Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 07:13
Δύση: 17:11
Σελ. 20 ημ.
326-40
16ος χρόνος, 6123η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΣΔΡΑΣ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 (Η)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ μεταγενέστερος τούτων βασιλεύοντος ᾿Αρταξέρξου τοῦ Περσῶν βασιλέως προσέβη ῎Εσδρας Σαραίου, τοῦ ᾿Εζεχρίου, τοῦ Χελκίου τοῦ Σαλήμου, 1 Επειτα από τα γεγονότα αυτά, μετά πάροδον δηλαδή μερικών δεκαετιών, όταν βασιλεύς των Περσών ήτο ο Αρταξέρξης, επανήλθεν από την αιχμαλωσίαν εις την πατρίδα του ο Εσδρας ο υιός του Σαραίου, υιού του Εζεχρίου, υιού του Χελκίου, υιοί του Σαλήμου, 1 Έπειτα ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια, καὶ συγκεκριμένως ὅταν ἐβασίλευεν εἰς τὴν Περσίαν ὁ βασιλεὺς Ἀρταξέρξης, ἐπέστρεψεν ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν, ἐν συνεχείᾳ ἐκείνων ποὺ εἶχαν ἐπανέλθει μὲ τὸν Ζοροβάβελ, ὁ Ἔσδρας, ὁ υἱὸς τοῦ Σαραίου. Οἱ πρόγονοι τοῦ Ἔσδρα κατὰ σειρὰν ἦσαν οἱ ἑξῆς: Ἐζεχρίας, Χελκίας, Σαλῆμος,
2 τοῦ Σαδδούκου, τοῦ ᾿Αχιτώβ, τοῦ ᾿Αμαρίου, τοῦ ᾿Οζίου, τοῦ Βοκκά, τοῦ ᾿Αβισαΐ, τοῦ Φινεές, τοῦ ᾿Ελεάζαρ, τοῦ ᾿Ααρὼν τοῦ ἱερέως τοῦ πρώτου. 2 υιού του Σαδδούκου, υιού του Αχιτώβ, υιού του Αμαρίου, υιού του Οζίου, υιού του Βοκά, υιού του Αβισαΐ, υιού του Φινεές, υιού του Ελεάζαρ, υιού του Ααρών του πρώτου αρχιερέως. 2 Σαδδοῦκος, Ἀχιτώβ, Ἀμαρίας, Ὀζίας, Βοκκά, Ἀβισαΐ, Φινεές, Ἐλεάζαρ καὶ ὁ Ἀαρών, ὁ πρῶτος ἀρχιερεὺς τῶν Ἰσραηλιτῶν.
3 οὗτος ῎Εσδρας ἀνέβη ἐκ Βαβυλῶνος ὡς γραμματεὺς εὐφυὴς ὢν ἐν τῷ Μωυσέως νόμῳ τῷ ἐκδεδομένῳ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τοῦ ᾿Ισραήλ, 3 Αυτός ο Εσδρας επανήλθεν από την Βαβυλώνα εις την Ιερουσαλήμ και ήτο ευφυής γραμματεύς, βαθύς γνώστης του νόμου του Μωϋσέως, ο οποίος είχε δοθή από τον Θεόν στον ισραηλιτικόν λαόν. 3 Αὐτὸς λοιπὸν ὁ Ἔσδρας, ὁ ὁποῖος ἦτο ἱκανὸς καὶ ἔξυπνος γραμματεύς, δηλαδὴ γραφεὺς τοῦ βασιλέως, ἀλλὰ καὶ βαθὺς ἑρμηνευτὴς καὶ διδάσκαλος τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, ποὺ εἶχε δοθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸν εἰς τοὺς Ἰσμαηλίτας, ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν Βαβυλῶνα καὶ ἀνέβη εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
4 καὶ ἔδωκεν αὐτῷ ὁ βασιλεὺς δόξαν, εὑρόντος χάριν ἐνώπιον αὐτοῦ ἐπὶ πάντα τὰ ἀξιώματα αὐτοῦ. 4 Ο βασιλεύς ιδιαιτέρως τον εδόξασε, διότι αυτός ευρήκε χάριν ενώπιον του βασιλέως, ώστε ο βασιλεύς να εκπληρώση όλα τα αιτήματά του. 4 Ἐχάρισε δὲ ὁ βασιλεὺς εἰς τὸν Ἔσδραν τιμὴν καὶ δόξαν, διότι εὑρῆκε χάριν ἐνώπιόν του, καὶ ἰκανοποίησεν ὅλα τὰ αἰτήματά του.
5 καὶ συνανέβησαν ἐκ τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ καὶ τῶν ἱερέων καὶ Λευιτῶν καὶ ἱεροψαλτῶν καὶ θυρωρῶν καὶ ἱεροδούλων εἰς ῾Ιερουσαλὴμ 5 Μαζή δέ με αυτόν ανέβησαν συγχρόνως εις την Ιερουσαλήμ και άλλοι Ισραηλίται, ιερείς, Λευίται, ιεροψάλται, θυρωροί και υπηρέται του ναού. 5 Μαζὶ μὲ τὸν Ἔσδραν ἀνέβηκαν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἄλλοι Ἰσραηλῖται, ἱερεῖς, Λευῖται, ἱεροψάλται, θυρωροὶ καὶ ὑπηρέται τοῦ Ναοῦ.
6 ἔτους ἑβδόμου βασιλεύοντος ᾿Αρταξέρξου ἐν τῷ πέμπτῳ μηνὶ (οὗτος ἐνιαυτὸς ἕβδομος τῷ βασιλεῖ). ἐξελθόντες γὰρ ἐκ Βαβυλῶνος τῇ νουμηνίᾳ τοῦ πρώτου μηνὸς παρεγένοντο εἰς ῾Ιερουσαλὴμ κατὰ τὴν δοθεῖσαν αὐτοῖς εὐοδίαν παρὰ τοῦ Κυρίου ἐπ᾿ αὐτῷ· 6 Ανέβησαν δε αυτοί κατά το έβδομον έτος της βασιλείας του Αρταξέρξου, τον πέμπτον μήνα (αυτό είναι το έβδομον έτος της βασιλείας του Αρταξέρξου). Ανεχώρησαν από την Βαβυλώνα την πρώτην ημέραν του πρώτου μηνός και έφθασαν απροσκόπτως εις την Ιερουσαλήμ, διότι ο Κυριος, μέσω του Εσδρα, κατευώδωσε την πορείαν αυτών. 6 Ἡ ἐπάνοδος αὐτὴ μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Ἔσδραν συνέβη κατὰ τὸ ἕβδομον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ἀρταξέρξου καὶ συγκεκριμένως τὸν πέμπτον μῆνα (τοῦ ἑβδόμου ἔτους τῆς βασιλείας του). Ἀνεχώρησαν ἀπὸ τὴν Βαβυλῶνα κατὰ τὴν πρωτομηνιὰν τοῦ πρώτου μηνός, δηλαδὴ τοῦ Νισάν, καὶ ἔφθασαν μετὰ τέσσερις μῆνες εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ χωρὶς καμμίαν δυσκολίαν, διότι ὁ Κύριος εὐώδωσε τὸ ταξίδιόν των καὶ κατηύθυνεν Ἐκεῖνος τὸν Ἔσδραν.
7 ὁ γὰρ ῎Εσδρας πολλὴν ἐπιστήμην περιεῖχεν εἰς τὸ μηδὲν παραλιπεῖν τῶν ἐκ τοῦ νόμου Κυρίου καὶ ἐκ τῶν ἐντολῶν διδάξαι πάντα τὸν ᾿Ισραὴλ δικαιώματα καὶ κρίματα. 7 Ο δε Εσδρας κατείχεν εις βάθος και πλάτος μεγάλην γνώσιν της Αγίας Γραφής. Δεν ήθελε δε τίποτε να παραλείψη από τον Νομον και τας εντολάς του Κυρίου, αλλά επιθυμούσε να διδάξη εις όλον τον ισραηλιτικόν λαόν τον Νομον και τας κρίσστου Κυρίου. 7 Τὸν ἐπροστάτευσε δὲ ὁ Θεός, διότι ὁ Ἔσδρας ἐμελετοῦσε μὲ πολλὴν προσοχὴν τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐφρόντιζε μὲ ἰδιαιτέραν ἐπιμέλειαν, ὥστε νὰ μὴ παραλειφθῇ τίποτε ἀπὸ ὅσα ὥριζεν ὁ Νόμος τοῦ Κυρίου καὶ νὰ διδάσκῃ ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας τὰ προστάγματα καὶ τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ.
8 Προσπεσόντος δὲ τοῦ γραφέντος προστάγματος παρὰ ᾿Αρταξέρξου βασιλέως πρὸς ῎Εσδραν τὸν ἱερέα καὶ ἀναγνώστην τοῦ νόμου Κυρίου, οὗ ἐστιν ἀντίγραφον τὸ ὑποκείμενον· 8 Από το υπογραφέν δε αυτό διάταγμα του βασιλέως Αρταξέρξου προς τον Εσδραν τον ιερέα και αναγνώστην του νόμου του Κυρίου, ευρέθη ένα αντίγραφον, το οποίον περιέχει τα εξής· 8 Εὑρέθη δὲ τὸ ἑξῆς ἀντίγραφον τὸν διατάγματος, τὸ ὁποῖον ὑπέγραψεν ὁ βασιλεὺς Ἀρταξέρξης καὶ τὸ παρέδωσεν εἰς τὸν Ἔσδραν, ποὺ ἦτο ἱερεὺς καὶ ἀναγνώστης, διδάσκαλος δηλαδὴ τὸν Νόμου τοῦ Κυρίου:
9 «Βασιλεὺς ᾿Αρταξέρξης ῎Εδρᾳ τῷ ἱερεῖ καὶ ἀναγνώστῃ τοῦ νόμου Κυρίου χαίρειν. 9 “Ο βασιλεύς Αρταξέρξης χαιρετίζει τον Εσδραν, τον ιερέα και αναγνώστην του νόμου του Κυρίου. 9 Ἐγώ, ὁ βασιλεὺς Ἀρταξέρξης, γράφω αὐτὰ διὰ τὸν Ἔσδραν, τὸν ἱερέα καὶ ἀναγνώστην τοῦ Νόμου τοῦ Κυρίου, καὶ τοῦ εὔχομαι νὰ χαίρῃ.
10 καὶ τὰ φιλάνθρωπα ἐγὼ κρίνας προσέταξα τοὺς βουλομένους ἐκ τοῦ ἔθνους τῶν ᾿Ιουδαίων αἱρετίζοντας καὶ τῶν ἱερέων καὶ τῶν Λευιτῶν, καὶ τῶνδε ἐν τῇ ἡμετέρᾳ βασιλείᾳ, συμπορεύεσθαί σοι εἰς ῾Ιερουσαλήμ. 10 Επειδή εγώ τρέφω φιλάνθρωπα αισθήματα προς σας τους Ιουδαίους, διέταξα, όπως όσοι από το έθνος των Ιουδαίων, οι οποίοι ευρίσκονται στο βασίλειόν μου, επιθυμούν μαζή με τους ιερείς και τους Λευίτας να επανέλθουν εις την πατρίδα των, ας πορευθούν μαζή με σε εις την Ιερουσαλήμ. 10 Ἀφοῦ ἐσκέφθην μὲ φιλανθρωπίαν, ἀπεφάσισα καὶ διέταξα νὰ φύγουν μαζί σου καὶ νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ὅσοι ἀπὸ τὸ ἔθνος τῶν Ἰουδαίων ἐπιθυμοῦν καὶ προτιμοῦν νὰ ζήσουν ἐκεῖ, καθὼς ἐπίσης καὶ ὅσοι θέλουν ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς Λευΐτας, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται τώρα εἰς τὴν ἐπικράτειάν μου.
11 ὅσοι οὖν ἐνθυμοῦνται, συνεξορμάσθωσαν καθάπερ δέδοκται ἐμοί τε καὶ τοῖς ἑπτὰ φίλοις συμβουλευταῖς, 11 Οσοι λοιπόν επιθυμούν ημπορούν να ξεκινήσουν μαζή σου, όπως εφάνη καλόν εις εμέ και στους επτά φίλους συμβούλους μου. 11 Ὅσοι λοιπὸν ἔχουν αὐτὴν τὴν διάθεσιν, ἂς ξεκινήσουν μὲ ἐνθουσιασμὸν μαζί σου, ὅπως ἀπεφασίσθη ἀπὸ ἐμὲ καὶ τοὺς ἑπτὰ ἀγαπητοὺς συμβούλους μου.
12 ὅπως ἐπισκέψωνται τὰ κατὰ τὴν ᾿Ιουδαίαν καὶ ῾Ιερουσαλὴμ ἀκολούθως ᾧ ἔχει ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου, 12 Αυτοί θα επιστρέψουν μαζή σου, δια να φροντίσουν δια τα πράγματα της Ιουδαίας και της Ιερουσαλήμ, σύμφωνα με όσα περιέχονται στον νόμον του Κυρίου. 12 Εἶναι ἐλεύθεροι νὰ ἐπιστρέψουν καὶ νὰ φροντίσουν διὰ κάθε τι, ποὺ ἀφορᾷ τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὴν Ἱερουσαλήμ, συμφώνως πρὸς ὅσα περιέχονται εἰς τὸν Νόμον τοῦ Κυρίου.
13 καὶ ἀπενεγκεῖν δῶρα τῷ Κυρίῳ τοῦ ᾿Ισραήλ, ἃ ηὐξάμην ἐγώ τε καὶ οἱ φίλοι, εἰς ῾Ιερουσαλήμ, καὶ πᾶν χρυσίον καὶ ἀργύριον, ὃ ἐὰν εὑρεθῇ ἐν τῇ χώρᾳ τῆς Βαβυλωνίας, τῷ Κυρίῳ εἰς ῾Ιερουσαλὴμ σὺν τῷ δεδωρημένῳ ὑπὸ τοῦ ἔθνους εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ Κυρίου Θεοῦ αὐτῶν τὸ ἐν ῾Ιερουσαλὴμ 13 Και θα μεταφέρουν, δια να προσφέρουν εκ μέρους μου, τα δώρα στον Κυριον τον Θεόν των Ισραηλιτών, τα οποία ετάξαμεν εγώ και οι φίλοι μου, όπως επίσης και κάθε χρυσίον και αργύριον, το οποίον ήθελεν εξευρεθή εις την χώραν της Βαβυλώνος, δια να προσφερθή στον Κυριον εις την Ιερουσαλήμ, μαζή με εκείνο το οποίον ο λαός θα προσέφερε δια τον ιερόν ναόν της Ιερουσαλήμ. 13 Θέλω ἐπίσης νὰ μεταφέρουν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ νὰ προσφέρουν εἰς τὸν Κύριον καὶ Θεὸν τοῦ Ἰσραὴλ τὰ δῶρα, ποὺ ἔταξα ἐγὼ μαζὶ μὲ τοὺς φίλους μου. Νὰ μεταφερθῇ ἀκόμη καὶ ὅλο τὸ χρυσάφι καὶ ἀσῆμι τῶν Ἰουδαίων, ποὺ θὰ εὑρεθῇ εἰς τὴν χώραν τῆς Βαβυλωνίας, καὶ νὰ δοθῇ εἰς τὸν Κύριον, ποὺ λατρεύεται εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Εἰς αὐτὰ θὰ προστεθῇ καὶ τὸ χρυσάφι καὶ ἀσῆμι, ποὺ εἶχε δωρηθῇ ἀπὸ τὸν λαὸν τῶν Ἰουδαίων εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Θεοῦ των εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ εἶχε μεταφερθῆ εἰς τὴν Βαβυλῶνα.
14 συναχθῆναι, τό τε χρυσίον καὶ τὸ ἀργύριον εἰς ταύρους καὶ κριοὺς καὶ ἄρνας καὶ τὰ τούτοις ἀκόλουθα, 14 Αυτοί επίσης θα φροντίσουν, να συγκεντρώσουν το χρυσίον και το αργύριον, ώστε να αγοράσουν ταύρους και κριους και αρνιά και όσα αλλά χρειάζονται δια τας σχετικάς θυσίας, 14 Νὰ μαζευθῇ δὲ αὐτὸ τὸ χρυσάφι καὶ τὸ ἀσῆμι, διὰ νὰ προμηθευθοῦν ταύρους καὶ κριάρια καὶ ἀρνιὰ καὶ τὰ σχετικὰ μὲ αὐτά,
15 ὥστε προσενεγκεῖν θυσίας τῷ Κυρίῳ ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον τοῦ Κυρίου Θεοῦ αὐτῶν τὸ ἐν ῾Ιερουσαλήμ. 15 ώστε να ημπορέσουν να προσφέρουν θυσίας προς τον Κυριον επάνω στο θυσιαστήριον Κυρίου του Θεού των, εις την Ιερουσαλήμ. 15 ὥστε νὰ ἔχουν νὰ προσφέρουν εἰς τὸν Κύριον θυσίας εἰς τὸ θυσιαστήριον τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ των, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
16 καὶ πάντα, ὅσα ἐὰν βούλῃ μετὰ τῶν ἀδελφῶν σου ποιῆσαι χρυσίῳ καὶ ἀργυρίῳ, ἐπιτέλει κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ σου, 16 Και όσα άλλα θέλεις μαζή με τους συμπατριώτας σου να προσφέρης χρυσόν και άργυρον, κάμε τα σύμφωνα με το θέλημα του Θεού σου. 16 Καὶ ὅλα ἐπίσης, ὅσα θὰ θελήσῃς σύ, ὁ Ἔσδρας, μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς σου Ἰουδαίους, νὰ κάμῃς μὲ χρυσάφι καὶ ἀσῆμι, εἶσαι ἐλεύθερος νὰ τὰ κάμνῃς συμφώνως πρὸς τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ σου.
17 καὶ τὰ ἱερὰ σκεύη τοῦ Κυρίου τὰ διδόμενά σοι εἰς τὴν χρείαν τοῦ ἱεροῦ τοῦ Θεοῦ σου τοῦ ἐν ῾Ιερουσαλὴμ 17 Και τα ιερά σκεύη του ναού του Κυρίου, τα οποία θα σου δοθούν δια τας ανάγκας του εις την Ιερουσαλήμ ναού του Θεού σου, θα τα παραλάβης μαζή σου. 17 Τὰ δὲ ἱερὰ σκεύη τοῦ Κυρίου, ποὺ σοῦ δίδονται διὰ τὰς ἀνάγκας τοῦ Ναοῦ τοῦ Θεοῦ σου, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ,
18 καὶ τὰ λοιπὰ ὅσα ἂν ὑποπίπτῃ σοι εἰς τὴν χρείαν τοῦ ἱεροῦ τοῦ Θεοῦ σου δώσεις ἐκ τοῦ βασιλικοῦ γαζοφυλακίου. 18 Και όσα άλλα θα κρίνης απαραίτητα δια την ανάγκην του ναού του Θεού σου θα τα πάρης και θα τα προσφέρης από το βασιλικόν θησαυροφυλάκιον. 18 καὶ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα, ὅσα θεωρεῖς ἀπαραίτητα διὰ τὰς ἀνάγκας τοῦ Ναοῦ τοῦ Θεοῦ σου, θὰ τὰ ἐξοικονομήσῃς ἀπὸ αὐτά, ποὺ θὰ πάρῃς ἀπὸ τὸ βασιλικὸν θησαυροφυλάκιον.
19 κἀγὼ ἰδοὺ ᾿Αρταξέρξης βασιλεὺς προσέταξας τοῖς γαζοφύλαξι Συρίας καὶ Φοινίκης, ἵνα ὅσα ἐὰν ἀποστείλῃ ῎Εσδρας ὁ ἱερεὺς καὶ ἀναγνώστης τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ τοῦ ῾Υψίστου, ἐπιμελῶς διδῶσιν ἕως ἀργυρίου ταλάντων ἑκατόν, 19 Εγώ δε ο ίδιος ο βασιλεύς Αρταξέρξης διέταξα τους θησαυροφύλακας της Συρίας και της Φοινίκης, όσα θα ζητήοη ο ιερεύς Εσδρας, ο αναγνώστης του νόμου του Θεού του Υψίστου να τα χορηγήσουν προθύμως μέχρι εκατόν τάλαντα αργυρίου. 19 Καὶ σὲ διαβεβαιώνω ἐγώ, ὁ βασιλεὺς Ἀρταξέρξης, ὅτι διέταξα ἤδη τοὺς θησαυροφύλακας τῆς Συρίας καὶ τῆς Φοινίκης νὰ δῶσουν μὲ προθυμίαν ὅσα στείλῃ καὶ ζητήσῃ ὁ Ἔσδρας, ὁ ἱερεὺς καὶ ἀναγνώστης τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου. Ἔχουν ἐντολὴν νὰ δῶσουν ἕως ἑκατὸν ἀσημένια τάλαντα,
20 ὁμοίως δὲ καὶ ἕως πυροῦ κόρων ἑκατὸν καὶ οἴνου μετρητῶν ἑκατὸν 20 Ομοίως δε να χορηγήσουν σίτον μέχρις εκατόν κόρους και οίνον μέχρις εκατόν μετρητάς· 20 καθὼς καὶ ἕως ἑκατὸν κόρους (45.000 λίτρα) σιτάρι καὶ ἑκατὸν μετρητὰς (4.500 λίτρα) κρασί,
21 καὶ ἄλλα ἐκ πλήθους· πάντα κατὰ τὸν τοῦ Θεοῦ νόμον ἐπιτελεσθήτω ἐπιμελῶς τῷ Θεῷ τῷ ῾Υψίστῳ, ἕνεκεν τοῦ μὴ γενέσθαι ὀργὴν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ βασιλέως καὶ τῶν υἱῶν αὐτοῦ. 21 και πολλά άλλα. Ολα δε πρέπει να εκτελεσθούν με επιμέλειαν σύμφωνα με τον νόμον του Θεού του Υψίστου, δια να μη πέση οργή του Θεού εναντίον του βασιλέως και των υιών αυτού. 21 καὶ πολλὰ ἄλλα. Ὅλα νὰ γίνουν μὲ κάθε ἐπιμέλειαν πρὸς τιμὴν τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου καὶ ὅπως ὁρίζεται εἰς τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ μὴ συμβῇ κάτι κακόν, ἐξ αἰτίας τῆς ὀργῆς τοῦ Κυρίου, εἰς τὴν βασιλικὴν ἐξουσίαν τοῦ βασιλέως καὶ τῶν υἱῶν του.
22 καὶ ὑμῖν δὲ λέγεται ὅπως πᾶσι τοῖς ἱερεῦσι καὶ τοῖς Λευίταις καὶ ἱεροψάλταις καὶ θυρωροῖς καὶ ἱεροδούλοις καὶ πραγματικοῖς τοῦ ἱεροῦ τούτου μηδὲ μία φορολογία μηδὲ ἄλλη ἐπιβουλὴ γίνηται, καὶ μηδένα ἔχειν ἐξουσίαν ἐπιβαλεῖν τι τούτοις. 22 Ακόμη δε διδώ εντολήν και καθιστώ γνωστόν εις σας, όπως εις όλους τους ιερείς, τους Λευίτας, τους ιεροψάλτας, τους θυρωρούς, τους υπηρέτας του ναού και το άλλο προσωπικόν που ασχολείται στο ιερόν τούτο, μη επιβληθή καμμία φορολογία, ούτε και καμμία άλλη ενόχλησις θα γίνεται εις αυτούς και κανείς δεν θα έχη την εξουσίαν να επιβάλη κάτι εις αυτούς. 22 Λέγω δὲ καὶ εἰς σᾶς, τὰ ὄργανα τοῦ κράτους μου, νὰ μὴ βάλετε καμμίαν φορολογίαν εἰς ὅλους τοὺς ἱερεῖς, τοὺς Λευΐτας, τοὺς ἱεροψάλτας, τοὺς θυρωρούς, τοὺς ὑπηρέτας τοῦ Ναοῦ καὶ εἰς ὅλους, ὅσοι ἀσχολοῦνται μὲ τὸν Ναόν. Νὰ μὴ γίνῃ τίποτε εἰς βάρος των. Κανεὶς δὲν ἔχει τὴν ἄδειαν νὰ ἐπιβάλῃ κάτι εἰς αὐτούς.
23 καὶ σύ, ῎Εσδρα, κατὰ τὴν σοφίαν τοῦ Θεοῦ ἀνάδειξον κριτὰς καὶ δικαστάς, ὅπως δικάζωσιν ἐν ὅλῃ Συρίᾳ καὶ Φοινίκῃ πάντας τοὺς ἐπισταμένους τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ σου· καὶ τοὺς μή ἐπισταμένους διδάξεις. 23 Και συ, Εσδρα, σύμφωνα με την σοφίαν του Θεού, πρέπει να αναδείξης διοικητάς και δικαστάς, δια να δικάζουν τους Ιουδαίους εις όλην την Συρίαν και την Φοινίκην, εκείνους οι οποίοι γνωρίζουν τον νόμον του Θεού, εκείνους δε οι οποίοι δεν γνωρίζουν τον Νομον θα τους διδάξης. 23 Καὶ σύ, Ἔσδρα, συμφώνως πρὸς τὴν σοφίαν, ποὺ σοῦ ἐχάρισεν ὁ Θεός, ἀνάδειξε κριτὰς καὶ δικαστάς, διὰ νὰ δικάζουν εἰς ὅλην τὴν Συρίαν καὶ τὴν Φοινίκην ὅλους, ὅσοι γνωρίζονν τὸν Νόμον τὸν Θεοῦ σου. Αὐτοὺς δὲ ποὺ δὲν τὸν γνωρίζονν, πρέπει νὰ τοὺς διδάξῃς.
24 καὶ πάντες, ὅσοι ἂν παραβαίνωσι τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ σου καὶ τὸν βασιλικόν, ἐπιμελῶς κολασθήσονται, ἐάν τε καὶ θανάτῳ· ἐάν τε καὶ τιμωρίᾳ ἢ ἀργυρικῇ ζημίᾳ ἢ ἀπαγωγῇ». 24 Ολοι δε εκείνοι, οι οποίοι παραβαίνουν τον νόμον του Θεού σου η τον βασιλικόν νόμον, θα τιμωρούνται αυστηρώς η με θάνατον η με άλλην σχετικήν τιμωρίαν, με χρηματικόν, δηλαδή, πρόστιμον η με εξορίαν”. 24 Ὅλοι δέ, ὅσοι θὰ παραβαίνονν τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ σου, καθὼς καὶ τὸν νόμον τὸν βασιλέως, πρέπει νὰ τιμωροῦνται μὲ κάθε ἀκρίβειαν καὶ ἀνστηρότητα, εἴτε μὲ θάνατον, εἴτε μὲ ἄλλην σωματικὴν ποινήν, εἴτε μὲ χρηματικὴν ἀποζημίωσιν, εἴτε μὲ ἐξορίαν.
25 Καὶ εἶπεν ῎Εσδρας ὁ γραμματεύς· εὐλογητὸς μόνος Κύριος ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μου ὁ δοὺς ταῦτα εἰς τὴν καρδίαν τοῦ βασιλέως, δοξάσαι τὸν οἶκον αὐτοῦ τὸν ἐν ῾Ιερουσαλήμ, 25 Είπε τότε ο γραμματεύς Εσδρας· “ας είναι δοξασμένος ο μόνος Κυριος, ο Θεός των πατέρων μου, ο οποίος ενέβαλεν αυτά τα αισθήματα και αυτάς τας αποφάσεις εις την καρδίαν του βασιλέως, δια να δοξάση τον ναόν αυτού, που ευρίσκεται εις την Ιερουσαλήμ. 25 Ὅταν ἐπῆρε τὸ διάταγμα αὐτὸ ὁ Ἔσδρας, εἶπεν: Ἂς εἶναι δοξασμένος ὁ μόνος Κύριος, ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μου, ποὺ ἐχάρισε τέτοιαν διάθεσιν εἰς τὴν καρδιὰν τοῦ βασιλέως, ὥστε νὰ τιμήσῃ καὶ δοξάσῃ τὸν Ναόν Του, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
26 καὶ ἐμὲ ἐτίμησεν ἐναντίον τοῦ βασιλέως καὶ τῶν συμβουλευόντων καὶ πάντων τῶν φίλων καὶ μεγιστάνων αὐτοῦ. 26 Αλλά και εμέ εδόξασεν ο Θεός ενώπιον του βασιλέως και των συμβούλων του και όλων των φίλων και μεγιστάνων. 26 Ἐτίμησε δὲ ὁ Κύριος καὶ ἐμὲ ἐμπρὸς εἰς τὸν βασιλέα Ἀρταξέρξην καὶ τοὺς συμβούλους του καὶ ἐμπρὸς εἰς ὅλους τοὺς φίλους καὶ ἄρχοντάς του.
27 καὶ ἐγὼ εὐθαρσὴς ἐγενόμην κατὰ τὴν ἀντίληψιν Κυρίου τοῦ Θεοῦ μου καὶ συνήγαγον ἄνδρας ἐκ τοῦ ᾿Ισραὴλ ὥστε συναναβῆναί μοι. 27 Εγώ δε βλέπων ολοφάνερα την βοήθειαν αυτήν του Κυρίου επήρα θάρρος και συνεκέντρωσα ανθρώπους από τον Ισραηλιτικόν λαόν, δια να αναβούν μαζή με εμέ εις την Ιερουσαλήμ. 27 Καὶ ἐπῆρα θάρρος μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μου καὶ ἐμάζευσα ἀνθρώπους ἀπὸ τοὺς αἰχμαλώτους Ἰσραηλίτας, ποὺ ἤθελαν νὰ ἀνεβοῦν μαζί μου εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
28 Καὶ οὗτοι οἱ προηγούμενοι κατὰ τὰς πατριὰς αὐτῶν καὶ τὰς μεριδαρχίας οἱ ἀναβάντες μετ᾿ ἐμοῦ ἐκ Βαβυλῶνος ἐν τῇ βασιλείᾳ ᾿Αρταξέρξου τοῦ βασιλέως· 28 Οι αρχηγοί δε του λαού κατά τας γενεάς και τας οικογενείας αυτών, οι οποίοι ανέβησαν μαζή με εμέ από την Βαβυλώνα εις την Ιερουσαλήμ επί της βασιλείας του βασιλέως Αρταξέρζου ήσαν οι εξής· 28 Οἱ δὲ ἀρχηγοὶ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Βαβυλῶνα καὶ ἀνέβηκαν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα μαζὶ μὲ ἐμέ, τὸν Ἔσδραν, ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ βασιλέως Ἀρταξέρξου κατὰ τὰς πατριαρχικὰς γενεὰς καὶ οἰκογενείας των, ἦσαν οἱ ἑξῆς:
29 ἐκ τῶν υἱῶν Φινεές, Γηρσών· ἐκ τῶν υἱῶν ᾿Ιαθαμάρου, Γαμαλιήλ· ἐκ τῶν υἱῶν Δαυίδ, Λαττοὺς ὁ Σεχενίου· 29 Από την γενεάν του Φινεές ο Γηρσών. Από την γενεάν του Ιαθαμάρου ο Γαμαλιήλ. Από την γενεάν του Δαυίδ ο Λαττούς, ο υιός του Σεχενίου. 29 Ὁ Γηρσὼν ἀπὸ τὴν ἱερατικὴν γενεὰν τοῦ Φινεές. Ὁ Γαμαλιὴλ ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν τοῦ Ἰαθαμάρου. Ὁ Λαττούς, ὁ υἱὸς τοῦ Σεχενίου, ἀπὸ τὴν γενεὰν τοῦ Δαβίδ.
30 ἐκ τῶν υἱῶν Φόρος, Ζαχαρίας καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἀπεγράφησαν ἄνδρες ἑκατὸν πεντήκοντα· 30 Από την γενεάν του Φορος ο Ζαχαρίας και άλλοι εκατόν πενήντα άνδρες, οι οποίοι κατεγράφησαν να επανέλθουν μαζή του. 30 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Φόρος ὁ Ζαχαρίας καὶ αὐτοὶ ποὺ κατεγράφησαν μαζί του, ἐν συνόλῳ ἑκατὸν πενῆντα (150) ἄνδρες.
31 ἐκ τῶν υἱῶν Φαὰθ Μωάβ, ᾿Ελιαωνίας Ζαραίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἄνδρες διακόσιοι· 31 Από την γενεάν του Φαάθ Μωάβ, ο Ελιαωνίας, υιός του Ζαραίου και οι μαζή με αυτόν διακόσιοι άνδρες. 31 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Φαάθ - Μωὰβ ὁ Ἐλιαωνίας, ὁ υἱὸς τοῦ Ζαραίου, καὶ ὅσοι ἦσαν μαζί του, ἐν συνόλῳ διακόσιοι (200) ἄνδρες.
32 ἐκ τῶν υἱῶν Ζαθόης, Σεχενίας ᾿Ιεζήλου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἄνδρες τριακόσιοι· ἐκ τῶν υἱῶν ᾿Αδίν, ᾿Ωβὴθ ᾿Ιωνάθου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἄνδρες διακόσιοι πεντήκοντα· 32 Από την γενεάν του Ζαθόης ο Σεχενίας, ο υιός του Ιεζήλου, και μαζή με αυτόν άλλοι τριακόσιοι άνδρες. Από την γενεάν του Αδίν, ο Ωβήθ, υιός του Ιωνάθου, και μαζή με αυτόν διακόσιοι πενήντα άνδρες. 32 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ζαθόης ὁ Σεχενίας, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰεζήλου, καὶ μαζί του ἄλλοι τριακόσιοι (300) ἄνδρες. Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀδὶν ὁ Ὠβήθ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωνάθου, καὶ μαζί του διακόσιοι πενῆντα (250) ἄνδρες.
33 ἐκ τῶν υἱῶν ᾿Ηλάμ, ᾿Ιεσίας Γοθολίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἄνδρες ἑβδομήκοντα· 33 Από την γενεάν του Ηλάμ ο Ιεσίας υιός του Γοθολίου, και μαζή με αυτόν εβδομήκοντα άνδρες. 33 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἠλὰμ ὁ Ἰεσίας, ὁ υἱὸς τοῦ Γοθολίου, καὶ μαζί του ἑβδομῆντα (70) ἄνδρες.
34 ἐκ τῶν υἱῶν Σαφατίου, Ζαραΐας Μιχαήλου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἄνδρες ἑβδομήκοντα· 34 Από την γενεάν του Σαφατίου ο Ζαραΐας, υιός του Μιχαήλου, και μαζή με αυτόν εβδομήκοντα άνδρες. 34 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Σαφατίου ὁ Ζαραΐας, ὁ υἱὸς τοῦ Μιχαήλου, καὶ μαζί του ἑβδομῆντα (70) ἄνδρες.
35 ἐκ τῶν υἱῶν ᾿Ιωάβ, ᾿Αβαδίας ᾿Ιεζήλου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἄνδρες διακόσιοι δεκαδύο· 35 Από την γενεάν του Ιωάβ ο Αβαδίας, υιός του Ιεζήλου, και μαζή με αυτόν άλλοι διακόσιοι δώδεκα άνδρες. 35 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰωὰβ ὁ Ἀβαδίας, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰεζήλου, καὶ μαζί του διακόσιοι δώδεκα (212) ἄνδρες.
36 ἐκ τῶν υἱῶν Βανίας, Σαλιμὼθ ᾿Ιωσαφίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἄνδρες ἑξήκοντα καὶ ἑκατόν· 36 Από την γενεάν του Βανία ο Σαλιμώθ, υιός του Ιωσαφίου, και μαζή με αυτόν εκατόν εξήκοντα άνδρες. 36 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Βανίας ὁ Σαλιμώθ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωσαφίου, καὶ μαζί του ἑκατὸν ἑξῆντα (160) ἄνδρες.
37 ἐκ τῶν υἱῶν Βαβί, Ζαχαρίας Βηβαΐ καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἄνδρες εἰκοσιοκτώ· 37 Από την γενεάν του Βαβί ο Ζαχαρίας, υιός του Βηβαΐ, και οι μαζή με αυτόν εικοσιοκτώ άνδρες. 37 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Βαβὶ ὁ Ζαχαρίας, ὁ υἱὸς τοῦ Βηβαΐ, καὶ μαζί του εἴκοσι ὀκτώ (28) ἄνδρες.
38 ἐκ τῶν υἱῶν ᾿Αστάθ, ᾿Ιωάννης ᾿Ακατὰν καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἄνδρες ἑκατὸν δέκα· 38 Από την γενεάν του Αστάθ ο Ιωάννης, υιός του Ακατάν, και μαζή με αυτόν εκατόν δέκα άνδρες. 38 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀστὰθ ὁ Ἰωάννης, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀκατάν, καὶ μαζί του ἑκατὸν δέκα (110) ἄνδρες.
39 ἐκ τῶν υἱῶν ᾿Αδωνικάμ, οἱ ἔσχατοι καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα αὐτῶν· ᾿Ελιφαλὰ τοῦ Γεουὴλ καὶ Σαμαίας καὶ μετ᾿ αὐτῶν ἄνδρες ἑβδομήκοντα· 39 Από την γενεάν του Αδωνικάμ οι τελευταίοι, των οποίων τα ονόματα είναι· Ελιφαλά υιός του Γεουήλ και Σαμαίας και μαζή με αυτούς εβδομήκοντα άνδρες. 39 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀδωνικὰμ οἱ τελευταῖοι, τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχηγῶν τῶν ὁποίων ἦσαν: Ἐλιφαλά, ὁ υἱὸς τοῦ Γεουήλ, καὶ Σαμαίας. Μαζὶ μὲ αὐτοὺς ἦσαν καὶ ἄλλοι ἑβδομῆντα (70) ἄνδρες.
40 ἐκ τῶν υἱῶν Βαγώ, Οὐθὶ ὁ τοῦ ᾿Ισταλκούρου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἄνδρες ἑβδομήκοντα. 40 Από την γενεάν του Βαγώ ο Ουθί, υιός του Ισταλκούρου, και μαζή με αυτόν εβδομήκοντα άνδρες. 40 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Βαγὼ ὁ Οὐθί, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰσταλκούρου, καὶ μαζί του ἄλλοι ἑβδομῆντα (70) ἄνδρες.
41 Καὶ συνήγαγον αὐτοὺς ἐπὶ τὸν λεγόμενον Θερὰν ποταμόν, καὶ παρενεβάλομεν ἡμέρας τρεῖς αὐτόθι, καὶ κατέμαθον αὐτούς. 41 Εγώ ο Εσδρας συνεκέντρωσα αυτούς εις ποταμόν τον λεγόμενον Θεράν. Εκεί κατεσκηνώσαμεν επί τρεις ημέρας, τους επεθεώρησα και τους εγνώρισα. 41 Καὶ ἀφοῦ τοὺς συγκέντρωσα ὅλους αὐτοὺς ἐγώ, ὁ Ἔσδρας, εἰς τὸν ποταμὸν ποὺ ὠνομάζετο Θεράν, ἐστρατοπεδεύσαμεν ἐκεῖ ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας καὶ τοὺς ἐγνώρισα πολὺ καλά.
42 καὶ ἐκ τῶν ἱερέων καὶ ἐκ τῶν λευιτῶν οὐχ εὑρὼν ἐκεῖ 42 Επειδή όμως μεταξύ αυτών δεν ευρήκα αρκετούς από τους ιερείς και τους Λευίτας, 42 Ἐπειδὴ ὅμως δὲν εἶδα ἐκεῖ κανένα ἱερέα καὶ Λευίτην,
43 ἀπέστειλα πρὸς ᾿Ελεάζαρον καὶ ᾿Ιδουῆλον καὶ Μαιὰ καὶ Μασμὰν καὶ ᾿Αλναθὰν καὶ Σαμαίαν κα’Ι ᾿Ιώριβον, Νάθαν, ᾿Εννατάν, Ζαχαρίαν καὶ Μοσόλλαμον τοὺς ἡγουμένους καὶ ἐπιστήμονας 43 έστειλα προς τον Ελεάζαρον ανθρώπους, τον Ιδουήλον, τον Μαια, τον Μασμάν, τον Αλναθάν, τον Σαμαίαν, τον Ιώριβον, τον Ναθαν, τον Εννατάν, τον Ζαχαρίαν και τον Μοσόλλαμον, οι οποίοι ήσαν αρχηγοί και συνετοί, μορφωμένοι άνδρες. 43 ἔστειλα ἀνθρώπούς μου πρὸς τὸν Ἐλεάζαρον, τὸν Ἰδουῆλον, τὸν Μαιά, τὸν Μασμάν, τὸν Ἀλναθάν, τὸν Σαμαίαν, τὸν Ἰώριβον, τὸν Νάθαν, τὸν Ἐννατάν, τὸν Ζαχαρίαν καὶ τὸν Μοσόλλαμον, ποὺ ἦσαν ἀρχηγοὶ πατριαρχικῶν οἰκογενειῶν καὶ συνετοὶ καὶ ἱκανοὶ ἄνδρες,
44 καὶ εἶπα αὐτοῖς ἐλθεῖν πρὸς Λοδδαῖον τὸν ἡγούμενον τὸν ἐν τῷ τόπῳ τοῦ γαζοφυλακίου, 44 Τους έδωσα εντολήν να έλθουν να αναζητήσουν και να εύρουν τον Λοδδαίον, τον αρχηγόν, ο οποίος συνήθως ευρίσκετο εις την θέσιν του θησαυροφυλακίου. 44 καὶ τοὺς εἶπα νὰ ὑπάγουν εἰς τὸν Λοδδαῖον, ὁ ὁποῖος ἦτο ἄρχων τοῦ τόπου, ὅπου ὑπῆρχε τὸ θησαυροφυλάκιον.
45 ἐντειλάμενος αὐτοῖς διαλεχθῆναι Λοδδαίῳ καὶ τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ καὶ τοῖς ἐν τῷ τόπῳ γαζοφύλαξιν ἀποστεῖλαι ἡμῖν τοὺς ἱερατεύσοντας ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν. 45 Εδωσα εντολήν εις αυτούς, όπως μαζή με τον Λοδδαίον και τους συντρόφους αυτού και τους εκεί αρχηγούς του θησαυροφυλακίου συνεννοηθούν, δια να αποστείλουν αυτοί προς ημάς ιερείς και Λευίτας, ώστε να υπηρετούν στον ναόν του Κυρίου και Θεού μας. 45 Τοὺς ἔδωσα δὲ ἐντολὴν νὰ συζητήσουν μὲ τὸν Λοδδαῖον καὶ μὲ τοὺς ἰδικούς του καὶ μὲ τοὺς θησαυροφύλακας, ποὺ ἦσαν ἐπὶ τόπου, διὰ νὰ μᾶς ἀποστείλουν ἱερεῖς καὶ Λευΐτας, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἀπαραίτητοι διὰ νὰ λειτουργοῦν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου μας.
46 καὶ ἤγαγον ἡμῖν κατὰ τὴν κραταιὰν χεῖρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν ἄνδρας ἐπιστήμονας τῶν υἱῶν Μοολὶ τοῦ Λευὶ τοῦ ᾿Ισραήλ, ᾿Ασεβηβίαν καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ καὶ τοὺς ἀδελφούς, ὄντας δέκα καὶ ὀκτώ, 46 Εκείνοι υπό την κραταιάν χείρα του Κυρίου ημών ωδήγησαν προς ημάς συνετούς και μορφωμένους άνδρας από την γενεάν του Μοολί, απογόνου του Λευι, υιού του Ιακώβ· Τον 'Ασεβηβιαν με τους υιούς και τους αδελφούς του, οι οποίοι ήσαν εν όλω δέκα οκτώ. 46 Καὶ μᾶς ἔφεραν πράγματι, μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ παντοδυνάμου Κυρίου μας, ἄνδρας συνετοὺς καὶ κατηρτισμένους ἀπὸ τὴν γενεὰν τοῦ Μοολί, ποὺ ἦτο ἀπόγονος τοῦ Λευΐ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἰακώβ, τὸν Ἀσεβηβίαν καὶ τοὺς υἱούς του καὶ τοὺς ἀδελφούς του, ποὺ ἦσαν ἐν συνόλῳ δεκαοκτὼ (18).
47 καὶ ᾿Ασεβίαν καὶ ῎Αννουον καὶ ᾿Ωσαίαν ἀδελφὸν ἐκ τῶν υἱῶν Χανουναίου καὶ οἱ υἱοὶ αὐτῶν, εἴκοσιν ἄνδρες· 47 Επίσης έφεραν προς ημάς τον Ασεβίαν, τον Αννουον και τον Ωσαίαν, αδελφόν από την γενεάν του Χανουναίου, μαζή με τους υιούς των, άνδρας εν όλω είκοσι. 47 Ἔφεραν ἐπίσης καὶ ἀπὸ τὴν γενεὰν τοῦ Χανουναίου τὸν Ἀσεβίαν καὶ τὸν Ἄννουον καὶ τὸν ἀδελφόν του Ὠσαίαν μαζὶ μὲ τοὺς υἱούς των, ἐν συνόλῳ εἴκοσι (20) ἄνδρας.
48 καὶ ἐκ τῶν ἱεροδούλων, ὧν ἔδωκε Δαυίδ, καὶ οἱ ἡγούμενοι εἰς τὴν ἐργασίαν τῶν Λευιτῶν, ἱεροδούλους διακοσίους καὶ εἴκοσι· πάντων ἐσημάνθη ἡ ὀνοματογραφία. 48 Τέλος από τους υπηρέτας του ναού, τους οποίους είχε χαρίσει και αφιερώσει ο Δαυίδ και οι αρχηγοί εις την υπηρεσιαν των Λευιτών, άνδρας εν όλω διακοσίους είκοσι. Ολων δε αυτών τα ονόματα κατεγράφησαν. 48 Καὶ ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτας τοῦ Ναοῦ, τοὺς ὁποίους εἶχε δώσει ὁ Δαβὶδ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἄρχοντας εἰς τὸν Ναόν, διὰ νὰ βοηθοῦν εἰς τὰς ἐργασίας τῶν Λευιτῶν, ἦλθαν ἐν συνόλῳ διακόσιοι εἴκοσι (220) ὑπηρέται τοῦ ἱεροῦ τόπου τῆς λατρείας. Κατεγράφησαν δὲ λεπτομερῶς τὰ ὀνόματα ὅλων αὐτῶν.
49 καὶ εὐξάμην ἐκεῖ νηστείαν τοῖς νεανίσκοις ἔναντι Κυρίου ἡμῶν 49 Εκεί λοιπόν, ωσάν τάξιμον, εκήρυξα δια τους νέους νηστείαν και προσευχήν προς τον Κυριον, 49 Καὶ ἐκήρυξα καὶ ὥρισα ἐκεῖ ὡς τάμα νὰ νηστεύσουν οἱ νέοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.
50 ζητῆσαι παρ᾿ αὐτοῦ εὐοδίαν ἡμῖν τε καὶ τοῖς συνοῦσιν ἡμῖν τέκνοις ἡμῶν καὶ κτήνεσιν· 50 δια να ζητήσωμεν από τον Θεόν κατευόδιον δι' ημάς και δι' εκείνους, οι οποίοι θα ευρίσκωνται μαζή μας, δια τα τέκνα μας και τα κτήνη. 50 Σκοπὸς αὐτῆς τῆς νηστείας ἦτο νὰ ζητήσωμεν μὲ προσευχὴν ἀπὸ τὸν Κύριον νὰ κατευοδώσῃ τὴν πορείαν καὶ ἡμῶν καὶ ὅλων, ὅσοι ἦσαν μαζί μας, δηλαδὴ τὰ τέκνα μας καὶ τὰ κτήνη.
51 ἐνετράπην γὰρ αἰτῆσαι τὸν βασιλέα πεζούς τε καὶ ἱππεῖς καὶ προπομπὴν ἕνεκεν ἀσφαλείας τῆς πρὸς τοὺς ἐναντιουμένους ἡμῖν· 51 Τούτο δέ, διότι ησθάνθην εντροπήν να ζητήσω εκ μέρους του βασιλέως πεζούς και ιππείς προς συνοδείαν μας, δια να μας ασφαλίσουν από όσους τυχόν θα επετίθεντο εναντίον μας στον δρόμον μας. 51 Τὸ ἔκαμα αὐτό, διότι ἐντράπηκα νὰ ζητήσω ἀπὸ τὸν βασιλέα νὰ μᾶς δώσῃ στρατιώτας πεζοὺς καὶ ἱππεῖς καὶ προπομπούς, οἱ ὁποῖοι θὰ μᾶς συνώδευαν καὶ θὰ μᾶς ἐπροστάτευαν ἀπὸ τοὺς τυχὸν ἐχθρούς μας.
52 εἴπαμεν γὰρ τῷ βασιλεῖ, ὅτι ἡ ἰσχὺς τοῦ Κυρίου ἡμῶν ἔσται μετά τῶν ἐπιζητούντων αὐτὸν εἰς πᾶσαν ἐπανόρθωσιν. 52 Είχομεν άλλωστε πει στον βασιλέα, ότι η προστατευτική δύναμις του Κυρίου μας θα είναι μαζή με όλους εκείνους, οι οποίοι τον επικαλούνται δια την πλήρη αποκατάστασίν των. 52 Διότι εἴπαμεν εἰς τὸν βασιλέα ὅτι ἡ δύναμις τοῦ Κυρίου μας θὰ ἦτο μαζὶ μὲ αὐτούς, ποὺ Τὸν ἐπικαλοῦνται καὶ θέλουν νὰ ἀποκατασταθοῦν πλήρως εἰς τὸν τόπον τῆς λατρείας Του.
53 καὶ πάλιν ἐδεήθημεν τοῦ Κυρίου ἡμῶν πάντα ταῦτα καὶ ἐτύχομεν εὐϊλάτου. 53 Και πάλιν παρεκαλέσαμεν τον Κυριον ημών δι' όλα αυτά και η συνείδησις μας επληροφόρησεν, ότι ο Κυριος ευμενώς εδέχθη τα αιτήματά μας. 53 Καὶ ἱκετεύσαμεν καὶ πάλιν τὸν Κύριόν μας δι' ὅλα αὐτὰ καὶ ἐνοιώσαμεν μέσα μας ὅτι εἱσήκουσε μὲ εὐμένειαν τὴν δέησίν μας.
54 καὶ ἐχώρισα τῶν φυλάρχων τῶν ἱερέων ἄνδρας δεκαδύο, καὶ ᾿Εσερεβίαν καὶ Σαμίαν καὶ μετ᾿ αὐτῶν ἐκ τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν ἄνδρας δώδεκα, 54 Κατόπιν εξεχώρισα από τους αρχηγούς των ιερέων δώδεκα άνδρας τον Εσερεβίαν και τον Σαμίαν και μαζή με αυτούς δώδεκα άλλους άνδρας από τους αδελφούς των. 54 Ἐξεχώρισα κατόπιν ἀπὸ τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν ἱερατικῶν οἰκογενειῶν δώδεκα ἄνδρας καὶ τὸν Ἐσερεβίαν καὶ τὸν Σαμίαν καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς ἄλλους δώδεκα ἄνδρας ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς των.
55 καὶ ἔστησα αὐτοῖς τὸ ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον καὶ τὰ ἱερὰ σκεύη τοῦ οἴκου τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ἃ ἐδωρήσατο ὁ βασιλεύς, καὶ οἱ σύμβουλοι αὐτοῦ καὶ οἱ μεγιστᾶνες καὶ πᾶς ᾿Ισραήλ. 55 Εζύγισα και παρέδωκα εις αυτούς το αργύριον και το χρυσίον, τα ιερά σκεύη του ναού Κυρίου του Θεού ημών, τα οποία εδώρησεν ο βασιλεύς και οι σύμβουλοι αυτού και οι μεγιστάνες αυτού και όλος ο Ισραηλιτικός λαός. 55 Καὶ ἔστησα ἐμπρός των καὶ ἐμέτρησα τὸ ἀσῆμι καὶ τὸ χρυσάφι καὶ τὰ ἱερὰ σκεύη τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου μας, τὰ ὁποῖα μᾶς ἐδώρησαν ὁ βασιλεύς, οἱ σύμβουλοί του καὶ οἱ ἄρχοντες καὶ ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται.
56 καὶ στήσας παρέδωκα αὐτοῖς ἀργυρίου τάλαντα ἑξακόσια πεντήκοντα καὶ σκεύη ἀργυρᾶ ταλάντων ἑκατὸν καὶ χρυσίου τάλαντα ἑκατὸν καὶ χρυσώματα εἴκοσι καὶ σκεύη χάλκεα ἀπὸ χρηστοῦ χαλκοῦ στίλβοντα χρυσοειδῆ σκεύη δώδεκα. 56 Εζύγισα, λοιπόν, και παρέδωκα εις αυτούς εξακόσια πενήντα τάλαντα αργυρίου, αργυρά σκεύη αξίας εκατόν ταλάντων, εκατόν τάλαντα χρυσίου, είκοσι χρυσά ποτήρια, δώδεκα τεμάχια χάλκινα σκεύη από καθαρόν χαλκόν, τα οποία έλαμπαν όπως ο χρυσός. 56 Καὶ ἀφοῦ τὰ ἐμέτρησα ἐμπρός των, τοὺς παρέδωσα ἑξακόσια πενῆντα (650) ἀσημένια τάλαντα καὶ σκεύη ἀσημένια ἀξίας ἑκατὸν (100) ταλάντων, ἑκατὸν (100) ἐπίσης τάλαντα χρυσᾶ, εἴκοσι (20) χρυσᾶ σκεύη (φιάλες) καὶ δώδεκα (12) χάλκινα σκεύη, ποὺ ἦσαν ἀπὸ γνήσιον χαλκὸν καὶ ἔλαμπαν σὰν νὰ ἦσαν σκεύη χρυσᾶ.
57 καὶ εἶπα αὐτοῖς· καὶ ὑμεῖς ἅγιοί ἐστε τῷ Κυρίῳ καὶ τὰ σκεύη τὰ ἅγια, καὶ τὸ χρυσίον καὶ τὸ ἀργύριον εὐχὴ τῷ Κυρίῳ, Κυρίῳ τῶν πατέρων ἡμῶν· 57 Και είπα εις αυτούς· Οπως σεις είσθε άγιοι και αφιερωμένοι στον Κυριον, και τα άγια αυτά σκεύη, ο χρυσός και ο άργυρος, είναι άγια, αφιερωμένα και αυτά στον Κυριον, τον Κυριον των πατέρων ημών. 57 Καὶ εἶπα πρὸς αὐτούς: Σεῖς εἶσθε καὶ πρέπει νὰ εἶσθε ἅγιοι καὶ ἀφιερωμένοι εἰς τὸν Κύριον. Ἔτσι καὶ τὰ σκεύη αὐτὰ τὰ ἱερά, καὶ τὸ χρυσάφι καὶ τὸ ἀσῆμι, εἶναι ἅγια, ἀφιερωμένα εἰς τὸν Κύριον, τὸν Κύριον τῶν πατέρων μας.
58 ἀγρυπνεῖτε καὶ φυλάσσετε ἕως τοῦ παραδοῦναι ὑμᾶς αὐτὰ τοῖς φυλάρχοις τῶν ἱερέων καὶ τῶν Λευιτῶν καὶ τοῖς ἡγουμένοις τῶν πατριῶν τοῦ ᾿Ισραὴλ ἐν ῾Ιερουσαλήμ, ἐν τοῖς παστοφορίοις τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. 58 Λοιπόν, αγρυπνήσατε και φυλάξατε αυτά, μέχρις ότου τα παραδώσετε στους αρχηγούς των ιερέων και των Λευιτών, στους αρχηγούς των πατριών του Ισραήλ εις την Ιερουσαλήμ, δια να κατατεθούν αυτά εις τα θησαυροφυλάκια του ναού του Θεού μας. 58 Νὰ ἀγρυπνῆτε λοιπὸν καὶ νὰ προσέχετε, ἕως ὅτου τὰ παραδώσετε εἰς τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν οἰκογενειῶν τῶν ἱερέων καὶ τῶν Λευϊτῶν καὶ εἰς τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν πατριαρχικῶν οἰκογενειῶν τῶν Ἰσραηλιτῶν, ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, εἰς τὰ σκευοφυλάκια καὶ θησαυροφυλάκια τοῦ Ναοῦ τοῦ Θεοῦ μας.
59 καὶ οἱ παραλαβόντες οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται τὸ ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον καὶ τὰ σκεύη τὰ ἐν ῾Ιερουσαλὴμ εἰσήνεγκαν εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ Κυρίου. 59 Οι ιερείς και οι Λευίται, οι οποίοι παρέλαβον το αργύριον και το χρυσίον και τα ιερά αυτά σκεύη, τα έφεραν πράγματι στον εν Ιερουσαλήμ ναόν του Κυρίου. 59 Καὶ πράγματι οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται, ποὺ παρέλαβαν τὸ ἀσῆμι καὶ τὸ χρυσάφι καὶ τὰ σκεύη, ποὺ ἀνῆκαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, τὰ ἔφεραν καὶ τὰ ἔβαλαν μέσα εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου.
60 Καὶ ἀναζεύξαντες ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ Θερὰ τῇ δωδεκάτῃ τοῦ πρώτου μηνὸς ἕως εἰσήλθομεν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ κατὰ τὴν κραταιὰν χεῖρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν τὴν ἐφ᾿ ἡμῖν· καὶ ἐρρύσατο ἡμᾶς ἀπὸ τῆς εἰσόδου ἀπὸ παντὸς ἐχθροῦ, καὶ ἤλθομεν εἰς ῾Ιερουσαλήμ. 60 Την δωδεκάτην δε ημέραν του πρώτου μηνός εξεκινήσαμεν από τον ποταμόν Θερά και επροχωρήσαμεν, έως ότου ήλθομεν εις την Ιερουσαλήμ κάτω από την παντοδύναμον προστατευτικήν χείρα του Κυρίου και Θεού μας. Ο Κυριος μας εφύλαξε και μας εγλύτωσεν στον δρόμον μας από επιθέσεις παντός εχθρού, ώστε εφθάσαμεν ασφαλείς εις την Ιερουσαλήμ. 60 Καὶ ἀφοῦ ἐξεκινήσαμεν ἀπὸ τὸν ποταμὸν Θερὰ κατὰ τὴν δωδεκάτην ἡμέραν τοῦ πρώτου μηνός, ἐπροχωρήσαμεν, ἕως ὅτου εἰσήλθαμεν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ μὲ τὴν πανίσχυρον βοήθειαν τοῦ Κυρίου μας, ὁ Ὁποῖος εἶχεν ἀπλώσει τὸ παντοδύναμον χέρι Του ἐπάνω μας. Καὶ μᾶς ἐλύτρωσεν Ἐκεῖνος ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τῆς πορείας μας ἀπὸ κάθε ἐχθρὸν καὶ ἐφθάσαμεν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
61 καὶ γενομένης αὐτόθι ἡμέρας τρίτης, τῇ ἡμέρᾳ τῇ τετάρτῃ σταθὲν τὸ ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον παρεδόθη ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου ἡμῶν Μαρμωθὶ Οὐρίᾳ ἱερεῖ 61 Οταν επέρασαν τρεις ημέραι, κατά την τετάρτην ημέραν εζυγίσθη το αργύριον και το χρυσίον, παρεδόθη δε δια τον ναόν του Κυρίου στον ιερέα Μαρμωθί, τον υιόν του Ουρίου. 61 Ἀφοῦ δὲ ἐπέρασαν τρεῖς ἡμέραι, ἀπὸ τὴν στιγμὴν ποὺ ἐπατήσαμεν τὸ χῶμα τῆς Ἱερουσαλήμ, κατὰ τὴν τετάρτην ἡμέραν ἐμετρήθη καὶ παρεδόθη τὸ ἀσῆμι καὶ τὸ χρυσάφι εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου μας καὶ συγκεκριμένως εἰς τὸν ἐπὶ κεφαλῆς τῶν ἱερέων, ποὺ ἐλέγετο Μαρμωθὶ καὶ ἦτο υἱὸς τοῦ Οὐρίου.
62 —καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ᾿Ελεάζαρ ὁ τοῦ Φινεές, καὶ ἦσαν μετ᾿ αὐτοῦ ᾿Ιωσαβδὸς ᾿Ιησοῦ καὶ Μωὲθ Σαβάννου, οἱ Λευῖται— πρὸς ἀριθμὸν καὶ ὁλκὴν ἅπαντα, καὶ ἐγράφη πᾶσα ἡ ὁλκὴ αὐτῶν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ. 62 Μαζή με αυτόν ήτο ο Ελεάζαρ, ο υιός του Φινεές, όπως επίσης μαζή του ήσαν ο Ιωσαβδός υιός του Ιησού, και ο Μωέθ υιός του Σαδάννου, οι Λευίται- εκεί έγινεν αρίθμησις και ζύγισις όλων των ιερών σκευών και κατεγράφη το βάρος ενός εκάστου από αυτά την ώραν εκείνην. 62 Μαζί του ἦτο καὶ ὁ Ἐλεάζαρ, ὁ υἱὸς τοῦ Φινεές, παρευρίσκοντο δὲ καὶ ὁ Ἰωσαβδός, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ὁ Μωέθ, ὁ υἱὸς τοῦ Σαβάννου, ποὺ ἦσαν Λευῖται. Ὅλοι αὐτοὶ ἦσαν παρόντες διὰ τὴν ἀρίθμησιν καὶ τὸν ὑπολογισμὸν τῆς ἀξίας ὅλων τῶν σκευῶν καὶ χρημάτων. Καὶ κατεγράφη κατὰ τὴν ἰδίαν ὥραν τὸ βάρος καὶ ἡ ἀξία ὅλων.
63 οἱ δὲ παραγενόμενοι ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας προσήνεγκαν θυσίας τῷ Θεῷ τοῦ ᾿Ισραὴλ Κυρίῳ, ταύρους δώδεκα ὑπὲρ παντὸς ᾿Ισραήλ, κριοὺς ἐνενηκονταέξ, ἄρνας ἑβδομηκονταδύο, τράγους ὑπὲρ σωτηρίου δώδεκα· ἅπαντα θυσίαν τῷ Κυρίῳ. 63 Ολοι δε εκείνοι, οι οποίοι επανήλθαν από την αιχμαλωσίαν εις την Ιερουσαλήμ σώοι, προσέφεραν θυσίαν στον Κυριον τον Θεόν του Ισραήλ δώδεκα ταύρους δι' όλον το ισραηλιτικόν έθνος, ενενηνταέξ κριούς, εβδομηνταδύο αμνούς και δώδεκα τράγους ως θυσίαν υπέρ της σωτηρίας· όλα θυσίαν προς τον Κυριον. 63 Αὐτοὶ δέ, ποὺ ἐπέστρεψαν ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν, προσέφεραν καὶ ἐθυσίασαν εἰς τὸν Θεὸν καὶ Κύριον τοῦ Ἰσραὴλ δώδεκα (12) ταύρους ὑπὲρ ὅλου τοῦ δωδεκαφύλου τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἐνενήντα ἕξι (96) κριάρια, ὀκτὼ διὰ κάθε φυλήν, ἑβδομῆντα δύο (72) ἀρνιά, ἕξι διὰ κάθε φυλήν, καὶ δώδεκα (12) τράγους ὡς εἰρηνικὴν θυσίαν ἐκδηλωσεως εὐγνωμοσύνης διὰ τὴν σωτηρίαν, ποὺ τοὺς ἐχάρισεν ὁ Θεός. Ὅλα αὐτὰ προσεφέρθησαν καὶ ἐκάησαν εἰς τὸ θυσιαστήριον τοῦ Κυρίου.
64 καὶ ἀπέδωκαν τὰ προστάγματα τοῦ βασιλέως τοῖς βασιλικοῖς οἰκονόμοις καὶ τοῖς ἐπάρχοις Κοίλης Συρίας καὶ Φοινίκης, καὶ ἐδόξασαν τὸ ἔθνος καὶ τὸ ἱερὸν τοῦ Κυρίου. 64 Κατόπιν ο Εσδρας και οι περί αυτόν αρχηγοί των πατριών παρέδωσαν τας διαταγάς του βασιλέως στους βασιλικούς υπαλλήλους και στους διοικητάς της Κοίλης Συρίας και Φοινίκης και εδόξασαν το ιουδαϊκόν έθνος και τον ιερόν ναόν του Κυρίου. 64 Μετὰ δὲ τὰς θυσίας ἐπέδωσαν τὰ διατάγματα τοῦ βασιλέως εἰς τοὺς βασιλικοὺς ὑπαλλήλους καὶ διαχειριστὰς τῶν φόρων καὶ εἰς τοὺς ἐπάρχους τῆς Κοίλης Συρίας καὶ τῆς Φοινίκης καὶ ἐδόξασαν τὸ ἔθνος τῶν Ἰουδαίων καὶ τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου.
65 Καὶ τούτων τελεσθέντων προσήλθοσάν μοι οἱ ἡγούμενοι λέγοντες· 65 Οταν έγιναν και ετελείωσαν όλα αυτά, προσήλθον εις εμέ οι αρχηγοί του λαού και μου είπαν· 65 Καὶ ἀφοῦ ἔγιναν αὐτά, μὲ ἐπλησίασαν οἱ προεστοὶ τοῦ λαοῦ καὶ μοῦ εἶπαν:
66 οὐκ ἐχώρισαν τὸ ἔθνος τοῦ ᾿Ισραὴλ καὶ οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται τὰ ἀλλογενῆ ἔθνη τῆς γῆς καὶ τὰς ἀκαθαρσίας αὐτῶν, Χαναναίων καὶ Χετταίων καὶ Φερεζαίων καὶ ᾿Ιεβουσαίων καὶ Μωαβιτῶν καὶ Αἰγυπτίων καὶ ᾿Ιδουμαίων· 66 “ούτε το έθνος των Ισραηλιτών, ούτε οι άρχοντες, ούτε οι ιερείς και οι Λευίται εχωρίσθησαν αυτό τους ξένους λαούς της χώρας και από τα αμαρτωλά μιάσματα αυτών, από τους Χαναναίους, τους Χετταίους, τους Φερεζαίους, τους Ιεδουσαίους, τους Μωαβίτας, τους Αιγυπτίους και τους Ιδουμαίους. 66 (Πρέπει νὰ ξέρῃς ὅτι καὶ οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται δὲν ἐφρόντισαν νὰ κρατήσουν τὸ ἰσραηλιτικὸν ἔθνος μακριὰ ἀπὸ τοὺς ξένους λαοὺς τῆς γῆς καὶ ἀμόλυντον ἀπὸ τοὺς μολυσμούς των, δηλαδὴ μακριὰ ἀπὸ σχέσεις μὲ Χαναναίους, Χετταίους, Φερεζαίους, Ἰεβουσαίους, Μωαβίτας, Αἰγυπτίους καὶ Ἰδουμαίους, ποὺ εἶναι εἰδωλολάτραι.
67 συνῴκησαν γὰρ μετὰ τῶν θυγατέρων αὐτῶν καὶ αὐτοὶ καὶ οἱ υἱοὶ αὐτῶν, καὶ ἐπεμίγη τὸ σπέρμα τὸ ἅγιον εἰς τὰ ἀλλογενῆ ἔθνη τῆς γῆς, καὶ μετεῖχον οἱ προηγούμενοι καὶ οἱ μεγιστᾶνες τῆς ἀνομίας ταύτης ἀπὸ τῆς ἀρχῆς τοῦ πράγματος. 67 Διότι.ήλθον εις γάμον με τας θυγατέρας αυτών, με τας οποίας και συγκατώκησαν και αυτοί και τα παιδιά των και έτσι το άγιον σπέρμα του Ισραήλ, ανεμίχθη και εμολύνθη με τα ξένα έθνη της γης. Και αυτοί ακόμη οι αρχηγοί και οι επίσημοι άνδρες του Ισραήλ συμμετείχον εις την ανομίαν αυτήν εξ αρχής”. 67 Ἀντιθέτως, ἦλθαν εἰς γάμους μὲ τὰς θυγατέρας των καὶ οἱ ἴδιοι καὶ οἱ υἱοί των, καὶ ἔτσι ἀνεμείχθη τὸ ἅγιον σπέρμα τοῦ Ἰσραὴλ μὲ τὰ ξένα ἔθνη τῆς γῆς. Συμμετεῖχαν μάλιστα εἰς τὴν διάπραξιν αὐτῆς τῆς παρανομίας ἀπ’ ἀρχῆς καὶ οἱ προεστοὶ καὶ οἱ ἄρχοντες τοῦ λαοῦ.
68 καὶ ἅμα τῷ ἀκοῦσαί με ταῦτα διέρρηξα τὰ ἱμάτια καὶ τὴν ἱερὰν ἐσθῆτα καὶ κατέτιλα τοῦ τριχώματος τῆς κεφαλῆς καὶ τοῦ πώγωνος καὶ ἐκάθισα σύννους καὶ περίλυπος. 68 Μολις ήκουσα αυτά, έσχισα τα ιμάτιά μου και αυτήν την ιερατικήν μου στολήν, απέσπασα τας τρίχας της κεφαλής και του πώγωνός μου και εκάθισα σκεπτικός και περίλυπος. 68 Μόλις τὰ ἄκουσα αὐτά, ἔσχισα ἀμέσως τὰ ἐνδύματά μου καὶ τὴν ἱερατικήν μου στολὴν καὶ ἐξερρίζωσα τρίχας ἀπὸ τὸ κεφάλι καὶ τὸ πηγούνι μου καὶ ἐκάθισα κατὰ γῆς σκεπτικὸς καὶ περίλυπος.
69 καὶ ἐπισυνήχθησαν πρός με ὅσοι ποτὲ ἐπικινοῦντο ἐπὶ τῷ ρήματι Κυρίου Θεοῦ τοῦ ᾿Ισραήλ, ἐμοῦ πενθοῦντος ἐπὶ τῇ ἀνομίᾳ, καὶ ἐκαθήμην περίλυπτος ἕως τῆς δειλινῆς θυσίας. 69 Ενῷ δε εγώ ήμην πενθών δια την αμαρτίαν αυτήν και εκαθήμην περίλυπος έως της απογευματινής θυσίας, συνεκεντρώθησαν προς εμέ όλοι εκείνοι, οι οποίοι ευλαβούντο το θέλημα Κυρίου του Θεού του Ισραήλ και εκινούντο εις εφαρμογήν του. 69 Καὶ ἐνῷ ἐγὼ ἐκαθόμουν περίλυπος ἕως τὴν ὥραν ποὺ ἐπροσφέρετο ἱ δειλινὴ θυσία καὶ ἐπενθοῦσα διὰ τὴν παρανομίαν των, ἐμαζεύθηκαν κοντά μου ὅσοι ὑπελόγιζαν ἀνέκαθεν τὸν Νόμον τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἔνοιωθαν συγκίνησιν δι’ αὐτόν.
70 καὶ ἐξεγερθεὶς ἐκ τῆς νηστείας, διερρηγμένα ἔχων τὰ ἱμάτια καὶ τὴν ἱερὰν ἐσθῆτα, κάμψας τὰ γόνατα καὶ ἐκτείνας τὰς χεῖρας πρὸς τὸν Κύριον ἔλεγον· 70 Οταν ηγέρθην από την νηστείαν και την συντριβήν αυτήν με σχισμένα τα ενδύματά μου και την ιεράν στολήν, έκαμψα τα γόνατά μου, ύψωσα τας χείρας μου προς τον Κυριον και είπα 70 Καὶ ἀφοῦ ἐσηκώθηκα ἀπὸ τὴν θέσιν τῆς νηστείας καὶ συντριβῆς, ἔτσι ὅπως ἤμουν μὲ σχισμένα τὰ ἐνδύματα καὶ τὴν ἱερατικὴν στολήν, ἐγονάτισα καί, ἀφοῦ ὕψωσα τὰ χέρια πρὸς τὸν Κύριον, ἄρχισα νὰ λέγω:
71 Κύριε, ᾔσχυμμαι καὶ ἐντέτραμμαι κατὰ πρόσωπόν σου· 71 Κυριε, έχω καταληφθή από μεγάλην έντροπην ενώπιόν σου. 71 (Κύριε, μὲ ἔχει κυριεύσει αἰσχύνῃ καὶ μεγάλη ἐντροπὴ ἐνώπιόν σου,
72 αἱ γὰρ ἁμαρτίαι ἡμῶν ἐπλεόνασαν ὑπὲρ τὰς κεφαλὰς ἡμῶν, αἱ δὲ ἄγνοιαι ἡμῶν ὑπερήνεγκαν ἕως τοῦ οὐρανοῦ 72 Διότι αι αμαρτίαι μας επληθύνθησαν και ηυξήθησαν υπέρ τας κεφαλάς μας, αι δε λόγω της αγνοίας μας παραβάσστου θείου σου θελήματος έφθασαν έως στον ουρανόν. 72 διότι αἱ ἁμαρτίαι μας ἐπληθύνθησαν καὶ ἔφθασαν ἐπάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας, αἱ δὲ παραβάσεις τοῦ Νόμου Σου λόγῳ τῆς ἀγνοίας μας ὑψώθηκαν ἕως τὸν οὐρανόν.
73 ἔτι ἀπὸ τῶν χρόνων τῶν πατέρων ἡμῶν, καί ἐσμεν ἐν μεγάλῃ ἁμαρτίᾳ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης. 73 Από τους χρόνους των πατέρων μας και εν συνεχεία μέχρι της ημέρας αυτής αμαρτάνομεν. 73 Ἁμαρτάνομεν διαρκῶς καὶ εἴμαστε βυθισμένοι μέσα εἰς μεγάλην παρανομίαν ἀπὸ τὴν ἐποχὴν τῶν πατέρων μας καὶ μέχρι σήμερον.
74 καὶ διά τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν καὶ τῶν πατέρων ἡμῶν παρεδόθημεν σὺν τοῖς ἀδελφοῖς ἡμῶν καὶ σὺν τοῖς βασιλεῦσιν ἡμῶν καὶ σὺν τοῖς ἱερεῦσιν ἡμῶν τοῖς βασιλεῦσι τῆς γῆς εἰς ρομφαίαν καὶ αἰχμαλωσίαν καὶ προνομὴν μετὰ αἰσχύνης μέχρι τῆς σήμερον ἡμέρας. 74 Εξ αιτίας των προσωπικών μας αμαρτιών και των αμαρτιών των πατέρων μας, παρεδόθη μεν μαζή με τους αδελφούς μας και τους βασιλείς μας και τους ιερείς ημών, εις την κυριαρχίαν των βασιλέων της γης. Αλλοι από ημάς εσφάγησαν με ρομφαίαν, άλλοι ωδηγήθησαν εις αιχμαλωσίαν, άλλοι υπέστησαν λεηλασίας, όλα με πολύν εξευτελισμόν μέχρι της σημερινής ημέρας. 74 Δι αὐτὰς δὲ ἀκριβῶς τὰς ἁμαρτίας καὶ τὰς ἰδικάς μας καὶ τῶν πατέρων μας παρεδόθημεν ἀπὸ Σέ, τὸν Δίκαιον Κύριον, ὅλοι μας, μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς μας, τοὺς βασιλεῖς μας καὶ τοὺς ἱερεῖς μας, εἰς τὰ χέρια τῶν εἰδωλολατρῶν βασιλέων τῆς γῆς διὰ νὰ μᾶς σφάξουν, νὰ μᾶς αἰχμαλωτίσουν καὶ νὰ μᾶς λαφυραγωγήσουν μέχρις ἐξευτελισμοῦ, ὅπως ἔγινε ἕως σήμερον.
75 καὶ νῦν κατὰ πόσον τι ἐγενήθη ἡμῖν ἔλεος παρὰ σοῦ, Κύριε, καταλειφθῆναι ἡμῖν ρίζαν καὶ ὄνομα ἐν τῷ τόπῳ ἁγιάσματός σου 75 Και τώρα πόσον τάχα έλεός σου εδόθη από σε προς ημάς, Κυριε, ώστε να απομείνη κάποιον υπόλειμμα, κάποια ρίζα, κάποιο όνομά μας στον ιερόν τούτον τόπον του ναού σου 75 Καὶ τώρα πόσον ἄραγε εἶναι τὸ ἔλεος, ποὺ ἔδειξες Σύ, Κύριε, ἀπέναντί μας, ὥστε νὰ μείνῃ ἀκόμη ἡ ρίζα καὶ τὸ ὄνομά μς εἰς τὸν ἱερὸν αὐτὸν τόπον τῆς λατρείας Σου;
76 καὶ τοῦ ἀνακαλύψαι φωστῆρα ἡμῖν ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν δοῦναι ἡμῖν τροφὴν ἐν τῷ καιρῷ τῆς δουλείας ἡμῶν; καὶ ἐν τῷ δουλεύειν ἡμᾶς οὐκ ἐγκατελείφθημεν ὑπὸ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, 76 και να αναλάμψη φως εις ημάς στον οίκον Κυρίου του Θεού ημών, οδηγητικόν ωσάν φωτεινόν άστρον, και να μας δώση τροφήν κατά τον καιρόν της δουλείας μας; Δοξασμένον το όνομά σου, διότι και κατά τους χρόνους της δουλείας μας δεν εγκατελείφθημεν από τον Κυριον τον Θεόν μας. 76 Πόσον μᾶς ἐλέησες μὲ τὸ νὰ λάμψῃ ἐμπρός μας φῶς εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας καὶ νὰ μᾶς ζωογονήσῃς, ἀφοῦ μᾶς διέθρεψες κατὰ τὸν καιρὸν τῆς δουλείας μας! Καὶ ἐνῷ ἤμασταν σκλάβοι, δὲν μᾶς ἐγκατέλειψεν ὁ Κύριός μας.
77 ἀλλὰ ἐποίησεν ἡμᾶς ἐν χάριτι ἐνώπιον τῶν βασιλέων Περσῶν δοῦναι ἡμῖν τροφὴν 77 Αλλά έφερεν ετσι τα πράγματα, ώστε ημείς να εύρωμεν χάριν ενώπιον των βασιλέων των Περσών και να μας δίδουν αυτοί τροφάς. 77 Ἀντιθέτως μᾶς ἔκαμεν ἀγαπητοὺς ἐμπρὸς εἰς τοὺς βασιλεῖς τῶν Περσῶν καὶ τοὺς παρεκίνησεν, ὥστε νὰ μᾶς διατρέφουν.
78 καὶ δοξάσαι τὸ ἱερὸν τοῦ Κυρίου ἡμῶν καὶ ἐγεῖραι τὴν ἔρημον Σιών, δοῦναι ἡμῖν στερέωμα ἐν τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ ῾Ιερουσαλήμ. 78 Εκαμεν ώστε να ευλαβηθούν και να τιμήσουν αυτοί τον ναόν του Κυρίου μας και να ευδοκήσουν, ώστε να ανοικοδομηθή η ερημωθείσα Σιών, δια να δοθή εις ημάς κάποια σταθερά και ασφαλής παραμονή εις την Ιουδαίαν και την Ιερουσαλήμ. 78 Τοὺς ἔδωσεν ἐπίσης τὴν καλὴν διάθεσιν, ὥστε νὰ τιμήσουν τὸν ἱερὸν τόπον τῆς λατρείας τοῦ Κυρίου μας καὶ νὰ ἀναστήσουν καὶ πάλιν τὴν ἔρημον Σιὼν καὶ νὰ στερεώσουν τὴν διαμονήν μας εἰς τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὴν Ἱερουσαλήμ.
79 καὶ νῦν τί ἐροῦμεν, Κύριε, ἔχοντες ταῦτα; παρέβημεν γὰρ τὰ προστάγματά σου, ἃ ἔδωκας ἐν χειρὶ τῶν παίδων σου τῶν προφητῶν λέγων, 79 Και τώρα ημείς οι αμαρτωλοί και παραβάται τι θα είπωμεν, Κυριε, έχοντες αυτά υπ' όψιν; Διότι παρέβημεν τα προστάγματά σου, τα οποία δια μέσου των δούλων σου των προφητών παρέδωσες λέγων· 79 Καὶ τώρα, μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτά, τὶ ἠμποροῦμε νὰ ποῦμε, Κύριε; Διότι εἴμαστε παραβάται τῶν ἐντολών Σου, ποὺ μᾶς τὰς διέταξες μὲ τοὺς δούλους Σου τοὺς Προφήτας, ὅταν μᾶς ἔλεγες:
80 ὅτι ἡ γῆ, εἰς ἣν εἰσέρχεσθε κληρονομῆσαι, ἔστι γῆ μεμολυσμένη μολυσμῷ τῶν ἀλλογενῶν τῆς γῆς, καὶ τῆς ἀκαθαρσίας αὐτῶν ἐνέπλησαν αὐτήν. 80 Οτι η γη, εις την οποίαν εισέρχεσθε δια να την κατακτήσετε και κληρονομήσετε, είναι μολυσμένη από τας ηθικάς ακαθαρσίας των ξένων λαών της χώρας αυτής και αι ασχημίαι των την έχουν πλημμυρίσει. 80 Προσέχετε, διότι ἡ χώρα, εἰς τὴν ὁποίαν εἰσέρχεσθε διὰ νὰ τὴν κληρονομήσετε, εἶναι χώρα ποὺ ἔχει μολυνθῆ ἀπὸ τὸν μολυσμὸν τῶν ξένων λαῶν τῆς γῆς. Τὴν ἐγέμισαν μὲ τὴν ἀκαθαρσίαν τῆς εἰδωλολατρίας των.
81 καὶ νῦν τὰς θυγατέρας ὑμῶν μὴ συνοικήσητε τοῖς υἱοῖς αὐτῶν καὶ τὰς θυγατέρας αὐτῶν μὴ λάβητε τοῖς υἱοῖς ὑμῶν· 81 Και τώρα ακούσατέ με. Τας θυγατέρας σας να μη τας δώσετε ως συζύγους στους υιούς των ανδρών της χώρας αυτής και σεις να μη λάβετε τας θυγατέρας εκείνων ως συζύγους δια τα παιδιά σας. 81 Καὶ δι’ αὐτὸ σεῖς τώρα δὲν πρέπει νὰ δώσετε τὰς θυγατέρας σας ὡς συζύγους εἰς τοὺς υἱούς των, οὔτε νὰ πάρετε τὰς θυγατέρας των διὰ τοὺς υἱούς σας.
82 καὶ οὐ ζητήσετε εἰρηνεῦσαι τὰ πρὸς αὐτοὺς τὸν ἅπαντα χρόνον, ἵνα ἰσχύσαντες φάγητε τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς, καὶ κατακληρονομήσητε τοῖς τέκνοις ὑμῶν ἕως αἰῶνος. 82 Καθ' όλον τον χρόνον της ζωής σας δεν θα επιζητήσετε να έχετε ειρήνην με αυτούς, διότι έτσι θα ημπορέσετε να απολαύσετε τα αγαθά της χώρας αυτής και να τα αφήνετε ως κληρονομίαν εις τα παιδιά σας εις όλους τους αιώνας. 82 Δὲν πρέπει ἐπίσης νὰ ἐπιδιώξετε νὰ ἔχετε εἰρηνικὰς σχέσεις μαζί των εἰς ὅλην σας τὴν ζωήν. Μόνον ἔτσι θὰ ἠμπορέσετε νὰ χαρῆτε τὰ ἀγαθὰ τῆς χώρας αὐτῆς καὶ νὰ τὰ ἀφήσετε ὡς κληρονομίαν εἰς τὰ παιδιά σας αἰωνίως.
83 καὶ τὰ συμβαίνοντα πάντα ἡμῖν γίνεται διὰ τὰ ἔργα ἡμῶν τὰ πονηρὰ καὶ τὰς μεγάλας ἁμαρτίας ἡμῶν. σὺ γάρ, Κύριε, ἐκούφισας τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν καὶ 83 Αυτά είπες, Κυριε, δια τούτο και κάθε συμφορά, η οποία μας ευρίσκει, έρχεται ένεκα της κακής μας διαγωγής και των μεγάλων αμαρτιών μας. Και όμως συ, Κυριε, ο ελεήμων μας ανεκούφισες επανειλημμένως από τας αμαρτίας μας 83 Δὲν ἐπροσέξαμεν ὅμως, Κύριε, καὶ ἐξ αἰτίας τῶν πονηρῶν ἔργων μας καὶ τῶν μεγάλων ἁμαρτιῶν μας ἔγιναν ὅλα αὐτὰ τὰ θλιβερὰ γεγονότα εἰς τὴν ζωήν μας. Παρὰ ταῦτα ὅμως, Κύριε, Σὺ ἐλάφρυνες τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας, καὶ
84 ἔδωκας ἡμῖν τοιαύτην ρίζαν· πάλιν ἀνεκάμψαμεν παραβῆναι τὸν νόμον σου εἰς τὸ ἐπιμιγῆναι τῇ ἀκαθαρσίᾳ τῶν ἐθνῶν τῆς γῆς. 84 και έδωσες εις ημάς αυτήν την εθνικήν ρίζαν. Ημείς όμως αδιόρθωτοι επανήλθομεν και πάλιν εις την παράβασιν του νόμου σου, διότι ανεμίχθημεν, δια των παρανόμων αυτών γάμων μας, με τους ακαθάρτους ειδωλολατρικούς λαούς αυτής της χώρας. 84 μᾶς ἐχάρισες αὐτὴν τὴν ρίζαν τοῦ ἔθνους μας, τμῆμα τῆς ὁποίας ἀποτελοῦμεν καὶ ὅσοι εἴμαστε τώρα ἐδῶ, εἰς τὸν τόπον τῆς λατρείας Σου. Καὶ πάλιν ὅμως ἐμεῖς ἐπανήλθαμεν εἰς τὰς παραβάσεις τοῦ Νόμου Σου καὶ ἀνεμείχθημεν μὲ τὸν μολυσμὸν τῶν εἰδωλολατρικῶν λαῶν τῆς γῆς καὶ συνήψαμεν γάμους μὲ αὐτούς.
85 οὐχὶ ὠργίσθης ἡμῖν ἀπολέσαι ἡμᾶς ἕως τοῦ μὴ καταλιπεῖν ρίζαν καὶ σπέρμα καὶ ὄνομα ἡμῶν; 85 Και όμως συ, Κυριε,δεν ωργίσθης, ώστε να μας εξολοθρεύσης εξ ολοκλήρου και να μη μείνη από ημάς ούτε ρίζα, ούτε σπέρμα, ούτε καν τα όνομά μας; 85 Πῶς λοιπὸν ἔπειτα ἀπὸ αὐτὰ δὲν ὠργίσθης ἐναντίον μας, Κύριε, ὥστε νὰ μᾶς ἑξαφανίσῃς ἔτσι, ὥστε νὰ μὴ μείνῃ τίποτε ἰδικόν μας, οὔτε ρίζα, οὔτε σπέρμα, οὔτε τὸ ὄνομά μας;
86 Κύριε τοῦ ᾿Ισραήλ, ἀληθινὸς εἶ· κατελείφθημεν γὰρ ρίζα ἐν τῇ σήμερον. 86 Κυριε, Θεέ του Ισραήλ, συ είσαι αξιόπιστος και συνεπής εις τας υποσχέσεις σου. Δια τούτο και παρέμεινε μέχρι σήμερον κάποια ρίζα από ημάς. 86 Κύριε καὶ Θεὲ τοῦ Ἰσραήλ, εἶσαι ἀληθινὸς καὶ ἀξιόπιστος εἰς τὰς ὑποσχέσεις Σου! Καὶ δι’ αὐτὸ ἀπέμεινε καὶ ὑπάρχει μέχρι σήμερον κάποια ἰδική μας ρίζα.
87 ἰδοὺ νῦν ἐσμεν ἐνώπιόν σου ἐν ταῖς ἀνομίαις ἡμῶν· οὐ γάρ ἐστι στῆναι ἔτι ἔμπροσθέν σου ἐπὶ τούτοις. 87 Ιδού λοιπόν, Κυριε, είμεθα ενώπιόν σου με την συναίσθησιν των ανομιών μας. Δεν έχομεν το θάρρος να σταθώμεν όρθιοι ενώπιόν σου εξ αιτίας των ανομιών μας”. 87 Καὶ νά, τώρα εἴμαστε ἐνώπιόν Σου βυθισμένοι εἰς τὰς ἁμαρτίας μας. Καὶ δὲν τολμοῦμε μετὰ ἀπὸ τόσας παραβάσεις νὰ σταθοῦμε περισσότερον ἐμπρός Σου.
88 Καὶ ὅτε προσευχόμενος ῎Εσδρας ἀνθωμολογεῖτο κλαίων χαμαιπετὴς ἔμπροσθεν τοῦ ἱεροῦ, ἐπισυνήχθησαν πρὸς αὐτὸν ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ ὄχλος πολὺς σφόδρα, ἄνδρες καὶ γυναῖκες καὶ νεανίαι· κλαυθμὸς γὰρ ἦν μέγας ἐν τῷ πλήθει. 88 Την ώραν κατά την οποίαν ο Εσδρας με δάκρυα στους οφθαλμούς και πρηνής ενώπιον του ναού, προσηύχετο και εξωμολογείτο αυτά τα αμαρτήματα, συνεκεντρώθη ολόγυρα προς αυτόν πάρα πολύς λαός από την Ιερουσαλήμ, άνδρες, γυναίκες και νέοι. Ολον δε αυτό το πλήθος συναισθανόμενον την βαρείαν ενοχήν του απέναντι του Κυρίου ανελύθη εις πολύ μεγάλον κλαυθμόν. 88 Καὶ ἐνῷ ὁ Ἔσδρας προσηύχετο καὶ ἐξωμολογεῖτο τὰ ἁμαρτήματα τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἔκλαιε πεσμένος κατὰ γῆς ἐμπρὸς εἰς τὸν Ναόν, ἐμαζεύθηκαν κοντά του ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ πολλὰ πλήθη λαοῦ, ἄνδρες καὶ γυναῖκες καὶ νέοι. Ὅλον δὲ αὐτὸ τὸ πλῆθος ἐπηρεάσθη ἀπὸ τὴν στάσιν τοῦ Ἔσδρα καὶ ἔκλαιαν ὅλοι πολύ.
89 καὶ φωνήσας ᾿Ιεχονίας ᾿Ιεήλου τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ εἶπεν· ῎Εσδρα, ἡμεῖς ἡμάρτομεν εἰς τὸν Κύριον καὶ συνῳκίσαμεν γυναῖκας ἀλλογενεῖς ἐκ τῶν ἐθνῶν τῆς γῆς. καὶ νῦν ἐστιν ἐπάνω πᾶς ᾿Ισραήλ· 89 Τοτε ο Ιεχονίας, υιός του Ιεήλου, από τους απογόνους του Ισραήλ, ανεφώνησε με μεγάλων φωνήν και είπεν· “Εσδρα, ημείς ημαρτήσαμεν ενώπιον του Κυρίου και ελάβαμεν ως συζύγους γυναίκας αλλογενείς από τα ειδωλολατρικά έθνη της γης. Αλλά τώρα όλος ο ισραηλιτικός λαός είναι έτοιμος να επανορθώση το σφάλμα του. 89 Ἐφώναξε τότε ἀπὸ μέρους τῶν Ἰσραηλιτῶν ὁ Ἰεχονίας, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰεήλου, καὶ εἶπεν: Ἔσδρα, ἀναγνωρίζομεν ὅτι ἔχομεν ἁμαρτήσει ἐμεῖς ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, μὲ τὸ νὰ πάρωμεν ὡς συζύγους μας ξένας γυναῖκας ἀπὸ τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη τῆς γῆς. Τώρα ὅμως ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται εἴμαστε ἀποφασισμένοι καὶ θέλομεν νὰ διορθώσωμεν τὰ σφάλματά μας.
90 ἐν τούτῳ γινέσθω ἡμῖν ὁρκωμοσία πρὸς τὸν Κύριον, ἐκβαλεῖν πάσας τὰς γυναῖκας ἡμῶν τὰς ἐκ τῶν ἀλλογενῶν σὺν τοῖς τέκνοις αὐτῶν, ὡς ἐκρίθη σοι, καὶ ὅσοι πειθαρχοῦσι τῷ νόμῳ Κυρίου. 90 Δια τούτο ενόρκως θα υποσχεθώμεν ενώπιον του Κυρίου, να εκδιώξωμεν όλας τας γυναίκας, τας οποίας επήραμεν από τους ξένους λαούς, όπως επίσης και τα παιδιά τα οποία εγεννήθησαν από αυτάς, όπως συ θέλεις. Αυτό θα κάμουν όλοι οι Ισραηλίται, οι οποίοι υπακούουν στον νόμον του Κυρίου. 90 Δι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἂς γίνῃ τώρα ἔνορκος διαβεβαίωσις ἐνώπιον τοῦ Κυρίου ἐκ μέρους μας, ὅτι θὰ διώξωμεν ἀπὸ ἀνάμεσά μας ὅλας τὰς ξένας γυναῖκας μὲ τὰ παιδιά των, ὅπως τὸ ἀπεφάσισες. Καὶ θὰ φανοῦν ἔτσι αὐτοί, ποὺ πειθαρχοῦν εἰς τὸν Κύριον.
91 ἀναστὰς ἐπιτέλει· πρός σε γὰρ τὸ πρᾶγμα, καὶ ἡμεῖς μετὰ σοῦ ἰσχὺν ποιεῖν. 91 Σηκω λοιπόν και κάμε εκείνο το οποίον πρέπει, και ημείς είμεθα μαζή σου, δια να σε βοηθήσωμεν”. 91 Σήκω ἐπάνω καὶ κάμε ὅ,τι κρίνεις σωστόν. Εἰς σὲ ἀνατίθεται τὸ ὅλον θέμα. Ἐμεῖς θὰ εἴμαστε μαζί σου, διὰ νὰ σὲ βοηθήσωμεν εἰς ὅ,τι χρειασθῇς .
92 καὶ ἀναστὰς ῎Εσδρας ὥρκισε τοὺς φυλάρχους τῶν ἱερέων καὶ Λευιτῶν παντὸς τοῦ ᾿Ισραὴλ ποιῆσαι κατὰ ταῦτα· καὶ ὤμοσαν. 92 Ο Εσδρας εσηκώθη και ώρκισε τους αρχηγούς των ιερέων, των Λευιτών και όλων των Ισραηλιτών να εφαρμόσουν όλα αυτά. Εκείνοι δε εδέχθησαν και ωρκίσθησαν. 92 Καὶ ἐσηκώθη πράγματι ὁ Ἔσδρας καὶ ὥρκισε τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν ἱερέων καὶ Λευϊτῶν ὅλων τῶν Ἰσραηλιτῶν, ὅτι θὰ ἐνεργήσουν συμφώνως πρὸς αὐτὰ ποὺ ἐλέχθησαν. Καὶ ἐκεῖνοι ἐσυμφώνησαν καὶ ὠρκίσθηκαν.