(από το Θεός + κλέος) = αυτή που έχει θεϊκή δόξα.
Κόρη του Αυτοκράτορα Θεόφιλου.
(από το εβραϊκό Χάννα = ευμένεια, χάρις) = εκείνη, στην οποία επεδείχθη η ευμένεια και η χάρις του Θεού.
Θέκλαν, Βαουθᾶν, Δεναχίδα παρθένους.Ἆθλος ξίφους ἔδειξεν ἀθλοπαρθένους.
Οι Αγίες παρθένες Θέκλα, Βαουθά, Δενάχις (ή Δινάχ), Τεντούς, Μάμα, Μαλοχία, Άννα, Νάνα, Άστη και Μαλάχ ήταν ασκήτριες χριστιανές γυναίκες από την Περσία. Διατάχθηκαν από τον βασιλιά των Περσών να προσκυνήσουν τη φωτιά και επειδή δεν δέχτηκαν, τεμαχίστηκαν όλες με τα ξίφη των στρατιωτών.