Αρχαίο κείμενο | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Ἀρχόμεθα πάλιν ἑαυτοὺς συνιστάνειν; εἰ μὴ χρῄζομεν ὥς τινες συστατικῶν ἐπιστολῶν πρὸς ὑμᾶς ἢ ἐξ ὑμῶν συστατικῶν; | 1 Αρχίζομεν πάλιν να συνιστώμεν τον εαυτόν μας; Μηπως τυχόν και χρειαζόμεθα, όπως και μερικοί άλλοι, συστατικάς επιστολάς προς σας η από σας συστατικάς επιστολάς δια τους άλλους; | 1 Αρχίζομεν πάλιν νὰ συσταίνωμεν τὸν ἑαυτόν μας; Ἢ μήπως χρειαζόμεθα, ὅπως μερικοὶ ἄλλοι, συστατικὰ γράμματα πρὸς σᾶς ἢ νὰ πάρωμεν ἀπὸ σᾶς συστατικὰ πρὸς ἄλλους; |
2 ἡ ἐπιστολὴ ἡμῶν ὑμεῖς ἐστε, ἐγγεγραμμένη ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, γινωσκομένη καὶ ἀναγινωσκομένη ὑπὸ πάντων ἀνθρώπων, | 2 Η ιδική μας συστατική επιστολή είσθε σεις οι ίδιοι. Επιστολή γραμμένη μέσα εις τας καρδίας μας, η οποία γνωρίζεται ως γνησία και αληθινή και αναγινώσκεται από όλους τους ανθρώπους. | 2 Ἡ συστατική μας ἐπιστολή, ποὺ βεβαιώνει ποῖοι εἴμεθα, εἶσθε σεῖς· ἐπιστολὴ γραμμένη μέσα εἰς τὰς καρδίας μας, ἡ ὁποία παραμένει ἀνεξάλειπτος καὶ γνωρίζεται καὶ ἀναγινώσκεται ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. |
3 φανερούμενοι ὅτι ἐστὲ ἐπιστολὴ Χριστοῦ διακονηθεῖσα ὑφ’ ἡμῶν, ἐγγεγραμμένη οὐ μέλανι, ἀλλὰ Πνεύματι Θεοῦ ζῶντος, οὐκ ἐν πλαξὶ λιθίναις, ἀλλὰ ἐν πλαξὶ καρδίαις σαρκίναις. | 3 Σεις γίνεσθε φανεροί και δια των πραγμάτων αποδεικνύετε, ότι είσθε επιστολή Χριστού, την οποίαν εκείνος έγραψε, χρησιμοποιήσας ημάς ως όργανα του· γραμμένη όχι με μέλανι, αλλά με την χάριν και τον φωτισμόν του Πνεύματος του ζώντος Θεού· όχι εις λίθινες πλάκες, όπως είχε γραφή ο μωσαϊκός Νομος, αλλ' εις τις σάρκινες πλάκες των καρδιών σας, αι οποίαι αισθάνονται και ζουν τας δωρεάς και τας αληθείας, που δίδει το Πνεύμα το Αγιον. | 3 Καὶ γίνεσθε εἰς ὅλους φανεροί, ὅτι εἶσθε ἐπιστολή, ποὺ τὴν ἔγραψεν ὁ Χριστὸς μὲ διακόνους του ἠμᾶς. Καὶ ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ ἔχει γραφῆ ὄχι μὲ μελάνι, ἀλλὰ μὲ τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Καὶ ἐγράφη ὄχι εἰς πλάκας λιθίνας, ὅπως ἄλλοτε ὁ Μωσαϊκὸς νόμος, ἀλλ’ εἰς ἄλλου εἴδους πλάκας, δηλαδὴ εἰς καρδίας σαρκίνας, αἱ ὁποῖαι αἰσθάνονται καὶ κατανοοῦν καὶ ἐγκολπώνονται αὐτά, ποὺ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα γράφει εἰς αὐτάς. |
4 Πεποίθησιν δὲ τοιαύτην ἔχομεν διὰ τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Θεόν. | 4 Καμνομεν δε αυτήν την ομολογίαν και έχομεν αυτήν την πεποίθησιν δια του Ιησού Χριστού, έμπροσθεν του Θεού. | 4 Τὴν πεποίθησιν δέ, ὅτι εἶσθε ἐπιστολὴ τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ὑπηρετήθη ἀπὸ ἡμᾶς, καθὼς καὶ τὸ θάρρος ποὺ μᾶς ἐμπνέει αὕτη, τὴν ἔχομεν διὰ μέσου τοῦ Χριστοῦ· καὶ τὴν πηγὴν καὶ τὸ στήριγμά της τὸ ἔχομεν εἰς τὸν Θεόν. |
5 οὐχ ὅτι ἱκανοί ἐσμεν ἀφ’ ἑαυτῶν λογίσασθαί τι ὡς ἐξ ἑαυτῶν, ἀλλ’ ἡ ἱκανότης ἡμῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ, | 5 Οχι διότι είμεθα από τους εαυτούς μας ικανοί, ούτε ότι από την ιδικήν μας διάνοιαν και από τους ιδικούς μας λογισμούς συνθέτομεν και προσφέρομεν το κήρυγμα. Αλλ' η ικανότης μας είναι από τον Θεόν. | 5 Ὄχι διότι εἴμεθα ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μας ἱκανοὶ διὰ νὰ λογαριάσωμεν, ὅτι κάτι ἀπὸ αὐτά, ποὺ κατορθώνονται εἰς τὴν ἀποστολικὴν διακονίαν μας προέρχεται ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μας καὶ ἀπὸ τὴν δύναμίν μας, ἀλλ’ ἡ ἱκανότης μας εἶναι ἀπὸ τὸν Θεόν. |
6 ὃς καὶ ἱκάνωσεν ἡμᾶς διακόνους καινῆς διαθήκης, οὐ γράμματος, ἀλλὰ πνεύματος· τὸ γὰρ γράμμα ἀποκτέννει, τὸ δὲ πνεῦμα ζῳοποιεῖ. | 6 Αυτός και μας έχει αναδείξει ικανούς και αξίους διακόνους της Καινής Διαθήκης, όχι του παλαιού γραπτού και τυπικού νόμου, αλλά του πνευματικού, ο οποίος δια του Αγίου Πνεύματος γράφεται εις τας καρδίας μας και δίδει ζωήν. Διότι το γράμμα, αι τυπικαί διατάξεις του παλαιού Νομου, φέρουν τον πνευματικόν θάνατον. Τον νέον όμως πνεύμα της Καινής Διαθήκης δίδει την ζωήν. | 6 Αὐτὸς δὲ καὶ κανένας ἄλλος μᾶς ἔκαμεν ἱκανοὺς νὰ διακονήσωμεν εἰς διαθήκην νέαν. Αὐτὸς μᾶς ἀνέδειξε διακόνους ὄχι νόμου γραπτοῦ, ποὺ ἦτο γράμμα ἀνίσχυρον νὰ μεταδώσῃ ζωήν, ἀλλὰ πνεύματος, ποὺ ζωοποιεῖ. Διότι ὁ γραπτὸς νόμος, ἐπειδὴ δὲν παρέχει εἰς τὸν ἄνθρωπον καὶ τὴν ἐνίσχυσιν διὰ τὴν ἐφαρμογήν του, ὁδηγεῖ εἰς τὸν πνευματικὸν θάνατον. Τὸ πνεῦμα ὅμως τῆς Καινῆς Διαθήκης μὲ τὴν χάριν καὶ ἐνίσχυσιν, ποὺ μεταδίδει εἰς τοὺς πιστούς, χορηγεῖ εἰς αὐτοὺς ζωήν. |
7 Εἰ δὲ ἡ διακονία τοῦ θανάτου ἐν γράμμασιν ἐντετυπωμένη ἐν λίθοις ἐγενήθη ἐν δόξῃ, ὥστε μὴ δύνασθαι ἀτενίσαι τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ εἰς τὸ πρόσωπον Μωϋσέως διὰ τὴν δόξαν τοῦ προσώπου αὐτοῦ τὴν καταργουμένην, | 7 Εάν δε ο παλαιός Νομος, που οδηγεί στον θάνατον και είχε χαραχθή με γράμματα εις λίθους, εδόθη με τόσην δόξαν, ώστε οι Ισραηλίται να μη ημπορον να ατενίσουν το πρόσωπον του Μωϋσέως, ένεκα της δόξης και λαμπρότητος που ανέδιδεν αυτό, η οποία εν τούτοις ήτο παροδική και θα κατηργείτο, | 7 Ἐὰν δὲ ἡ διακονία τοῦ νόμου, ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὸν θάνατον καὶ εἶχε χαραχθῆ μὲ γράμματα εἰς λίθους, συνωδεύθη μὲ δόξαν, ὥστε νὰ μὴ ἠμποροῦν οἱ Ἰσραηλῖται νὰ κυττάξουν κατ’ εὐθεῖαν τὸ πρόσωπον τοῦ Μωϋσέως διὰ τὴν λαμπρότητα καὶ δόξαν τοῦ προσώπου του, ἡ ὁποία μ’ ὅλα ταῦτα ἦτο πρόσκαιρος καὶ θὰ κατηργεῖτο μίαν ἡμέραν, |
8 πῶς οὐχὶ μᾶλλον ἡ διακονία τοῦ πνεύματος ἔσται ἐν δόξῃ; | 8 πως δεν θα έχη μεγαλυτέραν δόξαν και μεγαλειότητα η διακονία της Καινής Διαθήκης, η οποία χορηγεί στους ανθρώπους το Πνεύμα το Αγιον; | 8 πῶς δὲν θὰ εἶναι περισσότερον ἔνδοξος ἡ διακονία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ποὺ δίδει εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; |
9 εἰ γὰρ ἡ διακονία τῆς κατακρίσεως δόξα, πολλῷ μᾶλλον περισσεύει ἡ διακονία τῆς δικαιοσύνης ἐν δόξῃ. | 9 Διότι εάν η διακονία εκείνη του παλαιού Νομου, που είχε ως συνέπειαν την καταδίκην του ανθρώπου, ήτο ένδοξος, πολύ περισσότερον η διακονία της Καινής Διαθήκης, που δίδει την δικαίωσιν και την σωτηρίαν έχει με το παραπάνω πλουσίαν την δόξαν. | 9 Διότι, ἐὰν ἡ διακονία ἐκείνη, ποὺ κατέληγεν εἰς τὴν κατάκρισιν, ἦτο ἔνδοξος, πολὺ περισσότερον ἡ διακονία αὕτη, ποὺ παρέχει εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὴν δικαίωσιν καὶ σωτηρίαν, ἔχει ὑπεράφθονον τὴν δόξαν. |
10 καὶ γὰρ οὐδὲ δεδόξασται τὸ δεδοξασμένον ἐν τούτῳ τῷ μέρει ἕνεκεν τῆς ὑπερβαλλούσης δόξης. | 10 Διότι δεν έχει αποκτήσει ποτέ τέτοιαν δόξαν ο δοξασμένος παλαιός Νομος, εν συγκρίσει και αντιπαραβολής προς την Καινήν Διαθήκην, ένεκα της υπερβολικής και ασυλλήπτου δόξης, που έχει η νέα αυτή Διαθήκη. | 10 Πράγματι δὲ ἔχει περισσεύουσαν τὴν δόξαν. Διότι δὲν εἶναι κἂν δόξα ἡ δόξα τοῦ δοξασμένου παλαιοῦ νόμου, ἐὰν ἤθελε συγκριθῆ πρὸς τὴν Καινὴν Διαθήκην ἕνεκα τῆς ὑπερβολικῆς δόξης, ποὺ ἔχει ἡ Διαθήκη αὐτή. |
11 εἰ γὰρ τὸ καταργούμενον διὰ δόξης, πολλῷ μᾶλλον τὸ μένον ἐν δόξῃ. | 11 Και έτσι έπρεπε να είναι· διότι εάν ο παλαιός Νομος, που ήτο προσωρινός και θα κατηργείτο, είχε την δόξαν του, πολύ περισσότερον συνοδεύεται από μεγαλυτέραν δόξαν αυτό που μένει στους αιώνας αιώνων, δηλαδή η Καινή Διαθήκη. | 11 Πράγματι δὲ ἔχει περισσεύουσαν τὴν δόξαν. Διότι δὲν εἶναι κἂν δόξα ἡ δόξα τοῦ δοξασμένου παλαιοῦ νόμου, ἐὰν ἤθελε συγκριθῆ πρὸς τὴν Καινὴν Διαθήκην ἕνεκα τῆς ὑπερβολικῆς δόξης, ποὺ ἔχει ἡ Διαθήκη αὐτή. |
12 Ἔχοντες οὖν τοιαύτην ἐλπίδα πολλῇ παρρησίᾳ χρώμεθα, | 12 Εχοντες, λοιπόν, μίαν τέτοιαν ελπίδα, ότι δηλαδή το εν Χριστώ έργον μας είναι αφαντάστως και αιωνίως, ένδοξον, προχωρούμεν και εργαζόμεθα με πολύ θάρρος δια την διάδοσιν του Ευαγγελίου. | 12 Ἔχοντες λοιπὸν μιὰ τέτοια ἐλπίδα, ὅτι δηλαδὴ τὸ ἔργον, ποὺ ὑπηρετοῦμεν, θὰ παρουσιασθῇ καὶ θὰ λάμψη εἰς τὸ μέλλον ἐνδοξότερον ἀπὸ τὴν διακονίαν τοῦ Μωϋσέως, μεταχειριζόμεθα εἰς τὸ κήρυγμά μας πολλὴν παρρησίαν καὶ ἐλευθερίαν. |
13 καὶ οὐ καθάπερ Μωϋσῆς ἐτίθει κάλυμμα ἐπὶ τὸ πρόσωπον ἑαυτοῦ πρὸς τὸ μὴ ἀτενίσαι τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ εἰς τὸ τέλος τοῦ καταργουμένου. | 13 Και προσφέρομεν καθαράν, χωρίς κανένα κάλλυμα, την νέαν διδασκαλίαν και το έργον μας, και όχι όπως ο Μωϋσής, ο οποίος έθετε κάλυμμα εμπρός στο πρόσωπον του, το οποίον κάλυμμα υπεδήλωνεν, ότι οι υιοί του Ισραήλ δεν θα ημποροσαν, εξ αιτίας της σκληροκαρδίας των, να ατενίσουν και να κατανοήσουν του καταργουμένου εκείνου Νομου το τέλος και τον σκοπόν, δηλαδή τον Χριστόν. | 13 Καὶ δὲν θέτομεν κάλυμμα εἰς τὴν διδασκαλίαν μας διὰ νὰ ἀποκρύψωμεν ἢ συσκιάσωμεν τὴν ἀλήθειαν, ὅπως ὁ Μωϋσῆς ἔθετεν εἰς τὸ πρόσωπόν του κάλυμμα, ποὺ ἐσυμβόλιζεν, ὅτι ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἦτο συσκιασμένη ἐμφάνισις τῆς ἀληθείας. Καὶ προετύπωνε τὸ κάλυμμα ἐκεῖνο, ὅτι οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραὴλ δὲν θὰ ἠμπορέσουν ἐξ αἰτίας τῆς ἀπιστίας των νὰ ἀτενίσουν καὶ νὰ ἴδουν τὸν Χριστόν, ὁ ὁποῖος ἦτο τέλος καὶ σκοπός του καταργουμένου νόμου. |
14 ἀλλ’ ἐπωρώθη τὰ νοήματα αὐτῶν. ἄχρι γὰρ τῆς σήμερον τὸ αὐτὸ κάλυμμα ἐπὶ τῇ ἀναγνώσει τῆς παλαιᾶς διαθήκης μένει, μὴ ἀνακαλυπτόμενον, ὅτι ἐν Χριστῷ καταργεῖται, | 14 Αλλ' εσκληρύνθη και ετυφλώθη η διάνοιά των. Διότι και μέχρι σήμερον μένει το ίδιο κάλυμμα κατά την ανάγνωσιν της Παλαιάς Διαθήκης και δεν αφαιρείται τούτο από αυτούς (κατά κυριολεξίαν και κατά μεταφοράν) επειδή δεν πιστεύουν στον Χριστόν, εν τω οποίω και δια του οποίου καταργείται αυτό. | 14 Ἀλλ’ ἐτυφλώθησαν αἱ διάνοιαί των. Διότι μέχρι σήμερον μένει τὸ αὐτὸ κάλυμμα, ὅταν ἀναγινώσκεται ἀπὸ αὐτοὺς ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, καὶ δὲν σηκώνεται τοῦτο, διότι μόνον διὰ τῆς πίστεως καὶ ἑνώσεως μὲ τὸν Χριστὸν καταργεῖται τὸ κάλυμμα αὐτό. |
15 ἀλλ’ ἕως σήμερον ἡνίκα ἂν ἀναγινώσκεται Μωϋσῆς, κάλυμμα ἐπὶ τὴν καρδίαν αὐτῶν κεῖται· | 15 Αλλά μέχρι σήμερον, όταν αναγινώσκεται ο Νομος του Μωϋσέως, απλώνεται και υπάρχει κάλυμμα όχι μόνον στο πρόσωπόν των, αλλά και εις την καρδίαν των. | 15 Ἀλλὰ μέχρι σήμερον, ὅταν ἀναγινώσκεται ὁ νόμος τοῦ Μωϋσέως, ὑπάρχει κάλυμμα εἰς τὴν καρδίαν των, ὥστε νὰ μὴ ἠμποροῦν νὰ καταλάβουν, ὅτι πρὸς τὸν Ἰησοῦν τοὺς ὁδηγοῦν ὁ νόμος καί οἱ προφῆται. |
16 ἡνίκα δ’ ἂν ἐπιστρέψῃ πρὸς Κύριον, περιαιρεῖται τὸ κάλυμμα. | 16 Οταν δε κάποιος από αυτούς καθοδηγηθή και επιστρέψη προς τον Κυριον Ιησούν Χριστόν, τότε ξετυλίγεται και αφαιρείται το κάλυμμα της καρδίας, δια να γίνη έτσι φανερά εις αυτόν και κατανοητή η αλήθεια. | 16 Ὅταν δὲ καθένας, ποὺ ἀναγινώσκει τὸν Μωϋσῆν, ἐπιστρέψῃ πρὸς τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τότε θὰ σηκωθῇ τὸ κάλυμμα καὶ θὰ καταλάβῃ, ὅτι εἰς τὸν Χριστὸν ὡδήγει ὁ νόμος. |
17 ὁ δὲ Κύριος τὸ Πνεῦμά ἐστιν· οὗ δὲ τὸ Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία. | 17 Ο Κυριος είναι το Πνεύμα και όπου υπάρχει το Πνεύμα, το οποίον δια μέσου του Κυρίου χορηγείται, εκεί υπάρχει η απελευθέρωσις από το κάλυμμα και την δουλείαν του Νομου· εκεί ευρίσκεται η πραγματική ελευθερία. | 17 Πράγματι δὲ μὲ τὴν ἐπιστροφήν του πρὸς τὸν Χριστὸν λαμβάνει μέσα του ὁ καθένας μας καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Τὸ Πνεῦμα δὲ εἶναι ὁ Κύριος. Καὶ ὅπου ὑπάρχει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον λαμβάνομεν διὰ μέσου τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ἐκεῖ ὑπάρχει καὶ ἐλευθερία ἀπὸ τὸ κάλυμμα καὶ τὴν δουλείαν τοῦ νόμου. |
18 ἡμεῖς δὲ πάντες ἀνακεκαλυμμένῳ προσώπῳ τὴν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι τὴν αὐτὴν εἰκόνα μεταμορφούμεθα ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν, καθάπερ ἀπὸ Κυρίου Πνεύματος. | 18 Ημείς δε όλοι με ακάλυπτον το πρόσωπον και ανεμπόδιστον την καρδίαν δεχόμεθα και αντικατοπτρίζομεν και ακτινοβολούμεν την δόξαν του Κυρίου, και μεταμορφωνόμεθα εις αυτήν ταύτην την εικόνα του και του ομοιάζομεν ταύτην την εικόνα του και του ομοιάζομεν πνευματικώς, προχωρούντες από δόξης εις δόξαν, όπως είναι φυσικόν να προχωρή αυτός, που αγιάζεται και λαμπρύνεται από το Πνεύμα, από τον Κυριον. | 18 Καὶ ὅλοι ἡμεῖς μὲ ξέσκεπον τὸ πρόσωπον τοῦ ἐσωτερικοῦ μας ἀνθρώπου, σὰν ἄλλοι καθρέπται πνευματικοὶ δεχόμεθα καὶ ἀντανακλῶμεν τὴν δόξαν τοῦ Κυρίου. Καὶ ἔτσι μεταμορφωνόμεθα καὶ λαμβάνομεν τὴν αὐτὴν ἔνδοξον εἰκόνα τοῦ Κυρίου. Καὶ προοδεύομεν ἀπὸ ἕνα βαθμὸν δόξης εἰς ἄλλον βαθμὸν ἀνώτερον, ὅπως εἶναι ἑπόμενον να προοδεύῃ ὁ φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον εἶναι ὁ Κύριος. |