Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ βασιλεὺς Δαρεῖος ἐποίησε δοχὴν μεγάλην πᾶσι τοῖς ὑπ᾿ αὐτὸν καὶ πᾶσι τοῖς οἰκογενέσιν αὐτοῦ καὶ πᾶσι τοῖς μεγιστᾶσι τῆς Μηδίας καὶ τῆς Περσίδος | 1 Ο βασιλεύς Δαρείος παρέθεσε συμπόσιον μέγα εις όλους τους υπό την εξουσίαν του, στους δούλους του, που είχαν γεννηθή στον οίκον του, εις όλους τους αυλικούς και τους μεγιστάνας της Μηδίας και της Περσίας, | 1 Ο βασιλεὺς τῶν Περσῶν Δαρεῖος ἔκαμε κάποτε ἕνα μεγάλο συμπόσιον δι’ ὅλους τοὺς ἐπιτελεῖς του, ποὺ ἦσαν ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν του, δι’ ὅλους τοὺς οἰκείους καὶ τοὺς δούλους του, ποὺ ἐζοῦσαν εἰς τὸ ἀνάκτορόν του, καὶ δι' ὅλους τοὺς ἄρχοντας τῆς Μηδίας καὶ τῆς Περσίας. |
2 καὶ πᾶσι τοῖς σατράπαις καὶ στρατηγοῖς καὶ τοπάρχαις τοῖς ὑπ᾿ αὐτόν, ἀπὸ τῆς ᾿Ινδικῆς μέχρις Αἰθιοπίας ἐν ταῖς ἑκατὸν εἰκοσιεπτὰ σατραπείαις. | 2 εις όλους τους σατράπας, τους στρατηγούς, τους διοικητάς διαφόρων περιοχών της βασιλείας του από των Ινδιών μέχρι της Αιθιοπίας εις εκατόν είκοσι επτά διοικητικάς περιφερείας. | 2 Εἰς τὸ συμπόσιον αὐτὸ τοῦ Δαρείου ἐπῆραν μέρος καὶ ὅλοι οἱ σατράπαι (=κυβερνῆται) καὶ οἱ στρατηγοὶ καὶ οἱ περιφερειακοὶ διοικηταὶ τῶν ὑπηκόων τοῦ κράτους του, ποὺ ἐξετείνετο ἀπὸ τὰς Ἰνδίας καὶ ἕως τὴν Αἰθιοπίαν καὶ διῃρεῖτο εἰς τὰς ἑκατὸν εἴκοσι ἑπτὰ σατραπείας τοῦ βασιλείου τῶν Περσῶν. |
3 καὶ ἐφάγοσαν καὶ ἐπίοσαν καὶ ἐμπλησθέντες ἀνέλυσαν. ὁ δὲ Δαρεῖος ὁ βασιλεὺς ἀνέλυσεν εἰς τὸν κοιτῶνα ἑαυτοῦ καὶ ἐκοιμήθη καὶ ἔξυπνος ἐγένετο. | 3 Αυτοί έφαγον, έπιον και, όταν εχόρτασαν, απεσύρθησαν, δια να αναπαυθούν. Ο βασιλεύς Δαρείος απεσύρθη και αυτός στον κοιτώνα του, δια να κοιμηθή, αλλά έμεινε ξυπνητός. | 3 Ὅλοι αὐτοὶ ἔφαγαν καὶ ἤπιαν εἰς τὸ συμπόσιον καί, ἀφοῦ ἐχόρτασαν, ἐπῆγαν νὰ ἀναπαυθοῦν. Ὁ δὲ βασιλεὺς Δαρεῖος ἀπεσύρθη,εἰς τὸ ὑπνοδωμάτιόν του καὶ ἐκοιμήθη, ἀλλ’ ἐξύπνησε σύντομα, πρὶν ξημερώσῃ. |
4 τότε οἱ τρεῖς νεανίσκοι οἱ σωματοφύλακες οἱ φυλάσσοντες τὸ σῶμα τοῦ βασιλέως εἶπαν ἕτερος πρὸς τὸν ἕτερον· | 4 Τοτε οι τρεις νεαροί σωματοφύλακες, οι οποίοι εφύλασσαν τον βασιλέα, είπαν ο ένας προς τον άλλον· | 4 Ἐν τῷ μεταξὺ οἱ τρεῖς νεαροὶ σωματοφύλακες, ποὺ ἐφύλασσαν τὸν βασιλέα ἀπὸ κάθε σωματικὸν κίνδυνον, εἶπαν ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον: |
5 εἴπωμεν ἕκαστος ἡμῶν ἕνα λόγον, ὃς ὑπερισχύσει· καὶ οὗ ἐὰν φανῇ τὸ ρῆμα αὐτοῦ σοφώτερον τοῦ ἑτέρου, δώσει αὐτῷ Δαρεῖος ὁ βασιλεὺς δωρεὰς μεγάλας καὶ ἐπινίκια μεγάλα | 5 “ας πη ο καθένας από ημάς μίαν γνώμην, δια να ίδωμεν τίνος θα είναι η καλυτέρα. Εις εκείνον δέ, του οποίου η γνώμη θα είναι σοφωτέρα από την γνώμην των άλλων, ο βασιλεύς Δαρείος θα δώση μεγάλας δωρεάς και θα απονείμη μεγάλον έπαινον. | 5 Ἂς πῇ καθένας μας εἰς τὸν βασιλέα μίαν πρότασιν καὶ θὰ κρίνῃ ἐκεῖνος ποία εἶναι ἡ ἀνωτέρα ἀπὸ τὰς τρεῖς. Αὐτὸς δέ, τοῦ ὁποίου ἡ πρότασις θὰ θεωρηθῇ ὡς σοφωτέρα τῶν ἄλλων, θὰ πάρῃ ἀπὸ τὸν βασιλέα Δαρεῖον πλούσια δῶρα καὶ μεγάλην δόξαν. |
6 καὶ πορφύραν περιβαλέσθαι καὶ ἐν χρυσώμασι πίνειν καὶ ἐπὶ χρυσῷ καθεύδεν καὶ ἅρμα χρυσοχάλινον καὶ κίδαριν βυσσίνην καὶ μανιάκην περὶ τὸν τράχηλον, | 6 Ο βασιλεύς θα εγκρίνη, ώστε αυτός να ενδυθή πορφύραν, να πίνη με χρυσά ποτήρια, να κοιμάται επάνω εις χρυσήν κλίνην, να έχη άρμα, του οποίου οι ίπποι θα φέρουν χρυσούς χαλινούς, να φορή κίδαριν εις την κεφαλήν του από βύσσον και περιδέραιον γύρω από τον τράχηλόν του. | 6 Θὰ τοῦ ἐπιτρέψῃ ὁ βασιλεὺς νὰ φορῇ πολυτελῆ ἐνδύματα πορφύρας, νὰ πίνῃ μὲ χρυσᾶ ποτήρια νερὸ καὶ κρασί, νὰ κοιμᾶται σὲ χρυσὸ κρεββάτι, νὰ ἔχῃ ἅρμα, ποὺ θὰ τὸ σύρουν ἄλογα μὲ χρυσᾶ χαλινάρια, καὶ νὰ βάλῃ εἰς τὸ κεφάλι του κάλυμμα ἀπὸ ὕφασμα βύσσου καὶ περιδέραιον εἰς τὸν λαιμόν του. |
7 καὶ δεύτερος καθιεῖται Δαρείου διὰ τὴν σοφίαν αὐτοῦ καὶ συγγενὴς Δαρείου κληθήσεται. | 7 Αυτός θα έχη την δευτέραν μετά τον Δαρείον θέσιν ένεκα της σοφίας του και θα αναγνωρισθή συγγενής του Δαρείου”. | 7 Θὰ κάθεται ἐπίσης τιμητικῶς διὰ τὴν σοφίαν του δεύτερος ἀμέσως μετὰ τὸν βασιλέα Δαρεῖον καὶ θὰ ὀνομασθῇ συγγενὴς τοῦ Δαρείου. |
8 καὶ τότε γράψαντες ἕκαστος τὸν ἑαυτοῦ λόγον ἐσφραγίσαντο καὶ ἔθηκαν ὑπὸ τὸ προσκεφάλαιον Δαρείου τοῦ βασιλέως καὶ εἶπαν· | 8 Εγραψαν τότε ο καθένας από αυτούς την γνώμην του, την εσφράγισαν και έθεσαν αυτήν κάτω από το προσκεφάλαιον του βασιλέως και είπαν· | 8 Καὶ ἀφοῦ ἐν συνεχείᾳ ἔγραψαν καθένας τὴν γνώμην του, τὴν ἐσφράγισαν καὶ τὴν ἔβαλαν κάτω ἀπὸ τὸ προσκέφαλον τοῦ βασιλέως, ποὺ ἐν τῷ μεταξὺ εἶχεν ἀποκοιμηθῇ, καὶ εἶπαν: |
9 ὅταν ἐγερθῇ ὁ βασιλεύς, δώσουσιν αὐτῷ τὸ γράμμα, καὶ ὃν ἂν κρίνῃ ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ τρεῖς μεγιστᾶνες τῆς Περσίδος ὅτι οὗ ὁ λόγος αὐτοῦ σοφώτερος, αὐτῷ δοθήσεται τὸ νῖκος καθὼς γέγραπται. | 9 “όταν εξυπνήση ο βασιλεύς, θα δώσωμεν εις αυτόν τας γραπτάς αυτάς γνώμας μας και εις εκείνον, του οποίου η γραπτή γνώμη ήθελε προκριθή ως σοφωτέρα από τον βασιλέα και τους τρεις μεγιστάνας της Περσίας, θα δοθή η νίκη, όπως έχομεν γραπτώς συμφωνήσει”. | 9 Ὅταν σηκωθῇ ἀπὸ τὸ κρεββάτι του ὁ βασιλεύς, θὰ τοῦ δώσουν αὐτὸ ποὺ ἐγράψαμεν, καὶ αὐτὸ ποὺ θὰ κρίνῃ ὁ βασιλεὺς μαζὶ μὲ τοὺς τρεῖς μεγιστᾶνας τῆς Περσίας ὡς σοφώτερον, θὰ βραβευθῇ. Ἐκεῖνος, εἰς τὸν ὁποῖον θὰ ἀνήκῃ ἡ σοφωτέρα γνώμη, θὰ ἀπολαύσῃ τὴν νίκην, ὅπως ἐσυμφωνήσαμεν γραπτῶς. |
10 ὁ εἷς ἔγραψεν, ὑπερισχύει ὁ οἶνος. | 10 Ο ένας από αυτούς έγραψεν ότι το κρασί είναι το ισχυρότερον. | 10 Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἔγραψε: Τὸ ἰσχυρότερον ἀπὸ ὅλα εἶναι τὸ κρασί. |
11 ὁ ἕτερος ἔγραψεν, ὑπερισχύει ὁ βασιλεύς. | 11 Ο άλλος έγραψεν ισχυρότερος είναι ο βασιλεύς, | 11 Ὁ δεύτερος ἔγραψε: Τὸ ἰσχυρότερον ἀπὸ ὅλα εἶναι ὁ βασιλεύς. |
12 ὁ τρίτος ἔγραψεν, ὑπερισχύουσιν αἱ γυναῖκες, ὑπὲρ δὲ πάντα νικᾷ ἡ ἀλήθεια. | 12 ο δε τρίτος έγραψεν, ισχυρότεροι από όλους είναι αι γυναίκες, αλλά υπεράνω από όλα νικά η αλήθεια. | 12 Καὶ ὁ τρίτος ἔγραψε: Τὸ ἰσχυρότερον ἀπὸ ὅλα εἶναι οἱ γυναῖκες, ὑπεράνω αὐτῶν ὅμως εὑρίσκεται ἡ ἀλήθεια. |
13 καὶ ὅτε ἐξηγέρθη ὁ βασιλεύς, λαβόντες τὸ γράμμα ἔδωκαν αὐτῷ, καὶ ἀνέγνω. | 13 Οταν ο βασιλεύς εσηκώθη, επήραν τα γραπτά αυτά κείμενα και τα έδωσαν στον βασιλέα, ο δε βασιλεύς τα ανέγνωσε. | 13 Καὶ ὅταν ἐσηκώθη ἀπὸ τὸ κρεββάτι του ὁ βασιλεύς, ἐπῆραν αὐτά, ποὺ εἶχαν γράψει, καὶ τοῦ τὰ ἔδωσαν καὶ ἐκεῖνος τὰ ἐδιάβασε καὶ τὰ τρία. |
14 καὶ ἐξαποστείλας ἐκάλεσε πάντας τοὺς μεγιστᾶνας τῆς Περσίδος καὶ τῆς Μηδείας καὶ τοὺς σατράπας καὶ στρατηγοὺς καὶ τοπάρχας καὶ ὑπάτους καὶ ἐκάθισεν ἐν τῷ χρηματιστηρίῳ, καὶ ἀνεγνώσθη τὸ γράμμα ἐνώπιον αὐτῶν. | 14 Ο βασιλεύς έστειλε τότε αγγελιαφόρους και εκάλεσεν όλους τους μεγιστάνας της Περσίας και της Μηδίας, τους σατράπας, τους στρατηγούς, τους διοικητάς χωρών και τους άλλους ανωτάτους άρχοντας, τους ώρισε να καθίσουν εις την αίθουσαν του ανακτόρου του και ενώπιον αυτών ανεγνώσθησαν αι γραπταί γνώμαι. | 14 Καὶ ἔστειλεν ἀμέσως ἀγγελιαφόρους του καὶ ἐκάλεσε νὰ ἔλθουν εἰς τὸ ἀνάκτορον ὅλοι οἱ μεγιστᾶνες τῆς Περσίας καὶ τῆς Μηδίας καὶ οἱ σατράπαι, οἱ στρατηγοί, οἱ τοπάρχαι καὶ οἱ ὕπατοι. Καὶ ἀφοῦ ἐκάθισεν ὁ βασιλεὺς εἰς τὸν χρυσὸν θρόνον του, ποὺ ἦτο εἰς τὴν ἐπίσημον αἴθουσαν τοῦ ἀνακτόρου, ἀνεγνώσθησαν ἐνώπιον ὅλων τὰ γραπτὰ τῶν τριῶν σωματοφυλάκων. |
15 καὶ εἶπε· καλέσατε τοὺς νεανίσκους, καὶ αὐτοὶ δηλώσουσι τοὺς λόγους ἑαυτῶν· καὶ ἐκλήθησαν καὶ εἰσήλθοσαν. | 15 Κατόπιν διέταξεν ο βασιλεύς· “καλέσατε τους νεαρούς δούλους μου, δια να αποσαφηνίσουν εδώ τας γνώμας των”. Αυτοί εκλήθησαν και εισήλθον εις την αίθουσαν του ανακτόρου. | 15 Μετὰ ταῦτα εἶπεν ὁ Δαρεῖος: Νὰ καλέσετε ἐδῶ τοὺς νεαρούς, διὰ νὰ ἐξηγήσουν καὶ ἀναλύσουν τὰς γνώμας των. Καὶ ἐκλήθησαν ἀμέσως καὶ ἐμβῆκαν εἰς τὴν αἴθουσαν. |
16 καὶ εἶπαν αὐτοῖς· ἀπαγγείλατε ἡμῖν περὶ τῶν γεγραμμένων. | 16 Ο βασιλεύς και οι άρχοντες είπαν προς αυτούς· “αναλύσατέ μας αυτά, τα οποία έχετε γράψει”. | 16 Καὶ εἶπαν πρὸς αὐτοὺς ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ ἄρχοντες: Νὰ μᾶς ἐξηγήσετε μὲ περισσότερα λόγια αὐτὰ ποὺ ἐγράψατε. |
17 Καὶ ἤρξατο ὁ πρῶτος ὁ εἴπας περὶ τῆς ἰσχύος τοῦ οἴνου καὶ ἔφη οὕτως· ἄνδρες, πῶς ὑπερισχύει ὁ οἶνος; πάντας τοὺς ἀνθρώπους τοὺς πιόντας αὐτὸν πλανᾷ τὴν διάνοιαν· | 17 Πρώτος ήρχισεν εκείνος, που είχε γράψει ότι ο οίνος είναι ο ισχυρότερος και είπεν ως εξής· “άνδρες, ερωτάτε πως ο οίνος είναι ο ισχυρότερος; Ακούσατε. Αυτός πλανά την σκέψιν όλων των ανθρώπων, οι οποίοι τον πίνουν. | 17 Ἄρχισε λοιπὸν ὁ πρῶτος, ποὺ ἔγραψεν ὅτι ἰσχυρότερον ὅλων εἶναι τὸ κρασί, καὶ εἶπε τὰ ἑξῆς: Θέλετε νὰ μάθετε, ὦ ἄνδρες, πῶς τὸ κρασί εἶναι ἰσχυρότερον ὅλων; Σᾶς λέγω ὅτι πλανᾷ τὴν διάνοιαν ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ποὺ πίνουν κρασί καὶ μεθοῦν. |
18 τοῦ τε βασιλέως καὶ τοῦ ὀρφανοῦ ποιεῖ τὴν διάνοιαν μίαν, τήν τε τοῦ οἰκέτου καὶ τὴν τοῦ ἐλευθέρου, τήν τε τοῦ πένητος καὶ τὴν τοῦ πλουσίου. | 18 Αυτός κάμνει την σκέψιν του βασιλέως και του ορφανού, του δούλου και του ελευθέρου ίσην, του πτωχού και του πλουσίου μίαν και την αυτήν. | 18 Κάμνει μίαν τὴν σκέψιν καὶ τοῦ βασιλέως καὶ τοῦ ὀρφανοῦ, καὶ τοῦ δούλου καὶ τοῦ ἐλευθέρου, καὶ τοῦ πτωχοῦ καὶ τοῦ πλουσίου. Τοὺς ἰσοπεδώνει ὅλους. |
19 καὶ πᾶσαν διάνοιαν μεταστρέφει εἰς εὐωχίαν καὶ εὐφροσύνην καὶ οὐ μέμνηται πᾶσαν λύπην καὶ πᾶν ὀφείλημα. | 19 Καθε σκέψιν την μεταβάλλει εις χαράν και ευφροσύνην. Αυτός κάμνει τον άνθρωπον να μη ενθυμήται ούτε λύπην ούτε χρέος. | 19 Στρέφει ἐπίσης κάθε διάνοιαν εἰς εὐθυμίαν καὶ εὐφροσύνην καὶ δὲν θυμᾶται πλέον ὁ ἄνθρωπος κάθε λύπην του καὶ κάθε χρέος, ποὺ ὀφείλει. |
20 καὶ πάσας καρδίας ποιεῖ πλουσίας καὶ οὐ μέμνηται βασιλέα οὐδὲ σατράπην καὶ πάντα διὰ ταλάντων ποιεῖ λαλεῖν. | 20 Καμνει τας καρδίας πλουσίας, ώστε αυτός, που πίνει οίνον, να μη λαμβάνη υπ' όψιν ούτε βασιλείς ούτε σατράπας. Και κάμνει τον καθένα να ομιλή περί πάντων κατά πλούσιον και γενναιόδωρον τρόπον. | 20 Κάμνει ἐπίσης πλουσίας ὅλας τὰς καρδίας καὶ λησμονεῖ πλέον ὁ μεθυσμένος καὶ τὸν βασιλέα καὶ τὸν ὁποιονδήποτε σατράπην. Κάμνει τὸν ἄνθρωπον νὰ ὁμιλῇ σὰν νὰ ἔχῃ ὅλου τοῦ κόσμου τὰ πλούτη. |
21 καὶ οὐ μέμνηται, ὅταν πίνωσι, φιλιάζειν φίλοις καὶ ἀδελφοῖς, καὶ μετ᾿ οὐ πολὺ σπῶνται τὰς μαχαίρας· | 21 Αυτός κάμνει φίλους και αδελφούς, όταν πίνουν οίνον, να μη ενθυμούνται την φιλίαν και την συγγένειάν των και έπειτα από ολίγον να ανασπούν τας μαχαίρας ο ενας εναντίον του άλλου. | 21 Ὅταν πίνουν κρασὶ οἱ ἄνθρωποι καὶ μεθύσουν, δὲν θυμοῦνται ὅτι πρέπει νὰ ἀγαπῶνται οἱ φίλοι καὶ οἱ ἀδελφοί, ἀλλὰ σύρουν μετὰ ἀπὸ ὀλίγον τὰ μαχαίρια ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου. |
22 καὶ ὅταν ἀπὸ τοῦ οἴνου ἐγερθῶσιν, οὐ μέμνηνται ἃ ἔπραξαν. | 22 Και όταν συνέλθουν από την μέθην, δεν ενθυμούνται εκείνα που έπραξαν. | 22 Ὅταν δὲ συνέλθουν ἀπὸ τὴν μέθην τοῦ κρασιοῦ, δὲν θυμοῦνται τίποτε ἀπὸ ὅσα ἔκαμαν. |
23 ὦ ἄνδρες, οὐχ ὑπερισχύει ὁ οἶνος, ὅτι οὕτως ἀναγκάζει ποιεῖν; καὶ ἐσίγησεν οὕτως εἴπας. | 23 Ω άνδρες, δεν είναι ισχυρότερος ο οίνος, αφού αναγκάζει όλους μας να πράττωμεν τέτοια πράγματα;” Αυτά είπε και εσιώπησε. | 23 Δὲν εἶναι λοιπόν, ὦ ἄνδρες, ἰσχυρότερον ἀπὸ ὅλα τὸ κρασί, ἐφ’ ὅσον ἀναγκάζει τὸν ἄνθρωπον νὰ φέρεται μὲ τέτοιον τρόπον; Καὶ ἀφοῦ εἶπεν αὐτὰ ὁ νεαρός, ἐσιώπησε. |