Τρίτη, 03 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:25
Δύση: 17:07
Σελ. 3 ημ.
338-28
16ος χρόνος, 6135η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΝΕΕΜΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 (Ε)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἡ κραυγὴ τοῦ λαοῦ καὶ γυναικῶν αὐτῶν μεγάλη πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς αὐτῶν τοὺς ᾿Ιουδαίους. 1 Μεγάλη όμως κατακραυγή των ανδρών και των γυναικών ηγέρθη εναντίον μερικών εκ των αδελφών των των Ιουδαίων. 1 Τότε ὑψώθη μεγάλη φωνὴ πόνον καὶ διαμαρτυρίας τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν γυναικῶν των ἐναντίον ὁρισμένων συμπατριωτῶν των.
2 καὶ ἦσάν τινες λέγοντες· ἐν υἱοῖς ἡμῶν καὶ ἐν θυγατράσιν ἡμῶν ἡμεῖς πολλοί· καὶ ληψόμεθα σῖτον καὶ φαγόμεθα καὶ ζησόμεθα. 2 Μεταξύ αυτών ήσαν και μερικοί οι οποίοι έλεγαν· “Με τους υιούς και τας θυγατέρας μας ημείς είμεθα πολλοί εις εκάστην οικογένειαν. Εχομεν ανάγκην από ψωμί, δια να φάγωμεν και να ζήσωμεν”. 2 Ἦσαν δηλαδὴ μερικοὶ ποὺ ἔλεγαν: Μὲ τὰ παιδιά μας καὶ μὲ τὰς θυγατέρας μας εἴμαστε πολλοὶ ἄνθρωποι εἰς τὰ σπίτια μας. Καὶ χρειαζόμαστε πολὺ σιτάρι, διὰ νὰ φάγωμεν ψωμὶ καὶ νὰ ζήσωμεν.
3 καὶ εἰσί τινες λέγοντες· ἀγροὶ ἡμῶν καὶ ἀμπελῶνες ἡμῶν καὶ οἰκίαι ἡμῶν, ἡμεῖς διεγγυῶμεν, καὶ ληψόμεθα σῖτον καὶ φαγόμεθα. 3 Υπήρξαν δε και μερικοί άλλοι οι οποίοι έλεγαν· “Είμεθα πρόθυμοι να υποθηκεύσωμεν τους αγρούς μας και τους αμπελώνας μας και τα σπίτια μας δια να λάβωμεν σίτον, να φάγωμεν και να ζήσωμεν”. 3 Ἄλλοι δὲ ἔλεγαν: Δίνομεν ἐνέχυρον τὰ χωράφια μας, τὰ ἀμπέλια μας καὶ τὰ σπίτια μας, διὰ νὰ πάρωμεν τὸ ἀπαραίτητον διὰ τὴν διατροφήν μας σιτάρι.
4 καὶ εἰσί τινες λέγοντες· ἐδανεισάμεθα ἀργύριον εἰς φόρους τοῦ βασιλέως, ἀγροὶ ἡμῶν καὶ ἀμπελῶνες ἡμῶν καὶ οἰκίαι ἡμῶν· 4 Και μερικοί έλεγαν· δια να καταβάλωμεν τον βασιλικόν φόρον εδανείσθημεν χρήματα με υποθήκην των αγρών μας, των αμπελώνων μας, των σπιτιών μας. 4 Καὶ ἄλλοι ἐλεγαν: Διὰ νὰ πληρώσωμεν τοὺς φόρους τοῦ βασιλέως, ἐπήραμεν δανεικὰ χρήματα καὶ ἐβάλαμεν ἐνέχυρον τὰ χωράφια μας, τὰ ἀμπέλια μας καὶ τὰ σπίτια μας.
5 καὶ νῦν ὡς σὰρξ ἀδελφῶν ἡμῶν σὰρξ ἡμῶν, ὡς υἱοὶ αὐτῶν υἱοὶ ἡμῶν. καὶ ἰδοὺ ἡμεῖς καταδυναστεύομεν τοὺς υἱοὺς ἡμῶν καὶ τὰς θυγατέρας ἡμῶν εἰς δούλους, καί εἰσιν ἀπὸ θυγατέρων ἡμῶν καταδυναστευόμεναι, καὶ οὐκ ἔστι δύναμις χειρῶν ἡμῶν, καὶ ἀγροὶ ἡμῶν καὶ ἀμπελῶνες ἡμῶν τοῖς ἐντίμοις. 5 Και τώρα έχομεν όλοι συγγένειαν αίματος μεταξύ μας. Η σαρξ των αδελφών μας, οι οποίοι σήμερον μας καταδυναστεύουν, είναι σαρξ ιδική μας· όπως επίσης τα παιδιά αυτών είναι και ιδικά μας παιδιά. Ιδού όμως ότι ημείς ένεκα των χρεών, που έχομεν συνάψει, παρεδώσαμεν εις αυτούς τα παιδιά μας δούλους και τας θυγατέρας μας ως δούλας. Δεν έχομεν δε την δύναμιν να τους απελευθερώσωμεν, διότι οι αγροί μας και τα αμπέλια μας ανήκουν στους πλουσίους δανειστάς μας”. 5 Καὶ ἐνῷ ἐμεῖς τώρα ζῶμεν εἰς τὴν πατρίδα μας καὶ εἴμαστε μία σάρκα μὲ τοὺς ὑπολοίπους ἀδελφούς μας Ἰουδαίους καὶ ἔχομεν τὸ ἴδιον αἷμα, καὶ τὰ παιδιά μας εἶναι Ἑβραιόπουλα, ὅπως καὶ τὰ ἰδικά των παιδιά, ἐν τούτοις εἴμαστε ἀναγκασμένοι νὰ δίνωμεν ὡς δούλους εἰς ὡρισμένους πλουσίους συμπατριώτας μας τοὺς υἱούς μας καὶ τὰς θυγατέρας μας καὶ ζοῦν πλέον σὰν σκλάβοι. Διὰ νὰ ζήσωμεν, δίνομεν ὡς δούλας τὰς θυγατέρας μας καὶ δὲν ἔχομεν τὴν οἰκονομικὴν εὐχέρειαν νὰ τὰς ἀπελευθερώσωμεν, διότι τὰ χωράφια μας καὶ τὰ ἀμπέλια μας τὰ ἐδώσαμεν ἐνέχυρον εἰς τοὺς πλουσίους δανειστὰς συμπατριώτης μας.
6 καὶ ἐλυπήθην σφόδρα, καθὼς ἤκουσα τὴν κραυγὴν αὐτῶν καὶ τοὺς λόγους τούτους. 6 Οταν ήκουσα την κραυγήν των και τους παραπονετικούς αυτούς λόγους των, ελυπήθην πάρα πολύ. 6 Ὅταν ἄκουσα τὸ πικρὸν αὐτὸ παραπόνον των καὶ τὰς διαμαρτυρίας των αὐτάς, ἐδοκίμασα πολὺ μεγάλην λύπην.
7 καὶ ἐβουλεύσατο καρδία μου ἐπ' ἐμέ, καὶ ἐμαχεσάμην πρὸς τοὺς ἐντίμους καὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ εἶπα αὐτοῖς· ἀπαιτήσει ἀνὴρ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ἃ ὑμεῖς ἀπαιτεῖτε. καὶ ἔδωκα ἐπ' αὐτοὺς ἐκκλησίαν μεγάλην 7 Αφού ενδομύχως ηρεύνησα και εμελέτησα το ζήτημά των, εφιλονείκησα και επετίμησα τους πλουσίους και τους ο έχοντας Ιουδαίους και είπα προς αυτούς· “σεις, λοιπόν, δανείζετε τους αδελφούς σας και απαιτείτε με σκληρότητα να σας πληρώνουν υπερόγκους τόκους;” Προς τακτοποίησιν δε του ζητήματος αυτού έκαμα μεγάλην συγκέντρωσιν από τους Ιουδαίους 7 Καὶ ἀφοῦ ἐσκέφθηκα καὶ ἐμελέτησα μόνος μου τὸ θέμα αὐτό, ἔδωσα μάχην μὲ τοὺς πλουσίους καὶ τοὺς ἄρχοντας τῶν Ἰουδαίων καὶ τοὺς εἶπα: Ἔχετε ὑπερβολικὰς ἀπαιτήσεις καὶ φορτώνετε πολὺ καθένας σας τὸν ἀδελφόν του Ἰουδαῖον, μὲ αὐτὸ ποὺ κάμνετε. Ἐκάλεσα ἐπίσης νὰ συγκεντρωθοῦν κοντά μου ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότεροι Ἰουδαῖοι.
8 καὶ εἶπα αὐτοῖς· ἡμεῖς κεκτήμεθα τοὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν τοὺς ᾿Ιουδαίους τοὺς πωλουμένους τοῖς ἔθνεσιν ἐν ἑκουσίῳ ἡμῶν· καὶ ὑμεῖς πωλεῖτε τοὺς ἀδελφοὺς ὑμῶν καὶ παραδοθήσονται ἡμῖν; καὶ ἡσύχασαν καὶ οὐχ εὕροσαν λόγον. 8 και είπα προς αυτούς· “Ημείς εξηγοράσαμεν και απελάβομεν ελευθέρους τους αδελφούς μας από τα έθνη, εις τα οποία είχον πωληθή και προσεφέραμεν ο καθένας το κατά δύναμιν δια την απελευθέρωσίν των. Και σεις τώρα πωλείτε τους αδελφούς σας, και αυτοί δια τα χρέη των θα παραδίδωνται ως δούλοι εις σας;” Οι Ιουδαίοι όταν ήκουσαν αυτά εσίγησον διότι δεν ευρήκαν λόγους να απαντήσουν. 8 Καὶ τοὺς εἶπα: Ὅπως εἶναι γνωστόν, μὲ τὰς ἑκουσίας προσφοράς, ποὺ ἔδωσε ὁ καθένας μας, ἐξαγοράσαμεν καὶ ἐλυτρώσαμεν τοὺς συμπατριώτας μας Ἰουδαίους, ποὺ εἶχαν πωληθῆ σὰν δοῦλοι διὰ διαφόρους λόγους εἰς τοὺς εἰδωλολάτρας. Καὶ σεῖς τώρα πωλεῖτε σὰν δούλους τοὺς ἀδελφούς σας! Καὶ τὸ θεωρεῖτε σωστὸν νὰ παραδίδωνται Ἰουδαῖοι σκλάβοι εἰς ἐμᾶς τοὺς Ἰουδαίους; Μόλις τὰ ἄκουσαν αὐτά, ἐσιώπησαν ὅλοι καὶ δὲν εὑρῆκαν νὰ εἰποῦν τίποτε.
9 καὶ εἶπα· οὐκ ἀγαθὸς ὁ λόγος, ὃν ὑμεῖς ποιεῖτε· οὐχ οὕτως ἐν φόβῳ Θεοῦ ἡμῶν ἀπελεύσεσθε ἀπὸ ὀνειδισμοῦ τῶν ἐθνῶν τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν. 9 Εγώ προσέθεσα τότε· “Δεν είναι καθόλου καλή η πράξις αυτή, που σεις κάμνετε. Μαθετε ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος παρά μονάχα ο φόβος του Θεού μας, δια να αποφύγετε τον χλευασμόν από τα ειδωλολατρικά έθνη και τους εχθρούς μας. 9 Καὶ ἐγὼ συνέχισα: Δὲν εἶναι καλὸν αὐτό, ποὺ κάμνετε. Ὄχι ἔτσι, ἀλλὰ μόνον μὲ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ θὰ ξεφύγετε τὸν χλευασμὸν καὶ αὐτῶν ἀκόμη τῶν εἰδωλολατρικῶν λαῶν, τῶν ἐχθρῶν μας.
10 καὶ οἱ ἀδελφοί μου καὶ οἱ γνωστοί μου καὶ ἐγὼ ἐθήκαμεν ἑαυτοῖς ἀργύριον καὶ σῖτον· ἐγκατελίπομεν δὴ τὴν ἀπαίτησιν ταύτην. 10 Εγώ, οι αδελφοί μου, και οι γνωστοί μου εδώσαμεν δάνεια, χρήματα και σίτον στους αδελφούς μας. Παραιτούμεθα από κάθε απαίτησιν καταβολής του χρέους τούτου. 10 Σᾶς λέγω δὲ ὅτι καὶ οἱ ἀδελφοί μου καὶ οἱ φίλοι μου καὶ ἐγὼ προσωπικῶς ἐδώσαμεν δάνειον ἀπὸ τὰ χρήματά μας καὶ ἀπὸ τὸ σιτάρι μας. Ἔχομεν ὅμως παραιτηθῆ ἀπὸ τὴν ἀπαίτησιν αὐτὴν τοῦ τόκου ὡς πρὸς τὴν ἐξόφλησιν τοῦ χρέους.
11 ἐπιστρέψατε δὴ αὐτοῖς ὡς σήμερον ἀγροὺς αὐτῶν καὶ ἀμπελῶνας αὐτῶν καὶ ἐλαιῶνας αὐτῶν καὶ οἰκίας αὐτῶν· καὶ ἀπὸ τοῦ ἀργυρίου τὸν σῖτον καὶ τὸν οἶνον καὶ τὸ ἔλαιον ἐξενέγκατε αὐτοῖς. 11 Αποδώσατε, λοιπόν, και σεις αμέσως τα χωράφια των, τα αμπέλια των, τα ληοστάσια των και τας οικίας των. Και από τα χρήματα, τιμήν του σίτου, του οίνου και του ελαίου, επιστρέψατε εις αυτούς ο,τι επήρατε ως τόκον”. 11 Νὰ ἐπιστρέψετε λοιπόν, καὶ σήμερα μάλιστα, εἰς τοὺς πτωχοὺς τὰ χωράφια των τὰ ἀμπέλια των, τοὺς ἐλαιῶνας των καὶ τὰ σπίτια των. Νὰ τοὺς ἀπαλλάξετε ἐπίσης καὶ ἀπὸ κάθε τόκον διὰ τὰ χρήματα, διὰ τὸ σιτάρι, τὸ κρασὶ καὶ τὸ λάδι, ποὺ τοὺς ἐδανείσατε.
12 καὶ εἶπαν· ἀποδώσομεν, καὶ παρ' αὐτῶν οὐ ζητήσομεν, οὕτως ποιήσομεν καθὼς σὺ λέγεις· καὶ ἐκάλεσα τοὺς ἱερεῖς καὶ ὥρκισα αὐτοὺς ποιῆσαι ὡς τὸ ρῆμα τοῦτο. 12 Οι Ιουδαίοι απήντησαν· “Θα αποδώσωμεν όσα ελάβομεν από αυτούς και δεν θα ζητήσωμεν πλέον τίποτε από αυτά. Θα πράξωμεν, όπως συ μας λέγεις”. Εκάλεσα τότε τους ιερείς και τους ώρκισα να πράξουν σύμφωνα με την υπόσχεσιν αυτήν. 12 Καὶ εἶπαν ἐκεῖνοι: Θὰ ἐπιστρέψωμεν ὅσα ἐπήραμεν καὶ δὲν θὰ ζητήσωμεν τόκον ἀπὸ τοὺς συμπατριώτας μας. Θὰ κάμωμεν ἔτσι, ὅπως μᾶς λέγεις. Ἐκάλεσα τότε τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς ὥρκισα ὅτι θὰ ἐνεργήσουν, ὅπως ἀκριβῶς τὸ εἴπαμεν.
13 καὶ τὴν ἀναβολήν μου ἐξετίναξα καὶ εἶπα· οὕτως ἐκτινάξαι ὁ Θεὸς πάντα ἄνδρα, ὃς οὐ στήσει τὸν λόγον τοῦτον, ἐκ τοῦ οἴκου αὐτοῦ καὶ ἐκ κόπου αὐτοῦ, καὶ ἔσται οὕτως ἐκτετιναγμένος καὶ κενός. καὶ εἶπε πᾶσα ἡ ἐκκλησία· ἀμήν, καὶ ἤνεσαν τὸν Κύριον. καὶ ἐποίησεν ὁ λαὸς τὸ ρῆμα τοῦτο. 13 Ετίναξα τότε το επανωφόρι μου και είπα· “Ετσι κάθε άνδρα ο οποίος τυχόν θα παραβή την υπόσχεσίν του, έτσι ας τον εκτινάξη ο Θεός από το σπίτι του, από τον κόπον του και θα είναι έξω πεταμένος και άδειος”. Είπε δε ολόκληρος η συγκέντρωσις· Αμήν· και εδοξολόγησαν τον Κυριον και ο λαός έπραξε σύμφωνα με την υπόσχεσιν αυτήν. 13 Καὶ ἐτίναξα τὸ ἐπανωφόρι μου ἐμπρός των, ὅπως συνηθίζεται εἰς τὴν Ἀνατολήν, καὶ εἶπα: Ἔτσι νὰ τινάξη ὁ Θεὸς καθένα, ποὺ δὲν θὰ τηρήσῃ τὴν συμφωνίαν αὐτήν. Νὰ τὸν τινάξῃ ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι του καὶ ἀπὸ τὰ ἀγαθά του. Καὶ ἂς εἶναι ἔτσι ξετιναγμένος καὶ ἀδειανός. Κατόπιν τούτου ὅλοι, ὅσοι εἶχαν συγκεντρωθῆ, ἐφώναξαν Ἀμήν καὶ ἐδοξολόγησαν τὸν Κύριον. Καὶ ὁ λαὸς τῶν Ἰουδαίων, οἱ δανεισταὶ δηλαδή, ἔκαμαν ὅπως ἐσυμφωνήσαμεν.
14 ᾿Απὸ τῆς ἡμέρας, ἧς ἐνετείλατό μοι εἶναι εἰς ἄρχοντα αὐτῶν ἐν γῇ ᾿Ιούδα, ἀπὸ ἔτους εἰκοστοῦ καὶ ἕως ἔτους τριακοστοῦ καὶ δευτέρου τῷ ᾿Αρθασασθὰ ἔτη δώδεκα, ἐγὼ καὶ οἱ ἀδελφοί μου βίαν αὐτῶν οὐκ ἔφαγον. 14 Από της εποχής, κατά την οποίαν ο βασιλεύς μου ανέθεσε να είμαι άρχων των Ιουδαίων εις την χώραν των, δηλαδή από το εικοστόν έτος μέχρι το τριακοστόν δεύτερον έτος της βασιλείας του Αρταξέρξου, επί δώδεκα έτη, ούτε εγώ ούτε οι αδελφοί μου εφάγαμεν τροφήν προερχομένην από την εξουσίαν μας απέναντι των αδελφών μας. 14 Ἀπὸ τότε ποὺ μοῦ ἀνέθεσε τὴν ἐντολὴν ὁ βασιλεὺς τῶν Περσῶν νὰ εἶμαι ἄρχων τῶν Ἰουδαίων εἰς τὴν χώραν μας, τὴν γῆν Ἰούδα, ἀπὸ τὸ εἰκοστὸν δηλαδὴ ἔτος καὶ ἕως τὸ τριακοστὸν δεύτερον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ἀρταξέρξου, ἐπὶ δώδεκα συνεχῆ ἔτη, καὶ ἐγὼ καὶ οἱ ἀδελφοί μου δὲν ἐφάγαμεν τίποτε μὲ καταπίεσιν τῶν συμπατριωτῶν μας.
15 καὶ τὰς βίας τὰς πρώτας, ἃς πρὸ ἐμοῦ ἐβάρυναν ἐπ' αὐτούς, καὶ ἐλάβοσαν παρ' αὐτῶν ἐν ἄρτοις καὶ ἐν οἴνῳ ἔσχατον ἀργύριον, δίδραχμα τεσσαράκοντα, καὶ οἱ ἐκτετιναγμένοι αὐτῶν ἐξουσιάζονται ἐπὶ τὸν λαόν· κἀγὼ οὐκ ἐποίησα οὕτως ἀπὸ προσώπου φόβου Θεοῦ. 15 Οι προηγούμενοι κυβερνήται ασκούσαν βίαν. Ελάμβαναν από αυτούς, ως ανταπόδοσιν, άρτους και οίνον, εκτός των τεσσαράκοντα αργυρών διδράχμων. Και αυτοί ακόμη οι υπηρέται των κατεδυνάστευαν τον λαόν. Εγώ όμως δεν έπραξα κατ' αυτόν τον τρόπον, διότι εφοβούμην τον Θεόν. 15 Δὲν συνέχισα τὰς προηγουμένας πιέσεις, μὲ τὰς ὁποίας ἐφόρτωναν δυσβάστακτα βάρη εἰς τοὺς Ἰουδαίους ὡρισμένοι. Ἔπαιρναν ἀπὸ αὐτοὺς μαζὶ μὲ τὰ ψωμιὰ καὶ τὸ κρασὶ καὶ τὴν τελευταίαν δραχμὴν ποὺ εἶχαν, σαράντα ἀσημένια δίδραχμα ἀπὸ τὸν καθένα ἐτησίως (115 περίπου γαλλικὰ φράγκα). Ἀκόμη καὶ αὐτοὶ οἱ δοῦλοι των κατεδυνάστευαν τὸν λαόν μας. Ἐγὼ ὅμως δὲν τὸ ἔκαμα αὐτό, διότι εἶχα φόβον Θεοῦ καὶ ὑπελόγιζα τὸν Νόμον Του.
16 καὶ ἐν ἔργῳ τοῦ τείχους τούτων οὐκ ἐκράτησα, ἀγρὸν οὐκ ἐκτησάμην, καὶ πάντες οἱ συνηγμένοι ἐκεῖ ἐπὶ τὸ ἔργον. 16 Και στο έργον ακόμη της ανοικοδομήσεως των τειχών εγώ δεν απέσχον, αλλά έλαβον μέρος. Αγρούς δεν απέκτησα και όλοι οι ιδικοί μου άνθρωποι είχαν συγκεντρωθή εκεί στο έργον της ανοικοδομήσεως. 16 Ἀλλὰ καὶ εἰς τὸ ἔργον τῆς ἀνεγέρσεως τοῦ τείχους, εἰς τὸ ὁποῖον ἔλαβα ἐνεργὸν μέρος, δὲν ἐκμεταλλεύθηκα κανένα, ὥστε νὰ κρατήσω κάτι διὰ τὸν ἑαυτόν μου. Δὲν ἀπέκτησα ἐπίσης ἰδικόν μου χωράφι. Ὅλοι, ὅσοι ἔχουν συγκεντρωθῆ ἐκεῖ εἰς τὸ τεῖχος διὰ τὸ ἔργον τῆς ἀνεγέρσεως, τὸ γνωρίζουν αὐτὸ καὶ ἠμποροῦν νὰ τὸ βεβαιώσουν. Καὶ ὅλοι οἱ ἰδικοί μου, ποὺ ἦσαν ἐκεῖ, ἔκαμαν τὸ ἴδιον.
17 καὶ οἱ ᾿Ιουδαῖοι, ἑκατὸν καὶ πεντήκοντα ἄνδρες, καὶ ἐρχόμενοι πρὸς ἡμᾶς ἀπὸ τῶν ἐθνῶν τῶν κύκλῳ ἡμῶν ἐπὶ τράπεζάν μου. 17 Επί πλέον εις εκατόν πεντήκοντα άνδρας Ιουδαίους, οι οποίοι ήρχοντο προς εμέ από τους εθνικούς λαούς που ήσαν γύρω μας, εγώ παρείχον πάντοτε φάγητον. 17 Εἰς δὲ τὸ τραπέζι μου ἔτρωγαν τακτικὰ ἑκατὸν πενῆντα Ἰουδαῖοι ἄνδρες. Μαζί μου ἐπίσης ἔτρωγαν καὶ οἱ ἐπισκέπται, ποὺ ἔφθαναν πρὸς ἐμᾶς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ κατοικοῦσαν ἀνάμεσα εἰς τοὺς εἰδωλολατρικοὺς λαούς, ποὺ ἦσαν γύρω μας.
18 καὶ ἦν γινόμενον εἰς ἡμέραν μίαν μόσχος εἷς καὶ πρόβατα ἓξ ἐκλεκτὰ καὶ χίμαρος ἐγίνοντό μοι καὶ ἀνὰ μέσον δέκα ἡμερῶν ἐν πᾶσιν οἶνος τῷ πλήθει· καὶ σὺν τούτοις ἄρτους τῆς βίας οὐκ ἐζήτησα, ὅτι βαρεῖα ἡ δουλεία ἐπὶ τὸν λαὸν τοῦτον. 18 Καθε ημέραν δε παρέθετα προς φιλοξενίαν εις αυτούς ένα μόσχον, εξ εκλεκτά πρόβατα και ένα τράγον. Ανά δέκα δε ημέρας προσεφέρετο στο πλήθος οίνο άφθονος. Παρ' όλα δε αυτά δεν εζήτησα ως κυβερνήτης της χώρας να φάγω άρτον καταδυναστεύων με την εξουσίαν μου τον λαόν, διότι τα έργα ήσαν πολύ βαρειά δια τον λαόν αυτόν. 18 Κάθε ἡμέραν παρέθετα εἰς τὸ τραπέζι μου ἕνα μοσχάρι, ἕξι διαλεκτὰ πρόβατα καὶ ἕνα τράγον διὰ τοὺς φιλοξενουμένους μου μὲ ἰδικά μου ἔξοδα. Κάθε δέκα δὲ ἡμέρας προσεφέρετο καινούργιο ἄφθονο κρασὶ εἰς ὅλους. Καὶ μαζὶ μὲ αὐτὰ δὲν ἐπεδίωξα ποτὲ ὡς κυβερνήτης νὰ ἀπολαύσω ἀγαθὰ μὲ βίαν καὶ πίεσιν τοῦ λαοῦ μου, διότι εἶχε φορτωθῆ ὁ λαὸς αὐτὸς μὲ πολὺ βαρὺ ἔργον.
19 μνήσθητί μου, ὁ Θεός, εἰς ἀγαθὸν πάντα ὅσα ἐποίησα τῷ λαῷ τούτῳ. 19 Μνήσθητί μου, Κυριε ο Θεός, και απόδωσέ μου εις αγαθόν όλα όσα έκαμα δια τον λαόν τούτον. 19 Μνήσθητί μου, Κύριε, καὶ ἀνταπόδωσε Σὺ εἰς ἀγαθόν μου ὅλα, ὅσα ἔκαμα διὰ τὸν λαὸν αὐτόν.