Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐν ἡμέρᾳ εἰκοστῇ καὶ τετάρτῃ τοῦ μηνὸς τούτου συνήχθησαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ἐν νηστείᾳ καὶ ἐν σάκκοις καὶ σποδῷ ἐπὶ κεφαλῆς αὐτῶν. | 1 Κατά την εικοστήν τετάρτην ημέραν του εβδόμου αυτού μηνός, οι Ισραηλίται συνεκεντρώθησαν, δια να νηστεύσουν· εφορούσαν σάκκους και είχαν ρίξει επάνω εις την κεφαλήν των στάκτην. | 1 Κατὰ δὲ τὴν εἰκοστὴν τετάρτην ἡμέραν τοῦ ἰδίου μηνὸς ἐμαζεύθηκαν πάλιν οἱ Ἰσραηλῖται εἰς ἕνα τόπον καὶ ἐνήστευαν. Ἐφοροῦσαν μάλιστα τρίχινα πένθιμα ροῦχα καὶ εἶχαν ρίξει στάκτην εἰς τὸ κεφάλι των. |
2 καὶ ἐχωρίσθησαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ἀπὸ παντὸς υἱοῦ ἀλλοτρίου καὶ ἔστησαν καὶ ἐξηγόρευσαν τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν καὶ τὰς ἀνομίας τῶν πατέρων αὐτῶν. | 2 Οι Ισραηλίται απεχωρίσθησαν από όλους τους άλλους ξένους λαούς και όρθιοι εξωμολογούντο τας ιδικάς των αμαρτίας, όπως και τας παρανομίας των προγόνων των. | 2 Ἐξεχωρίσθηκαν δὲ οἱ Ἰσραηλῖται ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλον, ποὺ δὲν ἦτο Ἰσραηλίτης, καὶ ἐστάθηκαν ὄρθιοι καὶ ἄρχισαν νὰ ἐξομολογοῦνται τὰς ἁμαρτίας των καὶ τὰς ἁμαρτίας τῶν πατέρων των. |
3 καὶ ἔστησαν ἐπὶ τῇ στάσει αὐτῶν καὶ ἀνέγνωσαν ἐν βιβλίῳ νόμου Κυρίου Θεοῦ αὐτῶν καὶ ἦσαν ἐξαγορεύοντες τῷ Κυρίῳ καὶ προσκυνοῦντες τῷ Κυρίῳ Θεῷ αὐτῶν. | 3 Ορθιοι δε εις τας θέσεις των, εδιάβαζαν το βιβλίον του νόμου Κυρίου του Θεού των, εξωμολογούντο τας αμαρτίας των προς τον Κυριον και επροσκυνούσαν Κυριον τον Θεόν των. | 3 Ἐστάθηκαν μάλιστα ὄρθιοι ἐπὶ ὤρας εἰς τὰς θέσεις των καὶ ἐδιάβαζαν τὸ βιβλίον τοῦ Νόμου τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ των. Συγχρόνως δὲ ἐξωμολογοῦντο τὰς ἁμαρτίας των ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ ἐπροσκυνοῦσαν τὸν Κύριον καὶ Θεόν των. |
4 καὶ ἔστη ἐπὶ ἀναβάσει τῶν Λευιτῶν ᾿Ιησοῦς καὶ οἱ υἱοὶ Καδμιήλ, Σεχενία υἱὸς Σαραβία, υἱοὶ Χωνενὶ καὶ ἐβόησαν φωνῇ μεγάλῃ πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν αὐτῶν. | 4 Ο Ιησούς, οι υιοί του Καδμιήλ, ο Σεχενίας, υιός του Σαραβία και οι υιοί του Χωνενί, ανήλθον εις την εξέδραν των Λευϊτών και με μεγάλην φωνήν εβόησαν προς Κυριον τον Θεόν των. | 4 Ἐστάθη δὲ εἰς τὴν εἰδικὴν ἐξέδραν τῶν Λευιτῶν ὁ Ἰησοῦς μαζὶ μὲ τοὺς υἱοὺς τοῦ Καδμιὴλ καὶ μὲ τὸν Σεχενίαν, τὸν υἱὸν τοῦ Σαραβία, καθὼς καὶ μὲ τοὺς υἱοὺς τοῦ Χωνενί, καὶ ἐβόησαν μὲ φωνὴν μεγάλην πρὸς τὸν Κύριον καὶ Θεόν των. |
5 καὶ εἴποσαν οἱ Λευῖται ᾿Ιησοῦς καὶ Καδμιήλ· ἀνάστητε, εὐλογεῖτε Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν ἀπὸ τοῦ αἰῶνος καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος· καὶ εὐλογήσουσιν ὄνομα δόξης σου καὶ ὑψώσουσιν ἐπὶ πάσῃ εὐλογίᾳ καὶ αἰνέσει. | 5 Οι δε Λευίται, ο Ιησούς και ο Καδμιήλ ειπόν· “Σηκωθήτε και δοξολογείτε Κυριον τον Θεόν μας, ο οποίος ζη στους αιώνας των αιώνων. Ευλογητόν είναι και θα είναι το ένδοξον όνομά σου, Κυριε, και σε θα μεγαλύνουν πάντοτε με κάθε ύμνον και δοξολογίαν”. | 5 Καὶ εἶπαν οἱ Λευῖται Ἰησοῦς καὶ Καδμιὴλ πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ ἐν τῷ μεταξὺ εἶχαν γονατίσει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ: Σηκωθῆτε καὶ δοξολογεῖτε τὸν Κύριον καὶ Θεόν μας, ποὺ ὑπάρχει καὶ δοξάζεται ἀπὸ τοῦ αἰῶνος καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος. Καὶ συνέχισαν: Θὰ εὐλογοῦν ὅλοι, Κύριε, τὸ ἔνδοξον ὄνομά Σου καὶ θὰ τὸ μεγαλύνουν μὲ κάθε δοξολογίαν καὶ ἀνύμνησιν. |
6 καὶ εἶπεν ῎Εσδρας· σὺ εἶ αὐτὸς Κύριος μόνος, σὺ ἐποίησας τὸν οὐρανὸν καὶ τὸν οὐρανὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ πᾶσαν τὴν στάσιν αὐτῶν, τὴν γῆν καὶ πάντα, ὅσα ἐστὶν ἐν αὐτῇ, τὰς θαλάσσας καὶ πάντα τὰ ἐν αὐταῖς, καὶ σὺ ζωοποιεῖς τὰ πάντα, καὶ σοὶ προσκυνοῦσιν αἱ στρατιαὶ τῶν οὐρανῶν. | 6 Προσηυχήθη δε τότε μεγαλοφώνως ο Εσδρας και είπε· “Συ είσαι, Κυριε, ο μόνος αιώνιος και αναλλοίωτος Θεός. Συ εδημιούργησες τον ουρανόν και τον ουρανόν του ουρανού και όλον το πλήθος των αστέρων, την γην και όλα όσα υπάρχουν εις αυτήν· τας θαλάσσας και όλα όσα υπάρχουν εις αυτάς. Συ, ζωοποιείς τα πάντα και σε προσκυνούν αι στρατιαί των ουρανών. | 6 Καὶ εἶπεν ὁ Ἔσδρας: Σύ, Κύριε, εἶσαι ὁ μόνος Θεός. Σὺ ἐδημιούργησες τὸν οὐρανὸν καὶ τὸν οὐρανὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὅλον τὸν κόσμον τῶν ἄστρων, καθὼς ἐπίσης καὶ τὴν γῆν καὶ ὅλα, ὅσα ὑπάρχουν εἰς αὐτήν. Σὺ ἐδημιούργησες τὰς θαλάσσας καὶ ὅλα, ὅσα ὑπάρχουν εἰς αὐτάς. Σὺ ζωογονεῖς τὰ πάντα καὶ Σὲ προσκυνοῦν αἱ στρατιαὶ τῶν οὐρανίων δυνάμεων. |
7 σὺ εἶ Κύριος ὁ Θεός· σὺ ἐξελέξω ἐν ῞Αβραμ καὶ ἐξήγαγες αὐτὸν ἐκ τῆς χώρας τῶν Χαλδαίων καὶ ἐπέθηκας αὐτῷ ὄνομα ῾Αβραάμ· | 7 Συ είσαι ο Κυριος και ο Θεός. Συ εξέλεξες τον Αβραμ και ωδήγησες αυτόν από την χώραν των Χαλδαίων και έδωσες εις αυτόν το όνομα Αβραάμ. | 7 Σὺ εἶσαι ὁ Κύριος, ὁ ἐξουσιαστὴς Θεός. Σὺ ἐδιάλεξες τὸν Ἅβραμ καὶ τὸν ἔβγαλες ἀπὸ τὴν πατρίδα του, τὴν χώραν τῶν Χαλδαίων, καὶ τοῦ ἔδωσες τὸ ὄνομα Ἀβραάμ, ποὺ σημαίνει πατὴρ πολλῶν ἐθνῶν. |
8 καὶ εὗρες τὴν καρδίαν αὐτοῦ πιστὴν ἐνώπιόν σου καὶ διέθου πρὸς αὐτὸν διαθήκην δοῦναι αὐτῷ τὴν γῆν τῶν Χαναναίων καὶ Χετταίων καὶ ᾿Αμορραίων καὶ Φερεζαίων καὶ ᾿Ιεβουσαίων καὶ Γεργεσαίων καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ· καὶ ἔστησας τοὺς λόγους σου, ὅτι δίκαιος σύ. | 8 Ευρήκες την καρδίαν του πιστήν και αφωσιωμένην εις σέ. Συνήψες με αυτόν διαθήκην και του έδωσες υπόσχεσιν να δώσης εις αυτόν και στους απογόνους του την χώραν των Χαναναίων, των Χετταίων, των Αμορραίων, των Φερεζαίων, των Ιεβουσαίων και των Γεργεσαίων. Και την υπόσχεσίν σου αυτήν την εξεπλήρωσες, διότι είσαι πάντοτε πιστός και δίκαιος στους λόγους σου. | 8 Καὶ εἶδες ὅτι ἡ καρδιά του ἦτο εἰλικρινὴς καὶ ἀφωσιωμένη εἰς Σὲ καὶ δι’ αὐτὸ ἔκαμες συμφωνίαν μαζί του. Τοῦ ὑπεσχέθης νὰ τοῦ δώσῃς τὴν χώραν τῶν Χαναναίων καὶ τῶν Χετταίων, τῶν Ἀμορραίων καὶ τῶν Φερεζαίων, τῶν Ἰεβουσαίων καὶ τῶν Γεργεσαίων. Ὑπεσχέθης ὅτι θὰ δώσῃς τὰ μέρη αὐτὰ εἰς αὐτὸν καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνονς του. Καὶ ἐτήρησες πράγματι τὴν ὑπόσχεσίν Σου, διότι Σὺ εἶσαι δίκαιος καὶ ἀξιόπιστος. |
9 καὶ εἶδες τὴν ταπείνωσιν τῶν πατέρων ἡμῶν ἐν Αἰγύπτῳ καὶ τὴν κραυγὴν αὐτῶν ἤκουσας ἐπὶ θάλασσαν ἐρυθράν. | 9 Είδες τον εξευτελισμόν και τον πόνον των πατέρων μας εις την Αίγυπτον και ήκουσες την κραυγήν της οδύνης των, όταν ευρίσκοντο πλησίον της Ερυθράς Θαλάσσης. | 9 Εἶδες κατόπιν τὴν κατάθλιψιν καὶ τὸν ἐξευτελισμὸν τῶν προγόνων μας εἰς τὴν Αἴγυπτον· ἐπήκουσες δὲ καὶ τὴν κραυγήν των, ὅταν ἔφθασαν ἐμπρὸς εἰς τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν καὶ τοὺς ἐκυνηγοῦσαν οἱ Αἰγύπτιοι. |
10 καὶ ἔδωκας σημεῖα καὶ τέρατα ἐν Αἰγύπτῳ ἐν Φαραὼ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς παισὶν αὐτοῦ καὶ ἐν παντὶ τῷ λαῷ τῆς γῆς αὐτοῦ, ὅτι ἔγνως ὅτι ὑπερηφάνησαν ἐπ' αὐτούς, καὶ ἐποίησας σεαυτῷ ὄνομα ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη. | 10 Εδωσες σημεία και τέρατα, έστειλες προς χάριν του λαού σου πληγάς εις την Αίγυπτον εναντίον του Φαραώ και όλων των δούλων του και όλου του λαού της χώρας του, διότι είδες ότι αυτοί εφέρθησαν με αλαζονείαν και σκληρότητα εναντίον των πατέρων μας. Και έτσι έκαμες ένδοξον το Ονομά σου, όπως και η σημερινή ημέρα μαρτυρεί. | 10 Καὶ ἔκαμες σημεῖα καὶ τέρατα εἰς τὴν Αἴγυπτον ἐναντίον τοῦ Φαραὼ καὶ ὅλων τῶν δούλων του καὶ ὅλου τοῦ λαοῦ τῆς χώρας του. Τοὺς ἐτιμώρησες δέ, διότι εἶδες ὅτι ἐφέρθησαν μὲ ἀλαζονείαν καὶ περιφρόνησιν πρὸς τοὺς πατέρας μας. Μὲ ὅσα ἔκαμες, συνετέλεσες, ὥστε νὰ ἐξακουσθῇ καὶ νὰ δοξασθῇ τὸ ὄνομά Σου, πρᾶγμα ποὺ ἰσχύει καὶ σήμερα. |
11 καὶ τὴν θάλασσαν ἔρρηξας ἐνώπιον αὐτῶν, καὶ παρήλθοσαν ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης ἐν ξηρασίᾳ, καὶ τοὺς καταδιώξοντας αὐτοὺς ἔρριψας εἰς βυθὸν ὡσεὶ λίθον ἐν ὕδατι σφοδρῷ. | 11 Διέρρηξες την Ερυθράν Θαλασσαν ενώπιον των Ισραηλιτών και επέρασαν αυτοί εν μέσω της θαλάσσης ως επί ξηρού εδάφους. Εκείνους δέ, που τους κατεδίωξαν, έρριψες στον βυθόν της θαλάσσης, όπως ρίπτεται ένας λίθος εις βαθύ ύδωρ. | 11 Ἔσχισες ἐπίσης εἰς δύο μέρη ἐμπρός των τὴν θάλασσαν καὶ ἐπέρασαν μέσα ἀπὸ τὴν θάλασσαν σὰν νὰ ἦτο ξηρά. Ἀντιθέτως ἐκείνους ποὺ τοὺς κατεδίωκαν, τοὺς ἔρριξες εἰς τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης, ὅπως πέφτει μία πέτρα εἰς θάλασσαν ταραγμένην καὶ βαθεῖαν. |
12 καὶ ἐν στύλῳ νεφέλης ὡδήγησας αὐτοὺς ἡμέρας καὶ ἐν στύλῳ πυρὸς τὴν νύκτα τοῦ φωτίσαι αὐτοῖς τὴν ὁδόν, ἐν ᾗ πορεύσονται ἐν αὐτῇ. | 12 Ωδήγησες τους προγόνους μας την μεν ημέραν με στύλον νεφέλης, την δε νύκτα με πύρινον στύλον, δια να φωτίζη αυτός τον δρόμον, στον οποίον αυτοί θα εβάδιζαν. | 12 Τοὺς ὠδήγησες κατόπιν μέσα εἰς τὴν ἔρημον μὲ στήλην νεφέλης κατὰ τὴν ἡμέραν καὶ μὲ πύρινον στῦλον κατὰ τὴν νύκτα, διὰ νὰ φωτίζῃ καὶ νὰ τόν, δείχνῃ τὸν δρόμον, ποὺ ἔπρεπε νὰ βαδίζουν διὰ προχωροῦν. |
13 καὶ ἐπὶ ὄρος Σινὰ κατέβης καὶ ἐλάλησας πρὸς αὐτοὺς ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἔδωκας αὐτοῖς κρίματα εὐθέα καὶ νόμους ἀληθείας, προστάγματα καὶ ἐντολὰς ἀγαθάς· | 13 Κατέβηκες στο όρος Σινά, ωμίλησες προς αυτούς από τον ουρανόν, έδωκες εις αυτούς δικαίας διαταγάς, αληθείς νόμους, ωφελίμους θεσμούς και εντολάς. | 13 Εἰς δὲ τὸ ὄρος Σινᾶ κατέβης Σὺ μὲ τὴν μεγαλοπρέπειάν Σου καὶ ὠμίλησες πρὸς αὐτοὺς ἀπὸ τοὺς οὐρανούς· καὶ τοὺς παρέδωσες διατάγματα ὀρθὰ περὶ δικαίου καὶ νόμους ἀληθείας, προστάγματα καὶ ἐντολὰς σπουδαίας. |
14 καὶ τὸ σάββατόν σου τὸ ἅγιον ἐγνώρισας αὐτοῖς, ἐντολὰς καὶ προστάγματα καὶ νόμον ἐνετείλω αὐτοῖς ἐν χειρὶ Μωυσῆ δούλου σου. | 14 Κατέστησες εις αυτούς γνωστόν το άγιόν σου Σαββατον, τας δε εντολάς και τα προστάγματα του Νομου παρέδωσες εις αυτούς δια μέσου του δούλου σου του Μωϋσέως. | 14 Τοὺς ἔκαμες ἐπίσης γνωστὸν καὶ τὸ πῶς πρέπει νὰ τιμοῦν τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου, τὴν ἀφιερωμένην εἰς Σέ, καὶ καθώρισες δι’ αὐτοὺς προστάγματα καὶ Νόμον διὰ μέσου τοῦ δούλου Σου Μωϋσέως. |
15 καὶ ἄρτον ἐξ οὐρανοῦ ἔδωκας αὐτοῖς εἰς σιτοδοτίαν αὐτῶν καὶ ὕδωρ ἐκ πέτρας ἐξήνεγκας αὐτοῖς εἰς δίψαν αὐτῶν. καὶ εἶπας αὐτοῖς εἰσελθεῖν κληρονομῆσαι τὴν γῆν, ἐφ' ἣν ἐξέτεινας τὴν χεῖρά σου δοῦναι αὐτοῖς. | 15 Αρτον από τον ουρανόν έδωκες εις αυτούς προς τροφήν και ύδωρ από τον βράχον ανέβλυσες προς χάριν αυτών, δια να καταπαύση την δίψαν των. Είπες δε εις αυτούς να εισέλθουν, δια να κατακτήσουν και κληρονομήσουν την γην, επάνω από την οποίαν είχες απλώσει συ το χέρι σου και ωρκίσθης να την δώσης εις αυτούς. | 15 Τοὺς ἐχάρισες δὲ καὶ ἄρτον ἀπὸ τὸν οὐρανὸν διὰ νὰ διατρέφωνται καὶ ἔβγαλες πρὸς χάριν των καὶ νερὸ ἀπὸ τὸν βράχον, ὅταν ἐδίψασαν. Καὶ τοὺς εἶπες να ἔμβουν καὶ νὰ κληρονομήσουν τὴν χώραν,τὴν ὁποίαν ἄπλωσες τὸ χέρι Σου καὶ ὡρκίσθης θὰ τοὺς τὴν χαρίσῃς. |
16 καὶ αὐτοὶ καὶ οἱ πατέρες ἡμῶν ὑπερηφανεύσαντο καὶ ἐσκλήρυναν τὸν τράχηλον αὐτῶν καὶ οὐκ ἤκουσαν τῶν ἐντολῶν σου· | 16 Αλλά αυτοί και οι πατέρες ημών αλαζονεύθησαν, εσκληρύνθησαν, δεν έσκυψαν την κεφαλήν των ενώπιόν σου και δεν επίστευσαν εις τας εντολάς σου. | 16 Αὐτοὶ ὅμως, ὅπως καὶ οἱ πατέρες μας, παρὰ τὰς εὐεργεσίας Σου, ὑπερηφανεύθηκαν. Δὲν ἔκαμψαν ἐνώπιόν Σου τὸν αὐχένα των καὶ δὲν ἠθέλησαν νὰ συμμορφωθοῦν πρὸς τὰς ἐντολάς Σου. |
17 καὶ ἀνένευσαν τοῦ εἰσακοῦσαι καὶ οὐκ ἐμνήσθησαν τῶν θαυμασίων σου, ὧν ἐποίησας μετ' αὐτῶν καὶ ἐσκλήρυναν τὸν τράχηλον αὐτῶν καὶ ἔδωκαν ἀρχὴν ἐπιστρέψαι εἰς δουλείαν αὐτῶν ἐν Αἰγύπτῳ. καὶ σὺ ὁ Θεὸς ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος, καὶ οὐκ ἐγκατέλιπες αὐτούς. | 17 Ηρνήθησαν να σε υπακούσουν και δεν ενεθυμήθησαν τα θαύματα, τα οποία είχες κάμει προς χάριν αυτών. Εσκλήρυναν τον τράχηλόν των και ανεζήτησαν αρχηγόν, δια να επιστρέψουν πάλιν εις την δουλείαν των εις την Αίγυπτον. Αλλά είσαι Θεός ελεήμων και οικτίρμων, μακρόθυμος και πολυέλεος και δια τούτο δεν τους εγκατέλειψες. | 17 Ἀρνήθηκαν δὲ νὰ ὑπακούσουν εἰς Σὲ καὶ ἐλησμόνησαν τὰ θαυμάσια ἔργα Σου, ποὺ ἔκαμες πρὸς χάριν των. Καὶ ἐσκλήρυναν τοὺς ἑαυτούς των καὶ ἀπεφάσισαν νὰ ἀναζητήσουν ἀρχηγὸν διὰ νὰ ἐπιστρέψουν πάλιν εἰς τὴν σκλαβιάν των, εἰς τὴν Αἴγυπτον. Παρὰ ταῦτα ὅμως, ἐπειδὴ Σὺ ὁ Θεὸς εἶσαι ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος, δὲν τοὺς ἐγκατέλειψες. |
18 ἔτι δὲ καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς μόσχον χωνευτὸν καὶ εἶπαν· οὗτοι οἱ θεοὶ οἱ ἐξαγαγόντες ἡμᾶς ἐξ Αἰγύπτου· καὶ ἐποίησαν παροργισμοὺς μεγάλους. | 18 Ακόμη δε αυτοί διέπραξαν και αυτήν την παρανομίαν· κατεσκεύασαν δια τον εαυτόν των μόσχον χυτόν και είπαν· Αυτοί είναι οι Θεοί, οι οποίοι μας έβγαλαν από την δουλείαν της Αιγύπτου. Με την ειδωλολατρικήν των δε αυτήν πράξιν επέσυραν εναντίον των την δικαίαν μεγάλην οργήν σου. | 18 Αὐτοὶ μάλιστα ἔκαμαν διὰ τοὺς ἑαυτούς των εἰς τὸ χωνευτήριον καὶ ἕνα χρυσὸ μοσχάρι καί, ἀφοῦ τὸ ἔστησαν ἐνώπιόν των, εἶπαν: Νά, οἱ θεοί, ποὺ μᾶς ἔβγαλαν ἐλευθέρους ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον! Μὲ τὴν εἰδωλολατρίαν των αὐτὴν Σὲ παρώξυναν καὶ ἔκαμαν ὥστε νὰ ὀργισθῇς πολὺ ἐνάντιόν των. |
19 καὶ σὺ ἐν οἰκτιρμοῖς σου τοῖς πολλοῖς οὐκ ἐγκατέλιπες αὐτοὺς ἐν τῇ ἐρήμῳ, τὸν στύλον τῆς νεφέλης οὐκ ἐξέκλινας ἀπ' αὐτῶν ἡμέρας ὁδηγῆσαι αὐτοὺς ἐν τῇ ὁδῷ καὶ τὸν στύλον τοῦ πυρὸς τὴν νύκτα, φωτίζειν αὐτοῖς τὴν ὁδόν, ἐν ᾗ πορεύσονται ἐν αὐτῇ. | 19 Και όμως συ, ο Θεός, με τους πολλούς οικτιρμούς δεν τους εγκατέλειψες εις την έρημον, δεν απεμάκρυνες από αυτούς τον στύλον της νεφέλης κατά την ημέραν, δια να τους οδηγή στον δρόμον των, ούτε τον πύρινον στύλον κατά την νύκτα, δια να τους φωτίζη στον δρόμον, που έπρεπε να βαδίζουν. | 19 Καὶ πάλιν ὅμως Σὺ μὲ τοὺς πλουσίους οἰκτιρμούς Σου τοὺς ἐγκατέλειψες ἀβοηθήτους εἰς τὴν ἔρημον. Δὲν ἀπεμάκρυνες ἀπὸ αὐτοὺς τὴν στήλην τῆς νεφέλης, ποὺ τοὺς ἔδειχνε κατὰ τὴν ἡμέραν τὸν δρόμον, ποὺ ἔπρεπε νὰ βαδίζουν. Δὲν ἀπεμάκρυνες ἐπίσης καὶ τὸν πύρινον στῦλον, ποὺ τοὺς ἐφώτιζε κατὰ τὴν νύκτα καὶ τοὺς ἔδειχνε τὸν δρόμον ποὺ ἔπρεπε νὰ βαδίζουν διὰ νὰ προχωροῦν μέσα εἰς τὴν ἔρημον. |
20 καὶ τὸ πνεῦμά σου τὸ ἀγαθὸν ἔδωκας συνετίσαι αὐτοὺς καὶ τὸ μάννα σου οὐκ ἀφυστέρησας ἀπὸ στόματος αὐτῶν καὶ ὕδωρ ἔδωκας αὐτοῖς ἐν τῷ δίψει αὐτῶν. | 20 Εδωκες εις αυτούς το Πνεύμα σου το αγαθόν, δια να τους φέρη εις τα λογικά των και τους συνετίση. Το μάννα σου δεν το αφήρεσες από το στόμα των και ύδωρ έδωκες εις αυτούς στον καιρόν της δίψης των. | 20 Τοὺς ἐχάρισες δὲ καὶ τὸ ἀγαθὸν Πνεῦμα Σου, διὰ νὰ τοὺς συνετίσῃ καὶ νὰ τοὺς ἱκανώσῃ νὰ διακρίνουν τὸ ὀρθόν. Καὶ δὲν ἐστέρησες ἀπὸ τὸ στόμα των τὸ μάννα Σου, μὲ τὸ ὁποῖον ἐτρέφοντο, καὶ τοὺς ἔδωσες καὶ νερὸ εἰς τὴν δίψαν των. |
21 καὶ τεσσαράκοντα ἔτη διέθρεψας αὐτοὺς ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὐχ ὑστέρησας αὐτοῖς οὐδέν· ἱμάτια αὐτῶν οὐκ ἐπαλαιώθησαν, καὶ πόδες αὐτῶν οὐ διερράγησαν. | 21 Επί τεσσαράκοντα έτη τους έθρεψες εις την έρημον και δεν τους υστέρησες από τίποτε. Τα ενδύματά των δεν έλυωσαν και τα πόδια των δεν έσκασαν και δεν εγέμισαν πληγές. | 21 Ἐπὶ σαράντα χρόνια τοὺς διέτρεφες εἰς τὴν ἔρημον καὶ δὲν τοὺς ἐστέρησες τίποτε. Τὰ ροῦχα των δὲν ἐπάλιωσαν καὶ τὰ πόδια των δὲν ἐσχίσθηκαν, οὔτε ἐπληγώθηκαν. |
22 καὶ ἔδωκας αὐτοῖς βασιλείας καὶ λαοὺς ἐμέρισας αὐτοῖς, καὶ ἐκληρονόμησαν τὴν γῆν Σηὼν βασιλέως ᾿Εσεβὼν καὶ τὴν γῆν ῍Ωγ βασιλέως τοῦ Βασάν. | 22 Παρέδωκες εις αυτούς βασίλεια και λαούς διεμέρισες εις αυτούς. Εκληρονόμησαν την χώραν του Σηών, του βασιλέως της Εσεβών, και την χώραν του Ωγ, βασιλέως του Βασάν. | 22 Παρέδωσες δὲ ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν των διάφορα βασίλεια καὶ τοὺς ἔδωσες ὡς μερίδιον τῶν λαοὺς πολλούς. Καὶ ἐκληρονόμησαν ἔτσι τὴν χώραν τοῦ Σηών, βασιλέως τῆς Ἐσεβών, καὶ τὴν χώραν τοῦ Ὤγ, βασιλέως τῆς Βασάν. |
23 καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτῶν ἐπλήθυνας ὡς τοὺς ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ καὶ εἰσήγαγες αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν, ἣν εἶπας τοῖς πατράσιν αὐτῶν, καὶ ἐκληρονόμησαν αὐτήν. | 23 Τους απογόνους των επλήθυνες ωσάν τα αστέρια του ουρανού, εισήγαγες αυτούς εις την χώραν που είχες υποσχεθή στους προπάτοράς των, και την εκληρονόμησαν. | 23 Ἐπολλαπλασίασες δὲ τοὺς ἀπογόνους των καὶ τοὺς ἐπλήθυνες σὰν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ· καὶ τοὺς ἔβαλες μέσα εἰς τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν ὑπεσχέθης εἰς τοὺς πατέρας των, καὶ τὴν κατέλαβαν ὡς κληρονομίαν των. |
24 καὶ ἐξέτριψας ἐνώπιον αὐτῶν τοὺς κατοικοῦντας τὴν γῆν τῶν Χαναναίων καὶ ἔδωκας αὐτοὺς εἰς τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ τοὺς βασιλεῖς αὐτῶν καὶ τοὺς λαοὺς τῆς γῆς ποιῆσαι αὐτοῖς ὡς ἀρεστὸν ἐνώπιον αὐτῶν. | 24 Συνέτριψες ενώπιόν των τους κατοίκους της Χαναάν και τους παρέδωκες υποχειρίους εις αυτούς, ούτως επίσης τους βασιλείς και τους λαούς της χώρας αυτής, δια να τους μεταχειρισθούν όπως ήθελαν. | 24 Καὶ συνέτριψες καὶ διέλυσες ἐμπρός των τοὺς κατοίκους τῆς χώρας τῶν Χαναναίων καὶ τοὺς παρέδωσες εἰς τὰ χέρια των μαζὶ μὲ τοὺς βασιλεῖς των καὶ ὅλους τοὺς λαοὺς τῆς χώρας αὐτῆς διὰ νὰ τοὺς κάμουν ὅ,τι ἤθελαν. |
25 καὶ κατελάβοσαν πόλεις ὑψηλὰς καὶ ἐκληρονόμησαν οἰκίας πλήρεις πάντων ἀγαθῶν, λάκκους λελατομημένους, ἀμπελῶνας καὶ ἐλαιῶνας καὶ πᾶν ξύλον βρώσιμον εἰς πλῆθος· καὶ ἐφάγοσαν καὶ ἐνεπλήσθησαν καὶ ἐλιπάνθησαν καὶ ἐτρύφησαν ἐν ἀγαθωσύνῃ σου τῇ μεγάλῃ. | 25 Εκυρίευσαν οχυράς πόλεις, εκληρονόμησαν οικίας γεμάτας από όλα τα αγαθά. Δεξαμενάς υδάτων ετοίμους, αμπελώνας, ελαιώνας και πλήθος άλλο από καρποφόρα δένδρα. Εφαγαν, εχορτάσθησαν, επαχύνθησαν, ετρύφησαν χάρις εις την ιδικήν σου μεγάλην καλωσύνην. | 25 Καὶ ἐκυρίευσαν πόλεις μὲ ὑψηλὰ τείχη καὶ ὀχυρὰ καὶ ἐκληρονόμησαν σπίτια γεμᾶτα μὲ ὅλα τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς. Ἐκληρονόμησαν ἐπίσης λάκκους λαξευτούς, ποὺ ἦσαν ἀποθῆκαι γεμᾶται μὲ διάφορα γεννήματα. Ἐκληρονόμησαν ἀκόμη ἀμπέλια καὶ ἐλαιῶνας καὶ ἀναρίθμητα ὀπωροφόρα δένδρα διαφόρων εἰδῶν. Καὶ ἔφαγαν ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἀγαθὰ καὶ ἐχόρτασαν καὶ ἐπάχυναν καὶ ἀπήλαυσαν τὰ πάντα χάρις εἰς τὴν μεγάλην Σου ἀγαθωσύνην. |
26 καὶ ἤλλαξαν καὶ ἀπέστησαν ἀπὸ σοῦ καὶ ἔρριψαν τὸν νόμον σου ὀπίσω σώματος αὐτῶν καὶ τοὺς προφήτας σου ἀπέκτειναν, οἳ διεμαρτύραντο ἐν αὐτοῖς ἐπιστρέψαι αὐτοὺς πρός σε, καὶ ἐποίησαν παροργισμοὺς μεγάλους. | 26 Και όμως αυτοί άλλαξαν στάσιν απέναντί σου, απεμακρύνθησαν από σέ, επέταξαν πίσω των τον Νομον σου και εφόνευσαν τους προφήτας σου, οι οποίοι διεμαρτύροντο εναντίον των και τους πρέτρεπαν να επιστρέψουν εν μετανοία προς σέ. Ετσι δε διέπραξαν μεγάλα αμαρτήματα, τα οποία εκίνησαν την μεγάλην δικαίαν οργήν σου. | 26 Καὶ ἐνῷ τόσα τοὺς ἐχάρισες Σύ, αὐτοὶ ἄλλαξαν πορείαν ζωῆς καὶ ἀπεστάτησαν ἀπὸ Σὲ καὶ ἔρριξαν περιφρονητικῶς τὸν Νόμον Σου ὀπίσω των. Ἔστριψαν τὰ νῶτα των εἰς Σέ. Ἐπὶ πλέον δὲ ἐφόνευαν τοὺς προφήτας Σου, ποὺ τοὺς ἀπέστειλες διὰ νὰ τος, ἐλέγχουν καὶ νὰ τοὺς καλοῦν νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ ἐπιστρέψουν εἰς Σέ. Μὲ τὴν διαγωγήν των αὐτὴν Σὲ παρώργισαν πολύ. |
27 καὶ ἔδωκας αὐτοὺς ἐν χειρὶ θλιβόντων αὐτούς, καὶ ἔθλιψαν αὐτούς· καὶ ἀνεβόησαν πρός σε ἐν καιρῷ θλίψεως αὐτῶν, καὶ σὺ ἐξ οὐρανοῦ σου ἤκουσας καὶ ἐν οἰκτιρμοῖς σου τοῖς μεγάλοις ἔδωκας αὐτοῖς σωτῆρας καὶ ἔσωσας αὐτοὺς ἐκ χειρὸς θλιβόντων αὐτούς. | 27 Δια να συνετισθούν, παρέδωκες συ αυτούς υποχειρίους στους εχθρούς των, οι οποίοι και τους κατέθλιψαν. Εκείνοι δε κατά τον καιρόν της θλίψεώς των αυτής ανεβόησαν προς σε ζητούντες βοήθειαν. Και συ ήκουσες από τον ουρανύν την φωνήν των ένεκα των μεγάλων σου οικτιρμών, έστειλες εις αυτούς σωτήρας και τους απήλλαξες από την τυραννίαν των εχθρών των. | 27 Ἐξ αἰτίας ὅμως αὐτῆς τῆς συμπεριφορᾶς των τοὺς παρέδωσες εἰς τὰ χέρια ἀνθρώπων, ποὺ τοὺς ἐταλαιπώρησαν καὶ τοὺς ἐβασάνισαν. Μέσα δὲ εἰς τὴν θλῖψιν των Σὲ ἐθυμήθηκαν καὶ ἐβόησαν πρὸς Σὲ καὶ Σύ, ἕνεκα τῶν μεγάλων Σου οἰκτιρμῶν, ἄκουσες τὴν φωνήν των ἀπὸ τὸν οὐρανόν Σου καὶ παρουσίασες πρὸς χάριν τῶν ἀνθρώπους, ποὺ ἔγιναν σωτῆρες των. Καὶ ἔτσι τοὺς ἔσωσες ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν, ποὺ τοὺς ἐβασάνιζαν. |
28 καὶ ὡς ἀνεπαύσαντο, ἐπέστρεψαν ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου· καὶ ἐγκατέλιπες αὐτοὺς εἰς χεῖρας ἐχθρῶν αὐτῶν, καὶ κατῆρξαν ἐν αὐτοῖς· καὶ πάλιν ἀνεβόησαν πρός σε, καὶ σὺ ἐξ οὐρανοῦ εἰσήκουσας καὶ ἐρρύσω αὐτοὺς ἐν οἰκτιρμοῖς σου πολλοῖς. | 28 Οταν όμως απηλλάγησαν και ανεπαύθησαν από τους εχθρούς των, εστράφησαν πάλιν να πράξουν ενώπιόν σου το πονηρόν. Συ τότε, δια λόγους δικαιοσύνης και παιδαγωγίας, τους εγκατέλιπες εις τα χέρια των εχθρών των, οι οποίοι τους κατεδούλωσαν πάλιν αλλά εκείνοι και πάλιν έκραξαν προς σε και συ από τον ουρανόν ηκουσες την κραυγήν των και τους έσωσες χάρις στους πολλούς οικτιρμούς σου. | 28 Αὐτοὶ ὅμως, ὅταν ἐλευθερώθηκαν καὶ ἀνακουφίσθηκαν ἀπὸ τὰ βάσανά των, ἐστράφηκαν καὶ ἔκαμαν καὶ πάλιν παρανομίας ἐνώπιόν Σου. Καὶ δι' αὐτὸ τοὺς ἐγκατέλειψες ἀβοηθήτους εἰς τὰ χέρια ἐχθρῶν των, οἱ ὁποῖοι τοὺς ὑπέταξαν καὶ τοὺς ἔκαμαν σκλάβους. Ἐβόησαν ὅμως ἐκ νέου πρὸς Σὲ καὶ Σὺ ἀπὸ τὸν οὐρανόν, λόγῳ τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν Σου, ἄκουσες καὶ πάλιν τὴν κραυγήν των καὶ τοὺς ἔσωσες. |
29 καὶ ἐπεμαρτύρω αὐτοῖς ἐπιστρέψαι αὐτοὺς εἰς τὸν νόμον σου, καὶ οὐκ ἤκουσαν, ἀλλ' ἐν ταῖς ἐντολαῖς σου καὶ κρίμασί σου ἡμάρτοσαν, ἃ ποιήσας αὐτὰ ἄνθρωπος ζήσεται ἐν αὐτοῖς· καὶ ἔδωκαν νῶτον ἀπειθοῦντα καὶ τράχηλον αὐτῶν ἐσκλήρυναν καὶ οὐκ ἤκουσαν. | 29 Συ διεμαρτυρήθης προς αυτούς και τους προέτρεψες να επιστρέψουν πάλιν εις την τήρησιν του Νομου σου. Αλλά εκείνοι δεν υπήκουσαν. Ημάρτησαν πάλιν και παρέβησαν τας εντολάς σου και τας διαταγάς σου, τας οποίας, όταν σέβεται και τηρή ο άνθρωπος, ζη ασφαλής δι' αυτών. Εδείχθησαν απειθείς, σκληροτράχηλοι κα δεν υπήκουσαν εις τον Νομον σου. | 29 Τοὺς ἐκάλεσες δὲ μὲ πολλοὺς μάρτυρας νὰ ἐπιστρέφουν εἰς τὴν ὑπακοὴν καὶ ἐφαρμογὴν τοῦ Νόμου Σου, ἀλλὰ δὲν ἠθέλησαν νὰ ἀκούσουν τοὺς ἀπεσταλμένους Σου. Ἀντὶ τούτου μάλιστα ἐπροτίμησαν νὰ παραβαίνουν τὰς ἐντολάς Σου καὶ τὰ προστάγματά Σου, πού, ὅταν τὰ ἐφαρμόζῃ ὁ ἄνθρωπος, ζῇ εὐτυχὴς μέσα εἰς τὰς εὐλογίας Σου. Ἔστρεψαν μὲ ἀπείθειαν τὰ νῶτα των εἰς Σέ. Ἔγιναν σκληρότεροι καὶ δὲν ὑπήκουσαν εἰς τὸν Νόμον Σου. |
30 καὶ εἵλκυσας ἐπ' αὐτοὺς ἔτη πολλὰ καὶ ἐπεμαρτύρω αὐτοῖς ἐν πνεύματί σου ἐν χειρὶ προφητῶν σου· καὶ οὐκ ἠνωτίσαντο, καὶ ἔδωκας αὐτοὺς ἐν χειρὶ λαῶν τῆς γῆς. | 30 Συ όμως εμακροθύμησες και τους εχάρισες έτη πολλά. Διεμαρτύρεσο εναντίον των εν τω Πνεύματί σου δια μέσου των προφητών σου. Αυτοί όμως δεν ήκουσαν Δια τούτο και παρέδωκες αυτούς υποχειρίους στους ειδωλολατρικούς λαούς της χώρας εκείνης. | 30 Καὶ Σὺ ἔδειχνες πρὸς χάριν των ἐπὶ πολλὰ χρόνια μακροθυμίαν. Μὲ τὸ Πνεῦμα Σου ὅμως διὰ μέσου τῶν ἀπεσταλμένων Σου, τῶν προφητῶν, τοὺς ἤλεγχες μὲ ἔντονον τρόπον. Παρὰ ταῦτα αὐτοὶ δὲν ἄκουσαν τὴν φωνήν Σου καὶ δι' αὐτὸ τοὺς παρέδωσες καὶ πάλιν εἰς τὰ χέρια ἄλλων λαῶν τῆς γῆς. |
31 καὶ σὺ ἐν οἰκτιρμοῖς σου τοῖς πολλοῖς οὐκ ἐποίησας αὐτοὺς συντέλειαν καὶ οὐκ ἐγκατέλιπες αὐτούς, ὅτι ἰσχυρὸς εἶ καὶ ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων. | 31 Αλλά δια τους πολλούς σου οικτιρμούς δεν παρέδωσας αυτούς εις όλεθρον και δεν τους εγκατέλειψες, διότι είσαι παντοδύναμος, ελεήμων και οικτίρμων. | 31 Καὶ ὅμως Σὺ μὲ τοὺς πλουσίους Σου οἰκτιρμοὺς τοὺς ἐλυπήθης καὶ αὐτὴν τὴν φορὰν καὶ δὲν τοὺς ἑξαφάνισες ἐντελῶς, οὔτε τοὺς ἐγκατέλειψες, διότι εἶσαι ἰσχυρός, ἐλεήμων καὶ εὐσπλαγχνικός. |
32 καὶ νῦν, ὁ Θεὸς ἡμῶν ὁ ἰσχυρός, ὁ μέγας, ὁ κραταιὸς καὶ ὁ φοβερός, φυλάσσων τὴν διαθήκην σου καὶ τὸ ἔλεός σου, μὴ ὀλιγωθήτω ἐνώπιόν σου πᾶς ὁ μόχθος, ὃς εὗρεν ἡμᾶς καὶ τοὺς βασιλεῖς ἡμῶν καὶ τοὺς ἄρχοντας ἡμῶν καὶ τοὺς ἱερεῖς ἡμῶν καὶ τοὺς προφήτας ἡμῶν καὶ τοὺς πατέρας ἡμῶν καὶ ἐν παντὶ τῷ λαῷ σου ἀπὸ ἡμερῶν βασιλέων ᾿Ασσοὺρ καὶ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης. | 32 Και τώρα συ, ο Θεός ημών, ο παντοδύναμος, ο μέγας, ο κραταιός και φοβερός, ο οποίος τηρείς την υπόσχεσίν σου και παρέχστο έλεός σου, ας μη θεωρηθούν ενώπιόν σου μικραί και ασήμαντοι αι ταλαιπωρίαι και αι περιπέτειαι, αι οποίαι ευρήκαν ημάς και τους βασιλείς μας και τους άρχοντας μας και τους ιερείς μας και τους προφήτας μας και τους πατέρας μας και όλον τον λαόν, από της εποχής των βασιλέων της Ασσυρίας μέχρι και της ημέρας αυτής. | 32 Καὶ τώρα, Κύριε ὁ Θεὸς ἠμῶν, Σὺ ποὺ εἶσαι ὁ ἰσχυρός, ὁ μέγας, ὁ κραταιὸς καὶ ὁ φοβερός, Σὺ ποὺ τηρεῖς τὴν συμφωνίαν Σου καὶ ἐκδηλώνεις πάντοτε τὴν εὐσπλαγχνίαν Σου, μὴ ἀδιαφορήσῃς ἀπέναντί μας. Μὴ θεωρήσῃς ὡς μικρὸν καὶ ἀσήμαντον ὅλον αὐτὸν τὸν πόνον καὶ τὴν ταλαιπωρίαν, ποὺ εὑρῆκεν ἐμᾶς καὶ τοὺς βασιλεῖς μας, τοὺς ἄρχοντάς μας, τοὺς προφήτας μας, τοὺς πατέρας μας καὶ ὅλον τὸν λαόν Σου ἀπὸ τὴν ἐποχὴν τῶν βασιλέων τῆς Ἀσσυρίας, ποὺ μᾶς ὑπέταξαν, καὶ μέχρι σήμερα. |
33 καὶ σὺ δίκαιος ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐρχομένοις ἐφ' ἡμᾶς, ὅτι ἀλήθειαν ἐποίησας, καὶ ἡμεῖς ἐξημάρτομεν, | 33 Συ, κατά λόγον δικαιοσύνης, επέτρεψας να πέσουν επάνω μας όλαι αυταί αι συμφοραί, που μας ευρήκαν, και ορθώς ενήργησες, διότι ημείς ημαρτήσαμεν. | 33 Σὺ βεβαίως εἶσαι δίκαιος ὡς πρὸς ὅλα, ὅσα ἐπέπεσαν ἐπάνω μας, διότι ἐνήργησες συμφώνως πρὸς τὸν νόμον τῆς ἀληθείας, ἐφ’ ὅσον ἔμεις διεπράξαμεν παρανομίας καὶ ἁμαρτήματα. |
34 καὶ οἱ βασιλεῖς ἡμῶν καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν καὶ οἱ ἱερεῖς ἡμῶν καὶ οἱ πατέρες ἡμῶν οὐκ ἐποίησαν τὸν νόμον σου καὶ οὐ προσέσχον τῶν ἐντολῶν σου καὶ τὰ μαρτύριά σου, ἃ διεμαρτύρω αὐτοῖς. | 34 Οι βασιλείς μας και οι άρχοντές μας και οι ιερείς μας και οι πατέρες μας δεν ετήρησαν τον νόμον σου και δεν έδωσαν προσοχήν εις τας εντολάς σου, δια τας οποίας και ζωηρώς διεμαρτυρήθης εναντίον των. | 34 Ὅλοι εἴμεθα ἔνοχοι. Καὶ οἱ βασιλεῖς μας καὶ οἱ ἄρχοντές μας καὶ οἱ ἱερεῖς μας καὶ οἱ πατέρες μας δὲν ἐτήρησαν τὸν Νόμον Σου, καὶ δὲν ἔδωσαν προσοχὴν εἰς τὰς ἐντολάς Σου καὶ τὰ προστάγματά Σου, τὰ ὁποῖα τοὺς διέταξες μὲ ἔντονον τρόπον νὰ τηροῦν. |
35 καὶ αὐτοὶ ἐν βασιλείᾳ σου καὶ ἐν ἀγαθωσύνῃ σου τῇ πολλῇ, ᾗ ἔδωκας αὐτοῖς, καὶ ἐν τῇ γῇ τῇ πλατείᾳ καὶ λιπαρᾷ, ᾗ ἔδωκας ἐνώπιον αὐτῶν, οὐκ ἐδούλευσάν σοι καὶ οὐκ ἀπέστρεψαν ἀπὸ ἐπιτηδευμάτων αὐτῶν τῶν πονηρῶν. | 35 Διότι αυτοί δεν σε υπηρέτησαν και δεν απεμακρύνθησαν από τας πονηράς των πράξεις και συνηθείας, μολονότι συ εχάρισες εις αυτούς την βασιλείαν, και έδειξες την άπειρόν σου καλωσύνην με το να χαρίσης εις αυτούς εκτεταμένην και πλουσίαν χώραν. | 35 Καὶ ἐνῷ αὐτοὶ ἐζοῦσαν μέσα εἰς τὴν κυριαρχικὴν δεσποτείαν Σου καὶ ἀπελάμβαναν τὰ ὅσα πλούσια τοὺς ἐχάρισες μὲ τὴν πολλὴν ἀγαθωσύνην Σου καὶ εὑρίσκοντο εἰς τὴν εὐρύχωρον καὶ εὔφορον χώραν, ποὺ τὴν ἔδωσες εἰς τὴν διάθεσίν των, ἐν τούτοις δὲν Σὲ ὑπηρέτησαν. Δὲν ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ τὰ πονηρὰ ἔργα των. |
36 ἰδοὺ σήμερόν ἐσμεν δοῦλοι, καὶ ἡ γῆ, ἣν ἔδωκας τοῖς πατράσιν ἡμῶν φαγεῖν τὸν καρπὸν αὐτῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ αὐτῆς, ἰδού ἐσμεν δοῦλοι ἐπ' αὐτῆς, | 36 Ιδού όμως ότι σήμερα είμεθα δούλοι. Είμεθα δούλοι επάνω ακριβώς εις την χώραν αυτήν, την οποίαν έδωσες στους προγόνους μας να τρώγουν τους καρπούς της και να απολαμβάνουν τα αγαθά της. | 36 Καὶ νά, λοιπόν, σήμερα εἴμαστε δοῦλοι! Καὶ ἡ χώρα, τὴν ὁποίαν ἔδωσες εἰς τοὺς προγόνους μας διὰ νὰ τρώγουν τοὺς καρπούς της καὶ νὰ ἀπολαμβάνουν τὰ ἀγαθά της, ἀνήκει εἰς ἄλλους! Τώρα πλέον κατοικοῦμεν εἰς αὐτὴν σὰν σκλάβοι! |
37 καὶ οἱ καρποὶ αὐτῆς πολλοὶ τοῖς βασιλεῦσιν, οἷς ἔδωκας ἐφ' ἡμᾶς ἐν ἁμαρτίαις ἡμῶν, καὶ ἐπὶ τὰ σώματα ἡμῶν ἐξουσιάζουσι καὶ ἐν κτήνεσιν ἡμῶν ὡς ἀρεστὸν αὐτοῖς, καὶ ἐν θλίψει μεγάλῃ ἐσμέν. | 37 Και ιδού σήμερον, ότι οι άφθονοι αυτής καρποί είναι υπό την εξουσίαν των βασιλέων, στους οποίους μας παρέδωσες εξ αιτίας των αμαρτιών μας και οι οποίοι εξουσιάζουν τα σώματά μας και τα ζώα μας, όπως αυτοί θέλουν. Ευρισκόμεθα σήμερον εις μεγάλην θλίψιν. | 37 Οἱ δὲ πλούσιοι καρποὶ τῆς χώρας αὐτῆς ἀνήκουν τώρα εἰς τοὺς βασιλεῖς, τοὺς ὁποίους ἔβαλες ἐπάνω μας ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας. Καὶ ἐξουσιάζουν πλέον αὐτοὶ τὰ σώματά μας καὶ χρησιμοποιοῦν ἐπίσης καὶ τὰ ζῶα μας ὅπως τοὺς ἀρέσει. Ἔχομεν λοιπὸν βυθισθῆ εἰς μεγάλην θλῖψιν. |
38 καὶ ἐν πᾶσι τούτοις ἡμεῖς διατιθέμεθα πίστιν καὶ γράφομεν, καὶ ἐπισφραγίζουσιν ἄρχοντες ἡμῶν, Λευῖται ἡμῶν, ἱερεῖς ἡμῶν. | 38 Αλλά ιδού, ότι ημείς σήμερον ομολογούμεν και γράφομεν την ιεράν ημών πίστιν, την οποίαν επισφραγίζουν με την υπογραφήν των οι άρχοντές μας, οι Λευίται μας, οι ιερείς μας”. | 38 Ἔπειτα ὅμως ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ὁμολογοῦμεν τώρα καὶ ὑποσχόμεθα ὅτι θὰ Σοῦ εἴμεθα εἰς τὸ ἑξῆς πιστοὶ καὶ ὑπογράφομεν μάλιστα αὐτὴν τὴν ὑπόσχεσίν μας. Οἱ δὲ ἄρχοντές μας, οἱ Λευῖται μας καὶ οἱ ἱερεῖς μας ἐπισφραγίζουν τὴν ὁμολογίαν μας. |