ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α' Δ´ 18 - 18
18 Ἀφοῦ λοιπὸν πιστεύετε καὶ ἠξεύρετε αὐτὰ διὰ τοὺς ἀποθανόντας, παρηγορεῖτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον μὲ τοὺς λόγους αὐτοὺς τῆς ἐλπίδος, ποὺ σᾶς γράφω.
ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α' Ε´ 1 - 10
1 Διὰ τοὺς χρόνους δὲ καὶ τοὺς καιροὺς τῆς δευτέρας παρουσίας, ἀδελφοί, δὲν ἔχετε ἀνάγκην νὰ σᾶς γράφωμεν.
2 Διότι σεῖς ἠξεύρετε ἀπὸ τὴν προφορικὴν διδασκαλίαν, τὴν ὁποίαν μὲ ἀκρίβειαν ἐνθυμεῖσθε, ὅτι ἡ ἡμέρα τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου πρόκειται νὰ ἔλθῃ ἔτσι ἔξαφνα, ὅπως ἔρχεται ὁ κλέπτης κατὰ τὴν νύκτα. Τόσον ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου, ὅτε θὰ ἔλθῃ ὁ Κύριος ὡς Κριτής, ὅσον καὶ ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου ἑκάστου ἀνθρώπου, κατὰ τὴν ὁποίαν ἔρχεται διὰ τὸν καθένα μας ὁ Κύριος, θὰ μᾶς καταλάβουν ἔξαφνα.
3 Διότι ὅταν λέγουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου, ἔχομεν τώρα εἰρήνην καὶ ἀσφάλειαν, τότε ἐπέρχεται ξαφνικὴ ἡ καταστροφὴ κατ’ αὐτῶν, καθὼς ἔξαφνα ἔρχεται καὶ ὁ πόνος τοῦ τοκετοῦ εἰς τὴν ἔγκυον γυναῖκα καὶ ἔτσι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ δὲν θὰ διαφύγουν τὴν καταστροφὴν αὐτήν.
4 Σεῖς ὅμως, ἀδελφοί, δὲν εὑρίσκεσθε εἰς σκότος κακίας καὶ ἁμαρτίας, διὰ νὰ σᾶς καταλάβῃ ἔξαφνα καὶ ἐπάνω εἰς τὰ ἔργα τοῦ σκότους σὰν κλέπτης ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου.
5 Ὅλοι σεῖς εἶσθε τέκνα φωτὸς καὶ τέκνα ἡμέρας καὶ συνεπῶς, ὀποτεδήποτε καὶ ἂν ἔλθῃ ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου, θὰ σᾶς εὔρη νὰ πράττετε ἔργα ἀρετῆς φωτεινά. Δὲν εἴμεθα τέκνα νυκτὸς οὔτε σκότους.
6 Σύμφωνα μὲ αὐτὰ λοιπὸν ἂς μὴ κοιμώμεθα τὸν ὕπνον τῆς ἀδιαφορίας καὶ ἀπροσεξίας, καθὼς καί οἰ λοιποὶ ποὺ ἀγνοοῦν τὸν Χριστόν, ἀλλ’ ἂς εἴμεθα ἄγρυπνοι καὶ ἂς ἐγκρατευώμεθα.
7 Ἂς μὴ κοιμώμεθα, διότι ἐκεῖνοι ποὺ κοιμῶνται, κοιμῶνται ἐν καιρῷ νυκτός, καὶ ἐκεῖνοι ποὺ μεθοῦν, μεθοῦν τὴν νύκτα. Εὑρίσκονται λοιπὸν αὐτοὶ εἰς τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καὶ εἰς τὸ σκοτάδι θὰ τοὺς εὕρῃ ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου, ὅταν θὰ ἔλθῃ ἔξαφνα.
8 Ἀλλ’ ἡμεῖς οἰ Χριστιανοί, ἐφ’ ὅσον εἴμεθα τέκνα ἡμέρας, ἂς ἐγκρατευώμεθα ἀπὸ κάθε κακίαν καὶ ἂς ὁπλισθῶμεν μὲ τὰ κατάλληλα πνευματικὰ ὅπλα. Ἂς ἐνδυθῶμεν δηλαδὴ ὡς πνευματικὸν θώρακα, ποὺ θὰ ἀσφαλίζῃ ὁλόκληρον τὸν ἐσωτερικόν μας ἄνθρωπον, τὴν πίστιν καὶ τὴν ἀγάπην, καὶ σὰν περικεφαλαίαν, ποὺ θὰ προφυλάττῃ τὸν νοῦν μας ἀπὸ τὸν κίνδυνον τῆς ἀποθαρρύνσεως καὶ ἀπογνώσεως, τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ ἀπολαύσωμεν τὴν σωτηρίαν.
9 Ναί· ποτὲ ἡ ἐλπίς, ὅτι θὰ σωθῶμεν, δὲν πρέπει νὰ σβήσῃ μέσα μας. Διότι ὁ Θεὸς δὲν μᾶς προώρισε δι’ ὀργὴν καὶ καταδίκην, άλλὰ μᾶς προώρισε διὰ νὰ ἀποκτήσωμεν κτῆμα μᾶς ἀσφαλὲς τὴν σωτηρίαν διὰ μέσου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ,
10 ὁ ὁποῖος ἀπέθανε δι’ ἠμᾶς, διὰ νὰ ζήσωμεν ὅλοι μαζί του, εἴτε μᾶς εὕρῃ κατὰ τὴν δευτέραν του παρουσίαν ζωντανοὺς καὶ ἀγρύπνους, εἴτε μᾶς εὔρῃ ἀποθαμένους.