Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:37
Δύση: 20:11
Σελ. 17 ημ.
116-250
16ος χρόνος, 5913η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΣΔΡΑΣ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (Δ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἤρξατο ὁ δεύτερος λαλεῖν, ὁ εἴπας περὶ τῆς ἰσχύος τοῦ βασιλέως· 1 Ηρχισεν έπειτα να ομιλή ο δεύτερος, εκείνος ο οποίος είχεν είπει περί της ισχύος του βασιλέως. 1 Καὶ ἄρχισε νὰ ὁμιλῇ ὁ δεύτερος σωματοφύλαξ, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἐκφράσει τὴν γνώμην του ὡς πρὸς τὴν δύναμιν τοῦ βασιλέως:
2 ὦ ἄνδρες, οὐχ ὑπερισχύουσιν οἱ ἄνθρωποι, τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν κατακρατοῦντες καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς; 2 “Ω άνδρες, είπεν, οι άνθρωποι δεν υπερέχουν κατά την ισχύν, αφού είναι κύριοι της ξηράς και της θαλάσσης και όλων όσα υπάρχουν εις αυτάς; 2 Δὲν ὑπερέχουν, ὦ ἄνδρες, οἱ ἄνθρωποι εἰς ὅλην τὴν δημιουργίαν, ἀφοῦ ἐξουσιάζουν τὴν ξηρὰν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ ὅλα, ὅσα ὑπάρχουν εἰς αὐτάς;
3 ὁ δὲ βασιλεὺς ὑπερισχύει καὶ κυριεύει αὐτῶν καὶ δεσπόζει αὐτῶν, καὶ πᾶν ὃ ἐὰν εἴπῃ αὐτοῖς, ἐνακούουσιν. 3 Ο βασιλεύς όμως είναι ισχυρότερος από όλους τους ανθρώπους, είναι κύριος αυτών, εξουσιάζει επάνω εις αυτούς και παν ο,τι θα είπη εις αυτούς, εκείνοι τον υπακούουν. 3 Ὁ βασιλεὺς ὅμως εἶναι ἀνώτερός των. Τοὺς ἐξουσιάζει καὶ τοὺς κυβερνᾷ. Καὶ ὀτιδήποτε θὰ τοὺς εἰπῇ, τὸ ἀκούουν καὶ συμμορφώνονται πρὸς τὰς διαταγάς του.
4 ἐὰν εἴπῃ αὐτοῖς ποιῆσαι πόλεμον ἕτερος πρὸς τὸν ἕτερον, ποιοῦσιν· ἐὰν δὲ ἐξαποστείλῃ αὐτοὺς πρὸς τοὺς πολεμίους, βαδίζουσι καὶ κατεργάζονται τὰ ὄρη καὶ τὰ τείχη καὶ τοὺς πύργους, 4 Εάν ο βασιλεύς τους διατάξη να κάμουν πόλεμον ο ενας εναντίον του άλλου, οι άνθρωποι τον κάμνουν. Εάν ο βασιλεύς αποστείλη τους στρατιώτας του εναντίον εχθρών, αυτοί βαδίζουν όπως διετάχθησαν και τα πάντα κάμνουν δια να καθυποτάξουν όρη, τείχη και πύργους. 4 Ἐὰν τοὺς διατάξῃ νὰ πολεμήσουν μεταξύ των, τὸ κάμνουν ἀμέσως. Ἐὰν τοὺς στείλῃ νὰ ἀγωνισθοῦν ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν, προχωροῦν καὶ φτιάχνουν τεχνητοὺς λόφους καὶ ἔργα εἰς τὰ βουνὰ καὶ τείχη καὶ πύργους διὰ τὴν μάχην καὶ τὴν νίκην.
5 φονεύουσι καὶ φονεύονται, καὶ τὸν λόγον τοῦ βασιλέως οὐ παραβαίνουσιν· ἐὰν δὲ νικήσωσι, τῷ βασιλεῖ κομίζουσι πάντα, καὶ ὅσα ἐὰν προνομεύσωσι καὶ τὰ ἄλλα πάντα. 5 Φονεύουν και φονεύονται και την διαταγήν του βασιλέως δεν παραβαίνουν. Εάν νικήσουν, στον βασιλέα φέρουν τα πάντα, όσα θα λαφυραγωγήσουν και όλα τα άλλα, χωρίς καμμίαν εξαίρεσιν. 5 Σκοτώνουν καὶ σκοτώνονται καὶ δὲν παραβαίνουν τὴν διαταγὴν τοῦ βασιλέως των. Καὶ ἐὰν νικήσουν εἰς τὸν πόλεμον, προσφέρουν εἰς τὸν βασιλέα τὰ πάντα, καὶ αὐτὰ ποὺ θὰ πάρουν ὡς λάφυρα ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς καὶ ὅλα τὰ ἄλλα.
6 καὶ ὅσοι οὐ στρατεύονται οὐδὲ πολεμοῦσιν, ἀλλὰ γεωργοῦσι τὴν γῆν, πάλιν ὅταν σπείρωσι, θερίσαντες ἀναφέρουσι τῷ βασιλεῖ· καὶ ἕτερος τὸν ἕτερον ἀναγκάζοντες ἀναφέρουσι τοὺς φόρους τῷ βασιλεῖ. 6 Οσοι δε από τους ανθρώπους δεν επιστρατεύονται και δεν λαμβάνουν μέρος στον πόλεμον, αλλά επιδίδονται εις την γεωργίαν, αυτοί, όταν σπείρουν και θερίσουν, προσφέρουν τα προϊόντα των στον βασιλέα. Και αναγκάζει ο ένας τον άλλον να πληρώνουν τους φόρους στον βασιλέα. 6 Ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ποὺ διὰ διαφόρους λόγους δὲν κατατάσσονται εἰς τὸν στρατὸν καὶ δὲν πολεμοῦν, ἀλλὰ μένουν εἰς τὰ μετόπισθεν καὶ καλλιεργοῦν τὴν γῆν, κάμνονν κάτι παρόμοιον. Ὅταν δηλαδὴ σπείρουν καὶ θερίσουν, προσφέρουν τὰ ἀγαθά των εἰς τὸν βασιλέα. Καὶ ἀναγκάζει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον νὰ δίνουν τοὺς φόρους εἰς τὸν βασιλέα.
7 καὶ αὐτὸς εἷς μόνος ἐστίν· ἐὰν εἴπῃ ἀποκτεῖναι, ἀποκτέννουσιν· ἐὰν εἴπῃ ἀφεῖναι, ἀφιοῦσιν· 7 Αυτός είναι ο ένας και απόλυτος κύριος. Εάν διατάξη να εκτελέσουν κάποιον, τον εκτελούν. Εάν είπη να τον αφήσουν ελεύθερον, τον αφήνουν. 7 Ὁ βασιλεὺς εἶναι ὁ ἀπόλυτος μονάρχης. Ἐὰν διατάξῃ νὰ σκοτωθῇ κάποιος, τὸν σκοτώνουν ἀμέσως. Ἐὰν ἀντιθέτως διατάξῃ νὰ ἀθωωθῇ, τὸν ἀφήνουν ἐλεύθερον.
8 εἶπε πατάξαι, τύπτουσιν· εἶπεν ἐρημῶσαι, ἐρημοῦσιν· εἶπεν οἰκοδομῆσαι, οἰκοδομοῦσιν· 8 Εάν διατάξη ο βασιλεύς να κτυπήσουν κάποιον, τον κτυπούν. Είπε να ερημώσουν περιοχάς, και τας ερημώνουν. Είπε να ανοικοδομήσουν οικίας και πόλεις, και τας ανοικοδομούν. 8 Διατάζει νὰ κτυπήσουν κάποιον, καὶ τὸν κτυποῦν. Διατάζει νὰ ἐρημωθῇ ἕνας τόπος, καὶ τὸν ἐρημώνουν. Διατάζει νὰ οἰκοδομηθῇ, καὶ τὸν οἰκοδομοῦν.
9 εἶπεν ἐκκόψαι, ἐκκόπτουσιν· εἶπε φυτεῦσαι, φυτεύουσι. 9 Είπεν ο βασιλεύς να υλοτομήσουν περιοχάς και ξερριζώνουν τα πάντα. Είπεν ο βασιλεύς να κάμουν δενδροφυτεύσεις οι άνθρωποι και εκείνοι δενδροφυτεύουν. 9 Διατάζει νὰ ἐκριζωθοῦν τὰ δένδρα τῶν δασῶν, καὶ τὰ ἐκριζώνουν. Διατάζει νὰ φυτεύσουν δένδρα, καὶ φυτεύουν.
10 καὶ πᾶς ὁ λαὸς αὐτοῦ καὶ αἱ δυνάμεις αὐτοῦ ἐνακούουσι. πρὸς δὲ τούτοις, αὐτὸς ἀνάκειται, ἐσθίει καὶ πίνει καὶ καθεύδει, 10 Ολος ο λαός του και αι στρατιωτικαί δυνάμεις υπακούουν εις αυτόν. Επί πάσι δε τούτοις, αυτός ανακλίνεται παρά την τράπεζαν του φαγητού, τρώγει και πίνει και κατόπιν κοιμάται, 10 Ὅλος δὲ ὁ λαός του καὶ ὅλοι οἱ στρατιῶται του τὸν ὑπακούουν. Ἐπὶ πλέον δέ, ἐνῷ οἱ ἄλλοι κάμνουν τὰ ἔργα των, αὐτὸς ξαπλώνει, τρώγει, πίνει καὶ κοιμᾶται·
11 αὐτοὶ δὲ τηροῦσι κύκλῳ περὶ αὐτὸν καὶ οὐ δύνανται ἕκαστος ἀπελθεῖν καὶ ποιεῖν τὰ ἔργα αὐτοῦ, οὐδὲ παρακούουσιν αὐτοῦ. 11 οι άνθρωποι κύκλω από αυτόν φρουρούν και δεν ημπορεί κανείς να απέλθη και να ασχοληθή με τα έργα του, ούτε και παρακούουν αυτόν εις τίποτε. 11 οἱ δὲ αὐλικοί του ἀγρυπνοῦν καὶ τὸν προσέχουν ὁλόγυρά του. Δὲν ἠμπορεῖ δὲ νὰ φύγῃ κανεὶς καὶ νὰ κάμνῃ τὰ ἔργα του, οὔτε νὰ παρακούσῃ εἰς τὰς διαταγὰς τοῦ βασιλέως.
12 ὦ ἄνδρες, πῶς οὐχ ὑπερισχύει ὁ βασιλεύς, ὅτι οὕτως ἐπάκουστός ἐστι; καὶ ἐσίγησεν. 12 Ω άνδρες, πως ο βασιλεύς δεν υπερέχει από όλους κατά την ισχύν, αφού κατ' αυτόν τον τρόπον υπακούεται από όλους και εις όλα;” Επειτα από αυτά εσιώπησεν. 12 Πῶς λοιπόν, ὦ ἄνδρες, δὲν εἶναι ἀνώτερος ὅλων ὁ βασιλεύς, ἀφοῦ τὸν ὑπολογίζουν καὶ τὸν ἀκούουν ἔτσι ὅλοι; Καὶ ἀφοῦ εἶπεν αὐτὰ ὁ σωματοφύλαξ, ἐσιώπησε.
13 ῾Ο δὲ τρίτος ὁ εἴπας περὶ τῶν γυναικῶν καὶ τῆς ἀληθείας -οὗτός ἐστι Ζοροβάβελ- ἤρξατο λαλεῖν· ἄνδρες, 13 Ο δε τρίτος, ο οποίος εξέφρασε την γνώμην ότι αι γυναίκες και η αλήθεια υπερισχύουν- αυτός είναι ο Ζοροβάβελ- ηρχισε να ομιλή και να αναπτύσση την γνώμην του. 13 Ὁ δὲ τρίτος σωματοφύλαξ τοῦ Δαρείου, ποὺ ἦτο ὁ Ζοροβάβελ καὶ εἶχεν ἐκφράσει τὴν ἄποψίν του διὰ τὴν δύναμιν τῶν γυναικῶν καὶ τῆς ἀληθείας, ἐπῆρε τὸν λόγον καὶ εἶπεν: Ἐξοχώτατοι!
14 οὐ μέγας ὁ βασιλεὺς καὶ πολλοὶ οἱ ἄνθρωποι καὶ ὁ οἶνος ἰσχύει; τίς οὖν ὁ δεσπόζων αὐτῶν ἢ τίς ὁ κυριεύων αὐτῶν; οὐχ αἱ γυναῖκες; 14 “Ω άνδρες, είπε, πράγματι δεν είναι μέγας ο βασιλεύς και πολλοί οι άνθρωποι και δεν έχει όντως μεγάλην ισχύν ο οίνος; Ποίος όμως είναι εκείνος, ο οποίος επιβάλλεται επάνω εις αυτούς και ποιός είναι εκείνος, ο οποίος κυριαρχεί επάνω των; Δεν είναι αι γυναίκες; 14 Δὲν παραδέχεσθε καὶ σεῖς, ὅτι ὁ βασιλεὺς εἶναι μέγας καὶ ἰσχυρὸς καὶ πολλοὶ οἱ ὑπήκοοί του καὶ ὅτι τὸ κρασί ἔχει μεγάλην δύναμιν; Ποῖος ὅμως εἶναι αὐτός, ποὺ τὰ κυβερνᾷ ὅλα αὐτὰ καὶ ποῖος τὰ ἐξουσιάζει; Δὲν εἶναι οἰ γυναῖκες;
15 αἱ γυναῖκες ἐγέννησαν τὸν βασιλέα καὶ πάντα τὸν λαόν, ὃς κυριεύει τῆς θαλάσσης καὶ τῆς γῆς· 15 Αι γυναίκες εγέννησαν τον βασιλέα και όλους τους λαούς, οι οποίοι κυριαρχούν εις την θάλασσαν και την ξηράν. 15 Οἱ γυναῖκες ἐγέννησαν τὸν βασιλέα καὶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἐξουσιάζουν τὴν θάλασσαν καὶ τὴν ξηράν.
16 καὶ ἐξ αὐτῶν ἐγένοντο, καὶ αὗται ἐξέθρεψαν αὐτοὺς τοὺς φυτεύσαντας τοὺς ἀμπελῶνας, ἐξ ὧν ὁ οἶνος γίνεται. 16 Από αυτάς εγεννήθησαν οι βασιλείς και οι άλλοι άνθρωποι και αυταί ανέθρεψαν και εκείνους, που εφύτευσαν αμπελώνας, εκ των οποίων αμπελώνων παράγεται ο οίνος. 16 Ἀπὸ αὐτὰς ἐγεννήθησαν καὶ αὐταὶ ἀνέθρεψαν καὶ ἐμεγάλωσαν αὐτούς, ποὺ ἐφύτευσαν τὰ ἀμπέλια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα προέρχεται τὸ κρασί.
17 καὶ αὗται ποιοῦσι τὰς στολὰς τῶν ἀνθρώπων, καὶ αὗται ποιοῦσι δόξαν τοῖς ἀνθρώποις, καὶ οὐ δύνανται οἱ ἄνθρωποι χωρὶς τῶν γυναικῶν εἶναι. 17 Αυταί κατασκευάζουν τας στολάς των ανθρώπων και αυταί ενεργούν, δια να έχουν καλήν εμφάνισιν και δόξαν οι άνθρωποι, γενικώτερον δε δεν ημπορούν να υπάρξουν και να ζήσουν οι άνθρωποι χωρίς τας γυναίκας. 17 Οἱ γυναῖκες ἐπίσης κατασκευάζουν τὰς στολὰς καὶ ἐνδυμασίας τῶν ἀνδρῶν. Καὶ αὐταὶ φροντίζουν διὰ τὴν ἐξωτερικὴν ἐμφάνισιν καὶ λαμπρότητα τῶν ἀνδρῶν. Δὲν ἠμποροῦν δὲ οἱ ἄνδρες νὰ ζήσουν χωρὶς τὰς γυναῖκας.
18 ἐὰν δὲ συναγάγωσι χρυσίον καὶ ἀργύριον καὶ πᾶν πρᾶγμα ὡραῖον καὶ ἴδωσι γυναῖκα μίαν καλὴν τῷ εἴδει καὶ τῷ κάλλει, 18 Εάν δε οι άνδρες συγκεντρώσουν χρυσόν και άργυρον και κάθε άλλο ωραίον πράγμα, όταν ίδουν μίαν ευειδή γυναίκα και καλής σωματικής διαπλάσεως, 18 Ἐὰν ἐπίσης οἱ ἄνδρες μαζεύσουν χρυσάφι καὶ ἀσῆμι καὶ κάθε ὡραῖον πρᾶγμα καὶ ἰδοῦν μίαν ἐμφανίσιμον καὶ ὡραίαν γυναῖκα,
19 ταῦτα πάντα ἀφέντες, εἰς αὐτὴν ἐκκέχηναν καὶ χάσκοντες τὸ στόμα θεωροῦσιν αὐτήν, καὶ πάντες αὐτὴν αἱρετίζουσι μᾶλλον ἢ τὸ χρυσίον καὶ τὸ ἀργύριον καὶ πᾶν πρᾶγμα ὡραῖον. 19 αφήνουν όλα τα άλλα και την παρατηρούν χάσκοντες και με άνρικτον το στόμα. Και όλοι προτιμούν αυτήν μάλλον παρά τον χρυσόν και τον άργυρον και κάθε τι άλλο ωραίον πράγμα. 19 τὰ ἀφήνουν ὅλα αὐτὰ καὶ χαζεύουν βλέποντάς την. Καὶ τὴν παρατηροῦν μὲ ἀνοικτὸν τὸ στόμα των. Προτιμοῦν δὲ ὅλοι αὐτὴν τὴν ὡραίαν γυναῖκα μᾶλλον παρὰ τὸ χρυσάφι καὶ τὸ ἀσῆμι καὶ κάθε ὡραῖον πρᾶγμα.
20 ἄνθρωπος τὸν ἑαυτοῦ πατέρα ἐγκαταλείπει, ὃς ἐξέθρεψεν αὐτόν, καὶ τὴν ἰδίαν χώραν καὶ πρὸς τὴν ἰδίαν γυναῖκα κολλᾶται 20 Καθε άνθρωπος εγκαταλείπει τον πατέρα του, αυτόν ο οποίος τον ανέθρεψε, εγκαταλείπει και την πατρίδα του και προσκολλάται προς την γυναίκα του. 20 Κάθε ἄνδρας ἐπίσης ἐγκαταλείπει τὸν πατέρα του, ποὺ τὸν ἀνέθρεψε, καὶ τὴν πατρίδα του, ὅπου ἐμεγάλωσε, καὶ προσκολλᾶται εἰς τὴν γυναῖκα του.
21 καὶ μετὰ τῆς γυναικὸς ἀφίησι τὴν ψυχὴν καὶ οὔτε τὸν πατέρα μέμνηται οὔτε τὴν μητέρα οὔτε τὴν χώραν. 21 Προς χάριν της γυναικός του θυσιάζει την ζωήν του και δεν ενθυμείται ούτε τον πατέρα του, ούτε την μητέρα του, ούτε την πατρίδα του. 21 Διὰ τὴν γυναῖκα του δὲ καὶ πρὸς χάριν της θυσιάζει καὶ τὴν ζωήν του καὶ δὲν θυμᾶται πλέον οὔτε τὸν πατέρα του, οὔτε τὴν μητέρα του, οὔτε τὴν πατρίδα του.
22 καὶ ἐντεῦθεν δεῖ ὑμᾶς γνῶναι ὅτι αἱ γυναῖκες κυριεύουσιν ὑμῶν· οὐχὶ πονεῖτε καὶ μοχθεῖτε, καὶ πάντα ταῖς γυναιξὶ δίδοτε καὶ φέρετε; 22 Από όλα αυτά, που σας είπα, είσθε υποχρεωμένοι και σεις να αναγνωρίσετε, ότι αι γυναίκες κυριαρχούν επάνω σας. Σεις οι ίδιοι δεν εργάζεσθε και δεν υποβάλλεσθε εις κόπους και ταλαιπωρίας, και όλας τας προσόδους σας δίδετε και φέρετε εις τας γυναίκας σας; 22 Καὶ ἀπὸ αὐτὸ ἐπίσης πρέπει νὰ καταλάβετε ὅτι σᾶς ἐξουσιάζουν οἱ γυναῖκες: Δὲν κοπιάζετε καὶ δὲν μοχθεῖτε σεῖς καὶ εἰς τὸ τέλος τὰ δίνετε καὶ τὰ προσφέρετε ὅλα, ὅσα ἀποκτήσετε, εἰς τὰς γυναῖκας;
23 καὶ λαμβάνει ὁ ἄνθρωπος τὴν ρομφαίαν αὐτοῦ καὶ ἐκπορεύεται ἐξοδεύειν καὶ λῃστεύειν καὶ κλέπτειν καὶ εἰς τὴν θάλασσαν πλεῖν καὶ ποταμούς· 23 Ο άνθρωπος παίρνει το ξίφος του, φεύγει από το σπίτι, εξέρχεται δια να ληστεύση και κλέψη, πλέει εις ποταμούς και θαλάσσας. 23 Παίρνει ἐπίσης διὰ τὴν γυναῖκα ὁ ἄνδρας τὴν ρομφαίαν του καὶ βγαίνει καὶ γυρίζει ἔξω εἰς τοὺς δρόμους καὶ λῃστεύει καὶ κλέβει καὶ διαπλέει τὴν θάλασσαν καὶ τοὺς ποταμούς.
24 καὶ τὸν λέοντα θεωρεῖ καὶ ἐν σκότει βαδίζει, καὶ ὅταν κλέψῃ καὶ ἁρπάσῃ καὶ λωποδυτήσῃ, τῇ ἐρωμένῃ ἀποφέρει. 24 Κατά τας επιχειρήσστου αυτάς βλέπει τον λέοντα και τον καταφρονεί. Βαδίζει εις τα σκότη, δια να επιτύχη στο σκοτεινόν έργον του. ' Οταν δε κλέψη και αρπάση και λωποδυτήση, φέρει όλα αυτά εις την ερωμένην του. 24 Καὶ ἠμπορεῖ νὰ συναντήσὴ εἰς τὸν δρόμον του καὶ λεοντάρι, βαδίζει δὲ καὶ εἰς τὸ σκοτάδι. Καὶ ὅταν κλέψῃ καὶ ἀρπάξῃ καὶ γίνῃ λωποδύτης, προσφέρει ὅλα, ὅσα ἔκλεψεν, εἰς τὴν ἀγαπημένην του.
25 καὶ πλεῖον ἀγαπᾷ ἄνθρωπος τὴν ἰδίαν γυναῖκα μᾶλλον ἢ τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα· 25 Γενικώτερον οι άνδρες αγαπούν πολύ περισσότερον την γυναίκα των από τον πατέρα και την μητέρα των. 25 Καὶ γενικῶς πλέον ὁ ἄνδρας ἀγαπᾷ περισσότερον τὴν γυναῖκα του ἀπὸ ὅ,τι τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα του.
26 καὶ πολλοὶ ἀπενοήθησαν· ταῖς ἰδίαις διανοίαις διὰ τὰς γυναῖκας καὶ δοῦλοι ἐγένοντο δι᾿ αὐτάς, 26 Πολλοί άνδρες ετρελλάθηκαν και έχασαν τα λογικά των εξ αιτίας των γυναικών και έγιναν προς χάριν εκείνων δούλοι. 26 Πολλοὶ δὲ εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ ἐτρελλάθηκαν καὶ ἔχασαν τὰ λογικά των λόγῳ τῶν γυναικῶν καὶ ἔγιναν δοῦλοι ἐξ αἰτίας των.
27 καὶ πολλοὶ ἀπώλοντο καὶ ἐσφάλησαν καὶ ἡμάρτοσαν διὰ τὰς γυναῖκας. 27 Πολλοί δε είναι εκείνοι, οι οποίοι κατεστράφησαν και περιέπεσαν εις σφάλματα και παρέβησαν το θέλημα του Θεού εξ αιτίας των γυναικών. 27 Πολλοὶ ἐπίσης ἐχάθηκαν καὶ ἔκαμαν μεγάλα σφάλματα καὶ ἁμαρτήματα χάριν τῶν γυναικῶν.
28 καὶ νῦν οὐ πιστεύετέ μοι; οὐχὶ μέγας ὁ βασιλεὺς τῇ ἐξουσίᾳ αὐτοῦ; οὐχὶ πᾶσαι αἱ χῶραι εὐλαβοῦνται ἅψασθαι αὐτοῦ; 28 Ακόμη εξακολουθείτε να μη πιστεύετε αυτά, που σας είπα; Ιδού ένα παράδειγμα. Δεν είναι μέγας ο βασιλεύς με την απεριόριστον εξουσίαν, που έχει; Οι κάτοικοι όλων των χωρών δεν φοβούνται και να εγγίσουν απλώς αυτόν; 28 Δὲν μὲ πιστεύετε ἄραγε ἀκόμη; Σᾶς λέγω λοιπὸν καὶ τὸ ἑξῆς: Δὲν παραδέχονται ὅλοι ὅτι ὁ βασιλεύς μὲ τὴν ἐξουσίαν του εἶναι μέγας; Καὶ δὲν φοβοῦνται ὅλοι οἱ κάτοικοι τῶν χωρῶν του ἀκόμη καὶ να τὸν ἐγγίσουν;
29 ἐθεώρουν αὐτὸν καὶ ᾿Απάμην τὴν θυγατέρα Βαρτάκου τοῦ θαυμαστοῦ, τὴν παλλακὴν τοῦ βασιλέως, καθημένην ἐν δεξιᾷ τοῦ βασιλέως 29 Και όμως έβλεπα τον βασιλέα αυτόν και την Απάμην, την θυγατέρα του αξιοθαυμάστου Βαρτάκου, η οποία είναι δευτέρας σειράς σύζυγος του βασιλέως, την έβλεπα να κάθεται δεξιά από τον βασιλέα, 29 Παρὰ ταῦτα ὅμως εἶδα κάποτε ἐγὼ τὸν ἴδιον τὸν βασιλέα καὶ τὴν Ἀπάμην, τὴν κόρην τοῦ περιφήμου Βαρτάκου καὶ παλλακὴν τοῦ βασιλέως, να κάθεται εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ βασιλέως.
30 καὶ ἀφαιροῦσαν τὸ διάδημα ἀπὸ τῆς κεφαλῆς τοῦ βασιλέως καὶ ἐπιτιθοῦσαν ἑαυτῇ καὶ ἐρράπιζε τὸν βασιλέα τῇ ἀριστερᾷ· 30 να αφαιρή το βασιλικόν διάδημα από την κεφαλήν του βασιλέως και να το θέτη στο ιδικόν της κεφάλι και να ραπίζη τον βασιλέα με το αριστερό της χέρι. 30 Τὴν εἶδα να βγάζῃ τὸ στέμμα ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ βασιλέως καὶ να τὸ βάζῃ εἰς τὸ κεφάλι της μὲ τὸ δεξιόν της χέρι, ἐνῷ μὲ τὸ ἀριστερὸν ἐχαστούκιζε τὸν βασιλέα.
31 καὶ πρὸς τούτοις ὁ βασιλεὺς χάσκων τὸ στόμα ἐθεώρει αὐτήν. καὶ ἐὰν προσγελάσῃ αὐτῷ, γελᾷ· ἐὰν δὲ πικρανθῇ ἐπ᾿ αὐτόν, κολακεύει αὐτήν, ὅπως διαλλαγῇ αὐτῷ. 31 Παρ όλα αυτά ο βασιλεύς την έβλεπε με ανοικτόν το στόμα. Εάν εκείνη εγελούσε, εγελούσε και ο βασιλεύς. Εάν εκείνη εφαίνετο πικραμμένη και στενοχωρημένη εναντίον του, ο βασιλεύς την εκολάκευε, δια να συμφιλιωθή προς αυτόν. 31 Καὶ παρὰ ταῦτα ὁ βασιλεὺς ἔχασκε καὶ τὴν ἔβλεπε μὲ ἀνοικτὸν τὸ στόμα του. Ὅταν δὲ τοῦ ἐγελοῦσεν ἐκείνη, ἐγελοῦσε καὶ ὁ βασιλεύς. Ἀντιθέτως, ὅταν ἦταν θυμωμένη ἐναντίον του, τὴν ἐκολάκευε, διὰ να συμφιλιωθῇ μαζί του.
32 ὦ ἄνδρες, πῶς οὐχὶ ἰσχυραὶ αἱ γυναῖκες, ὅτι οὕτως πράσσουσι; 32 Ω άνδρες, πως λοιπόν δεν είναι αι γυναίκες ισχυρότεραι από τους άνδρας, αφού αυταί τέτοια έργα κάνουν εις βάρος των ανδρών;” 32 Πῶς λοιπόν, ὦ ἄνδρες, δὲν ἔχουν μεγάλην δύναμην οἱ γυναῖκες, ἐφ’ ὅσον κάμνουν τέτοια πράγματα;
33 καὶ τότε ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ μεγιστᾶνες ἔβλεπον εἷς τὸν ἕτερον. καὶ ἤρξατο λαλεῖν περὶ τῆς ἀληθείας. 33 Ο βασιλεύς και οι επίσημοι άνδρες του, όταν ήκουσαν όλα αυτά, παρατηρούσαν ο ένας τον άλλον με πολλήν έκπληξιν. Ο Ζοροβάβελ ήρχισε τότε, να αναπτύσση την γνώμην του περί της δυνάμεως, την οποίαν έχει η αλήθεια και είπε· 33 Ὅταν ἄκουσαν αὐτὰ ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ μεγιστᾶνες, ἔβλεπαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Καὶ ὁ Ζοροβάβελ ἄρχισε να ὁμιλῇ ἐν συνεχείᾳ διὰ τὴν ἀλήθειαν.
34 ἄνδρες, οὐχὶ ἰσχυραὶ αἱ γυναῖκες; μεγάλη ἡ γῆ καὶ ὑψηλὸς ὁ οὐρανὸς καὶ ταχὺς τῷ δρόμῳ ὁ ἥλιος, ὅτι στρέφεται ἐν τῷ κύκλῳ τοῦ οὐρανοῦ καὶ πάλιν ἀποτρέχει εἰς τὸν ἑαυτοῦ τόπον ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ. 34 “Ω άνδρες, ισχυραί δεν είναι αι γυναίκες; Βεβαίως· αλλά μεγάλη είναι η γη και υψηλός ο ουρανός και ταχύς ο ήλιος εις την διαδρομήν του, διότι στρέφεται στον κύκλον του ουρανού και πάλιν επανέρχεται στον τόπον, από τον οποίον εξεκίνησε κατά το διάστημα μιας μόνον ημέρας. 34 Δὲν εἴπαμεν, ὦ ἄνδρες, ὅτι εἶναι δυνατὲς οἱ γυναῖκες; Καὶ δὲν εἶναι ἐπίσης μεγάλη ἡ γῆ καὶ ὑψηλὸς ὁ οὐρανὸς καὶ ταχὺς εἰς τὴν πορείαν του ὁ ἥλιος, ἀφοῦ στρέφεται γύρω ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ ἐπιστρέφει καὶ πάλιν εἰς τὴν θέσιν, ἀπὸ ὅπου ἐξεκίνησε, μέσα εἰς μίαν ἡμέραν;
35 οὐχὶ μέγας ὃς ταῦτα ποιεῖ; καὶ ἡ ἀλήθεια μεγάλη καὶ ἰσχυροτέρα παρὰ πάντα. 35 Αλλά δεν είναι ασυγκρίτως πολύ μέγας αυτός, ο οποίος τα εδημιούργησεν; Η Αλήθεια, λοιπόν, είναι μεγάλη και πολύ ισχυροτέρα από όλα αυτά. 35 Δὲν εἶναι ὅμως μέγας καὶ ἰσχυρὸς καὶ αὐτός, ποὺ τὰ κάμνει ὅλα αὐτά; Ἡ ἀλήθεια λοιπόν, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸν ἀληθινὸν Κύριον, εἶναι μεγάλη καὶ ἀνωτέρα ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα.
36 πᾶσα ἡ γῆ τὴν ἀλήθειαν καλεῖ, καὶ ὁ οὐρανὸς αὐτὴν εὐλογεῖ, καὶ πάντα τὰ ἔργα σείεται καὶ τρέμει, καὶ οὐκ ἔστι μετ᾿ αὐτῆς ἄδικον οὐδέν. 36 Ολόκληρος η γη την αλήθειαν προσκαλεί. Ο ουρανός αυτήν επαινεί και όλα τα δημιουργήματα συγκλονίζονται και τρέμουν ενώπιόν της· και δεν υπάρχει μαζή με την αλήθειαν, τίποτε απολύτως το άδικον. 36 Ὅλη ἡ γῆ τὴν ἀλήθειαν προσκαλεῖ καὶ ὁ οὐρανὸς τὴν ἀλήθειαν ἐπαινεῖ. Ὅλα δὲ τὰ ἔργα τῆς γῆς συγκλονίζονται καὶ τρέμουν ἐμπρὸς εἰς τὴν ἀλήθειαν καὶ καμμία ἀδικία δὲν ὑπάρχει εἰς αὐτήν.
37 ἄδικος ὁ οἶνος, ἄδικος ὁ βασιλεύς, ἄδικοι αἱ γυναῖκες, ἄδικοι πάντες οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἄδικα πάντα τὰ ἔργα αὐτῶν τὰ τοιαῦτα· καὶ οὐκ ἔστιν ἐν αὐτοῖς ἀλήθεια, καὶ ἐν τῇ ἀδικίᾳ αὐτῶν ἀπολοῦνται. 37 Αδικος όμως είναι ο οίνος, άδικος είναι ο βασιλεύς, άδικοι είναι αι γυναίκες, άδικοι είναι όλοι οι υιοί των ανθρώπων, και άδικα όλα τα τοιαύτα έργα των. Και δεν υπάρχει εις αυτούς αλήθεια· Και εις τας αδικίας των αυτοί καταστρέφονται. 37 Τὸ κρασὶ ἀδικεῖ τὸν μέθυσον. Ὁ βασιλεὺς ἀδικεῖ τοὺς ὑπηκόους του. Οἱ γυναῖκες ἀδικοῦν τοὺς ἄνδρας. Ὅλοι γενικῶς οἱ ἄνθρωποι παρουσιάζονται κάποτε ἄδικοι καὶ ὅλα τὰ ἔργα, ποὺ κάμνουν τότε, εἶναι ἄδικα. Δὲν ἔχουν εἰς τὴν ζωήν των τὴν ἀλήθειαν καὶ δι’ αὐτὸ ἀργὰ ἢ γρήγορα καταστρέφονται μὲ τὴν ἀδικίαν των.
38 ἡ δὲ ἀλήθεια μένει καὶ ἰσχύει εἰς τὸν αἰῶνα καὶ ζῇ καὶ κρατεῖ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος. 38 Η αλήθεια όμως, (δηλαδή ο Θεός) μένει παντοτεινή. Εχει δύναμιν και κύρος αιώνιον. Ζη και κυριαρχεί στους αιώνας των αιώνων. 38 Ἡ ἀλήθεια ὅμως παραμένει καὶ ἰσχύει αἰωνίως. Ζῇ καὶ ἐπικρατεῖ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
39 καὶ οὐκ ἔστι παρ᾿ αὐτὴν λαμβάνειν πρόσωπα, οὐδὲ διάφορα, ἀλλὰ τὰ δίκαια ποιεῖ ἀπὸ πάντων τῶν ἀδίκων καὶ πονηρῶν· καὶ πάντες εὐδοκοῦσι τοῖς ἔργοις αὐτῆς, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν τῇ κρίσει αὐτῆς οὐδὲν ἄδικον. 39 Αυτή δεν λαμβάνει υπ' όψιν της πρόσωπα, ούτε κάνει διάκρισιν μεταξύ επισήμων και ανεπισήμων, ισχυρών και αδυνάτων. Αλλά πράττει πάντοτε το δίκαιον ενώπιον όλων, και ακόμη των αδίκων και πονηρών ανθρώπων. Ολοι δε επιδοκιμάζουν και ευχαριστούνται εις τα έργα της. Οταν αυτή κρίνη, δεν υπάρχει τίποτε το άδικον. 39 Ἡ δὲ ἀλήθεια δὲν προσωποληπτεῖ, οὔτε κάμνει διακρίσεις προσώπων λόγῳ οἰκονομικῆς διαφορᾶς, ἀλλὰ φέρεται μὲ δικαιοσύνην πρὸς ὅλους καὶ δὲν ἔχει σχέσιν μὲ ἄδικα καὶ πονηρὰ πρόσωπα καὶ πράγματα. Ὅλοι δὲ οἱ ἄνθρωποι, ποὺ σκέπτονται ὀρθά, ἐγκρίνουν τὰ ἔργα τῆς ἀληθείας καὶ δὲν ὑπάρχει εἰς τὰς κρίσεις καὶ ἀποφάσεις τῆς καμμία ἀδικία.
40 καὶ αὐτῇ ἡ ἰσχὺς καὶ τὸ βασίλειον καὶ ἡ ἐξουσία καὶ ἡ μεγαλειότης τῶν πάντων αἰώνων. εὐλογητὸς ὁ Θεὸς τῆς ἀληθείας. 40 Εις αυτήν λοιπόν υπάρχει και ανήκει η ισχύς και η κυριότης και η εξουσία και η μεγαλειότης εις όλους τους αιώνας. Δοξασμένος ας είναι ο Θεός της αληθείας” ! 40 Εἰς τὴν ἀλήθειαν λοιπὸν ἀνήκει ἡ δύναμις, ἡ βασιλεία καὶ κυριότης, ἡ ἐξουσία καὶ ἡ μεγαλειότης ὅλων τῶν αἰώνων. Ἂς εἶναι δοξασμένος ὁ Θεὸς τῆς ἀληθείας!
41 καὶ ἐσιώπησε τοῦ λαλεῖν· καὶ πᾶς ὁ λαὸς τότε ἐφώνησε, καὶ τότε εἶπον· μεγάλη ἡ ἀλήθεια καὶ ὑπερισχύει. 41 Ο Ζοροβάβελ, αφού είπεν αυτά, έπαυσε πλέον να ομιλή. Ολοι τότε, όσοι ήσαν συγκεντρωμένοι, ανεφώνησαν και είπαν με ένα στόμα· “μεγάλη πράγματι είναι η αλήθεια και αυτή έχει ισχύν και δύναμιν ανωτέραν από όλους και από όλα”. 41 Καὶ ἀφοῦ εἶπεν αὐτὰ ὁ Ζοροβάβελ, διέκοψε, τὴν ὁμιλίαν του. Τότε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ἦσαν ἐκεῖ, ἐφώναξαν ἀμέσως καὶ εἶπαν: Εἶναι μεγάλη ἡ ἀλήθεια καὶ ὑπερισχύει ἀπὸ ὅλα.
42 Τότε ὁ βασιλεὺς εἶπεν αὐτῷ· αἴτησαι ὃ θέλεις πλείω τῶν γεγραμμένων, καὶ δώσομέν σοι ὃν τρόπον εὑρέθης σοφώτερος, καὶ ἐχόμενός μου καθήσῃ, καὶ συγγενής μου κληθήσῃ. 42 Τοτε είπεν ο βασιλεύς προς τον Ζοροβάβελ· “ζήτησέ μου ο,τι θέλεις και περισσότερα ακόμη από εκείνα, που είναι γραμμένα εις την συμφωνίαν σας. Εγώ θα σου δώσω κάθε τι, που θα μου ζητήσης, διότι συ ανεδείχθης σοφότερος από όλους. Θα παρακάθεσαι πλησίον μου και θα ονομασθής συγγενής μου”. 42 Εἶπε δὲ ἐν συνεχείᾳ ὁ βασιλεὺς πρὸς τὸν Ζοροβάβελ: Ζήτησε ὅ,τι θέλεις ἐπὶ πλέον ἀπὸ ἐκεῖνα, ποὺ εἶναι γραμμένα εἰς τὴν συμφωνίαν, ποὺ ἐκάματε οἱ τρεῖς σας, καὶ θὰ σοῦ τὸ δώσωμεν, ἐφ’ ὅσον ἀπεδείχθης σοφώτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Καὶ θὰ κάθεσαι εἰς τὸ ἑξῆς τιμητικῶς δίπλα μου καὶ θὰ ὀνομασθῇς συγγενής μου.
43 τότε εἶπε τῷ βασιλεῖ· μνήσθητι τὴν εὐχήν, ἣν ηὔξω, οἰκοδομῆσαι τὴν ῾Ιερουσαλὴμ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ᾗ τὸ βασίλειόν σου παρέλαβες, 43 Τοτε ο Ζοροβάβελ είπεν στον βασιλέα· “ενθυμησου το τάμα, που έκαμες την ημέραν, κατά την οποίαν ανέλαβες την βασιλείαν σου, να ανοικοδομήσης, δηλαδή, την Ιερουσαλήμ. 43 Καὶ ὁ Ζοροβάβελ εἶπεν εἰς τὸν βασιλέα: Θυμήσου τὸ τάμα ποὺ ἔκαμες, κατὰ τὴν ἡμέραν ποὺ ἀνέλαβες τὴν βασιλικὴν ἐξουσίαν. Εἶπες τότε ὅτι θὰ ἀνοικοδομήσῃς τὴν Ἱερουσαλήμ.
44 καὶ πάντα τὰ σκεύη τὰ ληφθέντα ἐξ ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐκπέμψαι, ἃ ἐχώρισε Κῦρος, ὅτε ηὔξατο ἐκκόψαι Βαβυλῶνα, καὶ ηὔξατο ἐξαποστεῖλαι ἐκεῖ. 44 Ενθυμήσου επίσης την υπόσχεσίν σου, ότι θα επιστρέψης όλα τα ιερά σκεύη, τα οποία έχουν αφαιρεθή από την Ιερουσαλήμ και τα οποία ο Κύρος, όταν επρόκειτο να κατακυριεύση την Βαβυλώνα, έκαμε τάμα, τα εξεχώρισε και έταξε να τα αποστείλη πάλιν εκεί εις την Ιερουσαλήμ. 44 Ὑπεσχέθης ἐπίσης ὅτι θὰ ἐπιστρέψῃς ὅλα τὰ ἱερὰ σκεύη, ποὺ εἶχαν ληφθῇ ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, τὰ ὁποῖα μάλιστα εἶχε ξεχωρίσει ὁ Κῦρος, ὅταν ἔκαμε τάμα καὶ ὑπεσχέθη ὅτι, ἐὰν ἐκυρίευε τὴν Βαβυλῶνα, θὰ τὰ ἔστελλε πίσω εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
45 καὶ σὺ ηὔξω οἰκοδομῆσαι τὸν ναόν, ὃν ἐνεπύρισαν οἱ ᾿Ιδουμαῖοι, ὅτε ἠρημώθη ἡ ᾿Ιουδαία ὑπὸ τῶν Χαλδαίων. 45 Συ δε έταξες να ανοικοδομήσης τον ναόν, τον οποίον επυρπόλησαν οι Ιδουμαίοι, όταν είχεν ερημωθή και καταστροφή η Ιουδαία από τους Χαλδαίους. 45 Ἔταξες ἐπὶ πλέον, ὅτι θὰ ἀνοικοδομήσῃς τὸν Ναὸν τοῦ Σολομῶντος, τὸν ὁποῖον ἐπυρπόλησαν οἱ Ἰδουμαῖοι, ὅταν ἐκυριεύθη καὶ ἐρημώθη ἡ Ἰουδαία ἀπὸ τοὺς Χαλδαίους.
46 καὶ νῦν τοῦτό ἐστιν, ὅ σε ἀξιῶ, κύριε βασιλεῦ, καὶ ὃ αἰτοῦμαί σε, καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ μεγαλωσύνη ἡ παρὰ σοῦ· δέομαι οὖν ἵνα ποιήσῃς τὴν εὐχήν, ἣν ηὔξω τῷ βασιλεῖ τοῦ οὐρανοῦ ποιῆσαι ἐκ στόματός σου. 46 Τωρα, λοιπόν, αυτή είναι η αξίωσις, την οποίαν έχω από σέ, κύριε βασιλεύ· αυτό είναι εκείνο το οποίον ζητώ από σε και αυτή είναι η μεγαλειώδης πράξις, την οποίαν συ ημπορείς να κάμης. Σε παρακαλώ, λοιπόν, να εκπληρώσης το τάξιμο, το οποίον με το ιδιο σου το στόμα έκαμες στον βασιλέα των ουρανών, προς τον Θεόν”. 46 Τώρα λοιπὸν αὐτὸ εἶναι, ποὺ θέλω ἀπὸ σέ, κύριέ μου βασιλεῦ, καὶ διὰ τὸ ὁποῖον σὲ παρακαλῶ. Καὶ αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ μεγάλη χειρονομία σου καὶ ἡ σπουδαία ἐνέργειά σου. Σὲ ἱκετεύω λοιπὸν νὰ ἐκπληρώσῃς τὸ τάμα, ποὺ μὲ τὸ ἴδιο τὸ στόμα σου ὑπεσχέθης πρὸς τὸν βασιλέα τοῦ οὐρανοῦ Κύριον, αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ εἶπες ὅτι θὰ κάμῃς.
47 τότε ἀναστὰς Δαρεῖος ὁ βασιλεὺς κατεφίλησεν αὐτὸν καὶ ἔγραψεν αὐτῷ τὰς ἐπιστολὰς πρὸς πάντας τοὺς οἰκονόμους καὶ τοπάρχας καὶ στρατηγοὺς καὶ σατράπας, ἵνα προπέμψωσιν αὐτὸν καὶ τοὺς μετ᾿ αὐτοῦ πάντας ἀναβαίνοντας οἰκοδομῆσαι τὴν ῾Ιερουσαλήμ. 47 Τοτε ο βασιλεύς Δαρείος εσηκώθη και τον κατεφίλησεν. Εγραψε δε αμέσως και έδωκεν εις αυτόν επιστολάς απευθυνομένας προς όλους τους υπαλλήλους, τους διοικητάς, τους στρατηγούς και τους σατράπας, να κατευοδώσουν ασφαλώς αυτόν και όλους, όσοι θα ανέβαιναν μαζή με αυτόν, δια να ανοικοδομήσουν την Ιερουσαλήμ. 47 Ἐσηκώθη τότε ὁ βασιλεὺς Δαρεῖος καὶ τὸν ἐφίλησε μὲ συγκίνησιν καὶ ἔγραψε δι’ αὐτὸν καὶ τοῦ ἔδωσε σχετικὰς ἐπιστολὰς πρὸς ὅλους τοὺς διαχειριστὰς τῶν φόρων, τοὺς περιφερειακοὺς διοικητάς, τοὺς στρατηγοὺς καὶ τοὺς σατράπας, διὰ νὰ κατευοδώσουν καὶ αὐτὸν καὶ ὅλους, ὅσοι θὰ ἦσαν μαζί του καὶ θὰ ἀνέβαιναν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ διὰ νὰ τὴν ἀνοικοδομήσουν.
48 καὶ πᾶσι τοῖς τοπάρχαις ἐν κοίλῃ Συρίᾳ καὶ Φοινίκῃ καὶ τοῖς ἐν τῷ Λιβάνῳ ἔγραψεν ἐπιστολὰς μεταφέρειν ξύλα κέδρινα ἀπὸ τοῦ Λιβάνου εἰς ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ὅπως οἰκοδομήσωσι μετ᾿ αὐτοῦ τὴν πόλιν. 48 Εις όλους δε τους διοικητάς της κοίλης Συρίας, της Φοινίκης και του Λιβάνου, έγραψεν ο βασιλεύς επιστολάς να συνεργήσουν, ώστε να μεταφερθούν ξύλα κέδρινα από τον Λιβανον εις την Ιερουσαλήμ, δια να βοηθήσουν τον Ζοροβάβελ εις την ανοικοδόμησιν της πόλεως. 48 Συγχρόνως ἔγραψεν ὁ βασιλεὺς ἐπιστολὰς καὶ πρὸς ὅλους τοὺς περιφερειακοὺς διοικητάς, ποὺ ἦσαν εἰς τὴν Κοίλην Συρίαν καὶ τὴν Φοινίκην, καθὼς καὶ εἰς ὅσους ἦσαν εἰς τὸν Λίβανον, καὶ τοὺς παρήγγειλε νὰ μεταφέρουν ἀπὸ τὸν Λίβανον εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ξύλα κέδρινα καὶ νὰ συνεργασθοῦν μὲ τὸν Ζοροβάβελ διὰ τὴν ἀνοικοδόμησιν τῆς πόλεως.
49 καὶ ἔγραψε πᾶσι τοῖς ᾿Ιουδαίοις τοῖς ἀναβαίνουσιν ἀπὸ τῆς βασιλείας εἰς τὴν ᾿Ιουδαίαν ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας, πάντα δυνατὸν καὶ τοπάρχην καὶ σατράπην καὶ οἰκονόμον μὴ ἀπελεύσεσθαι ἐπὶ τὰς θύρας αὐτῶν, 49 Εγραψεν επίσης επιστολάς δι' όλους τους Ιουδαίους, οι οποίοι θα ανέβαιναν από το βασίλειόν του εις την Ιουδαίαν, να αφεθούν ελεύθεροι εις τας ενεργείας των, κανείς δε άρχων και διοικητής και σατράπης και υπάλληλος να μη έχη το δικαίωμα να πατήση το πόδι του εις την οικίαν των. 49 Ἔγραψεν ἐπίσης καὶ εἰδικὴν ἐπιστολὴν διὰ τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ θὰ ἀνέβαιναν ἀπὸ τὸ κράτος του εἰς τὴν Ἰουδαίαν, μὲ τὴν ὁποίαν διεκήρυσσε καὶ διησφάλιζε τὴν ἐλευθερίαν των καὶ ἀπηγόρευεν εἰς κάθε ἄρχοντα καὶ περιφερειακὸν διοικητὴν καὶ διαχειριστὴν τῶν φόρων νὰ πλησιάσῃ εἰς τὴν θύραν τῶν Ἰουδαίων αὐτῶν.
50 καὶ πᾶσαν τὴν χώραν, ἣν κρατοῦσιν, ἀφορολόγητον αὐτοῖς ὑπάρχειν, καὶ ἵνα οἱ ᾿Ιδουμαῖοι ἀφίωσι τὰς κώμας, ἃς διακρατοῦσι τῶν ᾿Ιουδαίων, 50 Εδωσεν επίσης διαταγήν, ώστε η χώρα, την οποίαν θα έχουν οι Ιουδαίοι, να είναι αφορολόγητος. Οι δε Ιδουμαίοι να αφήσουν ελευθέρας τας κώμας των Ιουδαίων, τας οποίας αυτοί είχον καταλάβει και εκρατούσαν. 50 Ὥριζεν ἐπίσης νὰ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ κάθε φόρον ἡ χώρα, τὴν ὁποίαν κατέχουν οἱ Ἰουδαῖοι, καὶ νὰ παραδώσουν οἱ Ἰδουμαῖοι εἰς τοὺς Ἰουδαίους τὰς πόλεις, ποὺ εἶχαν ἁρπάξει ἀπὸ αὐτούς.
51 καὶ εἰς τὴν οἰκοδομὴν τοῦ ἱεροῦ δοθῆναι κατ᾿ ἐνιαυτὸν τάλαντα εἴκοσι μέχρι τοῦ οἰκοδομηθῆναι, 51 Διέταξεν επίσης, να δίδωνται κάθε έτος είκοσι τάλαντα δια την ανοικοδόμησίν του ναού, μέχρις ότου αποπερατωθή. 51 Διέταξεν ἐπίσης ὁ βασιλεὺς Δαρεῖος νὰ δίδωνται κάθε χρόνον διὰ τὴν ἀνέγερσιν τοῦ Ναοῦτῶν Ἱεροσολύμων, ἕως ὅτου τελειώσῃ ἡ ἀνοικοδόμησις, εἴκοσι τάλαντα, ἕνα σεβαστὸν δηλαδὴ χρηματικὸν ποσόν.
52 καὶ ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον ὁλοκαυτώματα καρποῦσθαι καθ᾿ ἡμέραν, καθὰ ἔχουσιν ἐντολὴν ἑπτακαίδεκα προσφέρειν, ἄλλα τάλαντα, δέκα κατ᾿ ἐνιαυτόν, 52 Επίσης να δίδωνται άλλα δέκα τάλαντα κάθε έτος δια τα δεκαεπτά καθημερινά ολοκαυτώματα, τα οποία προσεφέροντο στο θυσιαστήριον, όπως διέτασσεν ο Νομος. 52 Ἐπὶ πλέον ἔδωσεν ἐντολὴν νὰ δὶδωνται κάθε χρόνον δέκα ἀκόμη τάλαντα εἰδικῶς διὰ τὴν προσφορὰν τῶν δεκαεπτᾶ θυσιῶν ὁλοκαυτώματος, ποὺ συμφώνως πρὸς τὸν Νόμον τῶν Ἰουδαίων ἔπρεπε νὰ προσφέρωνται κάθε ἡμέραν εἰς τὸν Ναόν.
53 καὶ πᾶσι τοῖς προσβαίνουσιν ἀπὸ τῆς Βαβυλωνίας κτίσαι τὴν πόλιν, ὑπάρχειν τὴν ἐλευθερίαν, αὐτοῖς τε καὶ τοῖς ἐκγόνοις αὐτῶν, καὶ πᾶσι τοῖς ἱερεῦσι τοῖς προσβαίνουσιν. 53 Επίσης όλοι οι Ιουδαίοι, οι οποίοι θα επέστρεφον από την Βαβυλώνα, δια να ανοικοδομήσουν την Ιερουσαλήμ, να είναι ελεύθεροι αυτοί και οι απόγονοί των. Το ίδιον έπρεπε να πραγματοποιηθή δι' όλους τους ιερείς, οι οποίοι θα ανεχώρουν από την Βαβυλώνα. 53 Ὥριζεν ἐπίσης ὅτι ὅλοι, ὅσοι θὰ ἔφευγαν ἀπὸ τὴν Βαβυλῶνα, μὲ σκοπὸν νὰ κτίσουν τὴν Ἱερουσαλήμ, θὰ ἦσαν ἐλεύθεροι καὶ οἱ ἴδιοι καὶ οἱ ἀπόγονοί των, ὅπως ἐπίσης καὶ ὅλοι οἱ ἱερεῖς τῶν Ἰουδαίων, ποὺ θὰ ἐπήγαιναν μαζί των εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
54 ἔγραψε δὲ καὶ τὴν χορηγίαν καὶ τὴν ἱερατικὴν στολήν, ἐν τίνι λατρεύουσιν ἐν αὐτῇ. 54 Εδωσε δε και έγγραφον εντολήν να παρέχωνται τα απαιτούμενα χρήματα δια την διατροφήν των ιερέων και δια τα ιερατικά των ενδύματα, με τα οποία αυτοί εκτελούσαν τα της λατρείας. 54 Καθώρισε γραπτῶς ἐπὶ πλέον καὶ τὴν χρηματικὴν ἀμοιβὴν τῶν ἱερέων. Ἐκάλυψεν ἐπίσης τὰ ἔξοδα διὰ τὴν ἱερατικὴν στολήν των, μὲ τὴν ὁποῖαν ἔπρεπε νὰ ἐνδύωνται κατὰ τὴν λατρείαν.
55 καὶ τοῖς Λευίταις ἔγραψε δοῦναι τὴν χορηγίαν ἕως τῆς ἡμέρας, ἧς ἐπιτελεσθῇ ὁ οἶκος καὶ ῾Ιερουσαλὴμ οἰκοδομηθῆναι, 55 Εδωσεν επίσης έγγραφον διαταγήν να χορηγήται η δαπάνη, η απαιτουμένη δια την διατροφήν των Λευϊτών, μέχρι της ημέρας, κατά την οποίαν θα αττοπερατωθή ο ναός και θα ανοικοδομηθή η Ιερουσαλήμ. 55 Διέταξεν ἐπίσης νὰ δίδεται χρηματικὴ ἀμοιβὴ καὶ εἰς τοὺς Λευΐτας, μέχρις ὅτου ὁλοκληρωθῇ ἡ ἀνοικοδόμησις τὸν Ναοῦ τοῦ Κυρίου καὶ τῆς πόλεως τῶν Ἱεροσολύμων.
56 καὶ πᾶσι τοῖς φρουροῦσι τὴν πόλιν ἔγραψε δοῦναι αὐτοῖς κλήρους καὶ ὀψώνια. 56 Διέταξεν επίσης να δοθή κλήρος γης και μισθός εις χρήματα προς όλους τους φρουρούς της πόλεως της Ιερουσαλήμ. 56 Διέταξεν ἀκόμη νὰ δοθοῦν ἀγροτεμάχια κληρονομικὰ καὶ χρηματικοὶ μισθοὶ εἰς ὅλους τοὺς φρουροὺς τῆς πόλεως.
57 καὶ ἐξαπέστειλε πάντα τὰ σκεύη, ἃ ἐχώρισε Κῦρος ἀπὸ Βαβυλῶνος· καὶ πάντα, ὅσα εἶπε Κῦρος ποιῆσαι, καὶ αὐτὸς ἐπέταξε ποιῆσαι καὶ ἐξαποστεῖλαι εἰς ῾Ιερουσαλήμ. 57 Επί δε τούτοις απέστειλεν όλα τα ιερά σκεύη, τα οποία είχε ξεχωρίσει ο Κύρος από τη Βαβυλώνα δια την Ιερουσαλήμ, όλα, όσα είχεν υποσχεθή να κάμη ο Κύρος, διέταξε να γίνουν και να αποσταλούν εις την Ιερουσαλήμ. 57 Ἔστειλε δὲ πίσω εἰς τὴν Ἰουδαίαν ὅλα τὰ ἱερὰ σκεύη, τὰ ὁποῖα εἶχε ξεχωρίσει ὁ Κῦρος ἀπὸ τὴν Βαβυλῶνα μὲ σκοπὸν νὰ ἐπιστραφοῦν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Καὶ ὅλα, ὅσα ἀπεφάσισε να κάμῃ ὁ Κῦρος, τὰ ἐνέκρινε καὶ αὐτὸς καὶ διέταξε νὰ γίνουν καὶ νὰ σταλοῦν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ὅλα τὰ ἱερὰ σκεύη.
58 Καὶ ὅτε ἐξῆλθεν ὁ νεανίσκος, ἄρας τὸ πρόσωπον εἰς τὸν οὐρανὸν ἐναντίον ῾Ιερουσαλὴμ εὐλόγησε τῷ βασιλεῖ τοῦ οὐρανοῦ λέγων· 58 Οταν ο νεαρός Ζοροβάβελ εβγήκεν από τα ανάκτορα, ύψωσε το πρόσωπόν του στον ουρανόν και με κατεύθυνσιν προς την Ιερουσαλήμ εδόξασε τον Βασιλέα του Ουρανού λέγων· 58 Ὅταν δὲ ὁ νεαρὸς σωματοφύλαξ Ζοροβάβελ ἐπῆρεν αὐτὸ ποὺ ἐζήτησεν ἀπὸ τὸν βασιλέα καὶ ἐβγῆκεν ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα, ἐσήκωσε τὸ πρόσωπόν του πρὸς τὸν οὐρανὸν μὲ τὸ μέτωπον πρὸς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐδοξολόγησε τὸν Βασιλέα καὶ Κύριον τοῦ οὐρανοῦ καὶ εἶπεν:
59 παρὰ σοῦ νίκη, καὶ παρὰ σοῦ ἡ σοφία, καὶ σὴ ἡ δόξα καὶ ἐγὼ σὸς οἰκέτης. 59 “Από σέ, Κυριε, προέρχεται κάθε νίκη. Από σε πηγάζει κάθε σοφία και εις σε ανήκει όλη η δόξα. Εγώ δε είμαι δούλος ιδικός σου. 59 Ἀπὸ Σέ, Κύριε, πρόηλθε ἡ νίκη καὶ ἀπὸ Σὲ ἐπήγασεν ἡ σοφία, μὲ τὴν ὁποίαν ὡμίλησα. Εἰς Σὲ λοιπὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἐγὼ εἶμαι δοῦλος ἰδικός Σου.
60 εὐλογητὸς εἶ, ὃς ἔδωκάς μοι σοφίαν, καὶ σοὶ ὁμολογῶ, δέσποτα τῶν πατέρων. 60 Δοξασμένος λοιπόν είσαι συ, Κυριε, ο οποίος έδωσες εις εμέ αυτήν την σοφίαν. Δοξολογώ, Δέσποτα, σέ, Κυριε των πατέρων ημών”. 60 Ἂς εἶσαι εὐλογημένος καὶ δοξασμένος Σύ, ποὺ μοῦ ἐχάρισες τὴν σοφίαν. Σὲ εὐχαριστῶ καὶ δοξολογῶ καὶ μεγαλύνω τὸ Ὄνομά Σου, Κύριε καὶ Δέσποτα τῶν πατέρων μας.
61 καὶ ἔλαβε τὰς ἐπιστολὰς καὶ ἐξῆλθε καὶ ἦλθεν εἰς Βαβυλῶνα καὶ ἀπήγγειλε τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ πᾶσι. 61 Τοτε επήρεν ο Ζοροβάβελ τας επιστολάς, ανεχώρησεν αμέσως και μετέβη εις την Βαβυλώνα και ανήγγειλεν εις όλους τους εκεί αδελφούς του Ιουδαίους τα γεγονότα αυτά. 61 Ἐπῆρε κατόπιν τὰ βασιλικὰ ἔγγραφα, ποὺ τοῦ ἔδωσεν ὁ Δαρεῖος, καὶ ἔφυγεν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Βαβυλῶνα καὶ ἀνεκοίνωσε τὰ καθέκαστα εἰς ὅλους τοὺς ἀδελφούς του Ἰουδαίους.
62 καὶ εὐλόγησαν τὸν Θεὸν τῶν πατέρων αὐτῶν, ὅτι ἔδωκεν αὐτοῖς ἄνεσιν καὶ ἄφεσιν 62 Εκείνοι εδοξολόγησαν και ηυχαρίστησαν τον Θεόν των πατέρων των, διότι έδωκεν εις αυτούς άνεσιν και ελευθερίαν 62 Μόλις δὲ τὰ ἄκουσαν αὐτὰ ἐκεῖνοι, ἐδοξολόγησαν τὸν Θεὸν τῶν πατέρων των, διότι τοὺς ἐχάρισε πλέον ἄνεσιν ἀπὸ τὴν θλῖψιν καὶ ἐλευθερίαν ἀπὸ τὴν σκλαβιάν.
63 ἀναβῆναι καὶ οἰκοδομῆσαι τὴν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ τὸ ἱερόν, οὗ ὠνομάσθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐπ᾿ αὐτῷ. καὶ ἐκωθωνίζοντο μετὰ μουσικῶν καὶ χαρᾶς ἡμέρας ἑπτά. 63 να επανέλθουν εις την πατρίδα των, δια να ανοικοδομήσουν την Ιερουσαλήμ και τον ναόν, ο οποίος είχεν απ' αρχής ανοικοδομηθή εις τιμήν και δόξαν του Ονόματός του. Γεμάτοι δε χαράν επανηγύριζαν το χαρμόσυνον γεγονός πίνοντες οίνον και διασκεδάζοντες με μουσικά όργανα επί μίαν εβδομάδα. 63 Τὸν ἐδοξολόγησαν, διότι ἠμποροῦσαν ἤδη νὰ ἀνέβουν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ ἐνοικοδομήσουν τὴν πόλιν καὶ τὸν Ναόν, τὸν ἀφιερωμένον πρὸς τιμὴν τοῦ Ὀνόματος τοῦ Κυρίου καὶ διὰ τὴν λατρείαν Του. Καὶ ἔπιναν καὶ διεσκέδαζαν μὲ μουσικοὺς καὶ εὐφραίνοντο ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας.