Αρχαίο κείμενο | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Ταύτας οὖν ἔχοντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀγαπητοί, καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ. | 1 Εφ' όσον, λοιπόν, αγαπητοί, έχομεν αυτάς τας μαγάλας υποσχέσστου Θεού, ας καθαρίσωμεν τους εαυτούς μας από κάθε μολυσμόν σαρκός και πνεύματος, αγωνιζόμενοι και συνεχώς προχωρούντες μέχρι τέλους στον δρόμον της αγιότητος, με φόβον Θεού. | 1 Αφοῦ λοιπὸν ἔχομεν τὰς ὑποσχέσεις αὐτάς, ἀγαπητοί, ἂς καθαρίσωμεν τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ κάθε τι, ποὺ μολύνει τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα μας καὶ ἂς τελειοποιούμεθα εἰς τὴν ἀγιωσύνην μὲ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ. |
2 Χωρήσατε ἡμᾶς· οὐδένα ἠδικήσαμεν, οὐδένα ἐφθείραμεν, οὐδένα ἐπλεονεκτήσαμεν. | 2 Καμετε ευρύχωρες τις καρδιές σας με αγάπην, δια να μας χωρέσετε· κανένα δεν έχομεν αδικήσει· κανένα δεν εξωθήσαμεν και δεν παρεσύραμεν εις διαφθοράν· επάναντι κανενός δεν εφανήκαμεν πλεονέκται, ώστε να του αρπάσωμεν τα αγαθά του. | 2 Κάμετε μὲ τὴν ἀγάπην χῶρον εἰς τὰς καρδίας σᾶς δι' ἠμᾶς. Κανένα δὲν ἠδικήσαμεν· κανένα δὲν διεφθείραμεν· εἰς κανένα δὲν ἐδείχθημεν πλεονέκται. |
3 οὐ πρὸς κατάκρισιν λέγω· προείρηκα γὰρ ὅτι ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν ἐστε εἰς τὸ συναποθανεῖν καὶ συζῆν. | 3 Δεν τα λέγω αυτά προς κατάκρισίν σας· διότι σας έχω πει, ότι είσθε μέσα εις τας καρδίας μας, δια να πεθάνωμεν και ζήσωμε μαζή σας (συμμέτοχοι των θλίψεων και των κινδύνων σας, όπως επίσης της χαράς και της επιτυχίας σας). | 3 Δὲν λέγω ταῦτα διὰ νὰ σᾶς κατακρίνω· διότι ἔχω εἴπει προτήτερα, ὅτι εἶσθε μέσα εἰς τὰς καρδίας μας διὰ νὰ συναποθάνωμεν καὶ συζήσωμεν μαζί σας. |
4 πολλή μοι παρρησία πρὸς ὑμᾶς, πολλή μοι καύχησις ὑπὲρ ὑμῶν· πεπλήρωμαι τῇ παρακλήσει, ὑπερπερισσεύομαι τῇ χαρᾷ ἐπὶ πάσῃ τῇ θλίψει ἡμῶν. | 4 Εχω πολύ θάρρος και εμπιστοσύνην προς σας. Μεγάλο είναι το καύχημά μου δια σας. Είμαι γεμάτος από την παρηγορίαν, που μο έχετε χαρίσει. Υπερεκχειλίζει η χαρά μου, ώστε να υπερκαλύπτη κάθε θλίψιν μας. | 4 Ἔχω πολὺ θάρρος καὶ πεποίθησιν εἰς σᾶς· ἔχω πολλὴν καύχησιν διὰ σᾶς· εἶμαι γεμᾶτος ἀπὸ τὴν παρηγορίαν, τὴν ὁποίαν μοῦ ἐπροξένησεν ἡ διόρθωσίς σας· ἔχω μὲ τὸ παραπάνω περισσεύουσαν τὴν χαράν, ὥστε αὐτὴ ὑπερτερεῖ ὅλην τὴν θλῖψιν μας. |
5 καὶ γὰρ ἐλθόντων ἡμῶν εἰς Μακεδονίαν οὐδεμίαν ἔσχηκεν ἄνεσιν ἡ σὰρξ ἡμῶν, ἀλλ’ ἐν παντὶ θλιβόμενοι· ἔξωθεν μάχαι, ἔσωθεν φόβοι. | 5 Χαίρομεν τώρα, διότι, όταν ήλθαμε εις την Μακεδονίαν, δεν ευρήκε καμμίαν άνεσιν το σώμα μας, αλλ' από κάθε τι και εις κάθε στιγμήν εθλιβόμεθα. Απ' έξω ήσαν αι μάχαι των απίστων εναντίον μας, από μέσα εις την καρδίαν μας υπήρχεν ο φόβος δια τους ασθενείς πνευματικώς αδελφούς. | 5 Ναί· ὑπερτερεῖ καὶ ἐπικρατεῖ ἡ χαρά μας. Διότι πράγματι, ὅταν ἤλθαμεν εἰς Μακεδονίαν, δὲν εὗρε καμμίαν ἀνακούφισιν τὸ πονεμένον σῶμα μας, ἀλλ’ ἀπὸ κάθε τι ἐθλιβόμεθα. Ἀπ’ ἕξω ἀπὸ τοὺς ἀπίστους ἐγίνοντο μάχαι ἐναντίον μας, ἀπὸ μέσα διὰ τοὺς ἀσθενεῖς ἀδελφούς μας κατελάμβανον φόβοι, μήπως παρασυρθοῦν καὶ ἀποπλανηθοῦν ἀπὸ τὴν πίστιν. |
6 ἀλλ’ ὁ παρακαλῶν τοὺς ταπεινοὺς παρεκάλεσεν ἡμᾶς ὁ Θεὸς ἐν τῇ παρουσίᾳ Τίτου· | 6 Αλλ' ο Θεός, που παρηγορεί και ενισχύει τους ταπεινούς και αδυνάτους, μας παρηγόρησε με την παρουσίαν του Τιτου. | 6 Ἀλλ’ ὁ Θεός, ποὺ παρηγορεῖ τοὺς ταπεινωμένους, μᾶς ἐπαρηγόρησε μὲ τὴν παρουσίαν τοῦ Τίτου. |
7 οὐ μόνον δὲ ἐν τῇ παρουσίᾳ αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ παρακλήσει ᾗ παρεκλήθη ἐφ’ ὑμῖν, ἀναγγέλλων ἡμῖν τὴν ὑμῶν ἐπιπόθησιν, τὸν ὑμῶν ὀδυρμόν, τὸν ὑμῶν ζῆλον ὑπὲρ ἐμοῦ, ὥστε με μᾶλλον χαρῆναι, | 7 Επαρηγορήθημεν όχι μόνον με την παρουσίαν αυτού, αλλά και με την παρηγορίαν, την οποίαν αυτός επήρεν εξ αιτίας σας, όταν κατέστησεν εις ημάς γνωστόν τον μεγάλον πόθον σας, τα κλάματα και τους στεναγμούς σας, τον ζήλον που εδείξατε δι' εμέ, ώστε εγώ πληροφορούμενος αυτά να δοκιμάσω μεγάλην χαράν. | 7 Ἐπαρηγορήθην δὲ ὄχι μόνον ἀπὸ τὸν ἐρχομὸν καὶ τὴν παρουσίαν του, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν παρηγορίαν ποὺ αὐτὸς ἐπαρηγορήθη ἐξ αἰτίας σας, ὅταν μᾶς ἀνήγγελλε τὸν μεγάλον πόθον σας δι’ ἐμέ, τὰ πολλὰ κλάματά σας ἐπειδὴ μὲ εἴχατε λυπήσει, τὸν ζῆλον ποὺ ἐδείξατε δι’ ἐμὲ κατ’ ἐκείνων, ποὺ μὲ συκοφαντοῦν, ὥστε ἑγὼ ἀκούων ὅλα αὐτὰ περισσότερον νὰ χαρῶ. |
8 ὅτι εἰ καὶ ἐλύπησα ὑμᾶς ἐν τῇ ἐπιστολῇ, οὐ μεταμέλομαι, εἰ καὶ μετεμελόμην· βλέπω γὰρ ὅτι ἡ ἐπιστολὴ ἐκείνη, εἰ καὶ πρὸς ὥραν, ἐλύπησεν ὑμᾶς. | 8 Ακριβώς αυτή η αγάπη σας για μένα, με κάμνει να λέγω, ότι αν και σας ελύπησα με την επιστολήν μου, δεν μετανοώ, μολονότι είχα αισθανθή μεταμέλειαν που σας την έγραψα (μέχρις ότου όμως ήλθεν ο Τιτος και με επληροφόρησε τα της διορθόσεώς σας). Διότι βλέπω τώρα ότι η επιστολή μου εκείνη, καίτοι σας εστενοχώρησε επί ολίγον διάστημα, σας ελύπησε προς ωφέλειαν, διότι σας έφερε εις συναίσθησιν και μετάνοιαν. | 8 Ἐπαρηγορήθην δέ, διότι ἂν καὶ σᾶς ἐλύπησα μὲ τὴν ἐπιστολήν μου, δὲν μεταμέλομαι τώρα δι’ αὐτό, ἂν καὶ τότε ποὺ σᾶς ἔστειλα τὴν ἐπιστολήν, μετενόουν. Καὶ δὲν μεταμέλομαι τώρα, διότι βλέπω, ὅτι ἡ ἐπιστολὴ ἐκείνη, καίτοι σᾶς ἐλύπησε προσκαίρως, σᾶς ἐλύπησε πρὸς ὠφέλειάν σας. |
9 νῦν χαίρω, οὐχ ὅτι ἐλυπήθητε, ἀλλ’ ὅτι ἐλυπήθητε εἰς μετάνοιαν· ἐλυπήθητε γὰρ κατὰ Θεόν, ἵνα ἐν μηδενὶ ζημιωθῆτε ἐξ ἡμῶν. | 9 Τωρα χαίρω, όχι διότι απλώς ελυπηθήκατε, αλλά διότι ελυπηθήκατε εις μετάνοιαν και διόρθωσιν. Εδοκιμάσατε την κατά Θεόν λύπην, εις τρόπον ώστε να μη υποστήτε καμμίαν ζημίαν εκ μέρους ημών. | 9 Τώρα χαίρω, ὄχι διότι ἐλυπήθητε, ἀλλὰ διότι ἡ λύπη ποὺ ἐδοκιμάσατε, σᾶς ὠδήγησεν εἰς μετάνοιαν. Διότι ἐλυπήθητε ὅπως θέλει ὁ Θεός, διὰ νὰ μὴ βλαβῆτε πνευματικῶς εἰς τίποτε ἀπὸ ἡμᾶς. |
10 ἡ γὰρ κατὰ Θεὸν λύπη μετάνοιαν εἰς σωτηρίαν ἀμεταμέλητον κατεργάζεται· ἡ δὲ τοῦ κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται. | 10 Ωφέλειαν πνευματικήν σας έφερεν η λύπη αυτή. Διότι η κατά Θεόν λύπη κατεργάζεται την ειλικρινή μετάνοιαν, δια την οποίαν ποτέ δεν θα μεταμεληθή ο λυπούμενος και η οποία φέρει ως καρπόν την σωτηρίαν. Η λύπη όμως, την οποίαν δια της αμαρτίας του προκαλεί ο κόσμος, έχει ως καρπόν και αποτέλεσμά της τον θάνατον τον πνευματικόν. | 10 Τουναντίον μάλιστα ὠφελήθητε πνευματικῶς. Διότι ἡ λύπη, ποὺ εἶναι σύμφωνος πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα μετάνοιαν, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ εἰς σωτηρίαν. Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ αἰσθάνεται τὴν μετάνοιαν αὐτήν, δὲν θὰ μεταμεληθῇ ποτὲ διὰ τὴν μεταβολὴν αὐτὴν καὶ τὸ ἄλλαγμα τῶν σκέψεων καὶ ἀποφάσεών του. Ἡ λύπη ὅμως, τὴν ὁποίαν προκαλεῖ ἡ προσκόλλησις εἰς τὸν κόσμον, ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὸν ψυχικόν, κάποτε δὲ καὶ αὐτὸν τὸν σωματικὸν θάνατον. |
11 ἰδοὺ γὰρ αὐτὸ τοῦτο, τὸ κατὰ Θεὸν λυπηθῆναι ὑμᾶς, πόσην κατειργάσατο ὑμῖν σπουδήν, ἀλλὰ ἀπολογίαν, ἀλλὰ ἀγανάκτησιν, ἀλλὰ φόβον, ἀλλὰ ἐπιπόθησιν, ἀλλὰ ζῆλον, ἀλλὰ ἐκδίκησιν! ἐν παντὶ συνεστήσατε ἑαυτοὺς ἁγνοὺς εἶναι τῷ πράγματι. | 11 Αλλωστε ίδετε και μόνοι σας· ότι δηλαδή αυτό τούτο, το ότι ελυπηθήκατε κατά Θεόν, πόσην δραστηριότητα προς διόρθωσιν ανέπτυξεν εις σας, αλλά και ποίαν απολογίαν σας εχάρισε απέναντί μου, αλλά και αγανάκτησιν εναντίον του εκτραπέντος αδελφού, αλλά και φόβον μήπως ο Θεός τιμωρήση μαζή μ' εκείνον και σας, αλλά και σφπδράν επιθυμίαν να με ίδετε, αλλά και ιερόν ζήλον και ενθουσιασμόν, αλλά και τιμωρίαν κατά του κακού κατά λόγον δικαιοσύνης. Με όλους αυτούς τους τρόπους απεδείξατε, ότι είσθε καθαροί και ανεύθυνοι εις την υπόθεσιν αυτήν του παρεκτραπέντος. | 11 Τὸ ὅτι δὲ ἡ σύμφωνος πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ λύπη φέρει ὡς ἀποτέλεσμα μετάνοιαν σωτηριώδη, ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὴν ἰδικήν σας περίπτωσιν. Διότι, ἰδοὺ ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ ὅτι ἐλυπήθητε σεῖς σύμφωνα πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, πόσον δραστηρίους καὶ σπουδαίους σᾶς ἔκαμεν, ἀλλὰ καὶ ποίαν ἀπολογίαν σᾶς ἔδωκεν, ὥστε νὰ εἶσθε τώρα δικαιολογημένοι ἀπέναντί μου· ἀλλὰ καὶ ποίαν ἀγανάκτησιν ἐδημιούργησε μέσα σας κατὰ τοῦ ἁμαρτήσαντος· ἀλλὰ καὶ φόβον, μήπως τιμωρηθῆτε ἀπὸ τὸν Θεόν· ἀλλὰ καὶ πόθον σφοδρὸν νὰ μὲ ἐπανίδητε, ἀλλὰ καὶ ζῆλον ὑπὲρ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐκδίκησιν κατὰ τοῦ κακοῦ. Μὲ ὅλην τὴν διαγωγήν σας ἐσυστήσατε τοὺς ἑαυτούς σας καὶ ἀπεδείξατε, ὅτι εἶσθε καθαροὶ ἀπὸ πᾶσαν εὐθύνην καὶ ἐνοχὴν εἰς τὴν ὑπόθεσιν αὐτήν. |
12 ἄρα εἰ καὶ ἔγραψα ὑμῖν, οὐχ εἵνεκεν τοῦ ἀδικήσαντος, οὐδὲ εἵνεκεν τοῦ ἀδικηθέντος, ἀλλ’ εἵνεκεν τοῦ φανερωθῆναι τὴν σπουδὴν ὑμῶν τὴν ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς ὑμᾶς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. | 12 Επομένως αν και σας έγραψα, δεν σας έγραψα ένεκα του αδικήσαντος, δια να ζητήσω την τιμωρίαν του, ούτε ένεκα του αδικηθέντος, δια να ζητήσω την ικανοποίησίν του, αλλά δια να φανερωθή το ζωηρόν σας υπέρ ημών ενδιαφέρον και η φροντίς σας να συμμορφωθήτε προς όσα σας έγραψα· και ταύτα ενώπιον του Θεού. | 12 Συνεπῶς, ἂν καὶ σᾶς ἔγραψα, δὲν σᾶς ἔγραψα κυρίως διὰ νὰ τιμωρηθῇ αὐτὸς ποὺ ἔκαμε τὴν ἀδικίαν, οὔτε διὰ νὰ ἰκανοποιηθῇ αὐτὸς ποὺ ἠδικήθη, ἀλλὰ διὰ νὰ φανερωθῇ μεταξύ σας τὸ ἐνδιαφέρον ποὺ ἔχετε δι' ἠμᾶς, καὶ τὸ βλέπει ὁ Θεός, ὅτι εἶναι εἰλικρινές. |
13 Διὰ τοῦτο παρεκεκλήμεθα. ἐπὶ δὲ τῇ παρακλήσει ὑμῶν περισσοτέρως μᾶλλον ἐχάρημεν ἐπὶ τῇ χαρᾷ Τίτου, ὅτι ἀναπέπαυται τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἀπὸ πάντων ὑμῶν· | 13 Δια τούτο ακριβώς έχομεν παρηγορηθ. Επί πλέον δε κοντά εις την παρηγορίαν σας εχαρήκαμε και ημείς πιο πολύ δια την χαράν που εδοκίμασεν ο Τιτος, επειδή το πνεύμα του έχει αναπαυθή από όλους σας. | 13 Διὰ τοῦτο ἔχομεν παρηγορηθῆ. Κοντὰ δὲ εἰς τὴν παρηγορίαν μας αὐτὴν ἐχάρημεν ἀκόμη περισσότερον διὰ τὴν χαρὰν τοῦ Τίτου, διότι ἀνεπαύθη τὸ πνεῦμα του ἀπὸ ὅλους σᾶς καὶ ἰκανοποιήθη. |
14 ὅτι εἴ τι αὐτῷ ὑπὲρ ὑμῶν κεκαύχημαι, οὐ κατῃσχύνθην, ἀλλ’ ὡς πάντα ἐν ἀληθείᾳ ἐλαλήσαμεν ὑμῖν, οὕτω καὶ ἡ καύχησις ἡμῶν ἡ ἐπὶ Τίτου ἀλήθεια ἐγενήθη. | 14 Η χαρά του Τιτου με ικανοποίησε, διότι, εάν έχω κάπως καυχηθη ενώπιον αυτού δια σας, δεν εντροπιάσθηκα, αλλά, όπως όλα με αλήθειαν τα εδιδάξαμεν εις σας, έτσι και η καύχησίς μας δια σας στον Τιτον απεδείχθη αληθινή. | 14 Ἡ χαρὰ αὐτὴ τοῦ Τίτου ἐπροκάλεσε καὶ εἰς ἑμὲ χαράν, διότι, ἐὰν εἰς κάτι εἶχα καυχηθῆ εἰς αὐτὸν διὰ σᾶς, δὲν ἐντροπιάσθην, ἀλλὰ καθὼς καὶ εἰς σᾶς ὅλα μὲ ἀλήθειαν τὰ εἴπαμεν καὶ τὰ ἐδιδάξαμεν, ἔτσι καὶ εἰς τὸν Τίτον ἡ καύχησίς μας ἀπεδείχθη ἀλήθεια. |
15 καὶ τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ περισσοτέρως εἰς ὑμᾶς ἐστιν ἀναμιμνησκομένου τὴν πάντων ὑμῶν ὑπακοήν, ὡς μετὰ φόβου καὶ τρόμου ἐδέξασθε αὐτόν. | 15 Και η καρδιά του τώρα είναι ακόμη περισσότερον δοσμένη εις σας, διότι ενθυμείται την υπακοήν όλων σας, όπως επίσης και το πως τον εδεχθήκατε με φόβον και τρόμον, μήπως τυχόν και με νέαν τινά αταξίαν τον λυπήσετε. | 15 Καὶ ἡ καρδία του περισσότερον τώρα, παρ’ ὅσον ἄλλοτε εἶναι προσκολλημένη εἰς σᾶς, διότι ἐνθυμεῖται τὴν ὑπακοὴν ὅλων σας. Ἐνθυμεῖται, πῶς τὸν ἐδέχθητε μὲ φόβον καὶ μὲ τρόμον, μήπως τὸν δυσαρεστήσετε εἰς τίποτε καὶ δὲν ἐπιδείξετε εἰς αὐτὸν τὴν πρέπουσαν συμπεριφοράν. |
16 χαίρω ὅτι ἐν παντὶ θαρρῶ ἐν ὑμῖν. | 16 Χαίρω, διότι δια το κάθε τι πλέον ημπορω να έχω θάρρος και παποίθησιν εις σας. | 16 Χαίρω, διότι εἰς ὅλα ἠμπορῶ να ἔχω θάρρος καὶ να βασίζωμαι εἰς σᾶς. |