Τρίτη, 03 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:25
Δύση: 17:07
Σελ. 3 ημ.
338-28
16ος χρόνος, 6135η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ἔκρινα δὲ ἐμαυτῷ τοῦτο, τὸ μὴ πάλιν ἐν λύπῃ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς. 1 Εσκέφθην δε μόνος μου και απεφάσισα τούτο· να μη έλθω προς σας λυπούμενος δια τα σφάλματά σας, λυπών δε και σας με τας παρατηρήσεις, που είμαι αναγκασμένος να σας κάμω. 1 Απεφάσισα δὲ τοῦτο καὶ διὰ τὸν ἑαυτόν μου. Ηὗρα δηλαδὴ καλύτερον καὶ διὰ τὸν ἑαυτόν μου νὰ μὴ ἔλθω πάλιν εἰς σᾶς ἀναγκασμένος καὶ ἐγὼ νὰ σᾶς λυπῶ μὲ τοὺς ἐλέγχους μου, ἀλλὰ καὶ σεῖς νὰ μὲ λυπῆτε μὲ τὰς ἀταξίας, ποὺ θὰ βλέπω μεταξύ σας.
2 εἰ γὰρ ἐγὼ λυπῶ ὑμᾶς, καὶ τίς ἐστιν ὁ εὐφραίνων με εἰ μὴ ὁ λυπούμενος ἐξ ἐμοῦ; 2 Η λύπη όμως, που θα σας προκαλέσω, αποβλέπει στο καλόν σας, διότι εάν εγώ με τους ελέγχους σας στενοχωρώ, ποιός είναι εκείνος, που με ευφραίνει, παρά αυτός που δέχεται τας παρατηρήσεις μου, λυπείται και μετανοεί δια τα σφάλματά του και προχωρεί εις διόρθωσιν· 2 Ὠρισμένως δὲ ἡ ἐγὼ ἢ σεῖς θὰ ἐδοκιμάζαμεν λύπην. Διότι, ἐὰν ἑγὼ μὲ τοὺς ἐλέγχους μου προκαλῶ λύπην μετανοίας εἰς σᾶς, ποῖος ἄλλος μὲ εὐφραίνει παρὰ ἐκεῖνος, ποὺ δέχεται τοὺς ἐλέγχους μου καὶ λυπεῖται ἀπὸ ἑμέ; Ἔτσι ἐὰν ἐγὼ δὲν λυποῦμαι, θὰ λυπῆσθε ὅμως σεῖς.
3 καὶ ἔγραψα ὑμῖν τοῦτο αὐτὸ, ἵνα μὴ ἐλθὼν λύπην ἔχω ἀφ’ ὧν ἔδει με χαίρειν, πεποιθὼς ἐπὶ πάντας ὑμᾶς ὅτι ἡ ἐμὴ χαρὰ πάντων ὑμῶν ἐστιν. 3 Και σας έγραψα αυτό τούτο ακριβώς εις προηγουμένην επιστολήν και σας έκαμα παρατηρήσεις, δια να διορθωθήτε εν τω μεταξύ, ώστε, όταν θα έλθω, να μη δοκιμάσω λύπην από εκείνους, από τους οποίους έπρεπε μάλλον να δοκιμάζω χαράν. Είμαι δε βέβαιος δι' όλους σας, ότι η ιδική μου χαρά είναι και χαρά όλων σας. 3 Καὶ σᾶς ἔγραψα ἀκριβῶς τοῦτο εἰς προηγουμένην μου ἐπιστολήν, διὰ νὰ διορθώσετε ἐν τῷ μεταξὺ τὰς ἀταξίας, ὥστε, ἐὰν ἔλθω εἰς Κόρινθον, νὰ τὰ εὕρω ὅλα ἐν τάξει καὶ νὰ μὴ δοκιμάσω λύπην ἐξ αἰτίας ἐκείνων, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἔπρεπε νὰ χαίρω. Ἄλλως τε ἡ λύπη μου θὰ ἐλύπει καὶ σᾶς. Διότι ἔχω δι’ ὅλους σας πεποίθησιν, ὅτι ἡ χαρά μου εἶναι χαρὰ ὅλων σας.
4 ἐκ γὰρ πολλῆς θλίψεως καὶ συνοχῆς καρδίας ἔγραψα ὑμῖν διὰ πολλῶν δακρύων, οὐχ ἵνα λυπηθῆτε, ἀλλὰ τὴν ἀγάπην ἵνα γνῶτε ἣν ἔχω περισσοτέρως εἰς ὑμᾶς. 4 Είχα βέβαια λυπηθή και εγώ πολύ, δια τους ελέγχους που σας έκαμα εις την πρώτην επιστολήν βαθύτατα θλιμμένος και με σφιγμένην την καρδιά και με πολλά δάκρυα, όχι δια να καταβληθήτε από λύπην, αλλά δια να γνωρίσετε την εξαιρετικήν αγάπην, την οποίαν έχω προς σας. 4 Μὴ νομίσετε δὲ ὅτι διὰ τοὺς ἐλέγχους, ποὺ σᾶς ἔγραψα εἰς τὴν ἐπιστολήν μου ἐκείνην, ἐγὼ δὲν ἐδοκίμασα τίποτε. Διότι σᾶς ἔγραψα ἀπὸ πολλὴν θλῖψιν καὶ στενοχώριαν τῆς καρδίας, μὲ δάκρυα πολλά, ὄχι διὰ νὰ λυπηθῆτε, ἀλλὰ διὰ νὰ γνωρίσετε τὴν ἀγάπην, τὴν ὁποίαν ὑπερβολικὰ ἔχω πρὸς σᾶς.
5 Εἰ δέ τις λελύπηκεν, οὐκ ἐμὲ λελύπηκεν, ἀλλὰ ἀπὸ μέρους ἵνα μὴ ἐπιβαρῶ, πάντας ὑμᾶς. 5 Εάν δε κάποιος με το βαρύ του σφάλμα επροκάλεσε λύπην, δεν ελύπησε μόνον εμέ, αλλ' εν μέρει ελύπησε και όλους σας, και δια τούτο δεν θέλω να σας στενοχωρήσω και σας λυπήσω με ελέγχους δι' αδιαφορίαν ως προς το θέμα αυτό. 5 Ἐὰν δὲ κάποιος μὲ τὴν σοβαρὰν ἁμαρτίαν του ἔγινε πρόξενος λύπης, αὐτὸς δὲν ἔχει λυπήσει μόνον ἐμέ, ἀλλ’ εἰς κάποιον βαθμὸν ἐλύπησεν ὅλους σας, διὰ να μὴ σᾶς ἐπιβαρύνω μὲ τὴν κατηγορίαν, ὅτι ἐμείνατε ἀδιάφοροι εἰς τὴν παρεκτροπήν του.
6 ἱκανὸν τῷ τοιούτῳ ἡ ἐπιτιμία αὕτη ἡ ὑπὸ τῶν πλειόνων· 6 Είναι αρκετή τιμωρία δι' αυτόν η επίπληξις αυτή, η οποία του έγινε από τους περισσοτέρους. 6 Εἶναι ἀρκετὴ εἰς τὸν τοιοῦτον ἡ ἐπίπληξις αὐτή, ποὺ τοῦ ἔγινεν ἀπὸ τοὺς περισσοτέρους.
7 ὥστε τοὐναντίον μᾶλλον ὑμᾶς χαρίσασθαι καὶ παρακαλέσαι, μήπως τῇ περισσοτέρᾳ λύπῃ καταποθῇ ὁ τοιοῦτος. 7 Ωστε αντιθέτως είναι καλύτερον τώρα να του δείξετε χάριν και καλωσύνην, να του συγχωρήσετε το σφάλμα και να τον παρηγορήσετε, μήπως από την μεγάλην και βαρείαν λύπην καταβληθή και καταποντισθή εις απογοήτευσιν και απελπισίαν. 7 Ὥστε τώρα χρειάζεται ἡ ἀντίθετος πρὸς τὴν ἐπίπληξιν συμπεριφορά. Πρέπει μᾶλλον σεῖς νὰ τοῦ δώσετε τώρα χάριν καὶ συγγνώμην καὶ νὰ τὸν παρηγορήσετε, μήπως ἕνεκα τῆς ὑπερβολικῆς λύπης ἀπελπισθῇ οὗτος καὶ τὸν καταπίῃ ὁ διάβολος.
8 διὸ παρακαλῶ ὑμᾶς κυρῶσαι εἰς αὐτὸν ἀγάπην. 8 Δι' αυτό και σας παρακαλώ να δείξετε εις αυτόν ειλικρινή αγάπη και καλωσύνην. 8 Δι’ αὐτὸ σᾶς παρακαλῶ νὰ δείξετε δημοσίᾳ εἰς αὐτὸν ἀγάπην πραγματικὴν καὶ βεβαίαν.
9 εἰς τοῦτο γὰρ καὶ ἔγραψα, ἵνα γνῶ τὴν δοκιμὴν ὑμῶν, εἰ εἰς πάντα ὑπήκοοί ἐστε. 9 Διότι με αυτόν τον σκοπόν και σας έγραψα εις την προηγουμένην μου επιστολήν, δια να ίδω και γνωρίσω την αρετήν σας, εάν εις όλα είσθε υπήκοοι. 9 Διότι δι’ αὐτὸ καὶ σᾶς ἔγραψα εἰς τὴν προηγουμένην μου ἐπιστολήν, διὰ νὰ γνωρίσω τὴν δοκιμασμένην πρόοδόν σας, ἐὰν εἰς ὅλα ἔχετε ὑπακοήν. Καὶ τὴν ἐδείξατε, ὅταν ἀπεκόψατε τὸν παρεκτραπέντα, ὅπως καὶ τώρα θὰ τὴν δείξετε δεχόμενοι πάλιν αὐτόν.
10 ᾧ δέ τι χαρίζεσθε, καὶ ἐγώ· καὶ γὰρ ἐγὼ εἴ τι κεχάρισμαι ᾧ κεχάρισμαι, δι’ ὑμᾶς ἐν προσώπῳ Χριστοῦ, 10 Εις όποιον δε σεις δίδετε χάριν και συγχώρησιν, δίδω και εγώ διότι και εγώ, εάν έχω χαρίσει κάτι εις οποίον έχω χαρίσει, το έκαμα προς χάριν ιδικήν σας, ενώπιον του Χριστού. 10 Εἰς ὅποιον δὲ παρέχετε χάριν καὶ συγγνώμην εἰς κάτι, δίδω καὶ ἑγὼ χάριν. Διότι καὶ ἐγώ, ἂν ἔχω χαρίσει κάτι, εἰς ὅποιον τὸ ἔχω χαρίσει, διὰ σᾶς τὸ ἐχάρισα ὑπὸ τὰ βλέμματα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὸν αἰσθάνομαι νὰ μὲ παρακολουθῇ.
11 ἵνα μὴ πλεονεκτηθῶμεν ὑπὸ τοῦ σατανᾶ· οὐ γὰρ αὐτοῦ τὰ νοήματα ἀγνοοῦμεν. 11 Πρέπει δε να δείχνωμεν αυτήν την καλωσύνην και την ανοχήν προς τους αδελφούς, δια να μη εξαπατηθώμεν με υψηλόφρονας λογισμούς από τον σατανάν και κυριαρχηθώμεν έτσι από αυτόν. Διότι δεν μας είναι άγνωστοι οι μοχθηραί και δόλιαι αυτού επινοήσεις. 11 Δηλαδὴ πρὸς πνευματικὴν ὠφέλειαν καὶ πρὸς δόξαν τοῦ Χριστοῦ ἔκαμα τὴν χάριν αὐτήν, διὰ νὰ μὴ νικηθῶμεν μὲ ἀπάτην ἀπὸ τὸν σατανᾶν. Λέγω δὲ μὲ ἀπάτην τοῦ σατανᾶ, διότι γνωρίζομεν τὰς δολίας ἐπινοήσεις του.
12 Ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν Τρῳάδα εἰς τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, καὶ θύρας μοι ἀνεῳγμένης ἐν Κυρίῳ, 12 Οταν δε ήλθα εις την Τρωάδα, δια να μεταφέρω και εκεί το Ευαγγέλιον του Χριστού, και ενώ μου είχε ανοιχθή θύρα, δια να υπηρετήσω το έργον του Κυρίου, 12 Σᾶς εἶπα, ὅτι εἰς τὴν Ἀσίαν ἐδοκίμασα πειρασμοὺς καὶ θλίψεις. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἔφυγα ἀπ’ ἐκεῖ, ἄλλου εἴδους θλῖψις μὲ εὗρεν. Ὅταν δηλαδὴ ἦλθα εἰς τὴν Τρῳάδα διὰ νὰ κηρύξω τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐνῶ ἐκεῖ μοῦ εἶχε ἀνοιχθῆ θύρα καὶ εὐκαιρία διὰ τὸ ἔργον τοῦ Κυρίου,
13 οὐκ ἔσχηκα ἄνεσιν τῷ πνεύματί μου τοῦ μὴ εὑρεῖν με Τίτον τὸν ἀδελφόν μου, ἀλλὰ ἀποταξάμενος αὐτοῖς ἐξῆλθον εἰς Μακεδονίαν. 13 δεν εδοκίμασα και δεν είχα άνεσιν στο πνεύμα μου, διότι δεν ευρήκα εκεί τον Τιτον, τον αδελφόν μου, να με πληροφορήση σχετικώς με την κατάστασιν σας. Δι' αυτό αφού απεχαιρέτησα τους εκεί αδελφούς, ανεχώρησα εις την Μακεδονίαν, δια να προαπαντήσω τον Τιτον. 13 δὲν ἠμποροῦσα νὰ ἔχω ἀνακούφισιν καὶ ἀνάπαυσιν εἰς τὸ πνεῦμα μου, ἐπειδὴ δὲν εὗρον τὸν Τίτον τὸν ἀδελφόν μου, ποὺ τὸν ἐπερίμενα νὰ μοῦ φέρῃ ἐκεῖ εἰδήσεις ἀπὸ σᾶς. Δὲν ἔμεινα λοιπὸν ἐκεῖ, ἀλλ’ ἀφοῦ τοὺς ἀπεχαιρέτησα, ἐβγῆκα καὶ ἐπῆγα εἰς Μακεδονίαν, ὅπου ἔλαβα τὰς εὐχαρίστους αὐτὰς εἰδήσεις.
14 Τῷ δὲ Θεῷ χάρις τῷ πάντοτε θριαμβεύοντι ἡμᾶς ἐν τῷ Χριστῷ καὶ τὴν ὀσμὴν τῆς γνώσεως αὐτοῦ φανεροῦντι δι’ ἡμῶν ἐν παντὶ τόπῳ· 14 Ας είναι δε ευλογημένον και δοξασμένον το όνομα του Θεού, ο οποίος μας δίδει χάριν και δύναμιν και μας κάμνει να νικώμεν και να θριαμβεύωμεν εν τω Χριστώ, και ο οποίος κάμνει φανεράν και αισθητήν δια μέσου ημών εις κάθε τόπον την ζωογόνον ευωδίαν της αληθινής γνώσεως. 14 Εὐχαριστία δὲ ὀφείλεται εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος νικῶν καὶ θριαμβεύουν περιφέρει καὶ ἡμᾶς πάντοτε εἰς τὸν θρίαμβόν του, ὡς διακόνους τῆς νίκης του, ποὺ συντελεῖται διὰ τὸν Χριστὸν καὶ τὸ εὐαγγέλιόν του.Ὁ Θεὸς κατὰ τὴν θριαμβευτικὴν αὐτὴν πορείαν τοῦ εὐαγγελίου του φανερώνει διὰ μέσου ἡμῶν τὴν εὐωδίαν τῆς γνώσεώς του εἰς κάθε τόπον.
15 ὅτι Χριστοῦ εὐωδία ἐσμὲν τῷ Θεῷ ἐν τοῖς σωζομένοις καὶ ἐν τοῖς ἀπολλυμένοις, 15 Διότι ημείς, οι εργάται του Ευαγγελίου, είμεθα ευωδία Χριστού στον Θεόν· ευωδία και μεταξύ των σωζομένων και μεταξύ εκείνων, που βαδίζουν τον δρόμον της αιωνίας απωλείας. 15 Διότι πράγματι ἠμεῖς οἰ ἀπόστολοι καὶ κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου εἴμεθα Χριστοῦ εὐωδία, εὐχάριστος εἰς τὸν Θεόν· εὐωδία δὲ μεταξὺ τῶν σωζομένων, καθὼς καὶ μεταξὺ ἐκείνων ποὺ καταδικάζονται εἰς αἰωνίαν ἀπώλειαν.
16 οἷς μὲν ὀσμὴ θανάτου εἰς θάνατον, οἷς δὲ ὀσμὴ ζωῆς εἰς ζωήν. καὶ πρὸς ταῦτα τίς ἱκανός; 16 Εις άλλους μεν είμεθα οσμή που φέρει τον θάνατον, διότι αυτοί δεν θέλουν να δεχθούν την σώζουσαν αλήθειαν· εις άλλους δε, τους καλοπροαιρέτους, ζωογόνος ευωδία, που δίδει ζωήν. Και ποιός είναι ικανός από τον εαυτόν του να πραγματοποιήση αυτά τα μεγάλα έργα; 16 Εἰς ἄλλους μὲν μυρωδιὰ θανατηφόρος, ποὺ φέρει θάνατον, εἰς ἄλλους δὲ μυρωδιὰ ζωηφόρος ποὺ παρέχει ζωήν. Καὶ ποῖος εἶναι ἱκανὸς νὰ ἐπιτελέσῃ τὰ κατορθώματα καὶ ἀποτελέσματα αὐτά; Ὄντως κανεὶς ἄλλος παρὰ μόνος ὁ Θεός.
17 οὐ γάρ ἐσμεν ὡς οἱ λοιποὶ καπηλεύοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ὡς ἐξ εἰλικρινείας, ἀλλ’ ὡς ἐκ Θεοῦ κατενώπιον τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ λαλοῦμεν. 17 Ημείς δεν είμεθα, όπως οι πολλοί, που νοθεύουν και αλλοιώνουν τον λόγον του Θεού και κερδοσκοπούν επάνω εις αυτόν. Αλλά κηρύττωμεν τον λόγον του Θεού κινούμενοι από αγνά και ειλικρινή ελατήρια, από άδολον ενδιαφέρον, ως εμπνεόμενοι από τον Θεόν και ενώπιον του Θεού και εν Χριστώ ομιλούντες. 17 Ἂς καυχῶνται ἄλλοι, ὅτι τάχα εἶναι ἱκανοί. Ἡμεῖς ὅμως δὲν εἴμεθα σὰν τοὺς πολλούς, ποὺ ἐμπορεύονται τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐξ ἰδιοτελείας τὸν νοθεύουν. Ἀλλὰ κηρύττομεν, ὅπως κηρύττει καθένας ποὺ κινεῖται ἀπὸ εἰλικρίνειαν καὶ ἄδολον ἐνδιαφέρον ὅπως ὁμιλεῖ ἕνας ποὺ ἐμπνέεται ἀπὸ τὸν Θεόν, ἔτσι ὁμιλοῦμεν ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, ἐνωμένοι ἀχώριστα μὲ τὸν Χριστόν.