Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΣΘΗΡ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 (Ζ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΙΣΗΛΘΕ δὲ ὁ βασιλεὺς καὶ ᾿Αμὰν συμπιεῖν τῇ βασιλίσσῃ. 1 Ο βασιλεύς ήλθε, μαζή δε με αυτόν και ο Αμάν, στο συμπόσιον της βασιλίσσης. 1 Εἰσῆλθε δὲ ὁ βασιλεὺς καὶ ὁ Ἀμὰν διὰ νὰ συμπίουν μετὰ τῆς βασιλίσσης.
2 εἶπε δὲ ὁ βασιλεὺς ᾿Εσθὴρ τῇ δευτέρᾳ ἡμέρᾳ ἐν τῷ πότῳ· τί ἐστιν, ᾿Εσθὴρ βασίλισσα, καὶ τί τὸ αἴτημά σου καὶ τί τὸ ἀξιωμά σου; καὶ ἔστω σοι ἕως ἡμίσους τῆς βασιλείας μου. 2 Ο βασιλεύς ηρώτησε κοιτά την δευτέραν αυτήν ημέραν του συμποσίου την Εσθήρ· “ποίον είναι το αίτημά σου και ποία η επιθυμία σου; Εγώ είμαι διατεθειμένος να σου δώσω μέχρι και το ήμισυ ακόμα της βασιλείας μου”. 2 Εἶπε δὲ ὁ βασιλεὺς εἰς τὴν Ἐσθὴρ τὴν δευτέραν ἡμέραν κατὰ τὴν διαρκειαν τῆς πόσεως τὸν οἴνου: «Τί συμβαίνει, βασίλισσα Ἐσθήρ, καὶ ποῖον εἶναι αὐτὸ ποὺ ζητεῖς καὶ ποῖον αὐτὸ ποὺ ἔχεις τὴν ἀξίωσιν νὰ γίνῃ; Εἰπέ το καὶ θὰ σοῦ γίνῃ, καὶ ἐὰν ἀκόμη μοῦ ζητήσῃς ἕως τὸ ἥμισυ τῆς βασιλείας μου».
3 καὶ ἀποκριθεῖσα εἶπεν· εἰ εὗρον χάριν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως, δοθήτω ἡ ψυχὴ τῷ αἰτήματί μου καὶ ὁ λαός μου τῷ ἀξιώματί μου· 3 Η Εσθήρ του απήντησε· “εάν ευρήκα χάριν ενώπιον του βασιλέως, ας μου χαρίση την ζωήν. Αυτό είναι το αίτημά μου. Επίσης ας χαρίση ο βασιλεύς και την ζωήν του λαού μου. Αυτή είναι η επιθυμία μου. 3 Καὶ ἀποκριθεῖσα ἡ Ἐσθὴρ εἶπεν: «Ἐὰν εὑρῆκα χάριν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καὶ κρίνωμαι ὑπ’ αὐτοῦ ἄξια τῆς εὐνοίας του, ἂς χαρισθῇ ἡ κινδυνεύουσα ζωή μου εἰς τὸ αἴτημά μου καὶ ἂς δοθῇ ὁ λαός μου, ἀπὸ τὸν ὁποῖον κατάγομαι, εἰς τὴν μὲ πολλὴν ἱκεσίαν ὑποβαλλομένην ἀξίωσίν μου.
4 ἐπράθημεν γὰρ ἐγώ τε καὶ ὁ λαός μου εἰς ἀπώλειαν καὶ διαρπαγὴν καὶ δουλείαν, ἡμεῖς καὶ τὰ τέκνα ἡμῶν εἰς παῖδας καὶ παιδίσκας, καὶ παρήκουσα· οὐ γὰρ ἄξιος ὁ διάβολος τῆς αὐλῆς τοῦ βασιλέως. 4 Διότι εγώ και ο λαός μου επωλήθημεν, δια να θανατωθώμεν, αι περιουσίαι μας δε να διαρπαγούν, και όσοι, τυχόν, από ημάς και από τα τέκνα μας απομείνουν από τον όλεθρον, να γίνωμεν δούλοι και δούλαι. Δι' όλα αυτά έως τώρα δεν είπα τίποτε. Τωρα όμως φωνάζω. Ο διάβολος, που εισηγήθη αυτά, δεν είναι άξιος να ευρίσκεται εις την αυλήν του βασιλέως”. 4 Ζητῶ δὲ νὰ μοῦ χαρισθῇ ἡ ζωή μου καὶ ὁ λαός μου, διότι ἐπωλήθημεν ἐγὼ καὶ ὁ λαός μου διὰ νὰ καταστραφῶμεν καὶ διαρπαγοῦν αἱ περιουσίαι μας καὶ καταντήσωμεν εἰς πλήρη ἑξαφανισμὸν καὶ δουλείαν, ἠμεῖς καὶ τὰ τέκνα μας ἑξανδραποδιζόμενα εἰς δούλους καὶ εἰς δούλας. Καὶ παρήκουσα ἐπιζητήσασα νὰ καταγγείλω εἰς τὸν βασιλέα τὴν ἀδικίαν διότι ὁ διαβόλους, ποὺ εἰσηγήθη εἰς αὐτὸν τὸ ὀλέθριον αὐτὸ σχέδιον, δὲν εἶναι ἄξιος νὰ παραμένῃ εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ βασιλέως καὶ νὰ ἀπολαύῃ τῆς ἐμπιστοσύνης αὐτοῦ».
5 εἶπε δὲ ὁ βασιλεύς· τίς οὗτος, ὅστις ἐτόλμησε ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο; 5 Ο βασιλεύς ηρώτησε· “ποιός είναι αυτός, ο οποίος ετόλμησε να κάμη αυτό το πράγμα;” 5 Εἶπε δὲ ὁ βασιλεύς: «Ποῖος εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος ἐτόλμησε νὰ κάμῃ τὸ πρᾶγμα αὐτό;»
6 εἶπε δὲ ᾿Εσθήρ· ἄνθρωπος ἐχθρὸς ᾿Αμάν, ὁ πονηρὸς οὗτος. ᾿Αμὰν δὲ ἐταράχθη ἀπὸ τοῦ βασιλέως καὶ τῆς βασιλίσσης. 6 Η Εσθήρ απήντησεν· “ο άνθρωπος αυτός, ο εχθρός, ο πονηρός αυτός άνθρωπος είναι ο Αμάν”. Ο Αμάν όταν ήκουσεν αυτά, κατελήφθη από ταραχήν ενώπιον του βασιλέως και της βασιλίσσης. 6 Εἶπε δὲ ἡ Ἐσθήρ: «Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἐχθρευόμενος ἠμᾶς εἶναι ὁ Ἀμάν, αὐτὸς ὁ πονηρὸς καὶ κακός». Ὁ Ἀμὰν δὲ κατελήφθη ἀπὸ ταραχὴν μεγάλην ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καὶ τῆς βασιλίσσης.
7 ὁ δὲ βασιλεὺς ἐξανέστη ἀπὸ τοῦ συμποσίου εἰς τὸν κῆπον· ὁ δὲ ᾿Αμὰν παρῃτεῖτο τὴν βασίλισσαν, ἑώρα γὰρ ἑαυτὸν ἐν κακοῖς ὄντα. 7 Ο βασιλεύς γεμάτος θυμόν και ταραχήν εσηκώθη από το συμπόσιον και εξήλθεν στον κήπον. Εν τω μεταξύ ο Αμάν παρεκάλει την βασίλισσαν να μεσιτεύση δι' αυτόν, διότι έβλεπε πλέον καθαρά ότι ευρίσκετο εις πολύ μεγάλον κίνδυνον. 7 Ὁ δὲ βασιλεὺς ἐσηκώθη ἀπότομα ἀπὸ τὸ συμπόσιον καὶ μετέβη εἰς τὸν κῆπον ὁ δὲ Ἀμὰν παρεκάλει ἰκετευτικῶς τὴν βασίλισσαν, διότι ἔβλεπε τὸν ἑαυτόν του νὰ εἶναι εἰς πολὺ κακὴν καὶ ἐπικίνδυνον θέσιν.
8 ἐπέστρεψε δὲ ὁ βασιλεὺς ἐκ τοῦ κήπου, ᾿Αμάν δὲ ἐπιπεπτώκει ἐπὶ τὴν κλίνην ἀξιῶν τὴν βασίλισσαν. εἶπε δὲ ὁ βασιλεύς· ὥστε καὶ τὴν γυναῖκα βιάζῃ ἐν τῇ οἰκίᾳ μου; ᾿Αμὰν δὲ ἀκούσας διετράπη τῷ προσώπῳ. 8 Ο βασιλεύς επέστρεψεν από τον κήπον. Ο Αμάν, επάνω εις την απελπισίαν του, είχε πέσει εν τω μεταξύ εις την κλίνην της βασιλίσσης παρακαλών την βασίλισσαν να μεσιτεύση δι' αυτόν. Ο βασιλεύς όταν τον είδε, του είπε· “ώστε και την γυναίκα μου βιάζεις μέσα στο σπίτι μου;” Ο Αμάν όταν ήκουσεν αυτά, έχασε το χρώμα του προσώπου του. 8 Ἐπέστρεψε δὲ ὁ βασιλεὺς ἀπὸ τὸν κῆπον, ὁ Ἀμὰν δὲ εἶχε πέσει ἐπάνω εἰς τὴν κλίνην, ὅπου ἀνεπαύετο ἡ βασίλισσα, παρακαλῶν ἐπιμόνως αὐτήν. Εἶπε δὲ ὁ βασιλεύς: «Ὥστε καὶ τὴν γυναῖκα μου ἀποπειρᾶσαι νὰ βιάσῃς μέσα εἰς τὸ σπίτι μου;» Ὁ Ἀμὰν δέ, ὅταν ἤκουσε ταῦτα, ἐσυγχύσθη καὶ ταραχὴ μεγάλη ἐξεδηλώθη εἰς τὸ πρόσωπόν του.
9 εἶπε δὲ Βουγαθὰν εἷς τῶν εὐνούχων πρὸς τὸν βασιλέα· ἰδοὺ καὶ ξύλον ἡτοίμασεν ᾿Αμὰν Μαρδοχαίῳ τῷ λαλήσαντι περὶ τοῦ βασιλέως, καὶ ὤρθωται ἐν τοῖς ᾿Αμὰν ξύλον πηχῶν πεντήκοντα. εἶπε δὲ ὁ βασιλεύς· σταυρωθήτω ἐπ᾿ αὐτοῦ. 9 Ο Βουγαθάν, ένας από τους ευνούχους του βασιλέως, είπε προς τον βασιλέα· “ιδού, ο Αμάν έχει ετοιμάσει ένα ξύλον εναντίον του Μαρδοχαίου, ο οποίος είχεν αποκαλύψει στον βασιλέα τα της συνωμοσίας. Το ξύλον αυτό έχει εμπαγή και είναι ορθόν εις την αυλήν του οίκου του Αμάν. Εχει δε ύψος πεντήκοντα πήχεων”. Ο βασιλεύς διέταξε τότε· “να σταυρωθή επάνω εις αυτό ο Αμάν”. 9 Εἶπε δὲ ὁ Βουγαθάν, εἰς ἀπὸ τοὺς εὐνούχους, πρὸς τὸν βασιλέα: «Ἰδοὺ ὅτι καὶ ξύλον ἀκόμη ἡτοίμασεν ὁ Ἀμὰν διὰ τὸν Μαρδοχαῖον, ὁ ὁποῖος ἐλάλησε περὶ τῆς συνωμοσίας κατὰ τῆς ζωῆς τοῦ βασιλέως καὶ ἐματαίωσεν αὐτήν. Καὶ ἔχει στήθῆ ὄρθιον εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ἀμὰν ξύλον πεντήκοντα πήχεων». Εἶπε δὲ ὁ βασιλεύς: «Ἂς σταυρωθῇ ὁ Ἀμὰν ἐπ’ αὐτοῦ».
10 καὶ ἐκρεμάσθη ᾿Αμὰν ἐπὶ τοῦ ξύλου, ὃ ἡτοιμάσθη Μαρδοχαίῳ. καὶ τότε ὁ βασιλεὺς ἐκόπασε τοῦ θυμοῦ. 10 Και πράγματι εσταυρώθη ο Αμάν επάνω στο ξύλον αυτό, το οποίον είχεν ετοιμάσει δια τον Μαρδοχαίον. Τοτε δε ο βασιλεύς ηρέμησεν από τον θυμόν του. 10 Καὶ ἐκρεμάσθη ὁ Ἀμὰν ἐπὶ τοῦ ξύλου, τὸ ὁποῖον ἡτοιμάσθη διὰ τὸν Μαρδοχαῖον. Καὶ τότε ὁ βασιλεὺς κατεπραΰνθη ἀπὸ τὸν θυμόν.