ ὠνομάζετο Καρνίον· διότι ὁ τόπος ἐκεῖνος ἦταν δύσκολον νὰ πολιορκηθῇ καὶ δύσκολον νὰ τὸν πλησιάσῃ κανείς, ἐπειδὴ ὅλες οἱ προσβάσεις πρὸς τὸ μέρος ἐκεῖνο ἦσαν στενές.
22 ἐπιφανείσης δὲ τῆς ᾿Ιούδα σπείρας πρώτης καὶ γενομένου δέους ἐπὶ τοὺς πολεμίους, φόβου τε ἐκ τῆς τοῦ πάντα ἐφορῶντος ἐπιφανείας γενομένου ἐπ᾿ αὐτούς, εἰς φυγὴν ὥρμησαν ἄλλος ἀλλαχῇ φερόμενος, ὥστε πολλάκις ὑπὸ τῶν ἰδίων βλάπτεσθαι καὶ ταῖς τῶν ξιφῶν ἀκμαῖς ἀναπείρεσθαι. 22 Οταν όμως ενεφανίσθη το πρώτον στρατιωτικόν σώμα του Ιούδα, επέπεσε δέος στους εχθρούς, ο φόβος και ο τρόμος Εκείνου ο οποίος επιβλέπει τα σύμπαντα. Αυτός ο φόβος κατέλαβε τους εχθρούς, και ετράπησαν εις άτακτον φυγήν και εφέρετο άλλος εδώ άλλος εκεί, ώστε πολλοί αλληλοεφονεύοντο διατρυπώμενοι οπό τας αιχμάς των ιδικών των ξιφών. 22 Ἀλλ’ ὅταν παρουσιάσθη τὸ πρῶτον στρατιωτικὸν σῶμα τοῦ Ἰούδα, οἱ ἐχθροὶ ἐκυριεύθησαν ἀπὸ φόβον, τρόμον καὶ πανικόν, τὸν ὁποῖον τοὺς ἐνέβαλεν ἡ παρουσία Ἐκείνου, ὁ Ὁποῖος ἐποπτεύει τὰ πάντα.Ὑπὸ τὴν κυριαρχίαν τοῦ πανικοῦ ἐτράπησαν εἰς ἄτακτον φυγὴν καὶ ὥρμησαν πρὸς κάθε κατεύθυνσιν ὁ ἕνας ἔτρεχε πρὸς τὰ ἐδῶ, ὁ ἄλλος πρὸς τὰ ἐκεῖ, ὥστε πολλὲς φορὲς ἐπληγώνοντο ἀπὸ τοὺς συντρόφους των καὶ ἀλληλοεφονεύοντο, διότι ἐσουβλίζοντο καὶ διετρυπῶντο ἀπὸ τὶς αἰχμὲς τῶν ἰδικῶν τους ξιφῶν.
23 ἐποιεῖτο δὲ τὸν διωγμὸν εὐτονώτερον ᾿Ιούδας συγκεντῶν τοὺς ἀλιτηρίους διέφθειρέ τε εἰς μυριάδας τρεῖς ἀνδρῶν. 23 Ο Ιούδας τους κατεδίωξεν ορμητικώτερα, εκτυπούσε τους κακούργους αυτούς και εφόνευσε τριάκοντα περίπου χιλιάδας άνδρας. 23 Ὁ δὲ Ἰούδας τοὺς κατεδίωκε μὲ περισσοτέραν ὁρμήν, ἐσούβλιζε καὶ ἐτρυποῦσε τοὺς ἀσεβεῖς καὶ κακούργους καὶ ἐφόνευσε κάπου τριάντα χιλιάδες (30.000) ἀνδρῶν.
24 αὐτὸς δὲ ὁ Τιμόθεος ἐμπεσὼν τοῖς περὶ τὸν Δοσίθεον καὶ Σωσίπατρον, ἠξίου μετὰ πολλῆς γοητείας ἐξαφεῖναι σῷον αὐτὸν διὰ τὸ πλειόνων μὲν γονεῖς, ὧν δὲ ἀδελφοὺς ἔχειν καὶ τούτους ἀλογηθῆναι συμβήσεται, εἰ ἀποθάνοι. 24 Ο ίδιος ο Τιμόθεος έπεσεν εις τα χέρια των ανδρών του Δοσιθέου και του Σωσιπάτρου, τους οποίους εξώρκιζε με πολλήν επιτηδειότητα να τον αφήσουν σώον και υγιή, διαβεβαιών αυτούς, ότι είχε υπό την εξουσίαν του γονείς και αδελφούς πολλών από τους Ιουδαίους, στους οποίους ήτο δυνατόν να συμβή κάτι κακόν, εάν ο ίδιος εφονεύετο. 24 Ὁ ἴδιος δὲ ὁ Τιμόθεος, ἀφοῦ συνελήφθη αἰχμάλωτος ἀπὸ τοὺς ἄνδρας τοῦ Δοσιθέου καὶ τοῦ Σωσιπάτρου, τοὺς παρακαλοῦσε μὲ πολλὴν πονηρίαν νὰ τὸν ἀφήσουν ἐλεύθερον καὶ σῶον μὲ τὸ ἐπιχείρημα, ὅτι οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς εἶχαν γονεῖς καὶ ὡρισμένοι ἀπὸ αὐτοὺς ἀδελφούς, ποὺ ἦσαν εἰς τὰ χέρια του αἰχμάλωτοι, καὶ ἐὰν ἐφονεύετο, θὰ ἐπεριφρονοῦντο, ὁ δὲ Τιμόθεος δὲν θὰ εὑρίσκετο ἐκεῖ νὰ τοὺς ὑπερασπίσῃ (ἢ κατ’ ἄλλην γραφήν: Ἐὰν ἐφονεύετο, οἱ (δικοί του ἄνθρωποι θὰ τοὺς ἐκακοποιοῦσαν, ὥστε δὲν θὰ ἠκούετο τίποτε πλέον δι’ αὐτούς).
25 πιστώσαντος δὲ αὐτοῦ διὰ πλειόνων τὸν ὁρισμὸν ἀποκαταστήσειν τούτους ἀπημάντους, ἀπέλυσαν αὐτὸν ἕνεκα τῆς τῶν ἀδελφῶν σωτηρίας. 25 Αφού δε με πάρα πολλούς λόγους τους έπεισε, ότι είχε την απόφασιν να επιστρέψη τους ανθρώπους αυτούς, χωρίς να τους κάμη κανένα κακόν, οι Ιουδαίοι τον αφήκαν ελεύθερον χάριν της σωτηρίας των αδελφών των. 25 Καὶ ἀφοῦ μὲ πολλὲς παρακλήσεις καὶ λόγια τοὺς ἐβεβαίωσεν ὅτι θὰ τηρήσῃ τὴν ὑπόσχεσίν του καὶ θὰ ἀποκαταστήσῃ τοὺς αἰχμαλώτους αὐτοὺς ἀβλαβεῖς καὶ ἀκεραίους, ἐπέτυχεν, ὥστε οἰ Ἰουδαῖοι νὰ τὸν ἀφήσουν ἐλεύθερον χάριν τῆς σωτηρίας τῶν ἀδελφῶν των.
26 ᾿Εξελθὼν δὲ ἐπὶ τὸ Καρνίον καὶ τὸ ᾿Αταργατεῖον κατέσφαξε μυριάδας σωμάτων δύο καὶ πεντακισχιλίους. 26 Ο Ιούδας επήλθεν εναντίον του Καρνίου και στο ιερόν της Αταργάτης εφόνευσεν εικοσιπέντε χιλιάδας άνδρας. 26 Ὀ δὲ Ἰούδας, ἀφοῦ ἐπροχώρησε καὶ ἐπετέθη ἐναντίον τοῦ Καρνίου καὶ τοῦ ἱεροῦ τῆς Ἀταργάτης, κατέσφαξεν εἴκοσι πέντε χιλιάδες (25.000) ἄνδρες.
27 μετὰ δὲ τὴν τούτων τροπὴν καὶ ἀπώλειαν ἐπεστράτευσεν ᾿Ιούδας καὶ ἐπὶ ᾿Εφρὼν πόλιν ὀχυράν, ἐν ᾗ κατῴκει Λυσίας καὶ πάμφυλα πλήθη· νεανίαι δὲ πρὸ τῶν τειχῶν καθεστῶτες ρωμαλέοι ἀπεμάχοντο εὐρώστως, ἔνθα δὲ ὀργάνων καὶ βελῶν πολλαὶ παραθέσεις ὑπῆρχον 27 Μετά την κατατρόπωσιν και την σφαγήν των εχθρών ο Ιούδας εξεστράτευσεν εναντίον της Εφρών, πόλεως οχυράς, μέσα εις την οποίαν κατοικούσαν ο Λυσίας και πλήθος ανθρώπων από διάφορα έθνη. Ρωμαλέοι δε νέοι άνδρες, στρατοπεδευμένοι επάνω εις τα τείχη, εμάχοντο ηρωϊκώς. Μέσα δε εις την πόλιν αυτήν υπήρχε πλήθος πολεμικών μηχανών και μεγάλαι ποσότητες από βέλη. 27 Μετὰ δὲ τὴν ἧτταν τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν καὶ τὴν σφαγήν των ὁ Ἰούδας ἐβάδισε μὲ τὸν στρατόν του καὶ ἐναντίον τῆς Ἔφρων, ἡ ὁποία ἦταν πόλις ὀχυρά, ὅπου κατοικοῦσε ὁ Λυσίας καὶ πλῆθος, ποὺ ἀνῆκεν εἰς πολλὰ καὶ ἑτερογενῆ ἔθνη.Γενναῖοι δὲ καὶ ἀποφασιστικοὶ νέοι εἶχαν καταλάβει θέσεις πρὸ τῶν τειχῶν (κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Ἐπάνω εἰς τὰ τείχη) καὶ ἐπολεμοῦσαν μὲ γενναιότητα, ἐνῷ μέσα εἰς τὴν πόλιν ὑπῆρχε μεγάλη προμήθεια καὶ ποσότητες ἀπὸ βέλη καὶ πολεμικὲς μηχανές.
28 ἐπικαλεσάμενοι δὲ τὸν Δυνάστην τὸν μετὰ κράτους συντρίβοντα τὰς τῶν πολεμίων ἀλκάς, ἔλαβον τὴν πόλιν ὑποχείριον καὶ κατέστρωσαν τῶν ἔνδον εἰς μυριάδας δύο καὶ πεντακισχιλίους. 28 Οι Ιουδαίοι προσηυχήθησαν και επεκαλέσθησαν τον παντοδύναμον Κυριον, ο οποίος με την ακατανίκητον ισχύν συντρίβει τας δυνάμεις των εχθρών, και κατέλαβαν υποχείριον την πόλιν και εστρωσαν στο έδαφος τριάκοντα χιλιάδας πεντακοσίους άνδρας νεκρούς. 28 Ἀλλ’ οἱ Ἰουδαῖοι, ἀφοῦ ἐζήτησαν διὰ τῆς προσευχῆς τὴν ἐπέμβασιν τοῦ ὑπερτάτου Κυριάρχου καὶ Ἐξουσιαστοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος συντρίβει μὲ τὴν παντοδυναμίαν του ὅλες τὶς δυνάμεις τῶν ἐχθρῶν, ἐκυρίευσαν τὴν πόλιν καὶ ἔστρωσαν κατὰ γῆς εἴκοσι πέντε χιλιάδες (25.000) νεκροὺς ἀπὸ τοὺς ὑπερασπιστὰς τῆς πόλεως.
29 ἀναζεύξαντες δὲ ἐκεῖθεν ὥρμησαν ἐπὶ Σκυθῶν πόλιν ἀπέχουσαν ἀπὸ ῾Ιεροσολύμων σταδίους ἐξακοσίους. 29 Ανεχώρησαν δε από εκεί και ώρμησαν εναντίον της πόλεως των Σκυθών, η οποία απέχει από τα Ιεροσόλυμα εξακόσια στάδια. 29 Ἀφοῦ δὲ ἀνεχώρησαν ἀπὸ ἐκεῖ, ἐβάδισαν μὲ ὁρμὴν πρὸς τὴν πόλιν τῶν Σκυθῶν (Σκυθόπολιν), ἡ ὁποία ἀπέχει ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα ἑξακόσια (600) στάδια (=75 μίλια ἢ 138 χιλιόμετρα).
30 ἀπομαρτυρησάντων δὲ τῶν ἐκεῖ κατοικούντων ᾿Ιουδαίων, ἣν οἱ Σκυθοπολῖται ἔσχον πρὸς αὐτοὺς εὔνοιαν καὶ ἐν τοῖς τῆς ἀτυχίας καιροῖς ἥμερον ἀπάντησιν ἐποιοῦντο. 30 Οι εντός της πόλεως όμως κατοικούντες Ιουδαίοι διεβεβαίωσαν τον Ιούδαν περί της ευνοίας, που έδειξαν εις αυτούς οι Σκυθοπολίται και ότι κατά τους καιρούς των συμφορών των τους περιεποιούντο με πολλήν καλωσύνην. 30 Ἀλλ’ οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι κατοικοῦσαν ἐκεῖ, ἐβεβαίωσαν μὲ τὶς μαρτυρίες των τὸν Ἰούδαν, ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς Σκυθοπόλεως τοὺς ἐφέρθησαν πάντοτε μὲ ἀγαθὴν καὶ φιλικὴν διάθεσιν καὶ ὅτι ὑπῆρξαν ἰδιαιτέρως περιποιητικοὶ ἀπέναντί των κατὰ τοὺς δυσκόλους καιροὺς τῆς ζωῆς των.
31 εὐχαρηστήσαντες αὐτοῖς καὶ προσπαρακαλέσαντες καὶ εἰς τὰ λοιπὰ πρὸς τὸ γένος εὐμενεῖς εἶναι, παρεγένοντο εἰς ῾Ιεροσόλυμα τῆς τῶν ἑβδομάδων ἑορτῆς οὔσης ὑπογύου. 31 Ο Ιούδας και οι άνδρες του ηυχαρίστηααν τους κατοίκους της πόλεως και τους παρεκάλεσαν να φανούν ευγενείς και κατά τον υπόλοιπον καιρόν προς το γένος των Ιουδαίον. Επειτα επέστρεψαν εις Ιεροσόλυμα την ημέραν, κατά την οποίαν ήρχιζεν η εορτή Πεντηκοστής. 31 Ἕνεκα τούτου ὁ Ἰούδας καὶ οἱ ἄνδρες του, ἀφοῦ εὐχαρίστησαν τοὺς κατοίκους τῆς Σκυθοπόλεως καὶ ἀφοῦ ἐπὶ πλέον τοὺς παρεκίνησαν ὅπως συνεχίσουν καὶ εἰς τὸ μέλλον νὰ εἶναι τὸ ἴδιον φιλικοὶ πρὸς τὸ Ἰουδαικὸν γένος, ἐπέστρεψαν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ἐγκαίρως, ὀλίγον πρὶν ἀπὸ τὴν ἑορτὴν τῶν Ἑβδομάδων, δηλαδὴ τῆς Πεντηκοστῆς.
32 Μετὰ δὲ τὴν λεγομένην Πεντηκοστὴν ὥρμησαν ἐπὶ Γοργίαν τὸν τῆς ᾿Ιδουμαίας στρατηγόν. 32 Επειτα από την εορτήν της Πεντηκοστής ώρμησαν εναντίον του Γοργίου, ο οποίος ήτο στρατηγός εις την Ιδουμαίαν. 32 Ἔπειτα δὲ ἀπὸ τὴν ἑορτὴν τῆς Πεντηκοστῆς ἐβάδισαν μὲ ὁρμὴν ἐναντίον τοῦ Γοργία, τοῦ στρατηγοῦ τῆς Ἰδουμαίας,
33 ἐξῆλθε δὲ μετὰ πεζῶν τρισχιλίων, ἱππέων δὲ τετρακοσίων, 33 Ο Γοργίας εξήλθε με τρεις χιλιάδας πεζούς και τετρακοσίους ιππείς. 33 ὁ ὁποῖος ἐβγῆκε νὰ τοὺς ἀντιμετωπίσῃ μὲ τρεῖς χιλιάδες (3.000) πεζοὺς καὶ τετρακοσίους (400) ἱππεῖς.
34 καὶ παραταξαμένων συνέβη πεσεῖν ὀλίγους τῶν ᾿Ιουδαίων. 34 Γενομένης δε μάχης εφονεύθησαν μερικοί από τους Ιουδαίους. 34 Κατὰ τὴν σύγκρουσιν τῶν δύο στρατῶν συνέβη νὰ φονευθοῦν ὀλίγοι ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους.
35 Δοσίθεος δέ τις τῶν τοῦ Βακήνορος, ἔφιππος ἀνὴρ καὶ καρτερός, εἴχετο τοῦ Γοργίου καὶ λαβόμενος τῆς χλαμύδος ἦγεν αὐτὸν εὐρώστως καὶ βουλόμενος τὸν κατάρατον λαβεῖν ζωγρίαν, τῶν ἱππέων Θρακῶν τινος ἐπενεχθέντος αὐτῷ καὶ τὸν ὦμον καθελόντος διέφυγεν ὁ Γοργίας εἰς Μαρισά. 35 Καποιος δε ιππεύς, ονόματι Δοσίθεος, από τους στρατιώτας του Βακήνορος, δυνατός ανήρ, επλησίασε τον Γοργίαν και εκράτησεν αυτόν από την χλαμύδα και τον έσυρε με δύναμιν πολλήν, διότι επιθυμούσε να συλλάβη ζωντανόν τον επικατάρατον αυτόν άνθρωπον. Ενας όμως ιππεύς από τους Θράκας ώρμησεν εναντίον του Δοσιθέου, τον εκτύπησε και του απέκοψε τον ώμον και έτσι διεσώθη ο Γοργίας και κατέψυγεν εις Μαρισά. 35 Κάποιος δὲ γενναῖος ἱππεύς, ὀνόματι Δοσίθεος, ἀπὸ τὸν στρατὸν τοῦ Βακήνορος, ἐπλησίασε τὸν Γοργίαν καί, ἀφοῦ τὸν ἔπιασε καὶ τὸν ἐκράτησε σφιχτὰ ἀπὸ τὴν χλαμύδα, τὸν ἔσυρε μὲ δύναμιν πολλήν, ἐπειδὴ ἐσκόπευε νὰ συλλάβῃ ζωντανὸν τὸν καταράμενον ἐκεῖνον ἄνθρωπον τότε ὅμως ἕνας ἀπὸ τοὺς Θρᾶκες ἱππεῖς ὥρμησεν ἐναντίον τοῦ Δοσιθέου καὶ τοῦ ἀπέκοψε μὲ ἕνα κτύπημα τοῦ ξίφους τὸν ὦμον καὶ τὸν βραχίονα, καὶ ἔτσι ὁ Γοργίας ἐσώθη καὶ διέφυγεν εἰς τὴν Μαρισά.
36 τῶν δὲ περὶ τὸν ῎Εσδριν ἐπὶ πλεῖον μαχομένων καὶ κατακόπων ὄντων, ἐπικαλεσάμενος ὁ ᾿Ιούδας τὸν Κύριον σύμμαχον φανῆναι καὶ προοδηγὸν τοῦ πολέμου, 36 Οι άνδρες του Εσδριν εμάχοντο επί πολύν χρόνον και είχαν κατεξαντληθή από την κόπωσιν. Τοτε ο Ιούδας προσηυχήθη και επεκαλέσθη τον Κυριον, να φανή σύμμαχος και αρχηγός του πολέμου. 36 Ἐν τῷ μεταξύ, καὶ ἐπειδὴ ὁ Ἔσδρις καὶ οἱ ἄνδρες του ἐμάχοντο ἐπὶ πολὺν χρόνον καὶ ἦσαν ἑξαντλημένοι ἀπὸ τὸν κόπον, ὁ Ἰούδας προσηυχήθη καὶ ἐζήτησεν ἀπὸ τὸν Κύριον νὰ παρουσιασθῇ ὡς σύμμαχος, ἀρχηγὸς καὶ ὁδηγός των εἰς τὸν πόλεμον.
37 καταρξάμενος τῇ πατρίῳ φωνῇ τὴν μεθ᾿ ὕμνων κραυγήν, ἀναβοήσας καὶ ἐνσείσας ἀπροσδοκήτως τοῖς περὶ τὸν Γοργίαν, τροπὴν αὐτῶν ἐποιήσατο. 37 Τοτε ήρχισε με την βροντερήν φωνήν του, εις την γλώσσαν των πατέρων του, και εβόησε την πολεμικήν κραυγήν με ύμνους μαζή. Επέπεσε δε αιφνιδίως εναντίον των ανδρών του Γοργίου και τους έτρεψεν εις φυγήν. 37 Καὶ ἀφοῦ ἄρχισε πρῶτος εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν πατέρων του μὲ ὕμνους καὶ πολεμικὴν κραυγήν, καὶ ἀφοῦ ἐφώναξε δυνατά, ὥρμησε μὲ ἀπροσδόκητον αἰφνιδιαστικὴν ἐπίθεσιν ἐναντίον τοῦ στρατοῦ τοῦ Γοργία, τοὺς ἔτρεψεν εἰς φυγὴν καὶ τοὺς κατετρόπωσεν.
38 ᾿Ιούδας δὲ ἀναλαβὼν τὸ στράτευμα ἦγεν εἰς ᾿Οδολλὰμ πόλιν· τῆς δὲ ἑβδομάδος ἐπιβαλλούσης, κατὰ τὸν ἐθισμὸν ἁγνισθέντες αὐτόθι τὸ σάββατον διήγαγον. 38 Επειτα ο Ιούδας επήρε το στράτευμά του και το ωδήγησεν εις την πόλιν Οδολλάμ. Οταν δε ήλθεν η εβδόμη ημέρα της εβδομάδος, εκαθαρίσθησαν σύμφωνα με το έθιμον των Εβραίων και επέρασαν εκεί το Σαββατον. 38 Ὁ δὲ Ἰούδας, ἀφοῦ ἀνασυνέταξε τὸν στρατόν του, ὠδήγησε τοὺς ἄνδρες του εἰς τὴν πόλιν Ὀδολλάμ· ἐκεῖ δέ, ἐπειδὴ ἔφθασεν ἡ ἑβδόμη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, ἀφοῦ ἐκαθαρίσθησαν, κατὰ τὴν συνήθειαν ποὺ ἐπέβαλλεν ὁ Νόμος, ἐτήρησαν τὴν ἀργίαν τοῦ Σαββάτου.
39 τῇ δὲ ἐχομένῃ ἦλθον οἱ περὶ τὸν ᾿Ιούδαν καθ᾿ ὃν τρόπον τὸ τῆς χρείας ἐγεγόνει, τὰ τῶν προπεπτωκότων σώματα ἀνακομίσασθαι καὶ μετὰ τῶν συγγενῶν ἀποκαταστῆσαι εἰς τοὺς πατρῴους τάφους. 39 Κατά δε την επομένην ημέραν ήλθον οι στρατιώται του Ιούδα και, όπως επέβαλλεν ο Νομος να γίνη, εσήκωσαν τα πτώματα των Ιουδαίων εκείνων, οι οποίοι είχαν φονευθή, δια να τα θάψουν κοντά στους συγγενείς των, στους πατρικούς των τάφους. 39 Κατὰ δὲ τὴν ἑπομένην ἡμέραν ἦλθαν οἱ ἄνδρες τοῦ Ἰούδα, ὥστε, ὅπως τὸ ἐπέβαλλε τὸ προχωρημένον τῆς ὥρας καὶ οἱ διατάξεις τοῦ Νόμου, νὰ μαζεύσουν καὶ νὰ μεταφέρουν τὰ πτώματα ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν φονευθῇ, καὶ νὰ τὰ ἐνταφιάσουν μαζὶ μὲ τοὺς συγγενεῖς των εἰς τοὺς τάφους τῶν πατέρων των.
40 εὗρον δὲ ἑκάστου τῶν τεθνηκότων ὑπὸ τοὺς χιτῶνας ἱερώματα τῶν ἀπὸ ᾿Ιαμνείας εἰδώλων, ἀφ᾿ ὧν ὁ νόμος ἀπείργει τοὺς ᾿Ιουδαίους· τοῖς δὲ πᾶσι σαφὲς ἐγένετο διὰ τήνδε τὴν αἰτίαν τούσδε πεπτωκέναι. 40 Ευρήκαν όμως κάτω από τους χιτώνας εκάστου φονευθέντος αφιερώματα προερχόμενα από τα είδωλα της Ιαμνείας, τα οποία ο Θεός απηγόρευεν στους Ιουδαίους. Εις όλους τότε έγινε φανερά η αιτία, δια την οποίαν αυτοί είχαν φονευθή. 40 Ἀλλ' εἰς κάθε ἕνα ἀπὸ τοὺς νεκροὺς εὑρῆκαν κάτω ἀπὸ τὰ ἐσωτερικά των χιτώνια ἀφιερώματα, ποὺ προήρχοντο ἀπὸ τὰ εἴδωλα τῆς Ἰαμνείας καὶ τὰ ὁποῖα ὁ Νόμος ἀπηγόρευεν εἰς τοὺς Ἰουδαίους.Ἔτσι ἔγινε φανερὸν εἰς ὅλους, ὅτι αὐτὴ ἦταν ἡ αἰτία, διὰ τὴν ὁποίαν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ἐφονεύθησαν κατὰ τὴν μάχην.
41 πάντες οὖν εὐλογήσαντες τὰ τοῦ δικαιοκρίτου Κυρίου τοῦ τὰ κεκρυμμένα φανερὰ ποιοῦντος, 41 Ολοι δε εδόξασαν τον Κυριον, τον δίκαιον κριτήν, ο οποίος φανερώνει και τα πλέον απόκρυφα γεγονότα. 41 Ἕνεκα τούτου, ἀφοῦ ὕμνησαν ὅλοι καὶ ἐδοξολόγησαν τὸν δικαιοκρίτην Θεόν, ὁ ὁποῖος ἀποκαλύπτει καὶ καθιστᾷ φανερὰ αὐτὰ ποὺ εἶναι κρυμμένα,
42 εἰς ἱκετείαν ἐτράπησαν ἀξιώσαντες τὸ γεγονὸς ἁμάρτημα τελείως ἐξαλειφθῆναι. ὁ δὲ γενναῖος ᾿Ιούδας παρεκάλεσε τὸ πλῆθος συντηρεῖν ἑαυτοὺς ἀναμαρτήτους εἶναι, ὑπ᾿ ὄψιν ἑωρακότας τὰ γεγονότα διὰ τὴν τῶν προπεπτωκότων ἁμαρτίαν. 42 Επειτα εστράφησαν εις προσευχήν και παρεκάλεσαν τον Θεόν, να εξαλειφθή πλήρως η διαπραχθείσα αμαρτία. Ο δε γενναίος Ιούδας παρεκάλεσε τον λαόν να κρατή τον εαυτόν του καθαρόν από τέτοιας παραβάσεις έχων προ οφαθλμών τα επακόλουθα της αμαρτίας εις βάρος εκείνων, οι οποίοι προηγουμένως είχον περιπέσει εις αυτάς. 42 ἐστράφησαν εἰς ἱκεσίαν καὶ ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν Θεὸν να εὐδοκήση, ὥστε ἡ ἁμαρτία, ποὺ διεπράχθη ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ἐκείνους στρατιῶτες μὲ τὸ νὰ ἔχουν ἐπάνω τοὺς εἴδωλα, νὰ συγχωρηθῇ καὶ νὰ ἑξαλειφθῇ τελείως.Ὁ δὲ γενναῖος Ἰούδας παρεκάλεσε καὶ συνέστησεν εἰς τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ νὰ διατηροῦν τοὺς ἑαυτούς των καθαροὺς ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, ἀφοῦ εἶδαν μὲ τὰ ἰδικά των μάτια τὶς ὀλέθριες συνέπειες τῆς ἁμαρτίας εἰς ἐκείνους, ποὺ ἔπεσαν εἰς αὐτήν.
43 ποιησάμενός τε κατ᾿ ἀνδραλογίαν κατασκευάσματα εἰς ἀργυρίου δραχμὰς δισχιλίας, ἀπέστειλεν εἰς ῾Ιεροσόλυμα προσαγαγεῖν περὶ ἁμαρτίας θυσίαν, πάνυ καλῶς καὶ ἀστείως πράττων ὑπὲρ ἀναστάσεως διαλογιζόμενος· 43 Κατόπιν έκαμεν έρανον μεταξύ των ανδρών του, από τον οποίον και συνέλεξε το ποσόν των δύο χιλιάδων δραχμών. Απέστειλε δε αυτάς εις την Ιερουσαλήμ, δια να προσφερθή εξιλαστήριος θυσία υπέρ αυτών. Πολύ καλώς και θεαρέστως έπραξεν αναλογιζόμενος την αλήθειαν της αναστάσεως των νεκρών. 43 Κατόπιν ὁ Ἰούδας ἐζήτησεν εἰσφορὰν ἀπὸ κάθε ἕνα ἄνδρα καὶ ἀπέστειλε τὸ συνολικὸν ποσὸν τῶν δύο χιλιάδων (2.000) ἀργυρῶν δραχμῶν, ποὺ συνεκέντρωσεν, εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, διὰ νὰ προσφερθῇ θυσία ἐξιλαστήριος ὑπὲρ τῶν πεσόντων στρατιωτῶν.Ἡ ἐνέργειά του ἦταν ὡραιοτάτη, εὐγενὴς καὶ ἁρμόζουσα πρᾶξις, ἡ ὁποία προήρχετο ἀπὸ τὴν πίστιν του εἰς τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν.
44 εἰ γὰρ μὴ τοὺς προπεπτωκότας ἀναστῆναι προσεδόκα, περισσὸν ἂν ἦν καὶ ληρῶδες ὑπὲρ νεκρῶν προσεύχεσθαι. 44 Διότι, εάν δεν επίστευεν ότι θα αναστηθούν οι φονευθέντες στρατιώται, ήτο ανωφελές και ανόητον να προσεύχεται κανείς υπέρ των νεκρών. 44 Διότι ἂν δὲν ἐπίστευεν ὅτι οἱ στρατιῶται, ποὺ ἔπεσαν εἰς τὸν πόλεμον, θὰ ἀναστηθοῦν, θὰ ἦταν περιττόν, ἀνωφελὲς καὶ μάταιον νὰ προσεύχωνται ὑπὲρ τῶν νεκρῶν.
45 εἶτ᾿ ἐμβλέπων τοῖς μετ᾿ εὐσεβείας κοιμωμένοις κάλλιστον ἀποκείμενον χαριστήριον, ὁσία καὶ εὐσεβὴς ἡ ἐπίνοια· ὅθεν περὶ τῶν τεθνηκότων τὸν ἐξιλασμὸν ἐποιήσαντο τῆς ἁμαρτίας ἀπολυθῆναι. 45 Διαβλέπων όμως την αρίστην αμοιβήν, η οποία επεφυλάσσετο εις εκείνους που εκοιμήθησαν εν ευσεβεία, συνέλαβε την ευσεβή αυτήν σκέψιν. Δια τούτο και προσέφεραν την εξιλαστήριον αυτήν θυσίαν υπέρ των νεκρών, δια να απαλλαγούν αυτοί από τας αμαρτίας των. 45 Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἐλάμβανεν ὑπ’ ὄψιν τὴν θαυμασίαν ἀνταμοιβήν, ἡ ὁποία ἐπεφυλάσσετο δι’ ἐκείνους, ποὺ ἀποθνήσκουν μὲ θεοφιλῆ θάνατον, ἡ σκέψις του καὶ ἡ ἐνέργειά του ἦταν ὁσία, ἁγία καὶ εὐσεβής.Καὶ αὐτὸς ἦταν ὁ λόγος, διὰ τὸν ὁποῖον προσέφεραν τὴν ἐξιλαστήριον θυσίαν ὥστε οἱ νεκροὶ αὐτοὶ νὰ συγχωρηθοῦν καὶ ἁπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν ἐνοχὴν διὰ τὴν ἁμαρτίαν των.