Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΣΘΗΡ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ μετὰ τοὺς λόγους τούτους ἐκόπασεν ὁ βασιλεὺς τοῦ θυμοῦ καὶ οὐκέτι ἐμνήσθη τῆς ᾿Αστίν, μνημονεύων οἷα ἐλάλησε καὶ ὡς κατέκρινεν αὐτήν. 1 Αφού επέρασαν τα γεγονότα αυτά, έπεσεν ο θυμός του βασιλέως και δεν ενεθυμήθη πλέον την Αστίν, αλλά μόνον επανέφερεν εις την μνήμην του τα λόγια που αυτή του είχε πει, όπως και το γεγονός, ότι αυτός την είχε καταδικάσει. 1 Καὶ μετὰ τὰ συμβάντα ταῦτα κατεπραύνθη ὁ βασιλεὺς ἀπὸ τὸν θυμὸν καὶ δὲν ἐνεθυμήθη πλέον μετὰ συμπαθείας τὴν Ἀστίν, διότι ἐμνημόνευεν ὁποίους λόγους ἀπειθείας εἶπεν ἐκείνη δημοσίᾳ καὶ πῶς ὁ βασιλεὺς κατέκρινε καὶ ἐτιμώρησεν αὐτήν.
2 καὶ εἶπαν οἱ διάκονοι τοῦ βασιλέως· ζητηθήτω τῷ βασιλεῖ κοράσια ἄφθορα καλὰ τῷ εἴδει· 2 Οι δούλοι τότε του βασιλέως του είπαν· “ας ζητήσωμεν να εύρωμεν δια σέ, βασιλεύ, ωραίας νεαρός παρθένους. 2 Καὶ εἶπον οἱ αὐλικοὶ οἱ εἰς τὴν ἄμεσον ὑπηρεσίαν τοῦ βασιλέως ὡρισμένοι: «Ἂς ζητηθοῦν διὰ τὸν βασιλέα κοράσια ἁγνὰ καὶ ἄφθορα, εὔμορφα.
3 καὶ καταστήσει ὁ βασιλεὺς κωμάρχας ἐν πάσαις ταῖς χώραις τῆς βασιλείας αὐτοῦ, καὶ ἐπιλεξάτωσαν κοράσια παρθενικὰ καλὰ τῷ εἴδει εἰς Σοῦσαν τὴν πόλιν εἰς τὸν γυναικῶνα· καὶ παραδοθήτωσαν τῷ εὐνούχῳ τοῦ βασιλέως τῷ φύλακι τῶν γυναικῶν, καὶ δοθήτω σμῆγμα καὶ ἡ λοιπὴ ἐπιμέλεια· 3 Προς τούτο ο βασιλεύς ας διορίση εις όλας τας επαρχίας του βασιλείου άρχοντας κατά τόπους, να αναλάβουν και να επιλέξουν νεαράς ωραίας παρθένους και να φέρουν αυτάς εις την πόλιν Σούσα, στον γυναικωνίτην του βασιλέως. Αυταί δε ας παραδοθούν στον ευνούχον του βασιλέως, τον φύλακα των γυναικών του, ας δοθούν εις αυτάς καλλυντικά και ας καταβληθή κάθε προσπάθεια και κάθε άλλη φροντίς δια την καλήν των εμφάνισιν. 3 Καὶ ἂς ἐγκαταστήσῃ ὁ βασιλεὺς ἄρχοντας εἰς τὰς κώμας καὶ τὰς πόλεις εἰς ὅλας τὰς χώρας καὶ ἐπαρχίας τοῦ βασιλείου του καὶ ἂς διαλέξουν οὗτοι κοράσια ἀμόλυντα, παρθενικά, ὡραία εἰς τὸ πρόσωπον καὶ ἂς τὰ στείλουν εἰς τὴν πόλιν Σοῦσα εἰς τὸ διαμέρισμα τῶν ἀνακτόρων, ποὺ διαμένουν ὑπὸ ἐπιτήρησιν αἱ γυναῖκες· καὶ ἂς παραδοθοῦν ταῦτα εἰς τὸν εὐνοῦχον τοῦ βασιλέως, τὸν φρουρὸν ποὺ φυλάττει τὰς γυναῖκας· καὶ ἂς δοθῇ εἰς ἕκαστον ἐξ αὐτῶν καλλυντικὸς σάπων καὶ ἡ λοιπὴ ἐπιμέλεια τοῦ δέρματος καὶ τοῦ σώματός των.
4 καὶ ἡ γυνή, ἣ ἂν ἀρέσῃ τῷ βασιλεῖ, βασιλεύσει ἀντὶ ᾿Αστίν. καὶ ἤρεσε τῷ βασιλεῖ τὸ πρᾶγμα, καὶ ἐποίησεν οὕτως. 4 Από αυτάς δε η γυναίκα εκείνη, η οποία θα αρέση στον βασιλέα, θα γίνη βασίλισσα αντί της Αστίν”. Η πρότασις αυτή ήρεσεν στον βασιλέα και έκαμεν, όπως του είπαν. 4 Καὶ ἡ γυνή, ἡ ὁποία θὰ ἀρέσῃ εἰς τὸν βασιλέα, αὐτὴ ἀπὸ ὅλας αὐτὰς θὰ βασιλεύσῃ ἀντὶ τῆς Ἀστίν». Καὶ ἤρεσεν εἰς τὸν βασιλέα ἡ πρότασις αὕτη καὶ ἐποίησε σύμφωνα μὲ αὐτήν.
5 καὶ ἄνθρωπος ἦν ᾿Ιουδαῖος ἐν Σούσοις τῇ πόλει, καὶ ὄνομα αὐτοῦ Μαρδοχαῖος ὁ τοῦ ᾿Ιαΐρου, τοῦ Σεμεΐου, τοῦ Κισσαίου, ἐκ φυλῆς Βενιαμίν, 5 Εις τα Σούσα·, εις την πόλιν αυτήν, εζούσεν ένας άνθρωπος Ιουδαίος, ο οποίος ωνομάζετο Μαρδοχαίος. Ητο υιός του Ιαρΐου, υιού του Σεμεΐου, υιού του Κισσαίου, από την φυλήν Βενιαμίν. 5 Καὶ ἦτο εἰς τὴν πόλιν Σοῦσα ἄνθρωπος Ἰουδαῖος καὶ ὠνομάζετο οὗτος Μαρδοχαῖος, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰαΐρου, υἱοῦ τοῦ Σεμεΐου, υἱοῦ τοῦ Κισαίου ἀπὸ τὴν φυλὴν Βενιαμίν,
6 ὃς ἦν αἰχμάλωτος ἐξ ῾Ιερουσαλήμ, ἣν ᾐχμαλώτευσε Ναβουχοδονόσορ βασιλεὺς Βαβυλῶνος. 6 Αυτός ήτο από τους Ιουδαίους αιχμαλώτους της Ιερουσαλήμ, τους οποίους ο Ναβουνοδονόσορ ο βασιλεύς είχεν απαγάγει αιχμαλώτους. 6 ὁ ὁποῖος ἦτο αἰχμάλωτος καταγόμενος ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, τοὺς κατοίκους τῆς ὁποίας ἠχμαλώτισεν ὁ Ναβουχοδονόσορ, ὁ βασιλεὺς τῆς Βαβυλῶνος.
7 καὶ ἦν τούτῳ παῖς θρεπτή, θυγάτηρ ᾿Αμιναδὰβ ἀδελφοῦ πατρὸς αὐτοῦ, καὶ ὄνομα αὐτῇ ᾿Εσθήρ· ἐν δὲ τῷ μεταλλάξαι αὐτῆς τοὺς γονεῖς ἐπαίδευσεν αὐτὴν ἑαυτῷ εἰς γυναῖκα· καὶ ἦν τὸ κοράσιον καλὸν τῷ εἴδει. 7 Αυτός είχεν αναθρέψει μίαν κόρην θυγατέρα του θείου του Αμιναδάβ, αδελφού του πατρός του. Αυτή ωνομάζετο Εσθήρ. Οταν δε απέθαναν οι γονείς της, ο Μαρδοχαίος την ανέλαβεν υπό την προστασίαν του και εφρόντιζε δι' αυτήν, με τον σκοπόν να την λάβη αργότερα ως σύζυγόν του. Η κόρη δε αυτή ήτο πολύ ωραία κατά την μορφήν. 7 Καὶ ὑπῆρχεν εἰς αὐτὸν νέα, τὴν ὁποίαν εἶχεν ἀναθρέψει, θυγάτηρ τοῦ Ἀμιναδάβ, ἀδελφοῦ τοῦ πατρός του, πρώτη ἐξαδέλφη του λοιπόν, καὶ ὠνομάζετο αὕτη Ἐσθήρ. Ὅταν δὲ ἀπέθανον οἱ γονεῖς της, ὁ Μαρδοχαῖος τὴν ἐξεπαίδευσε διὰ τὸν ἑαυτόν του ὡς θυγατέρα. Καὶ ἦτο τὸ κοράσιον ὡραῖον εἰς τὸ πρόσωπον.
8 καὶ ὅτε ἠκούσθη τὸ τοῦ βασιλέως πρόσταγμα, συνήχθησαν πολλὰ κοράσια εἰς Σοῦσαν τὴν πόλιν ὑπὸ χεῖρα Γαΐ, καὶ ἤχθη ᾿Εσθὴρ πρὸς Γαΐ τὸν φύλακα τῶν γυναικῶν. 8 Οταν έγινε γνωστόν το βασιλικόν διάταγμα, συνεκεντρώθησαν πολλά κοράσια εις την πόλιν Σούσα υπό την ευθύνην και την φροντίδα του Γαϊ. Προς αυτόν τον Γαϊ, τον φύλακα των γυναικών του βασιλέως, ωδηγήθη και η Εσθήρ. 8 Καὶ ὅτε ἠκούσθη τὸ περὶ ἐκλογῆς βασιλίσσης πρόσταγμα τοῦ βασιλέως, συνηθροίσθησαν πολλὰ κοράσια εἰς τὴν πόλιν Σοῦσαν ὑπὸ τὴν ἐξουσιαστικὴν χεῖρα τοῦ εὐνούχου Γαῒ καὶ ὡδηγήθη καὶ ἡ Ἐσθὴρ πρὸς τὸν Γαΐ, ὅστις ἦτο ὁ φύλαξ τῶν γυναικῶν τοῦ βασιλέως.
9 καὶ ἤρεσεν αὐτῷ τὸ κοράσιον καὶ εὗρε χάριν ἐνώπιον αὐτοῦ· καὶ ἔσπευσε δοῦναι αὐτῇ τὸ σμῆγμα καὶ τὴν μερίδα καὶ τὰ ἑπτὰ κοράσια τὰ ὑποδεδειγμένα αὐτῇ ἐκ βασιλικοῦ καὶ ἐχρήσατο αὐτῇ καλῶς καὶ ταῖς ἅβραις αὐτῆς ἐν τῷ γυναικῶνι. 9 Εις αυτόν ήρεσεν η Εσθήρ περισσότερον από κάθε άλλην και εύρε χάριν ενώπιόν του. Ο Γαϊ έσπευσε και έδωσεν εις αυτήν τα καλλυντικά και κάθε άλλην περιποιήση αναφερομένην εις την δίαιτάν της, όπως επίσης και επτά παρθένους που είχαν επιλεγή από τον βασιλικόν οίκον, εις υπηρεσίαν της. Ο Γαϊ προσέφερε κάθε περιποίησιν προς αυτήν και εις τας θεραπαινίδας της, τας οποίας και ωδήγησεν στον γυναικωνίτην. 9 Καὶ ἤρεσεν εἰς αὐτὸν τὸ κοράσιον καὶ εὗρε χάριν ἐνώπιόν του προσελκύσαν τὴν εὔνοιάν του· καὶ ἔσπευσε νὰ τῆς δώσῃ τὸ πρὸς καθαρισμὸν τοῦ σώματός της καλλυντικὸν καὶ τὴν μερίδα τῆς τροφῆς της καὶ τὰ ἑπτὰ κοράσια τὰ εἰδικῶς δι' αὐτὴν διαλεγμένα ἀπὸ τὰ διαμένοντα εἰς τὸν βασιλικὸν οἶκον καὶ τὴν μετεχειρίσθη καλῶς καὶ τὰς θεραπαινίδας αὐτῆς εἰς καλὸν διαμέρισμα τοῦ γυναικωνίτου.
10 καὶ οὐχ ὑπέδειξε ᾿Εσθὴρ τὸ γένος αὐτῆς οὐδὲ τὴν πατρίδα· ὁ γὰρ Μαρδοχαῖος ἐνετείλατο αὐτῇ μὴ ἀπαγγεῖλαι· 10 Η Εσθήρ δεν κατέστησε γνωστήν την καταγωγήν της ούτε την πατρίδα της, διότι, ο Μαρδοχαίος της είχε δώσει εντολήν να μη ανακοινώση τίποτε από αυτά. 10 Καὶ δὲν ἐφανέρωσεν ἡ Ἐσθὴρ τὸ γένος της οὔτε τὴν πατρίδα της· διότι ὁ Μαρδοχαῖος τῆς παρήγγειλε νὰ μὴ τὸ εἴπῃ.
11 καθ’ ἑκάστην δὲ ἡμέραν περιεπάτει ὁ Μαρδοχαῖος κατὰ τὴν αὐλὴν τὴν γυναικείαν ἐπισκοπῶν τί ᾿Εσθὴρ συμβήσεται. 11 Καθε δε ημέραν ο Μαρδοχαίος περιπατούσε έξω από την αυλήν των γυναικών, παρατηρούσε και επιθυμούσε να μάθη τι θα γίνη με την Εσθήρ. 11 Καθ' ἑκάστην δὲ ἡμέραν ὁ Μαρδοχαῖος περιεπάτει εἰς τὸ μέρος τὸ πλησιάζον πρὸς τὴν αὐλὴν τοῦ γυναικωνίτου τῶν ἀνακτόρων παρατηρῶν μετὰ προσοχῆς τί θὰ συμβῇ εἰς τὴν Ἐσθήρ.
12 οὗτος δὲ ἦν καιρὸς κορασίου εἰσελθεῖν πρὸς τὸν βασιλέα, ὅταν ἀναπληρώσῃ μῆνας δεκαδύο· οὕτως γὰρ αναπληροῦνται αἱ ἡμέραι τῆς θεραπείας, μῆνας ἓξ ἀλειφόμεναι ἐν σμυρνίνῳ ἐλαίῳ καὶ μῆνας ἓξ ἐν τοῖς ἀρώμασι καὶ ἐν τοῖς σμήγμασι τῶν γυναικῶν, 12 Συμφώνως δε προς τα καθιερωμένα έπρεπε μετά την συμπλήρωσιν δώδεκα μηνών να εμφανισθή η κόρη ενώπιον του βασιλέως. Αι ημέραι δε της προετοιμασίας των επερνούσαν ως εξής· επί εξ μήνας αι κόραι ηλείφοντο με έλαιον από σμύρναν και επί άλλους εξ μήνας με αρώματα και άλλα καλλυντικά, που εχρησιμοποιούσαν αι γυναίκες. 12 Οὗτος δὲ ἦτο ὁ καιρὸς κορασίου τινός, ἐκ τῶν ὑποψηφίων διὰ τὸν βασιλικὸν θρόνον, διὰ νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν βασιλέα, ὅταν συμπληρώσῃ δώδεκα μήνας ἀπὸ τῆς εἴσοδόν του εἰς τὸν γυναικῶνα τῶν ἀνακτόρων. Διότι κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον συμπληροῦνται αἱ ἡμέραι τῆς προπαρασκευῆς καὶ θεραπείας τῶν κορασίων τούτων ἐπὶ μήνας ἓξ ἐξακολουθοῦν νὰ ἀλείφωνται μὲ ἔλαιον μύρου καὶ μῆνας ἓξ μὲ ἀρώματα καὶ μὲ τὰς εὐώδεις καὶ σαπωνοειδεῖς ὕλας καὶ ἀλοιφὰς τῶν γυναικῶν·
13 καὶ τότε εἰσπορεύεται πρὸς τὸν βασιλέα. καὶ ᾧ ἐὰν εἴπῃ, παραδώσει αὐτὴν συνεισέρχεσθαι αὐτῷ ἀπὸ τοῦ γυναικῶνος ἕως τῶν βασιλείων. 13 Και τότε η υποψηφία σύζυγος του βασιλέως ωδηγείτο ενώπιον αυτού. Ο ευνούχος, προς τον οποίον ο βασιλεύς ήθελε δώσει την σχετικήν εντολήν, θα ωδηγούσεν αυτήν από τον γυναικωνίτην εις τα βασιλικά ανάκτορα. 13 καὶ τότε ἐμβαίνει τὸ κοράσιον εἰς τὸν βασιλέα, καὶ εἰς ἐκεῖνον, εἰς τὸν ὁποῖον θὰ εἴπῃ ὁ βασιλεύς, θὰ παραδώσῃ αὐτὸ ὁ φύλαξ τοῦ γυναικωνίτου διὰ νὰ ἔμβῃ μαζί του ἀπὸ τὸν γυναικωνίτην μέχρι τῶν διαμερισμάτων τοῦ βασιλέως.
14 δείλης εἰσπορεύεται καὶ πρὸς ἡμέραν ἀποτρέχει εἰς τὸν γυναικῶνα τὸν δεύτερον, οὗ Γαΐ ὁ εὐνοῦχος τοῦ βασιλέως ὁ φύλαξ τῶν γυναικῶν, καὶ οὐκέτι εἰσπορεύεται πρὸς τὸν βασιλέα, ἐὰν μὴ κληθῇ ὀνόματι. 14 Αυτή δε πηγαίνει εκεί την εσπέραν· και την επομένην πρωΐαν εισέρχεται στον δεύτερον οίκον, όπου ο Γαϊ ο ευνούχος του βασιλέως ευρίσκεται, ο φύλαξ των γυναικών. Δεν έχει δε πλέον το δικαίωμα να επανέλθη προς τον βασιλέα, εάν δεν κληθή από αυτόν ονομαστί. 14 Κατὰ τὸ δειλινὸν ἐμβαίνει εἰς τὰ διαμερίσματα καὶ κατὰ τὸ πρωῒ φεύγει ἀπ' ἐκεῖ γρήγορα εἰς τὸν δεύτερον γυναικωνίτην, ὅπου εἶναι ὁ Γαῒ ὁ εὐνοῦχος τοῦ βασιλέως, ὁ φύλαξ τῶν γυναικῶν του, καὶ δὲν ἐμβαίνει πλέον εἰς τὸν βασιλέα, ἐὰν δὲν κληθῇ ὀνομαστικῶς ἀπὸ αὐτόν.
15 ἐν δὲ τῷ ἀναπληροῦσθαι τὸν χρόνον ᾿Εσθὴρ τῆς θυγατρὸς ᾿Αμιναδὰβ ἀδελφοῦ πατρὸς Μαρδοχαίου εἰσελθεῖν πρὸς τὸν βασιλέα οὐδὲν ἠθέτησεν, ὧν ἐνετείλατο ὁ εὐνοῦχος ὁ φύλαξ τῶν γυναικῶν· ἦν γὰρ ᾿Εσθὴρ εὑρίσκουσα χάριν παρὰ πάντων τῶν βλεπόντων αὐτήν. 15 Οταν λοιπόν συνεπληρώθη ο χρόνος, κατά ταν οποίον η Εσθήρ, η θυγάτηρ του Αμιναδάβ, αδελφού του πατρύς του Μαρδοχαίου, επρόκειτο να εισέλθη προς τον βασιλέα, η Εσθήρ δεν παρέλειψε και ούτε παρήκουσε τίποτε, από όσα είχε δώσει εντολήν εις αυτήν να προσέξη ο ευνούχος, ο φύλαξ των γυναικών. Ετσι δε φερομένη η Εσθήρ εύρισκε χάριν εκ μέρους όλων όσοι την έβλεπον. 15 Ὅταν δὲ συνεπληρώθη ὁ χρόνος τῆς Ἐσθήρ, τῆς θυγατρὸς τοῦ Ἀμιναδάβ, ὅστις ἦτο ἀδελφὸς τοῦ πατρὸς τοῦ Μαρδοχαίου, διὰ νὰ εἰσέλθῃ πρὸς τὸν βασιλέα, αὕτη συνεμορφώθη πλήρως καὶ δὲν ἠθέτησε τίποτε ἀπὸ ἐκεῖνα, ποὺ τῆς παρήγγειλεν ὁ εὐνοῦχος, ποὺ ἐφύλαττε τὰς γυναῖκας τοῦ βασιλέως. Τὴν συνεβούλευσε δὲ ἐκεῖνος μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον. Διότι ἡ Ἐσθὴρ προσείλκυε τὴν εὔνοιαν ὅλων, ὅσοι τὴν ἔβλεπον.
16 καὶ εἰσῆλθεν ᾿Εσθὴρ πρὸς ᾿Αρταξέρξην τὸν βασιλέα τῷ δωδεκάτῳ μηνί, ὅς ἐστιν ᾿Αδάρ, τῷ ἑβδόμῳ ἔτει τῆς βασιλείας αὐτοῦ. 16 Η Εσθήρ πράγματι παρουσιάσθη στον βασιλέα τον Αρταξέρξην, κατά τον δωδέκατον μήνα, τον μήνα δηλαδή Αδάρ, κατά το έβδομον έτος της βασιλείας αυτού. 16 Καὶ εἰσῆλθεν ἡ Ἐσθὴρ πρὸς τὸν βασιλέα Ἀρταξέρξην κατὰ τὸν δωδέκατον μῆνα, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ Ἀδάρ, κατὰ τὸ ἕβδομον ἔτος τῆς βασιλείας του.
17 καὶ ἠράσθη ὁ βασιλεὺς ᾿Εσθήρ, καὶ εὗρε χάριν παρὰ πάσας τὰς παρθένους, καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὸ διάδημα τὸ γυναικεῖον. 17 Ο βασιλεύς την ηγάπησε πάρα πολύ, διότι αυτή ευρήκε χάριν ενώπιόν του περισσότερον από όλας τας άλλας παρθένους. Εθεσε δε επάνω εις την κεφαλήν της τα γυναικείον βασιλικόν διάδημα. 17 Καὶ ἐρωτεύθη ὁ βασιλεὺς τὴν Ἐσθὴρ καὶ κατέκτησεν εὔνοιαν ὑπὲρ ὅλας τὰς παρθένους, καὶ ἔθεσεν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς της τὸ διάδημα τὸ γυναικεῖον τῆς βασιλίσσης.
18 καὶ ἐποίησεν ὁ βασιλεὺς πότον πᾶσι τοῖς φίλοις αὐτοῦ καὶ ταῖς δυνάμεσιν ἐπὶ ἡμέρας ἑπτὰ καὶ ὕψωσε τοὺς γάμους ᾿Εσθὴρ καὶ ἄφεσιν ἐποίησε τοῖς ὑπὸ τὴν βασιλείαν αὐτοῦ. 18 Ο βασιλεύς επανηγύρισε με μεγάλην λαμπρότητα τους γάμους της Εσθήρ, παρέθεσε μέγα συμπόσιον εις όλους τους φίλους του και τους άρχοντας επί επτά ημέρας, παρεχώρησε μεγάλας δωρεάς και έδωσεν άψεσιν χρεών στους ανθρώπους της βασιλείας του. 18 Καὶ ἔκαμεν ὁ βασιλεὺς συμπόσιον εἰς ὅλους τοὺς φίλους του καὶ τοὺς ἄρχοντας ἐπὶ ἡμέρας ἑπτὰ καὶ ἐτίμησε πολὺ τοὺς γάμους τῆς Ἐσθὴρ καὶ ἔδωκε χάριν καὶ ἄλλα δῶρα εἰς τοὺς διατελοῦντας ὑπὸ τὴν βασιλείαν του.
19 ὁ δὲ Μαρδοχαῖος ἐθεράπευεν ἐν τῇ αὐλῇ. 19 Ο Μαρδοχαίος υπηρετούσε πάντοτε εις την βασιλικήν αυλήν. 19 Ὁ Μαρδοχαῖος δὲ ὑπηρέτει κατὰ τὴν περίοδον ταύτην εἰς τὴν βασιλικὴν αὐλήν.
20 ἡ δὲ ᾿Εσθὴρ οὐχ ὑπέδειξε τὴν πατρίδα αὐτῆς· οὕτως γὰρ ἐνετείλατο αὐτῇ Μαρδοχαῖος, φοβεῖσθαι τὸν Θεὸν καὶ ποιεῖν τὰ προστάγματα αὐτοῦ, καθὼς ἦν μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ᾿Εσθὴρ οὐ μετήλλαξε τὴν ἀγωγὴν αὐτῆς. 20 Η Εσθήρ δεν ανεκοίνωσε και δεν εγνωστοποίησεν εις κανένα την πατρίδα της, διότι αυτήν την εντολήν της είχε δώσει ο Μαρδοχαίος. Να φοβήται τον Θεόν, να τηρή τας θείας εντολάς, όπως όταν αυτή ευρίσκετο μαζή του. Η Εσθήρ, και όταν έγινε βασίλισσα, δεν ήλλαξε τρόπον συμπεριφοράς και ζωής. 20 Ἡ δὲ Ἐσθὴρ δὲν ἐφανέρωσε ποία εἶναι ἡ πατρίς της· διότι ἔτσι τῆς παρήγγειλεν ὁ Μαρδοχαῖος· νὰ φοβῆται τὸν ἀληθινὸν Θεὸν καὶ νὰ ἐκτελῇ τὰ προστάγματά του, φερομένη ὅπως ὅταν ἦταν μαζί του. Καὶ ἡ Ἐσθὴρ δὲν ἄλλαζε καὶ δὲν μετέβαλε τὴν συμπεριφορὰν καὶ τὸν τρόπον τῆς ζωῆς της.
21 Καὶ ἐλυπήθησαν οἱ δύο εὐνοῦχοι τοῦ βασιλέως, οἱ ἀρχισωματοφύλακες, ὅτι προήχθη Μαρδοχαῖος, καὶ ἐζήτουν ἀποκτεῖναι ᾿Αρταξέρξην τὸν βασιλέα. 21 Οι δύο αυλικοί, οι αρχισωματοφύλακες του βασιλέως, εστενοχωρήθησαν, διότι προήχθη εις επίζηλον θέσιν ο Μαρδοχαίος και εζητούσαν ευκαιρίαν να δολοφονήσουν τον βασιλέα Αρταξέρξην. 21 Καὶ ἐλυπήθησαν οἱ δύο εὐνοῦχοι τοῦ βασιλέως, οἱ ἀρχισωματοφύλακές του, διότι προήχθη ὁ Μαρδοχαῖος, καὶ ἐπεδίωκον νὰ φονεύσουν τὸν βασιλέα Ἀρταξέρξην.
22 καὶ ἐδηλώθη Μαρδοχαίῳ ὁ λόγος, καὶ ἐσήμανεν ᾿Εσθήρ, καὶ αὐτὴ ἐνεφάνισε τῷ βασιλεῖ τὰ τῆς ἐπιβουλῆς 22 Η συνωμοσία όμως αυτή έγινε γνωστή στον Μαρδοχαίον, ο οποίος την εφανέρωσεν εις την Εσθήρ, η δε Εσθήρ ανέφερε τα της συνωμοσίας αυτής στον βασιλέα. 22 Καὶ ἐφανερώθη εἰς τὸν Μαρδοχαῖον τὸ μυστικὸν τοῦτο καὶ ἐγνωστοποίησεν αὐτὸ οὗτος εἰς τὴν Ἐσθὴρ καὶ αὐτὴ ἔκαμε γνωστὰ καὶ κατήγγειλεν εἰς τὸν βασιλέα τὰ σχετιζόμενα πρὸς τὴν ἐπιβουλὴν ταύτην.
23 ὁ δὲ βασιλεὺς ἤτασε τοὺς δύο εὐνούχους καὶ ἐκρέμασεν αὐτούς· καὶ προσέταξεν ὁ βασιλεὺς καταχωρίσαι εἰς μνημόσυνον ἐν τῇ βασιλικῇ βιβλιοθήκῃ ὑπὲρ τῆς εὐνοίας Μαρδοχαίου ἐν ἐγκωμίῳ. 23 Ο βασιλεύς εξήτασε τους δύο αυλικούς του, ευρήκεν αυτούς ενόχους, διέταξε δε και τους εκρέμασαν. Διέταξεν επίσης ο βασιλεύς να καταχωρηθή το γεγονός αυτό εις ανάμνησιν εις τα βασιλικά χρονικά προς ένδειξιν ευνοίας και επαίνου εκ μέρους του βασιλέως στον Μαρδοχαίον. 23 Ὁ δὲ βασιλεὺς ἐξήτασε τοὺς δύο εὐνούχους καί, ὅταν ἐπείσθη περὶ τῆς ἐνοχῆς των, παρήγγειλε νὰ κρεμάσουν αὐτούς. Ἐπὶ πλέον διέταξεν ὁ βασιλεὺς νὰ καταχωρίσουν εἰς ἀνάμνησιν τὸ γεγονὸς εἰς τὴν βασιλικὴν βιβλιοθήκην ἐγκωμιαστικῶς πρὸς εὔνοιαν τοῦ Μαρδοχαίου.