Αρχαίο κείμενο | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Παῦλος, ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ διὰ θελήματος Θεοῦ, καὶ Τιμόθεος ὁ ἀδελφός, τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ τῇ οὔσῃ ἐν Κορίνθῳ σὺν τοῖς ἁγίοις τοῖς οὖσιν ἐν ὅλῃ τῇ Ἀχαΐᾳ. | 1 Εγώ ο Παύλος, που είμαι απόστολος του Ιησού Χριστού δια του θελήματος του Θεού και ο Τιμόθεος ο αδελφός, προς την Εκκλησίαν του Θεού που είναι εις την Κορινθον και προς πάντας τους Χριστιανούς, οι οποίοι ευρίσκονται εις όλην την Αχαΐαν, | 1 Εγὼ ὁ Παῦλος, ὁ ὁποῖος εἶμαι ἀπόστολος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, διότι τὸ ἠθέλησεν ὁ Θεός, χωρὶς νὰ πάρω μόνος μου τὸ ἀξίωμα τοῦτο, καὶ ὁ Τιμόθεος ὁ γνωστός σας ἀδελφός, πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὑπάρχει εἰς τὴν Κόρινθον, καθὼς καὶ πρὸς ὅλους τοὺς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι εἰς ὅλην τὴν ἐπαρχίαν τῆς Ἀχαΐας. |
2 χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. | 2 είθε να είναι πάντοτε μαζή σας χάρις και ειρήνη από τον Θεόν Πατέρα μας και από τον Κυριον Ιησούν Χριστόν. | 2 Εἴθε ἡ χάρις καὶ ἡ ἐξ αὐτῆς εἰρήνη νὰ σᾶς δοθῇ ἀπὸ τὸν Θεόν Πατέρα μας καὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν. |
3 Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ πατὴρ τῶν οἰκτιρμῶν καὶ Θεὸς πάσης παρακλήσεως, | 3 Ας είναι ευλογημένος και δοξασμένος ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο Πατήρ και ο χορηγός της εσπλαγχνίας, του ελέους και της συγκαταβάσεως, και ο Θεός κάθε παρηγορίας δια τους θλιβομένους ανθρώπους. | 3 Ἂς εἶναι εὐλογημένος καὶ δοξασμένος ὁ Θεός, ποὺ εἶναι Πατὴρ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν θείαν του φύσιν, ἀλλὰ καὶ Θεός του κατὰ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν. Ἂς εἶναι δοξασμένος, διότι αὐτὸς εἶναι Πατὴρ καὶ πηγὴ ἐλέους, συμπαθείας καὶ εὐσπλαγχνίας, καὶ Θεός, ποὺ χορηγεῖ κάθε παρηγορίαν. |
4 ὁ παρακαλῶν ἡμᾶς ἐν πάσῃ τῇ θλίψει ἡμῶν, εἰς τὸ δύνασθαι ἡμᾶς παρακαλεῖν τοὺς ἐν πάσῃ θλίψει διὰ τῆς παρακλήσεως ἧς παρακαλούμεθα αὐτοὶ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ· | 4 Αυτός είναι που μας παρηγορεί και μας γαληνεύει εις κάθε μας θλίψιν, ώστε να ημπορούμεν και ημείς να παρηγορούμεν τους ανθρώπους τους ευρισκομένους εις κάθε θλίψιν με την παρηγορίαν, με την οποίαν ημείς οι ίδιοι παρηγορούμεθα από τον Θεόν. | 4 Αὐτὸς μᾶς παρηγορεῖ εἰς κάθε θλῖψιν μας, διὰ νὰ ἠμποροῦμεν καὶ ἡμεῖς μὲ τὴν παρηγορίαν, μὲ τὴν ὁποίαν μᾶς παρηγορεῖ ὁ Θεός, νὰ παρηγορῶμεν τοὺς ἄλλους εἰς ὁποιανδήποτε θλῖψιν καὶ ἂν εὑρίσκωνται. |
5 ὅτι καθὼς περισσεύει τὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ εἰς ἡμᾶς, οὕτω διὰ Χριστοῦ περισσεύει καὶ ἡ παράκλησις ἡμῶν. | 5 Ευχαριστούμεν τον Κυριον, διότι όπως πλεονάζουν και αφθονούν εις ημάς αι θλίψεις και τα παθήματα σαν του Χριστού και προς χάριν του Χριστού, έτσι πλεονάζει και περισσεύει και η παρηγορία, την οποίαν δια μέσου του Χριστού παίρνομεν. | 5 Τὸν δοξάζομεν λοιπὸν καὶ τὸν εὐχαριστοῦμεν, διότι, καθὼς πάρα πολλὰ εἶναι τὰ παθήματα καὶ αἱ θλίψεις, ποὺ πάσχομεν σὰν τὸν Χριστὸν καὶ πρὸς δόξαν αὐτοῦ, οὕτω πολλὴ καὶ ὑπὲρ ἄφθονος εἶναι καὶ ἡ παρηγορία, τὴν ὁποίαν διὰ μέσου τοῦ Χριστοῦ λαμβάνομεν. |
6 εἴτε δὲ θλιβόμεθα, ὑπὲρ τῆς ὑμῶν παρακλήσεως καὶ σωτηρίας τῆς ἐνεργουμένης ἐν ὑπομονῇ τῶν αὐτῶν παθημάτων ὧν καὶ ἡμεῖς πάσχομεν, καὶ ἡ ἐλπὶς ἡμῶν βεβαία ὑπὲρ ὑμῶν· εἴτε παρακαλούμεθα, ὑπὲρ τῆς ὑμῶν παρακλήσεως καὶ σωτηρίας, | 6 Αλλ' είτε δοκιμάζομεν θλίψεις, τας δοκιμάζομεν δια την ιδικήν σας παρηγορίαν και δια την ιδικήν σας σωτηρίαν, την οποίαν η χάρις του Θεού ενεργεί εις σας, και η οποία χάρις σας δίδει την δύναμιν να υπομένετε τα ίδια παθήματα, τα οποία και ημείς πάσχομεν· είτε παρηγορούμεθα, παρηγορούμεθα πάλιν προς ιδικήν σας παρηγορίαν και σωτηρίαν, δια να ενθαρρύνεσθε από το παράδειγμά μας και να στηρίζεσθε εις την ελπίδα και την υπομονήν. | 6 Καὶ εἴτε θλιβόμεθα, θλιβόμεθα καὶ κακοπαθοῦμεν διὰ νὰ σᾶς κηρύξωμεν τὸ Εὐαγγέλιον καὶ νὰ σᾶς ὁδηγήσωμεν εἰς τὴν πίστιν, ὥστε νὰ ἐπιτύχετε τὴν παρηγορίαν καὶ σωτηρίαν σας. Τὴν παρηγορίαν δὲ καὶ σωτηρίαν σας ἐνεργεῖ ἡ θεία χάρις, ἡ ὁποία σᾶς ἐνισχύει νὰ ὑπομένετε τὰ ἴδια παθήματα καὶ τὰς ἰδίας θλίψεις, τὰς ὁποίας καὶ ἡμεῖς πάσχομεν. Εἴτε παρηγορούμεθα, παρηγορούμεθα πάλιν διὰ τὴν παρηγορίαν καὶ σωτηρίαν σας, διότι ὅταν μᾶς βλέπετε παρηγορημένους, ἐνθαρρύνεσθε καὶ παρηγορεῖσθε καὶ στηρίζεσθε εἰς τὴν ἐλπίδα καὶ ὑπομονήν, αἱ ὁποῖαι θὰ σᾶς ἑξασφαλίσουν τὴν σωτηρίαν. |
7 εἰδότες ὅτι ὥσπερ κοινωνοί ἐστε τῶν παθημάτων, οὕτω καὶ τῆς παρακλήσεως. | 7 Και είναι σταθερά και αδιάψευστος η ελπίδα που έχομεν για σας, επειδή γνωρίζομεν καλά ότι όπως συμμετέχετε εις τας θλίψεις και τας κακοπαθείας μας, έτσι θα συμμετέχετε και εις την παρηγορίαν μας. | 7 Καὶ εἶναι βεβαία ἡ ἐλπίς, ποὺ ἔχομεν διὰ σᾶς, ὅτι τὰ δεινὰ καὶ αἱ θλίψεις δὲν θὰ κλονίσουν τὴν πίστιν σας. Διότι γνωρίζομεν ὅτι, ὅπως συμμετέχετε εἰς τὰ παθήματα καὶ τὰς κακοπαθείας μας, ἔτσι θὰ γίνετε συμμέτοχοι καὶ εἰς τὴν παρηγορίαν μας. Καὶ θὰ ἐνισχυθῆτε ἀπὸ τὸν Θεόν, ὅπως καὶ ἡμεῖς, διὰ νὰ ὑποφέρετε μὲ γενναιότητα καὶ μὲ παρηγορημένην καρδίαν τὰς δοκιμασίας καὶ κακοπαθείας. |
8 Οὐ γὰρ θέλομεν ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, ὑπὲρ τῆς θλίψεως ἡμῶν τῆς γενομένης ἡμῖν ἐν τῇ Ἀσίᾳ, ὅτι καθ’ ὑπερβολὴν ἐβαρήθημεν ὑπὲρ δύναμιν, ὥστε ἐξαπορηθῆναι ἡμᾶς καὶ τοῦ ζῆν· | 8 Δεν θέλομεν δε να αγνοήτε, αδελφοί, την θλίψιν που μας ευρήκεν εις την Ασίαν, διότι εταλαιπωρήθημεν παρά πολύ υπερβολικά μεγάλο βάρος θλίψεων και δοκιμασιών έπεσεν επάνω μας, παραπάνω από την δύναμίν μας, ώστε να χάσωμεν κάθε ελπίδα και δι' αυτήν ακόμη την ζωήν μας. | 8 Σᾶς ὁμιλῶ δὲ περὶ παθημάτων καὶ παρηγορίας μας, διότι δὲν θέλω νὰ ἔχετε ἄγνοιαν, ἀδελφοί, διὰ τὴν θλῖψιν, ποὺ μᾶς εὗρεν εἰς τὴν Ἀσίαν. Διότι ἔπεσεν ἐπάνω μας μεγάλο βάρος ὑπερβολικῶν δοκιμασιῶν καὶ πειρασμῶν, ποὺ ἦσαν πάρα πάνω ἀπὸ τὴν δύναμίν μας τόσον πολύ, ὥστε νὰ ἀπελπισθῶμεν καὶ δι’ αὐτὴν τὴν ζωήν μας. |
9 ἀλλὰ αὐτοὶ ἐν ἑαυτοῖς τὸ ἀπόκριμα τοῦ θανάτου ἐσχήκαμεν, ἵνα μὴ πεποιθότες ὦμεν ἐφ’ ἑαυτοῖς, ἀλλ’ ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ ἐγείροντι τοὺς νεκρούς· | 9 Ολα δε αυτά έγιναν αιτία, ώστε ημείς οι ίδιοι να πάρωμεν σαν απάντησιν από τα γεγονότα την πληροφορίαν και την βεβαιότητα, ότι πρόκειται να αποθάνωμεν. Επέτρεψε δε ο Κυριος τους φοβερούς αυτούς και θανασίμους κινδύνους δια να μη έχωμεν πεποίθησιν στον εαυτόν μας, αλλ' στον Θεόν, ο οποίος ανασταίνει τους νεκρούς. | 9 Καὶ ἦσαν τέτοια τὰ γεγονότα, ὥστε ἀπὸ τοὺς φοβεροὺς κινδύνους ποὺ διετρέχαμεν, ἐγίνετο φανερὸν καὶ μᾶς ἐδίδετο ἡ ἀπόκρισις, ἀπὸ τὴν ὁποίαν καὶ ἡμεῖς οἰ ἴδιοι εἴχομεν πεισθῆ, ὅτι ὁ θάνατος μας ἦτο πλέον βέβαιος. Καὶ ἐπέτρεπεν ὁ Θεὸς οἱ πρωτοφανεῖς αὐτοὶ κίνδυνοι νὰ μᾶς προκαλοῦν τὴν βεβαιότητα αὐτήν, διὰ νὰ μὴ ἔχωμεν πεποίθησιν εἰς τὸν ἑαυτόν μας, ἀλλ’ εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος ἀνασταίνει τοὺς νεκρούς. |
10 ὃς ἐκ τηλικούτου θανάτου ἐρρύσατο ἡμᾶς καὶ ῥύεται, εἰς ὃν ἠλπίκαμεν ὅτι καὶ ἔτι ῥύσεται, | 10 Αυτός μας εγλύτωσεν από ένα τόσον μεγάλον και βέβαιον κίνδυνον θανάτου και μας γλυτώνει. Εις αυτόν δε έχομεν αναθέσει τας ελπίδας μας, ότι και στο μέλλον θα μας γλυτώση και από άλλους κινδύνους, | 10 Αὐτὸς ἀπὸ ἕνα τόσον μεγάλον κίνδυνον, ποὺ μᾶς ἀπειλοῦσε μὲ βέβαιον θάνατον, μᾶς ἐγλύτωσε καὶ ἑξακολουθεῖ νὰ μᾶς γλυτώνῃ. Εἰς αὐτὸν δὲ ἔχομεν στηρίξει τὰς ἐλπίδας μας, ὅτι ἀκόμη καὶ εἰς τὸ μέλλον θὰ μᾶς γλυτώσῃ ἀπὸ κάθε κίνδυνον. |
11 συνυπουργούντων καὶ ὑμῶν ὑπὲρ ἡμῶν τῇ δεήσει, ἵνα ἐκ πολλῶν προσώπων τὸ εἰς ἡμᾶς χάρισμα διὰ πολλῶν εὐχαριστηθῇ ὑπὲρ ἡμῶν. | 11 αφού και σεις υποβοηθείτε και συνεργείτε με τας προσευχάς σας υπέρ ημών προς τον Θεόν, ώστε το δώρον που θα μας χαρίση ο Θεός, η περιφρούρησις δηλαδή της ζωής μας από τους κινδύνους, να ομολογηθή και να αναγνωρισθή ως δωρεά του από πολλά πρόσωπα, από ημάς δηλαδή και από σας. Και έτσι να αναπεμφθή με πολλούς τρόπους θερμή ευχαριστία προς τον Κυριον δι' ημάς. | 11 Ναί· θὰ μᾶς γλυτώσῃ, ἀφοῦ καὶ σεῖς θὰ συνεργῆτε μὲ τὰς προσευχὰς καὶ δεήσεις σας ὑπὲρ ἡμῶν, ὥστε ἡ ζωή, ποὺ θὰ μᾶς χαρίζῃ ὁ Θεός, νὰ ἀναγνωρισθῇ ὡς δωρεά του ἀπὸ πολλὰ πρόσωπα, καὶ ἀπὸ ἡμᾶς δηλαδὴ καὶ ἀπὸ σᾶς. Καὶ ἔτσι μὲ πολλὰς εὐχαριστίας νὰ ἐκφρασθῇ πρὸς τὸν Θεόν ἡ διὰ τὴν σωτηρίαν μας εὐγνωμοσύνη ὅλων. |
12 Ἡ γὰρ καύχησις ἡμῶν αὕτη ἐστί, τὸ μαρτύριον τῆς συνειδήσεως ἡμῶν, ὅτι ἐν ἁπλότητι καὶ εἰλικρινείᾳ Θεοῦ, οὐκ ἐν σοφίᾳ σαρκικῇ, ἀλλ’ ἐν χάριτι Θεοῦ ἀνεστράφημεν ἐν τῷ κόσμῳ, περισσοτέρως δὲ πρὸς ὑμᾶς. | 12 Αυτό το οποίον μας κάμνει να καυχώμεθα είναι η μαρτυρία της συνειδήσεώς μας, ότι έχομεν συμπεριφερθη και εργασθή εις όλον τον κόσμον και ιδιαιτέρως μεταξύ σας, με απλότητα και ειλικρίνειαν, όπως θέλει ο Θεός, όχι με την κοσμικήν, την ψευδή και πλανωμένην σοφίαν, αλλά με την σοφίαν και την σύνεσιν, που μας δίδει η χάρις του Θεού. | 12 Ἔχομεν δὲ κάποιο δικαίωμα νὰ ζητῶμεν τὰς προσευχὰς ὅλων σας. Διότι ἐκεῖνο, διὰ τὸ ὁποῖον καυχώμεθα, εἶναι ἡ μαρτυρία τῆς συνειδήσεως μας, ὅτι συμπεριεφέρθημεν μέσα εἰς τὸν κόσμον καὶ πρὸ παντὸς ἀπέναντί σας μὲ εὐθύτητα καὶ εἰλικρίνειαν, ὅπως ζητεῖ ὁ Θεός. Ὄχι μὲ σοφιστείαν καὶ μὲ χρησιμοποίησιν ἀπατηλῶν συλλογισμῶν, ποὺ μεταχειρίζονται οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μὲ τὸν φωτισμὸν καὶ τὰ σημεῖα, ποὺ μᾶς χαρίζει ὡς δωρεάν του ὁ Θεός. |
13 οὐ γὰρ ἄλλα γράφομεν ὑμῖν, ἀλλ’ ἢ ἃ ἀναγινώσκετε ἢ καὶ ἐπιγινώσκετε, ἐλπίζω δὲ ὅτι καὶ ἕως τέλους ἐπιγνώσεσθε, | 13 Διότι δεν σας γράφομεν άλλα, διαφορετικά από όσα προφορικώς σας εδιδάξαμεν, αλλά τα ίδια αυτά που διαβάζετε, και αυτά που καταλαβαίνετε πολύ καλά. Ελπίζω δε ότι και μέχρις τέλους θα τα γνωρίσετε με ακρίβειαν και βαθύτητα. | 13 Διότι δὲν σᾶς γράφομεν ἄλλα, διφορούμενα ἢ διάφορα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ σᾶς ἐκηρύξαμεν, ἀλλὰ αὐτὰ ποὺ διαβάζετε καὶ ἀντιλαμβάνεσθε ἀπὸ τὴν ἔννοιαν καὶ σημασίαν τῶν λέξεων ποὺ σᾶς γράφομεν, ἡ ὁποία εἶναι καθαρὰ καὶ σαφής. Ἢ καὶ ὅπως μᾶς ἠξεύρετε καλὰ ἀπὸ τὴν προτέραν διδασκαλίαν μας καὶ συμπεριφοράν μας, ἐλπίζω δὲ ὅτι καὶ μέχρι τέλους τῆς ζωῆς μας θὰ μᾶς γνωρίσετε. |
14 καθὼς καὶ ἐπέγνωτε ἡμᾶς ἀπὸ μέρους, ὅτι καύχημα ὑμῶν ἐσμεν, καθάπερ καὶ ὑμεῖς ἡμῶν, ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. | 14 Θα γνωρίσετε δε και ημάς τους ιδίους καλά, όπως εις κάποιον βαθμόν μας έχετε γνωρίσει, ότι είμεθα καύχημά σας, διότι έχετε τέτοιους διδασκάλους. Ακριβώς δε τα ίδια και ημείς αισθανώμεθα για σας, ότι είσθε δηλαδή καύχημά μας, διότι εδεχθήκατε με προθυμίαν και πίστιν την διδασκαλίαν του Κυρίου και την νέαν ζωήν. Και το δίκαιον αυτό καύχημά μας θα φανή ακόμη λαμπρότερον κατά την μεγάλην ημέραν της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου Ιησού. | 14 Καὶ θὰ μᾶς γνωρίσετε τοὺς ἰδίους πάντοτε. Εἴμεθα δηλαδὴ καὶ τώρα, θὰ εἴμεθα καὶ εἰς τὸ μέλλον, καθὼς μᾶς ἐγνωρίσατε εἰς κάποιον βαθμόν, ὅτι εἴμεθα καύχημά σας, διότι τόσον εἰλικρινεῖς καὶ θεοφωτίστους ἀπεκτήσατε διδασκάλους. Ὁμολογῶ δὲ ὅτι καὶ σεῖς εἶσθε καύχημά μας, διότι ἐδείχθητε εὐπειθεῖς καὶ πρόθυμοι εἰς τὸ κήρυγμά μας. Καὶ ἀκόμη καλύτερα θὰ μᾶς γνωρίσετε κατὰ τὴν ἡμέράν του Κυρίου Ἰησοῦ, ὁπότε ὁ ὑπέρτατος Κριτὴς θὰ διακηρύξῃ τὴν εἰλικρίνειάν μας καὶ τὸν ἀποστολικὸν ζῆλον μας. |
15 Καὶ ταύτῃ τῇ πεποιθήσει ἐβουλόμην πρὸς ὑμᾶς ἐλθεῖν πρότερον, ἵνα δευτέραν χάριν ἔχητε, | 15 Και με αυτήν την πεποίθησιν και διάθεσιν ήθελα να έλθω προς σας, πριν περιοδεύσω την Μακεδονίαν, ώστε να έχετε διπλήν χαράν και πνευματικήν ωφέλειαν από τας δύο αυτάς επισκέψεις μου. | 15 Καὶ μὲ τὸ θάρρος καὶ τὴν πεποίθησιν αὐτήν, ὅτι εἴμεθα καύχημά σας καὶ σεῖς ἰδικόν μας καύχημα, ἤθελα νὰ ἔλθω πρὸς σᾶς προτήτερα, προτοῦ ὑπάγω εἰς Μακεδονίαν, ὥστε νὰ κάμω δύο ταξίδια εἰς Κόρινθον, διὰ νὰ ἔχετε διπλὴν χαρὰν καὶ παρηγορίαν καὶ πνευματικὴν ὠφέλειαν ἀπὸ τὰς δύο αὐτὰς ἐπισκέψεις μου. |
16 καὶ δι’ ὑμῶν διελθεῖν εἰς Μακεδονίαν, καὶ πάλιν ἀπὸ Μακεδονίας ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς καὶ ὑφ’ ὑμῶν προπεμφθῆναι εἰς τὴν Ἰουδαίαν. | 16 Δια μέσου δε της πόλεώς σας ήθελα να διαβώ από σας εις την Μακεδονίαν και πάλιν από την Μακεδονίαν να έλθω εις σας, δια να με κατευοδώσετε εις την Ιουδαίαν. | 16 Ἤθελα δηλαδὴ νὰ ἔλθω πρῶτον εἰς Κόρινθον καὶ διὰ μέσου τῆς Κορίνθου νὰ διαβῶ εἰς Μακεδονίαν καὶ πάλιν ἀπὸ τὴν Μακεδονίαν νὰ ἐπιστρέψω εἰς σᾶς καὶ ἀπὸ σᾶς νὰ προπεμφθῶ εἰς τὴν Ἰουδαίαν. |
17 τοῦτο οὖν βουλόμενος μήτι ἄρα τῇ ἐλαφρίᾳ ἐχρησάμην; ἢ ἃ βουλεύομαι, κατὰ σάρκα βουλεύομαι, ἵνα ᾖ παρ’ ἐμοὶ τὸ ναὶ ναὶ καὶ τὸ οὒ οὔ; | 17 Αυτά, λοιπόν, εσχεδίαζα και απεφάσιζα, αλλ' αι περιστάσεις δεν με εβοήθησαν να τα πραγματοποιήσω. Μηπως από αυτό βγαίνει το συμπέρασμα, όπως με κατηγορούν οι εχθροί μου, ότι με πολλήν ελαφρότητα εσκέφθην η εκείνα τα οποία σκέπτομαι και αποφασίζω, τα σκέπτομαι σαν σαρκικός άνθρωπος και θέλω κατά τρόπον εγωϊστικόν αυτό, που θα είπω ναι, να είναι ναι και το όχι να είναι όχι; (Εγώ όμως δεν αποφασίζω σαν κοσμικός άνθρωπος, αλλά σαν άνθρωπος που υποβάλλει τας αποφάσστου στο Πνεύμα το Αγιον, και τας οποίας αποφάσεις ημπορεί το Πνεύμα άλλας να ευοδώση και άλλας να ματαιώση). | 24 Ἐνῳ λοιπὸν ἐσκεπτόμην καὶ ἐσχεδίαζα τοῦτο, δὲν τὸ ἐπραγματοποίησα. Μήπως ἄραγε ἀπὸ τὴν ματαίωσιν τοῦ σχεδίου μου αὐτοῦ ἠμπορεῖ νὰ ἐξαχθῇ τὸ συμπέρασμα, ὅτι μετεχειρίσθην τὴν ἐλαφρότητα καὶ ἐπιπολαιότητα, τὴν ὁποίαν μερικοὶ μοῦ ἀποδίδουν; Ὄχι. Ἢ μήπως ἐκεῖνα, ποὺ ἀποφασίζω, τὰ ἀποφασίζω σὰν ἄνθρωπος σαρκικός, ποὺ ὁρίζει τὸν ἑαυτόν του καὶ δὲν διευθύνεται ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα; Μόνον ἐὰν ὤριζα τὸν ἑαυτόν μου, θὰ ἦτο βέβαιον τὸ ναὶ καὶ τὸ ὄχι μου. Ἀλλὰ δὲν ἀποφασίζω σὰν ἄνθρωπος σαρκικὸς καὶ ἔτσι ἀναγκάζομαι νὰ ἀθετῶ τὸν λόγον μου καὶ τὰς ἀποφάσεις μου, ὅταν τὸ Πνεῦμα, ποὺ μὲ κυβερνᾷ, διατάσσῃ διαφορετικά. |
18 πιστὸς δὲ ὁ Θεὸς ὅτι ὁ λόγος ἡμῶν ὁ πρὸς ὑμᾶς οὐκ ἐγένετο ναὶ καὶ οὔ. | 18 Μη βγάλετε όμως το συμπέρασμα, ότι και το κήρυγμα του Ευαγγελίου, που σας έχω διδάξει είναι αβέβαιον. Καθε άλλο· είναι κατά πάντα αξιόπιστος ο Θεός, ο οποίος επιμαρτυρεί, ότι το κήρυγμά μας προς σας δεν είναι αμβίβολον, δεν είναι και ναι και όχι. | 18 Μὴ ὑποθέσετε ὅμως ἐξ αὐτοῦ, ὅτι ὅλα ὅσα λέγω, εἶναι ἄστατα καὶ ἀβέβαια. Εἶναι ἄξιος πάσης ἐμπιστοσύνης ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἐγγυᾶται, ὅτι ὁ λόγος μας, τὸν ὁποῖον σᾶς ἐκηρύξαμεν καὶ ὁ ὁποῖος εἶναι λόγος ἰδικός του, δὲν ἔγινεν ἀμφίβολος καὶ ἀβέβαιος, ναὶ καὶ ὄχι. |
19 ὁ γὰρ τοῦ Θεοῦ υἱὸς Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ ἐν ὑμῖν δι’ ἡμῶν κηρυχθείς, δι’ ἐμοῦ καὶ Σιλουανοῦ καὶ Τιμοθέου, οὐκ ἐγένετο ναὶ καὶ οὔ, ἀλλὰ ναὶ ἐν αὐτῷ γέγονεν· | 19 Διότι ο Υιός του Θεού, ο Ιησούς Χριστός, τον οποίον ημείς, δηλαδή εγώ, ο Σιλουανός και ο Τιμόθεος, σας έχομεν κηρύξει, δεν έγινε και ναι και όχι, δεν απεδείχθη δηλαδή κάτι το άστατον και αβέβαιον, αλλ' όπως και η προσωπική σας πείρα μαρτυρεί, επεκυρώθησαν και απεδείχθησαν αληθινά και αμετακίνητα όλα όσα αναφέρονται στον Χριστόν. | 19 Διότι τὸ κήρυγμά μου περὶ τοῦ Υἱοῦ του Θεοῦ, τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐκηρύχθη μεταξύ σας διὰ μέσου ἡμῶν, ἤτοι δι’ ἐμοῦ καὶ τοῦ Σιλουανοῦ καὶ τοῦ Τιμοθέου, δὲν ἀπεδείχθη ἀπὸ τὴν πεῖραν σας ναὶ καὶ ὄχι, ἀβέβαιον δηλαδὴ καὶ ἄστατον, ἀλλ’ ἀπεδείχθησαν τὰ ἀναφερόμενα εἰς αὐτόν (τὸν Χριστὸν) βέβαια καὶ ἀπαρασάλευτα. |
20 ὅσαι γὰρ ἐπαγγελίαι Θεοῦ, ἐν αὐτῷ τὸ ναί καὶ ἐν αὐτῷ τὸ ἀμὴν, τῷ Θεῷ πρὸς δόξαν δι’ ἡμῶν. | 20 Διότι όλαι αι υποσχέσστου Θεού περί της σωτηρίας μας επραγματοποιήθησαν δια του Ιησού Χριστού και απεδείχθησαν δι' αυτού ναι και αμήν, (αληθιναί και βέβαιαι) δια να δοξάζεται έτσι δι' ημών των Αποστόλων ο Θεός. | 20 Διότι ὅλαι αἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ, διὰ μέσου τοῦ Χριστοῦ ἐπραγματοποιήθησαν καὶ ἐβεβαιώθησαν ὑπ’ αὐτοῦ καὶ ἀπεδείχθησαν ναὶ καὶ ἀμήν, διὰ νὰ δοξάζεται ὁ Θεὸς διὰ τῆς διακονίας καὶ τοῦ κηρύγματος ἠμῶν τῶν Ἀποστόλων. |
21 ὁ δὲ βεβαιῶν ἡμᾶς σὺν ὑμῖν εἰς Χριστὸν καὶ χρίσας ἡμᾶς Θεός, | 21 Εκείνος δε ο οποίος δίδει την ακλόνητον και βεβαίαν πεποίθησιν εις ημάς μαζή με σας, ώστε να μένωμεν πιστοί στον Χριστόν και ο οποίος μας έχρισε με το Αγιον Πνεύμα, είναι ο Θεός. | 21 Ἐκεῖνος δέ, ὁ ὁποῖος δίδει τὴν βεβαιότητα καὶ εἰς ἡμᾶς καὶ εἰς σᾶς, καὶ ὁ ὁποῖος μᾶς στηρίζει, ὥστε νὰ μένωμεν πιστοὶ καὶ ἀσάλευτοι εἰς τὸν Χριστόν, καὶ ὁ ὁποῖος μᾶς ἔχρισε μὲ τὴν χάριν τοῦ Πνεύματός του, εἶναι ὁ Θεός. |
22 ὁ καὶ σφραγισάμενος ἡμᾶς καὶ δοὺς τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν. | 22 Αυτός και έβαλε την σφραγίδα του επάνω μας, δια να δείξη, ότι είμεθα ιδικοί του και έδωσε το Πνεύμα του το Αγιον εις τας καρδίας μας ως προκαταβολήν και εγγύησιν δι' όλα όσα μας έχει υποσχεθή. | 22 Αὐτὸς καὶ μᾶς ἐσφράγισεν ὡς ἰδικούς του καὶ ἔδωκεν εἰς τὰς καρδίας μας τὸ Πνεῦμα του ὡς ἀρραβῶνα καὶ ἀσφαλῆ ἐγγύησιν περὶ τοῦ ὅτι θὰ πληρώσῃ ὅλας τὰς ὑποσχέσεις, ποὺ μᾶς δίδει μὲ τὸ εὐαγγέλιόν του. |
23 Ἐγὼ δὲ μάρτυρα τὸν Θεὸν ἐπικαλοῦμαι ἐπὶ τὴν ἐμὴν ψυχήν, ὅτι φειδόμενος ὑμῶν οὐκέτι ἦλθον εἰς Κόρινθον. | 23 Πρέπει δε να σας πω τούτο· ότι εγώ, επειδή σας λυπούμαι, δεν ήλθα ακόμη εις την Κορινθον, δια να μη σας στενοχωρήσω με τας παρατηρήσεις μου και εις αυτό επικαλούμαι μάρτυρα τον Θεόν, που βλέπει την ψυχήν μου. | 23 Καὶ διὰ νὰ ἐπανέλθω εἰς τὸ ζήτημα τοῦ ταξιδίου μου, ἐπικαλοῦμαι τὸν καρδιογνώστην Θεόν νὰ ἴδῃ αὐτὸς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου καὶ νὰ μαρτυρήσῃ, ἐὰν εἶναι ἀλήθεια, ὅτι δὲν ἦλθα ἀκόμη εἰς τὴν Κόρινθον, ἐπειδὴ σᾶς λυποῦμαι καὶ δὲν θέλω νὰ δοκιμάσετε τὴν αὐστηρότητά μου. |
24 οὐχ ὅτι κυριεύομεν ὑμῶν τῆς πίστεως, ἀλλὰ συνεργοί ἐσμεν τῆς χαρᾶς ὑμῶν· τῇ γὰρ πίστει ἑστήκατε. | 24 Δεν σας τα λέγομεν αυτά, διότι έχομεν εξουσίαν επάνω εις σας και εις την πίστιν σας, αλλά διότι είμεθα συνεργάται εις την ιδικήν σας χαράν. Αλλωστε σεις στέκεσθε στερεοί εις την πίστιν. | 24 Λέγω δὲ τὸ τελευταῖον αὐτό, ὄχι διότι εἴμεθα κύριοι τῆς πίστεώς σας καὶ ἔχομεν ἐξουσίαν εἰς σᾶς σὰν νὰ εἶσθε δοῦλοι μας. Εἴμεθα ὅμως συνεργάται τῆς χαρᾶς σας καὶ θέλομεν νὰ συντελῶμεν, ὅπως αὐξάνῃ ἡ χαρά σας. Ἀποκλείεται δὲ ὁλότελα τὸ νὰ ἐξουσιάζωμεν τὴν πίστιν σας, διότι σεῖς στέκεσθε καλὰ καὶ εἶσθε στερεωμένοι εἰς τὴν πίστιν. |